του Γιώργου Σταμάτη
Ο νόμος πλαίσιο για την ανώτατη παιδεία (νόμος 1268 82) πρόβλεπε με τα άρθρα του 29,27 και 28 την οργάνωση και λειτουργία μεταπτυχιακών σπουδών στα ΑΕΙ. Τα άρθρα αυτά καταργήθηκαν από το άρθρο 81, παρ. Α.8. του νόμου 1566 του 1985 και αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 81 του ιδίου νόμου, θέματα έρευνας και μεταπτυχιακών σπουδών στα ΑΕΙ ρυθμί· ζουν επίσης τα άρθρα 9 και 10 του νόμου 1771 του 1988.
Η νομοθετική ρύθμιση της οργάνωσης και λειτουργίας μεταπτυχιακών σπουδών στα ΑΕΙ προχωρεί λοιπόν. Με πολύ αργούς ρυθμούς, ευτυχώς. Διότι ούτε τα προβλεπόμενα από τους δυο τελευταίους νόμους προεδρικά διατάγματα έχουν εκδοθεί, ούτε, πολύ περισσότερο, έχουν ληφθεί συγκεκριμένα μέτρα για τη δημιουργία των υλικών προϋποθέσεων της οργάνωσης και λειτουργίας τους.
Αυτό προσφέρει στα ΑΕΙ τη δυνατότητα να συζητήσουν το σημαντικότερο ζήτημα σχετικά με τις μεταπτυχιακές σπουδές: την αναγκαιότητα για τη χώρας μας του είδους των μεταπτυχιακών σπουδών που προβλέπει ο νόμος.
Το άρθρο 81, παρ. Β.2 του νόμου 1566 85 ορίζει, ότι «η διαδικασία προπαρασκευής και απόκτησης διδακτορικού διπλώματος αποτελεί τη δεύτερη φάση του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών». Έτσι, όπως η δεύτερη φάση θα κλείνει με την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος, η πρώτη, έμμεσα προφανώς προβλεπόμενη από το νόμο, φάση του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών θα κλείνει μάλλον με την απόκτηση ενός διπλώματος master ή DE Α.
Η πλειοψηφία της πανεπιστημιακής κοινότητας, θεωρώντας αυτονόητη την αναγκαιότητα τέτοιου είδους μεταπτυχιακών σπουδών στη χώρα μας σήμερα, ζητά την οργάνωση τους ή συνηγορεί σ' αυτήν. Συγχρόνως ταυτίζει αυτές τις σπουδές με μια διαδικασία διδασκαλίας κυρίως, αλλά και «έρευνας» (ότινος, τελωσπάντων, περνάει σήμερα στη χώρα μας για έρευνα)1, της οποίας η πρώτη φάση λήγει με την απόκτηση διπλώματος master και η δεύτερη με την απόκτηση του διδακτορικού διπλώματος, έτσι όπως οι προπτυχιακές σπουδές τελειώνουν με την απόκτηση του συνήθους διπλώματος σπουδών.
Είναι όμως πράγματι αυτονόητο, ότι χρειαζόμαστε σήμερα μεταπτυχιακές σπουδές, μάλιστα αυτού τους είδους;
Φοβούμεθα, ότι το αίτημα για μεταπτυχιακές σπουδές δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες της ανώτατης παιδείας, αλλά στην καλύτερη περίπτωση, είναι αποτέλεσμα αβασάνιστου μιμητισμού, ο οποίος λανσάρεται ως εκσυγχρονισμός και πρόοδος. Βέβαια υπάρχουν αλλού, σε χώρες, οι οποίες λειτουργούν γι' αυτούς που ζητούν τη λειτουργία μεταπτυχιακών σπουδών στη χώρα μας, σαν πρότυπα προς μίμηση, τέτοιου είδους μεταπτυχιακές σπουδές. Π.χ. στην Μεγάλη Βρετανία, στις Η.Π. Α. και στον Καναδά. Όμως εκεί οι προπτυχιακές σπουδές διαρκούν μόνον τρία χρόνια και είναι έτσι προγραμματισμένες και οργανωμένες, που κάποιος, ο οποίος σπουδάζει π.