1. Εισαγωγικό σημείωμα.
2. Γενικό ιστορικό διάγραμμα (1870-1880)
3. Χαρακτηριστικά και προσανατολισμοί της εκπαίδευσης (1834-1880)
4. Σχέδια νόμου του Γ.Α. Βακαλόπουλου (1870)
5. Σχέδιο νόμου του Ι. Βαλασόπουλου (1874)
6. Σχέδια νόμου του Γ. Μίληση (1877)
7. Σχέδια νόμου του θ.Μ. Δηλιγιάννη (1877)
8. Σχέδια νόμου Γ. Μίληση και θ.Π. Δηλιγιάννη: Η κατάθεση στη δούλη και η άποψη της κοινοβουλευτικής επιτροπής.
9. Σχέδια νόμου του Α. Αυγερινού (1880) 10. Τα πολιτικά κόμματα και η εκπαίδευση.
1. Εισαγωγικό σημείωμα
Η περίοδος 1850-1900 χαρακτηρίζεται από πολλούς ως σημαδιακή. Κύρια χαρακτηριστικά της είναι: οι οικονομικές ανακατατάξεις (αύξηση της αγροτικής παραγωγής και εμπορευματοποίηση της, αύξηση των επενδύσεων, γέννηση της βιομηχανίας, δημιουργία μεσαίας ιδιοκτησίας, έργα υποδομής), η συγκρότηση της αστικής τάξης και η δημιουργία της εργατικής, η εμφάνιση νέων πολιτικών σχημάτων, η θεμελίωση του κράτους δικαίου από τις κυβερνήσεις Χ. Τρικούπη, η εμφάνιση νέων ιδεολογικών τάσεων (αστικός ορθολογισμός, αιτιοκρατική σκέψη), η διεκδίκηση της πολιτικής ισότητας, η διατύπωση αιτημάτων: για οικονομική ανάπτυξη, εξάπλωση της γενικής μόρφωσης, σύνδεση της μόρφωσης με τη λειτουργία των πολιτικοί θεσμών. Όλες αυτές οι αλλαγές προκαλούν τη γέννηση νέων ιδεών που διεκδικούν την κυριαρχία.
Η περίοδος 1857-1894 για την εκπαίδευση χαρακτηρίζεται ως περίοδος των «διαπιστώσεων και προσπαθειών»1 και κάτι τέτοιο φαίνεται να ευσταθεί αφού κρατικοί και μη φορείς προβαίνουν σε διαπιστώσεις και τη διατύπωση προτάσεων. Μέσα σ' αυτή την περίοδο «ξεχωρίζει» η δεκαετία 1870-1880 για την εκπαίδευση. Αν και δεν έχουμε σημαντικές αλλαγές - εκτός από την επανίδρυση του Διδασκαλείου, καθιέρωση της συνδιδακτικής μεθόδου, νέο πρόγραμμα του δημοτικού σχολείου - η ύπαρξη πέντε νομοσχεδίων για την εκπαίδευση, που παραμένουν νομοσχέδια, με νέα και παλαιά αιτήματα είναι ένα αξιοπρόσεκτο γεγονός. Τα νομοσχέδια αυτά είναι: του Βουλευτή Γ. Βακαλόπουλου (1870) και των υπουργών Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Ι. Βαλασόπουλου (1874), Γ. Μίληση (1877), θ. Δηλιγιάννη (1877) και Α. Αυγερινού (1880). Οι ζυμώσεις που γίνονται εκφράζονται, εν μέρει, στα τέσσερα από τα πέντε νομοσχέδια (Βακαλόπουλου, Μίληση, Δηλιγιάννη, Αυγερινού) και «προετοιμάζουν» την περίοδο 1880-1910 που χαρακτηρίζεται από τον Μ. Τριανταφυλλίδη «μεγάλη περίοδος του δημοτικισμού». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει να παρακολουθήσουμε τις ξένες επιδράσεις στις ζυμώσεις για τα εκπαιδευτικά πράγματα, ζυμώσεις που προκαλεί κυρίως η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση.
Η μελέτη αυτών των νομοσχεδίων θα μας βοηθήσει και στην κατανόηση των νομοσχεδίων του Αθ. Ευταξία στα 1899 αλλά και του Γ. Θεοτόκη στα 1889. Τα νομοσχέδια αυτά (Αθ. Ευταξία και Γ. Θεοτόκη) χαρακτηρίζονται από πληρότητα και εκφράζουν ολοκληρωμένα τα αιτήματα για το αστικό σχολείο και όπως τονίζει ο Αλ. Δελμούζος «ο νομοθέτης προσπαθεί να ικανοποιήσει τις πρακτικές ανάγκες του Ελληνικού λαού συγχρονίζοντας την παιδεία του»2, ενώ ο Δ. Γληνός τονίζει ότι αποτελούν «σπουδαιοτάτην (...) και πρώτην επιστημονικήν συμβολήν εις την μελέτην των εκπαιδευτικών ημών πραγμάτων»3. Πριν λοιπόν από τα νομοσχέδια αυτά υπάρχει μια πορεία ζύμωσης, διαμόρφωσης και ολοκλήρωσης των αιτημάτων που προωθούν. Μέσα από τα πέντε αυτά νομοσχέδια της δεκαετίας 1870 1880 θα προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε τη «γενετική» διαδικασία των νομοσχεδίων που ακολούθησαν (1889,1899) και να προσεγγίσουμε την εκπαιδευτική πραγματικότητα της εποχής.
Η παρουσίαση και ανάλυση των νομοσχεδίων θα γίνει για το καθένα χωριστά και ταυτόχρονα οι συγκρίσεις μεταξύ τους, αλλά και οι συγκρίσεις με όσα ίσχυαν ή ίσχυσαν στο εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Αρχικά έχει προταχθεί ένα γενικό διάγραμμα της γενικής και εκπαιδευτικής ιστορίας μας στη δεκαετία 1870-1880. Ακολουθεί μια σύντομη επισκόπηση των εκπαιδευτικών πραγμάτων από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους μέχρι την περίοδο που εξετάζουμε. Μετά την ανάλυση των νομοσχεδίων εξετάζονται με συντομία οι θέσεις των πολιτικών κομμάτων για την εκπαίδευση και τέλος ακολουθεί ένα παράρτημα με διάφορα στατιστικά στοιχεία και πίνακες.
Αποτελεί κοινή πλέον διαπίστωση, ότι για την εκπαιδευτική μας ιστορία υπάρχουν απελπιστικά κενά στη συλλογή και παρουσίαση των ιστορικών τεκμηρίων που δεν είναι προσιτά ή πολλές φορές δεν είναι γνωστά. Ξεκινώντας από τη διαπίστωση αυτή, αλλά και από τη πρόθεση μας να παρουσιαστούν τα κείμενα που έχουν σχέση με το θέμα μας, η ανάλυση των νομοσχεδίων «συμπλέκεται» με την παρουσίαση τους. Είναι βέβαια κατανοητή η αντίρρηση, που θα μπορούσε να διατυπωθεί, ότι πιθανά να παρουσιάζει προβλήματα η ανάγνωση λόγω αυτής της «συμπλοκής». Όπως και κατανοητή θα ήταν μια πρόταση που θα ήθελε ένα ερμηνευτικό κείμενο και ένα παράρτημα ιστορικών τεκμηρίων. Αλλά η μορφή της δημοσίευσης σε συνέχειες οδηγεί στη λύση που υιοθετήθηκε.
Σημειώσεις
1. ΑΛ. ΔΗΜΑΡΑΣ (Επιμ.),.«Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε». Ερμής τομ. Α', Αθήνα 1973
2. ΑΛ. ΔΕΛΜΟΥΖΟΣ, «Το κρυφό σχολειό 19081911». Collection de Γ Inslitul Francais cT Athenes. Αθήνα 1950, σ. 16.
3. Δ. ΓΛΗΝΟΣ. «Ένας άταφος νεχρός. Μελέτες για το εκπαιδευτικό μας σύστημα», Αθήνα 1925, σ. 104.
3. Χαρακτηριστικά και προσανατολισμοί της εκπαίδευσης (1834-1880)
Οι περιοχές που αποτέλεσαν το νέο κράτος δεν περιλάμβαναν τα αστικά κέντρα που εξελίχτηκαν στο τέλος του 18ου αιώνα, όπου εντοπίζεται η αρχή μιας πολιτιστικής ανάπτυξης και ενός σχολικού δικτύου. Ακόμη το υποτυπώδες σχολικό δίκτυο που διαμορφώθηκε στους κυριότερους οικισμούς δεν λειτούργησε την περίοδο 1821-1828.
Η χαοτική αυτή κατάσταση επέβαλε την άμεση οικοδόμηση του εκπαιδευτικού συστήματος ως έργο απόλυτης προτεραιότητας. Και σ' αυτό υπήρξε απόλυτη συμφωνία.
Με την έλευση του Όθωνα διατυπώνονται τα πρώτα μέτρα για την εκπαίδευση όπως αυτά διαμορφώθηκαν και περιγράφηκαν κατά τον αγώνα'. Σ' αυτό συμβάλλουν και μια σειρά στελέχη με ευρωπαϊκές επιρροές, που έχουν επιστρέψει στο προσκήνιο, αφού είχαν αποσυρθεί με τον ένα ή άλλο τρόπο κατά την Καποδιστριακή περίοδο.
Το 1834 εκδίδεται το Διάταγμα2 για την οργάνωση των δημοτικών σχολείων. Η οργάνωση του δημοτικού σχολείου, όπως διατυπώθηκε στο διάταγμα του 1834, θα ισχύσει με λίγες παραλλαγές ως το 1895. Το 1836 εκδίδεται το Διάταγμα για την οργάνωση της μέσης εκπαίδευσης, που περιλάμβανε δύο κύκλους: -
Το Ελληνικό σχολείο (σύμφωνα με το Γερμανικό Lateinische Schule) και το Γυμνάσιο (Gymnasium3) . Οι διατάξεις του 1836 θα συμπληρωθούν ως το 18574 και θα παραμείνουν έτσι ως τα 1929. Το σύστημα που οικοδομήθηκε στηρίχτηκε στο συνδυασμό του Βαυαρικού και του Γαλλικού συστήματος. Την ίδια χρονιά (1836) εκδόθηκε και το διάταγμα για την οργάνωση του Πανεπιστημίου5.
Το σύστημα που διαμορφώθηκε χαρακτηρίζονταν από μονοδρομικότητα, δηλαδή οδηγούσε στον ένα και μόνο δρόμο του Πανεπιστημίου. Το δημοτικό σχολείο προορίζονταν να προσφέρει μόνο βασικές γνώσεις στη μεγάλη μάζα του λαού, χωρίς καμιά άλλη «διέξοδο». Η μονοδρομικότητα αυτή φαίνεται και από το σαφή στόχο που τίθεται για τα Ελληνικά Σχολεία και τα Γυμνάσια στο διάταγμα του 1836. Στα Ελληνικά σχολεία «πρώτιστος σκοπός (...) είναι να προετοιμάζουν δια τα γυμνάσια, και κατ' αυτόν συμμορφούνται το αντικείμενον. η έκτασις και ο τρόπος της διδασκαλίας».
Στα δε Γυμνάσια σκοπός είναι «κυρίως η προπαρασκευή των μαθητών όσοι μέλλουν να σπουδάσωσιν ανωτέρας επιστήμας εις το πανεπιστήμιον».
Διαμορφώνεται έτσι ένα και μόνο σχολικό δίκτυο ενώ οι τεχνικές και επαγγελματικές σχολές που λειτουργούν αυτή την περίοδο είναι εμπορικές και ναυτικές και δεν συνιστούν ένα άλλο εκπαιδευτικό δίκτυο6, σε καμιά περίπτωση.
Σημαντικό χαρακτηριστικό του εκπαιδευτικού συστήματος που οικοδομήθηκε είναι ο δωρεάν χαρακτήρας του (1834) και η υποχρεωτικότητα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Πράγμα που για την Ευρώπη θα γίνει 50 χρόνια περίπου αργότερα: το 1882 στη Γαλλία', το 1884 στη Γερμανία.
Η δε δωρεάν εκπαίδευση στη μέση βαθμίδα στην Ευρώπη θα καθιερωθεί τον 20ο αιώνα (π.χ. το 1930 στη Γαλλία) και στις Η.Π.Α. «κατεξοχήν χώρα της δωρεάν παιδείας ο δωρεάν χαρακτήρας των δευτεροβάθμιων σπουδών χρονολογείται από το 1850-1860». Από αυτή την άποψη μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το εκπαιδευτικό σύστημα ήταν «δημοκρατικό»1 ".
Τα διατάγματα της περιόδου 1833-1837, αλλά και όσα ακολούθησαν καθορίζουν τον έλεγχο του εκπαιδευτικού συστήματος από την κεντρική εξουσία"* ενώ αφήνουν μια σειρά πρωτοβουλίες στην τοπική αυτοδιοίκηση1 ".tΗ εξάπλωση του σχολικού δικτύου υπήρξε γρήγορη. Συγκεκριμένα:«1. Η διαδικασία πρόσβασης του πληθυσμού στους σχολικούς μηχανισμούς υπήρξε σχετικά γρήγορη και μαζική, αν τη συγκρίνουμε με αυτό που συμβαίνει σ' άλλες χώρες που έχουν την ίδια περίπου κοινωνική και οικονομική δομή.
2. Τα αγόρια φοιτούν σε ποσοστά πολύ υψηλότερα από τα κορίτσια.
3. Η διείσδυση των σχολικών μηχανισμών και της εκπαίδευσης στις επαρχίες εμφανίζεται σα διαδικασία σχετικά ανεξάρτητη από τη διαδικασία αστικής συγκέντρωσης και γίνεται μαζική πριν να χάσουν οι διάφορες επαρχίες τον βασικό αγροτικό τους χαρακτήρα.
Τα ποσοστά φοίτησης δεν ακολουθούν άμεσα τους βαθμούς διείσδυσης του σχολικού δικτύου.
5. Ο ρυθμός διείσδυσης των σχολικών μηχανισμών στις διάφορες επαρχίες είναι εξαιρετικά ομοιογενής και οι διαφορές κατά περιοχές γίνονται ολοένα και μικρότερες1112» .
