Η Ανατολική Ευρώπη ενσωματώνεται οικονομικά στη Δύση;
(μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού»)
του Γιάννη Μηλιού

1. Εισαγωγή

Οι πρόσφατες εξελίξεις στις χώρες του ονομαζόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» τείνουν, κατά γενική ομολογία, να μετασχηματίσουν ριζικά τον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης, θυμίζουμε ότι η διαδικασία των πολιτικών (και οικονομικών) μετασχηματισμών είχε ως ορατή αφετηρία τις μεταρρυθμίσεις που τέθηκαν σε τροχιά στη Σοβιετική Ένωση μετά την άνοδο του Μ. Γκορμπατσόφ στην ηγεσία του ΚΚΣΕ και του σοβιετικού κράτους το Μάρτιο του 1985, αλλά και τη στενά συνυφασμένη μαζί της πολιτική προσέγγιση ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις και τη διαγραφόμενη προοπτική περιθωριοποίησης του ρόλου των δύο πολιτικοστρατιωτικών συνασπισμών (ΝΑΤΟ Συμφ. Βαρσοβίας). Στη συνέχεια, όμως, από τη μια μεριά οι εθνικές διεκδικήσεις που ξέσπασαν στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ, και από την άλλη η κατάργηση του μονοπωλίου των Κομμουνιστικών Κομμάτων στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας στις έξι χώρες της Αν. Ευρώπης (Αν. Γερμανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία, Βουλγαρία) και οι πολιτικές, θεσμικές και οικονομικές αλλαγές που τη συνόδευσαν (και οι οποίες ισοδυναμούν με κατάρρευση της μέχρι τώρα μορφής οργάνωσης της πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας στις χώρες αυτές), τροποποίησαν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα τους συσχετισμούς δύναμης στην Ευρώπη (αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο) και έφεραν στην επιφάνεια τάσεις εξέλιξης και ιστορικές δυνατότητες που στο πρόσφατο παρελθόν έμοιαζαν ανύπαρκτες. Στο πλαίσιο αυτό, η αναμενόμενη προσάρτηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, αλλά και η ενδεχόμενη ανεξαρτοποίηση της Λιθουανίας από τη Σοβιετική Ένωση ματασχηματίζουν ήδη το χάρτη της Ευρώπης.

Οι διεθνοπολιτικές, αλλά και οι οικονομικές επιπτώσεις των αλλαγών που συντελούνται σήμερα στην Ανατολική Ευρώπη και στις σχέσεις Ανατολής - Δύσης θα επηρεάσουν με αποφασιστικό τρόπο και μακροπρόθεσμα την εξέλιξη όλων των ευρωπαϊκών αλλά και των παγκόσμιων ζητημάτων. Αποφεύγοντας μια ακόμα αναφορά στα διαρκώς σχολιαζόμενα ζητήματα της «νέας παγκόσμιας ισορροπίας», του «νέου ρόλου της Γερμανίας» κ.λπ., θα επισημάνουμε ενδεικτικά και επιγραμματικά δυο ζητήματα σχετικά με τα οποία έχει ήδη αρχίσει να «κάνει πολιτική» η «υπεύθυνη πολιτική ηγεσία» της χώρας μας:

α) Η ονομαζόμενη «ενοποίηση» ή «επανενοποίηση» της Γερμανίας, (αλλά και μια ενδεχόμενη απόσχιση μιας βαλτικής Δημοκρατίας από την ΕΣΣΔ) θέτει επί τάπητος μια νέα συμφωνία των ευρωπαϊκών χωρών και των υπερδυνάμεων για τη σταθερότητα και την ασφάλεια των συνόρων στην Ευρώπη. Η συμφωνία αυτή είναι δυνατόν να επιταχύνει μια διευθέτηση όλων των ανοικτών (διακρατικών) διενέξεων της περιοχής, όπως του Κυπριακού, αλλά και των ελληνοτουρκικών διαφορών σχετικά με την υφαλοκρηπίδα και τον επιχειρησιακό έλεγχο του Αιγαίου. Σε κάθε περίπτωση, η νέα συγκυρία θα επηρεάσει τους συσχετισμούς δύναμης και στα δύο αυτά ζητήματα.