χ. οικονομία, επειδή στα προπτυχιακά διδάσκεται περισσότερη λογοτεχνία ή ψυχολογία απ' ό,τι οικονομία, να μη θεωρείται ήδη οικονομολόγος όταν τελειώσει αυτού του είδους τις προπτυχιακές σπουδές, αλλά μόνον όταν περατώσει και την πρώτη φάση των μεταπτυχιακών σπουδών, όταν δηλ. αποκτήσει δίπλωμα master. Στις χώρες αυτές οι προπτυχιακές σπουδές και η πρώτη φάση των μεταπτυχιακών σπουδών, η οποία λήγει με την απόκτηση του διπλώματος master, έχουν την λειτουργία, την οποία έχουν στην ηπειρωτική Ευρώπη και στη χώρα μας οι προπτυχιακές σπουδές. Και ως τέτοιες μόνον αναγνωρίζονται από τα πανεπιστήμια πολλών χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης. Το αγγλικό Bachelor of Arts ή of Science δεν αναγνωρίζεται στην Δυτική Γερμανία ως δίπλωμα, και όποιος κατέχει μόνον Bachelor δεν μπορεί να εκπονήσει διδακτορική διατριβή - καίτοι για την εκπόνηση της απαιτείται μόνον δίπλωμα σπουδών. Για να εκπονήσει κάποιος που έχει σπουδάσει στην Αγγλία διδακτορική διατριβή πρέπει να κατέχει δίπλωμα master. Όχι όμως οποιοδήποτε δίπλωμα master, αλλά δίπλωμα master για την απόκτηση του οποίου εκπονήθηκε διατριβή. Master, που έχει αποκτηθεί χωρίς διατριβή, δεν αναγνωρίζεται στην Δ. Γερμανία ως δίπλωμα σπουδών που απαιτείται για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής, και ο κάτοχος τέτοιου διπλώματος master, που θέλει να εκπονήσει διδακτορική, πρέπει πρώτα να συγγράψει εκεί μια εργασία αντίστοιχη της γερμανικής διπλωματικής εργασίας, για να γίνει δεκτός. Έτσι ακριβώς μεταχειρίζονται τα γερμανικά πανεπιστήμια και τα ελληνικά διπλώματα, δηλ. σαν αγγλικά masters. Αυτός, ο οποίος καταθέτει ελληνικό δίπλωμα, με σκοπό να γίνει δεκτός για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής θεωρείται ή δεν θεωρείται ότι πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις, ανάλογα αν για την απόκτηση αυτού του διπλώματος έχει ή δεν έχει γράψει και μια διπλωματική εργασία. Αν δεν έχει γράψει, τότε, για να γίνει κατ' αρχήν δεκτός, πρέπει να γράψει εκεί μια εργασία αντίστοιχη της γερμανικής διπλωματικής εργασίας.
Μια άλλη διαφορά μεταξύ του συστήματος των αγγλοσαξονικών χωρών και αυτού των περισσοτέρων χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης αφορά τη διαδικασία εκπόνησης διδακτορικής διατριβής. Στις τελευταίες η διαδικασία αυτή είναι μια ελεύθερη ρυθμίσεων διαδικασία. Ο υποψήφιος διδάκτωρ συμμετέχει, αν θέλει ή αν έτσι έχει συμφωνηθεί με τον επιβλέποντα, σε ένα ή δυο σεμινάρια και γράφει, σε επαφή με τον επιβλέποντα και υπό την καθοδήγηση του, τη διατριβή του. Πρόκειται για την ελεύθερη και ανεξάρτητη συγγραφή μιας επιστημονικής διατριβής. Επίσης τα θέματα των διδακτορικών διατριβών σπάνια αναφέρονται σε εφαρμογές θεωριών ή σε πρακτικά - εμπειρικά ζητήματα. Στις πρώτες χώρες η διαδικασία αυτή είναι τις περισσότερες φορές αυστηρά ρυθμισμένη, και τα θέματα των διδακτορικών διατριβών αναφέρονται συχνά σε προβλήματα εφαρμογών ή σε πρακτικά εμπειρικά ζητήματα. Οι διαφορές αυτές, κατά κύριο λόγο η πρώτη, οφείλονται στο ότι οι προπτυχιακές σπουδές στις περισσότερες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης προάγουν και την ικανότητα της ανεξάρτητης και ελεύθερης ενασχόλησης με επιστημονικά προβλήματα, ενώ στις αγγλοσαξονικές χώρες όχι μόνον οι προπτυχιακές σπουδές, αλλά η πρώτη φάση των μεταπτυχιακών σπουδών, δηλ. γενικά οι σπουδές πριν την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής, είναι σε μεγάλο βαθμό οργανωμένες ως διαδικασία εκμάθησης μιας ορισμένης ύλης και των εφαρμογών της2.
