Το Κυπριακό μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ελληνική και ελληνοκυπριακή στρατηγική
των Γιάννη Μηλιού και Τάσου Κυπριανίδη

1. Εισαγωγή

Η νέα φάση των ελληνοτουρκικών σχέσεων που καθιέρωσε το «πνεύμα του Νταβός», η νίκη του Γ. Βασιλείου στις κυπριακές προεδρικές εκλογές και η απομάκρυνση έτσι από την εξουσία της «ανένδοτης ελληνοκυπριακής γραμμής», καθώς και η «αισιοδοξία» για μια «δίκαιη επίλυση» του Κυπριακού, που διακηρύσσεται τώρα στην Ελλάδα και την Κύπρο με αφορμή την επανέναρξη των ενδοκυπριακών διακοινοτικών συνομιλιών, αποτελούν εξελίξεις που φέρνουν και πάλι το Κυπριακό στο επίκεντρο της επικαιρότητας.

Στο προηγούμενο τεύχος των θέσεων (Τσεκούρας 1988), αλλά και ένα χρόνο πριν, στο τεύχος 20 αυτού του περιοδικού (Αντωνίου, Κυπριανίδης, Μηλιός, Τσεκούρας 1987) είχαμε αναφερθεί στα χαρακτηριστικά της σημερινής συγκυρίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων (και μέσω αυτών στο Κυπριακό), αλλά και στις βασικές καμπές της νεώτερης ιστορίας αυτών των σχέσεων.

Σε κάποιες παλιότερες αναλύσεις του τέλος, ο Θ. Τσεκούρας είχε προσεγγίσει τις βασικές κοινωνικές - ταξικές και πολιτικές συντεταγμένες του «Κυπριακού» (Τσεκούρας 1984 και Τσεκούρας 1985). Όπως έδειξαν οι αναλύσεις αυτές, ήταν πρωτευόντως η δυναμική των ταξικών και πολιτικών συσχετισμών στην Κύπρο, η διαμόρφωση πρώτα απ' όλα μιας αυτόχθονης ελληνοκυπριακής αστικής τάξης και (με τις συνθήκες Ζυρίχης Λονδίνου) ελληνοκυπριακής πολιτικής εξουσίας και δευτερευόντως η δυναμική των διεθνοπολιτικών συσχετισμών, που καθόρισαν τις εξελίξεις στην Κύπρος Τον προσανατολισμό της ελληνοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας από την «Ένωση» στην «Ανεξαρτησία», την υποστήριξη του ελληνοκυπριακού πληθυσμού προς την πολιτική του ηγεσία, τη διατήρηση της πολιτειακής υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις, την πολιτική και οικονομική καταπίεση και περιθωριοποίηση της τουρκοκυπριακής μειονότητας, ιδίως κατά τη δεκαετία 1964-1974. Οι ίδιοι αυτοί παράγοντες οδήγησαν, τέλος, στην ανοικτή διάρρηξη των σχέσεων Αθήνας - Λευκωσίας, στις επανειλημμένες απόπειρες δολοφονίας του Μακαρίου, στο πραξικόπημα του 1974 και την τουρκική εισβολή.

Αν σήμερα επανερχόμαστε στο Κυπριακό αυτό δεν γίνεται για να διατυπώσουμε μια διαφορετική αντίληψη για το ζήτημα. Στόχος μας είναι να αναλύσουμε διεξοδικότερα τους πολιτικούς συσχετισμούς και τις στρατηγικές των ηγετικών πολιτικών δυνάμεων στην Κύπρο, αλλά και την πολιτική στρατηγική του ελληνικού κράτους, κατά την περίοδο κυρίως που προηγήθηκε των συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου, αλλά και κατά την πρώτη φάση μετά τη σύσταση του κυπριακού κράτους (1960-1974).