β) Οι εκτιμώμενες οικονομικές επιπτώσεις για την ΕΟΚ και ειδικότερα για την Ο. Δ. Γερμανίας από την επικείμενη προσάρτηση της Λ. Δ. Γερμανίας, αλλά και η αύξηση της «οικονομικής βοήθειας» της ΕΟΚ προς τις χώρες της Αν. Ευρώπης, επιτρέπει στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της ΕΟΚ (αλλά και στους εκπροσώπους των οικονομικών συμφερόντων των λεγόμενων «παρακμαζουσών βιομηχανικών περιοχών» της ΕΟΚ) να επιχειρήσουν να ωφεληθούν και αυτές οικονομικά από τη νέα συγκυρία, θέτοντας εκ νέου το ζήτημα της αύξησης των «ιδίων πόρων» της ΕΟΚ. Όπως είναι γνωστό, η ΕΟΚ έχει απορρίψει το αίτημα των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών μελών της για οποιαδήποτε αύξηση, μέχρι την 1. 1. 1993, των «ιδίων πόρων» της Κοινότητας (άρα και του ύψους χρηματοδότησης αναπτυξιακών δραστηριοτήτων σ' αυτές τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες μέλη). Εκτιμάται, όμως, ότι στη νέα συγκυρία το αίτημα για αύξηση των «ιδίων πόρων» μπορεί να γίνει αποδεκτό.

Στο άρθρο αυτό δεν θα ασχοληθούμε με τη διεθνοπολιτική πλευρά των εξελίξεων που συντελούνται στην Ευρώπη σαν αποτέλεσμα της κατάρρευσης των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ούτε, ακόμα, με τον κοινωνικό χαρακτήρα (τους μετασχηματισμούς στο επίπεδο της κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας στο εσωτερικό των ενλόγω χωρών) αυτής της κατάρρευσης. (Βλ. στο ζήτημα αυτό τις επισημάνσεις της Συντακτικής Επιτροπής στο παρόν τεύχος των θέσεων), θα μας απασχολήσει μόνο το ζήτημα των οικονομικών επιπτώσεων που προκύπτουν από τις συντελούμενες ανακατατάξεις.

Αφορμή για το άρθρο αυτό αποτέλεσε η έντονη δημοσιογραφική, ή δημοσιογραφικού επιπέδου αρθρογραφία της τελευταίας περιόδου, σύμφωνα με την οποία συντελείται ήδη η οικονομική ενοποίηση της Αν. Ευρώπης στη Δυτική, ότι συνακόλουθα οι μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομικές δυνάμεις (Ο. Δ. Γερμανίας, Γαλλία, Μ. Βρετανία κ.λπ.) «στρέφονται» από τον ευρωπαϊκό Νότο προς την ευρωπαϊκή Ανατολή, ότι η προοπτική δημιουργίας της «ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς» (κατάργηση μέχρι τις 31. 12. 1992 των μη δασμολογικών φραγμών του εμπορίου και νομισματική «ενοποίηση» μεταξύ των 12 χωρών-μελών της ΕΟΚ) θα ανασταλεί ενόψει της οικονομικής ενσωμάτωσης στη Δύση της Αν. Ευρώπης κ.λπ.

Η δημοσιογραφική αυτή φιλολογία είναι κατά τη γνώμη μου παραπλανητική, θα μπορούσε μάλιστα να καταδειχθεί η αντιφατικότητα της χωρίς καμιά ανάλυση, με δημοσιογραφικού και μόνο πάλι χαρακτήρα παρατηρήσεις, όπως π.χ. το σημερινό επίπεδο των εισοδημάτων στις χώρες της Αν. Ευρώπης: Για ποια ενοποίηση της αγοράς μπορούμε να μιλάμε (δηλαδή, πώς μπορούν να διατεθούν σε διευρυνόμενη κλίμακα τα κατασκευαζόμενα στη Δύση εμπορεύματα των περισσότερων βιομηχανικών κλάδων), όταν το μέσο επίπεδο μισθών π.χ. στην Ουγγαρία είναι σήμερα 7.000-8.000 δρχ. και στην Αν. Γερμανία 10.000-12.000 δρχ.1 ; Όταν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι και οι άμεσες επενδύσεις κεφαλαίου είναι, κατά κύριο λόγο, αποτέλεσμα της εμπορικής διαπλοκής ανάμεσα στις ενεχόμενες χώρες, τότε γίνεται προφανές ότι η οικονομική ολοκλήρωση των χωρών της Αν. Ευρώπης στη Δύση μόνο ως μια μακροπρόθεσμη διαδικασία μπορεί να γίνει αντιληπτή. Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι μεμονωμένοι κλάδοι ή επιχειρήσεις δεν διευρύνουν σήμερα ήδη τις οικονομικές δραστηριότητες τους στις χώρες της Αν. Ευρώπης2. Άλλωστε, αυτές οι μεμονωμένες οικονομικές συναλλαγές που τώρα αναπτύσσονται συντηρούν ως ένα βαθμό και τη δημοσιογραφική φιλολογία γύρω από την οικονομική «ενοποίηση» ανατολικής και δυτικής Ευρώπης.

