Το Κυπριακό μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο Η ελληνική και η ελληνοκυπριακή στρατηγική. Μέρος Δ' (1974 - 1977)
των Γιάννη Μηλιού και Τάσου Κυπριανίδη

6. Φάση πέμπτης Η τουρκική εισβολή και η διαμόρφωση των νέων συσχετισμών δύναμης (Ιούλιος 1974 - Μάρτιος 1977)

6.1 Η περίοδος της τουρκικής εισβολής (20 Ιουλίου · 17 Αυγούστου 1974)

Η τουρκική απόβαση στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974 έλαβε χώρα πέντε μέρες μετά την ένοπλη επέμβαση της ελεγχόμενης από την Αθήνα και διοικούμενης από Έλληνες αξιωματικούς Εθνοφρουράς, επέμβαση που ανέτρεψε την κυπριακή κυβέρνηση και πέτυχε τελικά να ελέγξει στρατιωτικά και πολιτικά το Νησί. Όμως, επειδή η κυριαρχία της Εθνοφρουράς και της «κυβέρνησης» που αυτή διόρισε έγινε δυνατή μόνο μετά από ένοπλες συγκρούσεις με πιστές στον Μακάριο αστυνομικές μονάδες και ένοπλες ομάδες, ενώ παράλληλα ο ίδιος ο Μακάριος κατάφερε να διαφύγει στο εξωτερικό, η όλη επιχείρηση της Εθνοφρουράς προσέλαβε τη χροιά μιας ξένης1 επέμβασης.

Η τουρκική απόβαση συμπίπτει, λοιπόν, με τη στιγμή της επίσημης κήρυξης του «πολέμου Αθηνών - Λευκωσίας», πολέμου ο οποίος διεξήγετο «με διαφορετικά μέσα» τουλάχιστον από το καλοκαίρι του 1964 και μετά, και με το ίδιο πάντα επίδικο αντικείμενος την ύπαρξη της Κύπρου ως ιδιαίτερου κράτους.

Η αντίφαση ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή στρατηγική της ανεξαρτησίας και στην ελληνική στρατηγική της προσάρτησης της Κύπρου στην Ελλάδα (με παραχώρηση κάποιων δευτερευόντων ανταλλαγμάτων στην Τουρκία) αποτελεί, δηλαδή, καθόλη την περίοδο που αναφέραμε, την κυρίαρχη διεθνοπολιτική αντίφαση του Κυπριακού. Παράλληλα, η αντίφαση ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή (ε κ) και την τουρκοκυπριακή (τ κ) κοινότητα του Νησιού αποτελεί την κυρίαρχη εσωτερική αντίφαση του κυπριακού σχηματισμού.2 Η αντίφαση αυτή οξύνεται ιδιαίτερα μετά το Δεκέμβριο του 1963, οπότε η ε κ πολιτική ηγεσία, ανατρέποντας τη συνταγματική τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας που απέρρεε από τις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου, επιβάλλει στην τ κ κοινότητα (με διοικητικές αποφάσεις και μέτρα, αλλά και με τη χρήση ένοπλης βίας) ένα πολιτικό, διοικητικό και οικονομικό απαρτχάιντ, οι εδαφικές συνέπειες του οποίου ήταν ο αποκλεισμός του τ κ πληθυσμού (18% του κυπριακού πληθυσμού) σε θύλακες με συνολική έκταση όχι μεγαλύτερη από το 5% του εδάφους του νησιού.

Η όξυνση των διεθνοπολιτικών αντιφάσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, ή, κατ' αναλογία, ανάμεσα στην Κύπρο και την Τουρκία, που τροφοδοτείται από την επιδείνωση των διακοινοτικών σχέσεων, δεν αναιρεί το γεγονός ότι μέχρι τον Ιούλιο του 1974 η σύγκρουση Ελλάδας - Κύπρου αποτελεί την κυρίαρχη διεθνοπολιτική αντίφαση του Κυπριακού. Αυτό ισχύει παρά το ότι η όξυνση της σύγκρουσης Αθηνών - Λευκωσίας μεταβάλλει τους διεθνοπολιτικούς συσχετισμούς δύναμης υπέρ της Τουρκίας, ιδίως μετά το Δεκέμβριο του 1967. οπότε η Ελλάδα υποχρεώνεται να αποσύρει τη μεραρχία που (παρά τις διεθνείς Συνθήκες) διατηρούσε στην Κύπρο, ενώ παράλληλα η Τουρκία (έχοντας πλέον αντιληφθεί τη σύγκρουση Αθηνών - Λευκωσίας) παύει εφεξής να διαπραγματεύεται με την Ελλάδα στη βάση της «Ένωσης με ανταλλάγματα».

Εντούτοις, η όξυνση των διεθνοπολιτικών αντιφάσεων λειτουργεί, όπως είδαμε, μακροπρόθεσμα αποσταθεροποιητικά για τη μακαριακή στρατηγική (παρά την απόλυτη ηγεμονία του Μακαρίου στην ε κ πολιτική σκηνή), ακριβώς γιατί η στρατηγική αυτή βρίσκεται διαρκώς εκτεθειμένη σε δυο αλληλοτροφοδοτούμενα μέτωπα:

α) Ένα μέτωπο με την Ελλάδα (αλλά και τη στρατηγική νατοποίησης της Κύπρου), καθώς, ως στρατηγική ανεξαρτησίας, ακυρώνει διαρκώς τη στρατηγική της Ένωσης (ιδίως κατά την περίοδο 196467, οπότε η Ένωση με ανταλλάγματα ήταν απολύτως εφικτή, παρά τις αντιρρήσεις της τ κ κοινότητας της Κύπρου).

β) Ένα μέτωπο με την Τουρκία, καθώς παράλληλα, ως στρατηγική ελληνοποίησης του κυπριακού κράτους, παραβιάζει απροκάλυπτα τις διεθνείς συνθήκες σύστασης του κυπριακού κράτους και βιάζει τον τ κ πληθυσμό, ο οποίος (τόσο για λόγους εθνικούς - ιδεολογικούς και ιστορικούς, όσο και στη βάση των ενδοκυπριακών και διεθνοπολιτικών συσχετισμών δύναμης) «εγκαλεί» την Τουρκία να παρέμβει για την προστασία του. Μάλιστα, ενώ αρχικά η όξυνση της ενδοκοινοτικής έντασης χρησιμοποιήθηκε από τον Μακάριο με επιτυχία, για να αποτραπεί η ελληνοτουρκική προσέγγιση, στη φάση, αντίθετα, που προηγήθηκε της εισβολής, η ε κ ηγεσία μοιάζει να μην αντιλαμβάνεται τους μεταβαλλόμενους συσχετισμούς: καθώς κλιμακώνεται η εναντίον της ελληνική επίθεση, δεν εξομαλύνει ούτε στο ελάχιστο (αν και είχε τη δυνατότητα) τις σχέσεις της με τους τ κ, αρνούμενη να κάνει τις οποιεσδήποτε υποχωρήσεις από το διαχωριστικό καθεστώς που είχε εγκαθιδρύσει. (Βλ. αναλυτικά Κυπριανίδης - Μηλιός, θέσεις τ. 26 και τ. 28).

Η τουρκική απόβαση μεταβάλλει ριζικά όλες τις παραπάνω αντιφάσεις και συσχετισμούς δύναμης του Κυπριακού, καθώς:

α) Ακυρώνει τελεσίδικα την ελληνική στρατηγική προσάρτησης της Κύπρου (ή του μεγαλύτερου μέρους της). Η αντίφαση Τουρκίας - Κύπρου και κατ' επέκταση Τουρκίας - Ελλάδας αναδεικνύεται πλέον σε κυρίαρχη διεθνοπολιτική αντίφαση του Κυπριακού.

β) Τροποποιεί ριζικά τους συσχετισμούς δύναμης στην Κύπρο και καθιστά έτσι ανέφικτη την ε κ στρατηγική ελληνοποίησης του κυπριακού κράτους, νοούμενου ως της συνολικής κυπριακής επικράτειας.

Βέβαια, οι μετασχηματισμοί αυτοί δεν παγιώθηκαν αυτόματα αμέσως μετά την τουρκική εισβολή, ούτε, πολύ περισσότερο, έγιναν αμέσως αντιληπτοί από τους δρώντες φορείς του κυπριακού προβλήματος. Χρειάζεται, λοιπόν, να αναφερθούμε περισσότερο αναλυτικά στις εξελίξεις που ακολούθησαν την τουρκική απόβαση στην Κερύνεια.

Όπως ήδη αναφέραμε, τα τουρκικά στρατεύματα κατέλαβαν μέχρι τις 22. 7. 74 την Κερύνεια και μια στενή λωρίδα εδάφους που συνδέει την πόλη αυτή με τον τ κ τομέα της Λευκωσίας. Την ίδια μέρα αποφασίσθηκε η κατάπαυση του πυρός (σύμφωνα και με τη σχετική απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας της 20. 7. 74) και η σύγκληση στις 25.7. τριμερούς διάσκεψης, της Ελλάδας, Τουρκίας και Μ. Βρετανίας, στη Γενεύη για το Κυπριακό. Στις 23. 7., ημέρα που κατέρρευσε και η ελληνική χούντα, παραιτήθηκε ο Σαμψών και Πρόεδρος ανέλαβε ο Γλ. Κληρίδης, ο οποίος διατήρησε όμως το υπουργικό συμβούλιο των πραξικοπηματιών (του Σαμψών). Στις 24. 7. ο Κληρίδης συναντάται με τον Ντενκτάς και του προτείνει επιστροφή στο συνταγματικό καθεστώς των Συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου. Την ίδια ώρα στη Ν. Υόρκη, ο Μακάριος διατυπώνει την ίδια ακριβώς πρόταση στον αμερικανό υπουργό εξωτερικών Χ. Κίσινγκερ.

Στη Διάσκεψη της Γενεύης που αρχίζει τις εργασίες της στις 25. 7. η νέα ελληνική κυβέρνηση, δια του υπουργού εξωτερικών Γ. Μαύρου, διατυπώνει την άποψη ότι αντικείμενο της Διάσκεψης δεν μπορεί να είναι παρά η αποκατάσταση της τάξης στην Κύπρο, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Σ. Α. του ΟΗΕ, σε καμιά περίπτωση η επίλυση του Κυπριακού (Ν. Κρανιδιώτης 1985, Β', σελ. 433). Αντίθετα, ο Μακάριος προσπάθησε να πείσει την ελληνική κυβέρνηση ότι «στη Γενεύη πρέπει να λυθεί το Κυπριακό» (Ν. Κρανιδιώτης 1985, Β', σελ. 434440). Η επισήμανση της διαφωνίας αυτής έχει σημασία γιατί δείχνει ότι, αντίθετα με την ελληνική κυβέρνηση, ο Μακάριος εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει τους μετασχηματισμούς στους ενδοκυπριακούς και διεθνείς συσχετισμούς δύναμης που δημιουργούσε η τουρκική επέμβαση, υποθέτοντας έτσι ότι ήταν δυνατή η επιστροφή, έστω με κάποιες τροποποιήσεις, στο καθεστώς που ο ίδιος, στις 20. 2. 1959 είχε ονομάσει «μια μικρά Ελλάς (...) της Ανατολικής Μεσογείου» (βλ. Μηλιός - Κυπριανίδης, θέσεις 25, σελ. 63). Τελικά, στη Γενεύη, μετά από άκαρπες συζητήσεις, αποφασίζεται απλώς να επαναληφθεί η Διάσκεψη στις 30. 7. 1974.

Στο διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τις 30. 7. η Τουρκία συνεχίζει να αποβιβάζει στρατό στην Κύπρο και διευρύνει την εδαφική ζώνη μεταξύ Κερύνειας και Λευκωσίας που κατέχει, με κριτήριο την αποτελεσματικότητα δράσης των στρατευμάτων της προς την υπόλοιπη Κύπρο. Παράλληλα, οι δυνάμεις της Εθνοφρουράς και των ε κ ένοπλων ομάδων καταλαμβάνουν τους τ κ θύλακες καθώς και τα τ κ τμήματα των μικτών χωριών. Ένας σημαντικός αριθμός τ κ καταφέρνει, όμως, να βρει καταφύγιο στο έδαφος των βρετανικών βάσεων.

Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να επισημάνουμε, γιατί είναι ενδεικτικό της αναδιάταξης των μετώπων και των αντιφάσεων με την τουρκική επέμβαση, είναι η κατάρρευση τον ελληνικού στρατού στην Κύπρο (της Εθνοφρουράς), κατά το δεκαήμερο 20 - 30. 7. 1974. Ο ελληνικός στρατός στην κυριολεξία «αιφνιδιάστηκε» από την τουρκική επέμβαση, παρότι τόσο η επέμβαση αυτή καθαυτή, όσο ακόμα και το σημείο της απόβασης ήταν γνωστά στο Γενικό Επιτελείο της Εθνοφρουράς από τις 19. 7. 74 («Πόρισμα. ..» σελ. 90). Ο «αιφνιδιασμός» του ελληνικού στρατού δεν οφείλεται δηλαδή στην έλλειψη πληροφοριών, αλλά στο γεγονός ότι τη στιγμή της τουρκικής επέμβασης ο στρατός αυτός ήταν στραμμένος ενάντια σ' έναν άλλο εχθρό, την κυπριακή αντίσταση. Έτσι η κατάρρευση του ελληνικού στρατού είναι ολοκληρωτική, αφορά τόσο την ηγεσία του, όσο και τις μάχιμες μονάδες. Αξίζει στο σημείο αυτό να παραθέσουμε ορισμένα από τα στοιχεία που περιέχονται σχετικά με το ζήτημα αυτό στο Πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής για το «Φάκελο της Κύπρου»ς

«Σε καμμία κατάθεση δεν αναφέρεται ότι το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ) διέταξε πυρ κατά των εισβολέων. Αντίθετα από πολλές καταθέσεις προκύπτει ότι το ΓΕΕΦ συνιστούσε αυτοσυγκράτηση σύμφωνα με τις τηλεφωνικές οδηγίες που έπαιρνε από το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων (ΑΕΔ) μέχρι τις 8:40 της 20.7.74 (η τουρκική απόβαση άρχισε στις 4:30, Γ.Μ. - Τ.Κ.), οπότε λήφθηκε τηλεφωνική διαταγή από το ΑΕΔ για την εφαρμογή των σχεδίων.» («Πόρισμα. ..», σελ. 95). «Ουσιαστικά υπήρξε πλήρης απουσία της ανώτατης διοίκησης με αποτέλεσμα οι Δυνάμεις της Εθνοφρουράς να μη λάβουν μέρος σε καμμία ουσιαστική σύγκρουση με τον εχθρό.» («Πόρισμα ...», σελ. 97).

«Το ΓΕΕΦ την 28 7 ανέφερε εις ΑΕΔ (...) Πεζικόν: Ηθικόν καταπεπτωκός και μαχητική αξία μηδαμινή (...) Άμεσος ανάγκη καταπαύσεως του πυρός, προς αποφυγήν ολοσχερούς διαλύσεως των Μονάδων ΕΦ (...) Την επομένην (29 7) ανέφερεν, προς ΑΕΔ, ότι οι Μονάδες έχουν φθάσει εις τα πρόθυρα αποσυνθέσεως, παρουσιάσθησαν σοβαρά κρούσματα αυτοδιαλύσεως Μονάδων προσλαμβάνοντα μορφήν ανταρσίας. Εάν καθυστέρηση η υπογραφή συμφωνίας καταπαύσεως *του πυρός η διάλυσις θα είναι πλήρης, το δε στράτευμα και ο πληθυσμός θα στραφούν κατά των Ελλήνων αξιωματικών και της Ελλάδος γενικώς» («Πόρισμα. ..», σελ. 148). «Η Εθνοφρουρά βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης και αυτοδιάλυσης, με ποσοστό λιποταξιών και ανυποταξιών που φτάνει μέχρι και το 80% της προβλεπόμενης δύναμης των μονάδων (...) με πολλούς εφέδρους να εγκαταλείπουν τον οπλισμό τους επί τη θέα του εχθρού και να τρέπονται σε φυγή» («Πόρισμα. ..», σελ. 169). «Μεταξύ των πολλών περιπτώσεων αναφέρεται ενδεικτικώς η περίπτωση του 256 τάγματος πεζικού το οποίον ευρεθέν κατά την περίοδον της εκεχειρίας εις περιοχήν ΛΑΠΗΘΟ, εδέχθη με το τελευταίο φως της 6.8.74, καταιγιστικά πυρά, και ετράπη εις άτακτον φυγήν συμπαρασύραν και τα 301 και 304 τάγματα πεζικού» («Πόρισμα. ..», σελ. 252).

Η Διάσκεψη της Γενεύης συνεχίζει τις εργασίες της στις 30. 7. 74. Συμφωνείται να σταματήσουν οι εχθροπραξίες, να δημιουργηθεί ζώνη ασφαλείας γύρω από την περιοχή που έλεγχαν τα τουρκικά στρατεύματα, να ελαττωθούν βαθμιαία οι αντίπαλες ένοπλες δυνάμεις και να σταματήσει η κατοχή των τ κ θυλάκων από την Εθνοφρουρά.

Η σημαντικότερη απόφαση της δεύτερης αυτής φάσης της Διάσκεψης υπήρξε, όμως, αναμφίβολα η αποδοχή (από την Ελλάδα) της συνέχισης των συζητήσεων και επί της ουσίας, για την επίλυση του συνταγματικού ζητήματος της Κύπρου, με βάση το δεδομένο ότι το Σύνταγμα του 1960 είχε, από το 1964, πάψει να εφαρμόζεται, σε ό,τι κυρίως αφορά τις πρόνοιες για την τ κ κοινότητα (τ κ Αντιπρόεδρος, ποσοστά συμμετοχής τ κ στη Διοίκηση κ.λπ.). Η αποδοχή της ύπαρξης του συνταγματικού ζητήματος συνεπάγεται, βέβαια, την αμφισβήτηση του δικαιώματος της ε κ πολιτικής ηγεσίας να εκπροσωπεί κατ' αποκλειστικότητα το κυπριακό κράτος, όπως συνέβαινε (μετά το ε κ πραξικόπημα του Δεκεμβρίου 1963) κατά την περίοδο 1964 - 1974: «Οι Υπουργοί των Εξωτερικών σημείωσαν περαιτέρω ότι εκ των πραγμάτων υπάρχουν σήμερα στην Κύπρο δύο αυτόνομες διοικήσεις, εκείνη της Ελληνοκυπριακής κοινότητας και εκείνη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. (...) Συμφώνησαν να εξετάσουν στην προσεχή συνάντηση τους τα προβλήματα που εγείρει η ύπαρξη των δύο αυτών διοικήσεων» (Κρανιδιώτης 1985 Β', σελ. 448). Η ριζική μεταβολή των συσχετισμών δύναμης άρχισε να αποτυπώνεται, λοιπόν, και στο επίπεδο της διπλωματίας.

Η τρίτη φάση της Διάσκεψης της Γενεύης άρχισε στις 9. 8. 74 με τη συμμετοχή και των Γλαύκου Κληρίδη (ως εκπροσώπου των ε κ)1 και Ραούφ Ντενκτάς (ως εκπροσώπου των τ κ). Οι ε κ πρότειναν «άμεση επιστροφή στο Σύνταγμα της 18ης Αυγούστου 1960» (Κρανιδιώτης 1985 Β', σελ. 452) και διακοινοτικές συνομιλίες για τα αμφισβητούμενα σημεία. Αντίθετα, οι τ κ και η Τουρκία απέρριψαν κάθε λύση που θα αφίσταται της Ομοσπονδίας, στη βάση της εδαφικής διαίρεσης της επικράτειας, με ευρύτατη αυτοκυβέρνηση της τ κ ομόσπονδης (ων) περιοχής (ων). Κατάθεσαν δε και συγκεκριμένα σχέδια: το σχέδιο Ντενκτάς προέβλεπε τη δημιουργία μιας τ κ (στο βόρειο τμήμα του Νησιού) και μιας ε κ (στο νότιο τμήμα) ομόσπονδης περιοχής. Το σχέδιο του Τούρκου υπουργού εξωτερικών Γκιουνές προέβλεπε δυο ε κ και έξι τ κ επαρχίες (καντόνια) (Κρανιδιώτης 1985 Β', σελ.452 55 και 676 77). Τόσο το τ κ όσο και το τουρκικό σχέδιο προέβλεπαν ότι η τ κ ομόσπονδη περιοχή θα εκτεινόταν στο 34% του κυπριακού εδάφους. Άφησαν όμως να εννοηθεί ότι, ενώ δεν έθεταν σε διαπραγμάτευση τον ομοσπονδιακό χαρακτήρα του κράτους, θεωρούσαν διαπραγματεύσιμο το ζήτημα της έκτασης της τ κ ομόσπονδης περιοχής. Την ομοσπονδιακή λύση υποστήριξε και η Μ. Βρετανίας «Η Βρετανική Αντιπροσωπεία αναγνώριζε την ανάγκη δημιουργίας Τουρκικής ζώνης στην Κύπρο, η έκταση της οποίας θα έπρεπε να συζητηθεί αργότερα» (Κρανιδιώτης 1985 Β', σελ. 455).

Η ελληνική και ε κ πλευρά απέρριψε κάθε συζήτηση σχετικά με λύσεις ομοσπονδιακού χαρακτήρα. Η Διάσκεψη της Γενεύης οδηγήθηκε έτσι σε αποτυχία, στις 14. 8. 74. Το απόγευμα της ίδιας μέρας άρχισαν οι επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού για την κατάληψη του βόρειου τμήματος της Κύπρου (Αττίλας II). Η τουρκική προέλαση συνάντησε ελάχιστη αντίσταση και μέχρι το μεσημέρι της 18ης 8. 74 οι τουρκικές δυνάμεις έλεγχαν το 38% του κυπριακού εδάφους (δηλαδή μια περιοχή μεγαλύτερη από αυτή που προέβλεπε η πρόταση Ντενκτάς), και αποδέχθηκαν, έτσι, την κατάπαυση του πυρός1. Στο. μεταξύ, η Ελλάδα αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του NATO («κατόπιν της αποδειχθείσης ανικανότητας της Ατλαντικής Συμμαχίας όπως αναχαίτιση την Τουρκίαν από του να δημιουργήσει κατάστασιν συρράξεως μεταξύ δύο συμμάχων»), ενώ το Συμβούλιο Ασφαλείας (που συνήλθε εκτάκτως μετά από πρωτοβουλία της Κύπρου, της Ελλάδας και της Μ. Βρετανίας), καταδίκασε στις 14. 8. την επανάληψη των εχθροπραξιών στην Κύπρο. Σαν αποτέλεσμα της εισβολής εγκατέλειψαν τη Βόρεια Κύπρο περισσότεροι από 191 χιλιάδες ε κ και κατέφυγαν ως πρόσφυγες στο Νότο.

Σ' όλη τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής, από τις 20. 7 μέχρι τις 17. 8. 84, η Ελλάδα δεν έστειλε καμιά στρατιωτική δύναμη στην Κύπρο. Η στάση αυτή οφείλεται σε τρεις λόγους, που κατά σειρά σπουδαιότητας είναι, κατά τη γνώμη μας, οι εξής:

α) Η κατάρρευση απέναντι στους εισβολείς της Εθνοφρουράς, η οποία ουσιαστικά αποτελούσε ελληνικό στρατό στην Κύπρο, όπως ήδη αναφέραμε στα προηγούμενα. Επιπλέον, όμως, ας ληφθεί εδώ υπόψη, ότι μετά την τουρκική εισβολή και τη μεταπολίτευση, η Εθνοφρουρά δεν ελέγχεται στον ίδιο βαθμό όπως στο παρελθόν από το ελληνικό κράτος (τη νέα πολιτική ηγεσία), καθώς εξακολουθεί να διεκδικεί τον έλεγχο της κυπριακής κυβερνητικής εξουσίας, έλεγχο που απέκτησε προσωρινά με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου.

β) Η ατολμία και συμβιβαστική στάση που επέδειξε η κυβέρνηση Καραμανλή απέναντι στη διαλυμένη ήδη ελληνική χούντα. Η χουντική στρατιωτική ηγεσία, που παρέμενε στη θέση της με τις ευλογίες της νέας κυβέρνησης, αρνήθηκε να υλοποιήσει όλες τις εντολές της πολιτικής ηγεσίας (ήδη από τις 3. 8. 74, βλ. «Πόρισμα...», σελ. 140 κ.ε.) για το σχηματισμό και την προετοιμασία μιας Μεραρχίας, ή και άλλων περισσότερο ευέλικτων μονάδων, ώστε να είναι δυνατή η αποστολή τους στην Κύπρο, αν αποφασιζόταν κάτι τέτοιο. Η στάση αυτή της χουντικής στρατιωτικής ηγεσίας οφείλεται πιθανώς στο γεγονός ότι μέχρι τη δεύτερη τουρκική επέλαση (Αττίλας II) η (χουντική) Εθνοφρουρά έλπιζε ότι (αν δια της διπλωματικής οδού σταματούσαν οι εχθροπραξίες) θα μπορούσε να συνεχίσει να ελέγχει πολιτικά την Κύπρο και επομένως να επηρεάζει τις εξελίξεις ακόμα και στην Ελλάδα. Η αποστολή νέων στρατιωτικών μονάδων στην Κύπρο θα μετέβαλλε το συσχετισμό δύναμης σε βάρος της Εθνοφρουράς, άρα και σε βάρος των υπολειμμάτων της χούντας στην Ελλάδα. Ενδεικτικό του κλίματος αυτού είναι ότι ο νέος αρχηγός της Εθνοφρουράς έφτασε από την Αθήνα στην Κύπρο μόλις στις 6 Αυγούστου 1974.

γ) Η στρατιωτική υπεροπλία του τουρκικού στρατού, καθώς και η γεωγραφική θέση της Κύπρου, που καθιστούσαν αδύνατη την ανατροπή του υπέρ της Τουρκίας στρατιωτικού συσχετισμού των δυνάμεων στην Κύπρο. Βεβαίως, ο αντικειμενικός σκοπός μιας ενδεχόμενης αποστολής ελληνικού στρατού στην Κύπρο δεν θα ήταν η ανατροπή του στρατιωτικού συσχετισμού των δυνάμεων, αλλά η καθυστέρηση της τουρκικής προέλασης, ώστε να καταστούν αποτελεσματικότερες οι ελληνικές και κυπριακές διπλωματικές ενέργειες.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η στάση της Ελλάδας την περίοδο αυτή αποτελεί την αφετηρία της νέας εποχής μη επέμβασης στα εσωτερικά της Κύπρου: Από το δόγμα της συμμόρφωσης της Κύπρου με το «εθνικόν Κέντρον» (βλ. π.χ. τη δήλωση του Γ. Παπανδρέου το Δεκέμβριο του 1963: «Πάσα ενέργεια εν Κύπρω θα πρέπει να γίνεται εν συνενοήσει μετά της ελληνικής κυβερνήσεως», στο Κρανιδιώτης 1985 Α', σελ. 94), φθάνουμε στο δόγμα: «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται».

