Το Κυπριακό μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: Η ελληνική και η ελληνοκυπριακή στρατηγική. Μέρος Γ' (1965-1974)
των Τάσου Κυπριανίδη και Γιάννη Μηλιού

Εισαγωγή

Στο προηγούμενο μέρος της ανάλυσης μας για το Κυπριακό που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 26 των θέσεων αναφερθήκαμε στην πρώτη φάση της ανεξάρτητης ύπαρξης του κυπριακού κράτους (Αύγουστος 1960 - Ιούνιος 1965).

Διαπιστώσαμε ότι η ελληνοκυπριακή στρατηγική της ανεξαρτησίας και ταυτόχρονα (μέσα από την ανατροπή των Συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου) ελληνοποίησης του (σύμφωνα με τις Συμφωνίες ελληνοτουρκικού) κυπριακού κράτους υπήρξε επιτυχής, αλλά ανολοκλήρωτη και ως εκ τούτου ασταθής Ο εσωτερικός πολιτικός και στρατιωτικός συσχετισμός των δυνάμεων στην Κύπρο επέτρεψε κατ' αρχήν την de facto κατάργηση των Συμφωνιών και την πολιτική και εδαφική περιθωριοποίηση του τουρκοκυπριακού (τ/κ) πληθυσμού. Όμως το ελληνοκυπριακό (ε/κ) «απαρτχάιντ» που επιβλήθηκε τελικά στην Κύπρο το Δεκέμβρη του 1963 δεν κατάφερε να εκμηδενίσει τις τ/κ αντιστάσεις. Η όξυνση έτσι της εσωτερικής συγκυρίας τροφοδότησε τη διεθνοπολιτική ανακίνηση του «Κυπριακού» και την ανάδειξη της στρατηγικής του ελληνικού κράτους για ένωση με δευτερεύοντα ανταλλάγματα προς την Τουρκία ως τη μόνη εφικτή εκδοχή «μόνιμης και δίκαιης λύσης» του Κυπριακού (σχέδιο Acheson). Στη νέα αυτή συγκυρία η σύγκρουση ανάμεσα στην ε/κ στρατηγική της ανεξαρτησίας και στην ελληνική στρατηγική της ένωσης αναδεικνύεται σε κυρίαρχη αντίφαση του Κυπριακού. Η πρώτη φάση του «άγνωστου πολέμου Αθηνών Λευκωσίας»1 (196465) θα τελειώσει με νίκη της Λευκωσίας (απόρριψη σχεδίου Άτσεσον), λόγω κυρίως της απόλυτης ηγεμονίας της μακαριακής παράταξης στην κυπριακή πολιτική σκηνή. Όμως και πάλι, η νίκη αυτή είναι επισφαλής, καθώς το διακοινοτικό ζήτημα (και μέσω αυτού και η διεθνοπολιτική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας) εξακολουθεί να θεωρείται ότι εκκρεμεί.

5. Φάση τέταρτη: Το ελληνικό κράτος της Κύπρου αντιμέτωπο με το «Εθνικόν Κέντρον» (Ιούνιος 1965 - Ιούλιος 1974).

5.1 Η ελληνική αντεπίθεση ηττάται κατά κράτος (Ιούνιος 1965 - Δεκέμβριος 1967).

«Πότε θα ήρχοντο τα όπλα δεν ήξευρα. Ήτο ατύχημα, ότι έφθασαν τα όπλα παραμάνας συγκλήσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας δια το Κυπριακόν, της συγκλήσεως του NATO, της συναντήσεως των δύο υπουργών Εξωτερικών... Η Ελληνική Κυβέρνησις διετύπωσε παράπονα, διατί να μη ενημερωθή. Ειλικρινώς δεν ήτο σκόπιμος η αποσιώπησις... Κατά Νοέμβριον επέρασα από εδώ. Δεν το είχαν όμως καθόλου σχεφθή, δεν συνέβη δε και κανείς να μου είπει κάτι, δια να σκεφθώ να ενημερώσω την Κυβέρνησιν». (Μακάριος στο Σ. Στέμματος 6.2.67).

Το μπλοκάρισμα της προοπτικής της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα2 από τη μακαριακή στρατηγική είχε σαν αποτέλεσμα να προσανατολιστεί η ελληνική εξωτερική πολιτική στην αναζήτηση μιας λύσης για το Κυπριακό ερήμην της κυπριακής ηγεσίας, με απευθείας συνενόηση με την Τουρκία. Παρά την πολιτική κρίση, που μέχρι το φθινόπωρο του 1965 οδηγεί σε διαδοχικές κυβερνήσεις «αποστατών» και τελικά στην κυβέρνηση Στ. Στεφανόπουλου (η οποία θα παραμείνει στην εξουσία μέχρι το Δεκέμβριο του 1966), η νέα γραμμή του απευθείας ελληνοτουρκικού διαλόγου προωθείται χωρίς ενδοιασμούς απ' όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις, παράλληλα με την υπονόμευση του Μακαρίου από τις ενωτικές ομάδες, τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες και την ελληνική Μεραρχία που, κατά παράβαση των διεθνών Συνθηκών, είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο από το 1964. Από τη μεριά του ο Μακάριος διερευνά μέσω ΟΗΕ τη δυνατότητα διακοινοτικών συνομιλιών και προσπαθεί να ακυρώσει τον ελληνοτουρκικό κλοιό που διαφαίνεται να τον απειλεί ασφυκτικά.

Εντούτοις την περίοδο αυτή μέχρι τις αρχές του 1966 (συνομιλίες Αθήνας 28 Ιαν. - 4 Φεβρ. 1966) η κάθε πλευρά περιορίζεται περισσότερο στο να ανιχνεύσει τις προθέσεις του «αντιπάλου». Έτσι θα ακούσουμε πάλι το Μακάριο να μιλάει για ένωση, υποστηρίζοντας ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι θα φθάσουμε στο ποθητό τέρμα»3, ενώ ο Τσιριμώκος θα πει ότι «το Κυπριακό ζήτημα δεν αποτελεί ελληνοτουρκική διαφορά». (Ν. Κρανιδιώτης 1985 Α' σ. 354). Το τελικό πολιτικό ανακοινωθέν των συνομιλιών Μακαρίου - ελληνικής κυβέρνησης θα περιέχει μια γενική αναφορά στην ένωση και στον ελληνοτουρκικό διάλογο, θα κάνει μνεία στο διακοινοτικό διάλογο Ελληνοκυπρίων (ε/κ) και Τουρκοκυπρίων (τ/κ) καθώς και στην ανάγκη «να ενταθούν αϊ επαφαί μεταξύ ελληνικών και κυπριακών υπηρεσιών... δια την προετοιμασία της μελέτης των εκ της Ενώσεως μελλοντικών προβλημάτων». (Ν. Κρανιδιώτης 1985 Α' σ. 358). Όμως αυτή η φαινομενική σύμπνοια δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός ότι παρά τη στιγμιαία αυτή ανακωχή οι διισταμένες στρατηγικές συνεχίζουν να καταλαμβάνουν τις θέσεις τους για την κατοπινή αναμέτρηση. Ο Μακάριος εξακολουθεί να στιγματίζει τη διαγραφόμενη ένωση με ανταλλάγματα προς την Τουρκία (π.χ. εκμίσθωση από την Τουρκία μιας στρατιωτικής βάσης στην Κύπρο) ως διπλή ένωση και από κοινού με τον Γεωρκάτζη προσπαθούν να απομονώσουν στην Κύπρο τον Γρίβα και τους ενωτικούς. Η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται αποφασισμένη να προωθήσει το σκηνικό του «εθνικού διχασμού» στην Κύπρο, γεγονός που ως ένα βαθμό δημοσιοποιείται στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ το Νοέμβρη του 1966.

Το ξεκαθάρισμα των αντιθέσεων έρχεται με δυο επιθετικές ελληνικές πρωτοβουλίες. Η ελληνική κυβέρνηση χωρίς καμιά προσυνεννόηση αναθέτει το Μάρτη του 1966 την αρχιστρατηγία όλων των κυπριακών στρατευμάτων στο Γρίβα με στόχο να ελέγξει πλέον στρατιωτικά το νησί. Ο Μακάριος απορρίπτει την υπαγωγή της εθνοφρουράς στο Γρίβα (16.3.66) και υποβάλλει όρους για τη συμμετοχή ελλήνων αξιωματικών στην Εθνοφρουρά (21.3.66), πράγμα το οποίο απορρίπτει η ελληνική κυβέρνηση. Στις 11.4.66 παραιτείται ο υπουργός εξωτερικών Η. Τσιριμώκος πράγμα που οδηγεί σε ανεπιτυχή πρόταση δυσπιστίας στις 19.4.66. Το ζήτημα παραμένει άλυτο και μένει ανοιχτό στη δυναμική των συσχετισμών, όμως στην ουσία η Εθνοφρουρά περνά στη δικαιοδοσία της ελληνικής κυβέρνησης και του Γρίβα. Σα δεύτερη ενέργεια προωθείται η νέα φάση ελληνοτουρκικού διαλόγου Τούμπα Τσακλαγιαγκίλ, που ξεκινάει στις Βρυξέλλες τον Ιούνιο του 1966 και διεξάγεται με βάση το πλαίσιο της «ένωσης με ανταλλάγματα» μέχρι το Δεκέμβρη 1966. Για τις συζητήσεις αυτές χαρακτηριστικό είναι το κείμενο του Μνημονίου των Παρισίων της 17.12.66. Το ζήτημα τώρα είναι ότι το Μνημόνιο αυτό, που ενέχει θέση γενικού διαγράμματος μιας «συμπεφωνημένης λύσης», ανασύρει πάλι το νήμα που είχε κοπεί με την απόρριψη των σχεδίων Άτσεσον. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η δυναμική της ελληνοτουρκικής προσέγγισης (που αποτελεί όρο για τη συνοχή της Ν.Α. πτέρυγας του NATO) παραμερίζει πάλι τα όποια εμπόδια είχαν παρεμβληθεί από την ε/κ στρατηγική. Η κατάσταση μάλιστα εμφανίζεται τώρα ευνοϊκότερη. Οι Τούρκοι δέχονται στη διερευνητική φάση των νέων αυτών συνομιλιών ως βάση για συζήτηση την παραχώρηση της βρετανικής βάσης της Δεκέλειας και κάποιας μορφής αυτοδιοίκηση για τους τ/κ.

Η απάντηση του ε/κ μετώπου ακολουθεί την πεπατημένη: Για να αντιπαρατεθεί στη εχθρική στάση της Εθνοφρουράς και το Γρίβα παραγγέλλει όπλα από την Τσεχοσλοβακία για να εξοπλίσει την Αστυνομία και να δημιουργήσει έτσι αντίβαρο στις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η άφιξη τους στην Κύπρο στα τέλη Νοέμβρη γίνεται (εκούσια;) γνωστή με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ζήτημα τόσο με την Ελλάδα όσο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αν συγκρίνουμε την παρούσα ενέργεια με τις προηγούμενες θα δούμε ότι βρίσκεται μέσα στη γενική φιλοσοφία της ε/κ - μακαριακής στρατηγικής: να επιτύχει ένα ευνοϊκότερο στρατιωτικό συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό της Κύπρου με τον εξοπλισμό των πιστών στον Μακάριο δυνάμεων και να δυσχεράνει τον ελληνοτουρκικό διάλογο με την έγκαιρη (ή «άκαιρη») γνωστοποίηση της ύπαρξη τους.