Μια τέτοια ανάλυση καθίσταται κατά τη γνώμη μας σήμερα αναγκαία, καθώς ο εθνικισμός, ο σκληρός δηλαδή πυρήνας της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, κερδίζει διαρκώς έδαφος ακόμα και μέσα στην Αριστερά, επαναφέροντας στο προσκήνιο το «δοκιμασμένο μύθο» για την Ελλάδα, που ως αυθεντική αναξιοπαθούσα κόρη, και, βεβαίως, σαν αποτέλεσμα της υποχωρητικότητας, ανικανότητας, ξενοδουλείας, ή και προδοσίας των ηγετών της, πέφτει πάντοτε θύμα των μηχανορραφιών που εξυφαίνουν δόλιες, αλλά και αντεθνικές ξένες δυνάμεις1.

Θα αναφερθούμε λοιπόν στην ελληνοκυπριακή και στην ελληνική στρατηγική για το Κυπριακό, όπως κάθε μια απ' αυτές διαμορφώθηκε στο πλαίσιο των εξελισσόμενων πολιτικών (και κοινωνικών) συσχετισμών στην Κύπρο, αλλά και σε αναφορά με τους επίσης διαρκώς εξελισσόμενους διεθνοπολιτικούς συσχετισμούς.

Βεβαίως, ως πολιτικές στρατηγικές δεν θα θεωρήσουμε εδώ τις «προθέσεις», ή τις επιθυμίες του ενός ή του άλλου πολιτικού, ή «εθνικού ηγέτη», αλλά τις «ηγεμονικές κατευθύνσεις» των συγκεκριμένων και αντικειμενικών πολιτικών (ταξικών) πρακτικών: τις πρακτικές που παρεμβαίνουν με συγκεκριμένους τρόπους στην πολιτική συγκυρία, στοχεύοντας να μετασχηματίσουν τους πολιτικούς (και ταξικούς) συσχετισμούς των δυνάμεων ώστε να μπορέσουν να θέσουν με το «δικό τους τρόπο»2 το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας.

Είναι, λοιπόν, προφανές ότι μια πολιτική στρατηγική δεν αναφέρεται αναγκαστικά σ' ένα μόνο πολιτικό κέντρο και μια μόνο πολιτική πρακτική. Ούτε πάλι από κάθε πολιτικό μόρφωμα παράγεται μια ιδιαίτερη πολιτική στρατηγική. Ένα πλήθος πολιτικών πόλων, κέντρων, κομμάτων κ.λπ. μπορεί, δηλαδή, κάλλιστα να υπηρετεί - και μάλιστα μέσα από «εσωτερικές» συγκρούσεις και «αντιφάσεις» - την ίδια στρατηγική.

Με βάση αυτές τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις μπορούμε τώρα να περάσουμε στο κύριο αντικείμενο αυτού του άρθρου.

2. Φάση πρώτης «Ένωση», η ενιαία στρατηγική (19451957)

2.1 Η «προϊστορία» και το πολιτικό πλαίσιο στην Κύπρο.

«Τα εθναρχικά δικαιώματα τον Αρχιεπισκόπου, που ξεκινούσαν από τα χρόνια της Τουρκικής κατοχής, αναγνωρίζονταν σιωπηλά και από την Αγγλική Διοίκηση» (Κρανιδιώτης 1981, σελ. 21),

Η Κύπρος παραχωρήθηκε στη Μεγ. Βρετανία το 1878, μετά από συμφωνία με τη μέχρι τότε κυρίαρχη του νησιού Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η αγγλική κυριαρχία δεν ήταν όμως «απόλυτη»ς Η Κύπρος (δηλ. οι ασκούντες την κυριαρχία Άγγλοι) ήταν απλώς «φόρου υποτελής» στον Σουλτάνο, ο οποίος αναγνωριζόταν ως «υψηλός επικυρίαρχος» της Κύπρου. Όταν τον Οκτώβριο του 1914 η Τουρκία μπαίνει στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων η Αγγλία προχωράει στην προσάρτηση της Κύπρου με την έννοια της απόλυτης κυριαρχίας3. Το Φεβρουάριο του 1915 η Μεγ. Βρετανία προτείνει στην ελληνική κυβέρνηση να της παραχωρήσει την Κύπρο (με βάση το δεδομένο ότι 80% του πληθυσμού του Νησιού ήταν Έλληνες), με αντάλλαγμα την είσοδο της Ελλάδας στον Πόλεμο στο πλευρό της Entete (ΑΚΕΛ 1952, σελ. 42). Η πρόταση αυτή ναυαγεί καθώς ο εσωτερικός πολιτικός συσχετισμός στην Ελλάδα, αλλά και οι εξελίξεις του Πολέμου στα Βαλκάνια ακυρώνουν τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Πόλεμο μέχρι τις 27/6/1917 (Μηλιός 1988 σελ. 267-282).