Τι νόημα έχει λοιπόν στη χώρα μας, όπου οι προπτυχιακές σπουδές δεν διαρκούν τρία, αλλά τέσσερα τουλάχιστον χρόνια και που είναι προγραμματισμένες όχι σαν ελλείπεις σπουδές, οι οποίες πρέπει να συμπληρωθούν από μια δεύτερη φάση σπουδών (την πρώτη φάση των μεταπτυχιακών σπουδών), αλλά ως ολοκληρωμένες σπουδές, το αίτημα για μεταπτυχιακές σπουδές αγγλοσαξονικού τύπου;
Μια εξήγηση της προβολής αυτού του τμήματος είναι, ότι αυτοί, οι οποίοι το θέτουν - και οι οποίοι έχουν στη μεγάλη πλειοψηφία τους κάνει προπτυχιακές σπουδές στη χώρα μας και μεταπτυχιακές σπουδές συνήθως μόνον την πρώτη φάση, σε αγγλοσαξονικές χώρες -, έχουν - δικαίως, στο βαθμό που αυτό αφορά τις προπτυχιακές τους σπουδές - το αίσθημα, ότι έμαθαν γράμματα κατά την διάρκεια των μεταπτυχιακών τους σπουδών, και ζητούν ως εκ τούτου και την εισαγωγή τους στη χώρα μας. Ωστόσο το συμπέρασμα τους, το αίτημα τους δηλ. για εισαγωγή μεταπτυχιακών σπουδών στη χώρα μας, είναι εσφαλμένο. Αυτό που προκύπτει λογικά από την δική τους εμπειρία, είναι το αίτημα για «νοικοκύρεμα» των προπτυχιακών σπουδών. Παρόλα αυτά δεν θέτουν το αίτημα για «νοικοκύρεμα» των προπτυχιακών, αλλά αυτό για την οργάνωση και λειτουργία μεταπτυχιακών σπουδών του τύπου που περιγράψαμε.
Τι σημαίνει όμως αυτό το αίτημα, όταν δεν σημαίνει απλώς άκριτη μίμηση ξένων προτύπων; Φοβούμεθα, ότι πρόκειται για αφελείς φιλοδοξίες μεμονωμένων διδασκόντων των ΑΕΙ που βρίσκουν ανταπόκριση σε αρκετούς συναδέλφους τους. Οι εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας στην ανώτατη παιδεία, κυρίως οι άθλιες συνθήκες εργασίας σε συνδυασμό με τις άθλιες αμοιβές του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ), επέφεραν αναμφίβολα μια πτώση του κοινωνικού status των διδασκόντων στα ΑΕΙ. Για πολλούς απ' αυτούς, οι οποίοι φέρουν βαρέως αυτήν την κατάσταση και δεν βλέπουν καμιά ρεαλιστική διέξοδο, η ελπίδα να διδάξουν σε μεταπτυχιακά τμήματα σημαίνει μια δυνατότητα να διακριθούν από την - στις παραστάσεις του κοινού - «ισοπεδωμένη μάζα» των διδασκόντων και να ανεβάσουν το επιστημονικό και κοινωνικό status τους3.
Αυτήν την τάση ενίσχυσε και ο ίδιος ο νόμος του 1982, ο οποίος μέχρι την τροποποίηση του το 1985 προέβλεπε ιδιαίτερες αμοιβές για τους διδάσκοντες στα μεταπτυχιακά τμήματα (τις οποίες προβλέπει με άλλη μορφή, με τη μορφή αμοιβών για συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα των μεταπτυχιακών τμημάτων και ο νόμος του 88) και ο οποίος προβλέπει ακόμη ότι μετά πάροδο τριετίας από την έναρξη της λειτουργίας μεταπτυχιακών σπουδών, στην βαθμίδα του Καθηγητή θα μπορεί να εκλέγεται μόνον όποιος έχει διδάξει τρία τουλάχιστον χρόνια σε μεταπτυχιακά τμήματα.
