Το Κυπριακό μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο
Η ελληνική και η ελληνοκυπριακή στρατηγική. Μέρος Ε' (1977 - 1989)
των Γιάννη Μηλιού και Τάσου Κυπριανίδη

7. Φάση έκτη: Το «πλαίσιο επίλυσης» του Κυπριακού και οι αντιφάσεις του: Ιστορία χωρίς τελειωμό;

7.1 Μετά τη συμφωνία Μακαρίου Ντενκτάς: Επίλυση του Κυπριακού ή διαιώνιση του status quo;

«Κατά το τέλος του 1976 και τις αρχές τον 1977, η Τουρκία συναντά αντιδράσεις απ όλο τον κόσμο. Σε κάθε διεθνή οργανισμό της Δύσεως υπήρχε ένας φάκελος για την Τουρκία. Οι σχέσεις των σημαντικών δυτικών χωρών και της Τουρκίας είχαν "παγώσει" και οι Αδέσμευτοι αντιδρούσαν περισσότερο απ' όλους. Οι σχέσεις με τον Ανατολικό Συνασπισμό, που δεν ήταν ποτέ άριστες, είχαν επιδεινωθεί. Στον τομέα των διεθνών σχέσεων η χώρα ζούσε τη χειρότερη περίοδο της ιστορίας της». (Μεχμετ Αλή Μπιράντ 1985, σελ. 271).

Στο προηγούμενο μέρος της ανάλυσης μας για το Κυπριακό, που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 29 των θέσεων επιμείναμε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι η συμφωνία Μακαρίου - Ντενκτάς του Φεβρουαρίου 1977, παρότι δεν αποτελεί μια συγκεκριμένη συμφωνία επίλυσης του Κυπριακού, εντούτοις οριοθετεί και καταγράφει το πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι δυνατό να διαμορφωθεί μια συγκεκριμένη λύση του προβλήματος. Καταγράφει, δηλαδή, η συμφωνία αυτή το πλαίσιο των εκατέρωθεν δυνατών συμβιβασμών για την επανενοποίηση ολόκληρου του κυπριακού εδάφους σε μια ενιαία κρατική επικράτεια.

Υπενθυμίζουμε, ότι αναφερόμαστε στους συμβιβασμούς που είναι δυνατόν να γίνουν με βάση τους συνολικούς (εσωτερικούς και διεθνείς) συσχετισμούς δυνάμεων αναφορικά με το Κυπριακό, που αποκρυσταλλώθηκαν κατά την περίοδο που ακολούθησε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο (1974-76). Οι βασικοί κατευθυντήριοι άξονες μιας τέτοιας λύσης (διζωνική ομοσπονδία με πρωτοκαθεδρία της κεντρικής κυβέρνησης ως προς τις ομόσπονδες κυβερνήσεις, αλλά και με ευρεία αυτοδιοίκηση των εθνικών κοινοτήτων, εφαρμογή των δικαιωμάτων διακίνησης, εγκατάστασης και ιδιοκτησίας με περιορισμούς ώστε να μη καταργηθεί η τουρκοκυπριακή πληθυσμιακή πλειοψηφία στη Β. Κύπρο, περιορισμός της έκτασης της τουρκοκυπριακής ομόσπονδης περιοχής ως προς το κατεχόμενο από τον τουρκικό στρατό έδαφος κ.λπ., βλ. θέσεις 29, σελ. 77-78) θα εξακολουθήσουν, δηλαδή, να ισχύουν (να αποτελούν τη βάση για μια πιθανή επίλυση του Κυπριακού) όσο διατηρείται το πλαίσιο ισορροπίας των συσχετισμών, το οποίο παγιώθηκε την προηγούμενη περίοδο: Το πλαίσιο ισορροπίας δυνάμεων που προκύπτει από την τουρκική εισβολή, από τη μετακίνηση των πληθυσμών (αναγκαστική, λόγω της εισβολής, των ελληνοκυπρίων, οικειοθελή, παρά τις απαγορεύσεις, των τουρκοκυπρίων), από τη διεθνή αναγνώριση της ελληνοκυπριακής (στο εξής ε κ) πολιτικής εξουσίας ως της μόνης κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας (νοούμενης ως ενιαίας επικράτειας), από την αντίστοιχη διεθνοπολιτική και οικονομική απομόνωση της τουρκοκυπριακής (στο εξής τ/κ) πολιτικής εξουσίας, από την υιοθέτηση από τους διεθνείς οργανισμούς των ε/κ θέσεων, ότι δηλαδή το Κυπριακό είναι κατ' αρχήν πρόβλημα εισβολής κ.λπ.

Βέβαια, παρότι πρόκειται για ένα σταθερό πλαίσιο ισορροπίας των συσχετισμών δύναμης (εφόσον διατηρείται ο εδαφικός και πληθυσμιακός διαχωρισμός, η διεθνοπολιτική ισχύς της ε/κ πολιτικής εξουσίας κ.λπ.), εντούτοις λαμβάνουν χώρα και επιμέρους μετασχηματισμοί στο εσωτερικό του, σαν αποτέλεσμα των μετατοπίσεων των συσχετισμών τόσο στο διεθνές επίπεδο (διεθνής θέση Ελλάδας, Κύπρου, Τουρκίας), όσο και στο εσωτερικό της Κύπρου (πολιτικοί συσχετισμοί, αλλά και οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις στη Νότια. ή, αντίστοιχα, στη Βόρεια Κύπρο).

Οι επιμέρους αυτοί μετασχηματισμοί θα επηρεάσουν, προφανώς, την ενδεχόμενη συγκεκριμένη λύση, η οποία, αν υπάρξει, θα κινείται στο πλαίσιο των δεδομένων «κατευθυντήριων αξόνων» που αναφέραμε. Ζητήματα όπως η εδαφική έκταση του τ/κ καντονιού, η έκταση των αρμοδιοτήτων της κεντρικής κυβέρνησης, η διαδικασία και το χρονοδιάγραμμα αποχώρησης των τουρκικών (και ελληνικών) στρατευμάτων θα επηρεασθούν, σε ό,τι αφορά το τελικό τους περιεχόμενο, από την εξέλιξη αυτών των επιμέρους συσχετισμών, στο εσωτερικό της γενικότερης ισορροπίας δυνάμεων.

Παράλληλα, όμως, στο διάστημα που μεσολάβησε από τη συμφωνία Μακαρίου - Ντενκτάς μέχρι σήμερα, έγινε προφανές ότι οι επιμέρους εσωτερικοί και διεθνείς πολιτικοί συσχετισμοί δυνάμεων, οι οποίοι διαμορφώνονται στο εσωτερικό του πλαισίου ισορροπίας δυνάμεων που παγιώθηκε μετά τον πόλεμο του 1974, ευνόησαν και επομένως μπορεί να συνεχίσουν να ευνοούν και στο μέλλον όχι την επίλυση, αλλά τη «μη επίλυση» του Κυπριακού: Τη διατήρηση του εσωτερικού και διεθνοπολιτικού καθεστώτος που προέκυψε από τον πόλεμο και την τουρκική εισβολή του 1974.

Πραγματικά, όπως θα δούμε αναλυτικά στα επόμενα, η δεκατριετής φάση «μη επίλυσης» του Κυπριακού που ακολούθησε τη συμφωνία Μακαρίου - Ντενκτάς μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους:

α) Τη σύντομη περίοδο της «τουρκικής αδιαλλαξίας» (Μάρτιος - Δεκέμβριος 1977). Την περίοδο αυτή, ο ανταγωνισμός Ελλάδας - Τουρκίας, αλλά και η διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών των δυνάμεων στο εσωτερικό της Τουρκίας καθιστούσαν αδύνατη τη διακοινοτική προσέγγιση στην Κύπρο.

β) Τη μακρά περίοδο της «απορριπτικής» ελληνοκυπριακής πολιτικής (Ιανουάριος 1978 - Φεβρουάριος 1988). Κατά την περίοδο αυτή, η οποία χαρακτηρίζεται βέβαια από αρκετές διακυμάνσεις, οι πολιτικοί συσχετισμοί στη Νότια Κύπρο έχουν σαν αποτέλεσμα την εγκατάλειψη από τη μεριά της ε/κ πολιτικής εξουσίας του πλαισίου συμφωνίας Μακαρίου - Ντενκτάς, και την εμμονή στη διαιώνιση του Κυπριακού ως «ανοικτού προβλήματος» (απαίτηση να αποχωρήσουν τα ξένα στρατεύματα πριν την υλοποίηση της όποιας συμφωνίας, κ.λπ.).

γ) Την περίοδο της τουρκοκυπριακής αδιαλλαξίας, από το Μάρτιο 1988 μέχρι σήμερα. Οι εξελίξεις θα δείξουν αν πρόκειται για διαπραγματευτικό ελιγμό των τουρκοκυπρίων, ή για την εμπέδωση μιας σταθερής «απορριπτικής» τ/κ πολιτικής στρατηγικής με στόχο και πάλι τη διαιώνιση του σημερινού status quo στην Κύπρο.

7.2 Η περίοδος της τουρκικής αδιαλλαξίας (Μάρτιος · Δεκέμβριος 1977)

«Στη σύσκεψη (...) αναφέρθηκαν στα μέλη οι προτάσεις για το Σύνταγμα τις οποίες ετοίμασε ο Ντενκτάς και διόρθωσε το Υπουργείο Εξωτερικών (...) Στη σύσκεψη βρισκόταν και ο Ασιλτούρκ, ο οποίος ήταν Υπουργός Εσωτερικών. Κάποια στιγμή, αφού κοιτούσε για πολλή ώρα τον υπάλληλο του Υπουργείου Εξωτερικών που ανέλυε τις προτάσεις, είπε: "Ντρέπομαι που ένας Τούρκος διπλωμάτης κάνει τέτοιες προτάσεις"». (Μεχμέτ Αλή Μπιράντ 1985, σελ. 304-305).

Με βάση τη συμφωνία - πλαίσιο Μακαρίου - Ντενκτάς ξανάρχισαν στις 31 Μαρτίου 1977 στη Βιέννη οι διακοινοτικές συνομιλίες για τη διατύπωση μιας συγκεκριμένης συμφωνίας επίλυσης του Κυπριακού. Οι αρχικές προτάσεις που υπέβαλε στις συνομιλίες αυτές η κάθε πλευρά αφίσταντο σε αρκετά σημεία των «κατευθυντήριων γραμμών» της συμφωνίας - πλαίσιο Μακαρίου - Ντενκτάς. Αυτό ήταν φυσικό, και δεν σήμαινε αναγκαστικά προσπάθεια τορπιλισμού των συνομιλιών, εφόσον οι αρχικές θέσεις που κατατίθενται σε μια διαπραγμάτευση αποτελούν ακριβώς το σημείο αφετηρίας γι αυτή τη διαπραγμάτευση, δηλαδή κατά κανένα τρόπο δεν ταυτίζονται και με τις τελικές θέσεις της πλευράς που τις κατέθεσε.

Έτσι, οι ε/κ πρότειναν η έκταση του τ/κ καντονιού να περιορισθεί στο 20% του κυπριακού εδάφους, να επιστρέψουν 120 χιλιάδες ε/κ πρόσφυγες στις περιοχές που θα περιέρχονταν και πάλι στον έλεγχο της ε/κ διοίκησης και 50 χιλιάδες ε/κ πρόσφυγες στην υπό τ/κ διοίκηση περιοχή, να εξασφαλισθεί το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης, επιλογής του τόπου εργασίας, εγκατάστασης και κατοχής περιουσίας. Επίσης πρότειναν ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας (εκ των οποίων ο ένας θα ήταν ε/κ και ο άλλος τ/κ) να εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία, ενώ η νομοθετική εξουσία να ασκείται από δύο σώματα, εκ των οποίων το ένα θα αντιπροσώπευε τα καντόνια, ενώ το άλλο, η βουλή των αντιπροσώπων, θα αποτελούσε το κυρίαρχο νομοθετικό σώμα του κράτους και θα εκλεγόταν από όλο το λαό. Αντίθετα, οι τ/κ αρχικές προτάσεις πρόβλεπαν ότι κάθε ομόσπονδη περιοχή θα είχε το δικό της σύνταγμα, ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα εκλεγόταν εναλλάξ από την εκ και την τκ κοινότητα, ότι σε θέματα μείζονος σημασίας θα απαιτείτο ξεχωριστή πλειοψηφία των ε/κ και των τ/κ βουλευτών. (Για τις συνομιλίες αυτές βλ. αναλυτικά Γ. Κρανιδιώτης, στο: Τενεκίδης Κρανιδιώτης 1981, σελ. 603-610).

Τελικά οι συνομιλίες διακόπηκαν χωρίς αποτέλεσμα στις 7. 4. 1977, όχι τόσο γιατί ήταν αδύνατο να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στις δύο πλευρές σχετικά με το συνταγματικό ζήτημα (για το οποίο και οι δυο πλευρές υπέβαλαν, όπως είδαμε, τις αρχικές προτάσεις τους), όσο γιατί η τ/κ πλευρά απόφυγε μέχρι τέλους (παρά την απαίτηση των ε/κ και τις πιέσεις του Γ. Γ. του ΟΗΕ) να υποβάλει τις προτάσεις της για το εδαφικό1.

Ο τορπιλισμός των διακοινοτικών από την τ/κ πλευρά καθοδηγήθηκε στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση από την Τουρκία, από την οποία εξαρτάτο ακόμα απόλυτα (πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά) η τ/κ πολιτική εξουσία. Πραγματικά, η Τουρκία επιδίωκε από τον Ιούλιο του 1974 και μετά να επιβάλει το Κυπριακό ως ελληνοτουρκική διαφορά και να προωθήσει τη λύση του μέσα από τον ελληνοτουρκικό διάλογο. Με τον τρόπο αυτό έλπιζε σε δυο αποτελέσματα:

α) Να μετατρέψει το Κυπριακό από διεθνές σε διμερές πρόβλημα δύο χωρών - μελών του NATO και να μειώσει, έτσι, τη διεθνή πίεση που της ασκείτο, λόγω της κατοχής μέρους της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πρώτος στόχος της Τουρκίας στην κατεύθυνση αυτή ήταν η άρση του εμπάργκο παροχής αμερικανικού στρατιωτικού υλικού.

β) Να ανοίξει, με αφετηρία το Κυπριακό, το «πακέτο» των ελληνοτουρκικών διαφορών, ώστε να μπορέσει να θέσει (σε διμερή, ή ενδοΝΑΤΟική και πάλι βάση διαπραγμάτευσης) τις διεκδικήσεις της σχετικά με την υφαλοκρηπίδα και τον επιχειρησιακό χώρο του Αιγαίου.

Η κατεύθυνση αυτή της τουρκικής πολιτικής για αναβολή της επίλυσης του Κυπριακού μέσα από το διακοινοτικό διάλογο ενισχυόταν και από το σχηματισμό ήδη από το Δεκέμβριο του 1974 μιας κυβέρνησης συνεργασίας της Δεξιάς (κόμμα «Δικαιοσύνης» του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ) με την άκρα Δεξιά (κόμματα «Εθνικής Σωτηρίας» του Ερμπακάν, «Εθνικιστικής Δράσης» και «Εμπιστοσύνης»). Τα κόμματα της άκρας Δεξιάς και ιδιαίτερα ο Ερμπακάν που κατείχε τη θέση του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης αντιτίθεντο σε οποιοδήποτε διακανονισμό του Κυπριακού γιατί θεωρούσαν «προδοσία» την παραχώρηση μέρους του εδάφους που κατέκτησε ο τουρκικός στρατός τον Ιούλιο του 1974. Ακόμα και στο θέμα της Αμμοχώστου, η οποία δεν έχει εποικισθεί από τους τ/κ, καθώς προβλέπεται ότι θα παραχωρηθεί στους ε/κ ως πρώτο βήμα υλοποίησης της συμφωνίας επίλυσης του Κυπριακού, μόλις μια τέτοια συμφωνία επιτευχθεί, ο Ερμπακάν φέρεται ότι υποστήριξε σε συνεδρίαση του τουρκικού «Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας» το Μάρτιο του 1977: «Δεν μπορεί να δοθεί πίσω ούτε σπιθαμή εδάφους που ποτίστηκε με αίμα ηρώων». (Παρατίθεται στο Μπιράντ 1985, σελ. 307).

