Οι εξωτερικές συναλλαγές της Ελλάδας (1960-1988). (Προκαταρκτική ποσοτική ανάλυση)
των Ηλία Ιωακείμογλου και Γιάννη Μηλιού

1. Εσωτερική οικονομική συγκυρία και εξωτερικές συναλλαγές

Είναι γενικά παραδεκτό ότι η εξέλιξη των διεθνών οικονομικών σχέσεων της Ελλάδας κατά τη μεταπολεμική περίοδο επηρεάζεται από την εξέλιξη της εσωτερικής οικονομικής συγκυρίας, αλλά και ακόμα, ως ένα βαθμό, από την εξέλιξη της οικονομικής συγκυρίας στο εσωτερικό των βασικών οικονομικών ανταγωνιστών της χώρας στη διεθνή αγορά. Αν, για παράδειγμα, οι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα είναι σημαντικά ψηλότεροι (χαμηλότεροι) από τους αντίστοιχους στις χώρες με τις οποίες κατά κύριο λόγο συναλλάσσεται η Ελλάδα στην παγκόσμια αγορά, τότε θα πρέπει να προκύπτει μια τάση για βελτίωση (επιδείνωση) της θέσης της Ελλάδας στο διεθνή ανταγωνισμό. Η τάση αυτή θα πρέπει επίσης να επηρεάζει τη διακύμανση των πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών της δραχμής ως προς τα νομίσματα των βασικών ανταγωνιστών της Ελλάδας στην παγκόσμια αγορά1.

Βεβαίως, τίθεται εξίσου και το αντίστροφο ζήτημα: Κατά πόσο η διεθνής συγκυρία και οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις της χώρας κατά την περίοδο που εξετάζουμε επηρέασαν, ή, ακόμα περισσότερο, καθόρισαν την εξέλιξη της κεφαλαιακής συσσώρευσης στην Ελλάδα. Το ζήτημα αυτό δεν τίθεται μόνο από τη μεριά των εκάστοτε υπευθύνων της οικονομικής πολιτικής του κράτους, που αρέσκονται να διακηρύσσουν ότι τα «προβλήματα της οικονομίας» είναι «εισαγόμενα» από το εξωτερικό, δηλαδή συνιστούν επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας. Τίθεται και από πολλούς μελετητές της διεθνούς οικονομικής άρθρωσης της χώρας, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η εξέλιξη της κεφαλαιακής συσσώρευσης στην Ελλάδα καθορίστηκε από τις επιλογές σε αναφορά με τη διεθνή οικονομία, και συγκεκριμένα από τη Σύνδεση και στη συνέχεια την Ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ.

Είναι πράγματι εύλογο να υποθέσουμε ότι αν η διεθνής οικονομία βρίσκεται σε άνθιση ή έστω σε ανάκαμψη, αυτό αναμένεται να έχει ευνοϊκές επιπτώσεις στις ελληνικές εξαγωγές. Αντίθετα οι ελληνικές εξαγωγές θα πληγούν από τη διεθνή ύφεση. Σε ποιο βαθμό, όμως, οι επιπτώσεις αυτές της διεθνούς συγκυρίας ή η φιλελευθεροποίηση των οικονομικών συναλλαγών με την ΕΟΚ επηρεάζουν τη δυναμική της κεφαλαιακής συσσώρευσης στην Ελλάδα;

Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι για παράδειγμα στο σημείο αυτό η προσέγγιση του Τ. Γιαννίτση (1988), ο οποίος ισχυρίζεται ότι οι επιπτώσεις από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1981 δεν αποτελούν συνέχεια των επιπτώσεων από τη Σύνδεσης του 1961, αλλά διαμορφώνουν μια ποιοτικά νέα κατάσταση1, από την οποία άμεσα απορρέει η κρίση της ελληνικής βιομηχανίας κατά τη δεκαετία του 1980. Ισχυρίζεται δηλαδή ο Γιαννίτσης (1988) ότι «οι επιδόσεις της βιομηχανίας βρίσκονται σε αντιστρόφως ανάλογη σχέση με το βαθμό φιλελευθεροποίησης της αγοράς» (σελ. 399) και ερμηνεύει την κρίση του ελληνικού καπιταλισμού με βάση το ακόλουθο σχήμα: «Μείωση προστατευτισμού => διείσδυση εισαγωγών => απώλεια μεριδίων της αγοράς => υποαπασχόληση παραγωγικού δυναμικού» αύξηση κόστους κεφαλαίου κατά μονάδα προϊόντος (που σε συνδυασμό με την αύξηση κόστους εργασίας) => μείωση ανταγωνιστικότητας» διείσδυση εισαγωγών κ.ο.κ.» (σελ. 354).

Είναι όμως προφανές, ότι για να ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι η ένταξη στην ΕΟΚ καθόρισε την εξέλιξη της κεφαλαιακής συσσώρευσης στην Ελλάδα, θα πρέπει:

α) η χρονική περίοδος της Ένταξης να συμπίπτει με την αποφασιστική καμπή στη διαδικασία κεφαλαιακής συσσώρευσης κατά την περίοδο που εξετάζουμε, και

6) τα δομικά χαρακτηριστικά και οι αιτιώδεις συνάφειες της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα να διαφοροποιούνται από τα αντίστοιχα (τις αντίστοιχες) των χωρών της ΕΟΚ, εφόσον ακριβώς οι χώρες αυτές δεν υποβλήθηκαν κατά την περίοδο που μας ενδιαφέρει στο «σοκ της Ενταξης».

Εντούτοις, η εμπειρική - συγκριτική έρευνα της κεφαλαιακής συσσώρευσης στην Ελλάδα και στις «4 μεγάλες» χώρες της ΕΟΚ (βλ. Μηλιός Ιωακείμογλου 1987, Μηλιός 1988 σελ. 37364, Ιωακείμογλου 1989, Ιωακείμογλου Μηλιός 1989) έδειξε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι τα χρονικά σημεία καμπής της διαδικασίας κεφαλαιακής συσσώρευσης στην Ελλάδα δεν συμπίπτουν ούτε με τη χρονική στιγμή της σύνδεσης της χώρας με την ΕΟΚ (1961), αλλά ούτε και με τη χρονική στιγμή της Ένταξης (1981). Τα σημεία καμπής στη διαδικασία κεφαλαιακής συσσώρευσης στην Ελλάδα συμπίπτουν χρονικά, αντίθετα, με τη στιγμή εκκίνησης (ανοικτής εκδήλωσης) και επιδείνωσης της διεθνούς κεφαλαιακής κρίσης υπερσυσσώρευσης, η οποία προσέλαβε κοινά δομικά χαρακτηριστικά, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις άλλες χώρες της ΕΟΚ.

Πιο συγκεκριμένα, από τη μελέτη μιας μεγάλης σειράς δεικτών που απεικονίζουν τη διαδικασία κεφαλαιακής συσσώρευσης γίνεται φανερό ότι το αποφασιστικό σημείο καμπής της διαδικασίας συσσώρευσης κεφαλαίου στην Ελλάδα (η χρονική «στιγμή» της αντιστροφής ή επιδείνωσης όλων σχεδόν των δεικτών κεφαλαιακής συσσώρευσης) δεν είναι το 1981 (χρονιά ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ), αλλά το 1973-74. Αν κάτι μοιάζει να σηματοδοτεί η περίοδος 1980-81, αυτό δεν είναι παρά η οριακή επιδείνωση ορισμένων δεικτών, η καθοδική πορεία των οποίων είχε, όμως, ήδη ξεκινήσει την προηγούμενη περίοδο. Δεν ευσταθεί επομένως ο ισχυρισμός ότι η επιδείνωση των ρυθμών ανάπτυξης του ελληνικού κεφαλαίου οφείλεται • κατά κύριο λόγο στην ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ1.

