Η εξέλιξη των διεθνών άμεσων επενδύσεων και το εθνικό κράτος
του Klaus Busch
μετάφραση Μπάμπης Αντωνίου

Στο σύντομο αυτό άρθρο θα αναφερθώ αρχικά στην εμπειρία των άμεσων επενδύσεων. Σ' ένα δεύτερο βήμα θα παρουσιάσω μερικές θεωρίες για την ερμηνεία της εξαγωγής κεφαλαίων με την μορφή άμεσων επενδύσεων και κατά τρίτο, τελικά, θα υπεισέλθω στη σχέση άμεσων επενδύσεων και εθνικού κράτους.

Το απόθεμα των άμεσων επενδύσεων των 11 σπουδαιότερων επενδυτριών χωρών'", που συγκέντρωναν στα μέσα της δεκαετίας το '80 περίπου το 85% όλων των επενδύσεων στην αλλοδαπή με τη μορφή των άμεσων επενδύσεων, επεκτάθηκε από ένα πολύ χαμηλό αρχικό επίπεδο στο τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του '50 και '60 σ' ένα ποσό 450 δις. DM τέλη του 1973. Το απόθεμα των άμεσων επενδύσεων αυτών των 11 κυριότερων χωρών έφθασε ήδη το 1981 στα 921 δις. DM, το 1985 μάλιστα στα 1.625 δις. DM. H ανάπτυξη του αποθέματος στη πενταετία 1980-85 είναι έτσι περίπου τόσο μεγάλη όσο η απόλυτη αύξηση του αποθέματος επενδύσεων στη δεκαετία του '70 και υπερβαίνει την αύξηση του αποθέματος της χρονικής περιόδου 1945-1970 πάνω από το διπλάσιο. Αυτή η ιδιαίτερα ταχεία αύξηση της διεθνοποίησης του κεφαλαίου στις δεκαετίες του '70 και του '80 φαίνεται ξεκάθαρα και από το γεγονός, ότι μόνο στο διάστημα 1976-1985 δημιουργήθηκε το 60% του υφιστάμενου στο τέλος του 1985 αποθέματος άμεσων επενδύσεων των 11 κυριότερων επενδυτριών χωρών.

Ανάμεσα στις σπουδαιότερες επενδύτριες χώρες καταλαμβάνουν οι ΗΠΑ, όπως παλιότερα, μια κυρίαρχη θέση κατέχοντας εν πάσει περιπτώσει το 1985 το 35% του συνολικού αποθέματος των ήδη πλειστάκις αναφερθέντων 11 βιομηχανικών χωρών. Τη δεύτερη θέση καταλαμβάνει η προκάτοχος των ΗΠΑ σαν παγκόσμιο βιομηχανικό έθνος, δηλαδή η Μεγ. Βρετανία, στην οποία αντιστοιχούσαν το 1985 το 16% του αποθέματος. Ριζική είναι ωστόσο η υποβάθμιση της ηγετικής θέση αυτών των παλαιών μητροπόλεων του παγκόσμιου κεφαλαίου από τις αρχές της δεκαετίας του '70. Το 1966 κατείχαν οι ΗΠΑ ακόμη το 60% και η Μεγ. Βρεταννία το 20% του αποθέματος σε άμεσες επενδύσεις, η Ο.Δ.Γ. έφθασε τότε στο 3% και η Ιαπωνία μόνο στο 1%. (Το 1973 έπεσε ήδη το μερίδιο tor. ΗΠΑ στο 50% και αυτό της Μεγ. Βρεταννίας στο 16%, το μερίδιο της Ο.Δ.Γ. αυξήθηκε στο 7% και αυτό της Ιαπωνίας στο 6%. Τα δεδομένα του 1980 είναι: ΗΠΑ 45%, Μεγ. Βρεταννία 16%, Ο.Δ.Γ. 9%, Ιαπωνία 6%). Στο διάστημα 1966-1985 έπεσε το μερίδιο των ΗΠΑ από 60 σε 35%, αυτό της Μεγ. Βρεταννίας από 20 σε 16%, ενώ αυξήθηκε το μερίδιο της Ο.Δ.Γ. από 3 σε 9% και αυτό της Ιαπωνίας από 1 σε 12%.