Ο γενικότερος προσανατολισμός του προγράμματος της γενικής εκπαίδευσης έχει δεχτεί έντονες επιδράσεις από τον προσανατολισμό της γερμανικής εκπαίδευσης. Η γενική μόρφωση (Allgemeinbildung)1 ' που στηρίζονταν στη μελέτη του αρχαίου πολιτισμού αποτέλεσε τον οδηγό στη μέση εκπαίδευση. Είναι λοιπόν προφανές το προβάδισμα της κλασικής παιδείας, που θέλει να προβάλλει ένα πρότυπο στηριγμένο στην «εθνική παράδοση». Ο εθνικιστικός χαρακτήρας που διαπερνά την εκπαίδευση της περιόδου αυτής, φαίνεται να συμβάλλει στην προσπάθεια διαμόρφωσης της ταυτότητας του νεοελληνικού κράτους14.
Ο δυτικοευρωπαϊκός κλασικισμός που κυριαρχεί φαίνεται να μην εξυπηρετεί μόνο τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας, αλλά να αποτελεί και ένα σημείο επαφής με την Ευρώπη στην προοπτική της εξομοίωσης.
Αυτός ο δυτικοευρωπαϊκός κλασικισμός είναι έντονος στη μέση εκπαίδευση ένα) δεν αντανακλάται απόλυτα και στη δημοτική εκπαίδευση.
Αντίθετα στην Πανεπιστημιακή εκπαίδευση η εξάρτηση από τα δυτικά πρότυπα είναι απόλυτη. Πάντως οφείλουμε να επισημάνουμε πως υπάρχει μια δυσκολία να συγκροτήσουμε τα βασικά σημεία μιας επίσημης κρατικής ιδεολογίας που να διοχετεύεται μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν γίνονται και ανάλογες προσπάθειες, που περνούν μέσα από τη συγκρότηση ενός συγκεντρωτικού εκπαιδευτικού συστήματος. Στην καθυστέρηση διαμόρφωσης ενός τέτοιου συστήματος συνέβαλλαν και οι ανώμαλες πολιτικές καταστάσεις που διαμορφώθηκαν.
Συγκεκριμένα: από το 1833 ως το 1863 (ερχομός του Γεωργίου Α') έγιναν 8 εκλογικές αναμετρήσεις1 ", αναδείχτηκαν 27 κυβερνήσεις και υπήρξαν 30 υπουργοί για τη Δημόσια Εκπαίδευση.
Από το 1863 έως το 1881 έγιναν 9 εκλογικές αναμετρήσεις16 αναδείχτηκαν 33 κυβερνήσεις και υπήρξαν 46 υπουργοί για την εκπαίδευση.
Μετά το 1860 φαίνεται να πολλαπλασιάζονται οι απόψεις που διατυπώνονται για την κρατική παρέμβαση με στόχο την «ιδεολογική συστηματοποίηση» και «ηθοποίηση» των Ελλήνων μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα17.
Το σχολείο «είναι καθίδρυμα, όπερ ως κύριον και τελικόν σκοπόν επιδιώκει την μόρφωσιν του θρησκευτικού τε και ηθικού χαρακτήρας των παίδων, και κατά τον διοργανισμόν, την διδασκαλίαν, αγωγήν πειθαρχίαν, το πνεύμα, το ενεργείν και ζην είναι τοιούτων, ώστε να εμφυτεύηται εν τω γιγνομένω άνθρωποι προ πάντων καρδία ευγενής και βούλησις ηθική. Το τοιούτο σχολείον λοιπόν δια της θεραπείας υψηλότερων ενδιαφερόντων και δια της ούτω κατορθουμένης κωλύσεως των επιθυμιών και παθών θέλει εξημερώνει τους νέους, θα κατεργάζηται ολόκληρον τον κύκλον των νοημάτων ούτος, ώστε να αναβλαστάνη εξ αυτού καθαρόν φρόνημα και ευγενής βούλησις, θα εμφυτεύη εις τας ψυχάς των νέων θεογνωσίαν και ευσέβειαν, θα εξεγείρη ηθικήν γνώσιν και ηθικήν κρίσιν, θα προσάγη πρότυπα της αρετής, θα εθίζη τους τροφίμους εις την τήρησιν θείων και ανθρωπίνων εντολών, και ούτω θα επιδιώκη την μόρφωσιν της εικόνος του θεού εν τω ανθρώπω, ενί λόγω ίνα καθ' Έρβαρτον είπωμεν, όλον το καθίδρυμα θα μεταβάλληται εις έμψυχον κοινωνίαν ή εις ηθικόν καθίδρυμα18» .
Το παραπάνω απόσπασμα εκφράζει τις κυρίαρχες παιδαγωγικές ιδεολογικές αρχές την περίοδο και που είναι απρόσβητες.
Οι κατευθύνσεις που ειδικότερα διαγράφονται στην κυρίαρχη παιδαγωγική ιδεολογία μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω αποσπάσματα:
«Προ πάντων πρέπει να δοθή εις την νεολαίαν ιδεώδης διεύθυνσις, ίνα μη απόληται εν τοις υλικοίς έργοις· Τις οφείλει να λύση τούτο το πρόβλημα;
Αι καλαί οικογένειαι και τα σχολεία, και ιδιαίτερα τα σχολεία· διότι δυστυχώς και ο οικογενειακός οίος ημών δεικνύει ενιαχού σκιεράς τινάς όψεις ή τουλάχιστον δεν είναι πάντοτε ευνοϊκός εις την ηθικήν αγωγήν της νεολαίας19» .
«Αι επιστήμαι δεν προάγονται, αϊ πολιτείαι δεν ευδοκιμούσιν ειμή όταν η ισότης των πάντων πολιτών επιτρέπη τον προς αλλήλους διαγωνισμόν, μόνοι δε οι εν τούτοις άριστοι στεφανώνται.
Τα γράμματα είσιν ό,τι αριστοκρατικώτερον, διότι και αυτός ο θεός εις ολίγιστους έδωκε της ευφυΐας το δώρον2 "».
«Ο λόγος του διδασκάλου, του κρατούντος υψηλά το εαυτού αξίωμα, είναι ιερός εις τον μαθητήν, η κρίσις αυτού είναι απόφασις δϊ αυτόν, η δε επιδοκιμασία το ύψιστον πάντων. (...) Ο διδάσκαλος οφείλει ως κόρην οφθαλμού να φυλάττη το αξίωμα αυτού δια της πραγματικής ηθικότητας, της δικαιοσύνης, της προσηνούς σοβαρότητος. της αυστηρός του καθήκοντος εκπληρώσεως και της αδιάλειπτου προς περαιτέρω μόρφωσιν εαυτού προσπάθειας. Απαιτούνται μεν και άλλα τινά σωματικά και υλικά προσόντα προς εξύψωσιν του αξιώματος του διδασκάλου, οία είναι π.χ. η ευγενής καταγωγή και οικογενειακόν όνομα ένδοξον' (...), το επιβλητικόν παράστημα, η ηχηρά φωνή (...)::» .
«Οσάκις ο παις δεν θέλει να υπόταξη την βούλησίν του εις τας γνώσεις μας, είναι ανάγκη να μεταχειρισθώμεν ισχυρότερον μέσον ίνα υποτάξωμεν αυτόν, την προσταγήν και εις ταύτην οφείλεται τυφλή υπακοή του τροφίμου, ήτις απαιτεί θυσίαν της φιλαυτίας και του εγωισμού και ήτις είναι αναγκαιότατη1 '».
Η επιβεβαίωση της παραπάνω αρχής:4 φαίνεται και σε εγκυκλίους του υπουργείου.
«Μετά μεγίστης δυσφορίας πληροφορούμεθα, ότι τινές των διδασκάλων, παραβαίνοντες τα καθήκοντα των και παρεκτρεπόμενοι του προορισμού των, μεταχειρίζονται κατά των μαθητών την ράβδον και τας μαστιγώσεις αντί του παραινετικού λόγου23» . Ακόμη: Έλλην δάσκαλος «επέβαλε τρισί των μαθητών της τάξεως, εν ή διδάσκει, την ποινήν του εμπτυσμού υπό των συμμαθητών αυτού' ου μόνον δε τούτο, αλλά και μη αρκεσθείς εις την απλήν τοιαύτης βδελυράς ποινής επιβαλήν, επεστάτει εις την εκτέλεσιν ταύτης, παρακελευόμενος τοις μαθηταίς τον εμπτυσμόν και τιμωρήσας ένα τούτων, οκνήσαντα να υπακούση εις την προσταγήν του26» .
Όσον αφορά τη μέθοδο διδασκαλίας αυτή καθοριζόταν από τους οδηγούς της αλληλοδιδακτικής. Κατατοπιστικές είναι οι μαρτυρίες και διαπιστώσεις ενός «αιρετικού» της εποχής, του καθηγητή Α. Φατσέα: «αυτή η μέθοδος (η αληλοδιδακτική) συνηθίζει τον μαθητήν να αποστηθίζη χωρίς να εννοή επομένως να μη συλλογίζεται, να μη τέρπεται επομένως εις την σπουδήν και να μη την αγαπήση· και δεύτερον επειδή εσυνήθισε να μη εννοή, και όταν ακόμη επιθυμή έχει χάσει το θάρρος να μάθη (...)27» .
«Αλλ' αυτή η μέθοδος ενώ μωραίνει τον μαθητήν, μαραίνει και τον διδάσκαλον επειδή μη υποχρεούμενος να μελετά όταν μάλιστα οικιακοί περιστάσεις τον παραζαλίζωσι δεν προοδεύει, αφ' ου μάλιστα εις τα σχολεία δεν έμαθε και αν δεν σπουβάση κατ' ιδίαν δεν μορφώνεται2 "».
Με το διάταγμα 1032 12.8.1830 υιοθετείται η αλληλοδιδακτική μέθοδος, (γνωστή και ως μέθοδος του Langaster, ο οποίος την ανέπτυξε στην Παιδαγωγική της μορφή), σύμφωνα με το εγχειρίδιο του Γάλλου Sarazin, που μεταφράστηκε από τον Ι. Κοκκώνη.
Οι λόγοι που οδήγησαν σ' αυτή την επιλογή ήταν:
Ι. Η έλλειψη ικανού αριθμού δασκάλων, να στελεχώσουν τα σχολεία της βασικής εκπαίδευσης. Με την εφαρμογή της αλληλοδιδακτικής μεθόδου ένας δάσκαλος μπορούσε να διδάξει συγχρόνως ως και 200 μαθητές.
II. Πρόθεση του Κυβερνήτη ήταν η εξάπλωση της βασικής εκπαίδευσης, που αποτέλεσε και βασικό στοιχείο της εκπαιδευτικής πολιτικής του, και που θα οδηγούσε και στη χειραφέτηση του λαού, ιδιαίτερα από τους πρόκριτους. Με δεδομένες τις ελλείψεις και τις ανεπάρκειες, η εφαρμογή της αλληλοδιδακτικής μεθόδου μπορούσε να οδηγήσει στην πραγμάτωση της πρόθεσης του Κυβερνήτη.
III. Οι δαπάνεςπου απαιτούνταν ήταν λίγες. Ο Ι. Κοκκώνης, που υπήρξε και υποστηριχτής της μεθόδου είχε εισηγηθεί ότι «η αλληλοδιδακτική μέθοδος είναι το επιτιδειότατον μέσον, δι ου ευκόλως ημπορούν να διαδοθώσιν η χρηστοήθεια και η χρηστομάθεια εις τον άπορον λαόν, όστις ούτε καιρόν ούτε χρήματα περισσά έχει να καταδαπανά»".
IV. Η αλληλοδιδακτική μέθοδος, με τις διάφορες εκδοχές και εφαρμογές της. είχε εισαχθεί σε σχολεία που είχαν λειτουργήσει, σε προηγούμενε; περιόδους.
Η επικράτηση της αλληλοδιδακτικής μεθόδου, επιβράδυνε την εισαγωγή και καθιέρωση της Ερβαρτιανής μεθόδου διδασκαλίας, που είχε ήδη επικρατήσει στην Ευρώπη. Οι πρώτες σημαντικές κινήσεις για την καθιέρωση της εντοπίζονται στα μέσα της δεκαετίας 1870-1880 και προέρχονται από συλλόγους (Σύλλογος προς διάδοση των Γραμμάτιον).
Στο τέλος της δεκετίας 1870-1880 θα αρθεί η νομοθετική ακινησία για την εκπαίδευση με την επανίδρυση του Διδασκαλείου2 " το πρόγραμμα του δημοτικού σχολείου3 ", την ίδρυση νέων Διδασκαλείων44, την κατάρτηση της αλληλοδιδακτικης31.
Την ίδια αυτή περίοδο αρχίζουν να διατυπώνονται διάφορες συγκεκριμένες προτάσεις32 για τη διόρθωση της εκπαιδευτικής κατάστασης'', που όμως δεν βα πραγματωθούν ενώ κάποια μέτρα θα εφαρμοστούν αργότερα (1884).
Σημειώσεις
1. Βλ. Δημαράς Αλ., οπ.παρ., τομ. Α', σ. κγκζ' - Δημαράς Αλ., Τα εκπαιδευτικά κατά τον αγώνα, π. Νέα Εστία, τ. 1043 (1970), σελ. 51 κ.εξ.
2. Βλ. Δημαράς Αλ., οπ.παρ., τομ. Α', σελ. 4550 - Ακόμη βλ.: Λέφας Χρ. οπ.παρ., Τσουμελέας Σ.Γ. - Παναγόπουλος Π.Δ., Η εκπαίδευση στα τελευταία 100 χρόνια, Αθήνα 1833 Παπαδημητρίου Σ.Γ., Ιστορία του Δημοτικού μας Σχολείου, μέρος α'(18341895), Αθήνα 1950.
3. Βλ. Δημαράς Αλ., οπ.παρ.τομ. Α', σελ. 6067 - Τσουμελέας Σ.Γ. - Παναγόπουλος Π.Δ., οπ.παρ., σελ. 69 κ.εξ.
4. Βλ. Το 1850 εκδίδεται το διάταγμα «περί εξετάσεων» και το 1857 εκδίδεται ο εσωτερικός κανονισμός των Ελληνικών σχολείων και των Γυμνασίων.
5. Βλ. Παπαπάνος Κ., Χρονικό - Ιστορία της Ανωτάτης μας εκπαιδεύσεως, Αθήνα 1970.