Ο Ν. Κρανιδιώτης θα μας μεταφέρει επ' αυτού ότι ο Δ. Μπίτσιος, διευθυντής του διπλωματικού γραφείου του βασιλιά, του «αποκάλυψε, ότι η Κυβέρνηση και τα Ανάκτορα ήταν θορυβημένα γιατί ο Αρχιεπίσκοπος με τη στάση του στα τσεχοσλοβάκικα όπλα, κινδύνευε να ανατρέψει τον ελληνοτουρκικό διάλογο, ο οποίος εκείνη τη μέρα (17.12.66) επρόκειτο να είναι (...) αποφασιστικός, στη συνάντηση που είχαν στο Παρίσι ο Ιωάννης Τούμπας και ο Ιχσάν Τσακλαγιαγκίλ» (Ν. Κρανιδιώτης 1985 Α' σ. 390). Παρά τις προθέσεις αυτές, η επιτυχία του Μακάριου είναι και αυτή τη φορά μερική: τα όπλα παραδίνονται στην Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΠΕ μετά από τουρκική απαίτηση, η ελληνική θέση εξασθενίζει έναντι της Τουρκίας, όμως, η πιθανότητα συμφωνίας δεν απομακρύνεται. Για το τελικό ναυάγιο των ελληνοτουρκικών συνομιλιών θα απαιτηθεί επιπλέον η εκβιαστική στάση του Μακαρίου στο Συμβούλιο του Στέμματος στις 6 Φλεβάρη 1967.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στη σύσκεψη αυτή διαπιστώνεται για μια ακόμα φορά πόσο πολιτικά απομονωμένος είναι ο Μακάριος. Όλοι οι εκπρόσωποι των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων συμφωνούν στο Συμβούλιο του Στέμματος για την αναγκαιότητα συνέχισης του ελληνοτουρκικού διαλόγου, παρότι φυσικά διατυπώνουν κάποιες διαφορετικές αποχρώσεις αναφορικά με τα πιθανά του αποτελέσματα. Αντίθετα ο Μακάριος διαχωρίζει πλήρως τη στάση του, ζητώντας την άμεση διακοπή του διαλόγου και διαφωνώντας με το σύνολο του ελληνικού πολιτικού κόσμου: «Η Κύπρος δεν εξουσιοδοτεί την Ελληνικήν Κυβέρνησιν να συνέχιση τον διάλογον. Αν επιμένη να τον συνέχιση ας το κάνει άνευ της δικής μας εξουσιοδοτήσεως (...) Εφ' όσον άπαντες οι μετάσχοντες του Συμβουλίου αρχηγοί των Κομμάτων έχουν την γνώμην ότι ο διάλογος πρέπει να συνεχισθή, δεν δύνομαι μόνος εγώ να αντιταχθώ εις την συνέχισίν του, υπό τον όρον, όμως, ότι ούτος θα συνεχισθή με βάσιν την Ένωσιν, αποκλειόμενης της διοικητικής ή οποιασδήποτε άλλης μορφής διχοτομήσεως της Νήσου». (Ν. Κρανιδιώτης 1985 Α' σ. 406). Είναι λοιπόν προφανές ότι ο Μακάριος βρίσκεται σε γραμμή ολομέτωπης σύγκρουσης με το σύνολο του πολιτικού κόσμου της Ελλάδας, ενώ παράλληλα έχει χάσει πλέον και τη δυνατότητα να παρουσιάζει την πολιτική του ως απόρροια των «εθνικών πόθων και επιδιώξεων»: «Η πρόοδος η οποία επετεύχθη κατά την συνάντησιν αυτήν Ελλάδας και Τουρκίας είναι η εξής: Όπως θα ενθυμήσθε κατά την περίοδον του αγώνος της ΕΟΚΑ, (η Τουρκία) ηγωνίζετο δια το ήμισυ της Κύπρου. Βραδύτερον η συζήτησις εγένετο με το σχέδιο Άτσετον δια το 1 5 της Κύπρου. Σήμερον εφθάσαμεν εις το σημείον οι Τούρκοι να συζητούν περί ενώσεως και να ζητούν την βάσιν της Δεκέλειας η οποία ως γνωστόν κατέχεται από τους Άγγλους. Η βάσις της Δεκέλειας είναι (...) ολιγώτερον του 1% του εδάφους της Κύπρου». (Ι. Τούμπας στο Σ. Στ. 6.2.67 στο Γ. Κρανιδιώτης 198.4 σ. 340). Έτσι ο Μακάριος μπορεί να πέτυχε μια ντε φάκτο αδρανοποίηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην περίοδο αυτή, με την κατηγορηματική του άρνηση στην προοπτική της «συμπεφωνημένης λύσης», εφόσον η ελληνική ηγεσία γνώριζε ότι χωρίς τη συγκατάθεση του καμιά ελληνοτουρκική συμφωνία δεν θα ήταν εφαρμόσιμη. Όμως παράλληλα η στάση του δημιούργησε στην ελληνική πολιτική ηγεσία την πεποίθηση ότι ήταν αναγκαίο να ανατραπούν πλέον τα δεδομένα στην Κύπρο. «Είμαι απελπισμένος για το Κυπριακό, Εκείνο που δεν βλέπω είναι απλώς ο τρόπος και ο χρόνος ελεύσεως της καταστροφής...» θα εκμυστηρευθεί ο Γ. Παπανδρέου στον Ν. Κρανιδιώτη μετά το Σ. Στ. (Ν. Κρανιδιώτης 1985 Α', σ. 408).

Στις σχέσεις Αθήνας Λευκωσίας ακολουθεί μια σύντομη περίοδος αναμονής και αυτό δεν επηρεάζεται από το ότι την υπηρεσιακή κυβέρνηση Παρασκευόπουλου διαδέχεται η κυβέρνηση Κανελλόπουλου ΕΡΕ και τέλος η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967. Εντούτοις, η εγκαθίδρυση της δικτατορίας, σε μια συγκυρία που είναι πλέον καταγραμμένη η σύγκρουση ανάμεσα στην ελληνική και την ε/κ στρατηγική, συνιστά αντικειμενικά μια πρόσθετη απειλή για τον Μακάριο. Τώρα υπάρχει περισσότερος χώρος για «πολιτικό βολονταρισμό» και παράτολμα εγχειρήματα, πράγμα που η μακαριακή στρατηγική επισημαίνει αμέσως, επιδιώκοντας να διαμορφώσει απέναντι στην Ελλάδα μια στάση ηπιότερη στη μορφή - για να δίνει λιγότερες αφορμές συγκρούσεων - και σκληρότερη στην ουσία. Έτσι ενώ η χούντα συνεχίζει την πολιτική διαλόγου των προκατόχων της (συνάντηση Οικονόμου Γκούρα και Τσακλαγιαγκίλ στο Λουξεμβούργο 21.5.67) και ενθαρρύνει τους ενωτικούς και γριβικούς στην Κύπρο, ο Μακάριος φροντίζει να υποδηλώσει και συμβολικά την ενότητα του ε/κ μετώπου με το ομόφωνο ψήφισμα της Βουλής στις 26.5.67, που επιβεβαιώνει τον αγώνα, «μέχρις ότου ο άγων αυτός ευωδοθή δια της άνευ ενδιαμέσου τινός σταθμού ενώσεως ενιαίας και ολοκλήρου της Κύπρου μετά της μητρός Ελλάδος», (υπογραμμίσεις δικές μας Τ.Κ. και Γ.Μ., Ν. Κρανιδιώτης 1985 Α' σ. 431). Είναι όμως φανερό ότι η πορεία αυτή διαγράφει τα πλαίσια μιας αναπόφευκτης σύγκρουσης που υποδηλώνεται και από την ελληνική πλευρά με τη κυβερνητική δήλωση της 1.7.67, που τονίζει τα εξής: «Όταν αρχίζουν εθνικοί αγώνες αποφασιστικής σημασίας, οι πρώται προσπάθειαι στρέφονται προς την εκκαθάρισιν του εσωτερικού μετώπου... Εις την περίπτωσιν της Κύπρου τα ανθενωτικά αυτά στοιχεία δεν είναι μόνον οι κομμουνισταί και οι συνοδοιπόροι... υπάρχει και μια κατηγορία, δήθεν ενωτικών, περιλαμβάνουσα όσους προβάλλουν τόσον ανεδαφικούς όρους και αποτρεπτικός προϋποθέσεις, ώστε η Ένωσις να καθίσταται προβληματική... Δυστυχώς μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και πρόσωπα κατέχοντα ανώτατος θέσεις εις την πολιτείαν και επηρεάζοντα την ηγεσίαν του Κυπριακού λαού». (Ν. Κρανιδιώτης 1985 Α' σ. 433).

Ενώ με αφορμή τις παραπάνω δηλώσεις δημιουργείται κλίμα σύγκρουσης με φήμες πραξικοπήματος, ο Μακάριος χρησιμοποιεί την πολιτική συγκυρία στην Κύπρο που συνίσταται σε όξυνση του διακοινοτικού κλίματος και σε (καθοδηγούμενες) ταραχές για να θωρακισθεί απέναντι στις ελληνικές στρατιωτικές πρωτοβουλίες: Επισημαίνει ότι κάθε ελληνική παρέμβαση στα εσωτερικά της Κύπρου, θα άπτεται ταυτόχρονα και των τουρκικών συμφερόντων, μια που εμπλέκει μέσω των ταραχών και τους τ/κ. Το πραξικόπημα στην Κύπρο για ανατροπή του Μακάριου που σίγουρα ήταν στα κεφάλια μερικών αρμόδιων στην Αθήνα, θα σήμαινε ελληνοτουρκική εμπλοκή. Η επιτυχημένη αυτή ε/κ ενέργεια έχει δυο άμεσα αποτελέσματα: (α) την άμεση εκτόνωση της κρίσης Ελλάδας - Κύπρου με την επίσκεψη Παπαδόπουλου στην Λευκωσία στις 9.8.1967 και (β) την αναζωπύρωση του ελληνοτουρκικού διαλόγου με τη συνάντηση Κόλλια-Ντεριμέλ στον Έβρο στις 9 και 10 Σεπτέμβρη 1967, που όμως στην τροποποιημένη ισορροπία δυνάμεων (καθώς δηλαδή, πρώτα απ' όλα, η Τουρκία αντιλαμβανόταν πλέον ότι ο «ακήρυχτος πόλεμος» Αθηνών - Λευκωσίας υπόσκαπτε την ελληνική στρατηγική για Ένωση) οδηγήθηκε σε αποτυχία.

Κατά συνέπεια, η πρώτη αυτή φάση των πρωτοβουλιών της δικτατορίας, που θέλησε να εκμεταλλευθεί το στοιχείο του αιφνιδιασμού και τη βουλησιαρχική ευχέρεια ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης κατέληξε μέσα από την ανάπτυξη των υπαρκτών αντιφάσεων στην εξασθένιση της ελληνικής θέσης και στην πλήρη επικράτηση της μακαριακής γραμμής, παρά τον έλεγχο, από τη μεριά της Ελλάδας του στρατιωτικού μηχανισμού του κυπριακού κράτους. Φαίνεται, λοιπόν ότι η από την πλευρά της Ελλάδας αδυναμία ελέγχου της εσωτερικής ε/κ πολιτικής σκηνής έφερε στο προσκήνιο παντοδύναμη τη μακαριακή ανεξαρτησιακή γραμμή. Η νίκη αυτή όμως έμελλε να έχει και συνέχεια. Πρόκειται για τα γεγονότα που οδήγησαν στην ανάκληση της ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο τον Νοέμβριο του 1967.

Όπως είναι συνηθισμένο, για μια σημαντική εξέλιξη μπορεί να βρεθεί μια αφορμή που είναι ανάξια λόγου. Ένα συνηθισμένο επεισόδιο σε ένα μικρό χωριό, τους Αγ. Θεοδώρους στα υψώματα Κοφίνου, πήρε διαστάσεις πολεμικής επιχείρησης. Μερικά στοιχεία όμως είναι εδώ ενδιαφέροντα, όπως τα περιγράφει η αναφορά του ΟΠΕ για τα επεισόδια, η οποία συμπεραίνει: «Το μέγεθος της επιχείρησης και η ταχύτητα με την οποία πραγματοποιήθηκε αποδεικνύουν ότι η Εθνοφρουρά είχε προσχεδιάσει την επιχείρηση». (Ν. Κρανιδιώτης 1985 Α' σελ. 454 υποσημ. 53). Σε άσχετο χρόνο και προειδοποιώντας τον ΟΗΕ μόλις 25 λεπτά πριν, οι ε/κ επιχείρησαν αστυνομικές περιπόλους στο από τους τ/κ ελεγχόμενο χωριό, παρουσία του Γρίβα και μάλιστα κατ' επανάληψη στις 14 και 15 Νοέμβρη, μέχρις ότου προκλήθηκε το επεισόδιο και οι ελληνικές δυνάμεις με τεθωρακισμένα και βαρύ οπλισμό κατέλαβαν το χωριό στις 16.11.67. Η κρίση που προκλήθηκε ήταν άμεση, με τους Τούρκους να ζητούν την αποχώρηση των Ελλήνων από το χωριό. Είναι ακόμα χαρακτηριστικό ότι παρά την έκκληση του Κόλια στον Μακάριο να δώσει εντολή για άμεση αποχώρηση του Γρίβα, ο «Αρχιεπίσκοπος απάντησε ότι η σχετική διαταγή προς τον Γρίβα έπρεπε να προέλθει από την ίδια την ελληνική κυβέρνηση, η οποία είχε δώσει προκαταβολικά την έγκριση της γι' αυτές τις επιχειρήσεις» (Ν. Κρανιδιώτης Α' 1985 σ. 475), πράγμα που έγινε στις 16.11.67.

Στη συνέχεια ακολούθησε η γνωστή μείζων κρίση, που οδήγησε στα πρόθυρα του ελληνοτουρκικού πολέμου, προκάλεσε τη μεσολάβηση των ΗΠΑ, την ανάκληση του Γρίβα στην Αθήνα, και τέλος εκτονώθηκε με την ανάκληση της Μεραρχίας στην Αθήνα.

Με βάση όσα υποστηρίζει ο επίσημος απολογητής της μακαριακής πολιτικής, ο Νίκος Κρανιδιώτης, γίνεται σήμερα αποδεκτό ότι τα γεγονότα της Κοφίνου σχεδιάστηκαν και εκτελέστηκαν μετά από απόφαση και εντολή της ελληνικής κυβέρνησης4. Κι αυτό παρότι τις ημέρες εκείνες η ελληνική κυβέρνηση προωθούσε την πολιτική των ελληνοτουρκικών συνομιλιών ερήμην της Κύπρου, για εξεύρεση μιας «συμπεφωνημένης λύσεως» στο Κυπριακό, πολιτική που τορπιλίστηκε από τα γεγονότα της Κοφίνου. Η πραγματικότητα βρίσκεται, βέβαια, στον αντίποδα αυτού του ισχυρισμού και μπορεί να αποδειχθεί ευκολότατα ακόμα και από την ειδησεογραφία των κυπριακών εφημερίδων της εποχής. Η ανάμειξη της ελληνικής κυβέρνησης δεν σχετίζεται με την εκκίνηση, αλλά με το σταμάτημα των επιχειρήσεων της Κοφίνου. Έτσι, η κυπριακή εφημερίδα «Αγων» έγραφε στις 17.11.67: «Η αποχώρησις των δυνάμεων μας εδημιούργησε δυσφορίαν, όχι μόνον μεταξύ του κοινού, αλλά και εις την Κυβέρνησιν (...) ποιος ευθύνεται δια το φιάσκο; (...) Η Κυβέρνησις της Ελλάδος υποτατέστησε την Κυπριακήν και έδωσεν εντολήν αποχωρήσεως της Εθνοφρουράς». (Παρατίθεται στο Το Κυπριακό... 1988, σελ. 69. Στο ίδιο βιβλίο και στις σελίδες 6471 περιέχεται μια αναλυτική περιγραφή της μακαριακής προδακάτσιας της Κοφίνου).