6.2 Η μεταβατική περίοδος (Αύγουστος 1974 · Απρίλιος 1975)

Τους μήνες που ακολουθούν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο εξελίσσονται μια σειρά διαδικασίες, οι οποίες, έχοντας ως αφετηρία την εισβολή, τροποποιούν όλες τις «πτυχές του Κυπριακού προβλήματος». Τροποποιούνται δηλαδή σε σύντομο χρονικό διάστημα και αποκρυσταλλώνονται σε νέα μορφή οι αντιφάσεις και οι συσχετισμοί δύναμης τόσο στο εσωτερικό της ε κ κοινότητας, ή ανάμεσα στις δυο κοινότητες, όσο και στο διεθνοπολιτικό και διπλωματικό επίπεδος

α) Στο διπλωματικό επίπεδο, η ελληνική και ε κ πλευρά πετυχαίνει τη διεθνή απομόνωση της Τουρκίας και την αναγνώριση της ε κ πολιτικής ηγεσίας ως της (μοναδικής) κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με τον τρόπο αυτό το Κυπριακό αναγνωρίζεται διεθνώς ως πρόβλημα, πρωτευόντως, εισβολής και κατοχής τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία και μόνο δευτερευόντως ως διακοινοτικό πρόβλημα.

β) Στο εσωτερικό της ε κ κοινωνίας και πολιτικής εξουσίας, οι πολιτικές δυνάμεις και τα τμήματα του κρατικού μηχανισμού (με πρώτη την κυβέρνηση Κληρίδη) που στηρίζουν το Μακάριο καταφέρνουν να επιβληθούν στις δυνάμεις που στήριξαν την επέμβαση της 15ης Ιουλίου (Εθνοφρουρά, ΕΟΚΑ Β', κ.λπ.), γεγονός που επισημοποιείται με την επιστροφή του Μακαρίου στην Κύπρο το Δεκέμβριο του 1974.

γ) Στο διακοινοτικό επίπεδο, η ε κ πολιτική ηγεσία αναγνωρίζει με την πάροδο του χρόνου ότι είναι πλέον υποχρεωμένη να συνομιλήσει με τους τ κ για μια επίλυση του Κυπριακού σε ομοσπονδιακή βάση. Προτείνει, βέβαια, ως βάση επίλυσης την πολυπεριφερειακή ομοσπονδία (λύση που είχε προτείνει ως «παραχώρηση» προς τους ε κ η Τουρκία στη Διάσκεψη της Γενεύης). Όμως, η αδυναμία της ε κ πολιτικής εξουσίας να συγκρατήσει κατά την περίοδο αυτή τη μαζική φυγή του τ κ πληθυσμού προς το βόρειο τμήμα της Κύπρου καθιστά εκ των πραγμάτων ουσιαστικά ανέφικτη τη λύση της πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας.

α) Οι εξελίξεις στο διπλωματικό επίπεδο

Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ καταδίκασε στις 15 και 16 Αυγούστου 1974 την τουρκική προέλαση στη Βόρεια Κύπρο, ζητώντας παράλληλα την αποχώρηση των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων και την επίλυση του Κυπριακού μέσα από διακοινοτικό διάλογο. Στη βάση αυτών των αποφάσεων εκδηλώθηκε αμέσως μετά την ολοκλήρωση των εχθροπραξιών μια σοβιετική πρωτοβουλία για το Κυπριακό, που στις 22. 8. 74 συγκεκριμενοποιήθηκε σε μια πρόταση, η οποία, πέρα από τα σημεία των ψηφισμάτων του Σ. Ασφαλείας προέβλεπε τη σύγκλιση διεθνούς διάσκεψης για το Κυπριακό, με τη συμμετοχή, πέραν της Κύπρου, της Ελλάδας και της Τουρκίας, των δεκαπέντε χωρών μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Την πρόταση αποδέχθηκαν η Κύπρος, η Ελλάδα και η Μ. Βρετανία και την απέρριψαν η Τουρκία και οι ΗΠΑ. Στις 30. 8. 74 επισκέπτεται τη Λευκωσία ο Γ.Γ. του ΟΗΕ για συνομιλίες με τους Κληρίδη και Ντενκτάς. Ιδιαίτερη έμφαση στις συνομιλίες αυτές δίνεται στο πρόβλημα των προσφύγων. Στις 30. 8. το Συμβούλιο Ασφαλείας σε νεώτερο ψήφισμα του, επιβεβαιώνει τις προηγούμενες αποφάσεις του και ζητά την επανάληψη του διακοινοτικού διαλόγου και τη λήψη μέτρων ανακούφισης των προσφύγων.

Μέσα από τις διπλωματικές κινήσεις, αλλά και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των ημερών αυτών, η ε κ πολιτική ηγεσία κατάφερε να κάνει καθολικά αποδεκτές στο διεθνοπολιτικό επίπεδο δυο από τις βασικότερες θέσεις της, τις οποίες επιχείρησε να αμφισβητήσει η Τουρκία και η τ κ πολιτική ηγεσίας

α) Ότι αποτελεί τη μοναδική νόμιμη κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ότι επομένως η τ κ πολιτική ηγεσία δεν εκφράζει και δεν εκπροσωπεί κατά κανένα τρόπο την κρατική υπόσταση της Κύπρου.

β) Ότι μετά την εισβολή του Ιουλίου - Αυγούστου 1974, το Κυπριακό είναι κατ' αρχήν διακρατικό πρόβλημα, πρόβλημα ανάμεσα στην Κυπριακή Δημοκρατία και την Τουρκία. Η οριστική λύση του προβλήματος αναγνωρίζεται, βέβαια, ότι θα δοθεί μέσα από μια διακοινοτική συνεννόηση, όμως ο διακοινοτικός διάλογος οριοθετείται χρονικά (και πολιτικά) μετά τον τερματισμό της ξένης επέμβασης.

Η ισχύς των θέσεων αυτών επιβεβαιώνεται από τις επίσημες επισκέψεις που πραγματοποιεί ο Μακάριος το Σεπτέμβριο του 1974 στο Αλγέρι, την Αίγυπτο και τη Γιουγκοσλαβία. Είναι μάλιστα στο σημείο αυτό χαρακτηριστική η προσφώνηση του Στρατάρχη Τίτο προς τον Μακάριο, στο Βελιγράδι, ενώ αποφεύγεται μια ρητή καταδίκη της Τουρκίας, υιοθετείται το σύνολο των ε κ θέσεων, της στιγμής εκείνης, για το Κυπριακό, όπως αποκλεισμός οποιασδήποτε μετακίνησης πληθυσμών, αποκλεισμός της οποιασδήποτε μορφής γεωγραφικής ομοσπονδίας, πλήρης αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων κ.λπ. (βλ. Κρανιδιώτης 1985 Β', σελ. 518 - 523).

Σαν αποτέλεσμα της κυριαρχίας των ε κ και ελληνικών θέσεων σε διπλωματικό επίπεδο, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Μ. Βρετανία προσανατολίζονται την εποχή αυτή σε σχέδια λύσης του Κυπριακού στη βάση της πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας, παρά τα «τετελεσμένα γεγονότα» (χωρισμός της Κύπρου σε δυο «ζώνες») που είχε δημιουργήσει η τουρκική κατάληψη της Βόρειας Κύπρου. Παράλληλα το Σεπτέμβρη του 1974 η Γερουσία των ΗΠΑ αποφασίζει την αναστολή της στρατιωτικής βοήθειας προς την Τουρκία, απόφαση που τελικά τέθηκε σε εφαρμογή το Φεβρουάριο του 1975 (και ίσχυσε μέχρι τις 25 Ιουλίου του 1978).

Στο έδαφος αυτών των διπλωματικών επιτυχιών η ε κ πλευρά αρνείται την οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με τους τ κ αν δεν αποχωρήσουν από την Κύπρο τα τουρκικά στρατεύματα. Αρνείται επίσης τη λύση της γεωγραφικής ομοσπονδίας. Χαρακτηριστικά ο ε κ εκπρόσωπος στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 28. 10. 74 δήλωνες «Δεν επιθυμούμεν διαπραγματεύσεις υπό την απειλήν των όπλων (...) Η αποχώρησις των στρατευμάτων εκ Κύπρου είναι βασική και αναγκαία προϋπόθεσις δια την καθ' οιονδήποτε τρόπον επίτευξιν προόδου (...)». Και σε άλλο σημείο υποστήριζες «Ο γεωγραφικός διαχωρισμός ισοδυναμεί με διχοτόμησιν της χειρίστης μορφής». (Παρατίθεται στο Κρανιδιώτης 1985 Β', σελ. 667 - 671). Μόνο στα μέσα Νοεμβρίου 1974 ο Μακάριος αρχίζει να προσανατολίζεται, σε παρασκηνιακό όμως ακόμα επίπεδο, προς τη λύση της πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας.1 Στα ζητήματα όμως αυτά θα επανέλθουμε.

β) οι εξελίξεις στο εσωτερικό της ε κ κοινωνίας

Η τουρκική εισβολή και η πτώση του Σαμψών στέρησαν μεν από την Εθνοφρουρά και την ΕΟΚΑ Β' τον έλεγχο της κυπριακής κυβερνητικής εξουσίας, όμως δεν εκμηδένισαν τις προσβάσεις τους στον κρατικό μηχανισμό, ή την προσπάθεια τους να επηρεάσουν τους πολιτικούς συσχετισμούς δύναμης. Άλλωστε, με την ανάληψη των καθηκόντων του. ο Κληρίδης είχε διευκρινίσει ότι στις δεδομένες συνθήκες της τουρκικής εισβολής δεν ήταν ούτε δυνατή ούτε συμφέρουσα η δίωξη των πραξικοπηματιών.

Ως κύριο επίδικο ζήτημα αναδείχθηκε από την πρώτη στιγμή η επιστροφή ή μη του Μακαρίου στην Κύπρο (ως Προέδρου φυσικά της Κυπριακής Δημοκρατίας), λύση που υποστήριζαν όλα τα κυπριακά κόμματα, ενώ, αντίθετα, οι δυνάμεις που στήριξαν την επέμβαση της 15ης Ιουλίου απέρριπταν κατηγορηματικά. Η «αντιμακαριακή» παράταξη στηριζόταν, βέβαια, κυρίως, στους πραξικοπηματίες αξιωματικούς και στους ένοπλους τραμπούκους της ΕΟΚΑ Β', με αποτέλεσμα η αντιπαράθεση να παίρνει συχνά τη μορφή της ένοπλης σύγκρουσης με τις φιλομακαριακές ένοπλες ομάδες («οι μεν απειλούν τους δε, και παράνομοι ένοπλοι ομάδες διεξάγουν αγώνα αλληλοεξοντώσεως», θα πει ο Μακάριος σε μήνυμα του προς τους ε κ στις 3. 9'. 74). Αποκορύφωμα των ένοπλων επιθέσεων ήταν η απόπειρα δολοφονίας του Βάσου Λυσσαρίδη στις 30. 8. 74 (στην απόπειρα σκοτώθηκε ο Δ. Λοΐζου, στέλεχος της ΕΔΕΚ και τραυματίσθηκε ο Λυσσαρίδης), και η δολοφονία του αμερικανού πρεσβευτή στην Κύπρο Ρ. Ντέιοις, στις 19. 8.74.

Τα κόμματα που υποστήριζαν την επιστροφή του Μακαρίου, στήριζαν και τη μεταβατική προεδρία του Κληρίδη, με εξαίρεση μόνο την ΕΔΕΚ (Ενιαία Δημοκρατική Ένωση Κέντρου, που αργότερα μετονομάστηκε σε Σοσιαλιστικό Κόμμα ΕΔΕΚ) του Βάσου Λυσσαρίδη, που θεωρούσε τον Κληρίδη περίπου ταυτόσημο με τον Σαμψών (βλ. Μαστρογιαννόπουλος 1981, σελ. 7576). Η ΕΔΕΚ πρωτοστατούσε στη σύγκρουση, με όλα τα μέσα, ενάντια στους υποστηρικτές της επέμβασης της 15ης Ιουλίου και καλλιεργούσε το κλίμα, ότι ανάμεσα στον Μακάριο και τον Κληρίδη υπάρχουν σοβαρές διαφορές στο χειρισμό του Κυπριακού, ότι εξυφαίνεται συνομωσία για τη μη επιστροφή του Μακαρίου κ.λπ. Το κλίμα αυτό οξυνόταν και από τις εκδηλώσεις που οργάνωναν οι αντιμακαριακοί, στις οποίες, αν κρίνει κανείς από τη σχετική μαζικότητα τους, θα πρέπει να έπαιρναν μέρος και οπαδοί του Κληρίδη. Ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν πάντως τέτοιος, που δεν άφηνε στον Κληρίδη καμιά δυνατότητα επίσημης διαφοροποίησης από τον Μακάριο, ή αμφισβήτησης της επικείμενης επιστροφής του. Μάλιστα ο Μακάριος με επιστολή του προς τον κυπριακό λαό στις 3. 9. 74 ζήτησε «όπως όλοι ενισχύσουν τον κύριον Κληρίδην (...). Επιθυμώ όλων την προς αυτόν αρωγήν και συμπαράστασιν» (Παρατίθεται στο Κρανιδιώτης 1985 Β', σελ. 502).