6. Βλ. Τσουκαλάς Κ., οπ.παρ., σελ. 505 - Τζουμελέας Σ.Γ. - Παναγόπουλος Π.Δ., οπ.παρ., σελ. 126 κ. εξ.
7. Προχ. βλ., Gal R., Hostoire de l'education. Les Presses Universitaires de France.
8. Βλ. Τσουκαλάς Κ., οπ.παρ. σελ. 509.
9. Βλ. Πανταζόπουλος Ν., Georg Ludwig von Maurer. 0 προσανατολισμός της νεοελληνικής νομοθεσίας προς τα Ευρωπαϊκά πρότυπα, Επιστημονική Επετηρίς της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τομ. 13 (1968), σελ. 408 κ.εξ.
10. Βλ. Ανδρέου Απ., Η διοίκηση της εκπαίδευσης: Γραφειοκρατία συγκεντρωτισμός και μορφές νομιμοποίησης της κρατικής εξουσίας, π. Σύγχρονα θέματα, τ. 24 (1985), σελ. 5761.
11. Βλ. Τσουκαλάς Κ., οπ.παρ., σελ. 413.
12. Βλ. Για σχετικά έγκυρα ποσοτικά δεδομένα βλ. και Chassiotis G., L'instruction publique Chez les Grecs, Paris, Ernest Leroux, 1881.
13. Βλ. Δημαράς Αλ., Ξένες επιδράσεις στη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Δελτίο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και γενικής Παιδείας, τ. 2(1978). σελ. 6063.
14. Βλ. Μια διεισδυτική ανάλυση γίνεται στο βιβλίο της Σκαπετέα Ε., Το «πρότυπο Βασίλειο» και η μεγάλη ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (18301880). Διδακτορική Διατριβή, Α.Π.θ., Ε.Ε.Φ.Σ., Θεσσαλονίκη 1984.
15. 1843, 1844, 1847, 1850, 1853, 1856, 1859, 1861.
16. 1865, 1868, 1869, 1872. 1873, 1874. 1875. 1879, 1881.
17. Βλ. Έκθεση του υπουργού Χ. Χριστόπουλου (1.2.1857) - Έκθεση του υπουργού Χ. Χριστόπουλου (2.9.1867) - Περιοδικά: Πανδώρα, τομ. Ε', σελ. 529. Φιλίστωρ, τ.18 (1061) σελ. 277. τ.5 (1862) κ.α.
18. Βλ. Φραίλιχ Γ.. Το παιδαγωγικόν σχολείον. μετ. Δ. Ιωαννίδου Ολυμπίου, Αθήνα 1882, 1896:, σελ. 34.
19. Βλ. Φραίλιχ Γ., όπ.παρ., σελ. 18.
20. Βλ. - Σαρίπολος Ν.. Υπόμνημα περί του κατωτέρου κλήρου και περί εκπαιδεύσεως, Αθήνα 1865, σελ. 26. - Ανάλυση του υπομνήματος του Ν. Σαρίπολου στο βιβλίο του Χ. Νούτσου, ιδεολογία και εκπαιδευτική πολιτική, θεμέλιο, 1986, σελ. 1334. - Για την «επίδραση της φύσης» στην αγωγή βλ. Λεοντάρη Κ., Παιδαγωγική και Διδακτική των Γοαμματιστών, Αθήνα 1901, σελ. 24.
21. Βλ. Η «προδιαγραφή» αυτή θα διατυπωθεί και όταν ιδρύθηκαν οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες. Βλ. Παλαιολόγου Γ.Ν., ο θεσμός των Παιδαγωγικών Ακαδημιών και η Μαράσλειος Παιδαγωγική Ακαδημία, Αθήνα 1939, σελ. 13.
22. Βλ. Ιατρίδης Κλ. Σ, Το αξίωμα του διδασκάλου, περ. Δημοτική Εκπαίδευσις, Έτος Δ, αριθ. 24. σελ. 377379.
23. Βλ. Λεοντάρης Κ., όπ.παρ., σελ. 97.
24. Βλ. Για την «παιδονομία», βλ. Τσουμελέα Σ.Γ., Παναγόπουλου Π.Δ., όπ.παρ., σελ. 39 κ.εξ., Στο ίδιο βλ. και τις εγκυκλίους «περί απαγορεύσεων των ραβδισμών και άλλων οικισμών των παιδιών» (σελ. 4243), «περί σχολικών ποινών» (σελ. 4445).
25. Βλ. Εγκύκλιος αριθ. 13408 16.12.1848.
26. Βλ. «Έκθεαις συνοδεύουσα το Διάταγμα της απολύσεως του δασκάλου Πειραιώς που παρέοη τις διατάξεις των ποινών», 17.12.1884. Για τις ποινές αναφέρονται και οι εγκύκλιοι: 2270 20.3.1867, 1081 22.3.1884, 1333 12.3.1856.
27. Βλ. Φαταέας Α., Σκέψις επί της δημοσίας και ιδιωτικής εκπαιδεύσεως των νέων Ελλήνων, τομ. Α', Λαμία 1856, σελ. 89.
28. Φατσέας Α., οπ.παρ., σελ. 9.
29. Νόμος Χθ' (1878). "
30. Νόμος Χθ' (1878).
31. Νόμος ωΝΘ' (1880).
32. Διάταγμα 3.9.1880.
33. Αναφέρουμε τα νομοσχέδια Γ. Μίληση, θ. Δηλιγιάννη και Α. Αυγερινού.
Σχέδια Νόμου του Γ.Α. Βακαλόπουλου (1870) (Σκοπός • Βαθμίδες · Οργάνωση · Φοίτηση και Εξετάσεις · Μαθήματα και Προγράμματα · Σχολικά Βιβλία · «Πρότυπον Σχολείον» ·' «Λύκειο» · Ιδιωτικά Εκπαιδευτήρια)
Το Νοέμβριο του 1870 στην «Εφημερίδα των Φιλομαθών»1 δημοσιεύονται τρία νομοσχέδια με τον τίτλο «περί της Δημοσίας Παιδεύσεως και των κληροδοτημάτων» του δουλευτή Κυνουρίας Γ.Α. Βακαλόπουλου. Το πρώτο νομοσχέδιο αφορούσε τα δημοτικά σχολεία, το δεύτερο τα Ελληνικά σχολεία και Γυμνάσια και το τρίτο το Πανεπιστήμιο. Στο προλογικό σημείωμα της διεύθυνσης της εφημερίδας αναφέρεται ότι «πολλαί των εν αυτοίς διατάξεων, ως θα διακρίνωσιν ευθύς οι αναγνώσται, είναι ειλημμέναι εκ των εν ισχύι περί δημοσίας παιδεύσεως νόμων και διαταγμάτων και των διαφόρων νομοσχεδίων, άλλαι δε είναι άλλοθεν μετενηνεγμέναι, και μεταξύ τούτων τιμές πρωτότυποι. (...). Επιφυλαττόμεθα να επανέγκωμεν παρατηρήσεις και περί του συνόλου εκάστου των προκειμένων νομοσχεδίων του και περί των καθ' έκαστα διατάξεων αυτών, έχοντες εν ουκ ολίγοις διάφορον του συντάκτου των γνώμην».
Παρ' όλο ότι η δημοσίευση των νομοσχεδίων του Γ.Α. Βακαλόπουλου έγινε «ίνα παράσχωμεν - κατά την εφημερίδα - αφορμήν συζητήσεως δυναμένης εις καλόν ν' απόληξη» και με την υπόσχεση ότι η εφημερίδα θα διατυπώσει τις απόψεις της, κανένα δημοσίευμα δεν ακολούθησε. Τα νομοσχέδια αυτά δεν κατατέθηκαν καν στη βουλή. Η διερεύνηση τους όμως έχει πολλαπλή θεωρητική αξία. Στο πεδίο της αναφοράς μας είναι μόνο τα νομοσχέδια που αφορούν τη γενική εκπαίδευση και τη μόρφωση των δασκάλων. Κατά συνέπεια δεν θα αναφερθούμε στα νομοσχέδια που έχουν σχέση με το πανεπιστήμιο, όπως αυτό του Γ. Α. Βακαλόπουλου «περί οργανισμού του Πανεπιστημίου».
ΣΚΟΠΟΣ. «Σκοπός των δημοτικών σχολείων (αρρένων ή κορασιών) - κατά τον Γ.Α. Βακαλόπουλο - είναι να παρέχωσιν εις την νεότητα δια διδασκαλίας, ασκήσεως και αγωγής τας βάσεις της διανοητικής και ηθικής εκπαιδεύσεως προς τον εν τη πολιτεία, τη εκκλησία και τω επιτηδεύματι, εις ο έκαστος τρέπεται» (1):. Η διατύπωση του σκοπού του δημοτικού σχολείου είναι δανεισμένη από το Πρωσικό Σχέδιο Νόμου «περί εκπαιδεύσεως (διδασκαλίας)», όπου ορίζεται ότι «το πρωτοβάθμιον δημοτικόν σχολείον, σχολείον του λαού έχει τον σκοπόν δια διδασκαλίας, ασκήσεως και αγωγής να παρέχη εις την νεότητα τας βάσεις της διανοητικής και ηθικής παιδεύσεως δια τον βίον εν τη πολιτεία, τη Εκκλησία, και εν τω επιτηδεύματι προς ο έκαστος κέκληται» (Ι)1. Στη διατύπίοση του σκοπού είναι εμφανής η τάση που διεκδικεί μια «ιδεολογική συστηματοποίηση», για «ηθοποίηση» των Ελλήνων μέσα από την εκπαίδευση. Μ' άλλα λόγια θέλει να ενισχύσει την κυρίαρχη ιδεολογία μέσα από την κρατική εκπαίδευση. Ο «σκοπός των Ελληνικών σχολείων (αρρένων και κορασιών) είναι να παρασκευάζωσι τους νέους προς την εν τοις Γυμνασίοις σπουδήν και να καταρτίζωσιν προσηκόντως τους εξ αυτών αμέσως εις τον πρακτικόν βίον μεταβαίνοντας προς εξάσκησιν επιτηδεύματος τινός. Κατά ταύτα ορίζονται και τα διδακτέα μαθήματα και η έκτασις αυτών και ο τρόπος της διδασκαλίας». (1).
Η διατύπωση του σκοπού των Ελληνικών σχολείων είναι αυτή του διατάγματος «περί του κανονισμού των Ελληνικών σχολείων και Γυμνασίων»4 του 1836.
Ο δε σκοπός του Γυμνασίου «είναι να παρασκευάζωσι τους μέλλοντας να σπουδάσωσιν εν τω Πανεπιστημίω ή τω Στρατιωτικώ και Ναυτικώ σχολείω επιστήμην και να καθιστώσιν εκπαιδεύτους πολίτας τους αμέσως από των Γυμνασίων εις τον πρακτικόν οίον μεταβαίνοντας, αναπτύσσοντα. τελειοποιούντα και συμπληρούντα την εν τοις Ελληνικοίς σχολείοις προκαταρκτικήν παιδείαν και ηθικήν διάπλασιν» (71). Και στη διατύπωση του σκοπού των Γυμνασίων επαναλλαμβάνεται ο σκοπός που διατυπώθηκε στο διάταγμα του 1835~\ με μόνη προσθήκη την τελειοποίηση και την συμπλήρωση των παρεχόμενων γνώσεων ως εφόδιο για τη ζωή. Η μέση εκπαίδευση (Ελληνικά σχολεία και Γυμνάσια) και στο σχέδιο αυτό θεωρείται προστάδιο για το Πανεπιστήμιο και το πρόγραμμα της θα πρέπει να συμμορφωθεί σύμφωνα με τις ανάγκες της προετοιμασίας.
ΒΑΘΜΙΔΕΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ. Ο Γ.Α. Βακαλόπουλος προτείνει ένα τύπο σχολείου της στοιχειώδους εκπαίδευσης και για τα δύο φύλα, χωριστά για το καθένα. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο «έκαστος δήμος του Κράτους απαρτιζόμενος μεν εκ μιας κωμοπόλεως, υποχρεούται να διατηρή, ιδίαις δαπάναις εν τουλάχιστον δημοτικόν σχολείον αρρένων και εν κορασιών (...) απαρτιζόμενος δε εκ πολλών χωρίων, υποχρεούται να διατηρή πλείονα σχολεία και των δύο φύλλων (...) εάν δ1 ο αριθμός των οικογενειών ήναι έτι ελάσσων, (των 80 οικογενειών) επιτρέπεται και ο εφημέριος, έχων τα (...) απαιτούμενα προσόντα, να ήναι και δημοδιδάσκαλος» (3). Το πρώτο σημαντικό στοιχείο στο νομοσχέδιο του Γ.Α. Βακαλόπουλου είναι ότι δεν προτείνει διαφορετικούς τύπους σχολείων για τους μικρούς οικισμούς, για τις κομωπόλεις και τα αστικά κέντρα (π.χ. τα γραμματοδιδασκαλεία στους μικρούς οικισμούς). Ακόμη ούτε δεχότανε την κατανομή των δασκάλων σε διάφορους τύπους όπως ίσχυε (δάσκαλοι α', 6' και γ' κατηγορίας) και ούτε δεχότανε την κατανομή των δασκάλων ανάλογα με την κατηγορία που ανήκουν σε αστικά κέντρα (α' κατηγορίας δάσκαλοι), σε δήμους α' τάξης (6' κατηγορίας δάσκαλοι) και σε μικρούς οικισμούς (γ' κατηγορίας δάσκαλοι) που εισήγαγε η νομοθεσία του 1834.
Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι η διάταξη για ίδρυση νηπιαγωγείων. Σε δήμους εύπορους - σύμφωνα με το νομοσχέδιο - ιδρύεται «και νηπιακόν. εις ο φοιτώσιν αδιακρίτως άρρενα και θήλεα 46 ετών» (3).
Η μέση εκπαίδευση αποτελείται από το Ελληνικό σχολείο και το Γυμνάσιο. «Το τέλειον Ελληνικόν σχολείον έχει τρεις τάξεις και τρεις δασκάλους· εκάστης δε τάξεως η διδασκαλία είναι ενιαυσία.» (3). Το δε «Γυμνάσιον έχει τεσσάρας τάξεις και εξ καθηγητάς, Εκάστης τάξεως η διδασκαλία είναι ενιαυσία (73). Από αυτούς οι δύο διδάσκουν φυσικομαθηματικά, ψυχολογία, λογική, ιστορία και γεωγραφία. Τα υπόλοιπα μαθήματα διδάσκονται από τους υπόλοιπους καθηγητές. «Των ιερών, των οποίων η διδασκαλία θέλει ανατεθεί εις πεπαιδευμένον και σεβάσμιον κληρικόν ή λαϊκόν επί αντιμισθία (...) και της γυμναστικής ήτις θέλει διδάσκεσθαι υπό του γυμναστού του Ελληνικού σχολείου.» (73).
Διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος κατά τα νομοσχέδια του Γ.Α. Βακαλόπουλου
ΦΟΙΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ. Η φοίτηση στο Δημοτικό σχολείο είναι - σύμφωνα με το νομοσχέδιο - υποχρεωτική «από του έκτου μέχρι του δωδεκάτου έτους της ηλικίας των» και προβλέπεται σε περίπτωση μη εφαρμογής ότι οι «γονείς ή κηδεμόνες (...) τιμωρούνται υπό της αστυνομίας πειθαρχικώς». Αν αντιπαραθέσουμε τη διάταξη αυτή με την αντίστοιχη του 1834 θα δούμε ότι ελαττώνεται ο χρόνος της υποχρεωτικής φοίτησης κατά ένα χρόνο, αν και στην πράξη ποτέ δεν είχε εφαρμοστεί η 7χρονη φοίτηση αφού «το δημοτικόν σχολείον ουδέποτε ελειτούργησεν ως επτατάξιον περιορισθέν αμέσως εις τετρατάξιον και τριτάξιον έτι»6. Η πρόταση του Γ.Α. Βακαλόπουλου είναι μάλλον ρεαλιστική και κάτι ανάλογο θα υποστηρίξει αργότερα και ο Δημήτρης Γληνός το 1913, όταν ζητάει όετές δημοτικό σχολείο «προς το παρόν»7.
Οι εξετάσεις στα δημοτικά σχολεία γίνονται - σύμφωνα με το νομοσχέδιο - στο τέλος κάθε χρόνου και είναι δημόσιες (22). Δίνεται όμως η δυνατότητα οι προβιβασμοί να «γίνονται εν παντί καιρώ· επομένως οι επιμελείς και ικανοί των μαθητών και προ του δωδεκάτου έτους δύναται ακωλύτως να μεταβαίνωσιν εις τα Ελληνικά σχολεία, αν, φέροντες απολυτήριον δημοτικού σχολείου, αποδείξωσι δϊ εξετάσεως ότι κέκτηνται τας απαιτουμένας γνώσεις» (28).
Στις εξετάσεις εισαγωγής στο Ελληνικό σχολείο ο υποψήφιος έπρεπε - σύμφωνα με το νομοσχέδιο - «να αποδείξει: 1) ότι γνωρίζει καλώς τα εν τη ανωτάτη τάξει του δημοτικού σχολείου διδασκόμενα μαθήματα, και ιδίως ότι αναγιγνώσκει αλανθάστως μεν και κατ' έννοιαν βιβλία της λαλουμένης γλώσσας, απρόσκοπτος δε τα της αρχαίας και ότι γνωρίζει ικανώς να τεχνολογή εις άπαντα τα μέρη του λόγου, 2) ότι γράφει καλώς και διακεκριμένος τας υπαγορευμένος προτάσεις λέξεις άνευ παχυλών ανορθογραφικών περί τας καταλήξεις, 3) ότι γιγνόσκει καλώς άπασαν την στοιχειώδη αριθμητικήν, και 4) ότι γνωρίζει άπαντα τα εν τοις δημοτικοίς σχολείοις διδασκόμενα μαθήματα (...)» (21). Οι εξετάσεις στα Ελληνικά σχολεία θα γίνονταν δύο φορές το χρόνο. Η μία στο τέλος του πρώτου εξαμήνου και θα είχε σκοπό να «πληροφορούνται οι διδάσκαλοι περί της προόδου εαυτών μαθητών» και η δεύτερη στο τέλος του σχολικού χρόνου για να «ορισθώσιν οι προβιβαστέοι και απολυτέοι ή μη» (34). Οι εξετάσεις αυτές έπρεπε να είναι δημόσιες για να γίνει σε όλους γνωστή η πρόοδος των μαθητών. Χαρακτηριστική είναι η διάταξη που θέλει να θεσμοθετήσει την «ανωτερότητα» των Ελληνικών έναντι τον άλλον μαθημάτων, που «πρέπει να λογίζεται ως 3:2»''"'. Μάλλον είναι η μόνη περίπτωση που προτείνεται μια τέτοια θεσμοθέτηση για αυξημένη δύναμη των Ελληνικών απέναντι στα άλλα μαθήματα, πέρα από την προτεραιότητα που δίνεται στο πρόγραμμα (όπως θα δούμε παρακάτω).
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο του Γ. Α. Βακαλόπουλου στις εισαγωγικές εξετάσεις στο Γυμνάσιο ο υποψήφιος έπρεπε: «1) να γραφή αλανθάστως χωρίον τι του Ισοκράτους, ή εκ της Κύρου Παιδείας, ή εκ της Κύρου Αναβάσεως, ή εκ της Ελληνικής Ιστορίας του Ξενοφώντος, να μεταφράζη αυτό σχεδόν καλώς, να γιγνώσκη ακριβώς τα του τεχνολογικού και εν του συντακτικού τα εν τοις Ελληνικοίς σχολείοις διδασκόμενα, 2) προτεινομένου αριθμητικού τινός προβλήματος. να ευρίσκη, προχείρως πάσας τας απαιτουμένας προς λύσιν αυτού πράξεις, να εκτελή αυτάς ευχερώς και αλανθάστως και ν' αποδεικνύη αποχρώντως γεωμετρικόν τι θεώρημα, 3) να γιγνώσκη καλώς πάντα τα διδασκόμενα εν τοις Ελληνικοίς σχολείοις μαθήματα και να εκθέτη αυτά σαφώς» (79). Οι εξετάσεις στα Γυμνάσια θα ακολουθούσαν την ίδια διαδικασία των Ελληνικών σχολείων.
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ. Τα μαθήματα που προτείνονται για το δημοτικό σχολείο είναι τα ακόλουθα: «1) Ανάγνωση, 2) Γραφή, 3) Στοιχειώδης Αριθμητική, 4) Χριστιανική διδασκαλία, 5) Μαθηματικά, 6) Φυσική και πολιτική γεωγραφία, 7) Ηθική, 8) Φυσική, 9) Φυσική ιστορία, 10) Γραμμική ιχνογραφία, 11) Στοιχεία: Κηπουρικής, αγρονομίας, δενδροκομίας, μελισσοτροφίας και για τα σχολεία θηλέων και τα χειροτεχνήματα, 12) Στοιχεία φωνητικής μουσικής, 13) Απλαί προτάσεις Ελλήνων συγγραφέων, 14) Άπαση η στοιχειώδης γραμματική της αρχαίας Ελληνικής γλώσσης, 15) Σωμασκία» (γυμναστική). Ο καθορισμός του ποσού της ύλης των μαθημάτων, η ένταξη τους στις τάξεις προτείνεται να καθοριστούν από το υπουργείο*, πράγμα που έγινε μόλις το 1894. Τα μαθήματα που προτείνει ο Γ. Α. Βακαλόπουλος στο σχέδιο νόμου δεν διαφέρουν από εκείνα που προέβλεπε ο ιδρυτικός νόμος του 1834.
Σημαντικό στοιχείο του νομοσχεδίου είναι η πρόταση για την εισαγωγή της συνδιδακτικής μεθόδου διδασκαλίας αντί της αλληλοδιδακτικής μεθόδου που ίσχυε. «Η διδασκαλία θέλει γίγνεσθαι δια της συνδιδακτικής μεθόδου· ένθα όμως η έλλειψις των αναγκαίων διδασκάλων δεν επιτρέπει τούτο, ενεργείται δια μικτής, δηλ. συνδιδακτικής και αλληλοδιδακτικής» (8).
Ήδη από το 1853 στη Γαλλία είχε αντικατασταθεί η αλληλοδιδακτική από τη μικτή μέθοδο. Πράγμα που επιχειρήθηκε και στην Ελλάδα με Διάταγμα το 1856 και με την τροποποίηση του Οδηγού της αλληλοδιδακτικής του Ι.Π. Κοκκώνη στις εκδόσεις του 1860 και 1863. Από την έκτη δεκαετία του 19ου αιώνα η συνδιδακτική μέθοδος είχε εισαχθεί και στα σχολεία της Κωνσταντινούπολης που επόπτευαν οι Φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι. Τελικά η καθιέρωση της συνδιδακτικής μεθόδου θα γίνει το 1880 με το Διάταγμα της 3ης Σεπτεμβρίου.
Στο νομοσχέδιο του ο Γ. Α. Βακαλόπουλος προτείνει τα παρακάτω προγράμματα μαθημάτων για το Ελληνικό σχολείο και το Γυμνάσιο.
Στα παραπάνω προγράμματα δεν περιλαμβάνεται η «σωμασκία» που θα διδάσκονταν τόσο στο Ελληνικό σχολείο όσο και στο Γυμνάσιο.
Στο νομοσχέδιο προβλέπονταν ότι η καλλιγραφία, η ιχνογραφία και η γυμναστική στη μέση εκπαίδευση θα διδάσκονταν από ειδικούς δασκάλους. Πράγμα που φαίνεται να είναι ρεαλιστικό γιατί τα μαθήματα αυτά υπήρξαν στο πρόγραμμα αλλά ποτέ δεν παρέχονταν"1.
Ακόμη στο νομοσχέδιο προβλέπονταν ότι «μαθηταί ετερόδοξοι ή αλλόθρησκοι διδάσκονται μεν τα μαθήματα του ιδίου δόγματος ή της ιδίας θρησκείας επιμέλεια του αυτών πατρός ή κηδεμόνος οφείλουσιν όμως κατά τας ενιαυσίους εξετάσεις να προσάγωσιν απόδειξιν του διδάσκοντος ταύτα» (13,16,78).
Ποσοστιαία οι «κύκλοι των μαθημάτων» στο Ελληνικό σχολείο και στο Γυμνάσιο στα νομοσχέδια του Γ. Α. Βακαλόπουλου παρουσιάζονται ως εξής:
Από τις παραπάνω κατατάξεις και τα ποσοστά διαπιστώνουμε ότι:
1. Τα Ελληνικά κατέχουν το 50% των ωρών στο Ελληνικό σχολείο και το 39,1% στο Γυμνάσιο. Στο Γυμνάσιο αν αθροίσουμε και τις ώρες των Λατινικών το ποσοστό διαμορφώνεται στο 49,1%, δηλαδή στο μισό περίπου των ωρών. Η πρόταση του Γ.Α. Βακαλόπουλου δεν διαφοροποιείται από το πρόγραμμα του 1836 και το πρόγραμμα του 1867. Μόνο εισάγει την έκθεση ιδεών στη Γ' τάξη του Ελληνικού σχολείου και στη Δ' τάξη του Γυμνασίου και τη θεματογραφία.
2. Τα μαθηματικά και οι φυσικές και φυσιογνωστικές επιστήμες στα νομοσχέδια του Γ. Α. Βακαλόπουλου κατέχουν το 20% των ωρών στο πρόγραμμα του Ελληνικού σχολείου και μειώνονται στο 17,4% στο πρόγραμμα του Γυμνασίου. Σε σχέση με τα προγράμματα του 1836 και του 1867 η πρόταση κινείται στα ίδια επίπεδα περίπου για το Γυμνάσιο, ενώ για το Ελληνικό σχολείο το 20% των ωρών είναι μεγαλύτερο από ότι προέβλεψαν τα προγράμματα αυτά.
3. Οι ώρες των θρησκευτικών είναι σε χαμηλότερο ποσοστό συγκριτικά με τα προγράμματα του 1836 και του 1867.
4. Τα Γαλλικά που κυριαρχούν ως «διεθνής γλώσσα»12 στην ανατολική μεσόγειο καταλαμβάνουν μεγάλο ποσοστό (ορών στα προγράμματα του 1836 και του 1867, αλλά και στα προγράμματα που ακολούθησαν (1884 και 1914). Και η πρόταση του Γ.Α. Βακαλόπουλου βρίσκεται στην ίδια κατεύθυνση και θα διδάσκονται μόνο στο Γυμνάσιο, αλλά σταθερά σε όλες τις τάξει;; του.
5. Στα μαθήματα που προτείνει ο Γ.Α. Βακαλόπουλος παρατηρούσε ορισμένες συνθέσεις: «Ιερά ιστορία (...) μετά γεωγραφίας». Οι συνθέσεις αυτές των μαθημάτων είναι συνηθισμένες στα προγράμματα του 19ου αιώνα και δεν μπορούν να εξηγηθούν με επιχειρήματα από τη διδακτική μεθοδολογία. Έχουν σχέση με τον εθνικισμό της εποχής αυτής που θέλει να διαμορφώσει τη συγκεκριμένη ταυτότητα του νεοελληνικού κράτους και με το μεγαλοϊδεατισμό που καλλιεργείται.
ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ. Το 1836 το Διάταγμα «περί βιβλιοπωλείου εν τη βασιλική
Τυπογραφία», όριζε ότι «δια να εισαχθή τρόπος ομοιόμορφος εις την διδασκαλίαν του λαού και να ευρίσκη ο καθείς στοιχειώδη βιβλία καλά και παραδείγματα της καλλιγραφίας και ιχνογραφίας πάντοτε πρόχειρα, εις τιμάς μετρίας και εις τας πραγματικός χρείας ωφέλιμα, διορίζομεν να συσταθή βιβλιοπωλείον (...). Όλα τα διδασκαλεία (σχολεία) του κράτους, και εξαιρέτως τα Ελληνικά και Κοινά σχολεία (...) να προβλέπωνται (προμηθεύονται) αδιακόπως κατά την αληθήν ανάγκην των με τοιαύτα βιβλία και παραδείγματα, τα οποία να μη εμπεριέχουν διδασκαλίας και γνώμας επιβλαβείς εις την θρησκείαν, ή εις την πολιτείαν, ή εις την ηθικήν και πνευματικήν του ανθρώπου ανάπτυξιν και εκπαίδευσιν, και όντα χρήσιμα εις τον σκοπόν μιας φρονίμου παιδαγωγίας να συντείνουν εις τας κοινάς και αναπόφευκτους δια το εξής χρείας της Ελλάδος και να επιταχύνωσι την εκπαίδευσιν του λαού δϊ ενός λεκτικού καθαρού και καλωπισμένου (...)».