Οι σπουδαιότερες 11 επενδύτριες χώρες του κόσμου είναι ταυτόχρονα, οι σπουδαιότερες χώρες υποδοχής, δηλαδή χώρες στις οποίες γίνεται τοποθέτηση άμεσων επενδύσεων. Ο ούτως ειπείν βαθμός κάλυψης της εξαγωγής κεφαλαίων, δηλαδή η σχέση αποθέματος εισαγωγής κεφαλαίοι προς απόθεμα εξαγωγής κεφαλαίων είναι περίπου γι' αυτήν την ομάδα των χοίρων στα μέσα της δεκαετίας του '80 πάνω από 70%. Εδώ επίσης μπορεί κανείς να αναγνωρίσει πολύ καλά τη σχετικοποίηση της δεσπόζουσας θέσης των ΗΠΑ σαν ανταγωνιστή της παγκόσμιας αγοράς από τα μέσα της δεκαετίας του '60. Ενώ οι ΗΠΑ ήταν το 1966 μόνο κατά το 10% του αποθέματος χώρα στόχος των άμεσων επενδύσεων, ανήλθε αυτό το ποσοστό ήδη το 1985 σε περίπου 40%. Το 60% περίπου της αύξησης του αποθέματος σε άμεσες επενδύσεις των 11 κυρίαρχων χοίρων αναλογούσε στο διάστημα 1980-85 στις ΗΠΑ σαν χώρα υποδοχής. Ενώ η ΟΔΓ πέτυχε εν τω μεταξύ στην εξαγωγή κεφαλαίων με άμεσες επενδύσεις ένα θετικό ισολογισμό δηλαδή εξήγε περισσότερο απ' ό,τι εισήγε, βαδίζουν οι ΗΠΑ με μεγάλα βήματα προς έναν παθητικό ισολογισμό: στο χρονικό διάστημα 198085 αντιστοιχούσαν σ' ένα δολλάριο εξαγωγής κεφαλαίων (εκροή κεφαλαίων συμπεριλαμβανομένων των επανεπενδυομένων κερδών) περισσότερα από 3 δολλάρια εισροή κεφαλαίων μέσω αλλοδαπών επενδυτών στις ΗΠΑ. Από την «αμερικανική πρόκληση» των μέσων της δεκαετίας του '60 δημιουργήθηκε προφανώς μία «ευρωπαϊκή ιαπωνική πρόκληση» στα μέσα της δεκαετίας του 80.

Το μερίδιο των άμεσων επενδύσεων των κυρίαρχων βιομηχανικών χωρών στις αναπτυσσόμενες χώρες έπεσε ελαφρά για μιαν ακόμα φορά στη δεκαετία του '80. Ενώ το μερίδιο των επενδύσεων σε αναπτυσσόμενες χώρες των σπουδαιότερων επενδυτριών χωρών ανερχόταν στη δεκαετία του 50 ακόμη στο 4050% του συνολικού αποθέματος, έπεσε αυτή η αναλογία στη δεκαετία του 60 στο 20-30%, σταθεροποιήθηκε στη δεκαετία του 70 σ' ένα μέσο επίπεδο του 25%, για να πέσει στα μέσα της δεκαετίας του 80 σε κάτι λιγότερο από 25%. Για τις τέσσερεις σπουδαιότερες επενδύτριες χώρες έπεσε το μερίδιο επενδύσεων σε αναπτυσσόμενες χώρες στο διάστημα 1980-85 όπως παρακάτω. Για τις ΗΠΑ από 24,7 σε 23,4%, τη Μεγ. Βρετανία από 21.7 σε 18,4%, την Ο.Δ.Γ από 17.8 σε 14,5% και την Ιαπωνία από 54 σε 49,5%.

Μετά απ' αυτήν την παρουσίαση των συνολικών τάσεων των άμεσων απενδύσεων μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 80, θα πραγματευθώ στη συνέχεια μερικές θεωρίες της εξαγωγής κεφαλαίων, θα παρουσιάσω αρχικά τη δικιά μου θεωρητική "θέση και μετά θα υπεισέλθω σε δυο μαρξιστικές παραλλαγές: στην αντίληψη της υπερσυσσώρευσης και στη θεωρία του νέου διεθνούς καταμερισμού εργασίας, όπως επίσης τελικά και στη θεωρία του Dunning, που ο ίδιος την ονομάζει «εκλεκτική θεωρία».