2. ΕΟΚ και ΚΟΜΕΚΟΝ: Δύο διακριτές διαδικασίες οικονομικής ολοκλήρωσης

Καταρχήν αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι η άμβλυνσης του κλίματος «ψυχρού πολέμου» και η ύφεση που επιτεύχθηκε ανάμεσα στα δυο πολιτικοστρατιωτικά (και οικονομικά) μπλοκ από τις αρχές ήδη της δεκαετίας του 1970, είχε σαν αποτέλεσμα την εντατικοποίηση του εμπορίου ανάμεσα στην ευρωπαϊκή Δύση (12 από τις 18 χώρες της οποίας συμμετέχουν σήμερα, όπως είναι γνωστό, την ΕΟΚ) και στις επτά χώρες της ευρωπαϊκής Ανατολής που (μαζί με τη Μογγολία, την Κούβα και το Βιετνάμ) συγκροτούν την ΚΟΜΕΚΟΝ. Παρόλα αυτά, κάθε ομάδα χωρών εξελίχθηκε και συνέχισε να παραμένει ως μια ιδιαίτερη «κοινή αγορά»: Με άλλα λόγια, ο κύριος όγκος των διεθνών οικονομικών συναλλαγών (και πρώτα από όλα του εξωτερικού εμπορίου) των χωρών κάθε συνασπισμού διεξάγεται με τις χώρες που ανήκουν στον ίδιο συνασπισμό, χωρίς να είναι ορατή κάποια τάση συνολικής ανατροπής αυτού του χωρισμού της Ευρώπης σε δύο «περιοχές» οικονομικής «ολοκλήρωσης».

Η τελωνειακή ένωση και οι «κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές» των χωρών της ΕΟΚ έχουν έτσι σαν αποτέλεσμα, περισσότερο από 50% του εξωτερικού εμπορίου κάθε χώρας μέλους της ΕΟΚ να διεξάγεται με τις άλλες χώρες μέλη της Κοινότητας (π.χ. το 1986, το 63,5% των ελληνικών εξαγωγών είχαν ως προορισμό τις χώρες μέλη της ΕΟΚ, ενώ το 58,2% των εισαγομένων στην Ελλάδα προϊόντων προέρχονταν από την ΕΟΚ). Η τάση αυτή προβλέπεται να ενισχυθεί με τη δημιουργία της «ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς», δηλαδή με την κατάργηση των μη δασμολογικών οικονομικών φραγμών του ενδοΕΟΚικού εμπορίου (ενοποίηση τελωνειακών διαδικασιών, συστημάτων φορολογίας, τεχνικών προδιαγραφών, κατάργηση του «προστατευτισμού μέσω κρατικών προμηθειών», των έμμεσων επιδοτήσεων, ενοποίηση της νομοθεσίας σχετικά με τους τομείς των υπηρεσιών, του τραπεζικού συστήματος, της κίνησης κεφαλαίων κ.λπ.). Η διαδικασία αυτή «οικονομικής ολοκλήρωσης» ανάμεσα στις 12 χώρες της ΕΟΚ (παρ)ακολουθείται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό και από μια σειρά δυτικοευρωπαϊκές χώρες που δεν ανήκουν στην ΕΟΚ (Αυστρία, Νορβηγία, Ελβετία κ.ά.).

Μια αντίστοιχη διαδικασία «οικονομικής ολοκλήρωσης» συνδέει, παράλληλα, μεταξύ τους τις 7 χώρες της ΚΟΜΕΚΟΝ, οι εξωτερικές οικονομικές σχέσεις καθεμιάς από τις οποίες λαμβάνουν κυρίως χώρα με τα άλλα κράτη μέλη της ΚΟΜΕΚΟΝ (βλ. πίνακες 1 & 2).

Η διαίρεση της Ευρώπης σε όνο περιοχές δεν υπήρξε, λοιπόν, μόνον πολιτικοστρατιωτικού χαρακτήρα. Υπήρξε, εξίσου, και οικονομικού χαρακτήρα, και αυτός ο τελευταίος μοιάζει να αντέχει πολύ περισσότερο στο χρόνο, ακόμα και μετά την κατάρρευση των πολιτικών καθεστώτων των χωρών της Αν. Ευρώπης.