Στο νομοθέτημα αυτό, εκτός από το γεγονός ότι διαγράφεται σαφώς ο ιδιεολογικός προσανατολισμός της εκπαιδευτικής πολιτικής, γίνεται φανερή η προσπάθεια άσκησης ελέγχου στο εκπαιδευτικό σύστημα μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια. Για διάφορους λόγους το Διάταγμα αυτό δεν υλοποιήθηκε και αντικαταστάθηκε δυο χρόνια αργότερα με το Βασιλικό Διάταγμα της 28ης 81838. Το 1859 (1/9/1859) με το Βασιλικό Διάταγμα «περί διαγωνίσματος προς συγγραφήν, προσφορωτέρων βιβλίο»ν δια τα δημοτικά σχολεία» ορίστηκε ότι προκηρύσσεται από το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ειδικός διαγωνισμός κάθε φορά. Σύντομα όμως ο νόμος έπεσε σε αδράνεια.
Το 1867 με το νόμο ΣΜΘ'(24 11 1867) προβλέπεται σύσταση επιτροπής για την κρίση των σχολικών βιβλίων, που και αυτός αδρανοποιείται. Ο νόμος ΣΜΘ' θα αποτελέσει, αργότερα, το 1882 τη βάση του νόμου ΑΜΒ' «περί των διδακτικών βιβλίων της τε δημοτικής και μέσης παιδείας».
Για την κατάσταση11 που επικρατούσε στα σχολικά εγχειρίδια ο Αντ. Βλάσης14 έγραφε: «Εάν ευαρεστηθή να ρίψει εν βλέμμα (κανείς) εις τα μέχρι τούδε εκδοθέντα βιβλία, άτινα συντάσσονται υπό κερδοσκοπικού μάλλον πνεύματος, και εισάγονται χάριν μόνον των προσώπων εις τα σχολεία, προς μεγίστην βλάβην της νεολαίας, αφού το περιεχόμενον αυτών μαθηταί ανωτέρων ίσως εκπαιδευτηρίου (βαθμίδων) δεν εννοούσιν».
Η πρόταση του Γ.Α. Βακαλόπουλου ήταν: «πάντα τα μαθήματα (για όλες τις βαθμίδες) θέλουσι διδάσκεσθαι κατά βιβλία κεκριμένα υπό των εποπτών ως κατάλληλα προς διδασκαλίαν και εγκεκριμένα υπό του Υπουργείου. Συγκαταλέγονται δ1 εν τοις διδακταίοις βιβλίοις και οι ιστορικοί και γεωγραφικοί πίνακες, αϊ ιχνογραφίαι, αϊ καλλιγραφίαι και παν άλλο έχον σχέσιν προς τα διδασκόμενα μαθήματα.» (9,12,78). Με την πρόταση του ο Γ.Α. Βακαλόπουλος ζητά την κατάργηση όλ(ον των βιβλίων που υπήρχαν και την επανάκρισή τους. (10,13,78). Η εφαρμογή της διάταξης αυτής θα ενίσχυε το ρόλο των εποπτών που θα έκαναν τις κρίσεις των βιβλίων, αφού το Υπουργείο «ουδέποτε δύναται να αναστείλη σύστασιν κεκριμένου υπό των εποπτών διδακτικού βιβλίου, θέλει συνιστά ως διδακτικόν το κατά την γνώμην των εποπτών σχετικώς καλλίτερον, αποκλειομένων ανυπερθέτως του λοιπού πάντων των άλλων» (10). Τα βιβλία αυτά - σύμφωνα με το νομοσχέδιο - θα ίσχυαν για μια πενταετία. Επίσης προβλέπονταν αυστηρές ποινές για τους εκπαιδευτικούς που θα χρησιμοποιούσαν μη εγκεκριμένα ή κλεψίτυπα βιβλία. Ο εκπαιδευτικός «καταδικάζεται ποινικώς, τιμωρείται με παύσιν και ουδέποτε επανέρχεται εις υπηρεσίαν». Διαπιστώνουμε πως και στην περίπτωση του νομοσχεδίου του Γ.Α. Βαπαλόπουλου, όπως και στα νομοθετήματα που προηγήθηκαν, ο κρατικός έλεγχος είναι παρών, αφού οι επόπτες διορίζονται από το Υπουργείο. Ο κρατικός έλεγχος δεν αμφισβητείται, αντίθετα αναζητούνται τρόποι για να ενισχυθεί και να διασφαλιστεί. Στις κατευθύνσεις αυτές κινείται και η πρόταση του Γ.Α. Βακαλόπουλου.
«ΠΡΟΤΥΠΟΝ ΣΧΟΛΕΙΟΝ». «Αντί ωφελείας, βλάβην προξενεί» έλεγε ο Κουμουνδούρος στην αγόρευση του στη Βουλή στις 2331864 στη συζήτηση για τα κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού στο δ' κεφάλαιο περί «προσωπικού (του) Διδασκαλείου». Το Διδασκαλείο με απόφαση της Βουλής καταργείται1 ", με απόληψη των σχετικών κονδυλίων. Η αρνητική λειτουργία του Διδασκαλείου, ιδιαίτερα την τελευταία περίοδο και παρ' όλες τις προσπάθειες που έγιναν την περίοδο 18551859 (Υπουργός: Χριστόπουλος), οδήγησε στη σχετική συζήτηση στη Βουλή και στο κλείσιμο του. Παρ' όλο ότι η Βουλή εκφράζει την ευχή για την ταχύτερη ριζική αναδιοργάνωση του, το Διδασκαλείο θα ανοίξει μετά από 14 χρόνια, το 1878. Όλο αυτό το διάστημα τα δημοτικά σχολεία θα στελεχόνονται με δασκάλους που είχαν πετύχει στις εξετάσεις μιας ειδικής επιτροπής"'.
Στα νομοσχέδια του Γ. Α. Βακαλόπουλου (Κεφ. Η', άρθρα 5665) προτείνεται η σύσταση στην Αθήνα "προτύπου σχολείου" «προς εντελή καταρτισμό παντός δημοδιδασκάλου». Το «πρότυπον σχολείον» θα είχε σκοπό την «θεωρητικήν και πρακτικήν διδασκαλίαν καν μεθόδων της παιδαγωγικής, της διδακτικής, της γυμναστικής και των μη διδασκομένων μεν εν τοις Γυμνασίοις μαθημάτων» και την διδασκαλία των μαθημάτων του δημοτικού σχολείου «εν εκτάσει και ακρίβεια».
Οι υποψήφιοι για το «πρότυπο σχολείο» θα έπρεπε να έχουν: Απολυτήριο Γυμνασίου ή «της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας αν ανήκωσιν εις το γυναικείον φύλον», να είναι 20 ετών και άνω για τα αγόρια και 18 ετών και άνω για τα κορίτσια, να έχουν «απόδειξιν ηθικού και ευσεβούς βίου, εκδιδομένη, υπό της εκκλησιαστικής αρχής του τόπου» και αρτιμελή σωματική κατάσταση. Από τους παραπάνω όρους προϋποθέσεις παρατηρούμε ότι προαπαιτείται η φοίτηση και στις δυο βαθμίδες της μέσης εκπαίδευσης. Δηλαδή το «πρότυπο σχολείο» του Γ.Α. Βακαλόπουλου είναι σχολείο μεταγυμνασιακό. Η πρόταση είναι σαφώς προχωρημένη για την εποχή που διατυπώνεται και για την κατάσταση που επικρατούσε στο χώρο μόρφωσης των δασκάλων. Η πρόταση του Γ. Α. Βακαλόπουλου θα βρει την υλοποίηση της μετά 64 χρόνια με την ίδρυση των Παιδαγωγικών Ακαδημιών το 1934. Ο νόμος Χθ'17 του 1878, με τον οποίο θα επανασυσταθεί το Διδασκαλείο, θα ορίσει ότι οι απόφοιτοι της α' και 6' τάξης του Γυμνασίου μπορούν να καταταχθούν στη α' και β' τάξη του Διδασκαλείου αντίστοιχα. Η εισαγωγή στο «πρότυπο σχολείο» της πρότασης του Γ. Α. Βακαλόπουλου θα γινόταν χωρίς εξετάσεις, όπως συνέβαινε και στο Πανεπιστήμιο και η διάρκεια της φοίτησης θα ήταν ετήσια (1.9 ως 30.7 του επομένου έτους). Δυνατότητα φοίτησης στο «πρότυπο σχολείο» θα είχαν και οι παλαιοί δάσκαλοι με μόνο προσόν την «πιστοποίησιν του Υπουργείου περί της αμέμπτου πολιτείας αυτών καθ' όλον τον χρονον της διδασκαλίας των». Στην πρόταση αυτή προβλέπονταν η προσάρτηση ενός δημοτικού σχολείου στο «πρότυπο» και διαβάθμιση των δασκάλων ανάλογα με την επίδοση τους. Δηλαδή: • Δάσκαλοι Γ' τάξης με «βαθμόν κάλλιστα».
• Δάσκαλοι Β' τάξης με βαθμό «λίαν καλώς».
• Δάσκαλοι Α' τάξης με βαθμό «καλώς».
Μπορούμε να υποθέσουμε πως ο Γ.Α. Βακαλόπουλος με την πρόταση του, πέρα από τον στόχο της για αρτιότερη μόρφωση των δασκάλων, θέλει να δώσει και μια άλλη κατεύθυνση σπουδών σε μεταγυμνασιακό επίπεδο, τη στιγμή που αυτή την περίοδο υπάρχει μια εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των μαθητών στα Γυμνάσια αλλά και στο Πανεπιστήμιο. Στο βαθμό που η πρόταση αυτή έβρισκε την υλοποίηση της μπορούμε να διατυπώσουμε την υπόθεση πως η προσέλευση των αποφοίτων του Γυμνασίου στο «πρότυπο σχολείο» θα ήταν περιορισμένη δεδομένου ότι η οικονομική και κοινωνική θέση των δασκάλων ήταν χαμηλή και η ιδεολογία της κοινωνικής ανόδου δια μέσου του σχολείου κυριαρχεί.
«ΠΕΡΙ ΛΥΚΕΙΩΝ». Ένα νέο τύπο σχολείου παρουσιάζει στην πρόταση του ο Γ.Α. Βακαλόπουλος. Είναι το Λύκειο που προτείνεται να λειτουργήσει «προς επιμελημένη εκπαίδευσιν και ανατροφήν των τε εντός και εκτός του Κράτους παίδων των μη εχόντων προστασίαν πατρός ή εμβριθούς κηδεμόνας» (92). Στο Λύκειο θα «διδάσκονται επί διδάκτροις τα εν τοις Ελληνικοίς σχολείοις και Γυμνασίοις διδασκόμενα μαθήματα, έτι δε η διπλογραφία, η εφηρμοσμένη εις τας τέχνας χημεία και φυσική, το εμπορικόν δίκαιον (...)» (92). Εκτός από τα δίδακτρα που θα καταβάλλονταν «το δημόσιον καταβάλλει ωσαύτως και πάσας τας αναγκαίας δαπανάς εις κατοικίαν, τροφήν, ιματισμόν, θεραπείαν, θέρμανσιν κ.τ.λ. των ενδιαφερομένων» (94). Ο τύπος αυτός του σχολείου, που εισηγείται ο Γ.Α. Βακαλόπουλος, είναι ένα είδος επαγγελματικού σχολείου, σκοπός είναι η επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων του, που θα ήταν γόνοι κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Γι αυτό άλλωστε και προβλέπονται ρυθμίσεις ελαστικές για την καταβολή των διδάκτρων. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί το Λύκειο ένα άλλο εκπαιδευτικό δίκτυο, επαγγελματικής κατεύθυνσης. Το μοναδικό δίκτυο, θεωρητικής - κλασικής κατεύθυνσης με μοναδική διέξοδο το πανεπιστήμιο δεν αμφισβητήθηκε, παρά τις επισημάνσεις που έγιναν και μάλιστα σε τόνο οξύ18. Το Λύκειο που προτείνει ο Γ.Α. Βακαλόπουλος θα ήταν ένα ίδρυμα «φιλανθρωπικού» χαρακτήρα, όπως το ορφανοτροφείο της Αίγινας στα χρόνια του Ι. Καποδίστρια.
ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Πρόβλεψη για τα ιδιωτικά σχολεία υπάρχει στο διάταγμα του 183419. Τα ιδιωτικά σχολεία είχαν «την υπερτάτην εποπτείαν της Κυβερνήσεως και των διαφόρων επιθεωρητικών επιτροπών (...) ως και τα λοιπά δημοτικά σχολεία» και έπρεπε να ακολουθούν «τας γενικάς περί σχολείων διατάξεις και οδηγίας». Ανάλογες είναι και οι προβλέψεις του διατάγματος του 18362 " για τη μέση εκπαίδευση. Η προβλεπόμενη επιτήρηση και εποπτεία φαίνεται να μην ασκήθηκε ποτέ και τα ιδιωτικά σχολεία να λειτούργησαν «ανενόχλητα» σύμφορα με τους σκοπούς των ιδρυτών τους. Ο πολλαπλασιασμός των αυθαιρεσιών και η διάχυτη ανησυχία οδηγούν το υπουργείο σε συστατικές εγκυκλίους21 και διατυπώσεις στις εκθέσεις" των υπουργών αυστηρές για τα ιδιωτικά σχολεία. Την εποχή αυτή υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ιδιωτικών σχολείων, και λόγω της «παραλυσίας» που επικρατεί στη δημόσια εκπαίδευση και λόγω της τάσης των γονέων να αποφεύγουν τα δημόσια σχολεία. Ενδεικτικά της ανάπτυξης της ιδιωτικής εκπαίδευσης είναι τα ακόλουθα στοιχεία23.
Από τα στατιστικά στοιχεία προκύπτει ότι: στο τέλος της 8ης δεκαετίας το 14% των μαθητών όλων των βαθμίδων φοιτούσε σε ιδιωτικά σχολεία και το 17% των σχολείων ήταν ιδιωτικά.