Οι συγκρούσεις, όμως, και η αντιπαράθεση σχετικά με την επιστροφή Μακαρίου, αλλά και την πολιτική Κληρίδη (κυρίως σε ό,τι αφορά τη μη δίωξη των υπευθύνων για το πραξικόπημα) συνεχίστηκαν, και προκάλεσαν τελικά τη δήλωση του Κληρίδη ότι επιθυμεί να παραιτηθεί από την άσκηση του προεδρικού αξιώματος. Μετά από δηλώσεις του Μακαρίου, (στις οποίες αυτός επαναλάμβανε την υποστήριξη του προς τον Κληρίδη, αλλά και την ταυτότητα απόψεων μαζί του. στις 3. 10. 74), της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και του ΑΚΕΛ, με τις οποίες εζητείτο από τον Κληρίδη να παραμείνει στη θέση του, αποδέχθηκε τελικά αυτός να ανακαλέσει την απόφαση παραίτησης του. Παράλληλα, στις 5. 10. 74 η Βουλή των Αντιπροσώπων εξέδωσε ανακοίνωση, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι «ουδεμία αντίθεσις υπάρχει, ούτε επιτρέπεται να ύπαρξη μεταξύ Μακαριωτάτον και κ. Κληρίδη. Ο λαός δεν πρέπει να την επιτρέψη ούτε να την ανεχθή» (Παρατίθεται στο Ν. Κρανιδιώτης 1985 Β', σελ. 550. Βλ. και Μαστρογιαννόπουλος 1981. 75 κ.ε.).

Το κλίμα «εθνικής ενότητας» που δημιουργήθηκε από τις παρεμβάσεις των κομμάτων, των πολιτικών αρχηγών κ.λπ. επέτρεψε έτσι τελικά τόσο την πολιτική από

μόνωση της ΕΟΚΑΒ', όσο και την αποδοχή από το λαό της θέσης για μη δίωξη των πραξικοπηματιών1 και των υποστηρικτών τους.

Η άμβλυνση των πολιτικών αντιπαραθέσεων επέτρεψε, λοιπόν, στον Μακάριο να επιστρέψει, μετά από μια σύντομη παραμονή του στην Αθήνα2, και πάλι ως «εθνάρχης» στην Κύπρο, στις 7. 12. 74. Στο διάγγελμα του προς τους ε κ αμέσως μετά την άφιξη του στην Κύπρο, μεταξύ άλλων, δήλωσες «Δίδω εις όλους άφεσιν αμαρτιών και αμνηστίαν επί τη ελπίδι ότι θα επέλθη η ποθητή ομόνοια και ενότης του λαού μας» (Παρατίθεται στο Ν. Κρανιδιώτης 1985 Β', σελ. 578).

Αν όμως η «εθνική ενότητα» σε ό,τι αφορά τη νομή της κυβερνητικής εξουσίας στη Νότια Κύπρο μοιάζει να αποκαθίσταται αρκετούς μήνες μετά την τουρκική εισβολή, η «εθνική ενότητα» σε ό,τι αφορά την κυπριακή (καπιταλιστική) οικονομία και τους όρους εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης δεν φαίνεται να διαταράχθηκε ούτε στιγμή. Στις 18. 8. 74 η κυπριακή κυβέρνηση αναστέλλει την αργία της Κυριακής και αυξάνει το ωράριο εργασίας. Λίγο καιρό αργότερα, η μείωση και πάλι των ωρών εργασίας συνδυάστηκε με μειώσεις των αμοιβών των εργαζομένων από 10 - 25%: «Ομοφώνως η Βουλή εψήφισε χθες υπέρ της μειώσεως των απολαβών όλων των εργαζομένων από 10% μέχρι 25% αναλόγως της αμοιβής εκάστου εργοδότου μενού» (κυπρ. εφημ. Τα Νέα, 31. 10. 74, παρατίθεται στο «Το Κυπριακό. ..», σελ. 100). Παράλληλα, οι εργαζόμενοι κλήθηκαν να σηκώσουν το κύριο βάρος από την αύξηση της φορολογίας: «Έτσι ενώ οι εισπράξεις από τον φόρο εισοδήματος αυξήθηκαν την περίοδο 1969 - 77 κατά 74%, η αύξηση των εισπράξεων από την εργατική τάξη έφθασε το 639% παρά την τρομακτική ανεργία και τις σοβαρές περικοπές στους μισθούς και τα μεροκάματα. Την ίδια στιγμή οι εισπράξεις από τις εταιρείες μειώθηκαν κατά 46%» (Μαστρογιαννόπουλος 1981, σελ. 107). Αν συνυπολογισθεί και η αύξηση της φορολογίας, οι μειώσεις στις αμοιβές των μισθωτών έφθασαν κατά την περίοδο αυτή μέχρι και το 40%.

Η μείωση των μισθών έγινε δυνατή χάρη στην παρέμβαση των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων και ιδίως του ΑΚΕΛ και της ΠΕΟ (της μεγαλύτερης Εργατοϋπαλληλικής Ομοσπονδίας της Κύπρου, που ελέγχεται από το ΑΚΕΛ). Μάλιστα, στο 17ο Συνέδριο της ΠΕΟ (12. - 13. 4. 75) οι μειώσεις των μισθών ερμηνεύονται ως αποτέλεσμα της ρεαλιστικότητας «της γραμμής της ΠΕΟ και γενικά του Συνδικαλιστικού κινήματος, η οποία απέτρεψε ταξική σύγκρουση κι αναταραχή, επέτρεψε οργανωμένη υποχώρηση της εργατοϋπαλληλικής τάξης στ' αναγκαία επίπεδα». (Παρατίθεται στο Μαστρογιαννόπουλος 1981, σελ. 108).

Σαν αποτέλεσμα της μείωσης των αποδοχών των εργαζομένων, μειώνεται η συμμετοχή των μισθών στο κυπριακό ΑΕΠ από 41% το 1973 σε 35% το 1978, κι αυτό παρά τη μεγάλη αύξηση του αριθμού των μισθωτών που προκάλεσε το κύμα των προσφύγων από τη Βόρεια Κύπρο. Η μείωση αυτή του μεριδίου των μισθών λαμβάνει, επιπλέον, χώρα σε μια περίοδο μείωσης του απόλυτου μεγέθους του κυπριακού ΑΕΠ: «Ακόμα και το 1976 το ακαθάριστο εθνικό προϊόν αντιστοιχούσε μόλις και μετά βίας στο 75% του έτους 1973 και ισοδυναμούσε με το αντίστοιχο του έτους 1968» (Μαστρογιαννόπουλος 1981, σελ. 76, βλ. επίσης στο ίδιο σελ. 85).

Βέβαια, η αύξηση των κερδών μέσα από την πρωτοφανή συμπίεση του εργατικού εισοδήματος, η υπερπροσφορά εργατικών χεριών (πρόσφυγες), η συρρίκνωση του αγροτικού τομέα της οικονομίας, καθώς στο Βορρά βρισκόταν πάνω από το 50% των καλλιεργούμενων εκτάσεων (βλ. Ν. Κρανιδιώτης Β', σελ. 479), η «οικονομική ειρήνη» και η αντίστοιχη ενίσχυση της εργασιακής πειθαρχίας και του διευθυντικού δικαιώματος, σε συνδυασμό με την εξωτερική οικονομική βοήθεια (κυρίως από την Ελλάδα, αλλά και από τις ΗΠΑ και από πολλές άλλες χώρες) οδήγησαν, από το 1976 και μετά, σε ρυθμούς αύξησης της κυπριακής βιομηχανικής παραγωγής και του ΑΕΠ, που συγκαταλέγονται, κατά την περίοδο αυτή, στους ψηλότερους του κόσμου. Όμως, από οικονομική άποψη, η Κύπρος δεν έγινε ούτε Ελβετία, ούτε καν Ελλάδα. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κύπρου ήταν το 1973 σε τρέχουσες τιμές 1304 δολ. ΗΠΑ, δηλαδή έφθανε στο 71,4% του ΑΕΠ της Ελλάδος. Το 1975, και σαν αποτέλεσμα της εισβολής, η σχέση ανάμεσα στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κύπρου και στο αντίστοιχο μέγεθος της Ελλάδας μειώθηκε στο 49,6%. Έκτοτε, η σχέση αυτή άρχισε να βελτιώνεται υπέρ της Κύπρου, τόσο λόγω των ψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης, όσο, όμως, και λόγω του ότι στον υπολογισμό του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κύπρου δεν συνυπολογίζεται μετά το 1975 η (σημαντικά φτωχότερη) τ κ κοινότητα του Νησιού. Έτσι το 1980 το κυπριακό κατά κεφαλήν ΑΕΠ έφθανε στο 80% περίπου και το 1983 στο 85% του αντίστοιχου ελληνικού μεγέθους. Όμως, σ' όλο αυτό το διάστημα ο μέσος κυπριακός μισθός δεν ξεπέρασε το 70% του μέσου ελληνικού μισθού (UNIDO 1985).

Αν, λοιπόν, στην Κύπρο, μετά την εισβολή, παρατηρείται μια σημαντική «οικονομική ανάπτυξη», όπως επιμένουν να μας θυμίζουν συχνά οι οπαδοί της συγκράτησης των μισθών και του πληθωρισμού των κερδών, αυτή η «ανάπτυξη», δεν αφορά, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, ούτε τις 135 χιλιάδες μισθωτούς (το μισό περίπου του οικονομικά ενεργού πληθυσμού) και τις οικογένειες τους, ούτε τους ανέργους, ούτε τους φτωχούς και μεσαίους αγρότες. Πολύ περισσότερο, η «ανάπτυξη» αυτή δεν αφορούσε τις ε κ μάζες κατά τα πρώτα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή.

Γίνεται έτσι προφανές, ότι το τόσο συχνά επαναλαμβανόμενο επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο η «απομάκρυνση» των ε κ από τα «εθνικά ιδεώδη» (του αντιτουρκικού, ίσως ακόμα και του «ενωτικού» αγώνα) πηγάζει από την «οικονομική ευμάρεια» και το «βόλεμα» της πλειοψηφίας του ε κ πληθυσμού, αποτελεί απλώς μια βλακώδη επινόηση, για να συγκαλυφθεί η υποχώρηση του επιθετικού εθνικισμού και του αντιτουρκικού ρατσισμού στη σημερινή κυπριακή κοινωνία.

γ) Οι εξελίξεις στο διακοινοτικό επίπεδο

Όπως αναφέραμε προηγουμένως, οι θέσεις της κυπριακής (και αντίστοιχα της ελληνικής) κυβέρνησης σχετικά με το διακοινοτικό πρόβλημα μπορούν να συνοψισθούν σε δυο σημείας

1) Κανένας διάλογος με τους τ κ δεν είναι δυνατός, αν δεν αποχωρήσουν προηγουμένως τα τουρκικά στρατεύματα από την Κύπρο, σύμφωνα και με την απαίτηση των αποφάσεων του ΟΗΕ.

2) Η εδαφική ομοσπονδία, είτε σε πολυπεριφερειακή, είτε, πολύ περισσότερο, σε διζωνική βάση αποκλείεται εκ των προτέρων ως λύση του διακοινοτικού ζητήματος, γιατί οδηγεί σε «διχοτόμηση».

Εντούτοις, όπως είπαμε επίσης αναφορικά με τις εξελίξεις στο διπλωματικό επίπεδο κατά την περίοδο που εξετάζουμε, το αργότερο από τα μέσα Νοεμβρίου ο Μακάριος προσανατολίζεται προς την επανέναρξη του διακοινοτικού διαλόγου στη βάση της πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας. Τελικά, η αλλαγή της ε κ και ελληνικής στρατηγικής αποφασίσθηκε σε κοινή σύσκεψη ε κ και ελλήνων κυβερνητικών παραγόντων, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 30. 11. και 1. 12. 74 υπό τον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή και με τη συμμετοχή των Μακαρίου και Κληρίδη. Όπως σημειώνει ο Ν. Κρανιδιώτης, ο οποίος πήρε μέρος στη σύσκεψη αυτής

«Αναπτύσσοντας τις απόψεις των Κυπριακών πολιτικών κομμάτων, ο Κληρίδης είπε, ότι το ΑΚΕΛ πιστεύει ότι θα πρέπει να προχωρήσουμε σε διαπραγμάτευση με βάση τα πολλά καντόνια, και αν αποτύχουμε, στη βάση αυτή, τότε θα πρέπει να δεχθούμε διζωνική γεωγραφική ομοσπονδία, υπό τον όρο να περιορισθεί στο ελάχιστο η περιοχή που θα παραμείνει κάτω από Τουρκοκυπριακή διοίκηση. Όσον αφορά την ΕΔΕΚ, είπε ότι αυτή είναι εναντίον της γεωγραφικής ομοσπονδίας (...) Στη συνέχεια συζητήθηκαν οι δυνατότητες λύσης με βάση μια μορφή ομοσπονδίας, που θα επέτρεπε σ' όλους τους πρόσφυγες να επιστρέψουν στις εστίες τους. (...) Η μόνη μορφή που θα επέτρεπε την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους - καταλήξαμε - θα ήταν, μια πολυπεριφερειακή ομοσπονδία, της οποίας η έκταση θα ήταν ανάλογη με την πληθυσμιακή αναλογία των δύο κοινοτήτων (...) Αποφασίστηκε (...) η συνέχιση του διακοινοτικού διαλόγου με βάση την πολυπεριφερειακή ομοσπονδία» (Ν. Κρανιδιώτης 1985 Β', σελ. 566 κ.ε.).