Συνοπτικά, η επιδείνωση της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού κατά την περίοδο 1980-85 οφείλεται στη σύζευξη δυο βασικών παραγόντων, οι οποίοι, όμως, λειτουργούν (αν και με διαφορετική ένταση) ήδη από το 1974: (α) στη μείωση της αποτελεσματικότητας του κεφαλαίου (Υ Κ) ή με άλλα λόγια στην ταχύτερη αύξηση της έντασης κεφαλαίου σε σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας. Ο παράγοντας αυτός παρουσιάζεται ήδη το 1974, αλλά παίζει πολύ σημαντικό ρόλο από το 1978 και μετά.

(6) στην αύξηση του μεριδίου της εργασίας στο καθαρό προϊόν (L Y), ή με άλλα λόγια στην ταχύτερη αύξηση του πραγματικού μισθού σε σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας. Ο παράγοντας αυτός έπαιξε σημαντικό ρόλο στην περίοδο 1974 1978 και 1982 - 1985.

Η στασιμότητα της παραγωγικότητας της εργασίας στην ελληνική οικονομία είναι επομένως η βασική αιτία της μειωμένης αποδοτικότητας κεφαλαίου.

Η περίοδος 1973-75 φαίνεται, παράλληλα, να σηματοδοτεί επίσης ένα σημείο καμπής στη διαδικασία κεφαλαιακής συσσώρευσης και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η κρίση υπερσυσσώρευσης που ξεσπάει (και) στις χώρες αυτές τούτη την περίοδο σημαδεύεται στη συνέχεια από μια φάση επιδείνωσης (διεθνούς ύφεσης) κατά τη χρονική περίοδο 1980-1983.

Ως πρώτο μας βασικό συμπέρασμα μπορούμε, λοιπόν, να διατυπώσουμε τη θέση ότι η διαλεκτική ανάμεσα στη συσσώρευση και τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου έχει ως κυρίαρχη πλευρά της, για όλη την περίοδο που εξετάζουμε, την εσωτερική διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου. Μ' άλλα λόγια, όσο και αν οι εξωτερικές οικονομικές συναλλαγές αναδεικνύονται σε παράγοντα που επηρεάζει σημαντικά την εσωτερική διαδικασία συσσώρευσης, εντούτοις, όπως δείχνει η συγκεκριμένη εμπειρική ανάλυση της κεφαλαιακής συσσώρευσης, δεν είναι οι εξωτερικές συναλλαγές ο παράγοντας που κατά κύριο λόγο καθορίζει τη δυναμική της κεφαλαιακής συσσώρευσης, θα δούμε, αντίθετα, ότι η φάση της συσσώρευσης κεφαλαίου στο εσωτερικό της χώρας αποτελεί τον παράγοντα που κατά κύριο λόγο καθορίζει την εξέλιξη των εξωτερικών της οικονομικών σχέσεων.

2. Τα βασικά χαρακτηριστικά του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις.

2.1. Η μεγέθυνση του εμπορικού ισοζυγίου

Η περίοδος 1960-1979, όπως δείξαμε και στο παρελθόν (Μηλιός - Ιωακείμογλου 1987), παρότι συντίθεται από δύο ιδιαίτερες περιόδους (1960-1973, 1974-1979), από τις οποίες η δεύτερη (1974-1979) αποτελεί την πρώτη φάση της κεφαλαιακής κρίσης υπερσυσσώρευσης, μπορεί εντούτοις να θεωρηθεί - με κριτήρια τους σε διεθνή σύγκριση ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ και της «παραγωγικότητας» του κεφαλαίου - ως η ενιαία ιστορική φάση του μεταπολεμικού αναπτυξιακού άλματος του ελληνικού καπιταλισμού. Η ίδια περίοδος είναι ευδιάκριτη και στην εξέλιξη του εμπορικού ισοζυγίου: μεταξύ 1960 και 1979 το έλλειμμα αυξάνεται εκθετικά. Η σύμπτωση αυτή εξηγείται με βάση τους οικονομικούς νόμους (δηλαδή τις εσωτερικές και αναγκαίες σχέσεις) που συσχετίζουν τη συσσώρευση κεφαλαίου αφενός και το ισοζύγιο αφετέρου, θα περιοριστούμε καταρχήν σε καθαρά περιγραφικές παρατηρήσεις.

Όπως φαίνεται στο διάγραμμα 1, η διεύρυνση του ελλείμματος συνεχίζεται κατά το 1980, αλλά και παραμένει στα ίδια ψηλά επίπεδα κατά το 1981. Αυτό, όμως, οφείλεται αποκλειστικά στην αύξηση της δαπάνης για εισαγωγή αργού πετρελαίου, του οποίου η τιμή αυξάνεται δραστικά κατά το 1979 (δεύτερο πετρελαϊκό σοκ) και παραμένει σε ψηλά επίπεδα μέχρι το 1986 (διάγραμμα 2). Η επίδραση των συνθηκών συσσώρευσης κεφαλαίου αντανακλάται σαφέστερα στο έλλειμμα χωρίς καύσιμα: το έλλειμμα αυτό αρχίζει να μειώνεται ήδη από το 1979, τελευταία χρονιά του «μεγάλου αναπτυξιακού άλματος» του ελληνικού καπιταλισμού.

Η ανοδική πορεία του εμπορικού ελλείμματος διακόπτεται τελικά με την είσοδο του ελληνικού καπιταλισμού στη φάση οξείας κρίσης 1980-1985. Μέχρι και το 1984 το έλλειμμα μειώνεται, και αρχίζει να αυξάνεται ξανά από το 1985, χρονιά αποφασιστικής στροφής στην οικονομική πολιτική και στην αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος της εργασίας. Όπως δείξαμε ήδη στο άρθρο μας που δημοσιεύθηκε στις θέσεις 28, η περίοδος 1986-1988 είναι ενιαία και χαρακτηρίζεται από βελτίωση όλων των δεικτών κεφαλαιακής συσσώρευσης.

Διαπιστώνουμε, λοιπόν, καταρχήν μια συσχέτιση μεταξύ των ιστορικών περιόδων συσσώρευσης κεφαλαίου και εμπορικού ισοζυγίου, αλλά και τη σημαντική επίδραση εξωγενών παραγόντων όπως η τιμή του αργού πετρελαίου. Χαρακτηριστική από την άποψη αυτή είναι και η πρόσκαιρη απότομη αύξηση του ελλείμματος κατά το 1973, χρονιά εξαιρετικά ψηλών τιμών των πρώτων υλών. Όμως η σημασία των εξωγενών παραγόντων είναι ακόμη μεγαλύτερη στην περίπτωση των άδηλων πόρων.



2.2 Η ιδιόμορφη σχέση άδηλων πόρων εμπορικού ελλείμματος

Η ασυνήθιστα - σε διεθνή σύγκριση - μεγάλη συμμετοχή των άδηλων πόρων στη διαμόρφωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας είναι απόρροια του ιδιόμορφου τρόπου ένταξης της στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα κατά τη μεταπολεμική περίοδο: η χώρα διαθέτει αφενός εξαιρετικά μεγάλη εξειδίκευση στη ναυτιλία και τον τουρισμό (που από οικονομική άποψη εντάσσονται στις εξαγωγές εμπορευμάτων και υπηρεσιών, βλ. και Σταμάτης 1989α, 1989β, Μηλιός 1988 σελ. 236-242, 392-393 καθώς και σελ. 410-416)) και αφετέρου μεγάλη εισροή μονομερών μεταβιβάσεων (μεταναστευτικό συνάλλαγμα, και πόροι από την ΕΟΚ μετά το 1981).