Η διεθνοποίηση, όμως, του Κυπριακού, ήδη από την πρώτη μέρα της τουρκικής απόβασης, αλλά και η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, που το αργότερο από τις αρχές του 1978 αποσυνέδεε τις ελληνοτουρκικές διαφορές από το Κυπριακό1, καθιστούσε την αδιάλλακτη τουρκική πολιτική ιδιαίτερα αναποτελεσματική, καθώς επέτεινε τη διεθνή απομόνωση της τ/κ κοινότητας και της Τουρκίας, σε μια εποχή μάλιστα που τα οικονομικά προβλήματα της τελευταίας αύξαναν τις επιπτώσεις του αμερικανικού εμπάργκο. Ο εξαναγκασμός της κυβέρνησης του Εθνικιστικού Μετώπου υπό τον Ντεμιρέλ σε παραίτηση στις 31.12.1977 θα βάλει, όμως, τέρμα στην αδιάλλακτη τουρκική στάση στο Κυπριακό, καθώς η νέα τουρκική κυβέρνηση υπό τον Μπ. Ετσεβίτ θα εγκαινιάσει μια νέα εξωτερική πολιτική: θα επιδιώξει την επίλυση του Κυπριακού, στο πλαίσιο της συμφωνίας Μακαρίου - Ντενκτάς, σαν προϋπόθεση για την άρση των αρνητικών διεθνοπολιτικών επιπτώσεων που προέκυψαν για την Τουρκία από την εισβολή και κατοχή της Βόρειας Κύπρου.

Στο μεταξύ, όμως, ο ξαφνικός θάνατος του Μακαρίου στις 3 Αυγούστου 1977, και η εκλογή από την κυπριακή βουλή του Σπύρου Κυπριανού ως Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας (31 Αυγούστου 1977) θα συνοδευθεί από ένα αναπροσανατολισμό της ε/κ πολιτικής απέναντι στο Κυπριακό: Η νέα ε/κ πολιτική ηγεσία θα εγκαταλείψει το πλαίσιο της διακοινοτικής συμφωνίας του Φεβρουαρίου 1977 (συμφωνία Μακαρίου - Ντενκτάς) και θα απαιτήσει την «υλοποίηση των αποφάσεων των Γ. Συνελεύσεων του ΟΗΕ» (δηλαδή, την αποχώρηση του τουρκικού στρατού από την Κύπρο) ως όρο για τη σύναψη μιας συμφωνίας με την τ/κ κοινότητα, θα εκτιμήσει, δηλαδή, ότι η (μακρόχρονη) διατήρηση του εσωτερικού και διεθνοπολιτικού καθεστώτος που παγιώθηκε στην Κύπρο μετά την τουρκική εισβολή μπορούσε να αποβεί προοπτικά προσφορότερη για την ε/κ καπιταλιστική εξουσία και την ε/κ κοινότητα, από ό,τι η επίσπευση μιας συμφωνίας με βάση το πλαίσιο Μακαρίου - Ντενκτάς.

Μια νέα προσφυγή της κυπριακής κυβέρνησης στον ΟΗΕ έχει σαν αποτέλεσμα να υιοθετήσει στις 9. 11. 1977 η Γ.Σ. του διεθνούς Οργανισμού ένα ψήφισμα με το οποίο ζητείτο η εφαρμογή των προηγούμενων αποφάσεων του ΟΗΕ, αλλά και η επανέναρξη του διακοινοτικού διαλόγου.

7.3 Η περίοδος της «απορριπτικής» ελληνοκυπριακής πολιτικής (Ιανουάριος 1978 - Φεβρουάριος 1988)

«Το Κυπριακό θα το διατηρήσουμε μέχρι τη λύση του μέσα στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών και βάση της πολιτικής μας θα είναι πάντοτε η εφαρμογή των αποφάσεων του διεθνούς Οργανισμού (...) Η Κύπρος δεν είναι διατεθειμένη να συνθηκολογήσει ούτε να δεχθεί άμεσα ή έμμεσα τα τετελεσμένα γεγονότα της προδοσίας και της εγκληματικής εισβολής (...) Λεχθήκαμε και υποστηρίζουμε σα μια σωστή διαδικασία την πρόταση της Σοβιετικής Ένωσης για ευρεία διάσκεψη επί του Κυπριακού στα πλαίσια του ΟΗΕ (...) Η ελληνική και η κυπριακή κυβέρνηση αποκλείουν οριστικά το ενδεχόμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, για το Κυπριακό».

(Από το λόγο που εκφώνησε ο Σπ. Κυπριανού ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων κατά την τελετή της εγκατάστασης τον ως Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 28.2.1978. «Αυγή», 1.3.1978, σελ. 8).

7.3.1 Η νέα τουρκική πολιτική και η «απορριπτική» ε/κ στρατηγική (1978)

Η νέα τουρκική κυβέρνηση σχηματίσθηκε τον Ιανουάριο 1978, μετά την προσχώρηση 12 δουλευτών του κόμματος Δικαιοσύνης του Ντεμιρέλ στο Λαϊκό Κόμμα του Μπ. Ετσεβίτ/και τη μετατόπιση, έτσι, της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από το συνασπισμό του δεξιού «Εθνικιστικού Μετώπου» (που καταψηφίσθηκε από την τουρκική βουλή στις 31.12.1977) στο σοσιαλιστικό Λαϊκό Κόμμα.

Η νέα τουρκική κυβέρνηση χαράζει και μια νέα τακτική στο Κυπριακό: Δηλώνει ότι επιδιώκει την άμεση επίλυση του προβλήματος μέσα από εποικοδομητικό διακοινοτικό διάλογο (υποβολή προτάσεων της τ/κ και τουρκικής πλευράς για το εδαφικό κ.λπ.), αλλά και μέσα από την αναθέρμανση του ελληνοτουρκικού διαλόγου, για τη διευθέτηση του συνόλου των διαφορών ανάμεσα στις δυο χώρες. Ταυτόχρονα, αναλαμβάνει σειρά από διπλωματικές πρωτοβουλίες με άμεσο στόχο την άρση του αμερικανικού εμπάργκο, και με μεσοπρόθεσμο στόχο τη βελτίωση του διεθνοπολιτικού ρόλου της Τουρκίας τόσο μέσα στο NATO, όσο και στις εκτός NATO χώρες (ανατολικοευρωπαϊκές, αδέσμευτες, ισλαμικές χωρες κ.λπ.).

Στις 15. 1. 1978 ο Κυπριανού και ο Ντενκτάς συμφωνούν, με τη μεσολάβηση του Γ. Γ. του ΟΗΕ, να επαναλάβουν το διακοινοτικό διάλογο.

Στις 22.1.1978 ο Ετσεβίτ προτείνει στον Καραμανλή συνάντηση κορυφής για να συζητηθούν όλα τα ζητήματα που αφορούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, μεταξύ δε αυτών και το Κυπριακό. Η ελληνική κυβέρνηση διστάζει να αποδεχθεί την τουρκική πρόταση, η οποία υποβάλλεται και πάλι στις 8.2.1978. Μετά από παρέμβαση των ΗΠΑ η κυβέρνηση της ελληνικής Δεξιάς δέχεται την τουρκική πρόταση και στις 9.3. 1978 αρχίζει στο Μοντραί η συνάντηση κορυφής Καραμανλή - Ετσεβίτ. Το κύριο αποτέλεσμα που προκύπτει από τη συνάντηση είναι η εντύπωση, την οποία καλλιεργεί και ο δυτικός τύπος, ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές, μεταξύ των οποίων και το Κυπριακό, μπαίνουν σε μια φάση εξομάλυνσης. Ο Ετσεβίτ δηλώνει στο Μοντραί: «Αρχίζει μια νέα περίοδος διαλόγου (...) Μ' έναν ειλικρινή και φιλικό διάλογο θα προχωρήσουμε στην ειρηνική επίλυση των προβλημάτων μας». (Παρατίθεται στο Μπιράντ 1985, σελ. 369).

Στις 13.4.1978 αρχίζουν στη Βιέννη οι διακοινοτικές συνομιλίες για το Κυπριακό. Η Τουρκία επιχειρεί να συνδυάσει τις συνομιλίες αυτές με ένα νέο γύρο του ελληνοτουρκικού διαλόγου (σε επίπεδο Γενικών Γραμματέων των Υπουργείων Εξωτερικών). Η ελληνική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται, όμως, τελικά, ότι η τοποθέτηση του ανοικτού Κυπριακού προβλήματος στην ίδια βάση με το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας (το «πακέτο των ελληνοτουρκικών διαφορών») αποτελούσε στη δεδομένη συγκυρία μια επιζήμια γι αυτήν πολιτική:

α) Γιατί από τη μια αποδυνάμωνε τη διαπραγματευτική θέση της ε/κ εξουσίας (που στο διεθνοπολιτικό επίπεδο αποτελούσε το μοναδικό εκπρόσωπο του κυπριακού κράτους και όχι την προέκταση των συμφερόντων του ελληνικού κράτους στην Κύπρο) και,

β) από την άλλη δυσχέραινε τη διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας, αφού στο πλαίσιο της «συνολικής διαπραγμάτευσης» οι τυχόν (από ένα σημείο και μετά αναπόφευκτες), τουρκικές υποχωρήσεις στην Κύπρο θα επιχειρείτο, (από ισχυρή πλέον διαπραγματευτική θέση), να συμψηφισθούν με αντίστοιχα κέρδη στο ζήτημα του Αιγαίου.

Ο αναπροσανατολισμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό συμπίπτει με μια αντίστοιχη μετατόπιση της ε/κ πολιτικής. Η εκλογή (με την υποστήριξη του ΑΚΕΛ, της ΕΔΕΚ και του ΔΗΚο) του Σπ. Κυπριανού ως Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας φέρνει στην ε/κ κυβερνητική εξουσία την «απορριπτική» μερίδα της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας: Πρόκειται για μια (πολιτική και ιδεολογική) στρατηγική που, όπως θα δούμε, υπεραμύνεται της «ελληνόποίησης» του κυπριακού κράτους («ελληνοποίηση» που όπως είδαμε πραγματοποιήθηκε από το μακαριακό απαρτχάιντ που κατάργησε δια της βίας στην πράξη τα απορρέοντα από τις συνθήκες Ζυρίχης - Λονδίνου πολιτικά δικαιώματα της τ/κ κοινότητας), ακόμα και αν αυτή η «ελληνοποίηση» σημαίνει τη διαιώνιση του status quo, δηλαδή τον περιορισμό της ε/κ επικράτειας στο 62% του κυπριακού εδάφους.

Στις συνομιλίες της Βιέννης οι ε/κ απορρίπτουν τις τ/κ προτάσεις αφετηρίας (τις προτάσεις, δηλαδή, που υποβλήθηκαν από τους τ/κ για την έναρξη των διαπραγματεύσεων, αναλυτικά βλ. Γ. Κρανιδιώτης 1981, σελ. 610614) και έτσι σταματά πριν καν αρχίσει ο διακοινοτικός διάλογος. Όλα τα κόμματα που στήριξαν την εκλογή του Σπ. Κυπριανού κάλυπταν την εποχή αυτή την «απορριπτική» ε/κ πολιτική, γιατί έμοιαζε να είναι μια αποτελεσματική μέθοδος διεθνούς απομόνωσης της Τουρκίας και των τ/κ και εξαναγκασμού τους σε σημαντικές υποχωρήσεις. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από την εισήγηση του Ε. Παπαϊωάννου, Γ. Γ. του ΑΚΕΛ, στο 14ο Συνέδριο του κόμματος, 25.28. 5. 1978: «Με βάση τις τουρκικές προτάσεις, το ένα πέμπτο του πληθυσμού (...) θα εξουσιάζει τη μεγάλη πλειοψηφία. Είναι χειρότερη μορφή δικτατορίας της μειοψηφίας πάνω στην πλειοψηφία και από αυτήν που επικρατεί στη Ροδεσία και την Νότιο Αφρική». (Παρατίθεται στο «Το Κυπριακό. ..», 1988, σελ. 183).

Γρήγορα γίνεται, όμως, προφανές ότι η «απορριπτική» ε/κ πολιτική μάλλον διευκολύνει παρά δυσχεραίνει την προσπάθεια της Τουρκίας να αμβλύνει τη διεθνοπολιτική της απομόνωση. Σαν αποτέλεσμα, αρχικά θα αναδιπλωθεί προσωρινά η ε/κ στρατηγική, ενώ στη συνέχεια θα οξυνθούν οι αντιθέσεις στο εσωτερικό του ε/κ «εθνικού μετώπου», και τελικά θα διαμορφωθούν δυο αντικρουόμενες ε/κ στρατηγικές.

Την πρώτη διπλωματική της νίκη η Τουρκία την πέτυχε στις 24.4.1978, στη Γενική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, όταν υιοθετήθηκε η Έκθεση Karasek για το Κυπριακό, παρά την έντονη ε/κ αντίδραση. Η Έκθεση αυτή είχε συνταχθεί τον Οκτώβριο του 1977 και είχε ως κύρια θέση της την προτροπή προς τις δύο κοινότητες της Κύπρου να επαναλάβουν το διακοινοτικό διάλογο. Στη συγκυρία του Οκτωβρίου 1977, οι ε/κ δεν έφεραν ουσιαστικές αντιρρήσεις προς την Έκθεση, γιατί έμμεσα καταδικαζόταν από αυτήν η αδιάλλακτη τ/κ στάση εκείνης της περιόδου. Στη συγκυρία, όμως του Απριλίου - Μαΐου 1978 η Έκθεση αποτελούσε έμμεση αποδοκιμασία της ε/κ «απορριπτικής» πολιτικής. Η Έκθεση Karasek ψηφίστηκε τελικά από τη Γενική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, παρά τις ε/κ και ως ένα βαθμό ελληνικές διπλωματικές αντιδράσεις. Χαρακτηριστικό του κλίματος που είχε δημιουργηθεί είναι ότι την Έκθεση Karasek υπερψήφισαν (αν και με έμμεσο τρόπο, βλ. Ιωάννου 1985, σελ. 86 κ.ε.) στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης πέντε από τους οκτώ Έλληνες κυβερνητικούς δουλευτές (της Ν.Δ.).

Η δεύτερη και σημαντικότερη επιτυχία της τουρκικής και τ/κ πλευράς κατά την περίοδο αυτή είναι η άρση της απαγόρευσης αποστολής αμερικανικού πολεμικού υλικού στην Τουρκία (εμπάργκο). Η πρόταση της κυβέρνησης Κάρτερ για άρση του εμπάργκο υπερψηφίστηκε από την αμερικανική Γερουσία στις 25. 7. 1978, από το Κονγκρέσο στις 1. 8. 1978 (με μόλις 4 ψήφους διαφορά) και επικυρώθηκε από τον Αμερικανό Πρόεδρο στις 26. 9. 1978. Στην άρση του εμπάργκο συνέβαλε η έντονη διπλωματική δραστηριότητα της Τουρκίας, που πρόβαλλε την πρόθεση της τουρκικής κυβέρνησης και των τ/κ για επανέναρξη του διακοινοτικού διαλόγου στην Κύπρο. (Βλ. αναλυτικά Μπιράντ, 1985, σελ. 400498). Στο πλαίσιο αυτής της διπλωματικής δραστηριότητας οι εκπρόσωποι της τ/κ πολιτικής εξουσίας δήλωσαν, στις 24. 5. 1978, μετά από επίμονες πιέσεις των ΗΠΑ και άλλων δυτικών χωρών, ότι προτίθεντο να επιτρέψουν την εγκατάσταση 35.000 ε/κ στην Αμμόχωστο, ευθύς μόλις επαναλαμβάνονταν οι διακοινοτικές συνομιλίες.