Η αλλαγή της ε κ πολιτικής δεν δημοσιοποιείται αμέσως μετά τη σύσκεψη της 1ης Δεκεμβρίου. Αποτυπώνεται, όμως, με έμμεσο τρόπο στη γλώσσα των ε κ πολιτικών ηγετών. Έτσι ο Μακάριος, ενώ στις 22. 9. 74 δήλωνε στο Βελιγράδι ότι «κανένα επιχείρημα δεν μπορεί να δικαιολογήσει το Τουρκικό αίτημα για γεωγραφική ομοσπονδία» (Ν. Κρανιδιώτης 1985 Β', σελ. 522), στις 7. 12. 74, στη Λευκωσία δήλωνες «Επιθυμούμεν συνομιλίας μετά των συνοίκων Τούρκων (...) Δεν θα δεχθώμεν λύσιν συνεπαγομένην μετακίνησιν πληθυσμών και ισοδυναμούσαν προς διχοτόμησιν της Κύπρου» (όπ. π. σελ. 577).

Στο μεταξύ, το Κυπριακό είχε συζητηθεί στην 29η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και στις 2. 11. 74 είχε εγκριθεί ομόφωνα (δηλαδή με την ψήφο ακόμα και της Τουρκίας) ψήφισμα με το οποίο ζητείτο η απομάκρυνση των ξένων στρατευμάτων από το νησί, η επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους κ.λπ. Παράλληλα, το ίδιο ψήφισμα ζητούσε από τα ενδιαφερόμενα μέρη να αρχίσουν και πάλι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού και καλούσε τον Γ.Γ. του ΟΗΕ να προσφέρει τις «καλές υπηρεσίες» του. Η ε κ πολιτική ηγεσία εκτίμησε έτσι, μετά την επιστροφή του Μακαρίου στην Κύπρο, ότι η διακοπή των διακοινοτικών διαπραγματεύσεων δεν ενίσχυε πλέον τις ε κ θέσεις και αποφάσισε να αποδεχθεί την επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών.

Οι διακοινοτικές συνομιλίες ξανάρχισαν στις 14. 1. 1975, χωρίς καμιά εκ των προτέρων δέσμευση των δυο μερών για τη μορφή του πολιτεύματος. Οι ε κ επέμειναν στην πολυπεριφερειακή και οι τ κ στη διζωνική ομοσπονδία, με αποτέλεσμα οι συνομιλίες να ναυαγήσουν πολύ σύντομα.

Η ε κ πλευρά διατύπωσε τις προτάσεις της στις 10. 2. 75, στις οποίες περιλαμβανόταν μόνο η εξής παραχώρηση προς τους τ κ: «Προκειμένου να δημιουργηθεί τουρκική πλειοψηφία στις περιοχές που θα είναι υπό την τουρκική διοίκηση, η Κυπριακή Δημοκρατία θα αναλάβει την ανοικοδόμηση σπιτιών για τους Τουρκοκύπριους που θα ήθελαν να μετακινηθούν στις τουρκικές περιοχές» (Γ. Κρανιδιώτης 1981, σελ. 595). Από τη μεριά της, η τ κ πολιτική εξουσία επέμεινε στη διζωνική ομοσπονδία με αυξημένες αρμοδιότητες των ομόσπονδων κυβερνήσεων και αντίστοιχη αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας, με μοναδική «παραχώρηση» τη ρητή αναγνώριση των δικαιωμάτων διακίνησης, ιδιοκτησίας κ.λπ. των Κυπρίων πολιτών σ' όλη την επικράτεια του κράτους (όχι όμως και του δικαιώματος εγκατάστασης - επιστροφής των προσφύγων). Στις 13. 2. 75 η τ κ πολιτική ηγεσία απέρριψε τις ε κ προτάσεις και ανακήρυξε τη Βόρεια Κύπρο σε ομόσπονδο τουρκοκυπριακό καντόνι, προκαλώντας έτσι και την τυπική διακοπή των συνομιλιών. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ καταδίκασε στις 12. 3. 75 τη μονομερή ενέργεια της τ κ πλευράς, επανεπιβεβαιώνοντας έτσι τη διεθνή αναγνώριση της ε κ πολιτικής ηγεσίας ως της μοναδικής κυβέρνησης του κυπριακού κράτους και ζητώντας τη συνέχιση των διακοινοτικών συνομιλιών (Τενεκίδης 1981, σελ. 25758).

Η βασική προϋπόθεση που καθιστούσε διαπραγματευτικά ισχυρή την τ κ επιμονή στη λύση της διζωνικής ομοσπονδίας ήταν η μετακίνηση των πληθυσμών, που είχε ήδη, σχεδόν, ολοκληρωθεί τη στιγμή που άρχιζαν και πάλι οι διακοινοτικές συνομιλίες: Όχι μόνο η μετακίνηση του ε κ πληθυσμού στο Νότο, (αφού μάλιστα ο πληθυσμός αυτός επεδίωκε την επιστροφή του στο Βορρά), αλλά και η φυγή του τ κ πληθυσμού από το Νότο στο Βορρά, φυγή που συντελέσθηκε παρά την προσπάθεια της ε κ κρατικής εξουσίας να συγκρατήσει τον πληθυσμό αυτό στο Νότο. Αξίζει, λοιπόν, νομίζουμε να αναφερθούμε αναλυτικότερα στο ζήτημα της φυγής του τ κ πληθυσμού από τη Νότια Κύπρο.

Η φυγή του τ κ πληθυσμού προς την περιοχή που ελέγχουν τα τουρκικά στρατεύματα, αλλά και προς τις αγγλικές βάσεις της Νότιας Κύπρου αρχίζει σχεδόν αμέσως μετά την τουρκική στρατιωτική επέμβαση. Τη φυγή αυτή σταματάει όμως ο ελληνικός στρατός και οι ε κ ένοπλες ομάδες που, όπως είδαμε, αμέσως μετά την κατάληψη από την Τουρκία της Κερύνειας και του τ κ τομέα της Λευκωσίας (Αττίλας Ι) καταλαμβάνουν τους τ κ θύλακες και τα μικτά χωριά. Ορισμένοι από τους τ κ που συλλαμβάνονται κατ' αυτό τον τρόπο, κατά κανόνα πολύ μακριά από τις περιοχές των εχθροπραξιών με τα τουρκικά στρατεύματα, ανταλλάσσονται στη συνέχεια με τους Έλληνες και ε κ αιχμαλώτους πολέμου, στη διάρκεια της ανακωχής πριν τον Αττίλα II, αλλά και μετά το τέλος του πολέμου, όταν στις 6. 9. 74 αρχίζουν οι συναντήσεις Κληρίδη - Ντενκτάς για «ανθρωπιστικά θέματα» (Μαστρογιαννόπουλος 1981, σελ. 7576). Συνολικά ανταλλάχθηκαν κατά την περίοδο αυτή γύρω στις 2.500 άτομα από κάθε πλευρά. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου σημειώνονται και αρκετές περιπτώσεις μαζικών σφαγών τ κ, τις οποίες οι ε κ συγγραφείς αποδίδουν εκ των υστέρων αποκλειστικά στην ΕΟΚΑΒ'. Ομαδικοί τάφοι τ κ εντοπίσθηκαν στα χωριά Αλόα, Τόχνη, Μάραθα (84 πτώματα μεταξύ των οποίων αρκετά παιδιά) και Παλόδια («Το Κυπριακό ...», σελ. 8183). Αντίστοιχα εγκλήματα του τουρκικού στρατού αναφέρονται μετά τον Αττίλα II στη χερσόνησο της Καρπασίας, αλλά και στο χωριό Εληά, μεταξύ Λεύκας και Μόρφου (δολοφονία 12 ε κ πολιτών). Ο Γλ. Κληρίδης, πριν τη συνάντηση του με τον Ντενκτάς στις 6. 9. 74 κατήγγειλε τα εγκλήματα αυτά εναντίον των αμάχων και από τις δυο πλευρές της διαχωριστικής γραμμής: «Εγκλήματα που διαπράττονται εν ψυχρώ είναι πάντοτε καταδικαστέα και αμφότερες οι πλευρές έχουν υποχρέωση χάριν των πραγματικών συμφερόντων της Κύπρου και εν ονόματι του ανθρωπισμού να τα καταστείλουν. Η διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων πρέπει με κάθε θυσία να σταματήσει (...)» (Παρατίθεται στο Ν. Κρανιδιώτης 1985 Β', σελ. 513).

Οι βιαιοπραγίες του στρατού και των ένοπλων συμμοριών εναντίον του τ κ πληθυσμού σταματούν έτσι μετά το τέλος του πολέμου (με εξαίρεση μεμονωμένες περιπτώσεις τ κ που κακοποιούνται ή δολοφονούνται ενώ προσπαθούν να διαφύγουν στο Βορρά, βλ. «Το Κυπριακό...», σελ. 8588), καθώς η ε κ κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει τους τ κ που ζουν στη Νότια Κύπρο να παραμείνουν στις εστίες τους. Οι τ κ που εξακολουθούσαν να παραμένουν στο Νότο μετά το τέλος της τουρκικής εισβολής υπολογίζονταν σε σαράντα χιλιάδες, εκ των οποίων οι δέκα χιλιάδες είχαν καταφύγει για προστασία στο έδαφος των βρετανικών βάσεων. Η παραμονή του πληθυσμού αυτού στο Νότο πρόσφερε στην ε κ πλευρά το σημαντικότερο ίσως επιχείρημα εναντίον της τ κ εμμονής στη λύση της διζωνικής ομοσπονδίας, και καθιστούσε τη λύση της πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας εφικτή, γιατί ακριβώς διέψευδε τους ισχυρισμούς ότι η διζωνικότητα «ήταν γεγονός». Την ίδια εποχή (Σεπτέμβριος 1974) παρέμεναν στη Βόρεια Κύπρο 14.000 ε κ, αριθμός που περιορίστηκε στις 8.000 μέχρι τον Ιούλιο του 1975 («Η Έκθεση. ..», σελ. 252). Παράλληλα ο τουρκικός στρατός κρατούσε στα χωριά Γύψου και Βουνί, καθώς και στη Μόρφου περισσότερους από δυο χιλιάδες ε κ υπό περιορισμό (σε σχολεία, εκκλησίες, αλλά και ιδιωτικά σπίτια), ως ομήρους, που μέσα από την κράτηση τους εξασφαλιζόταν η ασφάλεια του τ κ πληθυσμού του Νότου.

Η ε κ κυβέρνηση αποφάσισε, λοιπόν, να απαγορεύσει την έξοδο του τ κ πληθυσμού από την επικράτεια που εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό τον έλεγχο της. Παρά όμως τη στρατιωτική επιτήρηση της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στη Νότια και τη Βόρεια Κύπρο, η φυγή των τ κ συνεχίσθηκε με ταχύτατους ρυθμούς, γιατί πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία (έναντι χρηματικών ανταλλαγμάτων, φυσικά) με τον ε κ πληθυσμό. Αξίζει στο σημείο αυτό να παραθέσουμε ορισμένα δημοσιεύματα των κυπριακών εφημερίδων της εποχής που περιγράφουν, αν και αποσπασματικά, αυτή τη μαζική φυγή των τ κ από τη Νότια Κύπρος

«Έλληνες Κύπριοι συνεχίζουν να μεταφέρουν Τουρκοκυπρίους επί αμοιβή, εις τας τουρκοκρατουμένας περιοχάς της Κύπρου (...) Προδοτική είναι η πράξις της μετακινήσεως Τουρκοκυπρίων προς τας τουρκοκρατουμένας περιοχάς υπό Ελλήνων, αφού δια της πράξεως των διευκολύνουν εις την επιβολήν διχοτομικών σχεδίων. Πλείστα κρούσματα μετακινήσεως Τουρκοκυπρίων παρατηρούνται καθημερινώς» (Τα Νέα, 7. 11. 74).

«Σκάνδαλον εις βάρος της Κυπριακής υποθέσεως και προαγωγήν της διχοτομήσεως κατά προδοτικόν τρόπον κατήγγειλαν οι βουλευταί Λάρνακος κκ Α. Ζιαρτίδης, Χρ. Χριστοφορίδης και Σπ. Ποσκώτης. Εις υπόμνημα τους προς τον προεδρεύοντα της Βουλής αναφέρουν ότι έχουν διαπιστώσει κατά τας τελευταίας εβδομάδας ότι πέραν των 10.000 τουρκοκυπρίων μετεκινήθησαν από την επαρχία Λάρνακος προς τας κατεχόμενος υπό των τουρκικών στρατευμάτων περιοχάς. Οι βουλευταί Λάρνακος ζητούν όπως ο κύριος Κόσης [υπουργός Εσωτερικών] κληθή ενώπιον της Βουλής όπως επεξήγηση πώς διέφυγαν οι Τουρκοκύπριοι αυτοί από τα οδοφράγματα που ελέγχονται υπό της Αστυνομίας και της Εθνικής Φρουράς» (Τα Νέα, 8. 11.74).