Ας δούμε όμως τι θα συμβεί με την οργάνωση και λειτουργία μεταπτυχιακών σπουδών.
Τα σημερινά ΑΕΙ, με την ανύπαρκτη υποδομή (ανύπαρκτες ή ανεπαρκείς ή άθλιες βιβλιοθήκες, χρηστικές ή δανειστικές, ανεπαρκείς και άθλιες αίθουσες διδασκαλίας και χώροι εργασίας του ΔΕΠ κ.τ.λ.), τις συνεχώς αυξανόμενες μάζες φοιτητών, το υποβαθμισμένο status των διδασκόντων, τα συχνότατα ασυνάρτητα προγράμματα διδασκαλίας, το απερίγραπτο σύστημα διδασκαλίας και εξετάσεων, γίνονται όλο και περισσότερο θεσμός προσωρινής απορρόφησης ανέργων νέων και μέσο καλλωπισμού των κοινωνικών στατιστικών αφενός4 και εκδοτήρια ακάλυπτων επιταγών σε ανύπαρκτες θέσεις εργασίας του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα αφετέρου και όλο και λιγότερο ιδρύματα παραγωγής, καλλιέργειας και μετάδοσης γνώσης. Όχι πως κάθε γνώση που παράγεται σήμερα στα ΑΕΙ ή θα παραγόταν σ' αυτά, εάν λειτουργούσαν όπως πρέπει, είναι αναγκαία για την υλική αναπαραγωγή της κοινωνίας. Αντιθέτως: το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος αυτής της γνώσης είναι μεν αναγκαίο για την αναπαραγωγή της κοινωνίας ως πολιτισμένης, καλλιεργημένης και με αυτοσυνείδηση κοινωνίας καθώς και για την αναπαραγωγή της κρατούσας ιδεολογίας, όχι όμως και αναγκαίο για την υλική αναπαραγωγή της κοινωνίας. Ωστόσο ένα άλλο μέρος αυτής της γνώσης είναι απόλυτα αναγκαίο για την υλική αναπαραγωγή της. Με την παραγωγή και μετάδοση αυτού του μέρους της γνώσης θα επιφορτιστούν τα μεταπτυχιακά τμήματα. Ή, μάλλον, ακριβέστερα: με την παραγωγή και μετάδοση εκείνης της γνώσης, την οποία οι ενδιαφερόμενοι θα παραστήσουν ως απολύτως, αναγκαία για την αναπαραγωγή, κυρίως την υλική, της κοινωνίας.
Τα αποτελέσματα θα είναι δυο: Πρώτον, μεγαλύτερη ακόμη εγκατάλειψη - και από μέρους των διδασκόντων - και υποβάθμιση των προπτυχιακών σπουδών, και, δεύτερον, υποβάθμιση και των μεταπτυχιακών σπουδών, οι οποίες θα γίνουν ένα είδος προπτυχιακών (στην καλύτερη περίπτωση ευπρεπέστερων απ' ό,τι σήμερα) σπουδών για λίγους, συνεπώς ένα είδος φτηνών για το κράτος προπτυχιακών σπουδών, ενώ οι υπάρχουσες και εγκατελειμμένες πλέον στην τύχη τους προπτυχιακές σπουδές θα γίνουν, ακόμη εμφανέστερα, σταθμός αναμονής ανέργων.
Πιστεύουμε, ότι τελικά αυτός θα είναι εκ των πραγμάτων ο ρόλος που θα παίξουν οι μεταπτυχιακές σπουδές: θα μετατρέψουν τις σημερινές προπτυχιακές σπουδές απροκάλυπτα πλέον, χωρίς προσχήματα ενασχόλησης με την όποια επιστήμη και γνώση, σε σταθμό αναμονής ανέργων και θα δώσουν - αν τα καταφέρουν - στους λίγους που θα παρακολουθούν μεταπτυχιακά μαθήματα ό,τι όφειλαν να δίνουν, αλλά δεν δίνουν σήμερα οι προπτυχιακές σπουδές στους πολλούς.