Στο οικονομικό επίπεδο, το καθεστώς της «φόρου υποτέλειας» στο Σουλτάνο σημαίνει για τους Κυπρίους την επιβολή από τους Άγγλους ψηλών φόρων, από τους οποίους πληρωνόταν και το «μίσθωμα» προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο πολιτικό επίπεδο - και αυτό είναι που μας ενδιαφέρει εδώ - σήμαινε τη διατήρηση του οθωμανικού συστήματος αντιπροσώπευσης του Χριστιανικού υπόδουλου πληθυσμού (των Ελληνοκυπρίων, στο εξής Ε/Κ). Το σύστημα αυτό, που προήλθε από την εξέλιξη του ασιατικού δεσποτικού πολιτικού συστήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (βλ. αναλυτικότερα Μηλιός 1988, σελ. 165-206) αναγνώριζε ως πολιτικό εκπρόσωπο των Ε/Κ το θρησκευτικό τους αρχηγό, τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου, ο οποίος εκλεγόταν (ας το πούμε σχηματικά, και στα δύο ταυτόχρονα «αξιώματα») μέσα από ένα ιδιότυπο «εκλογικό» σύστημα. Μάλιστα, το 1754 ο Σουλτάνος παρεχώρησε επιπλέον προνόμια στον Ε/Κ Αρχιεπίσκοπο, που ουσιαστικά επεξέτειναν την εξουσία του και στον Τουρκοκυπριακό (Τ/Κ) πληθυσμό (Ψυρούκης 1975, σελ. 179). Έτσι, από την πρώτη κιόλας μέρα της αγγλικής κυριαρχίας, οι Ε/Κ έχουν ένα δικό τους σύστημα πολιτικής αντιπροσώπευσης κι ένα δικό τους εκπρόσωπο (τη θρησκευτικό - πολιτική «Εθναρχία») απέναντι στον κυρίαρχο. (Το μόνο ουσιαστικό δικαίωμα που έχασε ο Ε/Κ Αρχιεπίσκοπος μετά τη βρετανική προσάρτηση ήταν το να εισπράττει τους φόρους από τους χριστιανούς, αλλά και τους μωαμεθανούς Κυπρίους).

Το πολιτικό αυτό σύστημα αντιπροσώπευσης των Ε/Κ διατηρείται και μετά την «απόλυτη» προσάρτηση της Κύπρου από τη Βρετανία (το 1925 η Κύπρος ονομάστηκε «αποικία του Στέμματος» της Μ. Βρετανίας). Η εκλογή του Αρχιεπισκόπου, σύμφωνα με τον «Καταστατικό Χάρτη» του 1914, γινόταν από ένα σώμα 66 εκλεκτόρων από τους οποίους 33 κοσμικοί και 22 κληρικοί «εκλέγονταν άμεσα, με καθολική ψηφοφορία από τον ανδρικό ενήλικο πληθυσμό» (Τσεκούρας 1984. σελ. 89).

Η πολιτική συνοχή του Ε/Κ πληθυσμού διαπλέκεται με την σχεδόν απόλυτη οικονομική του κυριαρχία4 στο εσωτερικό του Νησιού, περιθωριοποιώντας έτσι την Τουρκοκυπριακή μειονότητα (18% του συνολικού πληθυσμού). Κατά την πρώτη περίοδο της αγγλοκρατίας (μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο) η «Εθναρχία» αποτελώντας το μοναδικό «κόμμα» του Ε/Κ πληθυσμού, έχει ταυτόχρονα την πολιτική και κοινωνική ισχύ που της επιτρέπουν να εμφανίζεται ως ο εκπρόσωπος της «θέλησης του Κυπριακού λαού», κι όχι απλώς των Ε/Κ.