Ας έρθουμε τώρα στο ζήτημα της απόσυρσης της ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο μετά την κρίση του Νοεμβρίου 1967. Το προφανές αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι η εξασθένιση της πολιτικοστρατιωτικής θέσης της Ελλάδας στην Κύπρο. Σε αναφορά με τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό αυτό λειτουργεί επομένως υπέρ της Τουρκίας και κατ' επέκταση υπέρ των τ/κ5. Όμως αν μείνουμε μόνο σ' αυτή τη διαπίστωση θα ξεχάσουμε ότι τη στιγμή που ξέσπασαν τα αιματηρά γεγονότα του Νοεμβρίου 1967 η κυρίαρχη αντίφαση στο Κυπριακό δεν ήταν αυτή ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία (βλ. ελληνοτουρκικό διάλογο για «συμπεφωνημένη λύση»), αλλά αυτή ανάμεσα στην Ελλάδα και την ε/κ ηγεσία. Έτσι όταν η μεσολαβητική παρέμβαση Βανς προτείνει την απομάκρυνση των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο και τον αφοπλισμό της Αστυνομίας και της Εθνοφρουράς (σύμφωνα με όσα προβλέπονταν από τις Συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου), η κυπριακή κυβέρνηση προβάλλει αντιρρήσεις μόνο ως προς τον αφοπλισμό των ε/κ σωμάτων, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για την απόσυρση της Μεραρχίας.

Για να αποκομίσει, λοιπόν, κανείς μια σαφή εικόνα της κατάστασης αρκεί να καταγράψει την ε/κ στάση που εκφράστηκε στη μεσολάβηση Σ. Βανς, η οποία και κατέληξε στην ανάκληση της Ελληνικής Μεραρχίας στην Ελλάδα. Είναι ενδεικτικό ότι η ε/κ απάντηση στον Βανς σχετικά με την ανάκληση του ελληνικού στρατού στην Ελλάδα (που, ας σημειωθεί, δεν υπήρξε ποτέ επίσημα στην Κύπρο) αναφέρει ότι ta σημεία αυτά «αφορούν κυρίως τις Κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας και έχουν ήδη γίνει αποδεκτές απ' αυτές... Η Κυπριακή κυβέρνηση... θεωρεί τη συμφωνία αυτή σαν ένα πρώτο βήμα... για τη σταδιακή αποχώρηση όλων των Ενόπλων Δυνάμεων και την πλήρη αποστρατιωτικοποίηση του Νησιού. Υποστηρίζει, λοιπόν, ότι η σταδιακή αυτή αποχώρηση θα έπρεπε να περιλαμβάνει και τα Ελληνικά και τα Τουρκικά αποσπάσματα (ΕΛΔΥΚ και ΤΟΥΡΔΥΚ), γιατί έτσι πιστεύει ότι θα εξυπηρετηθή καλύτερα η υπόθεση της ειρήνης». (Ν. Κρανιδιώτης 1985 Α' σ. 472). Όσο όμως «ενδοτική» είναι η μακαριακή ηγεσία στο θέμα των ελληνικών δυνάμεων στο νησί, τόσο αδιάλλακτη γίνεται στον αφοπλισμό της Αστυνομίας και της Εθνοφρουράς. Ίσως γιατί έτσι θα εξυπηρετείται καλύτερα «η υπόθεση της ειρήνης». Πράγματι το σημείο αυτό δεν γίνεται αποδεκτό και δεν υπάρχει προφανώς τρόπος να επιβληθεί (χωρίς ανοιχτή εξωτερική επέμβαση).

Με βάση, λοιπόν, την παραπάνω περιγραφή μπορεί κανείς να συναγάγει ορισμένα θεμελιακά συμπεράσματα: Κατ' αρχήν, κρίνοντας από τα αποτελέσματα και μόνο πρέπει να καταγράψουμε όχι απλώς τη διεθνοπολιτική ενίσχυση της Τουρκίας, αλλά κυρίως μια σημαντική νίκη της μακαριακής γραμμής, όταν κατόρθωσε μέσα από μια πορεία που ελισσόταν ανάμεσα σε πληθώρα σκοπέλων, να ανατρέψει τον εσωτερικό στρατιωτικό συσχετισμό δυνάμεων απομακρύνοντας την ελληνική Μεραρχία αλλά και αποτρέποντας τον αφοπλισμό των ε/κ στρατιωτικών δυνάμεων. Η ενέργεια αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία αν ληφθεί υπ' όψη ότι έγινε κάτω από συνθήκες που εμπεριείχαν ως πιθανότητα την πρόκληση ελληνοτουρκικού πολέμου. Είναι ακόμα άξιο μνείας πως η μακαριακή πολιτική χειρίσθηκε άριστα την πολιτική ανεπάρκεια του Γρίβα όσο και την πολιτική απειρία της ελληνικής δικτατορίας, που δεν μπόρεσε να προβλέψει πως μια πιθανή αναμέτρηση με τη μακαριακή στρατηγική στη δεδομένη συγκυρία θα ανέτρεπε τα διεθνή ερείσματα της ελληνικής (ενωτικής) στρατηγικής. Έτσι από την αναμέτρηση αυτή βγαίνει διπλά νικητής ο Μακάριος μια και πρώτα αποτρέπει τον ελληνικό στρατιωτικό κλοιό και την πιθανότητα πραξικοπήματος στην Κύπρο, και ύστερα, οξύνοντας τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, εξανεμίζει την προοπτική μιας «συμπεφωνημένης λύσης» και χρεώνει στο λογαριασμό της δικτατορίας την πρώτη αισθητή «εθνική» αποτυχία.

Βλέπουμε λοιπόν τη δικτατορία να δέχεται την πρώτη ιστορική ήττα στη στρατηγική της για ταχεία εκκαθάριση στην Κύπρο από την οποία θα χρειασθεί χρόνια για να ανακάμψει. Η δυσμενής γι' αυτήν ισορροπία θα την αναγκάσει από δω και στο εξής να ζυγίζει διπλά κάθε πρωτοβουλία της και να αφίσταται θεαματικών ενεργειών. Ο στόχος της ένωσης που θα έδινε μια εθνική αναβάθμιση στο στρατιωτικό καθεστώς φάνηκε πλέον μακρινός κι ανέφικτος, μια και είχε κύρια ν' αντιμετωπίσει μια ιδιαίτερα αποτελεσματική μακαριακή αντίσταση μα και, πλέον - σα συνέπεια του προηγούμενου -, τη διεθνοπολιτική ισχυροποίηση της Τουρκίας.

Στο πλαίσιο αυτό και μπροστά στην «εθνική αφερεγγυότητα» της Ελλάδας, μια γραμμή φαίνεται να κυριαρχεί πλέον στην Κύπρο: Αυτή που υλοποιεί το όραμα της «δευτέρας Ελλάδος», με την ανεξαρτησία και ελληνοποίηση του κυπριακού κράτους (καταστολή της τ/κ «ανταρσίας» και διατήρηση του status quo). Ο Μακάριος τώρα θα πει (12.1.68): «Αν και η ένωση είναι ένας στόχος ευκταίος, δεν είναι πια εφικτός. Οι Κύπριοι πρέπει να το καταλάβουν αυτό και να συνεχίσουν να αγωνίζονται για την πραγματοποιήσιμη λύση που είναι η ανεξαρτησία της Κύπρου» (Γ. Κρανιδιώτης 1984 σ. 179). Το λόγο που επιτρέπει να διακηρύσσεται κάτι παρόμοιο θα μας τον πει ο Τούρκος υπ. εξωτερικών. Ι. Τσιακλαγιαγκίλ: «... Η αποχώρηση των Ελληνικών δυνάμεων έχει εκμηδενίσει μια στρατιωτική παρουσία, που θα μπορούσε να οδηγήσει βίαια στην Ένωση... έχει μεταβάλλει την ισορροπία δυνάμεων... αποτελεί πλέον μια. σημαντική εξέλιξη σχετικά με την τελική λύση». (Ν. Κρανιδιώτης 1985 Α' σ. 493)

Όσο και αν το παραπάνω λέγεται από τουρκική σκοπιά, και αναφέρεται στα νόμιμα «εθνικά δίκαια» των τ/κ, θα ισχυριστούμε ότι διατηρεί την εγκυρότητα του ως εκτίμηση και αναφορικά με τους ε/κ (την ε/κ ηγεσία). Μήπως για «βίαιη ένωση» δεν θα επρόκειτο αν πραγματοποιούταν η «συμπεφωνημένη λύσις» από κάποια από τις κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις (ή και τη δικτατορία) της τετραετίας 6367; Γι αυτό και η ε/κ στρατηγική αντικρίζει τώρα πια - δηλαδή κάτω από το νέο συσχετισμό δυνάμεων - τις μελλοντικές εξελίξεις χωρίς βιασύνη και εγκαινιάζει τη νέα περίοδο που διαγράφεται με πρωτοβουλίες συντήρησης των δυνάμεων και υπεράσπισης του status quo. Ο Μακάριος θα ζητήσει τις «καλές υπηρεσίες» του γ.γ. του ΟΗΕ για την επίλυση του Κυπριακού, και στην κατεύθυνση αυτή θα προσπαθήσει να αναζωπυρώσει το διακοινοτικό διάλογο. Όμως κάθε νικηφόρα έκδοση υπόκειται πάντα, στην πιθανότητα της ανατροπής της σαν αποτέλεσμα της ενότητας των αντιφάσεων που συμπυκνώνει. Στη συγκυρία του τέλους του 1967 η μακαριακή στρατηγική δεν φαίνεται να απειλείται πλέον άμεσα από τις «συμπεφωνημένες λύσεις», που στην προηγούμενη περίοδο προωθούσε το ελληνικό κράτος. Όμως η «ολοκλήρωση» της «δευτέρας Ελλάδος» εμποδιζόταν ακόμη από την αντίσταση που εξακολουθούσε να προβάλλει ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός του Νησιού.

Πραγματικά, η τ/κ κοινότητα ήταν κάτι παραπάνω από ένα πιόνι στη διελκυστίνδα των στρατηγικών ισορροπιών ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και τους ε κ. Στις 29.12.67 η τ/κ ηγεσία ανακήρυξε την «Τουρκοκυπριακή Προσωρινή Διοίκηση», που οργάνωσε τους τ/κ πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά και λειτούργησε ως αντίβαρο στην προσπάθεια των ε/κ να τους υποβιβάσουν (καταργώντας τελειωτικά τις συνθήκες Ζυρίχης - Λονδίνου) σε απλό μειονοτικό πληθυσμό χωρίς πρόσβαση στο κράτος και τη δημόσια διοίκηση. Αυτός ο πολιτικός οργανισμός λειτούργησε μακροπρόθεσμα ως η πολιτική προϋπόθεση για τον εκούσιο εθνικό διαχωρισμό των κοινοτήτων και για την πολιτική χειραφέτηση της τουρκοκυπριακής κοινότητας στο Νησί.

Από την άλλη, η ήττα της Αθήνας τον Νοέμβρη Δεκέμβρη του 1967 δεν σημαίνει και ότι εγκαταλείφθηκε η ελληνική στρατηγική για ένωση. Αντίθετα, στη νέα περίοδο η ελληνική στρατηγική θα περάσει μέσα από την ανοικτή υπονόμευση του Μακαρίου στο εσωτερικό της Κύπρου, διαδικασία που τελικά θα οδηγήσει στην εκρηκτική όξυνση τόσο των εσωτερικών όσο και των διεθνοπολιτικών αντιφάσεων του Κυπριακού.

5.2 Η ανοικτή αντιπαράθεση (Ιανουάριος 1968 - Αύγουστος 1973)

«Πάντως από μιαν κακήν λύσιν προτιμώ την σημερινήν κατάστασιν, εφ' όσον βεβαίως θα διατηρηθή η ειρήνη. Έχομεν ήδη μιαν καθαρώς Ελληνικήν Κυβέρνησιν εις την Νήσον. Οι Τούρκοι δεν μετέχουν της Κυβερνήσεως. Δια τούτο φρονώ, ότι δεν πρέπει να σπεύσωμεν». (Ο Μακάριος στην

Αθήνα 2.9.1968, Ν. Κρανιδιώτης 1985 Α ' σ. 551).

«Τελείωσα με τους Μητροπολίτες» μου είπε μόλις με είδε. «Μένει τώρα ο Γρίβας. Έχω όμως σημαντικές πληροφορίες και στοιχεία από άνθρωπο δικό τους, που σύντομα θα μας οδηγήσουν στην εξάρθρωση της ΕΟΚΑ Β ' και την πάταξη της παρανομίας» (ο Μακάριος προς τον Ν. Κρανιδιώτη τον Ιούλιο 1973, Ν. Κρανιδιώτης 1985 Β ' σ. 223).

Στις αρχές του 1968 έχει πλέον διαμορφωθεί ένα ριζικά νέο ως προς την προηγούμενη περίοδο σκηνικό γύρω από το Κυπριακό, με βασικά χαρακτηριστικά την εκτόνωση της απειλητικής ελληνικής πίεσης (με την ανάκληση των ελληνικών στρατευμάτων στην Αθήνα) και την ανακήρυξη της χωριστής τ/κ διοίκησης της Κύπρου. Οι «καλές υπηρεσίες» του γ.γ. του ΟΗΕ που ζητά η μακαριακή ηγεσία, συνδυάζονται με ένα σχετικό άνοιγμα προς τους τ/κ στο εσωτερικό μέτωπο: ο αποκλεισμός των θυλάκων αίρεται σταδιακά από τις 4.1.1968 και τον Ιούνη του 1968 αρχίζουν οι διακοινοτικές συνομιλίες με βάση τις προτάσεις του Μακάριου της 12ης Μάρτη 1968, που στα ουσιαστικά τους μέρη ακολουθούσαν τα 13 σημεία του 1963. Ταυτόχρονα ο Μακάριος εγκαινιάζει την καινούργια αυτή περίοδο με μια συμβολική κίνηση που επικυρώνει την πολιτική νίκη του: την επανεκλογή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας στις 24.2.1968.