Το ύψος των άδηλων πόρων (διάγραμμα 3) αυξάνεται εκθετικά από το 1960 μέχρι το 1981, λόγω διεθνούς συγκυρίας: η αδιάλειπτη διόγκωση του διεθνούς εμπορίου (διάγραμμα 4) αυξάνει τα έσοδα από τη ναυτιλία, ενώ η συνεχιζόμενη οικονομική μεγέθυνση στις χώρες της Δ. Ευρώπης, αλλά και άλλοι παράγοντες, όπως η αύξηση του εισοδηματικού μεριδίου της εργασίας εκεί (βλ. διάγραμμα 5), η αλλαγή στα καταναλωτικά πρότυπα των δυτικοευρωπαίων, η σταδιακή υποτίμηση της δραχμής (σε πραγματικούς όρους), αυξάνουν τα έσοδα από την εξαγωγή τουριστικών υπηρεσιών. Σε ό,τι αφορά τις μονομερείς μεταβιβάσεις, κατά την περίοδο αυτή αποτελούνται ουσιαστικά από το μεταναστευτικό συνάλλαγμα, που αυξάνεται μέχρι την έναρξη της κρίσης (1974-5) και παραμένει στη συνέχεια σταθερό μέχρι το 1981. Η μεταστροφή της οικονομικής συγκυρίας στις αρχές της δεκαετίας του '80 εγκαινιάζει μια περίοδο δυσμενή και για τις τρεις βασικές κατηγορίες άδηλων πόρων που αναφέρθηκαν παραπάνω (στασιμότητα του διεθνούς εμπορίου και ένταση του ανταγωνισμού στη ναυτιλία, λιτότητα και μείωση του μεριδίου της εργασίας στη Δ. Ευρώπη, μείωση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης κ.λπ.). Από το 1980 όμως αυξάνεται μια νέα κατηγορία άδηλων πόρων, που είναι τα έσοδα από την ΕΟΚ.

Τέλος, κατά την περίοδο 1986-1988, η συνέχιση της οικονομικής ανάκαμψης που άρχισε το 1983 στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες και συνεχίστηκε για έξι συνεχή χρόνια, επέδρασε θετικά πάνω στους άδηλους πόρους της Ελλάδας - μέσω των ίδιων μεταβλητών που αναφέρθηκαν παραπάνω - και τους οδήγησε έτσι σε ιστορικά ψηλές τιμές.

Σημειώνουμε λοιπόν καταρχήν: (α) τη στενή εξάρτηση των άδηλων πόρων από τη διεθνή συγκυρία, και (6) το μεγάλο βάρος συμμετοχής τους στη διαμόρφωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Οι άδηλοι πόροι αποτελούν επομένως μια σημαντική άρθρωση και ιδιόμορφη σχέση αλληλεξάρτησης, της ελληνικής οικονομίας και του διεθνούς οικονομικού συστήματος.

Μια ποσοτική έκφραση αυτής της ιδιόμορφης σχέσης αλληλεξάρτησης είναι ο δείκτης

_ισοζύγιο αδήλων

εμπορικό έλλειμμα

Το ποσοστό αυτό (διάγραμμα 6), κατά τα έτη 1964-1984 χαρακτηριζόταν από μία ορισμένη σταθερότητα (κυμαινόταν μεταξύ 60% και 80% με μια μέση τιμή 65%), και αντανακλούσε έτσι την αναλλοίωτη ειδική σχέση ένταξης της ελληνικής οικονομίας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας αυτή την περίοδο: ένα μεγάλο και σχετικά σταθερό ποσοστό των εισαγωγών καλύπτεται από τις εισπράξεις απ' τη ναυτιλία, τον τουρισμό και τις μονομερείς μεταβιβάσεις. Αυτός ο τρόπος ένταξης στο διεθνές οικονομικό σύστημα ήταν έτσι ένα από τα βασικά στηρίγματα της συσσώρευσης κεφαλαίου στη μεταπολεμική Ελλάδα.

Εάν αφαιρέσουμε τις εισπράξεις από την ΕΟΚ που αρχίζουν να ενισχύουν το ισοζύγιο αδήλων ουσιαστικά από το 1982, ο δείκτης (ξ) κατέρχεται το 1985 στο 34% (47% με τους πόρους ΕΟΚ), που αποτελεί το ιστορικά χαμηλότερο επίπεδο. Αυτή η πτώση του ποσοστού κάλυψης του εμπορικού ελλείμματος από άδηλους πόρους αποτελεί και την πρώτη κρίση του παραδοσιακού τρόπου ένταξης της Ελλάδας στο διεθνές οικονομικό σύστημα, πυροδοτεί τη μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής και σηματοδοτεί τις απαρχές μιας καινούργιας περιόδου στην οικονομική ιστορία της Ελλάδας (Ιωακείμογλου και Μηλιός 1986, Ιωακείμογλου 1987, Μηλιός 1988). Όμως η ανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας που άρχισε το 1983, οδήγησε - χάρη στην εξαιρετικά μεγάλη διάρκεια της - σε βελτίωση του δείκτη (ξ) που έφτασε το 1988 στο ιστορικά ψηλότερο επίπεδο (87%).

Με βάση τα προηγούμενα σημειώνουμε, και πάλι ως προκαταρκτική παρατήρηση, ότι η ένταξη της ελληνικής οικονομίας στο διεθνές οικονομικό σύστημα με στήριξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στην ισχυρή ναυτιλία, τον τουρισμό και τις μονομερείς μεταβιβάσεις σε συνάλλαγμα, μέσα σε συνθήκες παρατεινόμενης διεθνούς οικονομικής κρίσης μπορεί να αποβεί προβληματική, εφόσον οι υφέσεις της παγκόσμιας οικονομίας είναι μακροχρόνιες. Για να αποφευχθεί μια ενδεχόμενη οικονομική υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στο διεθνές οικονομικό σύστημα είναι απαραίτητο γι αυτήν σήμερα να μειώσει τη σημασία των άδηλων πόρων με αύξηση των εξαγωγών εμπορευμάτων και υποκατάσταση εισαγωγών: δηλαδή με την αναβάθμιση του παραγωγικού συστήματος.

2.3. 1985-1988: Η αποκλίνουσα πορεία εμπορικού ελλείμματος και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, όπως φαίνεται στο διάγραμμα 6, κατά την περίοδο 1978-1987 μεταβάλλεται παράλληλα με το εμπορικό ισοζύγιο (πράγμα που εκφράζεται και με τη σχετική σταθερότητα του δείκτη (ξ) που παρουσιάσαμε παραπάνω). Αυτό σημαίνει ότι όταν το ένα μέγεθος έχει αυξητική τάση, τότε το ίδιο συμβαίνει και με το άλλο, και αντίστροφα. Από το 1987 όμως, καταργείται αυτή η σχέση αφού η αυξητική τάση του εμπορικού ελλείμματος αντιστοιχεί σε φθίνουσα τάση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών - και αυτό οφείλεται στη διόγκωση των άδηλων πόρων. Στο πλαίσιο αυτής της παραγράφου τίθεται, λοιπόν, απλώς το ερώτημα εάν το φαινόμενο αυτό είναι πρόσκαιρο και παροδικό, ή συνδέεται με μονιμότερες - δηλαδή διαρθρωτικές - αλλαγές της ελληνικής οικονομίας.

Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι η τάση για παράλληλη μεταβολή του



εμπορικού ισοζυγίου και του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών κυριαρχεί γενικά και κατά την προ του 1978 περίοδο (1960-1977), πράγμα που εκφράζεται και με τη σχετική σταθερότητα του δείκτη (ξ), που παρουσιάσαμε παραπάνω. Η τάση αυτή δεν επιβεβαιώνεται εντούτοις για τα έξη: έτη (1961, 1963, 1971, 1974 έως 1976, και 1978).