Ίσως η εκτίμηση μας, ότι οι μεταπτυχιακές σπουδές δεν θα είναι τίποτε άλλο, παρά - στην καλύτερη περίπτωση - ένα είδος προπτυχιακών σπουδών, λίγο πολύ ευπρεπέστερων από τις σημερινές, ότι δηλ. θα αποτύχουν ως μεταπτυχιακές σπουδές αγγλοσαξωνικού τύπου, χρήζει περαιτέρω αιτιολόγησης, θα αποτύχουν, λοιπόν, για πολλούς λόγους (το ζήτημα είναι αρκετά σοβαρό για να έχει κανείς την ευχέρεια να τους παρασιωπήσει): Πρώτον, διότι δεν υπάρχει μια πραγματική ανάγκη για μεταπτυχιακές σπουδές· μια τέτοια ανάγκη θα μπορούσε να προκύψει μόνον από την πραγματική εξάντληση των δυνατοτήτων παραγωγής και διάδοσης γνώσης, που προσφέρουν οι προπτυχιακές σπουδές, ως φραγμός πλέον της παραγωγής και διάδοσης γνώσης. Δεν γνωρίζω ποιος θα επιθυμούσε σήμερα να ισχυριστεί, μπροστά στην κατάσταση των προπτυχιακών σπουδών, κάτι τέτοιο. Δεύτερον, διότι, επειδή ακριβώς δεν έχει προκύψει μια τέτοια ανάγκη, δεν υπάρχουν αντίστοιχα προγράμματα (εννοώ πριν απ' όλα παραστάσεις των ιδίων των διδασκόντων για το τι θέλουν, αλλά δεν μπορούν να διδάξουν σήμερα στα προπτυχιακά, και επιθυμούν να το διδάξουν στα μεταπτυχιακά). Δεν αμφιβάλλουμε, ότι θα κατασκευαστούν. Αναρωτιόμαστε όμως, τι ποιότητας θα είναι, αφού αυτοί που θα τα φτιάξουν δεν κατάφεραν να φτιάξουν προπτυχιακά προγράμματα με συνοχή και συνέπεια. Τρίτον: Αναφερθήκαμε στην ανύπαρκτη υλικοτεχνική υποδομή των προπτυχιακών, η οποία οφείλεται βέβαια στις ευτελείς πιστώσεις για την ανώτατη παιδεία που προβλέπουν οι προϋπολογισμοί του κράτους. Με ποια υλικοτεχνική υποδομή και με ποιες πιστώσεις (όχι για τη δημιουργία αυτής της υποδομής η οποία, κι αν ακόμη δίνονταν οι πιστώσεις, θα διαρκούσε χρόνια και χρόνια, αλλά για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών) θα οργανωθούν και θα λειτουργήσουν οι μεταπτυχιακές σπουδές; Είναι μήπως τυχαίο που ο νόμος τους 1985 ομιλεί, όσον αφορά τη χρηματοδότηση τους για «την αξιοποίηση πόρων, τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα»; Είναι τυχαίο που και ο Υπουργός Παιδείας αναφερόμενος στα κονδύλια που προβλέπει ο προϋπολογισμός του 1989 για την παιδεία παρέπεμψε κι αυτός στους ιδιωτικούς πόρους; Και, αν η ελεύθερη οικονομία αφήσει τις πηγές της να τρέξουν ελεύθερα για τη χρηματοδότηση των μεταπτυχιακών σπουδών, τι θα σημαίνει αυτό για την εκπροσώπηση ορισμένων επιστημονικών πεδίων στα κατ' αυτόν τον τρόπο χρηματοδοτούμενα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών; Φοβούμεθα, ότι από την άποψη της υποδομής και των πιστώσεων οι μεταπτυχιακές σπουδές δεν θα έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα νεοϊδρυθέντα ΑΕΙ. Τέταρτον: Προϋπόθεση καλών μεταπτυχιακών σπουδών είναι η καλή κατάσταση των προπτυχιακών σπουδών. Με ποιας προπτυχιακής παιδείας φοιτητές θα δουλέψουν οι μεταπτυχιακές σπουδές; Κι επίσης: με ποια κριτήρια θα εισαχθούν οι μεταπτυχιακοί φοιτητές; Βάσει, φυσικά, ενός από τα ήδη δοκιμασμένα αξιοκρατικά συστήματα εισαγωγικών εξετάσεων, η αξιοπιστία των οποίων είναι σε όλους μας γνωστή. Και τέλος, πέμπτον: Όλοι γνωρίζουν - αδιάφορο αν το λένε ή όχι - ότι υπάρχει - παρά το μεγάλο άνοιγμα που έκαναν τα τελευταία χρόνια τα ΑΕΙ προς αυτήν την κατεύθυνση - έλλειψη ικανού επιστημονικού προσωπικού. Πώς το διαπιστώνει κανείς αυτό; Μα δείτε πόσοι και ποιοι θέτουν υποψηφιότητα για κατάληψη θέσης από αυτές που προκηρύσσουν τα ΑΕΙ και ιδιαιτέρως τα νεοϊδρυθέντα. Ή μήπως υπάρχουν κι άλλοι λόγοι, για τους οποίους τα τελευταία, αντί να δουλεύουν με ΔΕΠ όλων των βαθμίδων, δουλεύουν σε μεγάλο βαθμό με Ειδικούς Επιστήμονες; Ποιοι, τελωσπάντων, θα διδάξουν σ' αυτά τα περίφημα μεταπτυχιακά; Και ποιοι θα τους αναπληρώσουν στα προπτυχιακά;
Αντί να κοπτόμεθα για τα μεταπτυχιακά, μήπως θα έπρεπε να προσπαθήσουμε να «νοικοκυρέψουμε» πρώτα κάπως τα προπτυχιακά; Δεν είναι απορίας άξιον, δεν είναι παράδοξο και δεν χρειάζεται εξήγηση το γεγονός, πως όσοι κόπτονται για τα μεταπτυχιακά δεν ενδιαφέρονται και ιδιαίτερα για την κατάσταση των προπτυχιακών;
Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς: Μα, αν δεν οργανωθούν και δεν λειτουργήσουν μεταπτυχιακές σπουδές, πώς θα μπορέσουν τα ελληνικά ΑΕΙ ως σύνολο να αναπαραγάγουν το επιστημονικό, διδακτικό και ερευνητικό, προσωπικό τους; Πρόκειται για ένα εύλογο και απόλυτα δικαιολογημένο ερώτημα. Μόνον που δεν θα μπορούσε να τεθεί με αξιοπιστία απ' αυτούς που προωθούν την οργάνωση και λειτουργία μεταπτυχιακών σπουδών. Διότι οι μεταπτυχιακές σπουδές δεν λύνουν αυτό το πρόβλημα. Και δεν το λύνουν, επειδή ο νόμος πλαίσιο έχει αποκλείσει τα ΑΕΙ της χώρας ως σύνολο από τη λειτουργία της αναπαραγωγής του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού τους και την έχει αναθέσει de facto σε ιδρύματα και χώρους έξω από τα ίδια τα ΑΕΙ της χώρας. Συγκεκριμένα ο νόμος πλαίσιο ορίζει ως προϋποθέσεις εκλογής στη βαθμίδα του λέκτορα, δηλ. στη βαθμίδα εισόδου, μεταξύ άλλων (όπως την κατοχή αντιστοίχου διδακτορικού διπλώματος, ορισμένες δημοσιεύσεις) και «τουλάχιστον διετή εκπαιδευτική πείρα σε ελληνικό ΑΕΙ ή ομοταγές του εξωτερικού ή αναγνωρισμένο επαγγελματικό έργο σε σχετικό επιστημονικό πεδίο ή διετή εργασία σε ερευνητικά κέντρα της χώρας ή της αλλοδαπής ή συνδυασμό των παραπάνω» (νόμος 1268 82, άρθρο 14, παρ. 2, εδάφιο ι). Αν όμως εξαιρέσουμε τους παλιούς βοηθούς και επιστημονικούς συνεργάτες, πώς να αποκτήσει κανείς διετή τουλάχιστον εκπαιδευτική πείρα σε ελληνικό ΑΕΙ, όταν προϋπόθεση της εισόδου του σε ΑΕΙ της χώρας στην κατώτερη βαθμίδα του διδακτικού προσωπικού είναι αυτή ακριβώς η διδακτική πείρα; (για την είσοδο σε ΑΕΙ της χώρας σε μια από τις τρεις ανώτερες βαθμίδες απαιτούνται, όσον αφορά αυτό το σημείο δύο και περισσότερα χρόνια αυτοδύναμης διδασκαλίας σε ΑΕΙ). Έτσι τα ΑΕΙ της χώρας ως σύνολο μπορούν να πάρουν ως ΔΕΠ μόνο επιστήμονες που ή έχουν αποκτήσει διδακτική πείρα σε ΑΕΙ του εξωτερικού ή έχουν εργαστεί σε ερευνητικά κέντρα ή έχουν να επιδείξουν επαγγελματικό έργο στο σχετικό επιστημονικό πεδίο. Η αναπαραγωγή του ΔΕΠ των ΑΕΙ της χώρας γίνεται λοιπόν ή από ΑΕΙ της αλλοδαπής5 ή από ερευνητικά κέντρα ή από τον επαγγελματικό βίο. Στους χώρους αυτούς έχει εκχωρήσει de facto o νόμος την αναπαραγωγή του ΔΕΠ.