Ο κεντρικός αρμός γύρω από τον οποίο αρθρώνονται οι βασικές πολιτικές κινήσεις της επόμενης εξαετίας μέχρι το 1973 είναι το ζήτημα του διακοινοτικού διαλόγου με επίκεντρο το χαρακτήρα της τοπικής τ/κ διοίκησης. Οι στόχοι των δυο μερών είναι σαφώς αποκλίνοντες, με το Μακάριο και τους ε/κ να επιζητούν την, ντε γιούρε αναγνώριση της παντοκρατορίας τους στο κράτος και τους τ/κ να επιδιώκουν κάποιου τύπου χωριστή διοίκηση. Είναι εμφανές, ότι ο Μακάριος χωρίς την πίεση των Αθηνών δεν έχει καμία βία για να φθάσει σε μια συμφωνία: η κατοχή από τους ε/κ (80% του πληθυσμού) του 95% του εδάφους του Νησιού, η διατήρηση της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης της Κύπρου, ο περιορισμός των τ/κ σε θύλακες με έκταση το 5% του εδάφους, η ανάγκη να χρησιμοποιείται ο διακοινοτικός διάλογος σα χαρτί για τη διαμόρφωση ευνοϊκότερων συσχετισμών σε αναφορά μάλιστα με τις πιθανολογούμενες μελλοντικές πιέσεις και εκβιασμούς εκ μέρους της δικτατορίας, ωθούν τη μακαριακή στρατηγική στο να επιλέξει την οδό της συνεχούς παρακώλυσης και καθυστέρησης των συνομιλιών. Η στάση αυτή συνιστά μια «συνετή» αντιμετώπιση των αντιφάσεων της συγκυρίας, καθώς η Αθήνα επείγεται να «κλείσει» το ζήτημα (μια και η θέση της στο στρατηγικό πλέγμα της περιοχής, που είχε πρόσφατα κλονισθεί, θα αναβαθμιζόταν αισθητά με μια συναινετική λύση), προοπτική που θα καταργούσε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την ε/κ παντοκρατορία στην Κύπρο. Ο εσωτερικός διακανονισμός, από την άλλη, δεν θα μπορούσε να βασίζεται στην πλήρη πολιτική περιθωριοποίηση των τ/κ. Αντίθετα θα αποτελούσε το αποτέλεσμα ενός νέου διακοινοτικού συμβιβασμού και θα δημιουργούσε πρόσφορο έδαφος για την ελληνοτουρκική προσέγγιση, πράγμα που με τη σειρά του θα επέσυρε το φάσμα της συγκυριαρχίας - με την μια ή την άλλη μορφή - της Ελλάδας και της Τουρκίας στην Κύπρο. Άρα ο όρος για την επισφαλή, βέβαια, κυριαρχία της μακαριακής στρατηγικής («δευτέρα μικρά Ελλάς») στην Κύπρο είναι για την επόμενη περίοδο η εσωτερική ε/τ και τ/κ ισορροπία στο (θετικό για τους ε κ) status quo, χωρίς τον «οριστικό διακανονισμό» που μπορεί και να σήμαινε την απαρχή περιπετειών για τους ε κ.

Ολοκληρώνοντας το γενικό αυτό περίγραμμα ας σημειώσουμε την αντίφαση που το σχήμα αυτό συνεπάγεται: Πράγματι, ενώ από τη μια η «διακοινοτική εκκρεμότητα», δηλ. η διατήρηση του status quo στην Κύπρο είναι ένα καλό όπλο για την παρακώλυση της «συμπεφωνημένης λύσης» και τη διαιώνιση της πολιτικής περιθωριοποίησης των τ/κ από την άλλη, ταυτόχρονα, η διατήρηση ενός ανοιχτού προβλήματος προκαλεί διαρκώς την Ελλάδα και την Τουρκία για επέμβαση, είτε προς επιδίωξη του αδύνατου συμβιβασμού, είτε προς αποτροπή ενός «απευκταίου εθνικού υποβιβασμού».

Κάτω από αυτό το πρίσμα θα προσεγγίσουμε τις βασικές τάσεις που διαμορφώνονται στην επόμενη εξαετία, που ακριβώς επειδή συνιστά περίοδο ισορροπίας των αντιφάσεων και συντήρησης του status quo, έχει να επιδείξει έναν ιστορικό χρόνο που ρέει με αρκετά αργό ρυθμό. Ήδη από την πρώτη φάση των διακοινοτικών συνομιλιών φάνηκε ότι οι διαφορές μπορούσαν να γεφυρωθούν σε συντομότατο χρόνο καθώς η ασφυκτική πίεση στους τ/κ τους οδηγεί σε σημαντικές υποχωρήσεις: τον Ιούλιο του 1968 που έληξε η πρώτη φάση, οι τ/κ δέχτηκαν το ενιαίο των δικαστηρίων, την εγκατάλειψη των χωριστών πλειοψηφιών και τη μείωση του ποσοστού συμμετοχής τους στη Δημόσια Διοίκηση, εμμένοντας μόνο στη χωριστή τοπική διοίκηση και στο θεσμό του Αντιπροέδρου. Στις επόμενες φάσεις το σημείο διαφωνίας επικεντρώθηκε απλά και μόνο στην αυτόνομη τοπική διοίκηση. Ήδη τον Φεβρουάριο 1969, με τη λήξη της δεύτερης φάσης των διακοινοτικών, οι συνομιλητές Κληρίδης και Ντενκτάς σε κοινή δήλωση τους διατύπωναν «συγκρατημένη αισιοδοξία», μια και υπάρχουν βάσεις συμφωνίας στα περισσότερα των ζητημάτων. Όμως ήδη από την πρώτη φάση φάνηκε καθαρά ότι συμφωνία θα μπορούσε να συναφθεί μόνο αν το συνολικό πλαίσιο των συσχετισμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Κύπρο ήταν διαφορετικό. Αντίθετα από τον ισχυρισμό ότι οι συνομιλίες «προσέκρουσαν σταθερά στο θέμα της τοπικής διοίκησης και σιγά σιγά αποτελματώθηκαν, και, μέσα στο πλέγμα των διεθνών γεγονότων και των δυσμενών για την ελληνική πλευρά εξελίξεων, εκφυλίστηκαν σε ένα ανιαρό και στάσιμο διάλογο» (Ν. Κρανιδιώτης 1985 Α' σ. 524), η πραγματικότητα είναι διαφορετική: παρά τη δυνατότητα να οδηγηθεί σε συμφωνία, ο διάλογος συντηρήθηκε στο τέλμα με στόχο όχι τόσο την επικυριαρχία πάνω στους τ/κ που είχαν αρχίσει να κάμπτονται, όσο τη διατήρηση των διεθνών ισορροπιών και την απόκρουση των ελληνικών πιέσεων και τάσεων χειραγώγησης της ε/κ στρατηγικής μέσα από την παράταση της εσωτερικής (διακοινοτικής) εκκρεμότητας. Στην πρώτη αυτή περίοδο τη θέση ισχύος κατέχει ο Μακάριος, ενώ η δικτατορία περιορίζεται σε απλές διαμαρτυρίες για την παρελκυστική ε/κ τακτική: «Επισημαίνει πάντως ότι η Κυπριακή Κυβέρνηση με το να μην εφαρμόζει πλήρως την αποφασισθείσαν γραμμήν, ούτε δε να προτείνει σαφώς ετέραν τοιαύτην, αναδέχεται σοβαρωτάτας ευθύνας, τας οποίας η Β. Κυβέρνησις δεν είναι διατεθειμένη να συμμερισθεί» (Μνημόνιο της Ελλην. Κυβέρνησης 27.11.68, στο Ν. Κρανιδιώτης 1985 Α' σ. 521522). Στην τρίτη φάση των συνομιλιών από το 1969 μέχρι τον Αύγουστο 1970 οι αντιθέσεις αμβλύνθηκαν με περιστολή των αρμοδιοτήτων του Αντιπροέδρου και μοναδικό ουσιαστικό σημείο διαφωνίας την ύπαρξη ή μη κεντρικής τ/κ τοπικής διοίκησης μη υπαγόμενης στην ε/κ εξουσία. Η τέταρτη φάση των συνομιλιών από το Σεπτέμβριο 1970 μέχρι το Σεπτέμβριο 1971, παρά τη διαφαινόμενη πιθανότητα επίτευξης συμφωνίας, οδηγήθηκε σε πλήρες αδιέξοδο μια και στο παιχνίδι των διακρατικών συσχετισμών την περίοδο αυτή εγγράφηκε και η παράλληλη όξυνση των αντιθέσεων Κύπρου Ελλάδας.

Η όξυνση αυτή άρχισε με την απόπειρα Παναγούλη για δολοφονία του Παπαδόπουλου τον Αύγουστο του 1968, που το κυπριακό διαβατήριο του και το κυπριακής προέλευσης εκρηκτικό υλικό χρεώθηκε στον υπουργό Π. Γεωρκάτζη, γνωστό δεξιό και ενωτικό παράγοντα και τον οδήγησε στην παραίτηση. Χωρίς να θέλουμε να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες, η παραίτηση Γεωρκάτζη και οι εξελίξεις που την ακολούθησαν δημοσιοποιούν την ανοικτή σύγκρουση Αθήνας - Λευκωσίας. Η Αθήνα εκλαμβάνοντας την κωλυσιεργία του Μακαρίου στο διακοινοτικό διάλογο ως προσπάθεια αναβολής και ως εκ τούτου υπονόμευσης της όποιας προοπτικής «συμπεφωνημένης λύσης» αποφασίζει να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων: Τόσο για την αναθέρμανση της ελληνοτουρκικής (και διακοινοτικής) συνεννόησης, όσο και για την υπονόμευση του Μακαρίου.

Η υπονόμευση του Μακαρίου κινείται αρχικά σε συνωμοτικό επίπεδο, με σημείο καμπής τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του Αρχιεπισκόπου το Μάρτη του 1970. Στη συνέχεια προσλαμβάνει όμως το χαρακτήρα της πολιτικής αντιπαράθεσης με την άφιξη του Γρίβα στην Κύπρο και την ανάληψη απ' αυτόν της ηγεσίας της ΕΟΚΑ β' (1971), την υπόδειξη της ελληνικής κυβέρνησης προς τον Μακάριο να παραιτηθεί (Ιανουάριος 1972), την κίνηση των τριών Μητροπολιτών (Κυρήνειας, Κιτίου και Πάφου), οι οποίοι επίσης ζητούν την παραίτηση του Μακαρίου και τη διοργάνωση το Φλεβάρη του 1972 πραξικοπήματος για την ανατροπή του Μακαρίου, το οποίο ακυρώνεται την τελευταία στιγμή.

Η δημοσιοποίηση της σύγκρουσης Αθήνας Λευκωσίας δημιουργεί αρχικά κάποια αποτελέσματα κλονισμού της συνοχής του μακαριακού μετώπου στην Κύπρο. Γρήγορα όμως γίνεται σαφές ότι η πολιτική στρατηγική του ελληνικού κράτους δεν αποκτά ουσιαστικά ερείσματα στην Κύπρο. Αποκτά, λοιπόν, η στρατηγική αυτή όλο και περισσότερο το χαρακτήρα μιας «ξένης επέμβασης», η οποία έχει ως βασικούς φορείς της τους έλληνες αξιωματικούς της Εθνοφρουράς. Η εξέλιξη της εσωτερικής πολιτικής συγκυρίας στην Ελλάδα οδηγεί έτσι αρχικά στην προσωρινή αναστολή της στρατηγικής για υπονόμευση και ανατροπή του Μακαρίου (περίοδος φιλελευθεροποίησης Μαρκεζίνη) και στη συνέχεια στην όξυνση της σύγκρουσης μέχρι την τελική αναμέτρηση (περίοδος Ιωαννίδη). Ας δούμε όμως αναλυτικότερα την εξέλιξη των γεγονότων στην Κύπρο από τις αρχές του 1969 και μετά.

Η έλλειψη σαφούς προοπτικής επίλυσης του Κυπριακού από το Μακάριο και η προσπάθεια διατήρησης απλώς και μόνο του status quo δεν λειτουργούν υπέρ της εσωτερικής συνοχής του μακαριακού μετώπου. Ο Μακάριος διαπιστώνει τις νέες αυτές τάσεις και προκρίνει τη δημιουργία κομμάτων στο εσωτερικό της «εθνικόφρονος» (δηλ. πέραν του ΑΚΕΛ) παράταξης για να εξαναγκάσει τις διάφορες πολιτικές μερίδες να λειτουργούν φανερά. - Το Φεβρουάριο του 1969 ιδρύονται 4 νέα κυπριακά κόμματα6, όμως το πεδίο ανταγωνισμού που προκύπτει είναι πρόσφορο και για τη μυστική υπονομευτική δράση κατά του Μακάριου. Η στρατηγική της δικτατορίας είναι πολύμορφη, και εκτείνεται από τη στήριξη μυστικών οργανώσεων όπως το «Εθνικό Μέτωπο», που λειτουργεί τρομοκρατικά από την άνοιξη του 1969, μέχρι την εξύφανση συνομωσιών ενάντια στον Μακάριο όπου φαίνεται να πρωτοστατεί ο Π. Γεωρκάτζης (που στη ουσία εξουδετερώθηκε από το Μακάριο το 1968) με τις πολυσχιδείς «ενωτικές» και ακροδεξιές διασυνδέσεις του. Την ίδια περίοδο η δικτατορία χρησιμοποιεί και τα επίσημα κανάλια διαμαρτυριών και απειλών για να πείσει τους ε/κ να μη κωλυσιεργούν στις διακοινοτικές συνομιλίες, χωρίς όμως να πετύχει κανένα αποτέλεσμα. Η συνωμοτική δράση κορυφώνεται στις αρχές του 1970 με τις βομβιστικές ενέργειες του «Εθνικού Μετώπου» ενώ την ίδια εποχή λαμβάνουν χώρα και κάποιες μυστικές συνεννοήσεις Κληρίδη - Ντενκτάς κατά την απουσία του Μακάριου σε ταξίδι. Τέλος εκδηλώνεται η ανεπιτυχής δολοφονική απόπειρα κατά του Μακάριου το Μάρτη του 1970. Λίγο αργότερα δολοφονείται ο Π. Γεωρκάτζης σε μυστηριώδεις συνθήκες ενώ υποτίθεται ότι προσπαθούσε να διαφύγει. Στη συνέχεια η δράση του «Εθνικού Μετώπου» ατόνησε ενώ τον Ιούνιο του 1970 οι οργανώσεις του αυτοδιαλύθηκαν.