Μέχρι τη δεκαετία του 70 δόθηκε μικρή προσοχή στο γεγονός, ότι η εξαγωγή εμπορευμάτων και η παραγωγή στο εξωτερικό αποτελούν συχνά εναλλακτικές επιλογές για την εξυπηρέτηση των εξωτερικών αγορών και γι' αυτόν το λόγο η ερμηνεία της μιας πρέπει να περιλαμβάνει αναγκαστικά επίσης και την άλλη. Γενικά η παραγωγή στο εξωτερικό εμφανίζεται για περισσότερους λόγους σαν η μορφή που υπερέχει, σε σύγκριση με την εξαγίογή εμπορευμάτων, σε ό,τι αφορά την εξασφάλιση και ανάπτυξη των εξωτερικών αγορών:

1. Με τη βοήθεια της παραγωγής στο εξωτερικό ξεπερνιώνται οι πολύμορφες μορφές των εμπορικών εμποδίων και οι φραγμοί των μεταφορικών κοστών των εξαγωγών.

2. Σε περίπτωση παραγωγών έντασης service, δηλαδή έντασης συντήρησης και επισκευής προσφέρει η ύπαρξη χώρων παραγωγής στην ίδια την αγορά επίσης προτερήματα έναντι της εξαγωγής εμπορευμάτων.

3. Η παραγωγή επί τόπου μπορεί πιο ευέλικτα να προσαρμοστεί στις ιδιατερότητες της εθνικής αγοράς και στις αλλαγές τις απ' ό,τι το εξωτερικό εμπόριο.

Αυτός ο γενικός ορισμός όμως της υπεροχής της παραγωγής στο εξωτερικό έναντι της εξαγωγής σε ό,τι αφορά την εξασφάλιση και ανάπτυξη των εξωτερικών αγορών δεν αρκεί με κανένα τρόπο να ερμηνεύσει τα ρεύματα των άμεσων επενδύσεων, γιατί αφήνει αναπάντητο το ερώτημα, ποιοι εν γένει ανταγωνιστές της παγκόσμιας αγοράς είναι ικανοί για παραγωγή στο εξωτερικό και για ποιους απ' αυτούς αυτή η στρατηγική είναι ιδιαίτερα επικερδής. Μία ανάλυση αυτού του ερωτήματος μας οδηγεί στις νομοτέλειες της ανταγωνιστικής πάλης άνισα αναπτυγμένων εθνικών κεφαλαίων στην παγκόσμιοι αγορά που τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της είναι κατά την άποψη μου τα ακόλουθα:

1. Σε καθεστώς εξαιρετικά αποκλινόντων εθνικών επιπέδων παραγωγικότητας στην παγκόσμια αγορά μπορούν τα λιγότερο αναπτυγμένα εθνικά κεφάλαια να προωθήσουν εξωτερικές εμπορικές σχέσεις με τις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες μόνο λόγω των εξισορροπητικών επιδράσεων των δομών της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Οι ΗΠΑ π.χ. δεν μπόρεσαν έτσι στη δεκαετία του 50 παρότι είχαν επίπεδο παραγωγικότητας 310 φορές μεγαλύτερο, να λυγίσουν στο επίπεδο του εξωτερικού εμπορίου τη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία, γιατί οι δομές της συναλλαγματικής ισοτιμίας αναίρεσαν κατά μέσο όρο το αμερικάνικο πλεονέκτημα.

2. Τα περισσότερο αναπτυγμένα εθνικά κεφάλαια δεν μπορούν γι' αυτόν το λόγο να μετατρέψουν το προβάδισά τους σ' ό,τι αφορά την παραγωγικότητα σε πρόσθετα κέρδη στο επίπεδο του εξωτερικού εμπορίου. Διατηρούν όμως τη δυνατότητα να υποκαταστήσουν τις εξαγωγές εμπορευμάτων από παραγωγή στην ίδια την εξωτερική αγορά, δηλαδή μέσα από άμεσες επενδύσεις. Με αυτήν τη στρατηγική ξεπερνούν τα κυρίαρχα κεφάλαια της παγκόσμιας αγοράς το μηχανισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών, επιτυγχάνουν επί τόπου και εκ νέου πολύ πάνω από το μέσο όρο ποσοστά κέρδους και εξαντλούν πέρα απ' αυτά, τα γενικά πλεονεκτήματα της παραγωγής στο εξωτερικό σε σχέση με την εξαγωγή εμπορευμάτων που αναφέραμε πιο πάνω. Οι ΗΠΑ ήταν γι' αυτόν τον λόγο, σαν απόλυτα κυρίαρχο βιομηχανικό έθνος, ο δεσπόζων εξαγωγέας κεφαλαίων στις δεκαετίες του 50 και 60. Επιπλέον στη δεκαετία του 60 το αμερικάνικο δολλάριο ήταν ανατιμημένο και σ' αυτό το βαθμό η αμερικανική εξαγωγή εμπορευμάτων παρουσίαζε έναντι της παραγωγής στο εξωτερικό πρόσθετα μειονεκτήματα, σ' ό,τι αφορά το κέρδος.