«Οι δράσται που μηχανεύονται και την κατασκευή κινητών κρυσφηγέτων σε αυτοκίνητα για να μεταφέρουν με πληρωμή τ κ στις κατεχόμενες περιοχές είναι κάτι περισσότερο από ασυνείδητοι. Κάνουν αυτοί ένα είδος αντεθνικής μαύρης αγοράς με εμπόρευμα δυστυχισμένους τ κ που μπορεί να βρεθούν σε μεγαλύτερη δυστυχία στα κατεχόμενα εδάφη ενώ αναγκάζονται να προσφέρουν τις οποιεσδήποτε οικονομίες τους στον παράνομο μεταφορέα. Και αν οι παρανομούντες είναι ξεριζωμένοι πρόσφυγες δεν σκέφτονται ότι θα κατοικηθούν από μη δικαιούχους και τα δικά τους σπίτια (...) θαμπωμένοι από μερικές λίρες που θα εισπράξουν βγάζουν μόνοι τους τα μάτια τους και πλήττουν πισώπλατα την υπόθεση του λαού τους (...) Και ο τελευταίος ελληνοκύπριος πρέπει να πεισθεί ότι διαπράττει έγκλημα βοηθώντας έναντι αργυρίων το ξερίζωμα και την εκτόπιση τ κ που διαμένουν στις ελεύθερες περιοχές (...) Άλλο μέτρο είναι να τιμωρούνται οι ε κ αγοραστές τουρκοκυπριακών περιουσιών. Αυτοί άγρια εκμεταλλεύονται τις τάσεις της φυγής και όντας παραλήδες παίρνουν στα χέρια τους όσα όσα περιουσίες. τ κ για να τους "διευκολύνουν" όπως το καταλαβαίνουν οι ίδιοι» (Χαραυγή, 26. 11. 74. Όλα τα αποσπάσματα περιέχονται στο «Το Κυπριακό. ..» σελ. 8492).

Γίνεται λοιπόν από τα παραπάνω προφανές ότι η διαίρεση της Κύπρου σε δυο περιοχές, την οποία επέβαλε τον Αύγουστο του 1974 ο τουρκικός στρατός, έγινε δεκτή ως «τετελεσμένο γεγονός» από το σύνολο του τ κ πληθυσμού. Παράλληλα, μια μεγάλη μερίδα του ε κ πληθυσμού αγνόησε τη γραμμή όλων των ε κ πολιτικών κομμάτων και δεν εμπόδισε, αλλά αντίθετα διευκόλυνε τη φυγή του τ κ πληθυσμού στο Βορρά. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι το ιδεολογικό υπόβαθρο αυτής της διευκόλυνσης ήταν η έλλειψη αισθημάτων εχθρότητας απέναντι στον τ κ πληθυσμό και η πεποίθηση ότι η κρίση μπορεί να ξεπερασθεί με ειρηνικά μέσα. Στο πλαίσιο αυτό, το σύνθημα «Πολέμα Ελλάς, μας το χρωστάς», που προωθούσαν ορισμένοι ακροδεξιοί κύκλοι, αλλά και η ΕΔΕΚ του Β. Λυσσαρίδη («Το Κυπριακό. ..», σελ. 99), δεν κατάφερε να εκφράσει παρά μόνο τις διαθέσεις μιας ισχνής μειοψηφίας του ε κ πληθυσμού.

Την αδυναμία της ε κ κρατικής εξουσίας να συγκρατήσει τη φυγή των τ κ στο Βορρά περιέγραψε και ο Γλ. Κληρίδης στη σύσκεψη για το Κυπριακό που έγινε στην Αθήνα στις 1. 12. 74 (βλ. παραπάνω) τονίζοντας: «Το σχέδιο Γκιουνές με τα πολλά καντόνια στο Νότο πρέπει να θεωρείται πεπαλαιωμένο, γιατί 28.000 Τούρκοι έχουν ήδη μετακινηθεί στο Βορρά, και δεν μένουν παρά 20.000 στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση περιοχές και 10.000 στις Βρετανικές βάσεις» (Παρατίθεται στο Ν. Κρανιδιώτης 1985 Β', σελ. 565).

Η φυγή των τ κ συνεχίζεται και το Δεκέμβριο του 1974, ενώ στις 16. 1. 75 η Μ. Βρετανία αποφασίζει να ικανοποιήσει το αίτημα των τ κ που είχαν καταφύγει στις βρετανικές βάσεις της Νότιας Κύπρου (οι οποίοι στο μεταξύ έφθαναν τις 12 χιλιάδες) και να επιτρέψει τη μεταφορά τους στη Βόρεια Κύπρο.

Η λύση της πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας, την οποία αποφάσισε να αποδεχθεί το Δεκέμβριο του 1974 η ε κ πλευρά, είχε ως θεμελιακό στοιχείο της τη δημιουργία τεσσάρων τ κ καντονιών στη Νότια Κύπρο (και δυο τ κ καντονιών στη Βόρεια Κύπρο). Η άρνηση όμως του τ κ πληθυσμού να παραμείνει στη Νότια Κύπρο, αλλά και η αδυναμία των ε κ αρχών να αποτρέψουν τη φυγή του, καθιστούσε τη λύση αυτή, με την πάροδο του χρόνου, ουσιαστικά ανέφικτη. Έτσι η ε κ πολιτική ηγεσία αποφάσισε να επανέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, εκμεταλλευόμενη και την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του Μαρτίου 1975.

Οι διακοινοτικές συνομιλίες ξαναρχίζουν τον Απρίλιο του 1975 στη Βιέννη, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και με την προσωπική συμμετοχή του Γενικού Γραμματέα του Kurt Waldheim. Σημαντικό ρόλο για την επανέναρξη των συνομιλιών έπαιξε και η διπλωματική δραστηριότητα της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και η σχετική ύφεση που επικράτησε στις σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας, μετά τη συνάντηση των πρωθυπουργών των δυο χωρών στις Βρυξέλλες, το Μάιο του 1975 (Ροζάκης 1986, σελ. 63 κ.ε.).

6.3 Η καταγραφή των νέων συσχετισμών δύναμης (Απρίλιος 1975 · Μάρτιος 1977)

Οι διακοινοτικές συνομιλίες της Βιέννης διεξάχθηκαν από τον Απρίλιο του 1975 ως το Απρίλιο του 1976 σε πέντε γύρους. Οι συνομιλίες αυτές προλείαναν το έδαφος για το δεύτερο και περισσότερο αναβαθμισμένο κύκλο των διακοινοτικών συνομιλιών, ο οποίος κατέληξε στη συμφωνία πλαίσιο επίλυσης του Κυπριακού, που είναι γνωστή ως Συμφωνία Μακαρίου - Ντενκτάς (Μάρτιος 1977). Με τη Συμφωνία αυτή, που αποτυπώνει, στις βασικές τους γραμμές, τους νέους συνολικούς συσχετισμούς των δυνάμεων που διαμορφώθηκαν στην Κύπρο μετά την τουρκική εισβολή, κλείνει και η πρώτη, μετά την εισβολή, φάση του Κυπριακού.

Οι δυο πλευρές προσήλθαν αρχικά στις διαπραγματεύσεις χωρίς να έχουν μετακινηθεί από τις αρχικές θέσεις τους, πρώτα από όλα σε ό,τι αφορά το χαρακτήρα της ομοσπονδίας (διζωνική ή πολυπεριφερειακή) που θα σχηματιζόταν.

Τέθηκε έτσι κατ' αρχή το ζήτημα των εξουσιών της (προς διαμόρφωση) κεντρικής κυβέρνησης, και αντίστοιχα των δυο ομόσπονδων κυβερνήσεων (Ιούλιος 1975), όπου διαπιστώθηκαν οι διαφορετικές προσεγγίσεις στο πρόβλημα: Οι ε κ θεωρούσαν ότι οι εξουσίες της κεντρικής κυβέρνησης έπρεπε να ορισθούν από πριν, κατά τρόπο που να διασφαλίζει την ενότητα του κράτους, και υποστήριζαν ότι οι εξουσίες των ομόσπονδων κυβερνήσεων θα απέρρεαν από αυτές της κεντρικής κυβέρνησης και θα τις συμπλήρωναν. Μετά τον καθορισμό των εξουσιών της κεντρικής και των ομόσπονδων κυβερνήσεων, υποστήριζαν οι ε κ, όλες οι «εναπομένουσες» εξουσίες θα περιέρχονταν επίσης στην κεντρική κυβέρνηση. Αντίθετα οι τ κ αντιλαμβάνονταν τις εξουσίες της κεντρικής κυβέρνησης ως απορρέουσες από αυτές των ομόσπονδων κυβερνήσεων, οι οποίες, όπως υποστήριζαν, έπρεπε κατ' αρχή να οριοθετηθούν. (Γ. Κρανιδιώτης 1981). Η διεθνής υπόσταση, όμως, της Κυπριακής Δημοκρατίας (διεθνής αναγνώριση της ε κ πολιτικής εξουσίας ως κεντρικής κυβέρνησης) και η μη αναγνώριση της τ κ επικράτειας ως ομόσπονδης κυβέρνησης καθιστούσε στο ζήτημα αυτό την ελληνική διαπραγματευτική θέση σαφώς ισχυρότερη.

Στο πλαίσιο του τρίτου γύρου των συνομιλιών, τέθηκε το ζήτημα του τ κ πληθυσμού που εξακολουθούσε να κρατείται παρά τη θέληση του στο Νότο, και το παράλληλο ζήτημα των ε κ ομήρων στο Βορρά (βλ. παραπάνω). Στις 9. 8. 75 συμφωνήθηκε να αρθούν οι εκατέρωθεν περιορισμοί και να επιτρέπει η μετακίνηση των τ κ στο Βορρά (και αντίστοιχα των ε κ στο Νότο). Με τη συμφωνία αυτή (που όπως είδαμε ήταν, έτσι κι αλλιώς, αναπόφευκτη) πραγματοποιείται και τυπικά ο ολοκληρωτικός εδαφικός διαχωρισμός των δυο κοινοτήτων.

Παράλληλα, στην προσπάθεια επίλυσης του εδαφικού ζητήματος, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ πρότεινε ως πρώτο βήμα «την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από τρεις ζώνες (την περιοχή νοτίως του νέου δρόμου Αμμοχώστου, την περιοχή Τρικώμου και την περιοχή Μόρφου), την υπαγωγή τους κάτω από την αστυνόμευση του ΟΗΕ, και την επιστροφή των κατοίκων των περιοχών αυτών στα σπίτια τους» (Γ. Κρανιδιώτης 1981, σελ. 598). Οι τ κ αρνήθηκαν όμως την οποιαδήποτε συζήτηση για το εδαφικό, αν προηγουμένως δεν γινόταν δεκτή από τους ε κ η κρατική μορφή της διζωνικής ομοσπονδίας.

Το Σεπτέμβριο του 1975 οι ε κ διέκοψαν έτσι τις διακοινοτικές συνομιλίες και προσέφυγαν στην 30η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, η οποία ζήτησε και πάλι, στις 21. 11. 75 την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων, την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους και την επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών. Από την παρέμβαση του αμερικανού υπουργού εξωτερικών Χ. Κίσιυγκερ στη Γ. Σ. του ΟΗΕ γίνεται προφανές ότι οι ΗΠΑ πρόκριναν πλέον τη λύση του Κυπριακού στη βάση της διζωνικής ομοσπονδίας (Κουφουδάκης 1988, σελ. 240).

Η Ελλάδα και η Τουρκία αναλαμβάνουν τότε μια πρωτοβουλία για την επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών: Στις 12. 1. 1976 οι υπουργοί εξωτερικών των δυο χωρών υπογράφουν στις Βρυξέλλες, στο περιθώριο της Διάσκεψης του NATO, πρωτόκολλο για την επανέναρξη των συνομιλιών ανάμεσα στις δυο κοινότητες της Κύπρου. Το σημαντικό στοιχείο που περιέχει το πρωτόκολλο των Βρυξελλών είναι η θέση ότι οι διακοινοτικές διαπραγματεύσεις θα πρέπει να διεξαχθούν εφ όλων των ζητημάτων, ώστε να προκύψει μια «συμφωνία πακέτο», δηλ. μια συμφωνίας α) για το χαρακτήρα της ομοσπονδίας που θα εγκαθιδρυθεί, β) για τον τρόπο διευθέτησης του εδαφικού και γ) για το χαρακτήρα των εξουσιών της κεντρικής κυβέρνησης. Με τον τρόπο αυτό θα διευκολύνονταν οι αμοιβαίες υποχωρήσεις που έμοιαζαν να «προκύπτουν από τα πράγματα» (τους παγιωμένους πλέον συσχετισμούς δύναμης), δηλαδή η ε κ υποχώρηση στο ζήτημα του διζωνικού χαρακτήρα της ομοσπονδίας και η τ κ υποχώρηση στο ζήτημα της πρωτοκαθεδρίας της κεντρικής έναντι των ομόσπονδων κυβερνήσεων.