Στο σχέδιο νόμου του ο Γ.Α. Βακαλόπουλος (Κεφ. 12'. 99107) επαναφέρει προηγούμενες διατάξεις και προτείνει τα «ιδιωτικά εκπαιδευτήρια επιβλαβή μεν εις την ηθικήν και θρησκευτικήν των εμπεπιστευομένων αυτοίς ανατροφήν ή εις την υγείαν αυτών, ή εις το δημόσιον συμφέρον, μη διορθούμενα δε εκ των παραινέσεων των αρμοδίων αρχών, ταύτα μεν αποβάλλουσι την άδειαν της συστάσεως και κλείονται, οι δε διευθυνταί και οι διδάσκοντες εν αυτοίς καταδιώκονται» (103). Η επιμονή του Γ.Α. Βακαλόπουλου στη θρησκευτική αγωγή είναι εξηγήσιμη. Η ίδρυση και λειτουργία σχολείων από τις ξένες ιεραποστολές, οι καταγγελίες για διοχέτευση θρησκευτικών τάσεων με φανατισμό και η συνακόλουθη αντίδραση της συντηρητικής εκκλησίας και σημαντικής μερίδας του τύπους4, υποχρέωνε σε τέτοιου είδους διατυπώσεις και μέτρα.
Τα νομοσχέδια του Γ.Α. Βακαλόπουλου δεν μπορούμε να πούμε ότι αποτελούν την ολική ή μερική συμπύκνωση των λιγοστών προτάσεων για αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος σε αστική κατεύθυνση. Μπορούμε όμως να υποστηρίξουμε ότι οι προτάσεις που διατύπωσε ο Γ.Α. Βακαλόπουλος στόχευαν να αποκαταστήσουν τα αντιλειτουργικά ή νεκρά σημεία του εκπαιδευτικού συστήματος. Με τις προτάσεις που διατυπώνει ο Γ.Α. Βακαλόπουλος (π.χ. νηπιαγωγεία, εισαγωγή της συνδιδακτικής. «πρότυπο σχολείο») προσπαθεί να δώσει λύσεις σε προβλήματα που είχαν επισημανθεί και να νομιμοποιήσει και ελέγξει καταστάσεις που είχαν παγιωθεί. Στα νομοσχέδια δεν αμφισβητείται ο προσανατολισμός της εκπαίδευσης, όπως αυτός διαμορφώθηκε με τους ιδρυτικούς νόμους. Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι στα νομοσχέδια του Γ.Α. Βακαλόπουλου διαπιστώνουμε την πρόθεση για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη και συστηματικότερη παρέμβαση του κράτους και άσκηση ελέγχου μέσα από συγκεντρωτικές μορφές οργάνωσης και διοίκησης του εκπαιδευτικού συστήματος. Η εξήγηση αυτής της τάσης μπορεί να αναζητηθεί σε δυο κατευθύνσεις:
1. Στην αποκατάσταση του κύρους του αρμόδιου υπουργείου και γενικότερα του κρατικού μηχανισμού.
2. Η επερχόμενη αστική άνοδος επιτάσσει την ενίσχυση του κρατικού μηχανισμού, την συγκεντρωτικότητά του και την ενίσχυση του παρεμβατικού του ρόλου. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο θα λειτουργήσει και η εκπαίδευση.
Σημειώσεις
1.. Εφημέριε των φιλομαθών. Φιλολογική και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως. Αριθ. 752, 753 και 754, Νοέμβριος 1870, έτος ΙΗ', σελ. 2191 κ.εξ.
2. Σε παρένθεση είναι ο αριθμός του άρθρον.
3.. Το πρωσικό σχέδιο νόμου «μεταφρασθέν εκ του Γερμανικού, κατά παραγγελίαν του Υπουργείου της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, υπό του καθηγητού κ. Κ. Πορφυρόπουλου» δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Φιλομαθών, Αριθ. 755. 756 και 757. 30 Νοεμβρίου 1870, έτος ΙΗ'.
4. Δημαράς Αλ.. Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε. Αθήνα 1973. Ερμής, τομ. Α', σελ. 60 (τεκμ. 20).
5. Δημαράς Αλ., όπ.παρ., σελ. 63 (τεκμ. 20).
6. Λέφας Χ., λημ. Εκπαίδευσκ. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. 10ος, σελ. 314.
7. Γληνός Δ.. Ένας άταφος νεκρός. Μελέτες για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, Αθήνα 1925, σελ. 131.'
8.. Κατά καιρούς από το υπουργείο εκδίδονταν διάφορες εγκύκλιοι για την κατανομή της ύλης (π.χ. Εγκύκλιος 11498 20111854, Συλλογή Βενθύλου. τομ. Α', σελ. 154159).
9. Για την αλληλοδιδακτική μέθοδο βλέπε:
- Δημαράς Αλ., όπ.παρ., τομ. Α', σελ. λα' κ.εξ.
- Παπαδημητρίου Σ.Ν.. Ιστορία του Δημοτικού μας Σχολείου. Μέρος Α' (18341895), Αθήνα 1950 σελ. 33 κ.ες.
- Kipper P., Ιστορία της εν Ελλάδι Δημοτικής Εκπαιδεύσεως. Εν Αθήναις 1906. σελ. 57 κ.εξ., 64.6768.
- Χρηστίδη Α.. Περί της εν Κωνσταντινοπόλει πρωτοβαθμίου Παιβεύσεως. Εν Αθήναις 1904, σελ. 9 κ.εξ.
- Χασιώτης Γ.. Η παρ' ημίν δημοτική παίδευσις από της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι σήμερον, στο περ. Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος. τ.Η' (1874), σελ. 96 κ.εξ.
- Αμαριώτου Μ.. Ιω. Π. Κοκκώνης. Ο πρώτος μας Παιδαγωγός, Αθήνα 1937, σελ. 24 κ.εξ., 80 κ.εξ.
- Παπαγεωργίου Β.. Η αλληλοδιδακτική μέθοδος και η εισαγωγή της εις την Ελλάδα, στην Επετηρίδα Δημοτικής Εκπαιδεύσεως 1932. έτος Α', σελ. 286291.
10. Τσουκαλάς Κ.. Εξάρτηση και Αναπαραγωγή. Ο κοινωτικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (18301922). Εκδ. θεμέλιο, Αθήνα. σελ. 556. υποσημείωση ***.
11. Τζουμελέας Σ.Γ. - Παναγόπουλος Π.Δ.. Η εκπαίδευση μας στα τελευταία εκατό χρόνια. Αθήνα 1933. σελ. 7680.
- Δημαράς Αλ., όπ.παρ., τομ. Α', σελ. 206'(τεκμ. 56). σελ. 255 (τεκμ. 76).
- Τσουκαλάς Κ., όπ.παρ., σελ. 555.
12. Τσουκαλάς Κ., όπ.παρ., σελ. 556.
13. Χασιώτης Γ., όπ.παρ., σελ. 115 κ.εξ.
14. Βλάσης Αντ., Σκέψεις περί βελτιώσεως της εν Ελλάδι εκπαιδεύσεως, Αθήνα 1880, σελ. 31.
15. Δημαράς Αλ., όπ.παρ. σελ. 184 (τεκμ. 50δ), σελ. 189 (τεκμ. 50ε).
16.. Οδηγίαι προς τας επιτροπάς περί του τρόπου των εξετάσεων των δημοδιδασκάλων. Απόφαση του υπουργού, αριθ. πρωτ. 3618 15.5.1868.
17.. Νόμος Χθ', περί συστάσεως Διδασκαλείου εν Αθήνας, (11.1.1878).
18.. Έκθεση Υπουργού Χ. Χριστόπουλου 1857, σελ. 28 κ.εξ.
- Φατσέας Α., Σκέψεις επί της δημοσίας και ιδιωτικής εκπαιδεύσεως των νέων Ελλήνων, Μέρος Α' Εν Λαμία 1856, Μέρος Β' Αθήνησι 1856.
19.. Άρθρο 63 του διατάγματος του 1834.
20.. Άρθρα 4263 του διατάγματος του 1836.
21.. Εγκύκλιοι 1591871, 1191873, 431876, 1281877.
22.. Έκθεση υπουργού Χ. Χριστόπουλου 18551856.
- Έκθεση υπουργού Δ. Δρόσου 1866.
23.. Ζούζουλα - Καραγιαννάκου Α. - Μπακουλα Α., Η διείσδυση της ιδιωτικής Εκπαίδευσης στη ζωή του τόπου μας, Αθήνα 1985 (Αδημοσίευτη μελέτη).
24.. Ενδεικτικά βλέπε την στάση της εφημερίδας «Αιών» κατά των προτεσταντικών σχολείων.
5. Νομοσχέδιο του Ι. Βαλασόπουλου (1874)
Οι επισημάνσεις για την ανάγκη εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης πολλαπλασιάζονται. Η έκθεση της επιτροπής του «Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» (1873) περιγράφει την «παραλυσίαν» των εκπαιδευτικών πραγμάτων και προχωρεί σε προτάσεις1. Την ίδια χρονιά στην Παγκόσμια Έκθεση της Βιέννης, στο Εκπαιδευτικό Τμήμα «η των φώτων εστία αυτοκαλούμενη Ελλάς, μεθ' όλα τα γυμνάσια και το Πανεπιστήμιον της, ουδέ ενός μόνον κατωτάτου βραβείου ηξιώθη»2.
Ένα χρόνο πριν ο Δ. Μαυροκορδάτος3 κυκλοφορεί προεκλογικό φυλλάδιο με τον τίτλο «Υπομνημάτων περί Εκπαιδεύσεως του Λαού»4. Το φυλλάδιο αυτό θα κινήσει «το ενδιαφέρον πολλών οίτινες ήδη προς την δημοτικήν παίδευσιν την προσοχήν αυτών στρέψαντες τελείαν αναδιοργάνωσιν των δημοτικών σχολείων ζητούσιν»\ Αποτελεί ένδειξη της σημασίας που είχε πάρει το εκπαιδευτικό πρόβλημα μιας και οι προεκλογικές αναφορές και οι διακηρύξεις πολιτικών σχημάτων και κυβερνήσεων για τα εκπαιδευτικά σπανίζουν. Κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε στο «Υπομνημάτιο» αυτό γιατί είναι χαρακτηριστικό των αντιλήψεων που επικρατούν σ' ένα μεγάλο μέρος των λογίων, αλλά και γιατί το επικαλείται ο Ι. Βαλασόπουλος στην Εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου του προκειμένου να στηρίξει τις προτάσεις του.
Οι μεταρρυθμίσεις που προτείνει ο Δ. Μαυροκορδάτος είναι οι ακόλουθες:
1. Κατάργηση της αλληλοδιδακτικής και εισαγωγή της συνδιδακτικής6.
2. Εισαγωγή της αναλυτικοσυνθετικής μεθόδου για την ανάγνωση και τη γραφή7.
3. Εισαγωγή στη δημοτική εκπαίδευση της φωνητικής μουσικής και της γυμναστικής8.
4. Στροφή στη θρησκευτική και ηθική αγωγή που θα «απορρέη αφ' όλης της εν τοις σχολείοις διδασκαλίας»9.
5. Να συγχωνευτούν τα δημοτικά και τα ελληνικά σχολεία και να αποκτήσουν «αυτοτελή χαρακτήρα»10.
6.. Να εισαχθεί στο δημοτικό σχολείο η γραμματική της «νεωτέρας γλώσσης». Ο Δ. Μαυροκορδάτος για την πρόταση αυτή σημειώνει: «Γλώσσα εις τον λαόν δεν παραχωρείται δια ψηφίσματος ή βασιλικού διατάγματος, δεν δημιουργείται δϊ επιβολής αήθων γραμματικών τύπων ουχί μαγική ράβδω μεταμορφούται αλλά πολυχρονίω και συντόνω εργασίας κατά μικρόν μεταβάλλεται, βελτιούται και αναπτύσσεται πάσα εν χρήσει γλώσσα. Ας διδάξωμεν τους παίδας ημών εν τοις δημοτικοίς σχολείοις κατά την εν αυτοίς εξαετή διδασκαλίαν την νεωτέραν γλώσσαν (...)»".
7. Να οικοδομηθούν κατάλληλα κτίρια για τα δημοτικά σχολεία12.
8. Η φοίτηση να είναι υποχρεωτική από τα 6 ως τα 12 χρόνια και για τα δύο φύλα13.
9.. Να συσταθούν κατάλληλες βιβλιοθήκες του λαού «παρ' εκάστω δημοτικώ σχολείω. Τα βιβλία να δανείζονται ανάπαν Σάββατον εις τους μαθητάς και εις πάντας του δημότας»14.
10. Να ιδρυθούν «δημοδιδασκαλεία» για τη μόρφωση δασκάλων, με βάση τα Γερμανικά διδασκαλεία15.
Μια πρωτόγνωρη και ριζοσπαστική πρόταση του Δ. Μαυροκορδάτου είναι η κατάργηση της θέσης του υπουργού εκκλησιαστικών και δημοσίας εκπαιδεύσεως και η αντικατάσταση της από πενταμελή επιτροπή που θα εκλέγεται από τη βουλή με απόλυτη πλειοψηφία16. Πρόταση που εκφράζει την αντίληψη των ανερχόμενων αστικών στρωμάτων, ότι η εκπαίδευση είναι εθνική και χρειάζεται τη συγκατάθεση όλων των πολιτικών δυνάμεων.
Μια δεύτερη ριζοσπαστική πρόταση του Δ. Μαυροκορδάτου είναι αυτή που ζητά αύξηση του προϋπολογισμού του υπουργείου (...) δημοσίας εκπαιδεύσεως κατά 1.000.00017 δραχμές που θα αφαιρεθεί από τον προϋπολογισμό των υπουργείων στρατιωτικών και ναυτικών και. θα χρησιμοποιηθεί «εις βελτίωσιν το.υ κατωτέρου κλήρου και της δημοτικής εκπαιδεύσεως»1". Την ίδια πρόταση θα επαναλάβει δυο χρόνια αργότερα (1874) ο Μ. Βρατσάνος στον «Ελληνικό Διδασκαλικό Σύλλογο»19. Παρ' όλες τις «προοδευτικές» του προτάσεις, ο Δ. Μαυροκορδάτος θα διακηρύσσει20 ότι «επιτέλους ανάγκη έσεσται να πεισθώμεν πάντες, ότι μιαν μόνην αλλά και βεβαίαν έχομεν σωτηρίαν, την εκπαίδευσιν, ήγουν την θρησκευτικήν και ηθικήν των πολιτών ανατροφήν»21.