Ωστόσο δεν χρειάζεται να συμοεί κάτι ανάλογο και με την άλλη σημαντική προϋπόθεση εισόδου στα ΑΕΙ της χώρας, με το διδακτορικό τίτλο. Δεν πρόκειται εδώ βέβαια για την τυπική απονομή του τίτλου, αλλά για εκείνη την επιστημονική προαγωγή, η οποία πιστοποιείται με την απονομή του διδακτορικού τίτλου. Χρειάζονται λοιπόν τα ελληνικά ΑΕΙ, πέραν των προπτυχιακών σπουδών, και ουσιαστικές διαδικασίες επιστημονικής προαγωγής ορισμένων από τους αποφοίτους σε διδάκτορες. Αυτό δεν είναι αναγκαίο μόνον για την αναπαραγωγή του ΔΕΠ των ΑΕΙ απ' αυτά τα ίδια, αλλά και για την εξυπηρέτηση των αναγκών άλλων ιδρυμάτων ή ερευνητικών κέντρων, για την αναπαραγωγή της επιστήμης γενικά.
Μήπως για αυτές τις διαδικασίες απαιτούνται οργανωμένες κατά το αγγλοσαξονικό πρότυπο μεταπτυχιακές σπουδές; Όχι! Αυτό που απαιτείται είναι πριν απ' όλα νοικοκύρεμα των προπτυχιακών σπουδών. Προϋπόθεση γι' αυτό είναι περισσότερα χρήματα (για τη δημιουργία της αναγκαίας υλικοτεχνικής υποδομής) και αλλαγή νοοτροπίας των πρυτανικών αρχών, οι οποίες «λύνουν» τα προβλήματα των ΑΕΙ - και αυτά τα προβλήματα είναι τα προ ποδών, δηλ. τα προβλήματα των προπτυχιακών σπουδών - στο ονειρικό και φαντασιακό επίπεδο με μετονομασίες ιδρυμάτων, διασυνδέσεις με ΑΕΙ του εξωτερικού, συνέδρια, επονομαζόμενες κοινωνικές εκδηλώσεις, τελετές απονομής διδακτορικών τίτλων και τιμητικών μεταλλίων σε προσωπικότητες της διεθνούς πολιτικής και κοινωνικής ζωής και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Απαιτείται επίσης, στη βάση καλά οργανωμένων προπτυχιακών σπουδών, η παροχή σε καλούς φοιτητές που υποδεικνύουν οι ίδιοι οι διδάσκοντες υποτροφιών για την εκπόνηση διδακτορικών διατριβών. Τι χρειάζεται, μετά απ' όλα αυτά, για την εκπόνηση καλών διδακτορικών διατριβών; Καλά σεμινάρια που προσφέρουν όσοι από τους διδάσκοντες μπορούν και θέλουν, και όχι γυμνασιακά οργανωμένα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών προς αναμηρυκασμό δεδομένης ύλης.
Ένα άλλο ζήτημα είναι, τέλος, το ζήτημα, αν, ακόμη κι αν χρειαζόμαστε μεταπτυχιακές σπουδές αγγλοσαξονικού τύπου, είναι ορθό, να οργανωθούν όπως προβλέπουν οι νόμοι του 1985 και 1988. θα άξιζε να δει κανείς τις συνέπειες αυτής της οργάνωσης και λειτουργίας μεταπτυχιακών σπουδών για την αυτονομία των ΑΕΙ και για την ελευθερία της επιστήμης στα πανεπιστήμια.