Ο πέμπτος γύρος των συνομιλιών διεξάγεται το Φεβρουάριο του 1976 και καταλήγει και πάλι σε αποτυχία καθώς οι τ κ απορρίπτουν τις ε κ προτάσεις για το εδαφικό, σύμφωνα με τις οποίες η τ κ περιοχή θα έπρεπε να περιορισθεί στο 20% του κυπριακού εδάφους. Εντούτοις, γίνεται φανερό ότι η ε κ πλευρά είναι πλέον διατεθειμένη να διαπραγματευθεί στη βάση της διζωνικής ομοσπονδίας. Η νέα αυτή γραμμή χρεώνεται από μερίδα του τύπου, αλλά και από την ΕΔΕΚ, στον ε κ διαπραγματευτή Γλαύκο Κληρίδη, ο οποίος μάλιστα κατηγορείται και για τη συμφωνία του Αυγούστου 1975, με την οποία επιτρεπόταν η ελεύθερη μετακίνηση προς το Βορρά των τελευταίων τ κ που εξακολουθούσαν να βρίσκονται την εποχή εκείνη στο Νότο (παρότι μάλιστα για τη συμφωνία εκείνη είχε προϋπάρξει απόφαση του ε κ «Εθνικού Συμβουλίου»). Ο Κληρίδης παραιτείται από τη θέση του διαπραγματευτή και αποχωρεί από το «Εθνικό Συμβούλιο». Στη θέση του διαπραγματευτή ορίζεται μετά την παραίτηση Κληρίδη ο Τ. Παπαδόπουλος, χωρίς όμως να παρατηρηθεί η οποιαδήποτε αλλαγή στην ε κ διαπραγματευτική στρατηγική. Τελικά, οι διακοινοτικές συνομιλίες διακόπτονται τον Απρίλιο του 1976 χωρίς να επιτευχθεί συμφωνία.

Στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν το 1976 στην ε κ επικράτεια, μετά τη διακοπή των συνομιλιών, ο Γλ. Κληρίδης ηγείται του «Δημοκρατικού Συναγερμού» και συγκεντρώνει 27% των ψήφων, χωρίς όμως, με βάση το εκλογικό σύστημα που ίσχυε, να εκλεγεί βουλευτής. Ο συνασπισμός του ΑΚΕΛ, της «Δημοκρατικής Παράταξης» (που αργότερα μετονομάστηκε σε «Δημοκρατικό Κόμμα» - ΔΗΚΟ) υπό τον Σπ. Κυπριανού, της ΕΔΕΚ υπό τον Β. Λυσσαρίδη και ανεξάρτητων προσωπικοτήτων συγκέντρωσε 74% των ψήφων και εξέλεξε και τους 35 βουλευτές που προβλέπονταν από το Σύνταγμα (οι 15 έδρες των τ κ παρέμειναν κενές).

Οι βουλευτικές έδρες κατανεμήθηκαν ανάμεσα στα κόμματα του συνασπισμού ως εξής: 21 έδρες πήρε η «Δημοκρατική Παράταξη», 9 το ΑΚΕΛ, 4 η ΕΔΕΚ, ενώ 1 έδρα δόθηκε στον ανεξάρτητο Τ. Παπαδόπουλο. Η κατανομή αυτή των εδρών αποτελεί σημαντική παραχώρηση από τη μεριά του ΑΚΕΛ, που αναμφισβήτητα αποτελούσε το ισχυρότερο κόμμα της Κύπρου, τόσο προς το κόμμα του Σπ. Κυπριανού, όσο και προς την ΕΔΕΚ. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε, ότι όλα τα κυπριακά κόμματα πλην του ΑΚΕΛ προήλθαν από την πάλαι ποτέ ενιαία κυπριακή Δεξιά υπό την «Εθναρχία» και τον Μακάριο (που αρχικά σχημάτισε το ΕΔΜΑ και στη συνέχεια το «Πατριωτικό Μέτωπο»)ς Η ΕΔΕΚ προέκυψε ως διάσπαση από τα αριστερά (ιδρύθηκε το Φεβρουάριο του 1969), ο ΔΗΣΥ ως διάσπαση από τα δεξιά και η «Δημοκρατική Παράταξη» ως «μετεξέλιξη» του μακαρικού «Πατριωτικού Μετώπου».

Ο ΔΗΣΥ πολιτεύθηκε στις εκλογές του 1976 με βάση μια «ακραιφνή» αντικομμουνιστική ιδεολογία και ένα «ρεαλιστικό» (κατά τους αντιπάλους του «ενδοτικό») σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού (επίκληση της δυτικής διαμεσολάβησης, αναγνώριση της ανάγκης για διακοινοτικό διάλογο στη βάση της διζωνικής ομοσπονδίας). Το κύριο χαρακτηριστικό του συνασπισμού των υπολοίπων κομμάτων ήταν η διακήρυξη της εμμονής τους στη στρατηγική που έκφραζε ο «εθνάρχης Μακάριος» («αδέσμευτη ανεξάρτητη ενιαία Κύπρος»).

Δυο στοιχεία αξίζει να παρατηρήσουμε εδώ σε αναφορά με τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων στην Κύπρο κατά την εποχή αυτής

α) Από τη μια, την αδιαφιλονίκητη ηγεμονία του Μακαρίου πάνω σ' όλες τις πολιτικές δυνάμεις, που σε συνδυασμό με τις αυξημένες εξουσίες που παρέχει στον. Πρόεδρο το κυπριακό Σύνταγμα, του εξασφαλίζει μια τεράστια ευχέρεια χειρισμών για την επίλυση του Κυπριακού.

β) Τη δυνατότητα του ΔΗΣΥ (υπό τον Κληρίδη) να συσπειρώσει, με βάση μια ακροδεξιά - αντικομμουνιστική ιδεολογία, την πλειοψηφία των συντηρητικών ε κ ψηφοφόρων.

Αν στο σημείο αυτό ληφθεί υπόψη, α) ότι την εποχή αυτή ο Κληρίδης είναι ο μόνος ε κ πολιτικός ηγέτης που διακηρύσσει ανοικτά την αναγκαιότητα συνδιαλλαγής με τους τ κ στη βάση των νέων συσχετισμών δύναμης, και 6) ότι, όπως υποστηρίζουν οι περισσότεροι συγγραφείς που αναφέρονται στις πολιτικές δυνάμεις της Κύπρου, ο ΔΗΣΥ συσπείρωσε στις γραμμές του τη μεγάλη πλειοψηφία των στελεχών της ΕΟΚΑ της περιόδου 1955 59 (βλ. ενδεικτικά Μαστρογιαννόπουλος 1981, σελ. 74 85 και 93 97, Αξελός Βεργής Χατζηπαύλου 1980, σελ. 42), τότε μπορούμε ίσως να διακινδυνεύσουμε την υπόθεση ότι για τον πολιτικό χώρο της ΕΟΚΑ (της κυπριακής «στρατευμένης» Δεξιάς) ο φασίζων αντικομμουνισμός μάλλον, παρά η «εθνική ιδεολογία της Ένωσης», αποτελούσε τον ισχυρότερο ιδεολογικό συνεκτικό ιστό. Βέβαια, όπως είδαμε στο Α' μέρος αυτής της μελέτης (θέσεις 25), η ΕΟΚΑ ήταν πάνω απ' όλα μια στρατιωτικού τύπου οργάνωση που καθοδηγείτο, μέσω του Γρίβα, από την ελληνική κυβέρνηση και την κυπριακή εκκλησία («Εθναρχία»). Πέρα όμως από αυτό (που αποτελεί αναμφίβολα την κύρια πλευρά του ζητήματος), η ελάχιστη αντοχή που παρουσιάζει στο χρόνο η «αδιάλλακτη ενωτική» ιδεολογία της ΕΟΚΑ μοιάζει να μας δείχνει ότι για την οργάνωση αυτή πράξεις όπως η δολοφονία των κομμουνιστών Ηλ. Τοφαρή και Μ. Πέτρου (Ιανουάριος 1958), ή ο μέχρι θανάτου λιθοβολισμός του (κομμουνιστή επίσης) Σάββα Μενοίκου (Μάιος 1958) είχαν τουλάχιστον τόση σημασία, όση και ο ένοπλος αγώνας κατά των Βρετανών.

Μια σημαντική διεθνής επιτυχία της ε κ πλευράς κατά την περίοδο που μεσολαβεί από τη διακοπή και μέχρι την επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών είναι η Έκθεση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, που εγκρίθηκε στις 10. 7. 76 ύστερα από προσφυγή (για την ακρίβειας δυο αλληλοδιάδοχες προσφυγές) της ε κ κυβέρνησης. Με την Έκθεση, από τη μια καταδικάζεται η τουρκική εισβολή στην Κύπρο και οι συνέπειες από τη συνεχιζόμενη παρουσία του τουρκικού στρατού στο νησί, ενώ από την άλλη επικυρώνεται για μια ακόμα φορά η διεθνής υπόσταση της ε κ πολιτικής εξουσίας ως του μοναδικού εκπροσώπου (της μοναδικής κυβέρνησης) της Κυπριακής Δημοκρατίας (Τενεκίδης 1981, σελ. 266277, «Η Έκθεση...»1985).

Ο νέος γύρος των διακοινοτικών συνομιλιών αρχίζει μετά από αμερικανική μεσολάβηση στις 27. 1. 1977. Οι συνομιλίες είναι, από ε κ πλευράς, αναβαθμισμένες ως προς το παρελθόν, όπως υποδηλώνεται, άλλωστε, από τη συμμετοχή σ' αυτές του ίδιου του Μακαρίου. Οι συνομιλίες καταλήγουν, στις 13. 3. 77, σε μια συμφωνία πλαίσιο («κατευθυντήριες γραμμές»), που είναι γνωστή ως «συμφωνία Μακαρίου - Ντενκτάς». Δεν πρόκειται για ολοκληρωμένη συμφωνία επίλυσης του Κυπριακού, αλλά για τη διατύπωση του πλαισίου μέσα στο οποίο θα αναζητηθούν οι συγκεκριμένες λύσεις. Με την έννοια αυτή η συμφωνία Μακαρίου - Ντενκτάς αποτυπώνει τους νέους συσχετισμούς δύναμης που έχουν ήδη παγιωθεί, τους. συσχετισμούς1 στο εσωτερικό των οποίων μπορεί να διαμορφωθεί μια συμφωνία ανάμεσα στην ε κ και την τ κ πλευρά.

Όπως γίνεται αντιληπτό από το κείμενο της συμφωνίας Μακαρίου - Ντενκτάς. που παραθέσαμε στην αρχή αυτής της παραγράφου, οι δυο πλευρές αποδέχθηκαν:

α) Ότι η προς διαμόρφωση κρατική μορφή θα είναι διζωνική ομοσπονδία.

β) Ότι η κεντρική κυβέρνηση θα διατηρεί την πρωτοκαθεδρία ως προς τις ομόσπονδες κυβερνήσεις, με τρόπο βέβαια που να εξασφαλίζει τόσο την ενότητα (το ενιαίο) του κράτους, όσο και την αυτοδιοίκηση της κάθε κοινότητας.

γ) Ότι κριτήρια για την έκταση του εδάφους που θα διοικείται από την τ κ κοινότητα θα είναι η οικονομική βιωσιμότητα κ.λπ. του τ κ καντονιού κι όχι το ποσοστό των τ κ στο συνολικό κυπριακό πληθυσμό, θα πρόκειται επομένως για μια εδαφική έκταση που, αν και μικρότερη από το 38% του κυπριακού εδάφους που κατέλαβαν για λογαριασμό των τ κ τα τουρκικά στρατεύματα, θα είναι πάντως μεγαλύτερη από το 20% του εδάφους του νησιού.

δ) Ότι η αναγνώριση των δικαιωμάτων διακίνησης, εγκατάστασης και ιδιοκτησίας θα πρέπει να εφαρμοστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείεται η κατάργηση της τ κ πληθυσμιακής πλειοψηφίας στη Βόρεια Κύπρο, η οποία προέκυψε με την τουρκική εισβολή (π.χ. μη επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους και αποζημίωση τους για τις χαμένες περιουσίες τους, όροι και περιορισμοί του δικαιώματος εγκατάστασης κ.λπ.).

ε) Το ζήτημα των διεθνών εγγυήσεων και της αποστρατιωτικοποίησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, εφόσον δεν αναφέρεται στη συμφωνία - πλαίσιο, αφήνεται να εννοηθεί ότι οριοθετείται προς επίλυση (τόσο χρονικά, όσο και ως προς τη σημασία του) δεύτερο, δηλαδή μετά την επίλυση του ζητήματος της κρατικής μορφής (συνταγματικό) και των εδαφικών ορίων της τ κ περιοχής.

Η συμφωνία Μακαρίου - Ντενκτάς αποτελεί αναμφίβολα το σημαντικότερο σταθμό στην εξέλιξη του Κυπριακού μετά την τουρκική εισβολή, γιατί καταγράφει το πλαίσιο (αναφορικά με όλες τις «πτυχές» του προβλήματος) μέσα στο οποίο είναι δυνατό να επιλυθεί (αν επιλυθεί) το Κυπριακό πρόβλημα. Η επόμενη ιστορική φάση του Κυπριακού (1977 - 1989), φάση στην οποία θα αναφερθούμε στο επόμενο τεύχος των θέσεων, χαρακτηρίζεται από δυο στοιχεία:

α) Τις διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού με βάση το πλαίσιο που διαμόρφωσε η συμφωνία Μακαρίου - Ντενκτάς.