3. Τα λιγότερο αναπτυγμένα εθνικά κεφάλαια μπορούν βέβαια στη φάση μεγάλων διαφορών στην παραγωγικότητα έναντι του κυρίαρχου έθνους της παγκόσμιας αγοράς να το ανταγωνιστούν στο εξωτερικό εμπόριο. Δεν μπορούν όμως να πραγματοποιήσουν στην περισσότερο αναπτυγμένη χώρα άμεσες επενδύσεις, γιατί η παραγωγή στο εξωτερικό δεν θα ήταν ανταγωνιστική. Γι αυτόν το λόγο η Δυτ. Ευρώπη και η Ιαπωνία εξήγαγαν σχετικά λίγο κεφάλαιο στις ΗΠΑ κατά τις δεκαετίες του 50 και του 60 με τη μορφή των άμεσων επενδύσεων. Μόνο όταν τα κυρίαρχα κράτη της ΕΟΚ και η Ιαπωνία άρχισαν να φτάνουν στις ΗΠΑ στο γενικό επίπεδο ανάπτυξης και οι δομές της συναλλαγματικής ισοτιμίας άρχισαν να προσαρμόζονται στις νέες σχέσεις παραγωγικότητας και ανταγωνισμού (κατάρρευση του συστήματος Bretton Wood, υποτίμηση του αμερικάνικου δολλάριου, ανατίμηση του γερμανικού μάρκου και του γιεν στη δεκαετία του 70), έγινε η αλλοδαπή παραγωγή στις ΗΠΑ γι' αυτές τις χώρες μια δυνατή και επικερδής στρατηγική σε σύγκριση με την εξαγωγή εμπορευμάτων η οποία και επέτρεπε την αξιοποίηση των γενικών πλεονεκτημάτων της παραγωγής στο εξωτερικό για την εξασφάλιση και επέκταση τω\ εξωτερικών αγορών. Η εξομοίωση των μέσων επιπέδων παραγωγικότητας και η προσαρμογή Των συναλλαγματικών ισοτιμιών στους νέους αυτούς ορούς εξηγούν μ' αυτόν τον τρόπο τα ψηλότερα ποσοστά αύξησης των εξαγωγών κεφαλαίων των κυρίαρχων δυτικοευρωπαϊκών χωρών και της Ιαπωνίας και τα χαμηλότερα ποσοστά αύξησης των άμεσων επενδύσεων των ΗΠΑ στις δεκαετίες του 70 και του 80. ecu οι καθαρές γερμανικές εξαγωγές κεφαλαίου στις ΗΠΑ αποτελούσαν το 1971 μόλις το 24% των καθαρών γερμανικών εισαγωγών κεφαλαίου, ανέβαινε διαρκώς αυτό το ποσοστό με την υποτίμηση του δολλάριου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 70 και έφθασε το 1979 το ύψος του 778%, για να ξαναπέσει μετά με την ανατίμηση του δολλάριου στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 80 στο ύψος των 246%. το 1983. Για την Ιαπωνία μπορούν να αναφερθούν παρόμοια στοιχεία.

Αυτήν την αλλαγή τάσης από την απόλυτη θέση ισχύος των ΗΠΑ σαν εξαγωγέα κεφαλαίου στις δεκαετίες του 50 και 60 στο cross investment στις δεκαετίες του 70 και 80 δεν μπορεί να την εξηγήσει π.χ. η θέση που υποστηρίζεται στα πλαίσια της μαρξιστικής θεωρίας σχετικά με την υπερσυσσώρευση (Lenin, Bucharin, Michalet, Nehls). Επειδή από την τάση για πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους και μ' αυτόν τον τρόπο για υπερσυσσώρευση επλήγησαν στις δεκαετίες του 60 και 70 όλα τα κυρίαρχα έθνη της παγκόσμιας αγοράς και αντίστοιχα βρέθηκαν οι εξαγωγείς κεφαλαίου από τη Σκύλα στη Χάρυβδη. Δεν προσφέρει αυτή η θέση καμιά ουσιαστική ερμηνεία των ρευμάτων των άμεσων επενδύσεων και των αλλαγών τους τις δεκαετίες του 60 και του 70.