3. Το άνοιγμα της Ελλάδας στη διεθνή οικονομία

Η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου χαρακτηρίζεται από αλματώδη ανάπτυξη ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '60. Ωστόσο, πρόκειται για μια διαδικασία άνισης ανάπτυξης: κάθε εθνικός καπιταλισμός συμμετέχει στη διαδικασία διεθνοποίησης σε διαφορετικό βαθμό (διάγραμμα 8), που εξαρτάται από το επίπεδο της παραγωγής του και το μέγεθος της εσωτερικής του αγοράς, αλλά και από τους συγκεκριμένους εθνικούς όρους συσσώρευσης και αξιοποίησης του κεφαλαίου σε κάθε χώρα. Οι όροι αυτοί εξηγούν εξάλλου και την ετερόχρονη έναρξη της διαδικασίας ανάπτυξης των εξαγωγών από κάθε ξεχωριστό εθνικό καπιταλισμό: η κρίση κερδοφορίας που αρχίζει να γίνεται αισθητή ήδη μεταξύ 1965 και 1973, εξωθεί τις επιχειρήσεις στην αναζήτηση επιπλέον κερδών, καταρχάς μέσα στο ίδιο το έδαφος της χώρας τους (π.χ. μετατόπιση παραγωγικών δραστηριοτήτων της αμερικανικής βιομηχανίας στις νότιες Πολιτείες και τα σύνορα με το Μεξικό) και στη συνέχεια στην αναζήτηση πρόσθετων κερδών στη διεθνή αγορά. Τα κεφάλαια με παραγωγικότητα της εργασίας - ψηλότερη από τον διεθνή μέσο όρο αποσπούν αρχικά στη διεθνή αγορά μια πρόσθετη υπεραξία (βλ. αναλυτικά Μηλιός 1989), αλλά και τα λιγότερο παραγωγικά κεφάλαια καταφέρνουν μέσα από τους συναλλαγματικούς μηχανισμούς να σταθεροποιήσουν τη θέση τους στη διεθνή αγορά. Έτσι, με την αύξηση των πωλήσεων τους αυξάνουν το βαθμό απασχόλησης του παραγωγικού τους δυναμικού, πετυχαίνουν οικονομίες κλίμακας και βελτιώνουν τους δείκτες κερδοφορίας τους.

Επομένως, στη βάση της ερμηνείας της ανάπτυξης της εξωστρέφειας των βιομηχανικών χωρών της Δύσης βρίσκεται η σύγχρονη κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Η σχέση κρίσης και εξωστρέφειας δεν αποτελεί ωστόσο κάποιο «σιδερένιο οικονομικό νόμο» αφού στη διαδικασία διεθνοποίησης παρεμβαίνουν οι απειράριθμες συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες κάθε κοινωνικού σχηματισμού.

Για την περιγραφή της διαπλοκής της Ελλάδας στην ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου χρησιμοποιούμε καταρχήν τους παρακάτω δείκτες:

* Εξωστρέφεια της οικονομίας (Χ/Υ)

* Λόγος εισαγωγών προϊόντος (Μ/Υ)

* Βαθμός ανοίγματος της οικονομίας {(Χ+Μ) Υ| όπου Χ: εξαγωγές Μ: εισαγωγές Υ: προϊόν

Η εξέλιξη των τριών δεικτών, φαίνεται στο διάγραμμα 9 για το σύνολο εμπορευμάτων και υπηρεσιών και στα διαγράμματα 10 και 11 αποκλειστικά για τα εμπορεύματα. Με βάση τα διαγράμματα 9 και 10 (υπολογισμοί σε τρέχουσες τιμές) διακρίνουμε τις παρακάτω περιόδους:



(α) 1960-1971: Οι εξωτερικές ανταλλαγές αυξάνονται με τον ίδιο περίπου ρυθμό πού αυξάνεται το ΑΕΠ. Ο βαθμός ανοίγματος της ελληνικής οικονομίας σε τρέχουσες τιμές παραμένει πρακτικά στάσιμος.

(6) 1972-1981: Αυξανόμενο άνοιγμα της ελληνικής οικονομίας. (Παρόμοια φαΐ - * νόμενα παρατηρούνται σε όλες τις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες).

(γ) 1981-1985: Σταθεροποιείται το άνοιγμα σε ό,τι αφορά τα εμπορεύματα αποκλειστικά (τόσο από τη μεριά των εισαγωγών όσο και από τη μεριά των εξαγωγών). Όμως εξακολουθεί να αυξάνεται το άνοιγμα των υπηρεσιών (σταθεροποίηση εξωστρέφειας και αύξηση διείσδυσης εισαγωγών).

(δ) 1985-1988: Σταθεροποίηση του ανοίγματος τόσο των εμπορευμάτων όσο και των υπηρεσιών.

Σε συσχέτιση με την ανάλυση της συσσώρευσης (Ιωακείμογλου Μηλιός 1989, Μηλιός 1988, Ιωακείμογλου 1989), παρατηρείται μια σύμπτωση αφενός της χρονικής περιόδου (1970-73) κατά την οποία αρχίζει η πτώση των δεικτών κερδοφορίας της ελληνικής οικονομίας, και αφετέρου της περιόδου εντατικοποίησης του ανοίγματος της Ελλάδας στη διεθνή οικονομία. Η σύμπτωση αυτή υποδηλώνει την αλληλεξάρτηση των δύο διαδικασιών.

Σε ό,τι αφορά τα εμπορεύματα, το παραπέρα άνοιγμα της Ελλάδας στη διεθνή οικονομία, μετά το 1972, οφείλεται αποκλειστικά στην αύξηση της εξωστρέφειας: ο λόγος (Μ/Υ) - αλλά και η διείσδυση των εισαγωγών στην εγχώρια αγορά, όπως θα δούμε στην επόμενη παράγραφο - αντίθετα, παρουσιάζει αυξητική τάση ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '60. Το γεγονός αυτό εμφανίζεται με μεγάλη σαφήνεια όταν οι υπολογισμοί των δεικτών γίνουν σε σταθερές τιμές (διάγραμμα 11), οπότε εξαλείφεται η επίδραση της άνισης αύξησης των τιμών των εισαγωγών και των εξαγωγών αφενός και των εγχωρίων τιμών αφετέρου. Επίσης, μετά την εξάλειψη της επίδρασης των τιμών, η περίοδος 1972-1988, εμφανίζεται ως ενιαία φάση: αυτό σημαίνει ότι τα έτη 1981 και 1985 δεν αποτελούν σημεία τομής παρά μόνο ως προς τις σχετικές τιμές εισαγομένων και εισαγομένων εγχώριου πληθωρισμού - και σε τελευταία ανάλυση ως προς τη συναλλαγματική ισοτιμία.

Ένας άλλος δείκτης που χρησιμοποιείται είναι ο δείκτης διεθνοποίησης:

Στο διάγραμμα 12 φαίνεται η ταχεία διεθνοποίηση της ελληνικής οικονομίας μετά το 1972, καθώς και η μεγαλύτερη σε σχέση με τις υπηρεσίες διεθνοποίηση της υλικής παραγωγής - πράγμα που υποδηλώνει τη μικρότερη έκθεση των υπηρεσιών στο διεθνή ανταγωνισμό, με εξαίρεση φυσικά τη ναυτιλία και τον τουρισμό.

Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου (1973-1985) είναι ένα; - αλλά μόνον ένας παράγοντας αύξησης των παραπάνω δεικτών. Η πορεία των δεικτών που υπολογίστηκαν σε σταθερές τιμές αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι η διαδικασία ανοίγματος της ελληνικής οικονομίας έχει κατά βάση ενδογενή χαρακτήρα. Το 1981. χρονιά ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, επίσης δεν αποτέλεσε σημείο τομής και «εξωτερικό σοκ» στην οικονομία, αφού ο λόγος (Μ/Υ) ακολούθησε την ίδια μακροπρόθεσμη τάση που είχε εγκατασταθεί ήδη από το 1960.