β) Τις αμφιταλαντεύσεις της ε κ (κατ' αρχή) πλευράς ανάμεσα στη στρατηγική της διακοινοτικής διευθέτησης (σημείο α) και τη στρατηγική της διατήρησης της εκκρεμότητας (δηλαδή του status quo που δημιούργησε η τουρκική εισβολή).

Ως τελευταία παρατήρηση αναφορικά με την περίοδο 1974 - 1977 του Κυπριακού αξίζει να τονίσουμε και πάλι ότι η συμφωνία Μακαρίου Ντενκτάς (αλλά και γενικότερα οι διακοινοτικές συνομιλίες) αντικατοπτρίζει το συνολικό συσχετισμό των δυνάμεων ανάμεσα στις δυο κοινότητες της Κύπρου, συσχετισμό ο οποίος διαμορφώνεται:

α) Από την τουρκική στρατιωτική κατοχή, για λογαριασμό των τ κ, του 38% του κυπριακού εδάφους και τη δυνατότητα της Τουρκίας να διατηρεί τη στρατιωτική της υπεροπλία στην Κύπρο.(Βλ. σχετικά και το σημείο 6.1 της ανάλυσης μας).

β) Από τη διεθνή αναγνώριση της ε κ πολιτικής εξουσίας ως της μόνης νόμιμης κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, νοούμενης (στο διεθνοπολιτικό και διπλωματικό επίπεδο) ως ενιαίας επικράτειας.

γ) Από τη διεθνή καταδίκη της τουρκικής επέμβασης και τη μη αναγνώριση (από όλες τις χώρες πλην της Τουρκίας) της οποιασδήποτε διεθνοπολιτικής υπόστασης της τ κ πολιτικής εξουσίας και επικράτειας.

δ) Από τη συνακόλουθη διεθνή οικονομική απομόνωση και αποκλεισμό της τ κ επικράτειας (βλ. π.χ. «Το Κυπριακό. ..», σελ. 110 - 113), που την οδηγεί σε μια οικονομική και πολιτική πρόσδεση στο τουρκικό κράτος.

ε) Από την εξέλιξη του διεθνούς συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στην Τουρκία από τη μια μεριά και την Ελλάδα και την Κύπρο από την άλλη.

Είναι, συνακόλουθα, εντελώς λανθασμένη και παραπλανητική η άποψη μιας μεγάλης μερίδας συγγραφέων, (οι οποίοι επιχειρούν να αντιπαραθέσουν τη «στρατηγική των διαπραγματεύσεων» στη «στρατηγική της διεθνοποίησης», βλ. ενδεικτικά Τενεκίδης 1981), σύμφωνα με την οποία στις διακοινοτικές συνομιλίες καταγράφεται μόνο ο στρατιωτικός συσχετισμός των δυνάμεων ανάμεσα στην Τουρκία και την Κύπρο (και επομένως οι συνομιλίες πρέπει να εγκαταλειφθούν). Απλώς, ο ενδοκυπριακός στρατιωτικός συσχετισμός των δυνάμεων παίζει μετά το 1974 ένα ιδιαίτερα αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των συνολικών συσχετισμών δύναμης ανάμεσα στις δυο κοινότητες.

Στα ζητήματα όμως αυτά θα αναφερθούμε αναλυτικότερα στο Ε' (και τελευταίο) μέρος της ανάλυσης μας, που θα δημοσιευθεί στο επόμενο τεύχος του περιοδικού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αξελός Λ. Βεργής Δ. Χατζηπαύλου Π. (1980)ς «Κύπρος: Από την αυτοδιάθεση - ένωση στην διεθνοποίηση - διχοτόμηση», στο: Τετράδια τ. 1, Αθήνα, σελ. 1468.

«Διαστάσεις των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αιγαίο - Κύπρος» (1986), Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα.

«Η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τις προσφυγές (6780 74 θ 6950) της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά της Τουρκίας» (1985), προλεγόμενα Δ. Κ. Κώνστας, στο: Δίκαιο και διεθνής πολιτική, τ. 9, σελ. 237269.

Ιωάννου Κ. Μ. (1985)ς «Η ελληνική Βουλή και το Κυπριακό ζήτημα (19741981)», στο: Δίκαιο και διεθνής πολιτική, τ. 9, σελ. 77 - 94.

Κουφουδάκης Κ. (1988)ς «Το Κυπριακό, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και οι υπερδυνάμεις 19601986», στο: «Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις 19231987», εκδ. Γνώση, Αθήνα, σελ. 215268.

Κρανιδιώτης Γ. Ν. (1981)ς «Οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού. Οι διακοινοτικές συνομιλίες 19741981», στο: Τενεκίδης Γ. Κρανιδιώτης Γ. (1981)ς «Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της», Εστία, Αθήνα, σελ. 583 - 688.

Κρανιδιώτης Ν. (1985)ς «Ανοχύρωτη πολιτεία. Κύπρος 19601974», τόμος Β', Εστία, Αθήνα.

«Το Κυπριακό και τα διεθνιστικά καθήκοντα των ελληνοκυπρίων επαναστατών» (1985), έκδοση της Εργατικής Δημοκρατίας, Λευκωσία.

Κυπριανίδης Τ. Μηλιός Γ. (198889)ς «Το Κυπριακό μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ελληνική και η ελληνοκυπριακή στρατηγική», Μέρη Α", Β' και Γ' (1945 - 1974), στο: θέσεις, τεύχη 25, 26 θ 28, Αθήνα.

Μαστρογιαννόπουλος Π. (1981)ς «Κύπρος: Σοσιαλιστική προοπτική η μόνη διέξοδος στο άλυτο εθνικό και κοινωνικό πρόβλημα», εκδ. Ξεκίνημα, Αθήνα.

Μούσκος Α. Γ. (1975)ς «Απόβαση - Κύπρος 1974», Αθήνα.

«Πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής για το "Φάκελο της Κύπρου"» (1989), εκδ. Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα.

Ροζάκης Χρ. (1986)ς «Ελληνική εξωτερική πολιτική 19741981», Μαλλιαρής Παιδεία, Αθήνα.

Τενεκίδης Γ. Κρανιδιώτης Γ. (1981)ς «Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της», Εστία, Αθήνα.

Τενεκίδης Γ. Κ. (1981)ς «Διεθνοποίηση και αποδιεθνοποίηση του Κυπριακού πριν και μετά την τουρκική εισβολή», στο: Τενεκίδης Γ. Κρανιδιώτης Γ. (1981)ς «Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της», Εστία, Αθήνα, σελ. 195323.

United Nations Industrial Development Organization - UNIDO (1985)ς «Industry and Development. Global Report 1985», New York

"Οι πραξικοπηματίες νομίζουν ότι έκαναν επανάσταση και ότι πρέπει να κυβερνήσουν. Όλοι οπλοφορούν. και ελέγχουν την αστυνομία και τη διοίκηση. (...) Ζήτησαν τα όνο υπουργεία που δεν είχα συμπληρώσει. Ζήτησαν επίσης μερικές σημαντικές θέσεις τις οποίες δεν τους έδωσα. Εν τω μεταξύ η αστυνομία τελεί υπό διάλυσιν, η Εθνοφρουρά χρειάζεται πλήρη αναδιοργάνωσιν. Η κατάστασις είναι εκρηκτική"

(Από την εισήγηση του Γλ. Κληρίδη στη Σύσκεψη υπό τον Κ. Καραμανλή, στην Αθήνα, στις 9. 8. 74. Παρατίθεται στο Ν. Κρανιδιώτης 1985 Β' σελ. 442).

1. Ο ίδιος ο Μακάριος δήλωνε στις 19 Ιουλίου 1974 από το βήμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ: «Δεν έγινε επανάστασις εις Κύπρον, η οποία θα ηδύνατο να θεωρηθή ως μία εσωτερική υπόθεσις. Ήτο μία εισβολή, η οποία παρεβίασε την ανεξαρτησίαν και την κυριαρχίαν της Δημοκρατίας. Και η εισβολή συνεχίζεται, εφ' όσον υπάρχουν Έλληνες αξιωματικοί εις Κύπρον». (Παρατίθεται στο Ν. Κρανιδιώτη; 1985 Β', σελ. 393 394. Βλ. και Κυπριανίδης - Μηλιός. θέσει; 28. σελ. 110 - 113).

2. Η βασική αντίφαση του κυπριακού κοινωνικού σχηματισμού ήταν φυσικά, κατά την περίοδο που εξετάζουμε, η αντίφαση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Όμως ο συσχετισμός των δυνάμεων σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα ήταν τέτοιος, που δεν επέτρεπε στη βασική αντίφαση να αναδειχθεί και να διωθεί από τους δρώντες φορείς των διαφορετικών ταξικών πρακτικών και ως η κυρίαρχη αντίφαση. Με άλλα λόγια, η κυριαρχία του εθνικισμού και των αστικών πολιτικών πρακτικών πάνω στην εργατική τάξη της Κύπρου (ε κ και τ κ) δεν άφηνε περιθώρια για την ανάπτυξη μιας επαναστατικής (δηλ. αντικαπιταλιστικής) στρατηγικής.

1. Σ το μεταξύ ο Κληρίδης είχε διορίσει νέο υπουργικό συμβούλιο στην Κύπρο.

1. Μια μικρής έκτασης τουρκική προέλαση έλαβε χώρα και στις 17. 8. 74, παρά τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός. (Βλ. Κρανιδιώτης 1985 Β', σελ. 675).

«Σαν αντίποινο για τα κακά που έκαναν οι τούρκοι στρατιώτες στον είκ μετά την εισβολή, οι ένοπλες είκ ομάδες επιτέθηκαν εναντίον των χωριών και σκότωσαν εν ψυχρώ μεγάλο αριθμό αμάχων τίκ. Για να σώσουν τη ζωή τον: όλοι οι τ κ που ζούσαν στις περιοχές, Ίον ελέγχονταν από τον: είκ, κατέφυγαν στην περιοχή που κατέλαβε ο τουρκικός στρατός.» (Χ. Οικονομίδη, «Πώς μπορούσε και πώς μπορεί να λυθεί το Κυπριακό», σελ. 26. Παρατίθεται στο «Το Κυπριακό...», σελ. 82).

1. Στις 14. 11. 74 ο Μακάριος ενημερώνοντας τον Ν. Κρανιδιώτη για τις επαφές του στις ΗΠΑ του είπε «Ο Κίσινγκερ (...) ετοιμάζει κάποιο σχέδιο πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας, που αν μπορέσουμε να το βελτιώσουμε, νομίζω ποιος θα 'ναι ικανοποιητικό». (Παρατίθεται στο Ν. Κρανιδιώτης 1985 Β', σελ 554).

1. Αλλωστε, μια τέτοια δίωξη θα δημιουργούσε ενδεχομένως προβλήματα στις σχέσεις με την Ελλάδα. Όπως σημείωνε ο Κληρίδης σε δηλώσεις του στις 12. 10. 74: «Το στρατιωτικόν πραξικόπημα οργανωθεί και εξετελέσθη υπό εξωγενών δυνάμεων (...). αίτινες και ευρίσκονται εκτός Κύπρου, τους όπερ αποκλείει οιανδήποτε εντεύθεν δίωξίν των» (Στο: Κρανιδιώτης 1985 Β', σελ 552).

2. Στην Αθήνα ο Μακάριος είχε την ευκαιρία να «κάνει πολιτική» πέρα από τα όρια του Κυπριακού προβλήματος. Στο αφήγημα του Ν. Κρανιδιώτη για το Κυπριακό διαβάζουμε: «Τρεις μέρες αργότερα, στην επίσκεψη μου της 20ής Νοεμβρίου. ο Αρχιεπίσκοπος με εξέπληξε δίνοντας μου ένα σχέδιο διαγγέλματος του Βασιλέως Κωνσταντίνου προς τον Ελληνικό λαό, και λέγοντας μου να το επεξεργασθώ και να το επεκτείνω». (Ν. Κρανιδιώτης 1985 Β', σελ. 556).

«II Ζητούμε μιαν ανεξάρτητη, αδέσμευτη δικοινοτική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία. 21 Το έδαφος που θα διοικείται από την κάθε Κοινότητα θα πρέπει να συζητηθεί υπό το φως της οικονομικής βιωσιμότητας και παραγωγικότητας, και της ιδιοκτησίας της γης. 31 Ζητήματα αρχών, όπως η ελευθερία της εγκατάστασης, το δικαίωμα ιδιοκτησίας και άλλα θέματα είναι συζητήσιμα, λαμβανομένων υπόψη των θεμελιωδών αρχών ενός δικοινοτικού ομοσπονδιακού συστήματος και κάποιων πρακτικών δυσχερειών που μπορεί να ανακύψουν για την Τουρκοκυπριακή Κοινότητα. 41 Οι εξουσίες και λειτουργίες της κεντρικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης θα είναι τέτοιες που να εξασφαλίζουν την ενότητα της χώρας και εν όψει του δικοινοτικού χαρακτήρα του κράτους». (Συμφωνία Μακαρίου - Ντενκτάς, Μάρτιος 1977. Στο: Τενεκίδης 1981. σελ. 289).