Εκείνο που διαφάνηκε από την περίοδο αυτή είναι ότι η αντιπαράθεση Μακαρίου και δικτατορίας από το 1968 μέχρι το 1970 κινήθηκε κυρίως σε συνομωτικά πλαίσια. Βέβαια, η Κύπρος προσφερόταν ιδιαίτερα ως θέατρο μιας παρόμοιας στρατηγικής και τα χτυπήματα ήταν ισάριθμα και ισοδύναμα από κάθε πλευρά. Η απουσία πολιτικής εναλλακτικής λύσης στη μακαριακή στρατηγική δυσχέρανε όμως το ελληνικό εγχείρημα, μια και η δυνατότητα ελιγμών του Μακάριου στο ε/κ πολιτικό σκηνικό ήταν τεράστια: ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο Γεωρκάτζης μέσα σε διάστημα μικρότερο των 2 ετών φέρεται από την επίσημη προπαγάνδα αναμεμειγμένος σε απόπειρα κατά του Παπαδόπουλου στην Ελλάδα και στην απόπειρα κατά του Μακάριου στην Κύπρο. Εκείνο που μένει βέβαια είναι ότι η (υποτιθέμενη) συμμετοχή του στην πρώτη απόπειρα του στερεί το κρατικό χρίσμα για τις πρωτοβουλίες του, ενώ η (πάλι υποτιθέμενη) συμμετοχή του στη δεύτερη και η (σκοτεινή) δολοφονία του στερεί τους «ενωτικούς» από μια ηγετική φυσιογνωμία, ακροδεξιών προδιαγραφών και «εθνικής αποδοχής». Και μόνο το γεγονός ότι μετά τη δολοφονία του ανασύρεται από την πολιτική ναφθαλίνη ο Γρίβας ως ηγετική φυσιογνωμία δείχνει το δυσαναπλήρωτο κενό που αποτέλεσε η απουσία του στην προσπάθεια γ1 α εναλλακτική λύση στη Μακαριακή παρουσία και στρατηγική. Είναι πια φανερό ότι οι βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου 1970 απλά καταγράφουν την αδιάσειστη μακαριακή υπεροχή όταν η μη εξασφάλιση πλειοψηφίας από κανένα κόμμα επιβεβαιώνει και πάλι τον Μακάριο ως ρυθμιστή της πολιτικής κατάστασης. Το μακαριακό μέτωπο διατηρεί τελικά τη συνοχή του και πάνω σ' αυτή τη συνοχή εξοστρακίζονται και πάλι οι προσπάθειες της δικτατορίας για υπονόμευση του Μακαρίου, για επηρεασμό της έκδοσης των διακοινοτικών συνομιλιών κλπ. Η ελληνική χούντα αντιλαμβάνεται ότι η τακτική των συστάσεων, των απειλών και των πιέσεων παραμένει τελικά αναποτελεσματική.

Αυτό τελικά οδηγεί τη δικτατορία στη χάραξη μιας νέας γραμμής που συμπυκνώνεται στο εμπιστευτικό σημείωμα του υπ. εξωτερικών Ξανθόπουλου Παλαμά της 21ης Ιουλίου 1971 γύρω από τα δύο σημεία: (α) την υπαγωγή της Κύπρου στο «εθνικόν κέντρον» (6) την ανοιχτή αντιπαλότητα και την ανοιχτή προσπάθεια ανατροπής του Μακάριου. Η πρώτη κατεύθυνση συνεπάγεται τη στενή παρακολούθηση των διακοινοτικών συνομιλιών προκειμένου να ακυρωθεί η παρελκυστική τακτική του Μακάριου. Τον Οκτώβριο του 1971 αποφασίστηκαν οι «ενισχυμένες διακοινοτικές συνομιλίες» με συμμετοχή ελλήνων και τούρκων εμπειρογνωμόνων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ που άρχισαν τον Ιούλιο του 1972, ενώ αναβίωσε και ο απευθείας ελληνοτουρκικός διάλογος, με τη συνάντηση Ολτσάϋ Παλαμά στη Λισσαβόνα τον Ιούνιο του 1971. Η δεύτερη κατεύθυνση συνάγεται από την εκτίμηση ότι ο Μακάριος ήταν αδύνατο να πεισθεί να συνταχθεί με τις επιλογές του «εθνικού κέντρου».

Το Σεπτέμβριο του 1971 ο Γρίβας αρχίζει σε συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση την ανατρεπτική δράση της παράνομης οργάνωσης «ΕΟΚΑ - Β'», η οποία σε μεγάλο βαθμό επανδρώνεται από έλληνες αξιωματικούς της Εθνοφρουράς. Παράλληλα η δραστηριότητα αυτή καλύφθηκε πολιτικά και από τη νόμιμη ενωτική οργάνωση «Επιτροπή Συντονισμού Ενωτικού Αγώνος» (ΕΣΕΑ) και από τις αντιμακαριακές εφημερίδες, που ενώ η επιρροή τους δεν ξεπερνά αισθητά τον περιθωριακό χώρο των ακροδεξιών οργανώσεων, εντούτοις σε συνδυασμό με την ελλαδική πίεση αποτελούν πλέον ένα μη αμελητέο προγεφύρωμα για τα σχέδια ανατροπής του Μακάριου που εκπονούνταν στην Αθήνα.

Ενδεικτικό για την αποτελεσματικότητα του προγεφυρώματος αυτού είναι μια νέα υπόθεση τσεχοσλοβακικών όπλων, που προορίζονταν για την Αστυνομία, και ο Μακάριος είχε παραγγείλει με πρόσχημα την άμυνα του Νησιού ενάντια στην «τουρκική επιθετικότητα». Κατ' αρχήν η ίδια η αναγκαιότητα εξοπλισμού υποδηλώνει κάποιες αλλαγές στους συσχετισμούς, και στη συνέχεια η ακύρωση από τον Γρίβα και την Ελληνική Κυβέρνηση της παραλαβής του οπλισμού αυτού δείχνουν κάποια απτά αποτελέσματα της νέας δυναμικής. Μάλιστα, με αφορμή τα τσεχοσλοβάκικα όπλα η δικτατορία αξίωσε ανασχηματισμό της κυβέρνησης που να «αντιπροσωπεύει όλον το εθνικόφρονα κόσμον της Νήσου», καθώς και τον περιορισμό του Αρχιεπισκόπου στα «αυστηρώς εκκλησιαστικά του καθήκοντα». Η κρίση αυτή κορυφώνεται στις 12 Φλεβάρη 1972 με την άρνηση του Μακάριου να συμμορφωθεί, αλλά και με την επίκληση των συνθηκών Ζυρίχης και Λονδίνου και του δικαιώματος επέμβασης που απέρρεε απ' αυτές από τη μεριά της δικτατορίας. Στις 14 Φλεβάρη αποτράπηκε την ύστατη στιγμή ελληνικό πραξικόπημα στην Κύπρο και προς τα τέλη του μήνα ο Μακάριος δέχθηκε να παραδώσει τα όπλα στον ΟΗΕ για «προσωρινή φύλαξη». Στις 2 Μαρτίου, οι μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κυρήνειας ζήτησαν την παραίτηση του Μακαρίου από το προεδρικό αξίωμα, με το επιχείρημα ότι οι «ιεροί κανόνες» απαγορεύουν την κατοχή κοσμικών αξιωμάτων από τον Αρχιεπίσκοπο. Οι σχέσεις ελληνικής και κυπριακής κυβέρνησης περιορίστηκαν στα απολύτως αναγκαία με προνομιακό συνομιλητή της δικτατορίας το Γλαύκο Κληρίδη. Ενδεικτικό της ασφυκτικής πίεσης που υφίσταται ο Μακάριος την περίοδο αυτή είναι ότι για να κερδίσει χρόνο συναντά με δική του πρωτοβουλία τον Γρίβα και προσποιείται διάθεση συνδιαλλαγής μαζί του. Τέλος, στις 16 Ιουνίου ορκίζεται η νέα κυβέρνηση, η οποία ικανοποιεί εν μέρει τις απαιτήσεις των Αθηνών με την απουσία Κυπριανού, αλλά δεν περιέχει ακραιφνείς γριβικούς. Με την υποχώρηση του αυτή ο Μακάριος επιδιώκει την εκτόνωση της άμεσης διαμάχης του με τη δικτατορία, ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη άνεση την επίθεση των μητροπολιτών, που ενώ κλιμακώνουν τις ενέργειες τους όλο το 1972 και προβαίνουν στην τυπική «καθαίρεση» του Μακάριου στις 8.3.1973, δεν αποκτούν λαϊκό έρεισμα. Τελικά, κατά την περίοδο της προσωρινής «ανακωχής» στον πόλεμο Αθηνών Λευκωσίας το καλοκαίρι του 1973, οι μητροπολίτες εγκαταλείπονται ακόμα και από το καθεστώς των Αθηνών, για να αντικατασταθούν τελικά από τον Μακάριο. Μάλιστα θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι το περί τον Μακάριο εσωτερικό μέτωπο ενισχύθηκε και από την υπέρ των μητροπολιτών παρέμβαση του γ.γ. του NATO Λούνς τον Ιούλιο του 1972 που με τον τρόπο του «έχρισε» τη μακαριακή στρατηγική αντιιμπεριαλιστική, παρά το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ σταθερά αρνιόταν να υποστηρίξει τη μακαριακή χωριστική πολιτική που υποβίβαζε τους τ/κ σε μειονότητα.

Όλο το 1972 ο Γρίβας ασχολήθηκε με την οργανωτική ανάπτυξη της ΕΟΚΑ Β'. Όμως παρά την οργανωμένη επίθεση ενάντια στον Μακάριο, η στρατηγική που αυτός ο τελευταίος ακολουθούσε φάνηκε ιδιαίτερα ευέλικτη. Πρώτα στέρησε από την Κυβέρνηση της Αθήνας τη δυνατότητα ανοιχτής πολεμικής εναντίον του, με την παράδοση των τσεχοσλοβάκικων όπλων στον ΟΗΕ και τον κυβερνητικό ανασχηματισμό. Ύστερα περιθωριοποίησε τους μητροπολίτες και ακύρωσε στην πράξη την καθαίρεση του. Και, τέλος, προκήρυξε για το Φλεβάρη του 1973 εκλογές τις οποίες κέρδισε ελλείψει αντιπάλου. Μπροστά στη συντονισμένη δράση των ερεισμάτων της δικτατορίας για την ανατροπή του απόδειξε και πάλι την πολιτική του ηγεμονία στο εσωτερικό της ε/κ κοινωνίας και την απουσία εναλλακτικής προς αυτόν λύσης, ενώ ταυτόχρονα έσπρωχνε το Γρίβα στην οδό της τρομοκρατίας χωρίς ουσιαστική λαϊκή υποστήριξη πέρα από το στρατιωτικό μηχανισμό. Η τακτική της ένοπλης βίας κράτησε και το 1973 με κορύφωση την απαγωγή από τον Γρίβα του υπουργού δικαιοσύνης Βάκη και την υποβολή πολιτικών όρων (νέες «γνήσιες» εκλογές, αμνηστία, παραίτηση Μακαρίου είτε από το προεδρικό είτε από το εκκλησιαστικό αξίωμα) για την απελευθέρωση του. Η αντίδραση του Μακαρίου όλη αυτή την περίοδο συνίσταται είτε σε μια αντίστοιχη ένοπλη τρομοκρατία κυβερνητικών ή παρακυβερνητικών δυνάμεων, είτε στην αποκάλυψη σχεδίων δολοφονίας του, παράλληλα με σχέδια διχοτόμησης της Κύπρου, (διχοτόμησης που θα ακολουθούσε τον παραμερισμό του), στα οποία υποτίθεται ότι πρωτοστατούσε ο Γρίβας, αλλά εμπλέκοντο και άλλες προσωπικότητες του μακαριακού στρατοπέδου που φαίνονταν να διαφοροποιούνται την περίοδο αυτή (π.χ. Κληρίδης). Η απομόνωση της ΕΟΚΑ Β' στην Κύπρο αλλά και η «εκεχειρία» της περιόδου Αυγούστου - Νοεμβρίου 1973 οδήγησε τελικά τη δικτατορία να αποκηρύξει το Γρίβα στις 29.8.73, τον ίδιο να υποστείλει τη δράση του και την ΕΟΚΑ Β' να διχασθεί πάνω στην ακολουθητέα στρατηγική (γύρω στο Νοέμβρη του 1973). Εντούτοις, ένα τμήμα της ΕΟΚΑ Β' θα συνεχίσει (παρά τη διαφοροποίηση της ελληνικής κυβέρνησης) τη δράση του.