Επίσης η Θεωρία του νέου διεθνούς καταμερισμού εργασίας (Kreye κ.λπ.). που ξεκινάει από τη θέση. ότι με την αυξανόμενη τυποποίηση της εργασιακής διαδικασίας και τις διαδικασίες απειδίκευσης από τη μια, την ανάπτυξη των τεχνολογιών των μαζικών μεταφορών και των επικοινωνιακών από την άλλη, θα αποτελούσε το κόστος των μισθών όλο και περισσότερο το σημαντικό παράγοντα ανταγωνισμού και σ' αυτό το βαθμό θα αναμενόταν να ενισχυθεί η τάση για μετατόπηση της παραγωγής στην περιφέρεια της καπιταλιστικής παγκόσμιας αγοράς, αποτυγχάνει στη βάση της ίδιας της εμπειρίας. Και απέτυχε γιατί οι περιοχές της γης με τους χαμηλούς μισθούς προσέλκυσαν κατά τη δεκαετίες του 60, 70 και 80 σχετικά όλο και λιγότερες άμεσες επενδύσεις, ενώ μια κατ' εξοχήν χώρα με ψηλούς μισθούς, οι ΗΠΑ, προωθήθηκε τα χρόνια του 70 και του 80 σε κύριο πεδίο τοποθέτησης του διεθνούς κεφαλαίου.

Αντίθετα πιο σχετική είναι η «εκλεκτική θεωρία» του John H. Dunning, που τονίζει επίσης τον εναλλακτικό χαρακτήρα που άμεσων επενδύσεων και των εξαγωγών εμπορευμάτων και επεξεργάζεται τρεις παράγοντες, που πρέπει να εκπληρωθούν, ώστε να ευνοηθεί η παραγωγή στο εξωτερικό:

1. Η διεθνοποιούμενη εταιρεία θα πρέπει σε σύγκριση με τον ανταγωνισμό να διαθέτει ειδικά πλεονεκτήματα, π.χ. προβάδισμα στις καινοτομίες στο μάρκετιγκ. στο μάνατζμεντ (Ownership - Speci ic - Advantages).

2. Για τις επιχειρήσεις θα πρέπει να είναι πιο επικερδές να διεθνοποιήσουν αυτά τα πλεονεκτήματα, από το να τα αφήσουν σε αλλοδαπούς ανταγωνιστές δίνοντας απλά την πατέντα (Internationallization - Advantages).

3. Τα κόστη των ακίνητων παραγόντων της παραγωγής, π.χ. πρώτες ύλες και εργασιακή δύναμη θα πρέπει να είναι χαμηλότερα στη χώρα που γίνεται η επένδυση, απ' ό,τι στη χώρα - πατρίδα του επενδυτή, αλλιώς θα ήταν προτιμητέος ο δρόμος των εξαγωγών (Location - Specific - Advantages).

Με βάση αυτή τη θεωρία μπορεί να ερμηνευτεί τόσο το προβάδισμα των ΗΠΑ στις εξαγωγές κεφαλαίων στΐ| δεκαετίες του 50 και 60, όπως επίσης και η τάση για Cross - Investment στις δεκαετίες του 70 και 80. Εκείνοι όμως που μου φαίνεται ότι χρειάζεται κριτική είναι η παραμέληση αφενός των νομισματικών δομών στον προσδιορισμό των σχετικών κοστών της εξαγωγής και της παραγωγής στο εξωτερικό και αφ' ετέρου η παραμέληση του γενικού πλεονεκτήματος της παραγωγής στο εξωτερικό έναντι της εξαγωγής εμπορευμάτων σ' ό,τι αφορά την εξασφάλιση και ανάπτυξη των εξωτερικών αγορών. Οι παράγοντες αυτοί πριμοδοτούν επίσης την εξαγωγή κεφαλαίων έναντι της εξαγωγής εμπορευμάτων στη φάση της εξίσωσης των επιπέδων ανάπτυξης των κυρίαρχων εθνικών οικονομικών, οπότε υποχωρούν αντίστοιχα και τα Ownership - Specific - Advantages.