Οι Άγγλοι διοικούσαν την Κύπρο με τη βοήθεια ενός συστήματος «συγκυβέρνησης», που στηριζόταν σε δύο Συμβούλια (το «Νομοθετικό» και το «Εκτελεστικό»). Στο «Νομοθετικό» συμμετείχαν μετά το 1925 12 εκλεγόμενοι Έλληνες, 3 εκλεγόμενοι Τούρκοι και 9 Βρετανοί (τα λεγόμενα «επίσημα μέλη»). Με αυτό το σύστημα διακυβέρνησης εξασφαλιζόταν η «αναλογική αντιπροσώπευση» και των δυο εθνοτήτων του νησιού, χωρίς να αφήνεται ποτέ περιθώριο να αμφισβητηθεί η αγγλική κυριαρχία. Χαρακτηριστικό πάντως της δυνατότητας «πολιτικής έκφρασης» των εθνικών κοινοτήτων στο εσωτερικό του αγγλικού συστήματος διακυβέρνησης είναι το γεγονός ότι «ο πόθος της Ένωσης είχε διακηρυχθεί σε πολλές περιπτώσεις από το βήμα της Κυπριακής Βουλής» (Κρανιδιώτης 1981, σελ. 17).

Το σύστημα διακυβέρνησης συμπληρωνόταν από ένα ακόμα «δημοκρατικό θεσμό»ς τις ελεύθερες δημοτικές εκλογές, που επέτρεπε την εκλογή Ε/Κ δημάρχων σ' όλους σχεδόν τους δήμους και τις κοινότητες του νησιού. Τέλος, τόσο οι Ε/Κ όσο και οι Τ/Κ συμμετέχουν στην κυπριακή αστυνομία και διοίκηση.

Η οικονομική και κοινωνική εξέλιξη που συντελείται στην Κύπρο με το πέρασμα στον 20ο αιώνα, αλλά και η. έστω και έμμεση, αντανάκλαση των ιδεολογικών και κοινωνικών διεργασιών που συντελούνται κατά την ίδια περίοδο στην Ελλάδα (αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. π.χ. η Οκτωβριανή Επανάσταση) έχουν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία κατά την περίοδο αυτή νέων Ε/Κ πολιτικών και κοινωνικών κινήσεων πέραν της «Εθναρχίας». Η σημαντικότερη από τις οργανώσεις αυτές είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου (Κ.Κ.Κ.) που ιδρύθηκε στις 15 Αυγούστου 1926 στη Λεμεσό (Μαστρογιαννόπουλος 1981, σελ. 12). Το Κ.Κ.Κ. απόκτησε γρήγορα μεγάλη επιρροή καθώς πρωτοστάτησε στους συνδικαλιστικούς και κοινωνικούς αγώνες των Ε/Κ εργαζομένων. «Στα 1939 είχαν αναγνωριστεί από την αποικιακή κυβέρνηση 30 συντεχνίες, ενώ 27 ακόμα βρίσκονταν υπό ίδρυση». Το Κ.Κ.Κ. πρωτοστάτησε επίσης «στην ίδρυση αγροτικών συλλόγων και συνεταιρισμών, πολιτιστικών συλλόγων κ.λπ.» (Μαστρογιαννόπουλος 1981, σελ. 17). Το 1941 ιδρύεται από το Κ.Κ.Κ. το Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού (Α.Κ.Ε.Λ.), με στόχο να λειτουργήσει ως ευρύτερο νόμιμο προοδευτικό - αριστερό κόμμα. Το 1944 όμως το Κ.Κ.Κ. θα σταματήσει την αυτόνομη λειτουργία του και θα συγχωνευθεί πλήρως με το Α.Κ.Ε.Λ.