Από τη μήτρα του διεθνούς εμπορίου για το 198485 που παρουσιάζουμε στον πίνακα 1 προκύπτει ότι από τις συνολικές εισαγωγές που πραγματοποίησαν οι 7 χώρες της ΚΟΜΕΚΟΝ, μόλις το 11,9% προερχόταν από τις 10 χώρες της ΕΟΚ (την εποχή εκείνη δεν είχαν ακόμα προσχωρήσει στην ΕΟΚ η Ισπανία και η Πορτογαλία), ενώ από όλες τις υπόλοιπες χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού (ΕΖΕΣ, Ιαπωνία, ΗΠΑ, λοιπές καπιταλιστικές χώρες) προερχόταν το 12,8% των εισαγωγών των 7 αυτών χωρών της Αν. Ευρώπης. Ταυτόχρονα, το 61,1% των εισαγωγών της εν λόγω ομάδας χωρών προερχόταν από αυτή την ίδια ομάδα χωρών. (ΕνδοΚΟΜΕΚΟΝ εμπόριο. Το αντίστοιχο ποσοστό του ενδοΕΟΚ εμπορίου είναι 53,2%). Η ΚΟΜΕΚΟΝ αποτελεί, λοιπόν, την περισσότερο ολοκληρωμένη διεθνή «κοινή αγορά» σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από τη γεωγραφική κατανομή των εξαγωγών της ΚΟΜΕΚΟΝ, όπως φαίνεται από τον πίνακα 2.

Από τις συνολικές εξαγωγές των χωρών-μελών της ΚΟΜΕΚΟΝ 26,5% προσανατολίζεται προς τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, αλλά από το ποσοστό αυτό μόλις το 16,2% εισάγεται στις χώρες μέλη της ΕΟΚ. Η ΕΟΚ αντίθετα είναι ο πρώτος εμπορικός εταίρος των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών χωρών που δεν εντάσσονται σ' αυτήν (χώρες ΕΖΕΣ: Αυστρία, Ελβετία, Ισλανδία, Νορβηγία, Σουηδία, Φιλανδία). Στις «άλλες καπιταλιστικές χώρες» η βασική οικονομική δύναμη είναι ο Καναδάς, οι εξωτερικές οικονομικές σχέσεις του οποίου είναι προσανατολισμένες προς τις ΗΠΑ.



Τα στοιχεία που παραθέσαμε επιβεβαιώνουν, λοιπόν, όσα υποστηρίξαμε στην αρχή αυτού του άρθρου: Οι εξωτερικές οικονομικές σχέσεις των χωρών της Αν. Ευρώπης έχουν προσλάβει το χαρακτήρα μιας οικονομικής ολοκλήρωσης, που καθιστά τις χώρες αυτές ένα συνεκτικό, διακριτό «χώρο» της παγκόσμιας οικονομίας. Μάλιστα ο βαθμός της οικονομικής συνοχής και αλληλοδιαπλοκής των 7 αυτών χωρών της ΚΟΜΕΚΟΝ μπορεί να συγκριθεί διεθνώς μόνο με τον αντίστοιχο βαθμό συνοχής των χωρών μελών της ΕΟΚ. Η «ενσωμάτωση», λοιπόν των χωρών της ΚΟΜΕΚΟΝ στη Δυτ. Ευρώπη μπορεί να νοηθεί μόνο ως μια μακροπρόθεσμη διαδικασία, δεν αφορά τις εξελίξεις της περιόδου που διανύουμε, δεν τίθεται ούτε καν μεσοπρόθεσμα1.

Οι θέσεις που μόλις διατυπώσαμε επιβεβαιώνονται και από τα ακόλουθα στοιχεία:

α) Μια σύγκριση του βαθμού εξωστρέφειας των χωρών της Δύσης και αντίστοιχα της Ανατολής, όπως προκύπτει ενδεικτικά από την παρουσίαση του λόγου της αξίας του εξωτερικού εμπορίου προς το ΑΕΠ για 8 δυτικές και 4 ανατολικές χώρες (Πίνακας 3), κάνει φανερό ότι ο βαθμός εξωστρέφειας των ανατολικών χωρών είναι σήμερα ανάλογος με αυτόν των δυτικών χωρών. Για κάθε ομάδα χωρών οι συγκριτικά μικρότερες χώρες - μικρότερη εσωτερική αγορά - είναι περισσότερο ανοικτές προς τη διεθνή αγορά.