Η ελληνική οικονομία είναι πια μια σημαντικά ανοιχτή οικονομία. Ο ρυθμός

αύξησης του ανοίγματος της είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο των χωρών του παρακάτω πίνακα και παραπλήσιος των ΗΠΑ (που αρχίζουν όμως με πολύ μικρό άνοιγμα το 1960).

Έτσι, σήμερα η Ελλάδα έχει μια οικονομία πιο ανοιχτή από τις περισσότερες βιομηχανικές χώρες, ενώ το 1960 είχε μια από τις πιο κλειστές. Η σχετικά ψηλή εξωστρέφεια της ελληνική οικονομίας συναρτάται με το σχετικά μικρό, σε διεθνή σύγκριση, μέγεθος του πληθυσμού της άρα και της εσωτερικής της αγοράς. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι οι δύο άλλες συγκριτικά μικρές χώρες της ΕΟΚ που παρουσιάζονται στον πίνακα 3 (Βέλγιο και Ολλανδία) κατέχουν κατά τη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου 1960-1987 τους ψηλότερους βαθμούς ανοίγματος της οικονομίας τους στη διεθνή αγορά.

Συχνά χρησιμοποιείται ως δείκτης του ανοίγματος μιας οικονομίας ο λόγος {Χ Υ} όπου ως εξαγωγές λαμβάνονται μόνον οι εξαγωγές εμπορευμάτων. Σε τέτοιου είδους συγκρίσεις η Ελλάδα εμφανίζεται ως αρκετά κλειστή χώρα. Όμως μια τέτοια παράσταση των πραγμάτων αποκρύπτει το γεγονός της μεγάλης εξειδίκευσης της χώρας σε δύο έντονα διεθνοποιημένους κλάδους που η στατιστική κατατάσσει στις υπηρεσίες: τη ναυτιλία και τον τουρισμό. Όπως έχει ήδη δειχτεί αναλυτικά (Σταμάτης 1989α, 19896, Μηλιός 1988 σελ.236 242 και 392 -393), πρόκειται για δύο παραγωγικούς τομείς της εγχώριας καπιταλιστικής παραγωγής δηλαδή του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.

Η χρήση δεικτών υπολογισμένων σε σταθερές τιμές πλεονεκτεί έναντι των αντίστοιχων σε τρέχουσες τιμές, κατά το ότι οι πρώτοι δεν επηρεάζονται άμεσα από τις μεταβολές των σχετικών τιμών εισαγομένων και εξαγομένων ως προς τον εγχώριο πληθωρισμό - και επομένως από τις αλλαγές της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Έτσι, η εξέλιξη του δείκτη διεθνοποίησης, υπολογισμένου σε τρέχουσες τιμές, ενώ κατά τα τελευταία έτη είναι πτωτική λόγω πραγματικής ανατίμησης της δραχμής έναντι του δολαρίου, παραμένει σταθερά ανοδική όταν ο δείκτης υπολογίζεται σε σταθερές τιμές. Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για τους δείκτες (Χ/Υ) και (Μ/Υ) που παρουσιάζουν μείωση κατά τα τελευταία χρόνια ουσιαστικά εξαιτίας αλλαγών στη συναλλαγματική ισοτιμία.

Ωστόσο, με κριτήριο τον ίδιο δείκτη διεθνοποίησης - υπολογισμένο σε σταθερές τιμές - θα ήταν δυνατό να αμφισβητηθεί ένα από τα συμπεράσματα που εκτέθηκαν παραπάνω, δηλαδή το ότι το 1972 αποτελεί σημείο τομής στη διαδικασία ανοίγματος της Ελλάδας στη διεθνή οικονομία, θα μπορούσε δηλαδή να υποστηριχτεί πως η διαδικασία της διεθνοποίησης αναπτύσσεται με σταθερούς ρυθμούς ήδη από το 1960. Όμως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο ευλόγω δείκτης συνθέτει δύο άλλους δείκτες, την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας και τη διείσδυση των εισαγωγών, που μεταβάλλονται ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, και επηρεάζουν ο καθένας ξεχωριστά και με άλλο τρόπο το δείκτη διεθνοποίησης. Αρκεί επομένως να εξεταστεί η συμβολή του κάθε επιμέρους δείκτη στη διαμόρφωση του δείκτη διεθνοποίησης (σε σταθερές τιμές): παρατηρούμε έτσι (διάγραμμα 10) ότι τελικά το 1972 πράγματι αποτελεί σημείο τομής, αλλά μόνον για την εξωστρέφεια η οποία έκτοτε αυξάνεται ταχύτατα, ενώ η εισαγωγική διείσδυση ακολουθεί μια μακροχρόνια αύξουσα τάση ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '60.

4. Η ανισόμετρη μεγέθυνση εξαγωγών και εισαγωγών εμπορευμάτων

Στις αρχές της δεκαετίας του '60, η μεγέθυνση των εξαγωγών της Ελλάδας υστερεί σε σχέση με τις εισαγωγές, που αυξάνονται ταχύτερα. Όμως από το 1965, και για μια δεκαετία, ο όγκος των εξαγωγών και ο όγκος των εισαγωγών εμπορευμάτων (διάγραμμα 13) αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό. Τελικά, από το 1974 παρατηρείται μια ανισόμετρη μεγέθυνση των δύο μεγεθών: ενώ και οι ρυθμοί αύξησης των εξαγωγών και των εισαγωγών επιβραδύνονται, το φαινόμενο είναι πιο έντονο για τις τελευταίες.

Οι διαφορές ανάμεσα στους ρυθμούς αύξησης των όγκων εισαγωγών και εξαγωγών αντανακλώνται στην εξέλιξη του βαθμού κάλυψης των εισαγωγών από εξαγωγές (υπολογισμένου σε όγκο). Έτσι, ο δείκτης αυτός (διάγραμμα 14) μειώνεται μεταξύ 1960 και 1965, σταθεροποιείται μέχρι το 1974 και ακολουθεί στη συνέχεια μια μακροπρόθεσμη αυξητική τάση που αναπτύσσεται κατά μήκος ενός «δαπέδου» (floor). To 1988, είναι ένα σημείο διάρρηξης (breakthrough) της μακροχρόνιας ισορροπίας που εκφράζει η τάση: πρόκειται για φαινόμενο που - όπως θα αναπτύξουμε παρακάτω - συνδέεται με τις μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής, και σε τελευταία ανάλυση με την αποκλίνουσα πορεία εμπορικού ισοζυγίου και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά τα τελευταία έτη.

Ο όγκος των εισαγωγών εμπορευμάτων (διάγραμμα 15) ακολουθεί μια τάση που βρίσκεται μέσα σε έναν «δίαυλο» (trend channel), ο οποίος μπορεί να προσδιοριστεί με μια απλή γραφική μέθοδο. Η ύπαρξη ενός τέτοιου διαύλου υποδεικνύει την ύπαρξη μιας μακροπρόθεσμης τάσης εγκατεστημένης ήδη από το 1974, και η οποία δεν έχει προς το παρόν μεταστραφεί.



5. Ο καθορισμός των σχετικών τιμών εισαγομένων εγχωρίων προϊόντων από την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής.

Για την ανάλυση των σχετικών τιμών εισαγομένων εγχωρίων προϊόντων χρησιμοποιείται ο δείκτης (Pm Pd)

όπου Pm ο δείκτης μέσης αξίας εισαγομένων CIF

Pm ο δείκτης τιμών του ΑΕΠ (μετά από αφαίρεση του κλάδου των υπηρεσιών).

Για τον παραπάνω δείκτη υποθέτουμε καταρχήν ότι συμπυκνώνει:

(α) τις αλλαγές της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής και (6) την πολιτική τιμών των ξένων ανταγωνιστών. Αυτή την υπόθεση, την υποβάλλουμε σε μια πρόχειρη στατιστική επεξεργασία.