Με την ίδρυση λοιπόν του Κ.Κ.Κ. και αργότερα του ΑΚΕΛ (αλλά και την ανάπτυξη του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος) παύει η «Εθναρχία» να αποτελεί το μοναδικό εκπρόσωπο των Ε/Κ. Γίνεται ο εκπρόσωπος της συντηρητικής απλώς μερίδας των Ε/Κ. Εντούτοις η «Εθναρχία» εξακολουθεί να διατηρεί τη «θεσμική» της υπόσταση στα πλαίσια του αγγλικού αποικιακού συστήματος και να αναγνωρίζεται έτσι από την αγγλική διοίκηση ως «ο» εκπρόσωπος των Ε/Κ. Τον Οκτώβριο του 1931 ο Ε/Κ πληθυσμός της Κύπρου εξεγείρεται με αίτημα την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. «Η εξέγερση του 1931 καταπνίγηκε κι ένα καθεστώς τρόμου και δικτατορίας επιβλήθηκε απάνω στον Κυπριακό λαό (...). Το ψευτοσύνταγμα καταργήθηκε (όπως και το «Νομοθετικόν», Μ.Κ.), τα πολιτικά κόμματα κηρύχτηκαν παράνομα (...). Το καθεστώς της απολυταρχίας, του παλμερισμού, που ακολούθησε τα οκτωβριανά γεγονότα επέβαλε νέους δικτατορικούς νόμους που απαγόρευαν κάθε πολιτική δράση, οργάνωση ή εκδήλωση, την ελευθερία του τύπου, των συγκεντρώσεων, των παρελάσεων, τη διδασκαλία της ελληνικής ιστορίας, την ανύψωση της ελληνικής σημαίας και πολλά άλλα» (ΑΚΕΛ 1952, στο Λ.T., ΑΚΕΛ, Ψυρούκη 1977, σελ. 35). Παράλληλα εξορίζονται δύο από τους ιεράρχες της Κύπρου με αποτέλεσμα να ανασταλεί η διαδικασία εκλογής Αρχιεπισκόπου από το 1933 (θάνατος Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Γ') μέχρι το 1947s. To 1937 εκδίδονται μάλιστα νόμοι που προβλέπουν ότι οι υποψήφιοι Αρχιεπίσκοποι έπρεπε να έχουν την έγκριση της Κυπριακής (αποικιακής) Κυβέρνησης και να είναι Κύπριοι (οι λεγόμενοι «αντιεκκλησιαστικοί νόμοι»).

Με την είσοδο της Ελλάδας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων τα έκτακτα μέτρα στην Κύπρο χαλαρώνουν. Δίνεται άδεια για την επιστροφή στην Κύπρο των εξόριστων ηγετών της εξέγερσης του '31 και την ανασύσταση της Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ το 1943 νομιμοποιούνται τα πολιτικά κόμματα και προκηρύσσονται ελεύθερες δημοτικές εκλογές, όπου το νόμιμο πλέον ΑΚΕΛ σημειώνει σημαντικές νίκες. Το 1946 ανακαλούνται οι «αντιεκκλησιαστικοί νόμοι». Παράλληλα, το 1943, τόσο η ηγεσία του ΑΚΕΛ όσο και ο τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού θρόνου Λεόντιος καλούν τους Ε/Κ να καταταχθούν ως εθελοντές στο βρετανικό στρατό. Υπολογίζεται ότι 25.000-30.000 Ε/Κ ακολούθησαν την έκκληση της πολιτικής τους ηγεσίας. Ανάμεσα τους ήταν και 11 μέλη της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ. (Μαστρογιαννόπουλος 1981, σελ. 20, ΑΚΕΛ 1952, όπ.π. σελ. 36). Ακόμα, «διαρκούντος του πολέμου, ο βασιλιάς Γεώργιος Β' και ο Πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός περιέλαβαν την Κύπρο σε Υπόμνημα εθνικών διεκδικήσεων, που επέδωσαν στον Πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούσβελτ, τον Ιούνιο του 1942. Αργότερα προέβη σε ανάλογο διάδημα προς τον Άντονυ Ήντεν (Δεκέμβριος 1942) ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος» (Κρανιδιώτης 1981, σελ. 18).