β) Το εξωτερικό εμπόριο των περισσότερων ανατολικών χωρών έχει «διαφοροποιημένο» χαρακτήρα, δηλαδή οι εισαγωγές αφορούν διαφορετική κατηγορία εμπορευμάτων από τις εξαγωγές. Χαρακτηριστικά, το 1984 οι εισαγωγές της ΕΣΣΔ καλύπτονταν κατά 59,1% από 2 μόνο κατηγορίες εμπορευμάτων: μηχανήματα (36,6%) και τρόφιμα (22,5%). Παράλληλα, δύο άλλες κατηγορίες εμπορευμάτων συγκέντρωναν το 70,7% των σοβιετικών εξαγωγών: καύσιμα (54,4%) και πρώτες ύλες μη εδώδιμες (16,3%). (Πηγή: Echanges EstOuest: un profil bas, 1987, σελ. 319).

γ) Η διαδικασία συσσώρευσης στις χώρες της Αν. Ευρώπης εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, από τις εισαγωγές μηχανολογικού εξοπλισμού από τις χώρες της Δύσης. Εξαίρεση αποτελούν μόνο δύο χώρες της ΚΟΜΕΚΟΝ, η Τσεχοσλοβακία, η οποία διαθέτει ένα εξαιρετικά αναπτυγμένο τομέα παραγωγής μηχανών και η Ρουμανία, η οποία από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ακολούθησε μια αυστηρή οικονομική πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών δυτικών εμπορευμάτων (βλ. και Πίνακα 5).

Το συμπέρασμα αυτό ενισχύει τη θέση ότι η σημερινή Ευρώπη δεν χαρακτηρίζεται από μια τάση για οικονομική ενοποίηση, αλλά από ένα διαχωρισμό, σε αντιστοιχία με όνο ήδη εξελιγμένες (και παραπέρα εξελισσόμενες) διακριτές διαδικασίες ολοκλήρωσης (ΕΟΚ - ΚΟΜΕΚΟΝ).

Βέβαια, σε όσα ειπώθηκαν μέχρι εδώ θα μπορούσαν να διατυπωθούν δύο επιφυλάξεις:

α) Όλα τα στοιχεία που παρατέθηκαν παραπάνω αναφέρονται μέχρι την περίοδο 19841985, οπότε και ξεκίνησε η Περεστρόικα στη Σοβιετική Ένωση. Τίθεται, λοιπόν το ερώτημα, αν η νέα αυτή σοβιετική πολιτική συμπίπτει με την εκκίνηση κάποιας τάσης μεταβολής των εξωτερικών οικονομικών σχέσεων της χώρας αυτής καταρχή, και των άλλων 6 χωρώνμελών της ΚΟΜΕΚΟΝ στη συνέχεια.

β) Οι 6 χώρες της Αν. Ευρώπης (πέραν της ΕΣΣΔ) αντιμετωπίστηκαν ως ένα ενιαίο σύνολο, πράγμα που μπορεί να συγκαλύπτει σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους.

Με τα ζητήματα αυτά θα ασχοληθούμε στην επόμενη παράγραφο αυτού του άρθρου.

3. Ορισμένες πρόσφατες τάσεις εξέλιξης

Από τα 174,3 εκατ. $ που εισέπραξαν από εξαγωγές το 1985 οι χώρες της Αν. Ευρώπης, τα 86,8 εκατ. $ (ποσοστό 49.8%) προέρχονταν από τις εξαγωγές της Σοβιετικής Ένωσης. Την ίδια χρονιά, η Σοβιετική Ένωση, με 82,9 εκατ. $ εισαγωγές, συγκέντρωνε το 50,1% των εισαγωγών του ανατολικού συνασπισμού (165,55 εκατ. $). θα ήταν, λοιπόν, χρήσιμο για την ανάλυση μας να παρακολουθήσουμε καταρχήν τη διαχρονική εξέλιξη της γεωγραφικής κατανομής του εξωτερικού εμπορίου της Σοβιετικής Ένωσης από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 (Πίνακας 4). θα μπορέσουμε έτσι να απαντήσουμε και στο ερώτημα αν η Περεστρόικα, το χρονικό σημείο εκκίνησης της οποίας τοποθετείται στο 1985, φαίνεται να επηρεάζει τον προσανατολισμό των εξωτερικών οικονομικών σχέσεων της ΕΣΣΔ.