Η άρση του εμπάργκο ψηφίσθηκε από το αμερικανικό Κονγκρέσο μαζί με τη «δέσμευση» της αμερικανικής κυβέρνησης να αναλάβει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για την επίλυση του Κυπριακού. Στο πλαίσιο αυτής της «δέσμευσης» η αμερικανική κυβέρνηση συνέταξε ένα σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού, το οποίο ανακοινώθηκε το Νοέμβριο του 1978 (αμέσως μετά την προσφυγή της κυπριακής κυβέρνησης στη Γ. Σ. του ΟΗΕ) ως τριμερές σχέδιο των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας και του Καναδά. Το σχέδιο αυτό (γνωστό και ως «προτάσεις Nimetz») εκινείτο στο πλαίσιο της συμφωνίας Μακαρίου - Ντενκτάς και επιπλέον προέβλεπε το άμεσο πέρασμα, με την έναρξη των συνομιλιών, της Αμμοχώστου στην ε/κ διοίκηση, υπό την εποπτεία της στρατιωτικής δύναμης του ΟΗΕ (Κουφουδάκης 1988, Γ. Κρανιδιώτης 1981, Μηλιός Κυπριανίδης θέσεις 29). Η κυπριακή κυβέρνηση απέρριψε και αυτή την προσπάθεια για επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών.

7.3.2 Συνέχιση της «απορριπτικής» στρατηγικής μέσα από το διακοινοτικό διάλογο και διάσπαση του κυβερνητικού ε/κ «εθνικού μετώπου» (Ιανουάριος 1979 - Μάιος 1981).

Η άρνηση των ε/κ να διαπραγματευθούν με την τ/κ πλευρά την επίλυση του Κυπριακού ευνόησε, όπως είδαμε, τους διεθνοπολιτικούς χειρισμούς της Τουρκίας. Ταυτόχρονα, όμως, άρχισε να δημιουργεί αντιθέσεις και στο εσωτερικό των ε/κ πολιτικών δυνάμεων που στήριζαν τον Πρόεδρο Κυπριανού. Ήδη από το Φθινόπωρο του 1978 άρχισε να διατυπώνεται μια έμμεση κριτική του ΑΚΕΛ προς τον Κυπριανού. Χαρακτηριστικά, ο Ζιαρτίδης, μέλος της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ και πρόεδρος της Παγκύπριας Εργατοϋπαλληλικής Ομοσπονδίας δήλωνε τον Οκτώβριο 1978: «Διαρκώς ζητάμε και πιέζουμε για μια αποφασιστική στροφή προς μια πιο ενεργή πολιτική συνομιλιών (...) Έχουμε την γνώμη ότι η δική μας πολιτική πρέπει να γίνει πιο αποφασιστική και πιο ενεργός για συνομιλίες. Υπάρχουν περιθώρια». (Παρατίθεται στο Μαστρογιαννόπουλος 1981, σελ. 8081).

Η κυπριακή κυβέρνηση δέχθηκε, έτσι, τελικά, να συμμετάσχει σε διαπραγματεύσεις με τους τ/κ, όταν, τον Ιανουάριο του 1979 ο Γ. Γ. του ΟΗΕ Κ. Βαλντχάιμ ανέλαβε μια πρωτοβουλία για την επανέναρξη του διακοινοτικού διαλόγου. Στη «Φόρμουλα Βαλντχάιμ» γίνεται αναφορά, πέρα από τη συμφωνία - πλαίσιο Μακαρίου - Ντενκτάς, στις αποφάσεις του ΟΗΕ για το Κυπριακό, αλλά και στις «προτάσεις Nimetz», τη λογική των οποίων και ακολουθούσε. Η ουσιαστική έναρξη των διαπραγματεύσεων και μαζί η εγκατάλειψη της Αμμοχώστου από τους τ/κ δυσχεραίνεται, καθώς οι τ/κ ζητούν εγγυήσεις για την ουσιαστική συνέχιση των συνομιλιών, με στόχο την ολοκλήρωση τους, και μετά την παράδοση της Αμμοχώστου. Για να αρθεί το αδιέξοδο, ο Βαλντχάιμ πρότεινε συνάντηση κορυφής Κυπριανού - Ντενκτάς, για να καθοριστεί το πλαίσιο επανάλειψης των διακοινοτικών συνομιλιών. Η συνάντηση κορυφής πραγματοποιήθηκε στις 19 και 20 Μαίου 1979 και κατέληξε σε μια συμφωνία - πλαίσιο δέκα σημείων, που είναι γνωστή ως συμφωνία Κυπριανού - Ντενκτάς.

Η συμφωνία Κυπριανού - Ντενκτάς κατέγραφε και πάλι το συσχετισμό των δυνάμεων (εσωτερικό και διεθνή) στην Κύπρο και επομένως το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούσε να επιτευχθεί μια λύση στο Κυπριακό. Η ουσιαστική διαφορά της ως προς τη συμφωνία Μακαρίου - Ντενκτάς ήταν η θέση ότι «θα δοθεί προτεραιότητα στην επίτευξη συμφωνίας για την επανεγκατάσταση προσφύγων στα Βαρώσια (...) η συμφωνία (αυτή) θα εφαρμοσθεί, χωρίς να αναμένεται το αποτέλεσμα της συζήτησης πάνω στις άλλες πτυχές του κυπριακού προβλήματος». (θέση πέμπτη. Όλο το κείμενο της συμφωνίας παρατίθεται στο Γ. Κρανιδιώτης 1981, σελ. 623). Πρόκειται εδώ για την παραχώρηση που, όπως είδαμε, έκανε η τουρκική πλευρά την άνοιξη του 1978, για να εξασφαλίσει την άρση του αμερικανικού εμπάργκο.

Πέρα, όμως, από το ουσιαστικό αυτό σημείο διαφοροποίησης ως προς τη συμφωνία Μακαρίου - Ντενκτάς, ορισμένες διατυπώσεις της νέας συμφωνίας, όπως π.χ. η αναφορά στις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών (θέση 2), επέτρεπαν στην ε/κ πολιτική εξουσία να ερμηνεύει τη νέα συμφωνία με τρόπο που να διαφοροποιείται πλήρως από τη συμφωνία Μακαρίου - Ντενκτάς. Έτσι, συγκεκριμένα, ενώ στη συμφωνία Μακαρίου - Ντενκτάς υπονοείτο σαφώς ότι οι ελευθερίες εγκατάστασης, διακίνησης, ιδιοκτησίας κ.λπ. θα εφαρμόζοντο με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αμφισβητηθεί η τ/κ πλειοψηφία στο Βορρά και ότι το κριτήριο της ασφάλειας των τ/κ θα καθόριζε τη διαδικασία αποστρατιωτικοποίησης του νησιού, με βάση τη νέα συμφωνία η ε/κ πλευρά βρήκε την ευκαιρία να ισχυρισθεί ότι ουδέποτε συμφωνήθηκαν τέτοιες πρόνοιες.

Οι διακοινοτικές συνομιλίες διεξάχθηκαν, έτσι, χωρίς αποτέλεσμα το καλοκαίρι του 1979, και το Νοέμβριο του ιδίου χρόνου η κυπριακή κυβέρνηση κατέφυγε και πάλι στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Με βάση το ψήφισμα της Γ. Σ. του ΟΗΕ οι διακοινοτικές συνομιλίες ξανάρχισαν τον Αύγουστο του 1980 και διάρκεσαν μέχρι τον Μάρτιο του 1981. Στις συνομιλίες αυτές οι τ/κ αρνήθηκαν να δεχθούν οποιαδήποτε διευθέτηση της συμφωνημένης επιστροφής της Αμμοχώστου στους ε κ, ή κωλυσιέργησαν στο θέμα αυτό, όσο δεν τους δίνονταν από την ε/κ πλευρά εγγυήσεις ότι στο συνταγματικό ζήτημα θα λαμβανόταν μέριμνα για την «ασφάλεια» των τ/κ και τη διατήρηση της τ/κ πλειοψηφίας στο Βορρά (περιορισμοί στις ελευθερίες διακίνησης, εγκατάστασης, ιδιοκτησίας κ.λπ.).

Η διαδικασία του άκαρπου διακοινοτικού διαλόγου και η «απορριπτική» πολιτική που ακολουθούσε ο Κυπριανού οδήγησαν την περίοδο που εξετάζουμε στην ανοικτή διαφοροποίηση από την πολιτική αυτή μιας μερίδας των ε/κ πολιτικών δυνάμεων και στην όξυνση της αντιπαράθεσης τους με τον Πρόεδρο, σχετικά με τη γραμμή που έπρεπε να ακολουθηθεί στο «εθνικό θέμα». Την «απορριπτική» πολιτική επικροτούσαν απερίφραστα η κυπριακή εκκλησία (που ακόμα και μετά το θάνατο του Μακαρίου συνέχιζε να τοποθετείται στα πολιτικά ζητήματα της Κύπρου) και η ΕΔΕΚ του Βάσου Λυσσαρίδη. Αντίθετα το ΑΚΕΛ πλησίασε πλέον ανοικτά στις απόψεις που στο παρελθόν έκφραζε μόνο ο Δημοκρατικός Συναγερμός του Γλαύκου Κληρίδη και σύμφωνα με τις οποίες ο χρόνος ευνοούσε την παγιοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής και γι αυτό ήταν αναγκαίο να επιταχυνθούν οι διαδικασίες για μια διακοινοτική επίλυση του ζητήματος στη βάση της δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας που προέβλεπε η συμφωνία - πλαίσιο Μακαρίου - Ντενκτάς. Το Δημοκρατικό Κόμμα του Σπύρου Κυπριανού, αν και στήριζε και ουσιαστικά υλοποιούσε, μέσω του αρχηγού του, την «απορριπτική» πολιτική, σε επίπεδο διακηρύξεων τηρούσε μια «μέση στάση», προσπαθώντας να διατηρήσει τη συμμαχία με το ΑΚΕΛ, που εξασφάλιζε την εκλογή του Κυπριανού στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Υποστήριζε, έτσι, ότι η αποτυχία των διαπραγματεύσεων οφειλόταν αποκλειστικά στην τουρκική αδιαλλαξία.

Η αντιπαράθεση πήρε αρχικά τη μορφή «ιδεολογικής διαπάλης», κυρίως μεταξύ ΑΚΕΛ και ΕΔΕΚ, σχετικά με τις «ευθύνες» για το αδιέξοδο του Κυπριακού. Στο πλαίσιο αυτό το ΑΚΕΛ φθάνει ακόμα και στο σημείο να «θυμηθεί» ότι στις σφαγές των τ/κ της περιόδου 196364 ο Λυσσαρίδης έλαβε προσωπικά μέρος, ως «οπλαρχηγός» ομάδας «άτακτων». Στον «Νέο Δημοκράτη», θεωρητικό όργανο του ΑΚΕΛ, αρ. 57, Ιούλιος 1979, σελ. 69 σημειωνόταν: «Ο κ. Λυσσαρίδης (...) με τον οπλισμό που του έδωσε ο Μακάριος σχημάτισε τις δικές του ένοπλες ομάδες, οι οποίες μαζί με τις ομάδες του Γεωρκάτζη και του Σαμψών διεξήγαγαν, το 19631964 "απελευθερωτικό αγώνα" εναντίον των Τουρκοκυπρίων με αποτέλεσμα να μας φέρουν την "πράσινη γραμμή" και τελικά τον Αττίλα». (Παρατίθεται στο «Το Κυπριακό. ..»', 1988, σελ. 227). Από τη μεριά της, η ΕΔΕΚ κατηγορούσε το ΑΚΕΛ ότι «ενίσχυσε την πολιτική των ΗΠΑ, του NATO, της Άγκυρας και του Συναγερμού στο θέμα της διαβόητης φόρμουλας Βαλντχάιμ η οποία υιοθετούσε την διζωνική (...)» (Κυπριακή εφημερίδα «Τα Νέα», παρατίθεται στο Μαστρογιαννόπουλος 1981, σελ. 86).

Καθώς γινόταν, όμως, προφανής η εμμονή του Προέδρου Κυπριανού στην «απορριπτική» πολιτική, κατά τις διαπραγματεύσεις με τους τ/κ, η διαμάχη σχετικά με το μέλλον του Κυπριακού έπαιρνε τη μορφή μιας πολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στο ΔΗΚΟ και το ΑΚΕΛ, που μέχρι την εποχή εκείνη στήριζε την κυβέρνηση. Το Μάρτη του 1980 η Κ.Ε. του ΑΚΕΛ έστειλε ένα «Μνημόνιο» στον Πρόεδρο Κυπριανού στο οποίο επισημαινόταν: «Η λύση του Κυπριακού όπως την υπαγορεύουν οι ίδιες οι αντικειμενικές συνθήκες και η πραγματικότητα, ενώ δεν θα είναι λύση αποδοχής, μονιμοποίησης και νομιμοποίησης των τετελεσμένων της εισβολής και της κατοχής, πρέπει ν' αντιληφθούμε ότι θα είναι λύση συμβιβαστική, λύση αποδεχτού συμβιβασμού! Σ' αντίθεση μ' αυτή την θέση υπάρχουν πολιτικές και άλλες δυνάμεις που συστηματικά καλλιεργούν την αυταπάτη ότι είναι δυνατόν ύστερα από την καταστροφή του 1974 η Κύπρος να επανέλθει στην κατάσταση που ήταν πριν από το πραξικόπημα και την εισβολή». (Παρατίθεται στο Μαστρογιαννόπουλος 1981, σελ. 84).

Η πολιτική αντιπαράθεση σχετικά με τη στρατηγική στο Κυπριακό καθόρισε σε μεγάλο βαθμό και την έκβαση των βουλευτικών εκλογών του Μαΐου 1981. Στις εκλογές αυτές ο ε/κ λαός έδωσε τη μεγάλη πλειοψηφία στις πολιτικές δυνάμεις που επιδίωκαν την επίλυση του Κυπριακού μέσα από τις διακοινοτικές συνομιλίες και αποδοκίμασε τις «απορριπτικές» δυνάμεις. Τα αποτελέσματα των εκλογών έδωσαν 32,77% στο ΑΚΕΛ, 31,92% στον ΔΗΣΥ (άθροισμα 64,69%), 19,50% στο ΔΗΚΟ, 8,17% στην ΕΔΕΚ (άθροισμα 27,67%), ενώ 7,45% συγκέντρωσαν τρία μικρά κόμματα του Κέντρου. Εισπράττοντας την αποδοκιμασία που επιφύλαξε στην πολιτική της ο ε/κ λαός, η ΕΔΕΚ δήλωνε μετά τις εκλογές: «Είναι απογοητευτική η εικόνα των χθεσινών εκλογών για τον αγώνα και την επιβίωση (!!!, Γ.Μ. Τ.Κ.) του λαού μας». (Κυπριακή εφημερίδα «Τα Νέα», 25.5.'81, παρατίθεται στο Μαστρογιαννόπουλος 1981, σελ. 88).

Στις εκλογές που διεξήχθηκαν την ίδια περίοδο στη Βόρεια Κύπρο θριαμβευτής ήταν ο Ραούφ Ντενκτάς: Στις βουλευτικές εκλογές το κόμμα του συγκέντρωσε 43,80% των ψήφων, ενώ στις προεδρικές εκλογές εκλέχθηκε ο ίδιος Πρόεδρος της τ/κ κοινότητας με 51,77% των ψήφων.

7.3.3 Συνέχιση της «απορριπτικής» στρατηγικής παρά τη διακηρυγμένη αντίθετη θέληση της μεγάλης πλειοψηφίας του ε/κ πληθυσμού (Ιούνιος 1981 - Φεβρουάριος 1988)

Τα αποτελέσματα των εκλογών στην Κύπρο όξυναν την αντιπαράθεση ανάμεσα στα κόμματα που επιδίωκαν τη διακοινοτική συνεννόηση και στο «απορριπτικό μέτωπο» εκκλησίας - Κυπριανού - ΕΔΕΚ. Παρά το ισχνό εκλογικό ποσοστό των «απορριπτικών» κομμάτων, ο Κυπριανού εκμεταλλεύθηκε τον προεδρικό χαρακτήρα του κυπριακού συντάγματος, για να διακηρύξει την εμμονή του στην ίδια πολιτική. Δήλωνε μάλιστα σε διάγγελμα του προς τους ε κ: «Οποιαδήποτε προσπάθεια για να υποχρεωθώ σε παραίτηση θα σήμαινε εκτροπή από την συνταγματική τάξη ή τουλάχιστον πραξικόπημα (...) Δεν δέχομαι όρους που υποθηκεύουν κατά τρόπο απαράδεκτο το εθνικό μέλλον του τόπου. Δεν θα προσυπογράψω τις τουρκικές θέσεις. Δεν θα προσυπογράψω την καταστροφή της Κύπρου». (Παρατίθεται στο Μαστρογιαννόπουλος 1981. σελ. 85). Έτσι, η νέα φάση των διακοινοτικών συνομιλιών που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1981 μετά από πρωτοβουλία του Γ. Γ. του ΟΗΕ ναυάγησε και πάλι, καθώς βρέθηκε αντιμέτωπη με την ε/κ «απορριπτικότητα». Το ενδιαφέρον αυτής της φάσης των διαπραγματεύσεων ήταν ότι οι τ/κ παρουσίασαν ολοκληρωμένες προτάσεις τόσο για το συνταγματικό, όσο και για το εδαφικό ζήτημα1 (Γ. Κρανιδιώτης 1981, σελ. 654661).