Στις 17 Νοεμβρίου 1874 ο υπουργός εκκλησιαστικών και δημοσίας εκπαιδεύσεως Ι. Βαλασόπουλος22 κατέθεσε στη Βουλή νομοσχέδιο «περί των εφημερίων του κράτους και περί δημοδιδασκάλων23». Η πρόταση του Ι. Βαλασόπουλου είναι να αναλάβει ο κλήρος την ευθύνη για τη λειτουργία των δημοτικών σχολείων.
Στην εισηγητική του έκθεση ο Ι. Βαλασόπουλος για να υποστηρίξει την πρόταση του γράφει: «Μετά της κοινωνίας του ανθρώπου βαδίζει η θρησκεία· είναι αδύνατον να ύπαρξη κοινωνία, άνευ θρησκείας. Η ιδέα αύτη η τοσούτον υποχρεωτική, δια τον άνθρωπον, εκαλλιεργήθη καθ' απαντάς τους αιώνας, αλλ' υπό διαφόρους τύπους τελειότητας η δε υπεροχή της θρησκείας συμπαρομαρτεί τη υπεροχή του Έθνους. Τα έθνη εκείνα προώδευσαν και ευημέρησαν, τα οποία εκαλλιέργησαν πλειότερον την θρησκείαν (...). Η χριστιανική θρησκεία ήτο το κολοσσιαίον έργον, το οποίον η Ελλάς, καίτοι πεπτωκυία, ανήγειρε τη ανθρωπότητι (...). Η εκκλησία υπήρξεν η κιβωτός, εν ή η Ελλάς εναποταμίευσεν παν ό,τι είχε πολύτιμον, τον νοούν και την ελευθερίαν της (...). Ο Ελληνικός κλήρος ήτον ο ηγούμενος των αγαθών πράξεων και των ελευθέρων ιδεών (...) ήτον ο σημαιοφόρος του ιερού αγώνος. Άνευ του κλήρου η ελευθερία των Ελλήνων ήτο προβληματική αν όχι ακατόρθωτος». Στην περιγραφή της κατάστασης της εκπαίδευσης, ο Ι. Βαλασόπουλος, θα επιμείνει στην ποσοτική και οικονομική πλευρά. Άλλωστε το ζήτημα των δαπανών αποτελεί ένα από τα βασικά επιχειρήματα για την πρόταση του. «Καίτοι δε ηύξησεν ο αριθμός των δημοτικών σχολείων - γράφει ο Ι. Βαλασόπουλος - η εκπαίδευσις όμως του λαού δε εξετάθη, ως απαιτείται, εις όλον το Κράτος, η δε λειτουργούσα είναι φθίνουσα, εις βεβαίαν καταστροφήν αίτια δε της ταύτης καταστάσεως είναι:»
- η ανάμιξη των δασκάλων στην πολιτική,
- οι πολιτικές καταδιώξεις εις βάρος των δασκάλων,
- η μικρή αμοιβή που δεν ελκύει «δραστήριους και ευφυείς, οίτινες τρέπονται εις επικερδέστερα έργα».
Στις «αιτίες» αυτές προστίθενται: η κατάργηση της επιθεώρησης, αφού οι επιθεωρητές ήταν άμισθοι για το έργο αυτό και η έλλειψη σχολής μόρφωσης δασκάλων.
Ο Ι. Βαλασόπουλος υποστήριζε ότι «η οικονομία του νόμου τούτου, δια της αναθέσεως της δημοτικής εκπαιδεύσεως εις τους εφημέριους, αίρει τα αίτια της καχεξίας των δύο τούτων κλάδων, των επισπώντων δικαίως την μέριμναν παντός πολίτου ευφρονούντος, και πάσης κυβερνήσεως, μεριμνώσης περί της ευημερίας και της προόδου των διοικούμενων». Και καταλήγει: «Η διδασκαλία λοιπόν των πρεσβυτέρων λύει το ζήτημα της μισθοδοσίας του κλήρου και της μονιμοποιήσεως του δημοδιδασκάλου, η δε σύστασις του προτύπου και αϊ περί της αυστηρότητας των εξετάσεων ληφθείσαι εγγυήσεις θέλουν παράσχει όμιλον διδασκάλων γιγνωσκόντων το καθήκον. Τέλος η έμμισθος επιθεώρησις των σχολείων θέλει δώσει πέρας εις την παρούσαν κακήν κατάστασιν, δια της αυστηρός τιμωρίας των παραβαινόντων τα νενομισμένα».
Τα άρθρα του νομοσχεδίου του Ι. Βαλασόπουλου που υλοποιούν τις παραπάνω αντιλήψεις είναι τα ακόλουθα:
• «Ουδείς χειροτονείται ιερεύς, εν μεν πρωτευούση επαρχίας ή δήμου ή εν χωρίω, εάν μη φέρη πτυχίον ή της εν τω Εθνικώ Πανεπιστήμιο), ή της εν τη πρώην Ιονίω Ακαδημίας24 θεολογικής σχολής, ή αποφοιτήριον της εν Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής25, ή του πρώην εν Κέρκυρα Ιεροσπουδαστηρίου ή της εν Χαλκίδι θεολογικής σχολής»26.
• «Λαϊκός δεν δύναται να αντικαταστήση δημοδιδάσκαλον ιερέα· ιερεύς δε, άμα χειροτονηθείς καταλαμβάνει την θέσιν του λαϊκού δημοδιόασκάλου»27.
• Για να γίνει ένας δάσκαλος (και να χειροτονηθεί) Α' τάξης απαιτείται απολυτήριο Γυμνασίου, δάσκαλος Β' τάξης απαιτείται αποδεικτικό φοίτησης των τριών γυμνασιακών τάξεων, δάσκαλος Γ' τάξης απαιτείται αποδεικτικό φοίτησης των δυο γυμνασιακών τάξεων. Για όλες τις κατηγορίες δασκάλων προαπαιτείται εξαμηνιαία φοίτηση στο «πρότυπο σχολείο»28.
• «Συνιστάται εν τη πρωτευούση του Κράτους πρότυπον σχολείον διδάσκονται δ' εν τούτω τα εξής μαθήματα: α) Γραμμική Ιχνογραφία, 6) Γεωπονία, γ) Γυμναστική, δ) Υγιεινή, ε) Φωνητική μουσική, ζ) Στοιχεία φυσικής ιστορίας καϊ ζ) Παιδαγωγική, διδακτική ο οδηγός και ο περί δημοτικών σχολείων νόμος»29.
• «Τα δίδακτρα καταργούνται· αντί δε τούτων λαμβάνουν εκ του αρμοδίου δημοτικού ταμείου (το μισθό τους)3". Τοις δημοδιδασκάλοις ου μόνον απαγορεύεται του να λαμβάνωσι μέρος εις τας εκλογάς, δημοτικάς τε και βουλευτικός, είτε ως μέλη εφορευτικής επιτροπής, είτε ως σφαιριοδόται, αλλ' ουδέ να παρευρίσκονται εις τον τόπον της εκλογής»31.
• Για τους επιθεωρητές στο νομοσχέδιο προβλέπονταν ότι «περιέρχωνται και επιθεωρώσιν άπαξ τουλάχιστον του ενιαυτού τα εν τη εαυτών περιφέρεια δημοτικά σχολεία· να δίδωσιν τας αναγκαίας οδηγίας εις τε τους δασκάλους και τας εφορευτικά επίτροπος, επαρχιακός τε και δημοτικά' να υποβάλωσι τακτικώς τας εκθέσεις των εις το επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Υπουργείον, προτείνοντες και ό,τι μέτρον κρίνουσι κατάλληλον προς διόρθωσιν των τυχόν υπαρχουσών ελλείψεων των δημοτικών σχολείου. Προς δε τούτοις προτείνουσιν εκάστοτε και τας πειθαρχικός ποινάς κατά των δημοδιδασκάλων, των ολιγωρούντων το εαυτόν καθήκον»32.
Διαπιστώνουμε ότι στο νομοσχέδιο του Βαλασόπουλου δεν θίγονται ζητήματα σχετικά με το σχολικό δίκτυο, τα προγράμματα, τα σχολικά βιβλία, τη διοικητική οργάνωση του εκπαιδευτικού μηχανισμού, το εξεταστικό σύστημα. Ακόμη ο συντακτής του αποφεύγει να διατυπώσει ρητά και το σκοπό του δημοτικού σχολείου που είναι σαφής στην εισηγητική του έκθεση. Ο προσανατολισμός του δημοτικού σχολείου, που στην εισηγητική έκθεση καταγράφεται, αφήνεται να υλοποιηθεί με τη «χειροτονία» των ιερέων σε δασκάλους.
Το «νέο» στοιχείο στο νομοσχέδιο είναι ο περιορισμός των πολιτικών δικαιωμάτων των δασκάλων. Τις απαγορεύσεις που προβλέπει τις θεωρεί αναγκαίες, γιατί επιφέρουν την αδράνεια και διώξεις στο δάσκαλο. Οι διατάξεις αυτές θα επανέλθουν και θα θεσμοθετηθούν και είναι γνωστές ως «πνεύμα και γράμμα» σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Το νομοσχέδιο του Βαλασόπουλου δεν ήρθε «ξαφνικά». Τα δημοσιεύματα με παρόμοιες απόψεις είναι συχνά33. Ενδεικτικό είναι το έγγραφο της Ιεράς Συνόδου στον «Ελληνικό Διδασκαλικό Σύλλογο» στις 2521874. «(...) Ως κοινώς ωμολόγηται, εκείνη μόνο η παιδεία είναι γόνιμος και προαγωγός πολλών αγαθών, ήτις τον μεν φόβον του θεού εξεγείρει, την δε προς τον πλησίον αγάπην ζωογονεί, τα δε λοιπός αρετάς ας το ιερόν Ευαγγέλιον δια της Εκκλησίας ανακηρύττει, καθ' εκάστην ημέραν προάγεϊ δια τούτο το έργον της εκπαιδεύσεως, μάλιστα της του λαού, ουδενί άλλως αρμόζει ή τοις ιερεύσιν»34.
Στην επίθεση πρόκληση της Ιεράς Συνόδου, ο «Ελληνικός Διδασκαλικός Σύλλογος απαντά: «Επειδή η προτεινόμενη βελτίωσις δύναται μεν να ωφελήση την ανατροφήν του Ελληνικού λαού δεν είναι όμως απίθανον και να βλάψη αυτήν (...). Οι Έλληνες διδάσκαλοι δύνανται κρείττον παντός άλλου να αποφανθώσι περί του εθνικού τούτου ζητήματος, επειδή έχουσι δεδομένα, όπως υπολογίσωσι πάσας τας συνεπείας, αίτινες ήθελον προέλθει εκ της τοιαύτης μεταρρυθμίσεως της δημοτικής ημών παιδεύσεως3·"1». Ο "διάλογος" αυτός συνεχίστηκε μεταξύ του «Ελληνικού Διδασκαλικού Συλλόγου» και του Παν. Ρομπότη, πρύτανη του Πανεπιστημίου και Ιερωμένου36.
Το νομοσχέδιο του Βαλασόπουλου φαίνεται να αποτέλεσε καρπό μιας ευρύτερης και μακροχρόνιας διαδικασίας. Και ούτε βέβαια είναι τυχαίο ότι μ' αυτό ταυτίζεται η Ιερά Σύνοδος. Το 1868 με πρωτοβουλία του Δ. Βούλγαρη συγκροτείται επιτροπή «ίνα εξέταση το ζήτημα του κλήρου». Την επιτροπή αποτέλεσαν οι: Π. Ρομπότης, καθηγητής της θεολογίας, ο Αρχιεπίσκοπος Σύρου και Τήνου Αλέξανδρος, ο Επίσκοπος Ιθάκης Γαβριήλ, Π. Καλλιγάς, καθηγητής νομικών και Δ. Λεβίδης, πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Παρ' όλο ότι η επιτροπή κατέληξε αποκλειστικά σ' ένα νομοσχέδιο για τη μισθοδοσία του κλήρου (που ποτέ δεν ψηφίστηκε), φαίνεται όμως ότι την απασχόλησε και το θέμα της εκπαίδευσης. Το θέμα της υπαγωγής της βασικής εκπαίδευσης στην εκκλησία είχε θέσει από το 1864 ο δουλευτής, τότε, Βαλασόπουλος σ' ένα ψήφισμα (1611864). Ο ίδιος στην εισηγητική έκθεση υποστηρίζει ότι «πολλάκις δε συνέβη ν' αναπτύξω αυτήν εις πολιτικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους».
Η αντίθεση στο νομοσχέδιο φαίνεται πως ήταν ισχυρή, πράγμα που υποχρέωσε τον υπουργό να απαντήσει σε διάφορα επιχειρήματα στην εισηγητική του έκθεση. Ο Βαλασόπουλος υποστήριξε ότι «δια του συστήματος τούτου επανέρχεται ίσως μεσαίων, δια δε της μονιμότητας οι δημοδιδάσκαλοι κατασταθήσονται οκνηροί ασυμβίβαστος δε είναι η συγχώνευσις των δύω επαγγελμάτων, επειδή τα καθήκοντα αμφοτέρων είναι υψηλά και διάφορα1 τέλος υποστηρίζεται η ιεροκρατία εις την Ελλάδαν, αφού πανταχόθεν κατεβλήθη, και αφηρέθη από των ιερέων η εκπαίδευσις, επειδή εις χείρας αυτών μένει στάσιμος, ενώ εις χείρας λαϊκών διδασκάλων εποιήσατο τοσαύτας προόδους. Και τω όντι, πριν υποβάλω τον παρόντα νόμον, και ανέγνων και ήκουσα τοιαύτα επιχειρήματα· αλλά ταύτα φαίνονται μεν σπουδαία, δεν είναι όμως ουσιωδώς βάσιμα· έκρινα δε χρέος μου ν' ανασκευάσω ταύτα, δια να μη αφήσω τον ελάχιστον δισταγμόν περί της επιτυχίας του έργου και περί της μεγάλης αυτού ωφελείας» (...) Η ανάθεσις της δημοτικής εκπαιδεύσεως εις τον κλήρον δεν είναι καινοφανές τι· από αμνημονεύτων χρόνων οι ιερείς ήσαν οι γραμματοφύλλακες πάντων των εθνών, ου μόνον κατά τα πρώτα αυτών βήματα, αλλά και εν τη αναπτύξει και ακμή των (...). Σήμερον δύναται να έχωσι κοσμικούς διδασκάλους, εφάμιλλους ή και κρείττονας· αλλά προ δεκαετηρίδων τινών και ουχί προ αιώνων την εις την πρόοδον ώθησιν έδιδε κατά το πλείστον ο κλήρος (...). Ανάγκη λοιπόν ν' αρχίσωμεν και ημείς όθεν ήρχισαν και άλλοι (...). Ουδόλως λοιπόν νεωτερίζομεν έως ου δε φθάση το Έθνος εις την ακμήν, και τούτο απαιτεί χρόνου παρέλευσιν, μακρού ή οραχέως, κατά τας περιστάσεις, ανάγκη αναθέσωμεν εις τον κλήρον την δημοτικήν εκπαίδευσιν δια να βελτιώσωμεν αμφότερους τους κλάδους».