Φθάνω λοιπόν στο τρίτο μέρος του άρθρου μου, στο ζήτημα της υπόσκαψης της εθνικής κυριαρχίας από τη διεθνοποίηση της παραγωγής. Πρόκειται εδώ για ένα εξαιρετικά πολύπλοκο πρόβλημα, που μεταξύ των άλλων αγγίζει τα πεδία της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, της αναπτυξιακής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης, της τεχνολογικής πολιτικής και της πολιτικής στον τομέα του ανταγωνισμού και της φορολογικής πολιτικής που είναι αδύνατο να συζητηθούν εκτενώς στα πλαίσια ενός σύντομου άρθρου, θα περιοριστώ γι' αυτό στη διατύπωση θέσεων πάνω στις κατά τη γνώμη μου σπουδαιότερες πλευρές του προβλήματος.

1. Νομισματική και δημοσιονομική πολιτική

Οι δυνατότητες ελέγχου των εθνικών οικονομικών μέσω της νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής θα μπορούσε τότε μόνο να επηρεασθεί αρνητικά από την αυξανόμενη διεθνοποίηση της παραγωγής, αν τα διεθνώς δραστήρια τραστ λειτουργούσαν κατά κύριο λόγο μέσα σ' ένα σε παγκόσμιο επίπεδο ολοκληρωμένο παραγωγικό σύνδεσμο, να ήταν δηλαδή κάθετα ολοκληρωμένα. Ο διεθνής ενιαίος ρυθμός συσσώρευσης των διεθνών τραστ θα μπορούσε σ' αυτήν την περίπτωση να επηρεάσει αρνητικά τη δυνατότητα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής για τον έλεγχο της οικονομικής συγκυρίας. Τα διεθνή τραστ είναι όμως πράγματι οριζόντια ολοκληρωμένα, δηλαδή οι θυγατρικές εταιρείες παράγουν κύρια για την εθνική αγορά, όταν έχουν εγκατασταθεί και μπορούν να κορεσθούν όσον αφορά τη συμπεριφορά τους σε επίπεδο συσσώρευσης, από την εκάστοτε νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Στη διάρκεια του 70 οι θυγατρικές εταιρείες' αμερικάνικων πολυεθνικών τραστ διαθέτουν το 75% της παραγωγής τους στον τόπο (χώρα) όπου παράγουν. Στις δεκαετίες του 70 και 80 μαζί αυτό το ποσοστό ήταν περίπου 65%. Αυτά τα στοιχεία και οι θεωρητικές σκέψεις σχετικά με την εναλλακτική επιλογή μεταξύ της παραγωγής στο εξωτερικό και της εξαγωγής εμπορευμάτων συνηγορούν υπέρ της κυριαρχίας του οριζόντιου τόπου ολοκλήρωσης.

2. Αναπτυξιακή πολιτική και πολιτική απασχόληση;

Με την αυξανόμενη τάση για Cross - Investment, δηλαδή ενός ψηλού βαθμού κάλυψης των εξαγωγών κεφαλαίου το πολυσυζητημένο ζήτημα, αν οι δραστηριότητες στο εξωτερικό των πολυεθνικών τραστ επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη και απασχόληση της επενδύτριας χώρας, είναι πλέον σε μεγάλο βαθμό απαρχαιωμένο. Για την Ο.Δ.Γ. ισχύει, ότι το ποσοστό που άμεσων επενδύσεων (συμπεριλαμβανομένων των επανεπενδυομένων κερδών) ως προς τις μικτές επενδύσεις στο εσωτερικό αυξήθηκε από περίπου 1% το 1970 σε περίπου 3% το 1985. Για τις άλλες χώρες ισχύουν παρόμοιες σχέσεις. Μόνο η Ολλανδία σα μικρή χώρα με πολυάριθμα πολυεθνικά τραστ πέτυχε όσον αφορά αυτό το χαρακτηριστικό μέγεθος τιμές πάνω από το μέσο όρο. Εμπειρικές έρευνες σχετικά με την επίδραση των άμεσων επενδύσεων στις εξαγωγές και κατ' επέκταση στην απασχόληση οδηγούν κύρια στο συμπέρασμα, ότι οι άμεσες επενδύσεις παρ' όλο τον υποκαταστατικό τους χαρακτήρα δεν επηρεάζουν αρνητικά τις εξαγωγές και κατ' επέκταση την απασχόληση της επενδύτριας χώρας (Συγκρ. Bergsten κ.ά. 1978. Lipsey Weiss 1981 για τις ΗΠΑ). Ακόμη και αν οι άμεσες επενδύσεις είχαν αρνητικές επιδράσεις για την εξαγωγή απασχόληση, οι εξισωτικές τάσεις στον κεφαλαιακό ισολογισμό των κυρίαρχων κεφαλαιοεξαγωγικών χωρών θα συμψήφιζαν αυτά τα φαινόμενα στο συνολικό οικονομικό επίπεδο. Αυτό ισχύει επίσης κατά τομείς, γιατί σε όλα τα έθνη που είναι σημαντικοί εξαγωγείς κεφαλαίων οι φορείς των άμεσων επενδύσεων είναι grosso modo οι ίδιοι βιομηχανικοί κλάδοι, δηλαδή η κατασκευή οχημάτωv, η χημεία, η ηλεκτροτεχνία, η μηχανολογία και η βιομηχανία πετρελαιοειδών.