Στο μεταξύ, όμως, προέκυψαν τρεις νέες παράμετροι, από τις οποίες επηρεάσθηκε η εξέλιξη του Κυπριακού:

α) Η στρατιωτική δικτατορία που επιβλήθηκε στην Τουρκία με το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980 είχε σαν αποτέλεσμα την επιδείνωση της διεθνοπολιτικής θέσης της χώρας: Η επιβολή του στρατιωτικού νόμου και η παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Τουρκία, (σε συνδυασμό με τη συνέχιση της κατοχής της Βόρειας Κύπρου) μείωναν τις δυνατότητες ελιγμών της στο διεθνή χώρο και επέτειναν την απομόνωση της. Είναι χαρακτηριστικό ότι η νέα (στρατιωτική) τουρκική κυβέρνηση απέσυρε το βέτο, με το οποίο η Τουρκία από τον Αύγουστο του 1975 εμπόδιζε την επιστροφή της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του NATO (επιδιώκοντας, η Τουρκία, να επιτύχει τον επαναπροσδιορισμό των ζωνών επιχειρησιακού ελέγχου στο Αιγαίο), και η Ελλάδα επανεντάχθηκε στρατιωτικά στο NATO τον Οκτώβριο του 1980.

β) Η νίκη του ΠΑΣΟΚ τον Οκτώβριο του 1981 οδήγησε σε έναν αναπροσανατολισμό της ελληνικής πολιτικής στο Κυπριακό: Όχι, βέβαια, στην κατεύθυνση του να θεωρηθεί το Κυπριακό ελληνοτουρκική διαφορά, (όπως οραματίσθηκαν, τότε, ορισμένοι νοσταλγοί του «ενωτικού αγώνα», παρερμηνεύοντας το ότι ο Α. Παπανδρέου επισκέφθηκε ως πρωθυπουργός της Ελλάδας την Κύπρο, ή ότι, αναφερόμενος στην Κύπρο, λίγο μετά την εκλογή του, δήλωσε πως «ένα τμήμα του εθνικού μας χώρου κατέχεται από ξένα στρατεύματα»), αλλά, αντίθετα, στην κατεύθυνση μιας αποφασιστικής ανάδειξης και προβολής της «διεθνούς πτυχής» του Κυπριακού (:κατοχή τμήματος του εδάφους μιας ανεξάρτητης χώρας - μέλους του ΟΗΕ από την Τουρκία). Η νέα ελληνική κυβέρνηση πριμοδότησε την «απορριπτική» πολιτική Κυπριανού, γιατί αντιλήφθηκε ότι η διαιώνιση του Κυπριακού προβλήματος (ως διεθνούς προβλήματος εισβολής και κατοχής) διαιώνιζε τη διεθνή απομόνωση της Τουρκίας και καθιστούσε διαπραγματευτικά ασθενείς ή ανενεργές τις επιδιώξεις της στο Αιγαίο1.

γ) Οι επερχόμενες προεδρικές εκλογές στην Κύπρο ανάγκασαν, όμως, τον Πρόεδρο Κυπριανού να επιδείξει πνεύμα συνδιαλλαγής απέναντι στο ΑΚΕΛ. Τελικά μετά από αμοιβαίες υποχωρήσεις στο επίπεδο των διακηρύξεων, καταρτίσθηκε τον Απρίλιο του 1982 το «Μίνιμουμ πρόγραμμα συνεργασίας ΑΚΕΛ ΔΗΚΟ». Το ΑΚΕΛ2 υποστήριξε και πάλι την υποψηφιότητα του Σπ. Κυπριανού, ο οποίος το Φεβρουάριο του 1983 επανεκλέχθηκε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Για περισσότερο από ένα χρόνο διατηρήθηκαν οι σχέσεις συνεργασίας ανάμεσα στα δύο κόμματα, καθώς το ΑΚΕΛ επιχειρούσε να «νουθετήσει» τον Κυπριανού, ώστε οι χειρισμοί του στο Κυπριακό να ανταποκρίνονται στο «πνεύμα» του «Μίνιμουμ προγράμματος», ενώ ο Κυπριανού, συνεπικουρούμενος από την Αθήνα, διακήρυττε ότι η αποτυχία της διακοινοτικής προσέγγισης οφειλόταν αποκλειστικά στην «τουρκική αδιαλλαξία». Το Μάιο του 1983 η κυπριακή κυβέρνηση εξασφάλισε άλλη μια ευνοϊκή για τις θέσεις της και καταδικαστική για την Τουρκία απόφαση της Γ.Σ. του ΟΗΕ.

Λίγο καιρό αργότερα, στις αρχές Αυγούστου 1983 το Κυπριακό εισήλθε σε μια ιδιαίτερα λεπτή φάση: Ο Γ. Γ. του ΟΗΕ ντε Κουεγιάρ ξεκίνησε μια νέα μεσολαβητική προσπάθεια με προτάσεις για τις τρεις βασικές πτυχές του προβλήματος: το εδαφικό, το συνταγματικό και το νομοθετικό. Στις προτάσεις αυτές ο ντε Κουεγιάρ έθετε τα «μέγιστα» και «ελάχιστα» όρια των υποχωρήσεων κάθε πλευράς και κάλεσε τις δύο κοινότητες να συμφωνήσουν, κατ' αρχή, ότι η λύση σε κάθε μια από τις πτυχές του Κυπριακού θα εντασσόταν στο εσωτερικό αυτών των ορίων, και στη συνέχεια να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για την τελική συμφωνία. Το πλαίσιο αυτό επίλυσης του Κυπριακού (που ονομάσθηκε οι «τρεις δείκτες ντε Κουεγιάρ») επανέφερε, ουσιαστικά, στο προσκήνιο τη συμφωνία - πλαίσιο Μακαρίου - Ντενκτάς και έγινε αμέσως αποδεκτό από τους τ/κ, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό μπόρεσαν να κάνουν διεθνώς γνωστή την «προθυμία» τους για επίλυση του Κυπριακού.

Για το περιεχόμενο των «δεικτών ντε Κουεγιάρ» ας δώσουμε το λόγο στον Πλούτη Σέρβα: «1. Στο εδαφικό ο ντε Κουεγιάρ έθετε ως μίνιμουμ παραχωρήσεων στην τουρκική πλευρά το 23% και ως μάξιμουμ το 30%. 2. Για το θέμα της νομοθετικής εξουσίας (...) πρότεινε την εγκαθίδρυση δύο σωμάτων, την Κάτω Βουλή και την Άνω Βουλή. Στην Κατά) Βουλή η κάθε κοινότητα θα αντιπροσωπευόταν με βάση την πληθυσμιακή αναλογία της, ενώ στην Άνω Βουλή, η αντιπροσώπευση θα ήταν 50% προς 50%. Αυτό, προφανώς, το εισηγόταν για διασφάλιση των συμφερόντων της τουρκικής κοινότητας. Ήταν αναμφισβήτητο ότι στις συζητήσεις, που θα ακολουθούσαν, θα λαμβανόταν πρόνοια διεξόδου από ανεπιθύμητες καταστάσεις που τυχόν θα δημιουργούσε η κακή χρήση του 50% προς 50%. 3. Για την Εκτελεστική Εξουσία, ο ντε Κουεγιάρ πρότεινε συζήτηση για τις δύο πιο κάτω προτάσεις: Στην περίπτωση που θα καθιερωνόταν όπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι Ελληνοκύπριος, τότε τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου κατά 60% να είναι Ελληνοκύπριοι και κατά 40% Τουρκοκύπριοι. Στην περίπτωση που θα καθιερωνόταν εναλλακτικός θεσμός στο προεδρικό αξίωμα, όπου στη μια θητεία Πρόεδρος να είναι Ελληνοκύπριος και στην επόμενη Τουρκοκύπριος, τότε τα ποσοστά στο υπουργικό Συμβούλιο θα ήταν 70% για τους Ελληνοκύπριους και 30% για τους Τουρκοκύπριους.» (Σέρβας 1988, σελ. 122123).

Η νέα συγκυρία όξυνε και πάλι τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της ε/κ πολιτικής ηγεσίας. Ο ΔΗΣΥ του Γλ. Κληρίδη και το ΑΚΕΛ τάχθηκαν υπέρ της αποδοχής των «δεικτών ντε Κουεγιάρ». Ο Κυπριανού, μετά από συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από τον Γ. Γ. του ΟΗΕ να συμπεριληφθεί στα ζητήματα της κατ' αρχήν συμφωνίας και η «διεθνής πτυχή» του Κυπριακού, δηλαδή το ζήτημα της αποχώρησης των ξένων στρατευμάτων. Έγινε δηλαδή προφανές, ότι μέσα από την πρόταξη της «διεθνούς πτυχής» η ε/κ πλευρά θα απέρριπτε τη διακοινοτική προσέγγιση. Ο ε/κ υπουργός εξωτερικών Ρολάνδης παραιτήθηκε καταγγέλλοντας τον τορπιλισμό, για μια ακόμα φορά, από τον Πρόεδρο Κυπριανού, της μεσολαβητικής προσπάθειας του ΟΗΕ.

Τη στιγμή αυτή, όμως, οι τ/κ, εκτιμώντας προφανώς λανθασμένα τους διεθνοπολιτικούς συσχετισμούς και τη δυνατότητα τους να τους μετασχηματίσουν, άρχισαν να απειλούν ότι θα ανακήρυτταν δικό τους αυτόνομο κράτος, αν οι ε/κ δεν αποδέχονταν την πρωτοβουλία ντε Κουεγιάρ. Η εξέλιξη αυτή τροποποίησε ριζικά τους πολιτικούς συσχετισμούς δύναμης στη Νότια Κύπρο. Το επιχείρημα περί της τ/κ «αδιαλλαξίας και επιθετικότητας» έγινε πειστικό, οι τόνοι της κριτικής προς την πολιτική Κυπριανού χαμήλωσαν, ενώ παράλληλα, και αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο, η ενδεχόμενη τ/κ χωριστική πρωτοβουλία καθόρισε πλέον την έκβαση της πολιτικής αντιπαράθεσης στο Νότια Κύπρο: Οι «απορριπτικοί» υποστήριζαν (σωστά, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια) ότι μια χωριστική τ/κ πρωτοβουλία θα απομόνωνε ακόμα περισσότερο την τ/κ ηγεσία, θα αύξανε τις διεθνείς πιέσεις προς την Τουρκία και θα ευνοούσε μακροπρόθεσμα τις ε/κ θέσεις διαπραγμάτευσης. Αντίθετα, οι υποστηρικτές της «διακοινοτικής επαναπροσέγγισης» και ιδιαίτερα ο Κληρίδης υποχρεώθηκαν να υιοθετήσουν τη θέση ότι μια ενδεχόμενη ανακήρυξη τ/κ κράτους στη Β. Κύπρο θα οδηγούσε στη διεθνή αναγνώριση της κρατικής υπόστασης των τουρκοκυπρίων και θα δημιουργούσε νέα δυσμενή «τετελεσμένα γεγονότα» για τους ελληνοκύπριους1.

Τελικά η ε/κ κυβέρνηση απέρριψε τις προτάσεις του Γ. Γ. του ΟΗΕ και το Νοέμβριο του 1983 η τ/κ βουλή ανακήρυξε την «Τουρκοκυπριακή Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου». Η χωριστική διεθνοπολιτική αυτή ενέργεια των τ/κ συσπείρωσε και πάλι τα ε/κ πολιτικά κόμματα υπό την ηγεμονία της «απορριπτικής» πολιτικής Κυπριανού. Η «εθνική ενότητα» διατηρήθηκε μέχρι τα τέλη του επόμενου χρόνου, οπότε ξεκίνησε μια νέα μεσολαβητική προσπάθεια του ντε Κουεγιάρ. Οι επιπτώσεις όμως στην ε/κ πολιτική σκηνή από τη χωριστική τ/κ πρωτοβουλία και τη σταθεροποίηση της ε/κ «απορριπτικής» πολιτικής που προκάλεσε άμεσα αυτή η πρωτοβουλία, θα είναι μονιμότερες, όπως έγινε προφανές στις βουλευτικές εκλογές της 8. 12. 1985 στη Ν. Κύπρο.

Όμως, στο διεθνοπολιτικό επίπεδο τα αποτελέσματα από την τ/κ χωριστική πρωτοβουλία ήταν διαφορετικά από αυτά που περίμενε η ίδια η τ/κ πολιτική ηγεσία. Έτσι, ενώ η κρατική υπόσταση της Β. Κύπρου δεν μεταβλήθηκε ούτε στο ελάχιστο με την πράξη ανακήρυξης (η λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, του πολιτικού συστήματος αντιπροσώπευσης, οι οικονομικοί και στρατιωτικοί μηχανισμοί πρόσδεσης στο τουρκικό κράτος κ.λπ. παρέμειναν ίδιοι όπως και πριν την ανακήρυξη), στο διεθνοπολιτικό επίπεδο επιδεινώθηκε αισθητά η θέση της τ/κ κοινότητας: Όχι μόνο δεν υπήρξε κανένα (ισλαμικό ή μη) κράτος, πέραν της Τουρκίας, που να αναγνώρισε την «Τουρκοκυπριακή Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου», αλλά επιπλέον, οι δυτικές χώρες και η Σοβιετική Ένωση, που διαρκώς ενθάρρυναν τις πρωτοβουλίες ντε Κουεγιάρ, έσπευσαν τώρα να καταδικάσουν την πρωτοβουλία της τ/κ πολιτικής ηγεσίας και τη στάση της Τουρκίας.

Παράλληλα, το ελληνικό κράτος εκμεταλλεύθηκε τη διεθνή του θέση στον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης αλλά και τις σχέσεις του με τις αραβικές χώρες και τη στάση του στο παλαιστινιακό ζήτημα για να εντείνει τη διεθνή απομόνωση και καταδίκη της Τουρκίας και των τ/κ. Εκμεταλλεύθηκε, μάλιστα, την ευκαιρία για να θέσει διεθνώς, με τους δικούς του όρους, το ζήτημα του Αιγαίου1. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το «Κοινό Ανακοινωθέν» Ελλάδας - Συρίας, που εκδόθηκε μετά την επίσκεψη του Α. Παπανδρέου στη Δαμασκό το Νοέμβριο του 1984: «Τα δύο μέρη θεωρούν ότι τα ξένα στρατεύματα και οι έποικοι που βρίσκονται παράνομα στη Δημοκρατία της Κύπρου πρέπει να αποχωρήσουν (...) Κατά την επισκόπηση της παρούσας κατάστασης στο Αιγαίο Πέλαγος, οι δύο πλευρές εξέφρασαν την ανησυχία τους για τη συνεχιζόμενη ένταση και τάχθηκαν υπέρ των αναγνωρισμένων δικαιωμάτων από το Δίκαιο της θάλασσας, τις Διεθνείς Συνθήκες και τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών». (Το Βήμα, 11.11.84). Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι μετά την επίσκεψη, κατά την περίοδο αυτή, του σοβιετικού πρωθυπουργού στην Άγκυρα δεν κατέστη δυνατόν να εκδοθεί κοινό τουρκοσοβιετικό ανακοινωθέν. Την περίοδο αυτή η Ελλάδα έθεσε με ιδιαίτερα «επιθετικό» τρόπο το αίτημα της να ενταχθούν στη νατοϊκή διοίκηση της περιοχής οι στρατιωτικές και αεροπορικές δυνάμεις της που βρίσκονται στη Λήμνο (αίτημα που μόνιμα αντιμετωπίζει το τουρκικό βέτο), επιδιώκοντας την πλήρη νομιμοποίηση της στρατιωτικοποίησης του νησιού και τον παραγκωνισμό των τουρκικών αξιώσεων σχετικά με τον επιχειρησιακό έλεγχο τμήματος του Αιγαίου.