Κριτική στο νομοσχέδιο του Βαλασόπουλου ασκεί και ο «Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος» της Κωνσταντινούπολης, με γλώσσα διπλωματική. Η κριτική του εντοπίζεται στο οικονομικό κριτήριο που παρουσιάζεται στην εισηγητική έκθεση και στη διαφωνία που έχουν εκφράσει διάφοροι Σύλλογοι. «Ο νυν υπουργός της παιδείας Βαλασόπουλος όστις δεικνύει αξιέπαινον φροντίδα προς βελτίωσιν της καθ' όλου εν Ελλάδι Παιδείας - γράφει ο Γ. Χασιώτης - παρασκεύασεν νομοσχέδιον και περί της δημοτικής εκπαιδεύσεως ανατιθέμενος αυτήν εις τον κλήρον επειδή δε και πάλιν οικονομικοί λόγοι εισίν οι διήκοντες δια του νέου τούτου νομοσχεδίου, εν ουδενός δε σχεδόν μοίρα ετέθη το του λαού πραγματικόν συμφέρον αδυνατούμεν να πιστεύσωμεν ότι Βουλή Ελληνική θέλει αποδεχθή το ου πολύ τις άλλως αρμοττόμενον ταις παιδαγωγικαίς αξιώσεσι των εν Ελλάδι λογίων»37. Για να παραπέμψει, ο Γ. Χασιώτης, στα πρακτικά της Ειδικής Γενικής Συνέλευσης του «Ελληνικού Διδασκαλικού Συλλόγου»38, υιοθετώντας προφανώς τις απόψεις του. Και να προσθέσει ότι καμιά πρωτοβουλία δεν θα ευδοκιμήσει «αν η μεν της Ελλάδος κυβέρνησις, μη αναλάοη σπουδαίως τη συνεννοήσει του τε προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων συλλόγου και του διδασκαλικού την σύνταξιν νομοσχεδίου περί της δημοτικής παιδείας και μετά την υπό της Βουλής επιψήφησιν τελείαν εφαρμογήν αυτού (...)»3Ι).
Ο Βαλασόπουλος για να ενισχύσει την πρόταση του, αλλά και για να εξασφαλίσει και κάποιες συμμαχίες, απαραίτητες απέναντι στην αντίθεση του «Διδασκαλικού Συλλόγου», επικαλείται παλαιότερο νομοσχέδιο, όπου προβλεπόταν «υποχρεωτικήν εις τον κλήρον την διδασκαλίαν των παίδων»40, επικαλείται τον καθηγητή Ν. Σαρίπολο, αλλά και τον Δ. Μαυροκορδάτο που «εσκέπτετο τι περί τοιούτου μέτρου»41, και άλλους πολιτικούς, που δεν κατονομάζει.
Αν δούμε τι συμβαίνει στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη θα διαπιστώσουμε ότι στη Γαλλία από την εποχή του Ναπολέοντα η στοιχειώδης εκπαίδευση είναι σε μεγάλο βαθμό υπό την εποπτεία των θρησκευτικών σωματείων και αργότερα θα αναγνωριστεί ως δικαίωμα του κλήρου το έργο της διδασκαλίας, ως ένα από τα «λειτουργήματα» του. Πράγμα που σήμαινε υπαγωγή της εκπαίδευσης στην δικαιοδοσία του κλήρου. Αλλά και στην Αγγλία με τη συντακτική πράξη του 1870 γίνεται προσπάθεια συνύπαρξης και συντονισμού του κρατικού εκπαιδευτικού μηχανισμού και του εκπαιδευτικού έργου της εκκλησίας.
Τελικά το νομοσχέδιο αυτό δεν ψηφίστηκε. Η παρέμβαση τουι Διδασκαλικού Συλλόγου, αλλά και η γενικότερη κριτική που ασκήθηκε για το νομοσχέδιο, απέτρεψαν την προώθηση του. Άλλωστε η παραίτηση της κυβέρνησης Βούλγαρη (2741857) και η καταδίκη του Βαλασόπουλου σε υπόθεση «σιμωνίας» μηδένισε τα περιθώρια ψήφισης του.
Η ενεργή ανάμειξη της εκκλησίας στην εκπαίδευση, στην περίπτωση του νομοσχεδίου του Βαλασόπουλου, μπορεί να θεωρηθεί μια από τις κορυφαίες εκδηλώσεις της την περίοδο αυτή, που η θρησκευτική ροπή είναι έντονη και μόλις τότε αρχίζει να αμφισβητείται. Η ακύρωση αυτού του εγχειρήματος είναι σημαντική, γιατί στο βαθμό που το νομοσχέδιο έφτανε στη φάση της ψήφισης του στη βουλή, οι πιθανότητες να γίνει νόμος ήταν πολλές. Και αυτό γιατί οι κυβερνητικοί βουλευτές, σύμφωνα με τα εκλογικά αποτελέσματα της 23ης 61874 ήταν 92 με 94 και της αντιπολίτευσης (Κουμουνδούρος, Δεληγιώργης, Ζαΐμης - Ανεξάρτητοι) 90 με 96, σε σύνολο 190 εδρών της βουλής. Μια τέτοια κυβερνητική πλειοψηφία δεν ήταν σύνηθες φαινόμενο στη δεκαετία του 18701880, όπου έχουμε πέντε εκλογικές αναμετρήσεις42 και 18 κυβερνήσεις43.
Υποσημειώσεις
1. ΑΛ. ΔΗΜΑΡΑΣ, όπ.παρ., τομ. Α', σελ. λη'λθ'.
2. ΑΛ. ΔΗΜΑΡΑΣ, όπ.παρ., τομ. Α', σελ. 216 (τεκμήρια 64, 64α).
3.. Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως (1872), Συντάκτης της έκθεσης του διαγοηασμού του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων το 1872.
4. Εκδόθηκε το 1872. «Εστάλει ως επιστολή προς τον χρηστόν πολίτην και αγαπητόν μου φίλον Διονύσιον θερειανόν και κατεχωρίσθη παρ' αυτού εν τη Κλειοί εν αριθ. 520524· ανετύπωσε δε αυτό και η "Αμάλθεια" της Σμύρνης» (...μνημάτιο σελ. 9). Δημοσιεύτηκε επίσης και στον «Ευαγγελικό Κήρυκα».
5. Γ. ΧΑΣΙΩΤΗΣ, Η παρ' ημίν Δημοτική Παίδευσις, περ. «Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος» τομ. Η (1874), σελ. 121κ.εξ.
6. Υπομνημάτιον (...), σελ. 4950.
7. Υπομνημάτιον (...), σελ. 50.
8. Υπομνημάτιον (...), σελ. 5051.
9. Υπομνημάτιον (...), σελ. 51.
10. Υπομνημάτιον (...), σελ. 52.,
11. Υπομνημάτιον (...), σελ. 5354.
12. Υπομνημάτιον (...), σελ. 55.
13. Υπομνημάτιον (...), σελ. 55.
14. Υπομνημάτιον (...), σελ. 55.
15. Υπομνημάτιον (...), σελ. 5556.
16. Υπομνημάτιον (...), σελ. 67.
17.. To 1872 τα έσοδα ήταν 33,2 εκατομμύρια δρχ. και τα έξοδα 33,1 εκατομμύρια (πλεόνασμα 0,1). Οι δαπάνες για το στρατό και το στόλο ήταν 9,6 εκατομμύρια (7,6 για ίο στρατό και 2 για το στόλο). Ανάλυση των δαπανών για την εκπαίδευση την περίοδο αυτή βλ.: ΑΠ. ΑΝΔΡΕΟΥ, Κρατικές δαπάνες για την εκπαίδευση (18491880), περ. «θέσεις», τ. 18, σελ. 113135.
18.. Υπομνημάτων (...), σελ. 78.,
19.. ΑΛ. ΔΗΜΗΡΑΣ, όπ.παρ., τομ. Α', σελ. 222224 (τεκμήριο 66).
20.. Τις απόψεις αυτές του Δ. Μαυροκορδάτου θα αποδεχθεί και ο «Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος» της Κωνσταντινούπολης. βλ. Γ. ΧΑΣΙΩΤΗΣ, όπ.παρ.. σελ. 122.
21.. Υπομνημάτων (...), σελ. 8.
22.. Ι. Βαλασόπουλος: Γεννήθηκε στην Τρίπολη. Το 1856 πρωτοεκλέγεται βουλευτής Λακεδαίμονος με το κόμμα του Δ. Βούλγαρη. Πολέμιος της δυναστείας (1861), υπουργός Εξωτερικών (1865), Οικονομικών (1868). Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως (1874). Καταδικάστηκε το 1875 γιατί «εξέθηκεν εις πλειοδοσίαν την αρχιεπισκοπήν» Αργολίδος. Πέθανε το 1888.
23.. Μαζί με το νομοσχέδιο «περί κληροδοτημάτων και υποτροφιών».
24.. Για την Ιόνιο Ακαδημία βλ.: Γ. Τυπάλδος - Ιακωβάτος, Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας, Έκδοση - Εισαγωγή - Σχόλια: Σπ. Ι. Ασδραχάς, Ερμής, Αθήνα 1982.
25.. Για τη Ριζάριο Σχολή βλ.: - Χρ. Παπαδόπουλος, Ιστορία Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Αθήναι, 1919"
- Δ. Κουιμουτσοπούλου, Η Ριζάρειος Εκκλησιαστική Σχολή και το έργον της, Αθήναι, 1952.
26.. Άρθρο 1 του νομοσχεδίου.
27.. Άρθρο 4 του νομοσχεδίου.
28.. Άρθρο 5 του νομοσχεδίου.
29.. Άρθρο 6 του νομοσχεδίου.
30.. Βλ. Απ. Ανδρέου, Κρατικές..., όπ.παρ.
31.. Άρθρο 9 του νομοσχεδίου.
32.. Άρθρο 21 του νομοσχεδίου.
33. Π.χ. - Δ. Στρούμπος βλ. Γ. Μεταλληνός, το ζήτημα της μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις
την Νεοελληνικήν κατά τον Ιθ' αιώνα, Αθήναι 1977, σελ. 45.
- Ν. Σαρίπολος. Βλ. περ. «Πανδώρα» τομ. ΙΣΓ φ. 363(1865), σελ. 7477, φ. 364, σελ. 110114, φ. 366, σελ. 156160, φ. 369, σελ. 227230, φ. 370, σελ. 257259 και σε φυλλάδιο «Υπόμνημα περί του κατωτέρου κλήρου και περί. εκπαιδεύσεως». Σχολιασμένο στο Χ. Νούτσος, Ιδεολογία και εκπαιδευτική πολιτική, θεμέλιο, Αθήνα 1986, σελ. 1334.
34.. Βλ. Αλ. Δημαράς, όπ.παρ., τομ. Α', σελ. 218219, (τεκμ. 65).
35.. Βλ. Αλ. Δημαράς, όπ.παρ., τομ. Α', σελ. 219 (τεκμ. 65α).
36.. Βλ. Αλ. Δημαράς, όπ.παρ., τομ. Α', σελ. 220221 (τεκμ. 656, 65γ).
37.. Γ. Χασιώτης. όπ.παρ., σελ. 129.
38.. Βλ. «Πρακτικά των Ειδικών Συνελεύσεων του εν Αθήναις Ελληνικού Διδασκαλικού Συλλόγου», Έτος Β', Αθήναι 1874.
39.. Γ. Χασιώτης, όπ.παρ., σελ. 128129.
40.. Αναφέρεται σε νομοσχέδιο «περί προσόντων των υπαλλήλων» (άρθρο 20).
41.. Για την άποψη του Δ. Μαυροκορδάτου βλ. Περί κατωτέρας και μέσης Παιδείας εν Ελλάδι... Έκθεσις της αγωνοδίκου επιτροπείας αναγνωσθείσα εν τω προς διάδοσιν των Ελληνικών γραμμάτων Συλλόγω, Αθηναίοι 1872, σελ. 80.
42.. Εκλογικές αναμετρήσει έγιναν: (16.5.1869) - 26.2.1872 - 27.1.1973 - 23.6.1874 - 18.7.1875 - 23.9.1879(20.10.1881).
43.. (25.1.1869) κυβέρνηση θ. Ζαΐμη - 9.7.1870 κυβέρνηση Ε. Δεληγιώργη - 3.12.1870 κυβέρνηση Α. Κουμουνδούρου - 28.10.1871 κυβέρνηση θ. Ζαΐμη - 25.12.1871 κυβέρνηση Δ. Βούλγαρη - 8.7.1872 κυβέρνηση Ε. Δεληγιώργη - 9.2.1874 κυβέρνηση Δ. Βούλγαρη - 27.4.1875 κυβέρνηση Χ. Τρικούπη - 15.10.1875 κυβέρνηση Α. Κομουνδούρου - 26.11.1876 κυβέρνηση Ε. Δεληγιώργη - 1.12.1876 κυβέρνηση Α. Κομουνδούρου - 26.2.1877 κυβέρνηση Ε. Δεληγιώργη - 19.5.1877 κυβέρνηση Α. Κομουνδούρου - 26.5.1877 κυβέρνηση Κ. Κανάρη - 11.1.1878 κυβέρνηση Α. Κομουνδούρου - 21.10.1878 κυβέρνηση Χ. Τρικούπη - 26.10.1878 κυβέρνηση Α. Κομουνδούρου - 10.3.1880 κυβέρνηση Χ. Τρικούπη - 13.10.1880 κυβέρνηση Α. Κομουνδούρου.