2.2 Η περίοδος «προετοιμασίας» του ενωτικού αγώνα (1945 - 1949)

«Ένωσις και μόνον Ένωσις»

Η πρώτη πενταετία μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση των πολιτικών δυνάμεων στην Κύπρο, αλλά και για τη διαμόρφωση της πολιτικής του ελληνικού κράτους απέναντι στο Κυπριακό.

Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία να αντιληφθούμε εδώ είναι πως παρότι η ελληνοκυπριακή πολιτική σκηνή διχοτομείται σε μια αριστερή και μια δεξιά πολιτική παράταξη, παρότι ακόμα στο εσωτερικό των παρατάξεων αυτών (κυρίως της δεξιάς) διαμορφώνονται διαφορετικά και ως ένα βαθμό αντιφατικά πολιτικά κέντρα ή και, αντίστοιχα, πολιτικές «τάσεις», παρότι τέλος παρατηρούνται αντιφάσεις και οξύνσεις ανάμεσα στην Ε/Κ πολιτική ηγεσία και στην ελληνική εξωτερική πολιτική, εντούτοις έχουμε να κάνουμε με μια ενιαία πολιτική στρατηγική για το Κυπριακό στην οποία «στρατεύονται» τόσο το ελληνικό κράτος όσο και οι Ε/Κ πολιτικές παρατάξεις: τη στρατηγική της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.

Ας παρακολουθήσουμε όμως συνοπτικά τις πολιτικές εξελίξεις κατά την περίοδο 1945-1949 στην Κύπρο.

Με το τέλος του Πολέμου, οι αντιθέσεις ανάμεσα στις δύο πολιτικές παρατάξεις των Ε/Κ είναι αμβλυμμένες. Το ιδεολογικό κλίμα της συμμαχικής νίκης («νίκη της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας των Λαών»), η στράτευση των Ε/Κ στο βρετανικό στρατό, η άρση των έκτακτων μέτρων της Αποικιακής Κυβέρνησης δημιουργούν παράλληλα την εντύπωση ότι επίκειται η «δικαίωση» των εθνικών πόθων των Ε/Κ. Ήδη πριν τη λήξη του Πολέμου (Αύγουστος 1944) είχαν διοργανωθεί από το ΑΚΕΛ μαζικές εκδηλώσεις σ' όλες τις μεγάλες πόλεις της Κύπρου με αίτημα την Ένωση. (ΑΚΕΛ 1952, οπ.π. σελ. 39-40).

Με την «αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης» διενεργούνται δημοτικές και κοινοτικές εκλογές στην Κύπρο στις οποίες οι υποψήφιοι της «Εθνικής Συνεργασίας» που υποστηρίζεται από το ΑΚΕΛ εκλέγονται και στους τέσσερις μεγάλους δήμους του νησιού (Ιωάννης Κληρίδης στη Λευκωσία, Πλουτής Σέρβας στη Λεμεσό, Αδ. Αδάμαντος στην Αμμόχωστο και Λ. Σαμαντάς στη Λάρνακα).