Στη συγκυρία αυτή, η ηγεμονία της «απορριπτικής» στρατηγικής στη Ν. Κύπρο έβρισκε υλική υπόσταση, μεταξύ άλλων, στην ανάπτυξη εθνικιστικών εκδηλώσεων κάθε είδους, όπως π.χ. η ανάκρουση του εθνικού ύμνου της Ελλάδας σε επίσημες εκδηλώσεις του κυπριακού κράτους, η ανάρτηση της ελληνικής σημαίας μαζί με την κυπριακή (βλ. «Το Κυπριακό. ..», 1988, σελ. 104 κ.ε.), η μεταβολή των σχεδίων για ίδρυση ενός κοινοτικού, ελληνοτουρκικού Πανεπιστημίου στην Κύπρο και η αναγγελία της επικείμενης ίδρυσης αμιγώς ελληνικού Πανεπιστημίου (Σέρβας 1988, σελ. 62 κ.ε.) κ.λπ. Όλα τα κόμματα συναινούσαν, παράλληλα, σε μέτρα όπως η ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης της Εθνοφρουράς με εράνους, ή ακόμα, με την καθιέρωση ειδικής φορολογίας για το σκοπό αυτό, κ.λπ. (βλ. «Το Κυπριακό. ..», 1988, σελ. 113 κ.ε.). Παράλληλα, οι ακραίες «απορριπτικές» δυνάμεις στην Κύπρο (Εκκλησία, Λυσσαρίδης, υπολείμματα της ΕΟΚΑ Β') εισηγούντο μέτρα που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν μακροπρόθεσμα (αν όχι τελεσίδικα) τη δυνατότητα της διακοινοτικής συνεννόησης, όπως η οργάνωση κοινής στρατιωτικής «αποτρεπτικής δύναμης» Ελλάδας - Κύπρου, ή η υποβολή αίτησης πλήρους ένταξης της Κύπρου στην ΕΟΚ, ερήμην των τ/κ και κατ' αντιπαράθεση με την αντίστοιχη αίτηση ένταξης της Τουρκίας. Οι προτάσεις αυτές υποστηρίζονταν και από κύκλους της ελληνικής κυβέρνησης, ή, έστω, του κυβερνητικού κόμματος2. Ο γενικός πολιτικός συσχετισμός των δυνάμεων στη Ν. Κύπρο δεν ευνοούσε, πάντως, την υιοθέτηση παρόμοιων μέτρων. Το ΑΚΕΛ μάλιστα, γρήγορα προσανατολίσθηκε σε μια πολιτική κριτικής και απόρριψης των σωβινιστικών εκδηλώσεων και άρχισε να καλλιεργεί συστηματικά την ιδέα της διακοινοτικής επαναπροσέγγισης, κυρίως μέσα από επαφές με το Τουρκικό Δημοκρατικό Κόμμα, που ακολουθούσε μια ανάλογη πολιτική στη Βόρεια Κύπρο.

Η διεθνής απομόνωση και καταδίκη της τ/κ χωριστικής πρωτοβουλίας φάνηκε να ευνοεί την ανάληψη μιας νέας μεσολαβητικής προσπάθειας από τη μεριά του Γ. Γ. του OHE. H νέα μεσολαβητική προσπάθεια του ντε Κουεγιάρ άρχισε επίσημα τον Αύγουστο του 1984 και κινήθηκε σε ένα πλαίσιο θέσεων παρόμοιο με εκείνο της πρωτοβουλίας του 1983. Οι διαπραγματεύσεις πέρασαν από διάφορες φάσεις, σε ορισμένες από τις οποίες η υπογραφή μιας συμφωνίας φαινόταν εξαιρετικά πιθανή, μέχρι που, τον Απρίλιο του 1986, η κυπριακή κυβέρνηση (πιεζόμενη προς την κατεύθυνση αυτή και από την ελληνική) απέρριψε και πάλι όλο το πλαίσιο της διακοινοτικής συνεννόησης που είχε επιτευχθεί ήδη το Φεβρουάριο του 1977 με τη συμφωνία - πλαίσιο Μακαρίου - Ντενκτάς. Συγκεκριμένα, στις 20.4.1986 η ε/κ πλευρά αντιπρότεινε στο Γ. Γ. του ΟΗΕ τη σύγκλιση «διεθνούς διάσκεψης για την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής και των αποίκων» (Κουφουδάκης 1988, σελ. 254) και τορπίλισε έτσι τις διακοινοτικές διαπραγματεύσεις1.

Η νέα πρωτοβουλία του Γ. Γ. του ΟΗΕ διέσπασε και πάλι την «εθνική ενότητα» στη Ν. Κύπρο. Το ΑΚΕΛ και ο ΔΗΣΥ χαιρέτησαν αμέσως τα «σημεία εργασίας» ντε Κουεγιάρ και ζήτησαν την άμεση σύγκληση της Βουλής των Αντιπροσώπων για να συζητηθούν. Η παρελκυστική πολιτική Κυπριανού οδήγησε στην όξυνση των σχέσεων των δύο κομμάτων με την κυβέρνηση και το Δεκέμβριο του 1984 διαλύθηκε και επίσημα η πολιτική σύμπραξη ΑΚΕΛ ΔΗΚΟ. Η πολεμική ανάμεσα στα «απορριπτικά» (ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ) και τα «ενδοτικά» (ΑΚΕΛ, ΔΗΣΥ) κόμματα συνεχίσθηκε μέχρι τις εκλογές του Δεκεμβρίου 1985, με βαρείς εκατέρωθεν χαρακτηρισμούς. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το προεκλογικό φυλλάδιο του ΔΗΚΟ: «Καθημερινά λοιπόν επιβεβαιώνουν οι ηγεσίες ΑΚΕΛΔΗΣΥ την πρόθεση τους για συνταγματική εκτροπή. Ζητούν να εξασφαλίσουν τα δύο τρίτα της Βουλής για να καταργήσουν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και να τον αντικαταστήσουν (...) Εάν οι δύο ηγεσίες πετύχουν το στόχο τους θα ανατινάξουν το ίδιο το Σύνταγμα και θα καταλύσουν το Κυπριακό κράτος που σήμερα αναγνωρίζεται διεθνώς, θα πετύχουν δηλαδή ό,τι μέχρι σήμερα δεν πέτυχε ο Αττίλας, θα μας υποβιβάσουν από κράτος που είμαστε σήμερα σε "Ελληνοκυπριακή διοίκηση".» (Παρατίθεται στο «Το Κυπριακό. ..» 1988, σελ. 107).

Μέχρι τις εκλογές, πάντως, η ε/κ κυβέρνηση δεν είχε απορρίψει οριστικά την πρωτοβουλία ντε Κουεγιάρ: Το ΔΗΚΟ πολιτεύθηκε, δηλαδή, στις εκλογές του 1985 ως ο «εθνικά έντιμος» διαπραγματευτής μάλλον, παρά ως πολιτικός φορέας της «απορριπτικής» στρατηγικής. Σε κάθε περίπτωση, στις εκλογές αυτές το ΔΗΚΟ και η ΕΔΕΚ βελτίωσαν σημαντικά τα εκλογικά ποσοστά τους σε σύγκριση με τις εκλογές του 1981, εξακολούθησαν όμως να εκπροσωπούν τη μειοψηφία των ε/κ ψηφοφόρων. Συγκεκριμένα τα κόμματα συγκέντρωσαν: ΔΗΣΥ 33,56%, ΑΚΕΛ 23,98% (άθροισμα ΔΗΣΥ ΑΚΕΛ 57,54%), ΔΗΚΟ 27,86%, ΕΔΕΚ 13,20% (άθροισμα ΔΗΚΟ ΕΔΕΚ 41,06%).

Μετά την απόρριψη, τον Απρίλιο του 1986, από την ε/κ πλευρά της πρωτοβουλίας ντε Κουεγιάρ, το Κυπριακό περιήλθε σε στασιμότητα, ενόψει μάλιστα των επερχόμενων, το Φεβρουάριο του 1988, προεδρικών εκλογών στη Ν. Κύπρο. Η αντιπαράθεση «ενδοτικών» και «απορριπτικών» διατηρήθηκε αμείωτη μέχρι τις προεδρικές εκλογές του 1988. Παράλληλα έγινε προφανές ότι και στη Βόρεια Κύπρο η πολιτική σκηνή έτεινε από την περίοδο αυτή να πολωθεί ανάμεσα σε μια «αδιάλλακτη» (δηλαδή, όπως στο Νότο, σωβινιστική) και μια «ενδοτική» (δηλαδή, επιδιώκουσα τη διακοινοτική συνεννόηση) πτέρυγα. Η «αδιάλλακτη» τ/κ πολιτική, που μοιάζει να έχει ως κύριο εκπρόσωπο τον Ντενκτάς, αντλούσε τα επιχειρήματα της από τις διακηρύξεις και τις πολιτικές κινήσεις της «απορριπτικής» ε/κ ηγεσίας, στην οποία και αντιπαρετίθετο με συστηματικό τρόπο. Αντίθετα, η «ενδοτική» πτέρυγα, με κύριο φορέα το Τουρκικό Δημοκρατικό Κόμμα του Οζγκιούρ (κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σήμερα), επολιτεύετο με βασικό σύνθημα την ανάγκη «επαναπροσέγγισης» των δύο κυπριακών κοινοτήτων, με βάση το ομοσπονδιακό διπεριφερειακό πλαίσιο που είχε αρχικά συμφωνηθεί το Φεβρουάριο του 1977 και είχε στη συνέχεια συγκεκριμενοποιηθεί περισσότερο μέσα από τις πρωτοβουλίες του Γ.Γ. του ΟΗΕ, την περίοδο 198386. Το κόμμα αυτό έχει αναπτύξει σχέσεις συνεργασίας, σε μόνιμη βάση, με το ΑΚΕΛ, προετοιμάζοντας έτσι τους όρους μιας πιθανής διακοινοτικής συνεννόησης (Σέρβας 1988).

Οι προεδρικές εκλογές της 14ης Φεβρουαρίου 1988 υπήρξαν συντριπτικές για το «απορριπτικό μέτωπο», αφού οι δύο υποψήφιοι που πλειοψήφισαν σχετικά, προέρχονταν από τα δύο κόμματα που διακήρυσσαν τη διακοινοτική επαναπροσέγγιση. (Πρώτος ήρθε ο Γλ. Κληρίδης του ΔΗΣΥ με 33,32% και δεύτερος ο Γ. Βασιλείου που υποστηριζόταν από το ΑΚΕΛ και ο οποίος συγκέντρωσε 30,11% των ψήφων, με μόλις τρίτον τον Σπ. Κυπριανού: 27,29%, και φυσικά τέταρτο τον Β. Λυσσαρίδη: 9,25%). Στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών ο Γ. Βασιλείου συγκέντρωσε 51,63% των ψήφων (έναντι 48,37% του Γλ. Κληρίδη) και εκλέχθηκε νέος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με την εκλογή του Γ. Βασιλείου το Κυπριακό μοιάζει να εισέρχεται σε μια νέα, ενδεχόμενα την τελική του φάση.

Στο μεταξύ, η συνάντηση Παπανδρέου - Οζάλ στο Νταβός της Ελβετίας, στο περιθώριο του ετήσιου Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ μοιάζει να εγκαινιάζει μια νέα φάση και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις: Μετά την κρίσιμη επιδείνωση (αναφορικά με το ζήτημα του Αιγαίου) των σχέσεων ανάμεσα στις δυο χώρες, που το

Μάρτιο του 1987 έφθασαν στα πρόθυρα του πολέμου, η συνάντηση του Νταβός εγκαθίδρυσε την ύφεση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, στη βάση της νέας ισορροπίας δυνάμεων που είχε πλέον διαμορφωθεί στα τέλη της δεκαετίας του ' 80: την αποκατάσταση της στρατιωτικής ισορροπίας στο Αιγαίο και τη διεθνή αποδυνάμωση των τουρκικών διεκδικήσεων. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και η δυνατότητα της Ελλάδας να δυσχεράνει, ή και να ακυρώσει την προσπάθεια της Τουρκίας να αναβαθμίσει τις σχέσεις της με την ΕΟΚ. (Βλ. και Αντωνίου κ.ά, 1987, σελ. 13 κ.ε., καθώς επίσης Ροζάκης 1988). Η νέα ισορροπία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και η άμβλυνση της έντασης μεταξύ των δύο χωρών μοιάζουν, λοιπόν, να ευνοούν, επίσης, την επίτευξη μιας συμφωνίας στην Κύπρο.

7.4 Το Κυπριακό στην τελική ευθεία; (Φεβρουάριος 1988 - Δεκέμβριος 1989)

«Η Κύπρος μπορεί σήμερα να απλώσει το χέρι στις πιο καλλιεργημένες

Τουρκοκυπριακές μάζες και να τις καλέσει να βαδίσουμε μαζί αξιοπρεπώς

το δρόμο της Ευρώπης»

(Σοφρόνης Σοφρονίου, σύμβουλος του προέδρου Βασιλείου, κυπρ. εφημ.

«Αλήθεια», 6.8.1989. Παρατίθεται στο «διεθνιστική πρό(σ)κληση», τ. 2, Νοέμβρης 1989, σελ.6).

Λίγο μετά την εκλογή του ο Γ. Βασιλείου δήλωσε ότι επιθυμεί να συναντηθεί, με στόχο την προώθηση λύσης στο Κυπριακό, με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας Τ. Οζάλ. Η πρόταση αυτή έπεσε, όμως, στο κενό, γιατί η πραγματοποίηση της, ακόμα και αν δεν σήμαινε τη de facto αναγνώριση και από την Τουρκία της ε/κ πολιτικής εξουσίας ως της μοναδικής κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα έθετε πάντως στο περιθώριο την τ/κ πολιτική ηγεσία. Στα τέλη Μαΐου ο Κύπριος Πρόεδρος συναντήθηκε με το Γ. Γ. του ΟΗΕ, για την προετοιμασία ενός νέου κύκλου διακοινοτικών συνομιλιών υπό την αιγίδα του διεθνούς Οργανισμού. Λίγο αργότερα εκδηλώθηκε έμμεσα και το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την επανέναρξη του διαλόγου στην Κύπρο1. Την ίδια εποχή ο Γ. Βασιλείου δήλωνε: «Επιδίωξη μου 'είναι να λυθεί το Κυπριακό μέσα στο '88». (Ελευθεροτυπία, 15.6.1988). Μέσα στο καλοκαίρι του 1988 πραγματοποιήθηκαν, στη Λευκωσία η Διάσκεψη των Αδεσμεύτων και στη Λεμεσό συνάντηση εκπροσώπων χωρών της Κοινοπολιτείας. Επρόκειτο για γεγονότα που τόνιζαν το διεθνές κύρος της κυπριακής κυβέρνησης, στις παραμονές, ακριβώς, της έναρξης του διακοινοτικού διαλόγου.