Από τον πίνακα 4 γίνεται προφανές ότι κατά την περίοδο 19701975 διαμορφώθηκε μια τάση μερικού αναπροσανατολισμού των σοβιετικών εξωτερικών εμπορικών συναλλαγών από τις χώρες της ΚΟΜΕΚΟΝ προς τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού (ΟΟΣΑ), τάση η οποία, όμως, αντιστράφηκε έκτοτε. Μάλιστα από το 1985 (χρονιά εκκίνησης της Περεστρόικα), μέχρι το 1988 παρατηρείται μια αύξηση των μεριδίων του εξωτερικού εμπορίου της Σοβιετικής Ένωσης που προσανατολίζονται προς τις χώρες της ΚΟΜΕΚΟΝ (και προς τις «λοιπές χώρες») και μια ακόμα μεγαλύτερη μείωση των μεριδίων του εμπορίου της προς τις χώρες του ΟΟΣΑ.

Η Περεστρόικα δεν μοιάζει, λοιπόν, να συμπίπτει με ένα εντονότερο προσανατολισμό των σοβιετικών οικονομικών σχέσεων προς τη Δύση, αλλά, μέχρι στιγμής, με μια ενίσχυση της οικονομικής ολοκλήρωσης της στο πλαίσιο της ΚΟΜΕΚΟΝ.

Το ίδιο ζήτημα θα πρέπει τώρα να μελετηθεί σε αναφορά και με τις άλλες χώρες της ΚΟΜΕΚΟΝ.

Από τον πίνακα 5 γίνεται προφανές ότι για όλες τις χώρες της Αν. Ευρώπης, με εξαίρεση την Ουγγαρία και την Πολωνία, δεν παρατηρείται κάποιος αναπροσανατολισμός του εξωτερικού εμπορίου τους από την ΚΟΜΕΚΟΝ προς τις δυτικές χώρες μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Μάλιστα, επιβεβαιώνεται μάλλον (κυρίως σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές) η αντίθετη τάση, δηλαδή η παραπέρα εντατικοποίηση του ενδοΚΟΜΕΚΟΝ εμπορίου, με ακραία περίπτωση τη Ρουμανία, το εξωτερικό εμπόριο της οποίας αναπροσανατολίσθηκε ριζικά, από τα μέσα ήδη της δεκαετίας του 1970, σε βάρος των δυτικών χωρών και υπέρ των χωρών μελών της ΚΟΜΕΚΟΝ.

Ας έρθουμε όμως τώρα στο ζήτημα των δύο χωρών, της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, για τις οποίες παρατηρείται πράγματι ένας αναπροσανατολισμός των οικονομικών τους συναλλαγών προς τις δυτικές χώρες. Η τάση αυτή σχετικοποιείται αν λάβουμε υπόψη μας τα ακόλουθα στοιχεία:



α) Οι χώρες της ΚΟΜΕΚΟΝ εξακολουθούν να αποτελούν τη βασική «αγορά», στο πλαίσιο της διεθνούς οικονομίας, και για τα δύο αυτά κράτη. Οι χώρες του ΟΟΣΑ μπορεί το 1988 (για πρώτη φορά) να αποτελούν αθροιστικά σημαντικότερο εμπορικό εταίρο των δύο αυτών κρατών της ΚΟΜΕΚΟΝ, εντούτοις δεν συναποτελούν μια ολοκληρωμένη διεθνή αγορά όλες μαζί, εφόσον σ' αυτές συγκαταλέγονται οι χώρες της Β. Αμερικής (ΗΠΑ, Καναδάς) και η Ιαπωνία.

β) Στην περίπτωση της Πολωνίας, ο αναπροσανατολισμός των εξωτερικών οικονομικών της σχέσεων συμπίπτει με μια φάση οξύτατης οικονομικής κρίσης της χώρας, κρίση η οποία αντανακλάται και στις εξωτερικές συναλλαγές. Συγκεκριμένα, οι εισαγωγές της Πολωνίας το 1988 έφθαναν σε δολάρια και σε τρέχουσες τιμές μόλις στο 63,5% των εισαγωγών της του 1980, ενώ οι εξαγωγές της ήταν το 1988, και πάλι σε τρέχουσες τιμές, το 82% των εξαγωγών της χώρας το 1980. Τίθεται, επομένως το ερώτημα κατά πόσο η ανάκαμψη των εξωτερικών συναλλαγών της Πολωνίας θα ενισχύσει ή θα εξασθενίσει τη σημερινή τάση αναπροσανατολισμού των διεθνών οικονομικών της σχέσεων.