Παράλληλα, όλη την περίοδο από τον Ιούνιο του 1972 επαναλήφθηκε χωρίς διαφοροποιήσεις το σκηνικό των προηγούμενων διακοινοτικών συνομιλιών, παρά την παρουσία Έλληνα και Τούρκου εμπειρογνώμονα. Η «ενισχυμένη» μορφή των συνομιλιών δεν στάθηκε δυνατόν να αλλάξει το σκηνικό, παρά τις πιέσεις, μια και πέρα από επουσιώδεις μετασχηματισμούς οι παράμεροι ήταν περίπου ίδιες: η μακαριακή γραμμή εξακολουθούσε να συνδυάζει το στόχο για κρατική παντοδυναμία των ε/κ με το στρατηγικό της παιχνίδι με την Αθήνα και το Γρίβα, ενώ η τ/κ πλευρά βλέποντας την εσωτερική διαμάχη Ελλάδας και ε κ, με τον σχεδόν ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των δυο μερίδων εκμεταλλευόταν τη συγκυρία για να θέτει το στρατηγικό της στόχο: τη χωριστή κεντρική τ/κ διοίκηση. Ταυτόχρονα, ο Κληρίδης φαίνεται ότι διαφοροποιείται ανοικτά από τους μακαριακούς χειρισμούς στο διακοινοτικό ζήτημα, μια και εγκαταλείπει τη θέση του ε/κ συνομιλητή και λειτουργεί πλέον ως πιθανή μεταμακαριακή εφεδρεία, ιδαίτερα μετά τις συνομιλίες που έχει στην Αθήνα τον Απρίλη του 1973. Όμως οι διακοινοτικές συνομιλίες περιέρχονται στο τέλος αυτής της περιόδου σε ουσιαστική νέκρωση παρά το γεγονός ότι τυπικά διαρκούν μέχρι τον Ιούλιο του 1974.

5.3 Μια σύντομη εκεχειρία Σεπτέμβριος · Νοέμβριος 1973

«Προκαταρκτικής φύσεως θα είναι η σημερινή επίσκεψις και αϊ συνομιλίαι μου εις Αθήνας. Πιθανόν να πραγματοποιήσω προσεχώς και άλλην, μακροτέρας διαρκείας, επίσκεψιν. θα εξαρτηθή αυτή από την πρόοδον ή το τυχόν αδιέξοδον των ενδοκυπριακών συνομιλιών» (Από τις δηλώσεις Μακαρίου κατά την επίσκεψη του στην Αθήνα, 6.11.1973).

Η ουσιαστική αποτυχία των κινήσεων υπονόμευσης του Μακαρίου στην Κύπρο συμπίπτει χρονικά με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα: Την πολιτική κρίση της δικτατορίας ήδη από τις αρχές του 1973, τον προσανατολισμό της προς τη λύση της «φιλελευθεροποίησης» και τελικά το σχηματισμό της «πολιτικής» κυβέρνησης Μαρκεζίνη. Στο νέο πολιτικό πλαίσιο η συνωμοτική δράση για την ανατροπή του Μακαρίου υπονομεύει το προφίλ της «κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», με το οποίο επιχειρούσε πλέον η χούντα να παρουσιαστεί στη διεθνή κοινή γνώμη. Πολύ περισσότερο που οι πρωτοβουλίες της στην Κύπρο (μέσα από την πολιτική απομόνωση των ανατρεπτικών κινήσεων) προσλάμβαναν, όπως ήδη είπαμε, όλο και περισσότερο το χαρακτήρα μιας «ξένης επέμβασης».

Η χούντα αποφασίζει να κηρύξει λοιπόν «εκεχειρία» στον πόλεμο της εναντίον του Μακαρίου και να επιδιώξει και πάλι μια διεθνοπολιτική επίλυση του Κυπριακού με βάση την πάγια θέση του ελληνικού κράτους από τη δεκαετία ήδη του 1950 για «ένωση με ανταλλάγματα προς την Τουρκία».

Τον Αύγουστο του 1973 η ελληνική κυβέρνηση αποκηρύσσει τη δράση του Γρίβα και της ΕΟΚΑΒ'. Δυο μήνες αργότερα ο πρωθυπουργός Μαρκεζίνης επαναφέρει την πρόταση της «συμπεφωνημένης λύσης» (ένωση με ανταλλάγματα). Όμως τώρα η μεταβολή της συγκυρίας ως προς το παρελθόν είναι τόσο ριζική, που τα «ανταλλάγματα» δεν είναι δυνατόν να είναι πλέον ούτε δευτερεύοντα ούτε επουσιώδη (π.χ. η «παραχώρηση» στην Τουρκία της αγγλικής όασης της Δεκέλειας, όπως είχε γίνει αποδεκτό κατά τον ελληνοτουρκικό διάλογο του 196566): Η δημοσιοποίηση και όξυνση της διαμάχης Ελλάδας και ε/κ από τη μια μεριά (δηλαδή η εναντίωση των τελευταίων στην ένωση), και η διεθνοπολιτική απομόνωση της ελληνικής χούντας από την άλλη επέτρεπαν στην Τουρκία να μιλάει τώρα για εντελώς άλλου τύπου «ανταλλάγματα», και μάλιστα για «ανταλλάγματα» (δηλαδή για μια αναθεώρηση των συνολικών ελληνοτουρκικών διεθνοπολιτικών συσχετισμών) πριν καν καταστεί δεδομένη ή, ακόμα, εφικτή η ένωση.

Η κυβέρνηση Ετσεβίτ, που προκύπτει από τις εκλογές του Οκτωβρίου 1973 θέτει θέμα υφαλοκρηπίδας και εναερίου χώρου στο Αιγαίο από τη μια, και επίλυσης του Κυπριακού σε ομοσπονδιακή βάση από την άλλη. Ο Μαρκεζίνης, μάλλον στη βάση της αδυναμίας του να αντιληφθεί τους μετασχηματισμούς στους διεθνοπολιτικούς συσχετισμούς δύναμης, αποδέχεται την τουρκική πρόκληση για επαναδιαπραγμάτευση των διεθνών ζητημάτων του Αιγαίου ως πιθανό «αντάλλαγμα» σε μια «συμπεφωνημένη λύση» στην Κύπρο. Στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης του τον Οκτώβριο του 1973 θα πει για το Κυπριακό και τα εξής: «θα επαναλάβω ότι ο ρόλος της Ελλάδος θα είναι ρόλος οδηγού και όχι ουραγού. Αι εν εξελίξει διαδικασίαι θα στηρίζονται επί εδραίων εθνικών βάσεων χωρίς υποχωρήσεις τοπικών επιδιώξεων και χωρίς κατολισθήσεις Ελληνικών θέσεων. Πλησιάζει δε η ώρα καθ' ην επιβάλλεται η επανεκτίμησις, οία τον πρίσματος και τον Κυπριακού, των μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας σχέσεων (...) επί καθολικής βάσεως από της εποχής της Λοζάννης» (αναφέρεται στο Κρανιδιώτης 1985Β', σελ. 308. Οι υπογραμ. δικές μας, Τ.Κ. - Γ.Μ.)7.

Βεβαίως, η διακυβέρνηση Μαρκεζίνη υπήρξε τόσο βραχύβια, ώστε η διάθεση του να διαπραγματευθεί με την Τουρκία «εφ όλης της ύλης» και μάλιστα «δια του πρίσματος και του Κυπριακού» δεν έπαιξε κανένα απολύτως ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις.

Πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν έτσι κατά την περίοδο αυτή κάποιες πρωτοβουλίες που πάρθηκαν από ορισμένους εκ των πρωταγωνιστών του Κυπριακού, σε αναφορά με τις νέες συνθήκες (ή «ευκαιρίες») που φάνηκαν να δημιουργούνται από την αναστολή της ελληνικής υπονομευτικής δράσης σε βάρος του Μακαρίου. Αναφερόμαστε στην απόπειρα ουσιαστικής επανενεργοποίησης των διακοινοτικών συνομιλιών για τη διαμόρφωση σε συντομότατο χρονικό διάστημα μιας «διακοινοτικής λύσης» στο Κυπριακό. Η απόπειρα αυτή του τ/κ εκπροσώπου Ρ. Ντενκτάς και του ε/κ διαπραγματευτή Γλ. Κληρίδη (ο οποίος ενδεχόμενα δρούσε σε σχετική διαφοροποίηση από την επίσημη μακαριακή γραμμή) ενισχύθηκε άτυπα και ανεπίσημα από την αμερικανική κυβέρνηση και ήταν εν γνώσει των κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας.

Αποκορύφωμα της άτυπης μεσολαβητικής προσπάθειας των Η.Π.Α. για επιτάχυνση των ενδοκοινοτικών συνομιλιών ήταν το «Σεμινάριο της Ρώμης», δηλαδή μια συζήτηση «ειδημόνων διεθνούς κύρους» με τους Κληρίδη - Ντενκτάς που διοργανώθηκε στη Ρώμη στο διάστημα 1923 Νοεμβρίου 1973 με αντικείμενο τη διερεύνηση των δυνατοτήτων επίλυσης του Κυπριακού. Στη συνάντηση συμμετείχαν ως «σύνεδροι» - συνομιλητές των διαπραγματευτών (που εμφανίζονται ως οι κύριοι «εισηγητές» του Σεμιναρίου) - πρώην αξιωματούχοι της διεθνούς πολιτικής από τις Η.Π.Α. (Σ. Βανς, Λ. Μπατλ, Φ. Τάλμποτ)8, τη Μ. Βρετανία, την Ελλάδα (Ε. Αβέρωφ, Δ. Μπίτσιος), την Τουρκία, καθώς και «ουδέτερες προσωπικότητες» (ο Γιουγκοσλάβος διπλωμάτης Βλ. Βέλεμπιτ που προεδρεύει του Σεμιναρίου, καθηγητές Πανεπιστημίου κλπ). Για να μην προσλάβει το «Σεμινάριο» το χαρακτήρα μιας επίσημης μεσολαβητικής προσπάθειας αποφεύγεται η παρουσία του οποιουδήποτε εν ενεργεία κυβερνητικού παράγοντα (οποιασδήποτε χώρας) πέραν των Κληρίδη - Ντενκτάς.

Από το «Σεμινάριο της Ρώμης» (για ό,τι ακολουθεί βλ. Ιγνατίου 1989 σελ. 122124 και 137157) προκύπτει και πάλι ότι οι διακοινοτικές συνομιλίες θα μπορούσαν άμεσα να καταλήξουν σε μια συμφωνία που να στηρίζεται σε δύο σκέλη:

1) Ενίσχυση (συγκριτικά με τις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου) της θέσης των ε/κ στην κεντρική κρατική διοίκηση και την κυβέρνηση: Μείωση της συμμετοχής των τ/κ στην κυβέρνηση, τη δημόσια διοίκηση και την αστυνομία από 30% σε 20%, κατάργηση του δικαιώματος βέτο και αναπομπής των νόμων που μέχρι τότε κατείχε ο τούρκος Αντιπρόεδρος, κατάργηση των χωριστών πλειοψηφιών στη Βουλή των Αντιπροσώπων σ' ό,τι αφορά την ψήφιση των νόμων και κατάργηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

2) Ενίσχυση της αυτονομίας και αυτοκυβέρνησης της τ/κ κοινότητας9: Χωριστές πλειοψηφίες των ε/κ και τ/κ βουλευτών για τους κανονισμούς τοπική σ αυτοδιοίκησης, αυτονομία των τοπικών αυτοδιοικήσεων από την κεντρική διοίκηση (η οποία θα ασκεί εντούτοις τον έλεγχο νομιμότητας των τοπικών διοικήσεων) κλπ. (Ανοικτό παρέμενε ακόμα το ζήτημα της σύστασης χωριστών τ/κ δήμων στις 5 μεγάλες πόλεις της Κύπρου). Δημιουργία νέων τ/κ κοινοτήτων για τους περισσότερους από 25.000 Τουρκοκύπριους που είχαν εκδιωχθεί ή εγκαταλείψει τα χωριά τους και είχαν συγκεντρωθεί στους θύλακες. (Υπολογίζεται ότι με τις διακοινοτικές συγκρούσεις είχαν εκκενωθεί 103 τ/κ χωριά). Λήψη μέτρων για μείωση του οικονομικού και εκπαιδευτικού χάσματος ανάμεσα στις δυο κοινότητες. (Το Σεμινάριο εκτίμησε ότι το μέσο κατά κεφαλή ΑΕΠ των τ/κ ήταν το 1961 80% και το 1971 50% του μέσου κατά κεφαλή ΑΕΠ των ε κ).

Η πρωτοβουλία της ε/κ πλευράς (ή έστω της τάσης Κληρίδη) για προώθηση της λύσης του διακοινοτικού ζητήματος την εποχή αυτή φαίνεται να εδράζεται στην εκτίμηση ότι η παρέμβαση του ελληνικού κράτους για έλεγχο ή και ανατροπή της κυπριακής κυβέρνησης είχε πλέον ανασταλεί, ή, έστω, οριστικά ατονίσει. Έτσι η διακοινοτική διευθέτηση δεν θα αποτελούσε τη βάση για μια προσεχή «συμπεφωνημένη λύση» Ελλάδας και Τουρκίας ερήμην της Λευκωσίας, αλλά αντίθετα θα λειτουργούσε ως η νέα αποφασιστική εσωτερική και διεθνοπολιτική παράμετρος που (έστω και με τίμημα κάποιες υποχωρήσεις των ε/κ απέναντι στους τ/κ στο εσωτερικό μέτωπο ή, καλύτερα, με όπλο αυτές τις υποχωρήσεις) θα καθιστούσε ανέφικτη μια τέτοια «συμπεφωνημένη λύση».

Βέβαια, τη μέρα που τελείωνε το «Σεμινάριο της Ρώμης» ανετρεπόταν η Κυβέρνηση Παπαδόπουλου Μαρκεζίνη από το πραξικόπημα Γκιζίκη Ιωαννίδη. Η νέα ελληνική χούντα θα προσανατολιστεί και πάλι προς την πολιτική υπονόμευσης και ανατροπής του Μακαρίου, και μάλιστα με τους πιο τυχοδιωκτικούς όρους.

Χαρακτηριστικό πάντως του νέου κλίματος που κυριάρχησε κατά τη σύντομη φάση τους «εκεχειρίας» είναι ότι το Νοέμβριο του 1973 ο Μακάριος επισκέφθηκε την Αθήνα για συνομιλίες με τον πρωθυπουργό Μαρκεζίνη.