Με πρωτοβουλία του Γ. Γ. του ΟΗΕ ορίσθηκε τελικά συνάντηση κορυφής Βασιλείου - Ντενκτάς στην έδρα του ΟΗΕ στη Ν. Υόρκη για τις 24 Αυγούστου 1988. Λίγο πριν τη συνάντηση αυτή έγινε, όμως, γνωστό ότι η τ/κ πολιτική ηγεσία πρόβαλλε εμπόδια στην ουσιαστική έναρξη του διαλόγου. Χαρακτηριστικά, στην Καθημερινή της 7ης Αυγούστου 1988 δημοσιεύθηκαν δηλώσεις του αρχηγού του «Τουρκικού Δημοκρατικού Κόμματος» της Β. Κύπρου Ο. Οζγκιούρ, στις οποίες αυτός ανέφερε: «Ο τουρκοκύπριος ηγέτης αναζητά δρόμους διαφυγής από τη συνάντηση της Νέας Υόρκης (...) Ο Ντενκτάς ομιλεί θεωρώντας ότι ο λαός στερείται ικανοποιητικών γνώσεων για τις συμφωνίες κορυφής (με τον Μακάριο το 1977 και τον Κυπριανού το 1979) και τις υπόλοιπες συμφωνίες. Μπορεί και ομιλεί για δύο κράτη και για την ένωση δύο κρατών. Προπαγανδίζει σε βάρος της άλλης πλευράς, και αν μπορέσει να αποφύγει τη νέα συνάντηση κορυφής, τόσο το καλύτερο γι' αυτόν. Αλλά ούτε στις συμφωνίες κορυφής του 1977 και 1979, ούτε και σε καμιά άλλη γίνεται λόγος για δύο κράτη. Αλλά ούτε και σε δύο λαούς γίνεται αναφορά». Για τη συνάντηση της Ν. Υόρκης ο Ντενκτάς φέρεται ότι δήλωσε: «Αν ο Βασιλείου παραδεχτεί όσα έγιναν σε βάρος των Τουρκοκυπρίων, μεταξύ των ετών '63'73 και αναγνωρίσει το δικαίωμα των Τουρκοκυπρίων να ζουν ελεύθεροι στη δική τους περιοχή. Αν αναγνωρίσει την ισότητα μας και αποδεχτεί το γεγονός ότι δεν μπορεί να μας κυβερνά μόνος του και αν αποδεχτεί τις εγγυήσεις της Τουρκίας, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για ειρήνη». (Ριζοσπάστης, 21. 8. 1988).

Τελικά η συνάντηση Βασιλείου - Ντενκτάς πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη στις 24. 8. 1988 και αποφασίσθηκε η επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών στη Λευκωσία, στις 15. 9. 1988. Αναχωρώντας από τη Γενεύη ο Πρόεδρος Βασιλείου δήλωσε: «Η συμφωνία που επιτεύχθηκε ξεπέρασε τις προσδοκίες μας», ενώ ο Δ. Χριστοφίνης, μέλος του Π.Γ. του ΑΚΕΛ διεκρίνισε: «Είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι αλλά και χωρίς ψευδαισθήσεις ότι η λύση του Κυπριακού μπορεί να είναι μια εύκολη υπόθεση» (Γα Νέα, 26.8.1988). Ο τουρκικός τύπος, αποσπάσματα από τον οποίο δημοσιεύθηκαν στην Ελευθεροτυπία 1.9.1988, εκτιμούσε επίσης ως θετικό το αποτέλεσμα της συνάντησης Βασιλείου - Ντενκτάς.

Στις 15. 9. 1988 άρχισε ο νέος γύρος των διακοινοτικών συνομιλιών στη Λευκωσία μεταξύ του Γ. Βασιλείου και του Ρ. Ντενκτάς και με τη συμμετοχή του Ο. Καμιλιόν, μόνιμου αντιπροσώπου του Γ. Γ. του ΟΗΕ στην Κύπρο. Οι συνομιλίες διεξάχθηκαν με μεγάλη μυστικότητα και διάρκεσαν με διακοπές μέχρι την Άνοιξη του επόμενου χρόνου. Γρήγορα, όμως, έγινε φανερό ότι η έκβαση των συνομιλιών ήταν αβέβαιη. Υπέθυνος για τη στασιμότητα θεωρήθηκε από την ε/κ πλευρά ο Ντενκτάς (βλ. π.χ. τη συνέντευξη του Γ.Γ. της Κ. Ε. του ΑΚΕΛ Δ. Χριστόφια, με τίτλο «Τι προσδωκούμε απ1 το διάλογο», στο Ριζοσπάστη 28. 10. 1988). Ο ίδιος ο Ντενκτάς δήλωνε στην τουρκική «Τζουμχουριέτ», λίγο μετά την έναρξη του διακοινοτικού διαλόγου: «Η Άγκυρα είναι περισσότερο αισιόδοξη από εμάς για τον διακοινοτικό διάλογο. Ίσως να υπάρχουν πράγματα που ενώ η Άγκυρα γνωρίζει, εμείς τα αγνοούμε. Αλλά το σημαντικό για μας είναι ότι η Άγκυρα μας υποστηρίζει». (Παρατίθεται στην Καθημερινή 20. 9. 1988).

Από τα μέσα Νοεμβρίου 1988 έγινε προφανές ότι οι συνομιλίες οδηγούντο σε αδιέξοδο, ή έστω, ότι τίποτε θετικό δεν θα είχε προκύψει την 1.6.1989, ημερομηνία που είχε, με την έναρξη των διαπραγματεύσεων, προσδιορισθεί ως καταληκτική για την επίτευξη συμφωνίας. Ο Πρόεδρος Βασιλείου συναντήθηκε τους δύο τελευταίους μήνες του χρόνου με ηγέτες της ΕΟΚ και εξασφάλισε δηλώσεις συμπαράστασης προς τη στρατηγική συνέχισης του διακοινοτικού διαλόγου μέχρι την επίτευξη συμφωνίας. Παράλληλα, η Ελλάδα έθεσε το Κυπριακό στη σύνοδο κορυφής της ΕΟΚ το Δεκέμβριο του 1988 και εξασφάλισε τη συναίνεση των «12» για «δίκαιη επίλυση» του προβλήματος. Τέλος, την ίδια περίοδο, μετά από συνάντηση Παπανδρέου - Βασιλείου τέθηκε και πάλι «επί τάπητος η αμυντική θωράκιση της Κύπρου» (Ριζοσπάστης 27.11.1988).

Έγινε, λοιπόν, πια προφανές ότι η πρώτη φάση των διακοινοτικών συνομιλιών οδηγείτο σε αποτυχία. Μια Έκθεση της αμερικανικής Γερουσίας με ημερομηνία 15.3.1989, η οποία δημοσιεύθηκε στο Βήμα στις 25.3.1989, εκτιμούσε ως εξής τις εξελίξεις στο Κυπριακό: «Η ανισορροπία μεταξύ των σχετικά ισχυρών κινήτρων των Ελληνοκυπρίων για την επίτευξη ταχείας λύσεως και των ολιγότερο ισχυρών κινήτρων των Τουρκοκυπρίων πρέπει να γεφυρωθεί, αν θέλουμε να υπάρξει λύση. Δύο ενέργειες απαιτούνται για να γεφυρωθεί το χάσμα αυτό. Πρώτον, οι Ελληνοκύπριοι πρέπει να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν πολλές από τις ανησυχίες που εμποδίζουν τους Τουρκοκυπρίους να αποδεχθούν μια διευθέτηση. Ο πρόεδρος Βασιλείου έλαβε ήδη ορισμένα μέτρα προς την κατεύθυνση αυτή. Δεύτερον, οι τρίτοι, και κυρίως η Τουρκία, θα πρέπει να πιέσουν τους Τουρκοκυπρίους να κάνουν τους αναγκαίους συμβιβασμούς (...) Για την Τουρκία, η οποία στέλνει οικονομική βοήθεια στους Τουρκοκυπρίους και συντηρεί τον τουρκικό στρατό κατοχής, μια διευθέτηση θα βελτίωνε τον οικονομικό της προϋπολογισμό (...) θα αφαιρούσε επίσης μια από τις αιτίες μόνιμων προστριβών στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και θα ενίσχυε τις πιθανότητες της Τουρκίας να ενταχθεί στην ΕΟΚ».

Η στασιμότητα διάρκεσε μέχρι το καλοκαίρι του 1989, οπότε, ενόψει και της αναμενόμενης νέας συνάντησης Βασιλείου - Ντενκτάς στη Ν. Υόρκη ξεκίνησε και πάλι μια έντονη διεθνής κινητικότητα γύρω από το Κυπριακό. Η νέα φάση άρχισε με την όξυνση των διακοινοτικών σχέσεων, καθώς μια ελληνοκυπριακή διαδήλωση πέρασε στις 19.7.1989 την πράσινη γραμμή, με αποτέλεσμα να συλληφθούν από τις τ/κ αρχές 108 ε κ. Στις 25.7.1989, ημέρα που εκτονώθηκε η κρίση με την απελευθέρωση των συλληφθέντων από τις τ/κ αρχές έφθανε, ταυτόχρονα και στους δύο τομείς της Λευκωσίας, ένα νέο έγγραφο του Γ. Γ. του ΟΗΕ για την επανέναρξη του διακοινοτικού διαλόγου. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Φ. Κωνσταντινίδη στη Ελευθεροτυπία της 6.8.1989, «το έγγραφο Κουεγιάρ (...) περιέχει σε γενικές γραμμές την τελική λύση του Κυπριακού. Γιατί στάλθηκε στη Λευκωσία με την υποστήριξη όχι μόνο του Συμβουλίου Ασφαλείας αλλά και των δύο υπερδυνάμεων και της ΕΟΚ και των Αδεσμεύτων». Λίγες μέρες πριν, ο γνωστός ε/κ δημοσιογράφος Τάκης Κουναφής, που οι απόψεις του ταυτίζονται με αυτές του κυπριακού «απορριπτικού μετώπου» έγραφε στα Νέα (19. 7. 1989): «Εν πάση περιπτώσει, ό,τι και να συμβαίνει, η περίοδος που θα καλύψει ο νέος κύκλος των εκ του σύνεγγυς και από κοινού συνομιλιών του προέδρου Γ. Βασιλείου με τον Ρ. Ντενκτάς, μέχρι τον Σεπτέμβριο, οπότε θα γίνει η νέα συνάντηση της Νέας Υόρκης για συζήτηση και προσυπογραφή του εγγράφου ντε Κουεγιάρ, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως εικονική, ή το πολύ πολύ συμπληρωματική, δεδομένου ότι αποτελεί πια κοινό μυστικό ότι η λύση είναι έτοιμη. Ήδη ο Ρ. Ντενκτάς έχει πλήρως διασφαλίσει για την τουρκοκυπριακή πλευρά - όπως ακριβώς από την αρχή επεδίωκε - τα τέσσερα από τα πέντε βασικά σημεία. Δηλαδή: Την πλήρη πολιτική ισότητα. Τη διζωνικότητα. Την ασφάλεια. Τις εγγυήσεις. (...) Υπό τουρκοκυπριακό έλεγχο θα παραμείνει ποσοστό εδάφους 26 27% (...) Στις περιοχές που θα επιστραφούν, σταδιακά και πάλι, υπολογίζεται ότι θα επανεγκατασταθούν 120 χιλιάδες πρόσφυγες. Σε πρώτη φάση προβλέπεται η επιστροφή 3035 χιλιάδων προσφύγων, κυρίως στην πόλη και περιοχή Αμμοχώστου. Η επιστροφή θα είναι εθελοντική και υπολογίζεται να συμπληρωθεί στη διάρκεια δέκα περίπου χρόνων (...) Εγγυήτριες δυνάμεις θα παραμείνουν η Ελλάδα, η Βρετανία και η Τουρκία, με πιθανολογούμενη ως σίγουρη τη διεύρυνση του κύκλου από δυτικοευρωπαϊκές χώρες (...) Ο τουρκικός στρατός θα αρχίσει να αποχωρεί σταδιακά, από τη στιγμή που θα υπογραφεί η συμφωνία της βήμα προς βήμα λύσης του Κυπριακού».

Όμως παρά τις εκτιμήσεις των πολιτικών παρατηρητών και παρά την επίσημη ανακοίνωση της Ουάσιγκτων ότι στηρίζει την πρωτοβουλία ντε Κουεγιάρ, δια στόματος του ειδικού συντονιστή για το Κυπριακό στο υπουργείο εξωτερικών των ΗΠΑ Ν. Λέτσκι (Γα Νέα, 8. 8. 1989), η τ/κ πολιτική ηγεσία απέρριψε το έγγραφο ντε Κουεγιάρ. Συγκεκριμένα, στις 23. 8. 1989 η τ/κ βουλή απέρριψε με ψήφους 27 έναντι 17 το έγγραφο και δήλωσε ότι η τ/κ πλευρά δεν θα πάρει μέρος σε διαπραγματεύσεις παρά μόνο με βάση έγγραφα που θα έχουν συμφωνηθεί από τους εκπροσώπους και των δύο κοινοτήτων, σε καμιά περίπτωση με βάση έγγραφα «τρίτων».

Μετά την αποτυχία αυτή της πρώτης φάσης των διαπραγματεύσεων Βασιλείου - Ντενκτάς ο κύπριος Πρόεδρος άρχισε τον Οκτώβριο του 1989 νέο κύκλο ενημερωτικών επαφών στην αμερικανική και σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Οι δηλώσεις της βρετανής πρωθυπουργού Μ. Θάτσερ είναι ενδεικτικές της αποδοχής που συνάντησαν οι πρωτοβουλίες του Γ. Βασιλείου: «Οι διαπραγματεύσεις πρέπει να είναι ουσιαστικές, ειλικρινείς και γνήσιες για να επιτευχθεί λύση που θα προνοεί ομοσπονδιακό κράτος. Αυτή είναι η λύση για την οποία εργαζόμαστε και πιστεύουμε ότι είναι ορθό να εργαζόμαστε μέσω του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών κ. Πέρεζ ντε Κουεγιάρ. Επιτρέψτε μου να πω, ότι είμαι απόλυτα βέβαιη ότι ο πρόεδρος Βασιλείου ειλικρινά επιθυμεί λύση αυτού του είδους στο πρόβλημα της Κύπρου». (Τα Νέα, 24. 10. 1989).

Η διεθνής πίεση που εξασκείται στην «απορριπτική» πολιτική της τ/κ ηγεσίας (από την πλευρά, κατά κύριο λόγο, του ΟΗΕ και των ΗΠΑ - Ν. Λέτσκι, αλλά και της ΕΟΚ), καθώς και η όξυνση των πολιτικών αντιπαραθέσεων στη Β. Κύπρο (Γα Νέα, 31. 10., 12. 12. και 23. 12. 1989), θέτουν όμως και πάλι επί τάπητος την επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών. Τελικά στις 28. 12. 1989 ανακοινώθηκε επίσημα στη Λευκωσία ότι «οριστικά στις 12 Φεβρουαρίου στη Νέα Υόρκη, ο πρόεδρος Βασιλείου και ο Ρ. Ντενκτάς, υπό την αιγίδα του γ.γ. του ΟΗΕ κ. Χαβιέρ Πέρεζ ντε Κουεγιάρ, θα παρακαθήσουν σε αδιάκοπο διάλογο με στόχο τη συνομολόγηση διαγράμματος τελικής λύσης του κυπριακού» (Γα Νέα, 28. 12. 1989). Οι διεθνείς, αλλά και οι εσωτερικοί συσχετισμοί δύναμης μοιάζουν να οδηγούν τον Ντενκτάς, να μεταστραφεί από την πολιτική άρνησης των διακοινοτικών διαπραγματεύσεων που ακολουθούσε αρχικά, προς μια απλή τακτική «σκληρής διαπραγμάτευσης». Βέβαια, η «σκληρή διαπραγμάτευση» μπορεί κάλλιστα να αποτελεί (όπως έδειξε η πολιτεία του Κυπριανού από το 1979 μέχρι το 1988) μέθοδο για τη διαιώνιση της «απορριπτικής» πολιτικής1.

7.5 Για μια ερμηνεία των διαφορετικών στρατηγικών στο Κυπριακό (19771989)

«Είμαστε μια πλουραλιστική δημοκρατία στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότον. Βρισκόμαστε στην ανατολική εσχατιά της Ευρώπης και έχουμε στενές και φιλικές σχέσεις με τους Άραβες γείτονες μας. Μπορούμε από μια άποψη να θεωρηθούμε ως μέρος τον Τρίτου Κόσμου. Η κουλτούρα μας όμως είναι ευρωπαϊκή. Είμαστε μια χώρα που αποτελεί γέφυρα και συνδετικό κρίκο για πολλούς στην περιοχή μας και θα μπορούσαμε να διαδραματίσουμε ακόμα μεγαλύτερο ρόλο συμβάλλοντας θετικά στη λύση περιφερειακών ακόμα και παγκόσμιων προβλημάτων. Έτσι δεν μας αρέσει να είμαστε κυρίως γνωστοί στον κόσμο ως χώρα με ένα από τα πιο μακροχρόνια περιφερειακά προβλήματα. Και πραγματικά πιστεύω ότι είναι καιρός εμείς οι Κύπριοι και όλοι οι φίλοι μας να πούμε στο σημερινό κόσμο ότι η ύπαρξη του κυπριακού προβλήματος αποτελεί αναχρονισμό που μπορεί και πρέπει να εξαλειφθεί». (Απόσπασμα από την ομιλία του Γ. Βασιλείου στην 3η Σύνοδο του ΟΗΕ για τον αφοπλισμό, Τα Νέα, 31.10.1989).