Έστω (e) η ονομαστική υποτίμηση της δραχμής,

(pd) η ποσοστιαία αύξηση των εγχώριων τιμών,

και (pm) η ποσοστιαία αύξηση των τιμών στη διεθνή αγορά.

Διακρίνονται δύο οριακές περιπτώσεις:

(i) Οι εισαγωγείς προσαρμόζουν τις τιμές τους στις αντίστοιχες διεθνείς και τότε η αύξηση των τιμών των εισαγομένων είναι pim =pm +e. H μεταβολή της ανταγωνιστικότητας τιμής των εγχώριων προϊόντων είναι εξ ορισμού c=pjm

Pd,

και επομένως c=pm+epd=e(pdpm)=ee

όπου er η ποσοστιαία μεταβολή της πραγματικής ισοτιμίας της δραχμής (real effective exchange rate). Στην περίπτωση αυτή έχουμε αύξηση της ανταγωνιστικότητας των εγχώριων προϊόντων και - θεωρώντας όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς - μείωση του όγκου των εισαγωγών και του μεριδίου των εισαγομένων στην ελληνική αγορά.

(ii) Οι εισαγωγείς προσαρμόζουν τις τιμές τους στις εγχώριες αποδεχόμενοι τη μείωση των περιθωρίων κέρδους τους με αντίτιμο τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων τους και των μεριδίων τους στην ελληνική αγορά. Σ' αυτή την περίπτωση ισχύει c=pimpd=0.

Κατά συνέπεια, η μεταβολή των τιμών των εισαγομένων κυμαίνεται μεταξύ (pm+e) και (pd). Επομένως p,m = X*(pn,+e)+(U)*pd=» PimPd = λρη,+epd) = λ*εΓ όπου 0<λ<1.

Όμως οι ποσοστιαίες μεταβολές του δείκτη (Pjm Pd) είναι με μεγάλη προσέγγιση ίσες προς pimpd άρα και προς λ*εΓ, και εκφράζουν έτσι, αφενός τις αλλαγές στην πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής er και αφετέρου την πολιτική τιμών των ξένων παραγωγών (παράγοντας λ). Μια αύξηση του δείκτη ισοδυναμεί με αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων που και αυτή με τη σειρά της προέρχεται είτε από πραγματική υποτίμηση είτε από αλλαγή πολιτικής τιμών των εισαγωγέων στην κατεύθυνση διατήρησης των περιθωρίων κέρδους των με αντίτιμο τη μείωση του μεριδίου τους στην ελληνική αγορά (αύξηση του παράγοντα λ). Η πολιτική τιμών εξαρτάται προφανώς από τα υπάρχοντα κατά τη στιγμή της υποτίμησης περιθώρια κέρδους: εάν αυτά είναι ψηλά, οι ξένοι παραγωγοί είναι σε θέση να διατηρήσουν τις αυξήσεις των τιμών τους παραπλήσιες με τον

εγχώριο πληθωρισμό. Αντίθετα, μια παρατεταμένη περίοδος υποτίμησης διαβρώνει τα περιθώρια κέρδους των εισαγωγέων και τους αναγκάζει να χάσουν μερίδια αγοράς.

Με βάση τη σχέση

PimPd = λ*(ρη,+ερα) και για λ=1

υπολογίσαμε για την περίοδο 1961-1988, τις μεταβολές του δείκτη Pim Pd. Χρησιμοποιήσαμε για το σκοπό αυτό την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής ως προς το δολάριο, τον παγκόσμιο δείκτη τιμών εξαγωγών υπολογισμένο σε δολάρια, και τον αποπληθωριστή του ελληνικού ΑΕΠ (χωρίς τις υπηρεσίες). Η χρήση του δείκτη τιμών των παγκόσμιων εξαγωγών επιτρέπει μια πολύ γρήγορη πλην όμως πρόχειρη εκτίμηση της πραγματικής ισοτιμίας της δραχμής. Ο ακριβής υπολογισμός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στα πλαίσια μιας μελέτης χαμηλού κόστους. Σε ό,τι αφορά την πραγματική ισοτιμία που δημοσιεύει ο ΟΟΣΑ, αυτή έχει υπολογιστεί με βάση τα μοναδιαία κόστη εργασίας και είναι κατά συνέπεια ακατάλληλη για την εκτίμηση των σχετικών τιμών εισαγομένων εγχώριων προϊόντων. Στο διάγραμμα 16 φαίνονται οι εκτιμήσεις μας, καθώς και οι πραγματικές τιμές του δείκτη. Διαπιστώσαμε ότι οι παρατηρούμενες αποκλίσεις οφείλονται σχεδόν αποκλειστικά στα έτη 1974,1983,1985,1986. Εάν αφαιρέσουμε την επίδραση των ετών αυτών - όπως φαίνεται στο διάγραμμα 16 - η καμπύλη των εκτιμήσεων πλησιάζει σημαντικά την καμπύλη των πραγματικών τιμών. Η πολύ ικανοποιητική προσέγγιση των πραγματικών τιμών από τις εκτιμήσεις αυτές για την περίοδο 19611988, δεδομένου του πρόχειρου χαρακτήρα της, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εξέλιξη των τιμών εξαγωγών των ανταγωνιστριών χωρών αφενός, και της συναλλαγματικής ισοτιμίας αφετέρου αποτελούν δύο παράγοντες που εξηγούν ικανοποιητικά την εξέλιξη των τιμών των εισαγομένων προϊόντων. Σε ό,τι αφορά τον συντελεστή (λ) αυτός προφανώς ισούται - ή έστω προσεγγίζει - προς τη μονάδα (λ=1, πράγμα που σημαίνει ότι οι ξένοι παραγωγοί δεν ακολουθούν μια πολιτική μείωσης των περιθωρίων κέρδους αλλά ακολουθούν τις διεθνείς τιμές και την υποτίμηση της δραχμής). Παραμένει ωστόσο να εξηγηθούν οι αποκλίσεις των ετών 1974, 1983, 1985, 1986. Σε ό,τι αφορά τα έτη 1974 και 1986, οι τιμές των εισαγομένων έχουν επηρεαστεί σημαντικά από την τιμή του αργού πετρελαίου: το 1974 με το πρώτο πετρελαϊκό «σοκ», και το 1986 με την κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου. Αυτό συμβαίνει επειδή οι τιμές των ελληνικών εισαγωγών επηρεάζονται από την τιμή του πετρελαίου περισσότερο από ό,τι οι τιμές των παγκόσμιων εξαγωγών, αφού το 1 3 περίπου των πρώτων αποτελείται από την κατηγορία «καύσιμα» ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις δεύτερες είναι πολύ μικρότερο. Έτσι, ο δείκτης τιμών παγκόσμιων εξαγωγών που χρησιμοποιήσαμε εκφράζει ατελώς - δηλ. υποτιμάει ή υπερτιμάει - τις μεταβολές των τιμών των εξαγωγών που κατευθύνονται στην Ελλάδα, κάθε φορά που μεταβάλλεται δραστικά η τιμή του αργού πετρελαίου. Απομένει έτσι προς εξήγηση η ιδιόμορφη συμπεριφορά των τιμών των εισαγομένων κατά τα έτη 1983 και 1985: ενώ η υποτίμηση της δραχμής είναι 30% κατά το 1983 και - 25% κατά το 1985, οι αντίστοιχες μεταβολές του δείκτη μέσης αξίας εισαγωγών είναι μόνο 15% και 17%. Καταρχήν, κατά το 1983 έχουμε μια μείωση της τιμής του πετρελαίου που επιδρά πάνω στις τιμές εισαγωγών με τον τρόπο που περιγράψαμε παραπάνω. Αλλά το πιο σημαντικό στοιχείο είναι οι διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής: στις αρχές Ιανουαρίου του 1983 πραγματοποιείται εφάπαξ υποτίμηση της δραχμής κατά 15% ενώ στη συνέχεια το ελληνικό νόμισμα σταθεροποιείται έναντι του δολαρίου μέχρι τον Αύγουστο, πράγμα που μεταφράζεται σε ανατίμηση περίπου 5% έναντι του ECU (OECD 1983). Οι εισαγωγές του επταμήνου πραγματοποιούνται έτσι στη σταθερή ισοτιμία των 84 δρχ $. Επιπλέον η διολίσθηση της δραχμής αρχίζει τον Αύγουστο του 1983: οι τιμές των εισαγωγών για ένα χρονικό διάστημα μετά το μήνα αυτό εξακολουθούν λοιπόν να πραγματοποιούνται σε σταθερή ισοτιμία, αφού αποτελούν πραγματοποίηση παλαιοτέρων παραγγελιών. Ένα μεγάλο ποσοστό των ετήσιων εισαγωγών πραγματοποιείται επομένως σε τιμές που ενσωματώνουν απλώς την αρχική υποτίμηση της δραχμής κατά 15%. Ομοίως για το 1985, η εφάπαξ υποτίμηση (15%) αναγγέλεται τον Οκτώβριο, όταν δηλαδή ο μεγάλος όγκος των ετήσιων εισαγωγών έχει ήδη πραγματοποιηθεί με την προηγούμενη, χαμηλότερη, συναλλαγματική ισοτιμία.