Στο χώρο της Δεξιάς έχουν ήδη δημιουργηθεί και αμιγώς πολιτικές κινήσεις, όπως το «Κυπριακόν Εθνικόν Κόμμα» (ΚΕΚ) αλλά και συνδικαλιστικές κινήσεις όπως η «Παναγροτική Ένωσις Κύπρου» (ΠΕΚ). Στις δημοτικές εκλογές του 1946 η Δεξιά πολιτεύθηκε ως «Εθνικόφρων Παράταξις». Εντούτοις το βασικό οργανωτικό κορμό της Δεξιάς εξακολουθεί να αποτελεί η Εκκλησία, αλλά και η «Εθναρχία», στην οργανωτική μορφή της οποίας («Εθναρχικό Συμβούλιο») μετέχουν και κοσμικοί. Οι συσχετισμοί και οι τάσεις που διαμορφώνονται στα ανώτερα κλιμάκια της Εκκλησίας έχουν έτσι αποφασιστικότερη πολιτική σημασία, απ' ό,τι οι προσανατολισμοί των αμιγώς πολιτικών ή συνδικαλιστικών κινήσεων. Κατά την περίοδο που εξετάζουμε στο εσωτερικό της Εκκλησίας (και της Δεξιάς) είχαν διαμορφωθεί δύο τάσεις: Μια «μετριοπαθής» υπό το Μητροπολίτη Πάφου Λενόντιο (τοποτηρητή του αρχιεπισκοπικού θρόνου) και μια ακροδεξιά γύρω από το Μητροπολίτη Κυρήνειας και το Γραμματέα της Μητρόπολης Κυρήνειας Πολύκαρπο Ιωαννίδη.

Παρότι στην Κύπρο είχε εν μέρει μεταφερθεί το ιδεολογικό κλίμα της μετωπικής σύγκρουσης Αριστεράς - Δεξιάς που διεξάγεται κατά την εποχή αυτή στην Ελλάδα, εντούτοις οι εσωτερικές συνθήκες στο νησί επιτρέπουν ακόμα τη συνύπαρξη των δύο παρατάξεων, στη βάση της ενιαίας στρατηγικής της Ένωσης. Έτσι ο αριστερός δήμαρχος Λευκωσίας συμμετέχει στο Εθναρχικό Συμβούλιο, παρότι η παρουσία του εκεί ήταν καθαρά διακοσμητική νομιμοποιώντας έτσι ως εθνικό - δηλαδή αντιπροσωπευτικό για όλους τους Ε/Κ - έναν πολιτικοοργανωτικό θεσμό ο οποίος ήλκε την καταγωγή του από το Μεσαίωνα και ο οποίος στην ουσία λειτουργούσε ως το «κόμμα» της κυπριακής Δεξιάς. Μάλιστα, στις αρχές του 1947 δημιουργείται μια κοινή Αντιπροσωπεία («Πρεσβεία») από παράγοντες της Δεξιάς και της Αριστεράς, με επικεφαλής τον τοποτηρητή του Αρχιεπισκοπικού θρόνου, η οποία πηγαίνει στο Λονδίνο και θέτει στην αγγλική κυβέρνηση το αίτημα της Ένωσης.

Η Βρετανική κυβέρνηση δεν αποδέχεται, όπως είναι γνωστό, το ελληνοκυπριακό αίτημα και αντιπροτείνει την παραχώρηση ενός «Συντάγματος Αυτοκυβέρνησης» υπό την εξουσία φυσικά του Βρετανού Κυβερνήτη. Η Εθναρχία απορρίπτει αμέσως την προσφορά, ενώ το ΑΚΕΛ τη δέχεται, από τη μια γιατί θεωρούσε τη συνταγματική μεταρρύθμιση ως βήμα για την Ένωση, από την άλλη γιατί συνυπολόγιζε τις πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή αυτή στην Ελλάδα (φυσική εξόντωση των κομμουνιστών, εμφύλιος πόλεμος). Παρότι όμως ο ακελικός δήμαρχος Λευκωσίας αποχωρεί από το Εθναρχικό Συμβούλιο καταγγέλλοντας το για «αντικομμουνιστική δράση» (Κρανιδιώτης 1981, σελ. 14) το ΑΚΕΛ εξακολουθεί να νομιμοποιεί την Εκκλησία και την «Εθναρχία» παίρνοντας μέρος στις διαδικασίες εκλογής Αρχιεπισκόπου - Εθνάρχη που έγιναν το Μάιο του 1947. Υποστηρίζει το «μετριοπαθή» Μητροπολίτη Πάφου Λεόντιο. ο οποίος και εκλέγεται.