Από την ανάλυση που προηγήθηκε έγινε φανερό ότι η επίτευξη μιας συγκεκριμένης συμφωνίας επίλυσης του Κυπριακού, καθ' όλη την περίοδο που ακολούθησε τη συμφωνία - πλαίσιο Μακαρίου - Ντενκτάς (Φεβρουάριος 1977), κατέστη αδύνατη, όχι γιατί οι δύο πλευρές δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν στις επιμέρους «πτυχές» μιας τέτοιας συμφωνίας (στη συγκεκριμενοποίηση δηλαδή του συμφωνηθέντος το 1977 και 1979 πλαισίου επίλυσης), αλλά γιατί στο εσωτερικό της κάθε κοινότητας (κυρίως της ε κ) κυριάρχησε μια «απορριπτική» στρατηγική: Μια στρατηγική, δηλαδή, που πρόκρινε τη διαιώνιση του Κυπριακού προβλήματος (δηλαδή, των εσωτερικών και διεθνών σχέσεων και συσχετισμών, στη μορφή που αυτοί αποκρυσταλλώθηκαν μετά την τουρκική εισβολή του 1974). Η «απορριπτική» αυτή στρατηγική ήρθε σε σύγκρουση με τη στρατηγική της «κοινοτικής επαναπροσέγγισης» και, σε ό,τι αφορά την ε/κ πλευρά, ηττήθηκε τελικά από αυτήν.

Το ζήτημα που τίθεται τώρα είναι να ερμηνεύσουμε τους πολιτικούς και κοινωνικούς όρους με βάση τους οποίους διαμορφώθηκε και συντηρήθηκε κάθε μια από αυτές τις στρατηγικές, καθώς και τους όρους που έκριναν την έκφραση της μεταξύ τους σύγκρουσης. Η επιχειρηματολογία μας αναφέρεται κατά κύριο λόγο στη στρατηγική της ε/κ και ελληνικής πλευράς, ενώ οι παρατηρήσεις μας για τους τ/κ και την Τουρκία θα είναι, αναγκαστικά, επιγραμματικές.

α) Η ελληνοκυπριακή στρατηγική της «κοινοτικής επαναπροσέγγισης» Αρχικά αξίζει να επισημάνουμε ότι οι δύο πολιτικοί σχηματισμοί που από πολύ νωρίς υιοθέτησαν τη στρατηγική της «κοινοτικής επαναπροσέγγισης», το ΑΚΕΛ και ο ΔΗΣΥ, συνδέονται άμεσα και προνομιακά με ισχυρές μερίδες της άρχουσας ε/κ αστικής τάξης της Κύπρου, κάτι που ισχύει σε πολύ μικρότερο βαθμό για τα άλλα κόμματα. Η παρατήρηση αυτή αποκτά μεγαλύτερη σημασία για την περίπτωση του ΔΗΣΥ, γιατί το κόμμα αυτό προέκυψε (όπως άλλωστε και το ΔΗΚΟ και η ΕΔΕΚ) από την πάλαι ποτέ ενιαία κυπριακή Δεξιά (το μακαριακό «Πατριωτικό

Μέτωπο»), η οποία μέχρι το 195960 ελεγχόταν από την κυπριακή Εκκλησία («Εθναρχία»). Μάλιστα, όπως αναπτύξαμε στο 4ο μέρος της μελέτης μας, ο ΔΗΣΥ ενσωμάτωσε στις γραμμές του τα περισσοτερα στελέχη της ΕΟΚΑ και γενικότερα την ακροδεξιά πτέρυγα της ε/κ «εθνικοφροσύνης», η οποία συγκροτείτο ιδεολογικά, πέρα από τον αντικομμουνισμό, με βάση το μεγαλοϊδεατικό σωβινισμό και τον αντιτουρκικό ρατσισμό.

Η στρατηγική της «κοινοτικής επαναπροσέγγισης» μοιάζει, λοιπόν, κατ' αρχή να προκύπτει από τη δυναμική της οικονομικής επέκτασης του ε/κ κεφαλαίου, το οποίο, όπως είπαμε, αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς από το 1974 και μετά, και το οποίο επιζητά να επεκτείνει το χώρο της άμεσης οικονομικής κυριαρχίας του (της «εσωτερικής αγοράς» του) σε ολόκληρο το έδαφος της Κύπρου.

Οι νομοτέλειες της ίδιας της καπιταλιστικής ανάπτυξης ενισχύουν, επομένως, τη στρατηγική της «κοινοτικής επαναπροσέγγισης», δημιουργούν τους όρους για την αποδοχή της από ευρύτατα στρώματα του ε/κ πληθυσμού και την καθιστούν τελικά ηγεμονική στο εσωτερικό της ε/κ κοινωνίας. Πολύ περισσότερο που στην περίπτωση του ΑΚΕΛ η στρατηγική της «κοινοτικής επαναπροσέγγισης» συνδέεται με την προοδευτική και αριστερή (μεταρρυθμιστική) ιδεολογία: συμφιλίωση των εργαζόμενων τάξεων των ε/κ και τ/κ, κριτική του σωβινισμού και του ρατσισμού κ.λπ.

Προς την ίδια κατεύθυνση φαίνεται να ωθούν, από κάποια χρονική στιγμή και μετά, και τα μακροπρόθεσμα διεθνοπολιτικά συμφέροντα της ε/κ πολιτικής εξουσίας. Η επίλυση του Κυπριακού θα αναβαθμίσει χωρίς άλλο το διεθνή ρόλο της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως εύστοχα υποστηρίζει ο Πρόεδρος Βασιλείου στο απόσπασμα που παραθέτουμε στην αρχή αυτής της παραγράφου. Η διεθνοπολιτική αυτή αναβάθμιση της ε/κ καπιταλιστικής εξουσίας εκτιμάται ότι θα αντισταθμίζει με το παραπάνω τις όποιες «απώλειες» από την «εκχώρηση εξουσίας» προς την τ/κ πολιτική ηγεσία, στην περίπτωση που θα επιτευχθεί συμφωνία.

Οι υλικοί όροι που διασφαλίζουν την ηγεμονία της στρατηγικής της «κοινοτικής επαναπροσέγγισης», αλλά και το δεδομένο ότι τα κόμματα που στηρίζουν τη στρατηγική αυτή συγκεντρώνουν αθροιστικά, καθ' όλη την περίοδο που εξετάζουμε, εκλογικά ποσοστά ανάμεσα στο 57,5% και 65%, κάνουν προφανές ότι η πολιτική στρατηγική που επιδιώκει τη διακοινοτική συμφιλίωση και την επίλυση του Κυπριακού έχει τελεσίδικα κυριαρχήσει στο εσωτερικό της ε/κ κοινωνίας. Αυτό ισχύει ακόμα και στην περίπτωση που η επίλυση του Κυπριακού καθυστερήσει, σαν αποτέλεσμα της τ/κ «απορριπτικής» πολιτικής.

6) Η ελληνοκυπριακή «απορριπτική» στρατηγική

Οι ρίζες της ε/κ «απορριπτικής» πολιτικής βρίσκονται στους ίδιους τους άξονες με βάση τους οποίους διαμορφώθηκε, ήδη από την εποχή της αγγλοκρατίας, η ε/κ στρατηγική: θυμίζουμε ότι οι άξονες αυτοί ήταν 1) η ανεξαρτησία (ανεξάρτητη κρατική υπόσταση) από τη μια και, 2) η «ελληνοποίηση» του κυπριακού κράτους (παρά τις διεθνείς συνθήκες) από την άλλη. Η διπλή αυτή στρατηγική επιβλήθηκε ως εσωτερική και διεθνής πραγματικότητα στο διάστημα 19631974. Μετά την τουρκική εισβολή, τη μετακίνηση των πληθυσμών κ.λπ., η προοπτική της «ελληνοποίησης» κατέστη εφικτή μόνο στη Ν. Κύπρο, δηλαδή μπορεί να υλοποιείται μόνο όσο καιρό δεν ανατρέπεται το χωριστικό status quo που εγκαθιδρύθηκε στην Κύπρο το 1974. Η «διακοινοτική επαναπροσέγγιση» σημαίνει, με άλλα λόγια, παραίτηση από το στόχο της «ελληνοποίησης» του κυπριακού κράτους, στόχο που αποτέλεσε μόνιμη συνιστώσα της ε/κ πολιτικής στρατηγικής στην πρώτη φάση ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η «απορριπτική» στρατηγική εκφράζει, λοιπόν, καταρχή τις τάσεις αυτοσυντήρησης και αδράνειας της ε/κ αστικής πολιτικής εξουσίας και του κρατικού της μηχανισμού. Η στρατηγική αυτή αντλεί τα επιχειρήματα της, αλλά και μαζικοποιείται, μέσα από τη σύνδεση της τις πιο αντιδραστικές εκδοχές της κυρίαρχης ιδεολογίας: Το σωβινισμό και το ρατσισμό.

Μέσα από τις εκδοχές, όμως, αυτές της κυρίαρχης ιδεολογίας που επικαλείται η «απορριπτική» στρατηγική γίνονται φανερές οι εσωτερικές αντιφάσεις της και αναδεικνύεται, τελικά, η αδυναμία της να ηγεμονεύσει στο εσωτερικό της ε/κ κοινωνίας: Πραγματικά, η έσχατη, πλην όμως άμεσα ορατή, ιδεολογική και πολιτική συνέπεια της στρατηγικής της «ελληνοποίησης» του κυπριακού κράτους (δηλαδή η έσχατη συνέπεια του εθνικισμού και του ρατσισμού) είναι η προσάρτηση της Κύπρου από την Ελλάδα, η αποδοχή της υπέρτατης αρχής κάθε εθνικισμού: «ένα έθνοςένα κράτος», η άρνηση του στρατηγικού άξονα της ανεξαρτησίας της ε/κ από την ελληνική (κοινωνική και πολιτική) εξουσία. Ο Μακάριος μέχρι το 1974 διαχειριζόταν την αντίφαση αυτή ισχυριζόμενος ότι επιθυμεί την «Ένωση», η οποία όμως δεν είχε ακόμα καταστεί εφικτή. Μετά το 1974 η ε/κ πολιτική ηγεσία εγκαταλείπει ακόμα και τις ρητορικές αναφορές στην «Ένωση» και δηλώνει απερίφραστα ότι την απορρίπτει. Οι αντιφάσεις της στρατηγικής της «ελληνοποίησης» γίνονται, λοιπόν, έκτοτε φανερές.

Η αντίφαση αυτή γίνεται εξόφθαλμη, καθώς η «απορριπτική» ε/κ πολιτική εξουσία της περιόδου 197788, υπηρετώντας τον πρωταρχικό της στόχο της ανεξαρτησίας, υποχρεώθηκε όχι απλά να απαγορεύσει την «ενωτική» προπαγάνδα και πολιτική δράση, αλλά έφθασε επανειλημμένα στο σημείο να απελάσει από την Κύπρο Έλληνες πολίτες (όπως τον Γ. Καραλιώτα το 1985 και τον Γιάννη Κόμπελ παλιότερα), με το επιχείρημα ότι η («ενωτική») δράση τους «θα μπορούσε να διασαλέψει την τάξη» (βλ. τετράδια, τ. 10, χειμώνας 1985, σελ. 7375).

γ) Η στρατηγική τον ελληνικού κράτους

Όπως είχαμε την ευκαιρία να υποστηρίξουμε σε αυτό το κείμενο, το ελληνικό κράτος στήριζε μετά το 1981 την «απορριπτική» ε/κ στρατηγική, με βάση ένα συγκεκριμένο τακτικό υπολογισμό που προέκυπτε από τη διεθνοπολιτική συγκυρία: Να εντείνει τη διεθνή απομόνωση της Τουρκίας και να καταστήσει έτσι πρακτικά ανενεργές τις διεκδικήσεις της αναφορικά με την υφαλοκρηπίδα και τον επιχειρησιακό έλεγχο του Αιγαίου. Η τακτική αυτή στόχευε να παρατείνει την εκκρεμότητα του Κυπριακού μέχρι την εποχή που η διεθνοπολιτική συγκυρία θα ήταν ευνοϊκή για την οριστική διευθέτηση και του Αιγαιακού. Μάλιστα, η προβολή της διεθνούς πτυχής του Κυπριακού (κατοχή τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας εκ μέρους της Τουρκίας) αποτέλεσε μέσο για τη διαμόρφωση των νέων συσχετισμών αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές διαφορές.

Με τη «διαδικασία του Νταβός», δηλαδή, πρακτικά από τις αρχές Φεβρουαρίου 1988, η ελληνική πολιτική εξουσία έμοιαζε να εκτιμά ότι είχαν ήδη διαμορφωθεί οι συνθήκες για να τεθούν με ευνοϊκότερους όρους γι αυτήν, από ό,τι στο παρελθόν, οι ελληνοτουρκικές διαφορές. Το ε/κ «απορριπτικό μέτωπο» φαινόταν να χάνει το σημαντικότερο στήριγμα του.

Ανεξάρτητα, πάντως, από τη μεταβολή της διεθνοπολιτικής συγκυρίας, υφίστανται σε μόνιμη βάση ορισμένες ιδεολογικές και πολιτικές παράμετροι στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού που εξασφαλίζουν την υποστήριξη του ε/κ «απορριπτικού μετώπου», αν όχι από την επίσημη ελληνική εξουσία, τουλάχιστον από ορισμένους κλάδους της και, χωρίς άλλο, από την πλειοψηφία των υπαλλήλων της κυρίαρχης ιδεολογίας που ασχολούνται με το Κυπριακό.

Οι ιδεολογικές παράμετροι έχουν να κάνουν με την ανάδειξη του εθνικισμού και του ρατσισμού σε κυρίαρχες μορφές της άρχουσας ιδεολογίας (βλ. και Balibar 1988), καθώς και με το ότι στην Ελλάδα οι εξελίξεις του Κυπριακού είναι λίγο γνωστές και αποτιμώνται πάντα μέσα από το πρίσμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Οι πολιτικές παράμετροι συνδέονται με το γεγονός ότι μια ενδεχόμενη επίλυση του Κυπριακού θα μειώσει μακροπρόθεσμα την πολιτική επιρροή του ελληνικού κράτους πάνω στην Κύπρο. Χαρακτηριστική είναι εδώ, για τη δυνατότητα περιπτωσιακών «αποστασιοποιήσεων» των δύο κρατών μετά τη λήξη της εκκρεμότητας του κυπριακού προβλήματος, η διαμάχη των εκπροσώπων της Ελλάδας και της Κύπρου στο Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (Ι.Μ.Ο.), σχετικά με την επανεκλογή της Ελλάδας, το Δεκέμβριο του 1987, ως μέλους του Δ.Σ. του Οργανισμού, στην κατηγορία των μεγάλων ναυτιλιακών δυνάμεων. Τη θέση της Ελλάδας επέμενε αρχικά να διεκδικήσει και η Κύπρος, υπεχώρησε όμως τελικά, μετά από ανοικτή παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης στην κυπριακή. Μακροπρόθεσμα, η επίλυση του Κυπριακού ανοίγει το δρόμο για μια διαφορετική πλέον ιστορική πορεία του ελληνικού και του κυπριακού κοινωνικού σχηματισμού, συνεπώς και των «λαών» που συγκροτούνται στο εσωτερικό καθενός από αυτούς τους κοινωνικούς σχηματισμούς1.