3. Πολιτική ανταγωνισμού

Επειδή στους αναφερθέντες βιομηχανικούς κλάδους τι; άμεσες επενδύσεις πραγματοποιούν κατά κανόνα οι επιχειρήσεις με τις ψηλότερες σχετικές δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης και με το ψηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας η αυξανόμενη κεφαλαιακή διαπλοκή οξύνει το διεθνή ανταγωνισμό. Στη φάση της κυριαρχίας των ΗΠΑ σαν εξαγωγέα κεφαλαίος, κύρια στη δεκαετία του 60. αυτή η ανταγωνιστική πίεση που προερχόταν από τις αμερικάνικες θυγατρικές εταιρείες επιτάχυνε την τάση συγκέντρωσης και συγκεντρωποίησης του κεφαλαίου στη Δυτική Ευρώπη. Η διαδικασία συγκεντροποίησης εκτυλίχθηκε στις χώρες της ΕΟΚ βασικά σε εθνικό, ελάχιστα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Με την όλο και μικρότερη σημασία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, δεν μείωσε όμως τον ανταγωνισμό στις εθνικές αγορές, γιατί ταυτόχρονα με την αυξανόμενη διεθνοποίηση της παραγωγής όπως επίσης και του κύκλου εργασιών έγινε εντονότερος και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα μεγάλα αμερικάνικα, ευρωπαϊκά και ιαπωνικά τραστ.

4. Επιμέρους περιοχές υπόσκαψης της εθνικής κυριαρχίας

Στις πολιτικές σφαίρες, όπου οι δραστηριότητες των πολυεθνικών τραστ επηρέαζαν αρνητικά την εθνική κυριαρχία, ανήκουν αφενός η εξωτερική οικονομική πολιτική και αφετέρου η φορολογική πολιτική, Στη σφαίρα της εξωτερικής οικονομικής πολιτικής μπορεί να προκύψουν συγκρούσεις ανάμεσα στα πολυεθνικά τραστ κα τα • εθνικά κράτη ή καλύτερα διατυπωμένο μεταξύ των διαφόρων εθνικών κρατών λόγω των δραστηριότητος των πολυεθνικών τραστ, όταν τα κράτη ακολουθούν σε ορισμένα εξωτερικά οικονομικά πεδία διαφορετικούς στόχους. Αυτό ισχύει σε σημαντικό βαθμό για την εξωτερική οικονομική πολιτική των ΗΠΑ. που με τη βοήθεια του trading - with the enemy acts και του export control acts έλεγχαν κρατικά το εμπόριο αμερικανών πολιτών ή νομικών προσώπων των ΗΠΑ με τις επονομαζόμενες εχθρικές χώρες, κατά κανόνα τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Επειδή οι ΗΠΑ ενέταξαν επίσης το εμπόριο των αμερικανικών θυγατρικών εταιρειών στη Δυτ. Ευρώπη σ' αυτούς τους κανονισμούς, προέκυπταν συνέχεια συγκρούσεις μεταξύ των ΗΠΑ και ορισμένων ευρωπαϊκών κρατών, που στα πλαίσια της επιτροπής COCOM πρέσβευαν διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με τα επονομαζόμενα συμφέροντα ασφαλείας της Δύσης.