5.4 Η τελική αναμέτρηση (Δεκέμβριος 1973 · 23 Ιουλίου 1974).

«Ως έχω ήδη δηλώσει, τα γεγονότα της Κύπρου δεν αποτελούν εσωτερικήν υπόθεσιν των Ελλήνων της Κύπρου. Οι Τούρκοι της Κύπρου επηρεάζονται επίσης. Το πραξικόπημα της Ελληνικής χούντας είναι μία εισβολή, και εκ των συνεπειών της θα υποφέρει όλος ο λαός της Κύπρου: Αμφότεροι Έλληνες και Τούρκοι (...) Το Συμβούλιον Ασφαλείας πρέπει να καλέση το στρατιωτικόν καθεστώς της Ελλάδος να ανακαλέση εκ Κύπρου τους Έλληνας αξιωματικούς τους υπηρετούντος εις την Εθνικήν Φρουράν και να θέση τέρμα εις την εισβολήν αυτού εις Κύπρον».

(Από την ομιλία του Μακαρίου στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., 19.11.1974).

Η χούντα Ιωαννίδη - Γκιζίκη υιοθετεί, λοιπόν, και πάλι την πολιτική ανοιχτής υπονόμευσης του Μακαρίου. Τον Ιανουάριο του 1974 πεθαίνει ο Γρίβας, οπότε την ηγεσία της ΕΟΚΑ Β' αναλαμβάνει ο ταγματάρχης του ελληνικού στρατού Γ. Καρούσος.

Το γεγονός ότι η ΕΟΚΑ Β' καθοδηγείται πλέον εμφανώς από την Αθήνα, μαζί με το ότι η οργάνωση είχε διασπαστεί στην αμέσως προηγούμενη περίοδο, ενώ η κυβέρνηση της Αθήνας είναι στο διεθνές επίπεδο περισσότερο απομονωμένη από ποτέ, δίνουν την εντύπωση στην κυπριακή ηγεσία ότι μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη νέα απειλή. Εντούτοις, στο εξάμηνο που μεσολαβεί από το Δεκέμβριο του 1973 μέχρι τον Ιούνιο του 1974 η ηγεσία της ΕΟΚΑ Β' καταφέρνει να πετύχει ιδιαίτερα σημαντικά «οργανωτικά» αποτελέσματα: Διαβρώνει την Εθνοφρουρά με μέλη και στελέχη της ΕΟΚΑ Β', ιδιαίτερα στο επίπεδο των κυπρίων εφέδρων αξιωματικών του σώματος. Μεταβάλλεται έτσι ο εσωτερικός συσχετισμός στην Εθνοφρουρά, αφού η ελληνική χούντα δεν ελέγχει πλέον μόνο την ηγεσία της (έλληνες αξιωματικοί που διοικούν και εκπαιδεύουν την Εθνοφρουρά), αλλά αποκτά σημαντικά ερείσματα και στα μεσαία και κατώτερα κλιμάκια της. θα μπορούσε έτσι να ελέγξει το βασικό αυτό στρατιωτικό σώμα του κυπριακού κράτους στο σύνολο του, και μάλιστα ακόμα και σε μια συγκυρία ανοικτής ρήξης με την κυπριακή κυβέρνηση. Παράλληλα, από το Μάιο του 1974 η ελληνική κυβέρνηση δίνει εντολή στην ΕΟΚΑ Β' να στραφεί και εναντίον των τ/κ, εξουδετερώνοντας την ένοπλη άμυνα των θυλάκων τους.

Η Κυπριακή κυβέρνηση αποφασίζει να ανακόψει αυτή την πορεία στρατιωτικού ελέγχου της Κύπρου από την Αθήνα και απαιτεί με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου από την ελληνική κυβέρνηση και την (ελληνική) στρατιωτική ηγεσία της Εθνοφρουράς να εξαιρέσει από το σώμα των προς εκπαίδευση εφέδρων αξιωματικών 57 άτομα για τα οποία υπήρχαν στοιχεία ή υπόνοιες ότι συνδέονταν με την ΕΟΚΑ Β'.

Η ελληνική χούνται αγνοεί το αίτημα της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας. Ο Μακάριος θεωρεί τότε ότι έχει τους συσχετισμούς με το μέρος του για να επιχειρήσει με απόλυτα νικηφόρους όρους την οριστική απόκρουση της ελληνικής επέμβασης στην Κύπρο. Τόσο η αφήγηση του Ν. Κρανιδιώτη, όσο και τα στοιχεία που συγκέντρωσε η Εξεταστική Επιτροπή για το «Φάκελο της Κύπρου» πείθουν ότι η ε/κ ηγεσία είχε υποτιμήσει τη δυνατότητα της ελληνικής χούντας να επιχειρήσει στη δεδομένη συγκυρία την πραξικοπηματική ανατροπή της κυπριακής κυβέρνησης.

Έτσι, στις 2.7.1974 ο Μακάριος απευθύνει μια επιστολή στο στρατηγό Γκιζίκη, με την οποία, αφού κατηγορεί ευθέως την ελληνική κυβέρνηση ότι καθοδηγεί την ΕΟΚΑ - Β' και επιχειρεί να καταλύσει την κρατική υπόσταση της Κύπρου, του ανακοινώνει την απόφαση του να αναδιαρθρώσει την Εθνοφρουρά, με τη μείωση της στρατιωτικής θητείας στην Κύπρο και την απομάκρυνση των ελλήνων αξιωματικών10. Εξηγώντας την απόφαση της κυπριακής κυβέρνησης να αναδιαρθρώσει την Εθνοφρουρά ο Μακάριος σημειώνει στην επιστολή του προς τον Γκιζίκη: «Πιθανώς να παρατηρηθή ότι ελλάτωσις της δυνάμεως της Εθνικής Φρουράς λόγω συντμήσεως της στρατιωτικής θητείας δεν καθιστά αυτήν ικανήν να ανταποκριθή εις την αποστολήν της εν περιπτώσει εθνικού κινδύνου. Δια λόγους τους οποίους δεν επιθυμώ ενταύθα να εκθέσω δεν συμμερίζομαι αυτήν την άποψιν. Και θα παρεκάλουν όπως ανακληθούν οι στελεχούντες την Εθνικήν Φρουράν αξιωματικοί εξ Ελλάδος» («Πόρισμα...», σελ. 68).

Η απόφαση της κυπριακής κυβέρνησης να αναδιαρθρώσει την Εθνοφρουρά θα έβαζε, όπως είναι προφανές, αν πραγματοποιόταν, τέρμα στην ελληνική επέμβαση στην Κύπρο, εφόσον η επέμβαση αυτή δεν θα είχε πλέον άξια λόγου ερείσματα στο εσωτερικό του Νησιού. Η ελληνική χούντα αντέδρασε ακαριαία. Σε συσκέψεις της ηγεσίας της στις 2 και 3 Ιουλίου 1974 αποφασίστηκε η ανατροπή της κυπριακής κυβέρνησης με πραξικόπημα της Εθνοφρουράς και προσδιορίσθηκε ο τρόπος και ο χρόνος εκτέλεσης του. Βεβαίως, τα γενικά σχέδια ενός πραξικοπήματος στην Κύπρο είχαν ήδη διατυπωθεί και συζητηθεί από την ηγεσία της χούντας 23 μήνες νωρίτερα.

Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου στην Κύπρο πέτυχε να ανατρέψει την κυπριακή κυβέρνηση και να θέσει το κυπριακό κράτος υπό τον έλεγχο της Εθνοφρουράς. Δεν κατάφερε όμως να εξουδετερώσει τον Μακάριο, και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να προσλάβει το χαρακτήρα μιας στρατιωτικής επέμβασης της Ελλάδας στο Νησί, εξέλιξη που δεν ήταν, φυσικά, στις προθέσεις των πρωταγωνιστών του.

Η απόδραση του Μακαρίου από το βομβαρδιζόμενο προεδρικό μέγαρο και η διαφυγή του στην Πάφο, η έκκληση του προς τους Κυπρίους για αντίσταση στη χούντα των Αθηνών, έκκληση που απεύθυνε από το ραδιοφωνικό σταθμό της Πάφου, οι συγκρούσεις με την Εθνοφρουρά πιστών στον Μακάριο αστυνομικών μονάδων και ένοπλων ομάδων, και τέλος ο βομβαρδισμός του λιμανιού και του ραδιοφωνικού σταθμού της Πάφου στις 16.7.74 από την ελληνική ακταιωρό «Λεβέντης» μετέτρεψαν το «αστραπιαίο πραξικόπημα» που είχε επιδιώξει ο Ιωαννίδης σε ανοικτή στρατιωτική επέμβαση της Ελλάδας στην Κύπρο. Για να αμβλυνθεί αυτή η εντύπωση, οι πρωταγωνιστές (κατά την εκτέλεση) του πραξικοπήματος αξιωματικοί της Εθνοφρουράς ορκίζουν μια νέα κυπριακή κυβέρνηση υπό τον Ν. Σαμψών, η οποία δεν ήταν της απόλυτης έγκρισης της ελληνικής χούντας.

Η «νέα κυπριακή κυβέρνηση» ελπίζει στην αμερικανική υποστήριξη, καθώς 3 μέρες μετά τις 15.7.74 η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν έχει πάρει ακόμα θέση για τα γεγονότα στην Κύπρο. Εντωμεταξύ, όμως, ο Μακάριος διαφεύγει στις 1617.7.74 από την Κύπρο και το απόγευμα της 17ης Ιουλίου συναντάται στο Λονδίνο με τον βρετανό πρωθυπουργό Χ. Γουίλσον, ο οποίος τον διαβεβαιώνει ότι η Μ. Βρετανία εξακολουθεί να τον αναγνωρίζει ως το μόνο νόμιμο Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Στις 19.7.74 ο Μακάριος μιλάει στο Σ. Ασφαλείας του Ο.Η.Ε στη Νέα Υόρκη, όπου καταγγέλλει τα γεγονότα στην Κύπρο όχι ως πραξικόπημα, αλλά ως ξένη εισβολή: «Δεν έγινε επανάστασις εις Κύπρον, η οποία θα ηδύνατο να θεωρηθή ως μία εσωτερική υπόθεσις. Ήτο μια εισβολή, η οποία παρεβίασε την ανεξαρτησίαν και την κυριαρχίαν της Δημοκρατίας. Και η εισβολή συνεχίζεται, εφ' όσον υπάρχουν Έλληνες αξιωματικοί εις Κύπρον (...) Τα γεγονότα εις Κύπρον δεν αποτελούν εσωτερικήν υπόθεσιν των Ελλήνων της Κύπρου. Οι Τούρκοι της Κύπρου επηρεάζονται επίσης. Το πραξικόπημα της Ελληνικής χούντας είναι μια εισβολή, και εκ των συνεπειών της θα υποφέρη όλος ο λαός της Κύπρου: Αμφότεροι Έλληνες και Τούρκοι» θα υποστηρίξει μεταξύ άλλων ο Μακάριος στις 19.11.74 στον Ο.Η.Ε. (Παρατίθεται στο Ν. Κρανιδιώτης 1985Β,' σελ. 393394).

Δυο μέρες πριν, στις 17.11.73, ο τούρκος πρωθυπουργός Μπ. Ετσεβίτ φτάνει στο Λονδίνο και ζητάει από τη βρετανική κυβέρνηση να αναλάβει από κοινού με την Τουρκία στρατιωτική δράση, στη βάση της Συνθήκης Εγγύησης, για να αποτραπεί η ελληνική επέμβαση στην Κύπρο. Η βρετανική κυβέρνηση αρνείται την πρόταση της Τουρκίας. Στις 20.7.74 αρχίζει η τουρκική επέμβαση στην Κύπρο με απόβαση στην περιοχή της Κερύνειας και κατάληψη μέχρι τις 22.7.74 μιας στενής λωρίδας εδάφους που συνέδεε την Κερύνεια με τον τ/κ τομέα της Λευκωσίας.

Στις 20.11.74 η ελληνική κυβέρνηση κηρύσσει γενική επιστράτευση. Την ίδια μέρα το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε καλεί όλα τα εμπόλεμα μέρη να σταματήσουν τις εχθροπραξίες. Με τη μεσολάβηση του αμερικανού υφυπουργού εξωτερικών Σίσκο ανάμεσα στις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, συμφωνείται η κατάπαυση του πυρός στην Κύπρο στις 22.7.74. Συμφωνείται επίσης να συγκληθεί στις 25.7.74 τριμερής διάσκεψη (Βρετανίας Ελλάδας Τουρκίας) για το Κυπριακό στη Γενεύη.

Η επιστράτευση επαναφέρει στο ελληνικό στράτευμα την κλονισμένη από την ιωαννιδική κλίκα ιεραρχία του και απομονώνει την ηγεσία της χούντας, ενώ η παρουσία των εφέδρων δημιουργεί εκρηκτικές καταστάσεις στο στράτευμα. Στις 23 Ιουλίου 1974 η ελληνική χούντα καταρρέει και παραδίδει την κυβέρνηση στον Καραμανλή.

Την ίδια μέρα παραιτείται ο Ν. Σαμψών στην Κύπρο και Πρόεδρος ορκίζεται ο Γλαύκος Κληρίδης.

5.5 Γενική αποτίμηση του «πολέμου Αθηνώνλευκωσίας» (1965-1974)

Η ανάλυση που προηγήθηκε έκανε, νομίζουμε, φανερό ότι οι εξελίξεις στην Κύπρο κατά την περίοδο που εξετάζουμε καθορίστηκαν κατά κύριο λόγο από τη σύγκρουση ανάμεσα σε δυο στρατηγικές:

1) Τη στρατηγική του ελληνικού κράτους, που επεδίωκε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα στη βάση μιας «συμπεφωνημένης λύσης» με την Τουρκία (ένωση με ανταλλάγματα προς την Τουρκία), προοπτική την οποία αποδεχόταν και η Τουρκία μέχρι τουλάχιστον τα τέλη του 1967.