ό) Η τουρκοκυπριακή και η τουρκική στρατηγική

Η ανάλυση που προηγήθηκε έδειξε ότι αν και στις πρώτες φάσεις του Κυπριακού μετά την εισβολή του 1974 η στρατηγική της Τουρκίας αντιτίθετο σε οποιαδήποτε παραχώρηση στην ε/κ πλευρά, στη συνέχεια, και σαν αποτέλεσμα του μετασχηματισμού του διεθνοπολιτικού συσχετισμού δυνάμεων υπέρ της Ελλάδας και της Κύπρου (της ε/κ πολιτικής εξουσίας) και σε βάρος της Τουρκίας, η τελευταία τάσσεται υπέρ της επίλυσης του Κυπριακού, στη βάση των διακοινοτικών συμφωνιών - πλαίσιο του 1977 και 1979 και των προτάσεων του Γ. Γ. του ΟΗΕ. Είναι εδώ χαρακτηριστικό, ότι οι εκπρόσωποι της ε/κ «απορριπτικής» στρατηγικής (Λυσσαρίδης, Εκκλησία, Κυπριανού) επανειλημμένα υποστήριξαν ότι ο ΟΗΕ «υιοθετεί τις τουρκικές προτάσεις». Με την τουρκική στρατηγική ταυτίζεται και η τ/κ πολιτική ηγεσία, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές τις δεκαετίας του 1980.

Η «απορριπτική στρατηγική» την οποία φαίνεται να υιοθετεί κατά την τελευταία περίοδο η τ/κ πολιτική ηγεσία, προκύπτει προφανώς, από τη μια, από την «τάση αυτοσυντήρησης» της τ/κ πολιτικής εξουσίας στη Β. Κύπρο, και από την άλλη, από το φόβο μερίδας του τ/κ πληθυσμού (π.χ. των εποίκων), σχετικά με τα αποτελέσματα της επανένωσης της κυπριακής επικράτειας. Εδώ προστίθενται και οι ανησυχίες σχετικά με τα οικονομικά αποτελέσματα της επανένωσης, ιδίως των κυρίαρχων αστικών τ/κ τάξεων, με δεδομένο το πολύ ψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης του ε/κ σε σχέση με το τ/κ κεφάλαιο. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η διεθνοπολιτική απομόνωση και μη αναγνώριση της κρατικής υπόστασης της Β. Κύπρου, ο συνακόλουθος «οικονομικός αποκλεισμός», οι επιπτώσεις που έχει το Κυπριακό για την Τουρκία, καθώς και το «διεθνές ενδιαφέρον» και οι πιέσεις που εξασκούνται τον τελευταίο καιρό στην τουρκική και τ/κ πλευρά, δημιουργούν την εντύπωση ότι η «απορριπτική» τ/κ στρατηγική δεν μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα μακρόβια.

Ιανουάριος 1990

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αντωνίου Κυπριανίδης Μηλιός Τσεκούρας (1987): «Μύθοι του Αιγαίου», περιοδ. θέσεις, τ. 20, Ιούλιος Σεπτέμβριος.

Balibar E. (1988): «Έρευνες πάνω στον εθνικισμό και το ρατσισμό», περιοδ. θέσεις, τ. 25, Οκτώβριος Δεκέμβριος.

«Διαστάσεις των ελληνοτουρκικών σχέσεων. ΑιγαίοΚύπρος» (1986), Ιδρυμα Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα.

Ιωάννου Κ. Μ. (1985): «Η ελληνική Βουλή και το Κυπριακό ζήτημα (19741981)», στο: Δίκαιο και διεθνής πολιτική, τ. 9, σελ. 7794.

Κουφουδάκης Κ. (1988): «Το Κυπριακό, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και οι υπερδυνάμεις 19601986», στο: «Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις 19231987», εκδ. Γνώση, Αθήνα, σελ. 215268.

Κρανιδιώτης Γ. Ν. (1981): «Οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού. Οι διακοινοτικές συνομιλίες 19741981», στο: Τενεκίδης Γ. Κρανιδιώτης Γ. (1981): «Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της», Εστία, Αθήνα, σελ. 583 - 688.

«Το Κυπριακό και τα διεθνιστικά καθήκοντα των ελληνοκυπρίων επαναστατών» (1988), έκδοση της Εργατικής Δημοκρατίας, Λευκωσία.

Κυπριανίδης Τ. Μηλιός Γ. (198889): «Το Κυπριακό μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ελληνική και η ελληνοκυπριακή στρατηγική», Μέρη Α', Β', Γ' και Δ' (1945 - 1977), στο: θέσεις, τεύχη 25, 26, 28 & 29, Αθήνα.

Μαστραντώνης Τ. Μηλιός Γ. (1983): «Κύπρος: Ο αναμενόμενος αιφνιδιασμός», περιοδ. Σχολιαστής, τ. 9, Δεκέμβριος.

Μαστρογιαννόπουλος Π. (1981): «Κύπρος: Σοσιαλιστική προοπτική η μόνη διέξοδος στο άλυτο εθνικό και κοινωνικό πρόβλημα», εκδ. Ξεκίνημα, Αθήνα.

Μηλιός Γ. (1988): «Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός», εκδ, Εξάντας, Αθήνα.

Μπιράντ Μ. Α. (1985): «Παζαρέματα», εκδ. Ι. Φλώρος, Αθήνα.

«Μίνιμουμ Πρόγραμμα Συνεργασίας ΑΚΕΛΔΗΚΟ» (1982), περιοδ. τετράδια, τ. 5, Ιούλιος, σελ. 4550.

Ροζάκης Χρ. (1988): «Το διεθνές νομικό καθεστώς του Αιγαίου και η ελληνοτουρκική κρίση», στο: «Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις 19231987», εκδ. Γνώση, Αθή'να, σελ. 269491.

Σέροας Πλ. (1988): «Κυπριακό: "Στρατηγική" και στρατηγική», εκδ. Πολντυπο, Αθήνα.

Στάγκος, Π. Ν. (1982): «Στοιχεία διάγνωσης της "ταυτότητας" του κυπριακού προβλήματος», περιοδ. τετράδια, τ. 6, Δεκέμβριος.

Τενεκίδης Γ. Κρανιδιώτης Γ. (1981): «Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της», Εστία, Αθήνα.

Χριστοδουλίδης Α. (1985): «Κυπριακό: Ανυπαρξία Εθνικής Πολιτικής», περιοδ. τετράδια, τ. 12, Φθινόπωρο.

1. Αντίθετα, στη συζήτηση Μακαρίου - Ντενκτάς που προηγήθηκε της συμφωνίας του Φεβρουαρίου 1977 ο Ντενκτάς αναφέρθηκε και στο εδαφικό, ζητώντας το 32,8% του κυπριακού εδάφους για την τ/κ κοινότητα (βλ. Μπιράντ 1985, σελ. 288).

2. Αντίθετα, τον Ιανουάριο του 1976 to Κυπριακό συζητήθηκε ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία στις Βρυξέλλες και μάλιστα αποφασίσθηκε η επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών στην Κύπρο («πρωτόκολλο των Βρυξελλών»), εξέλιξη η οποία ενίσχυσε την τουρκική άποψη σχετικά με το διμερή χαρακτήρα του Κυπριακού (βλ. θέσεις 29, σελ. 74 κ. ε.).

3. Στο εδαφικό, η πρόταση εκκίνησης των τ/κ προέβλεπε έκταση 32,8% του κυπριακού εδάφους για το τ/κ καντόνι.

4. Αντίθετα, η προηγούμενη κυβέρνηση της Ν.Δ. ευνοούσε την επίλυση του Κυπριακού μέσω των διακοινοτικών διαπραγματεύσεων. Ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής δήλωνε, χαρακτηριστικά, στις 11.1.1980 στην ελληνική βουλή: «Η Ελληνοκυπριακή πλευρά οφείλει να προσέλθει στον διάλογο ομονοούσα και επιδιώκουσα λύση εθνική. Και όταν λέγω εθνική, εννοώ λύση απαλλαγμένη από κομματικές προκαταλήψεις (..) θα πρέπει, αν υπάρξουν ευκαιρίες προωθήσεως του θέματος να μην απωλεσθούν λόγω εσωτερικών διενέξεων όπως συνέβη στο παρελθόν». (Παρατίθεται στο Ιωάννου 1985. σελ. 81).

5. Το «Μίνιμουμ Πρόγραμμα Συνεργασίας ΑΚΕΛ ΔΗΚΟ» αποτελεί συγκερασμό των θέσεων των δύο κομμάτων, υπό την ηγεμονία, όμως. των ΑΚΕΛικών απόψεων. Βασική του θέση ήταν η εξής: «Επιδιώκουμε τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους, που θα αποτελείται από δύο περιφέρειες (ή επαρχίες), η μια υπό Ελληνοκυπριακή διοίκηση και η άλλη υπό Τουρκοκυπριακή διοίκηση». (Βλ. τετράδια τ. 5, Ιούλιος 1982, όπου δημοσιεύεται και το συνολικό κείμενο του «Μίνιμουμ Προγράμματος», σελ. 4550).

6. Ο Γλ. Κληρίδης. μιλώντας τον Αύγουστο του 1983 για το Κυπριακό υποστήριζε ότι μόλις θα ανακηρυσσόταν το τ/κ κράτος «ένας μικρός αριθμός ισλαμικών κρατών (810) θα το αναγνωρίσουν και η τουρκοκυπριακή πλευρά θα αναμείνει μέχρι που. με το πέρασμα του χρόνου, θα το αναγνωρίσουν πιο πολλές χώρες» (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 7.8.1983, σελ. 5).

7. Η ταυτόχρονη προβολή των ε/κ και ελληνικών θέσεων στο Κυπριακό και των ελληνικών θέσεων στο ζήτημα του Αιγαίου δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα υιοθέτησε και πάλι τη θέση ότι το Κυπριακό εντάσσεται στις ελληνοτουρκικές διαφορές. Οι ελληνικές πρωτοβουλίες σχετικά με το Κυπριακό τόνιζαν τη «διεθνή πτυχή» του προβλήματος, δηλαδή την κατοχή τμήματος του εδάφους μιας χώρας - μέλους του ΟΗΕ (την ακεραιότητα της οποίας είχαν αναλάβει να εγγυηθούν, με τις συνθήκες Ζυρίχης - Λονδίνου η Ελλάδα, η Τουρκία και η Μ. Βρετανία) εκ μέρους της Τουρκίας.

8. Ο Ανδρέας Χριστοδουλίδης, που διετέλεσε διαδοχικά διευθυντής της ΕΡΤ και του Αθηναϊκού Πρακτορείου υποστήριζε: «Η αναζήτηση λύσης του Κυπριακού δεν μπορεί να γίνει μέσα από τα σημερινά δεδομένα (...) Η λύση πρέπει να αναζητηθεί μέσα από την ανατροπή αυτών των δεδομένων (...) Η μόνη κατά τη γνώμη μας διέξοδος (...) με την δημιουργία "αποτρεπτικής δύναμης" μπορεί να επιτευχθεί αν αποτελέσει κοινό στόχο της Ελλάδας και της Κύπρου μέσα στα πλαίσια της συμπαράταξης του ελληνισμού (...) Ένας λαός που δεν είναι προετοιμασμένος για μια πιθανή σύγκρουση δεν μπορεί ούτε να την αποτρέψει ούτε να την αντιμετωπίσει» (Τετράδια, τ. 12, φθινόπωρο 1985, σελ. 22 & 25).

9. Μια πιθανή διακοινοτική συνεννόηση για την επίλυση του Κυπριακού θα περιέχει, βέβαια, ως όρο την αποστρατικοποίηση της Κύπρου. Η αποχώρηση, όμως, των ξένων στρατευμάτων δεν είναι δυνατόν, με βάση ιούς παγιωμένους εσωτερικούς και διεθνείς συσχετισμούς δύναμης, να προηγηθεί της τελικής Συμφωνίας. Αντίθετα, θα ακολουθήσει ένα χρονοδιάγραμμα, το οποίο θα μπει σε ισχύ μετά την εγκαθίδρυση του νέου (ομόσπονδου) συνταγματικού καθεστώτος στην Κύπρο. Χαρακτηριστική είναι και η ακόλουθη δήλωση της ελληνικής κυβέρνησης, που έγινε σε μια φάση κατά την οποία ο Πρόεδρος Κυπριανού, πιεζόμενος από την κυπριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, εμφανιζόταν διατεθειμένος να υπογράψει τη συμφωνία επίλυσης του Κυπριακού: «Αν έπειτα από μια ενδεχόμενη συμφωνία Κυπριανού - Ντενκτάς, δημιουργηθεί και εγκατασταθεί στη Λευκωσία μια προσωρινή Κυβέρνηση. θα πρέπει να αποσυρθούν αμέσως τα τουρκικά στρατεύματα». (Από δηλώσεις του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών, Το Βήμα, 15.12.84. Βλ. επίσης Σέρβας 1988. σελ. 132 κ.ε. και 27 κ.ε.).

10. Χαρακτηριστικές αυτού του ενδιαφέροντος είναι οι δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ιάκωβου στην Ελευθεροτυπία, 9. 6. 1988: «Είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι το κυπριακό πρόβλημα θα πάρει το δρόμο για την οριστική λύση του. μέσα στο 1988».

11. Προς την ερμηνεία αυτή συνηγορεί και η άκαρπη έκδαση του νέου γύρου των συνομιλιών Βασιλείου - Ντενκτάς που διεξήχθησαν στη Νέα Υόρκη κατά το διάστημα 26. 2. 1990 - 2. 3. 1990, δηλαδή μετά την ολοκλήρωση αυτού του κειμένου (βλ. Τα Νέα, 3. 3. 1990). Βεβαια, μέχρι το καλοκαίρι του χρόνου που διανύουμε, αναμένεται ότι θα υπάρξει νεότερος (και περισσότερο αποφασιστικός) γύρος συνομιλιών.

12. Όπως παρατηρεί ο παλαίμαχος Κύπριος αγωνιστής της Αριστεράς Πλουτής Σέρδας: «Πρέπει να διαχωριστεί η έννοια της κοινής φυλής από την έννοια του κοινού έθνους. Κοινή φυλή οι Ελληνοκύπριοι αποτελούν, με ολόκληρο τον ελληνισμό, όπου γης. Όμως κοινό έθνος δεν αποτελούν, ούτε με τον ελληνισμό, ούτε με τον κρατικό χώρο της Ελλάδας (...) Διότι η φυλή εξακολουθεί να είναι προϊόν καταγωγής, ενώ το έθνος είναι προϊόν ιστορικών καταστάσεων, συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών που. αργά ή γρήγορα, διαμορφώνεται μέσα σε ενιαίο σταθερό κρατικό χώρο» (Σέρδας 1988, σελ. 128). Η παρατήρηση του Σέρδα είναι απόλυτα σωστή, αν διαβαστεί ως περιγραφή όχι τόσο της σημερινής πραγματικότητας, όσο του (πλέον πιθανού να προκύψει) μακροπρόθεσμου ορίζοντα των εξελίξεων. Αντί για άλλη επιχειρηματολογία (βλ. π.χ. Μηλιός 1988, σελ. 6683) αρκεί εδώ η επιγραμματική αναφορά σε ένα αντίστοιχο πρόσφατο ιστορικό παράδειγμα: Το 1918 η προσωρινή Εθνοσυνέλευση της Αυστρίας (στην οποία πλειοψηφούσαν οι Σοσιαλδημοκράτες) μετονόμασε επισήμως τη χώρα σε «Γερμανική Αυστρία» (DeutschOesterreich) και δήλωνε ότι η χώρα αποτελεί «τμήμα της Γερμανικής Δημοκρατίας». Το 1931 αποφασίσθηκε η τελωνειακή ένωση της «Γερμανικής Αυστρίας» με τη Γερμανία, η οποία τελικά ακυρώθηκε από τις νικήτριες Δυνάμεις του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Το Μάρτιο του 1938 η «Γερμανική Αυστρία» ενώθηκε με τη Γερμανία. Σαν αποτέλεσμα, όμως, της έκδοσης του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, αλλά και των μεταπολεμικό'«' εξελίξεων, ο Αυστριακός («το αυστριακό έθνος») διακρίνεται σήμερα ρητά από τον Γερμανό («το γερμανικό έθνος»).