Συμπερασματικά:

(i) η εξέλιξη των τιμών εξαγωγών των ανταγωνιστριών χωρών αφενός, και της συναλλαγματικής ισοτιμίας αφετέρου αποτελούν δύο παράγοντες που εξηγούν ικανοποιητικά την εξέλιξη των τιμών των εισαγομένων προϊόντων,

(π) οι ξένοι παραγωγοί δεν ακολουθούν μια πολιτική μείωσης των περιθωρίων κέρδους αλλά ακολουθούν τις διεθνείς τιμές και την υποτίμηση της δραχμής.

Μια λεπτομερέστερη ανάλυση των σχετικών τιμών εισαγομένων εγχωρίων προϊόντων, που θα είχε σα στόχο την πληρέστερη περιγραφή του φαινομένου, θα στηριζόταν σε τριμηνιαία στοιχεία, σε αναλυτικό υπολογισμό του δείκτη διεθνών τιμών (με βάση τη διάρθρωση των ελληνικών εισαγωγών), και θα αποτελούσε μια ισχυρότερη απόδειξη των παραπάνω δύο συμπερασμάτων.

6. Συμπεράσματα

6.1. Η εξέλιξη των εξωτερικών οικονομικών συναλλαγών της Ελλάδας κατά την περίοδο που εξετάζουμε (1960-1988) καθορίζεται πρωτευόντως από τη δυναμική της κεφαλαιακής συσσώρευσης στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και δευτερευόντως από τη διεθνή οικονομική συγκυρία. Αποδεικνύεται εξάλλου αδόκιμη η υπόθεση ότι οι διεθνείς συναλλαγές της χώρας, ή πολύ περισσότερο η ένταξη στην ΕΟΚ, καθόρισαν την εξέλιξη της εσωτερικής οικονομικής συγκυρίας ή τη δυναμική της κεφαλαιακής συσσώρευσης στη χώρα.

6.2. Η φάση των σε διεθνή σύγκριση ψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας (1961-1979) συμπίπτει με τη φάση διεύρυνσης του εμπορικού ελλείμματος της χώρας. Η σύμπτωση αυτή θα διερευνηθεί σε προσεχές άρθρο μας.

6.3. Η ένταξη της Ελλάδας στο διεθνές οικονομικό σύστημα χαρακτηρίζεται καθόλη τη μεταπολεμική περίοδο από το μεγάλο βάρος συμμετοχής στο ισοζύγιο πληρωμών των εξαγωγών υπηρεσιών και των μονομερών μεταβιβάσεων (που οι στατιστικές κατατάσσουν στους άδηλους πόρους).

6.4. Οι άδηλοι πόροι παρουσιάζουν αφενός μεγάλη ευαισθησία στις αλλαγές της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας και αφετέρου έχουν μεγάλο βάρος στη διαμόρφωση του ισοζυγίου πληρωμών. Έτσι, οι διεθνείς οικονομικές υφέσεις απετέλεσαν πάντοτε φάσεις κρίσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας, λόγω των μεγάλων μειώσεων, κατά τις περιόδους αυτές, των ελληνικών εξαγωγών υπηρεσιών (αλλά και ορισμένων κατηγοριών μονομερών μεταβιβάσεων όπως το μεταναστευτικό συνάλλαγμα).

6.5. Από το 1972 και μετά παρατηρείται ένα σημαντικό εξαγωγικό άνοιγμα και διεθνοποίηση της ελληνικής βιομηχανίας. Η περίοδος αυτή συμπίπτει με την περίοδο επιδείνωσης των δεικτών κερδοφορίας τόσο της ελληνικής οικονομίας, όσο και των οικονομιών των άλλων βιομηχανικών χωρών. Όταν λοιπόν γίνονται αισθητά τα σημάδια της διεθνούς οικονομικής κρίσης υπερσυσσώρευσης, η ελληνική οικονομία (όπως και οι άλλες δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες) στρέφεται με εντονότερο τρόπο προς τη διεθνή αγορά. Μια ανάλογη τομή δεν παρατηρείται όμως στην εισαγωγική διείσδυση βιομηχανικών προϊόντων στην Ελλάδα. Η διείσδυση αυτή παρουσιάζει, αντίθετα, μια σταθερή τάση μεγέθυνσης καθόλη την περίοδο που εξετάσαμε. Τα συμπεράσματα αυτά κάνουν πάλι προφανές ότι το 1981, έτος ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, δεν συνιστά τομή στις εξωτερικές οικονομικές συναλλαγές της χώρας.

6.6. Μετά το 1984, οι ελληνικές εξαγωγές μεγεθύνονται με ψηλότερους ρυθμούς από ό,τι οι εισαγωγές. Η τάση αυτή ανακόπτεται το 1988 λόγω της σε πραγματικούς όρους ανατίμησης της δραχμής ως προς τα κυριότερα ευρωπαϊκά νομίσματα από το 1986 και μετά.

6.7. Στις περιπτώσεις μείωσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής, οι εισαγωγείς στην Ελλάδα δεν προσανατολίζονται προς μια πολιτική μείωσης των περιθωρίων κέρδους τους, αλλά ακολουθούν τις διεθνείς τιμές. Η εξέλιξη των τιμών εξαγωγών των ανταγωνιστριών χωρών αφενός, και της συναλλαγματικής ισοτιμίας αφετέρου αποτελούν δύο παράγοντες που εξηγούν ικανοποιητικά την εξέλιξη των τιμών των εισαγομένων προϊόντων.