Ιανουάριος 1989
1. Αυτά, αλλά και όσα ακολουθούν αναφέρονται στις κοινωνικές μόνον, όχι και στις θετικές επιστήμες.
2. Δεν αγνοούμε τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των προπτυχιακών σπουδών στις ΗΠΑ και στον Καναδά αφενός και αυτών στην Αγγλία αφετέρου, δηλ. ότι ορισμένα απ' αυτά που ελέχθησαν για την ποιότητα των προπτυχιακών σπουδών αγγλοσαξονικού τύπου ισχύουν περισσότερο για τις ΗΠΑ και τον Καναδά και λιγότερο για την Αγγλία. Δεν αγνοούμε επίσης ότι η διαδικασία εκπόνησης διδακτορικής διατριβής στην Αγγλία είναι λιγότερο εκσχολισμένη απ' ό,τι στις άλλες δύο χώρες, ούτε ότι στην ίδια την Αγγλία η διαδικασία αυτή είναι λιγότερο εκσχολισμένη στις sciences και περισσότερο στις arts. Ούτε ότι η πρώτη φάση μεταπτυχιακών σπουδών στη Γαλλία δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το αγγλοσαξωνικό της πρότυπο. Ούτε, τέλος, ότι στη Γερμανία εκσχολίζονται σιγάσιγά οι προπτυχιακές σπουδές και τα θέματα διδακτορικών διατριβών προσανατολίζονται όλο και περισσότερο σε πρακτικά εμπειρικά πεδία εφαρμογών.
Γνωρίζουμε λοιπόν ότι στην πραγματικότητα το αγγλοσαξονικό πρότυπο δεν υπάρχει στην καθαρότητα που το παρουσιάσαμε εδώ. Ωστόσο μόνον στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, στα κεφάλια αυτών, στους οποίους λειτουργεί ως πρότυπο για την οργάνωση της ελληνικής ανώτατης παιδείας, υπάρχει σ' αυτήν την καθαρότητα. Και αυτό το τελευταίο είναι που ενδιαφέρει εδώ, δηλ. κατά την ανάλυση της λειτουργίας του ως προτύπου για τις μεταπτυχιακές σπουδές.
3. Σ' αυτήν την κοινωνική και οικονομική κατάσταση του ΔΕΠ οφείλονται και ορισμένα άλλα φαινόμενα, όπως η διπλοθεσία, οι συμμετοχές σε ερευνητικά προγράμματα αμφιβόλου επιστημονικού περιεχομένου και αμφίβολης επιστημονικής σκοπιμότητας και οι με αυτές τις συμμετοχές συνδεόμενη απεμπόληση ιδίων επιστημονικών στόχων και προγραμμάτων κ.α.
4. Δεν υπονοούμε με αυτό, ότι πρέπει να μειωθεί ο αριθμός των εισακτέων, αλλά ότι πρέπει να αυξηθούν με ανάλογο ρυθμό οι πιστώσεις για την ανώτατη παιδεία. Οι υψηλοί αριθμοί εισακτέων σημαίνουν κατ' αρχήν άνοιγμα του πανεπιστημίου σε όλο και ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού και γενίκευση της ανώτατης παιδείας. Όταν όμως δεν συνοδεύονται και από αντίστοιχη αύξηση των πιστώσεων δεν μπορούν να είναι παρά μόνον έκφραση μιας πολιτικής συγκάλυψης της πραγματικής έκτασης της ανεργίας των νέων και δεν μπορεί παρά να έχει ως αποτέλεσμα μόνον μια υποβάθμιση των σπουδών και της ανώτατης παιδείας γενικά.
5. Στην πράξη βέβαια αναγνωρίζεται μερικές φορές ως αυτοδύναμη διδασκαλία σε ΑΕΙ του εξωτερικού ακόμη και η εποχιακή διδασκαλία σε extensions αμερικανικών Πανεπιστημίων στην Αθήνα, δηλ. σε οργανώσεις μαθημάτων για αμερικανούς τουρίστες ή παρεπιδημούντες στην Αθήνα και εργαζόμενους στις εδώ αμερικανικές βάσεις φιλομαθείς λοχίες του αμερικανικού στρατού.