2) Τη στρατηγική της ελληνοκυπριακής (μακαριακής) ηγεσίας για διατήρηση του καθεστώτος ανεξαρτησίας της Κύπρου και παράλληλα «ελληνοποίηση» του Νησιού (αναστολή και κατάργηση των διατάξεων των Συμφωνιών Ζυρίχης Λονδίνου που προέβλεπαν τη «συγκυριαρχία» ε/κ και τ/κ, μετατροπή των τ/κ σε μειονοτικό πληθυσμό).

Η προσπάθεια του ελληνικού κράτους να υποτάξει την ε/κ στρατηγική (που ακύρωνε έμπρακτα την ένωση) διατυπώθηκε με τη μορφή της θέσης για την πρωτοκαθεδρία του «εθνικού κέντρου» και την υποχρέωση των Κυπρίων να αποδέχονται τις επιλογές του. Η επιδίωξη να εξασφαλιστεί η πρωτοκαθεδρία του «εθνικού κέντρου» (να καμφθούν οι ε/κ αντιστάσεις) υπήρξε το σταθερό υπόβαθρο της πολιτικής τόσο των κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων της περιόδου 196067, όσο και της δικτατορίας.

Το «νέο στοιχείο» που εισάγει η χούντα στο Κυπριακό δεν είναι, λοιπόν, μια νέα στρατηγική, αλλά ένας «νέος» τρόπος διαχείρισης της πάγιας ελληνικής στρατηγικής: Με βάση το ότι από τα μέσα ήδη του 1965 είχε γίνει φανερή η διάσταση ανάμεσα στις στρατηγικές της Αθήνας και της Λευκωσίας (μακαριακή προβοκάτσια Κόκκινων και στη συνέχεια ακύρωση του σχεδίου Άτσεσον, βλ. το προηγούμενο μέρος της μελέτης μας), η χούντα αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει τη στρατηγική του «εθνικού κέντρου» με τρόπο πραξικοπηματικό και, από τις αρχές του 1974, ανοικτά τυχοδιωκτικό.

Οι ισχυρισμοί, λοιπόν, τόσο της σημερινής επίσημης ελληνικής προπαγάνδας (βλ. το Πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής της ελληνικής βουλής για το «Φάκελο της Κύπρου») όσο και της αντίστοιχης ε/κ προπαγάνδας (βλ. π.χ. την αφήγηση του υμνητή του μακαριακού καθεστώτος Ν. Κρανιδιώτη, 1985 Α' και 1985 Β'), σύμφωνα με τους οποίους η σύγκρουση Αθήνας Λευκωσίας έλαβε χώρα μόνο κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και υπήρξε απλώς αποτέλεσμα της προσπάθειας των Συνταγματαρχών να ελέγξουν και να καταλύσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς της Κύπρου, αποτελούν μια προσπάθεια να συγκαλυφθούν τα πραγματικά στοιχεία του Κυπριακού: α) Η σύγκρουση ανάμεσα στην ελληνική και την ε/κ στρατηγική, 6) το ε/κ απαρτχάιντ σε βάρος των τ/κ, που επιβλήθηκε στην Κύπρο από τις αρχές του 1964 και το οποίο δυναμίτιζε έκτοτε σε μόνιμη βάση τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθιστώντας τελικά εφικτή την τουρκική επέμβαση.

Στην ίδια κατεύθυνση με τη θεωρία αυτή των «αφρόνων αξιωματικών» λειτουργεί και η θεωρία της «προαιώνιας τουρκικής επιθετικότητας», θεωρία που, βέβαια, μέχρι τον Ιούλιο του 1974 απέρριπτε ακόμα και ο ίδιος ο Μακάριος (βλ. τα αποσπάσματα της επιστολής του προς τον Γκιζίκη στις 2.7.1974, τα οποία παραθέτουμε σ' αυτό το άρθρο).

Η μακαριακή στρατηγική στηριζόταν όπως είπαμε σε δυο σκέλη: Ελληνοποίηση και ανεξαρτησία. (Η Κύπρος ήταν σύμφωνα με τον Μακάριο «μια μικρά δευτέρα Ελλάς»). Οι αντιφάσεις αυτής της στρατηγικής χρησιμοποιούνταν ταυτόχρονα και ως τακτική για την προώθηση της: Η περιοδική όξυνση της (ένοπλης) σύγκρουσης με την τ/κ κοινότητα δεν στόχευε μόνο να επιτείνει την πολιτική περιθωριοποίηση αυτής της τελευταίας, αλλά χρησιμοποιόταν από τους ε/κ και για να υποδαυλίζει τη σύγκρουση Ελλάδας Τουρκίας κάθε φορά που οι δύο χώρες πλησίαζαν προς μια «συμπεφωνημένη λύση».

Η τακτική αυτή αποδείχθηκε αποτελεσματική μέχρι τα τέλη του 1967. Από τα τέλη όμως της δεκαετίας του 1960, τόσο οι διεθνοπολιτικές εξελίξεις, όσο και η ανοικτή εκδήλωση και όξυνση του «πολέμου» Αθήνας Λευκωσίας καθιστούν πλέον αδύνατη την αποδοχή από τη μεριά της Τουρκίας μιας «συμπεφωνημένης λύσης», με τον τρόπο που την επεδίωκε το ελληνικό κράτος (ένωση με ανταλλάγματα). Αυτή την αλλαγή των διεθνοπολιτικών και των εσωτερικών συσχετισμών δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ούτε η ελληνική χούντα, ούτε ο Μακάριος.

Η ελληνική χούντα θεωρεί μέχρι το τέλος της περιόδου που εξετάσαμε εφικτή τη λύση της ένωσης με ανταλλάγματα, υποτιμώντας έτσι και τη δυνατότητα της Τουρκίας να απαντήσει στην «ελληνική εισβολή στην Κύπρο» (Μακάριος 19.7.74) με μια δική της εισβολή.

Ο Μακάριος εξακολουθεί να θεωρεί κι αυτός μέχρι το τέλος της περιόδου την ελληνοτουρκική προσέγγιση ως εφικτή, και επομένως ως την κύρια απειλή για την κυπριακή ανεξαρτησία. Εμμένει έτσι στο βιασμό της τ/κ κοινότητας, για να οξύνει μέσα απ' αυτόν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Δεν αντιλαμβάνεται, δηλαδή, και αυτός τη μεταβολή της τουρκικής διεθνοπολιτικής θέσης και στρατηγικής, δεν σπεύδει να καλύψει τα νώτα του προς την Τουρκία, αποδεχόμενος τη διαφαινόμενη διακοινοτική διευθέτηση. (Αναθεώρηση Συνθηκών με ενίσχυση ρόλου ε/κ στην κεντρική Διοίκηση και αύξηση της αυτονομίας της τ/κ κοινότητας βλ. κεφ. 5.3 αυτού του άρθρου).

Τόσο η ελληνική χούντα, όσο και η κυπριακή κυβέρνηση καταλαβαίνουν δηλαδή ότι (χωρίς μια νέα δυναμική παρέμβαση από τη μεριά τους) οι συσχετισμοί στην Κύπρο τείνουν να διατηρηθούν, δεν αντιλαμβάνονται όμως ότι η ισορροπία αυτή είναι ασταθής, πράγμα που καθιστά την όποια «δυναμική παρέμβαση» ανεξέλεγκτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι μία μόλις μέρα πριν την τουρκική εισβολή ο Μακάριος πιστεύει ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει και πάλι το χαρτί της τουρκικής αντίθεσης στην «ελληνική εισβολή» με τον ίδιο τρόπο που το είχε χρησιμοποιήσει 7 χρόνια πριν, το Νοέμβριο Δεκέμβριο του 1967, δηλαδή να αποκαταστήσει και να διατηρήσει την εξουσία του (ενάντια στην ελληνική πρωτοβουλία) χωρίς καμιά απώλεια.

Η τουρκική εισβολή (ιδίως τα γεγονότα του Αυγούστου 1974, «Ατίλας Π» κλπ.). θα τροποποιήσουν ριζικά όχι μόνο τους συσχετισμούς δύναμης, αλλά ακόμα και το χαρακτήρα των κυρίαρχων αντιφάσεων του Κυπριακού. Στα ζητήματα όμως αυτά θα αναφερθούμε στο επόμενος μέρος του άρθρου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ιγνατίου Μ. (1989): «Το "Σεμινάριο της Ρώμης"», εκδ. Ποντίκι, Αθήνα.

Κρανιδιώτης Γ. Ν. (1989): «Το Κυπριακό Πρόβλημα (19601974)», εκδ. θεμέλιο, Αθήνα.

Κρανιδιώτης Ν. (1985): «Ανοχύρωτη Πολιτεία. Κύπρος 19601974», τόμος Α' και τόμος Β', Εστία, Αθήνα.

«Το Κυπριακό - και τα διεθνιστικά καθήκοντα των ελληνοκυπρίων επαναστατών» (1988), έκδοση της Εργατικής Δημοκρατίας, Λευκωσία.

«Πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής για το "Φάκελο της Κύπρου"», εκδ. Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 1989.

1. Η φράση ανήκει στον Ν. Κρανιδιώτη: «Ο άγνωστος πόλεμος Αθηνών - Λευκωσίας», το Βήμα 3.5.1987 και 17.5.1987.

2. Την προοπτική αυτή ενίσχυαν και οι ΗΠΑ, γιατί με την προσάρτηση της Κύπρου από την Ελλάδα το Κυπριακό έδαφος θα εντασσόταν αυτομάτως στο NATO.

3. θυμίζουμε ότι λιγότερο από ένα χρόνο πριν, τον Μάρτιο του 1965, ο Μακάριος εκθείαζε την έκθεση Γκάλο Πλάζα υποστηρίζοντας ότι «μια λύση του Κυπριακού προβλήματος βασισμένη σ' αυτή την έκθεση θα ήταν προς το συμφέρον και των δυο κοινοτήτων». Η έκθεση αυτή υπεραμυνόταν της ανεξαρτησίας του Κυπριακού κράτους και μεταξύ άλλων περιείχε τη θέση ότι «το θέμα της Ένωσης αποτελεί την πιο διασπαστική και δυναμικά την πιο εκρηκτική άποψη του Κυπριακού προβλήματος». (βλ. Κρανιδιώτης 1985 Α', σελ. 281 και 286).

4. Στο Πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής για το «φάκελο της Κύπρου» διαβάζουμε: «Τα γεγονότα (της Κοφίνου) τα σχεδίασαν και τα προκάλεσαν η χούντα της Αθήνας και σε καμία περίπτωση ο Μακάριος» (σελ. 59).

5. Παρότι η παρουσία της Μεραρχίας έδινε την αφορμή στους τ/κ να πιέζουν για μια ενεργότερη ανάμειξη της Τουρκίας στην Κύπρο (την οποία - Τουρκία - κατηγορούσαν ότι αθετούσε τις υποχρεώσεις της, που απέρρεαν από τις Συμφωνίες, και άφηνε αβοήθητους τους τ/κ απέναντι στο «απαρτχάιντ» που είχαν επιβάλει οι ε κ, τις απελάσεις τ/κ ηγετών - π.χ. του Ντεκτάς - από την Κύπρο κλπ), εντούτοις η απομάκρυνση μείωσε αντικειμενικά την πολιτικοστρατιωτική πίεση ενάντια στους τ/κ θύλακες.

6. Πρόκειται για το «Ενιαίο Κόμμα» του Γλ. Κληρίδη, την ΕΔΕΚ του Β. Λυσσαρίδη, τη φιλομακαριακή «Προοδευτική Παράταξη», του Οδ. Ιωαννίδη και το «Προοδευτικό Κόμμα» του Ν. Σαμψών.

7. Την ίδια εποχή σε συνέντευξη του στους Times του Λονδίνου ο Μαρκεζίνης θα πει: «Τον Μάιον του 1966 υποστήριξα ότι το Κυπριακόν πρέπει να λυθεί δια διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Έκτοτε δε μετέβαλα γνώμην, και πιστεύω ότι τα γεγονότα με εδικαίωσαν» (Παρατίθεται στο Ν. Κρανιδιώτης 1985 Β' σελ. 309).

8. Η αμερικανική κυβέρνηση δείχνει την περίοδο αυτή να ανησυχεί για τους κινδύνους που εγκυμονεί για τη συνοχή της Ν. Α. πτέρυγας του NATO η ελληνοτουρκική διαμάχη στην Κύπρο, η οποία θα μπορούσε ακόμα και να οδηγήσει σε ελληνοτουρκική σύρραξη, στην περίπτωση μιας ελληνικής ή τουρκικής επέμβασης στο Νησί. (Βλ. τις παρεμβάσεις του Βανς στο «Σεμινάριο της Ρώμης»)

9. Αντίστοιχα ενίσχυση και της ασφάλειας των τ/κ. Ο Ντενκτάς υποστήριξε επανειλημμένα στο «Σεμινάριο της Ρώμης», ότι «ο πρώτος μας στόχος είναι να είμαστε προστατευμένοι (...). Η εμπειρία που ζήσαμε δυο φορές σε δεκαπέντε χρόνια μου δίνει το δικαίωμα εξ ονόματος της κοινότητας μου που υπέφερε πολλά, να ζητήσω προστατευτικά μέτρα που να μπορώ να τα παρουσιάσω στην κοινότητα μου».

10. Την εποχή εκείνη υπηρετούσαν στην Εθνοφρουρά περισσότεροι από 800 έλληνες αξιωματικοί. Με την αναδιάρθρωση της Εθνοφρουράς που αποφάσισε η κυπριακή κυβέρνηση θα παρέμεναν στην Κύπρο μόνο 100 έλληνες αξιωματικοί, οι οποίοι θα υπηρετούσαν αποκλειστικά ως εκπαιδ ευτές. Βλ. «Πόρισμα...» σελ. 56 και 68.