γ) Στην περίπτωση της Ουγγαρίας, η τάση προσανατολισμού των εξωτερικών της οικονομικών σχέσεων προς τη Δύση είναι ορατή ήδη από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970, περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκε και η εντυπωσιακότερη στροφή των ουγγρικών εξωτερικών συναλλαγών από την ΚΟΜΕΚΟΝ προς τις δυτικές χώρες.

δ) Αθροιστικά, η αξία του εξωτερικού εμπορίου της Πολωνίας και της Ουγγαρίας αποτελεί μικρό ποσοστό της συνολικής αξίας του εξωτερικού εμπορίου της ΚΟΜΕΚΟΝ. Συγκεκριμένα, στις εξαγωγές της ΚΟΜΕΚΟΝ για το 1988 η Ουγγαρία συγκέντρωνε το 4,5% και η Πολωνία το 6,3% (αθροιστικά 10,8%), ενώ στις εισαγωγές η Ουγγαρία συγκέντρωνε την ίδια χρονιά το 4,5% πάλι και η Πολωνία το 5,8% (αθροιστικά 10,3%) της συνολικής αξίας εισαγωγών των 7 χωρών της ΚΟΜΕΚΟΝ.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι τάσεις αναδιάρθρωσης των εξωτερικών οικονομικών σχέσεων των χωρών της Αν. Ευρώπης είναι ένα ζήτημα που θα μας απασχολήσει και πάλι στο μέλλον, ενόψει της κρίσης που αντιμετωπίζει σήμερα η οικονομία των χωρών αυτών, καθώς και σε συνάρτηση με τις ραγδαίες αλλαγές που συντελούνται σήμερα στο εσωτερικό τους, αλλά και στον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης.

4. Επίλογος

Αν το ζήτημα της «ενωμένης (ανατολικής και δυτικής) Ευρώπης» βρίσκεται σήμερα στην επικαιρότητα, αυτό δεν συμβαίνει γιατί συντελείται ή διαφαίνεται άμεσα η ένταξη και των χωρών της Ανατολής στη δυτικοευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση. Συμβαίνει γιατί συντελείται ραγδαία, μπροστά στα μάτια μας, η διαμόρφωση και διευρυμένη αναπαραγωγή στις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, όμοιου τύπου κοινωνικών σχέσεων και μορφών, σ' όλα τα κοινωνικά επίπεδα (οικονομικό, δικαιοπολιτικό, ιδεολογικόπολιτιστικό) με αυτές που κυριαρχούν στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Διαμορφώνονται, δηλαδή, και τα κρατικοκαπιταλιστικά ανατολικοευρωπαϊκά κράτη, σε καθεστώτα του κλασικού (δυτικού) καπιταλισμού.

Η εξέλιξη αυτή αποτελεί, βέβαια, και την καταρχή προϋπόθεση για μια μελλοντική οικονομική «ενοποίηση» ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση και συνακόλουθα ανάμεσα στην ΚΟΜΕΚΟΝ και την ΕΟΚ: μια «ενοποίηση» η οποία, όμως, απέχει σήμερα πολύ από το να αποτελεί μια υπαρκτή ή εξελισσόμενη πραγματικότητα.

Η παρέμβαση του Ετιέν Μπαλιμπάρ στα προβλήματα της μαρξιστικής θεωρίας η οποία αρχίζει με το Lire le Capital (συλλογικό έργο, 1965) και φτάνει ως το πιο πρόσφατο διβλίο του Race, nation, classe (1988), δεν έχει από θεωρητική άποψη, καμιά σχέση με «φορμαλιστικό θεωρητικισμό» και «δογματικές κοινοτυπίες» που «δεν επιτρέπουν στην έρευνα να προχωρήσει ούτε ένα βήμα» διότι «αποτελούν συνέπεια της σταλινικής απλοποίησηςδογματοποίησης», όπως του καταλόγισε ο Ν. Πουλαντζάς (Το Κράτος, η Εξονοί., ο Σοσιαλισμός, Αθήνα, 1984, σς. 179 80). Υπάρχει πιθανώς πολιτική σχέση ανάμεσα στη θεωρητική δουλειά του ' Ε. Μπαλιμπάρ και τις κατηγορίες αυτές. Στη σημερινή μάλιστα συγκυρία τέτοιες κατηγορίες γίνονται περισσότερο «προφανείς» όταν στρέφονται εναντίον κάποιου που έχει υπερασπίσει θεωρητικά βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού, συμπεριλαμβανομένης της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Υπάρχουν όμως και αντιστάσεις. Στην Ελλάδα, οι θέσεις παρακολουθούν το έργο του Ε. Μπαλιμπάρ (μελέτες του έχουν δημοσιευτεί στα τεύχη 8,17, 23-24, 25, 26,28 του περιοδικού) και χρησιμοποιούν τις αναλύσεις του ως μέσο κατανόησης του κοινωνικού και των μετασχηματισμών του.