Στον τομέα της φορολογικής πολιτικής είναι δυνατές συγκρούσεις μεταξύ των εθνικών φορολογικών αρχών και τω πολυεθνικών τραστ, όταν αυτά προσπαθούν να μεταφέρουν μέσα από ενδοεπιχειρησιακούς συμψηφιστικούς λογισμούς κέρδη σε κράτη, των οποίων οι αναλογίες του φόρου εισοδήματος είναι χαμηλότερες. Σχετικά μ' αυτές τις συγκρούσεις δεν υπάρχει απ' όσο ξέρω μέχρι σήμερα επιστημονική αρθρογραφία που ν' αξίζει ν' αναφερθεί, γιατί αφενός είναι δύσκολες οι αναλύσεις του transfer pricing λόγω του φόβου για δημοσίευση των τραστ και αφετέρου γιατί οι φορολογικές αρχές υπόκεινται στην πρακτική των φορολογικών μυστικών.

5. Η υπόσκαψη της εθνικής κυριαρχίας από την οικονομική και κοινωνική πολιτική

Μια θεμελιώδης υπόσκαψη της εθνικής κυριαρχίας μέσα από την αυξανόμενη διεθνοποίηση του κεφαλαίου πηγάζει από την επιβολή της διεθνούς ανταγωνιστικής ικανότητας στην οποία υπόκεινται τα εθνικά κράτη. Στο βαθμό που εξομοιώνονται τα επίπεδα ανάπτυξης μεταξύ των κεντρικών περιοχών της παγκόσμιας οικονομίας ΗΠΑ, Δυτ. Ευρώπη, Ιαπωνία και ταυτόχρονα διεθνοποιούνται η παραγωγή και ο κύκλος εργασιών, οι εθνικές διαφορές στις ρυθμίσεις που αφορούν διάφορα πεδία πολιτικής, φερ' ειπείν στην κοινωνική πολιτική, στη φορολογική, στην πολιτική της αγοράς εργασίας, του εργατικού δίκαιου - η απαρίθμηση θα μπορούσε να επιμηκυνθεί κατά βούληση - γίνονται παράγοντες κόστους και ανταγωνισμού. Η τωρινή συζήτηση σχετικά με την ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά δείχνει ξεκάθαρα, πόσο δυνατή είναι η πίεση ομογενοποίησης και εξίσωσης, που προέρχεται από την όξυνση του διεθνούς ανταγωνισμού πάνω στα εθνικά κράτη. Οι συνεχείς αναφορές στη διάρκεια όλης της δεκαετίες του 80 στην πιο ευέλικτη αγορά εργασίας στις ΗΠΑ, οι μακροί χρόνοι λειτουργίας των μηχανών και της εργασίας στην Ιαπωνία, η πολιτική περιβάλλοντος των ευρωπαίων γειτόνων, ο ανασταλτικός ρόλος της δυτικογερμανικής συνδιοίκησης ως προς την προοπτική ενός ενιαίου κοινωνικού δικαίου στην ΕΟΚ, για να αναφέρουμε μόνο μερικά παραδείγματα, κάνουν έκδηλο το στρίμωγμα της εθνικής - κρατικής δράσης στο κρεβάτι του προκρούστη μιας όλο και περισσότερο διεθνοποιούμενης οικονομίας. De te fabula narratur (για σένα γίνεται λόγος εδώ) - αυτό το απόσπασμα του Karl Marx του υποδείκνυε την προσωρινότητα των τότε υφιστάμενων πολιτικών και οικονομικών διαφορών μεταξύ Αγγλίας και ευρωπαϊκής ηπείρου, αποκτά μόλις σήμερα την πλήρη επικαιρότητα του ενώπιον του σε μεγάλο βαθμό εξισούμενου επίπεδου παραγωγικότητας μεταξύ των ΗΠΑ, Δυτ. Ευρώπης και Ιαπωνίας και ενός ψηλού βαθμού διεθνοποίησης της παραγωγής και του κύκλου εργασιών.


1. ΗΠΑ, Καναδάς. Μεγ, Βρετανία. Βέλγιο Λουξεμβούργο. Ολλανδία, Γαλλία, Ο.Δ.Γ.. Ιταλία, Ελβετία, Σουηδία, Ιαπωνία.