6.8. Όπως έχουμε δείξει στο παρελθόν, η ίδια η θέση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, η εξέλιξη της κεφαλαιοκρατικής κρίσης και η έκβαση των ταξικών αγώνων τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο, ωθούν τον ελληνικό καπιταλισμό στην "επιλογή" μιας συγκεκριμένης στρατηγικής: της στρατηγικής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης της παραγωγής και των υπηρεσιών. Ένα από τα βασικά της στοιχεία (της αναδιάρθρωσης) είναι η έκθεση των εγχώριων βιομηχανιών στο διεθνή ανταγωνισμό. Αυτό, όμως, επιτυγχάνεται βασικά με την - σε πραγματικούς όρους - ανατίμηση της δραχμής. Αλλά αυτή η τελευταία, όπως είδαμε, εξαρτάται έντονα από την εξέλιξη των άδηλων πόρων, άρα και από τη διεθνή οικονομική συγκυρία: η ανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας αποτελεί, έτσι, μια ευνοϊκή συνθήκη για την αναδιάρθρωση της παραγωγής στην Ελλάδα, ενώ η διεθνής ύφεση, αντίθετα, αυξάνει τις πιέσεις για υποτίμηση η οποία λειτουργεί προστατευτικά για το ελληνικό βιομηχανικό κεφάλαιο. Σε μια τέτοια περίπτωση (διεθνούς ύφεσης ή έστω επιβράδυνσης της παραγωγής), η τάση για υποτίμηση της δραχμής μπορεί να αντισταθμιστεί μόνο με αύξηση των πραγματικών επιτοκίων που αυξάνει την καθαρή εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό και βελτιώνει έτσι το ισοζύγιο πληρωμών. Τα επιτόκια εξαρτώνται από το ύψος των δημόσιων ελλειμμάτων (που είναι τώρα διογκωμένα), από τις ανάγκες χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα (που αυξάνονται σε περιόδους μείωσης της παραγωγής και οξυμένου ανταγωνισμού από τα ξένα προϊόντα), και από την περιοριστική πολιτική πιστώσεων και τη μείωση προσφοράς χρήματος. (Αξίζει να σημειώσουμε εδώ, μαζί με τον Kaldor, ότι η προσφορά χρήματος δεν είναι μια ανεξάρτητη μεταβλητή χειρισμού της οικονομίας). Το αποτέλεσμα της ανόδου των επιτοκίων, είναι η ένταση των εκκαθαριστικών λειτουργιών της κρίσης, αφενός μέσω της διάρρηξης της αλυσίδας των πληρωμών που προκαλείται από τον πιστωτικό περιορισμό, και αφετέρου μέσω της μείωσης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων.

Το φαινόμενο της έκθεσης των εγχώριων παραγωγών στο διεθνή ανταγωνισμό παρουσιάζεται ήδη έντονα από το 1986 μέσα σε συνθήκες διεθνούς ανάκαμψης. Είχαμε έτσι, κατά τη διετία '86-87, μέσω της εντυπωσιακής αύξησης των άδηλων πόρων, πραγματική ανατίμηση της δραχμής, αλματώδη αύξηση των εισαγωγών και επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου, αλλά και βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αφού η βελτίωση των άδηλων πόρων ήταν τελικά σημαντικότερη από την επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου. Παρατηρείται λοιπόν τότε το φαινόμενο που περιγράψαμε παραπάνω σαν «αποκλίνουσα πορεία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και εμπορικού ισοζυγίου». Αλλά από τις αρχές του 1989, η διεθνής οικονομία επιβραδύνεται και οι άδηλοι πόροι της Ελλάδας μειώνονται. Σε αυτή την επιδείνωση επιπροστίθενται οι επιπτώσεις από τις φημολογίες για υποτίμηση της δραχμής που συνόδευαν τις εκτιμήσεις για σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης της ΝΔ αμέσως μετά τις εκλογές του Ιουνίου. Δημιουργείται έτσι, συνολικά, μια ισχυρότατη τάση για υποτίμηση της δραχμής, η οποία πλέον τείνει να αντισταθμιστεί - στα πλαίσια της δεδομένης εσωτερικής συγκυρίας και της δεδομένης στρατηγικής του αστισμού - με δραστική αύξηση των πραγματικών επιτοκίων. Αύξηση που θα εντείνει τις εκκαθαριστικές λειτουργίες της κεφαλαιοκρατικής κρίσης. θα πρέπει έτσι να θεωρήσουμε τα «μέτρα Χαλίκια» για περιορισμό των πιστώσεων και δραστική άνοδο των επιτοκίων σαν μια στρατηγικής σημασίας κίνηση του κεφαλαίου, μπροστά στην οποία τα μέτρα της κυβέρνησης Ζολώτα για μείωση των δημόσιων ελλειμμάτων φαίνονται μικρότερης σημασίας, αφού τα πρώτα είναι πολύ πιο σημαντικά για την έκβαση της κεφαλαιοκρατικής κρίσης, ενώ τα δεύτερα αφορούν μόνο την αναδιανομή του εισοδήματος (και γι' αυτό το λόγο καταλαμβάνουν και τα πρωτεία στη δημοσιογραφική επικαιρότητα).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γιαννίτσης Τ. (1988), Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και επιπτώσεις στη βιομηχανία και το εξωτερικό εμπόριο, Ιδρυμα Μεσογειακών Μελετών

Ιωακείμογλου Η. (1987), Η αυθόρμητη κατεύθυνση των φαινομένων. Για την αντικαπιτα ιστική έξοδο από την κρίση, Αξιός

Ιωακείμογλου Η. (1989), Δείχτες συσσώρευσης κεφαλαίου και κρίση κερδοφορίας στην ελληνική μεταποίηση 19601988, Πρακτικά Β' Συνεδρίου για τη βιομηχανία. Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας

Ιωακείμογλου Η. & Μηλιός Γ. (1986), Κρίση και λιτότητα. Η ανάκληση του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου, θέσεις 14

Ιωακείμογλου Η. & Μηλιός Γ. (1989), Ο ελληνικός καπιταλισμός στα τέλη της δεκαετίας του '80, θέσεις 27

Ιωακείμογλου Η. & Παντελιάς Σ. (1989), Κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες και ανταγωνιστικότητα του ελληνικού Νικελίου, ΙΓΜΕ

Μηλιός Γ. (1989) Κλασικές και νεότερες προσεγγίσεις στο διεθνές εμπόριο Διαβάζω τ.222, 20.9.1989

Μηλιός Γ. (1988) Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, Εξάντας

Μηλιός Γ. & Ιωακείμογλου Η. (1987), Δείκτες της κεφαλαιακής συσσώρευσης στην Ελλάδα (19581985), θέσεις 19

Milewsky F. (1989), Le Commerce exterieur de la France, La Decouverte.

OECD (1983,1986,1987), Grece.Etudes Economiques

Σταμάτης Γ. (1989α), Αγροτικό πλεόνασμα, παραγωγική και μη παραγωγική εργασία, άνιση ανταλλαγή και παραοικονομία: η θαυμαστή καριέρα ορισμένων εννοιών της μαρξικής πολιτικής οικονομίας, θέσεις 27

Σταμάτης Γ. (1989β), Η θέση της «κυκλοφορίας» στην αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος και στην παραγωγή υπεραξίας και κέρδους, θέσεις 29

1. Για τη σχέση εξωτερικού εμπορίου και συναλλαγματικών ισοτιμιών βλέπε Γ.Μηλιός «Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός» εκδόσεις Εξάντας 1988, σελ. 121-129 και 402-408, Η. Ιωακείμογλου & Σ.Παντελιάς «Κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες και ανταγωνιστικότητα του ελληνικού Νικελίου» ΙΓΜΕ 1989, Γ.Μηλιός «Κλασικές και νεότερες προσεγγίσεις στο διεθνές εμπόριο» Διαβάζω τ.222, 20.9.1989, σελ.27-53.

2. Γράφει χαρακτηριστικά ο Γιαννίτσης (1988, σελ.383): «Η ένταξη επηρέασε με τρόπο πολύ διαφορετικό την εισαγωγική διείσδυση, απ' ότι θα είχε γίνει κάτω από το καθεστώς της σύνδεσης με την ΕΟΚ του 1961 (...) κάνοντας έτσι ελάχιστα πειστική την υπόθεση, ότι Ένταξη και Σύνδεση, τελικά, θα ασκούσαν τις ίδιες επιδράσεις στις εισαγωγικές σχέσεις της βιομηχανίας και στη θέση των κλάδων της στο παραγωγικό σύστημα της χώρας και στο διεθνή καταμερισμό εργασίας».

3. Εξάλλου, όπως θα δούμε στις παραγράφους που ακολουθούν, το έτος 1981 δεν εμφανίζεται, ως σημείο τομής ούτε στην εξέλιξη των δεικτών του εξωτερικού εμπορίου.