Η σημασία των αναλύσεων του συγγραφέα για την «κρίση του μαρξισμού» είναι διπλή. Η προσέγγιση του χαρακτηρίζεται, πρώτον, από πολιτική οξυδέρκεια (η κρίση του μαρξισμού συνδέεται με τα αντιφατικά και προβληματικά στοιχεία του ίδιου του μαρξισμού σε αντίθεση με τις αυταπάτες περί τελειότητας και πληρότητας του) και, δεύτερον, από θεωρητική ειλικρίνεια (η κρίση συσχετίζεται με τις εγγενείς αντιφάσεις των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών, σε αντίθεση με τις από ενενηκονταετίας1 σύντονες προσπάθειες των ιδεολόγων της εξουσίας να παρουσιάσουν το μαρξισμό ως επιστημονική απάτη και ακραίο «ολοκληρωτικό» παραλήρημα, ως θεωρία που μολύνει ένα απόλυτα υγιές σύστημα, αυτό που βασίζεται στην ελεύθερη οικονομία και υπερασπίζεται τη Δημοκρατία και τον Άνθρωπο).

1. Η αγοραστική δύναμη, βέβαια, για εγχώρια εμπορεύματα και δημόσιες υπηρεσίες των μισθών αυτών είναι ψηλότερη από ό,τι το ισοδύναμο χρηματικό ποσό (π.χ. των 10.000 δρχ.) στην Ελλάδα, ή σε κάποια άλλη δυτική χώρα. Αυτό όμως όεν αναιρεί το γεγονός ότι αν μια ιαπωνική τηλεόραση ή ένα ελληνικό γυναικείο φόρεμα τιμάται στη διεθνή αγορά 1.000 δολάρια, τότε. στην καλύτερη περίπτωση (κατάργηση των φραγμών του διεθνούς εμπορίου), ο Ανατολικογερμανός ή ο Ούγγρος καταναλωτής θα πρέπει να μπορεί να διαθέσει το ισοδύναμο (σε εγχώριο νόμισμα) αυτού του ποσού, για να αποκτήσει το ενλόγω εμπόρευμα.

2. Από τον τύπο πληροφορηθήκαμε, για παράδειγμα, ότι πέντε ελληνικές επιχειρήσεις (δύο αλυσίδες supermarket, ή «goody's» του κλάδου τροφίμων, η βιομηχανία πλαστικών «Πετζετάκις Α.Ε.» και η βιομηχανία τηλεπικοινωνιακού υλικού «Intracom») πραγματοποιούν ήδη άμεσες επενδύσεις στη Σοβιετική Ένωση.

3. Εξαίρεση αποτελεί μόνο η περίπτωση της Αν. Γερμανίας. Όμως και εδώ, στην περίπτωση που θα πραγματοποιηθεί η γερμανική «επανενοποίηση», η ενσωμάτωση της χώρας στη Δύση δεν θα γίνει μέσα από διαδικασίες διεθνούς οίκο - νομικής ολοκλήρωσης, αλλά θα έχει ως κινητήρια δύναμη τον «εξωοικονομικό καταναγκασμό» της πολιτικής ενοποίησης, της ενιαίας κρατικής μηχανής, του ενιαίου νομίσματος, της επιβολής έτσι μιας ενιαίας εσωτερικής εθνικής αγοράς, θα πρόκειται δηλαδή για τη διαδικασία προσάρτησης μιας χώρας από μια άλλη, ζήτημα εντελώς διαφορετικό από αυτό που εξετάζουμε εδώ. Με το γερμανικό ζήτημα θα ασχοληθούμε εκτενώς σε επόμενο τεύχος των θέσεων.

4. Ο λίβελλος του καθηγητή Τ. Masaryk Die wissenschaftliche und philosophische Krise innerhalb des gegenwärtigen Marxismus γράφτηκε το 1898.