Η άρνηση της Εθναρχίας να συμμετάσχει στους συνταγματικούς θεσμούς της αποικιακής κυβέρνησης και η συμμετοχή του ΑΚΕΛ σ' αυτούς οξύνουν τη σύγκρουση ανάμεσα στις δύο παρατάξεις αλλά και ενισχύουν την επιρροή της Εθναρχίας στον Ε/Κ πληθυσμό σε βάρος του ΑΚΕΛ. Το ΑΚΕΛ εξακολουθεί εντούτοις να αποδέχεται εμμέσως την πρωτοκαθεδρία της Εθναρχίας: Μετά το θάνατο του Λεοντίου συμμετέχει και πάλι στην εκλογή Αρχιεπισκόπου (Δεκέμβρης 1947), όπου, όμως, τη φορά αυτή εκλέγεται ο Μητροπολίτης Κερύνειας, εκπρόσωπος της κυπριακής άκρας Δεξιάς.

Μετά την αποτυχία του πειράματος «συνταγματικής μεταρρύθμισης» της αποικιακής κυβέρνησης (καλοκαίρι 1948) το ΑΚΕΛ επιχειρεί να αναλάβει και πάλι την πρωτοβουλία των κινήσεων: Οργανώνει συλλαλητήρια, προωθεί ψηφίσματα που εγκρίνουν όλα τα δημοτικά συμβούλια και οι μαζικές οργανώσεις που ελέγχονται από το ΑΚΕΛ ζητώντας την Ένωση και αποστέλλει δικές του «Πρεσβείες» στο εξωτερικό για τη διαφώτιση της διεθνούς κοινής γνώμης. Τις ίδιες ακριβώς μορφές πάλης προωθεί όμως παράλληλα και η Εθναρχία. Το Μάρτιο του 1949 παραιτείται η Κ.Ε. του ΑΚΕΛ και εκλέγεται νέα ηγεσία. Έκτοτε το ΑΚΕΛ θα αρνηθεί κάθε συμμετοχή στο αποικιακό σύστημα διακυβέρνησης, θα απόσχει επίσης και από τις κάθε είδους διαδικασίες της «Εθναρχίας», με εξαίρεση το Δημοψήφισμα του Ιανουαρίου 1950 (βλ. 2.4). Παρά τη μεταξύ τους διαπάλη για την πολιτική ηγεμονία (διαπάλη που το 1958 έφθασε μέχρι και στη φυσική εξόντωση Κομμουνιστών από την Ε.Ο.Κ.Α. βλ. Κεφ. 3), οι δύο πολιτικές παρατάξεις θα εξακολουθήσουν να αποτελούν, μέχρι το τέλος της περιόδου που εξετάζουμε, «υποκείμενα» της ίδιας στρατηγικής: της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.

Το Μάιο του 1949 διεξάγονται και πάλι δημοτικές και κοινοτικές εκλογές. Η Αριστερά χάνει αυτή τη φορά το Δήμο Λευκωσίας, διατηρεί όμως τους Δήμους Λεμεσού, Αμμοχώστου και Λάρνακας.

Κατά την περίοδο που εξετάζουμε εδώ (1945-1949) η πολιτική του ελληνικού κράτους απέναντι στο Κυπριακό μπορεί να χαρακτηριστεί ως «στάση αναμονής» και «μη παρέμβασης»6. Η στάση αυτή είναι κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα τόσο της εσωτερικής συγκυρίας στην Ελλάδα (εμφύλιος πόλεμος), όσο και των διεθνοπολιτικών επιδιώξεων της χώρας για ένταξη στο πολιτικοστρατιωτικό σύστημα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών της Δύσης, ώστε από θέση μεγαλύτερης ισχύος πλέον να τεθούν οι όποιες «εθνικές διεκδικήσεις» και «στόχοι» (πρβλ. 1947 Ένωση της Δωδεκανήσου, 1950 συμμετοχή της Ελλάδας στον Πόλεμο της Κορέας, 1952 ένταξη της Ελλάδας στο NATO).

Πέρα όμως από τα συγκυριακά αυτά δεδομένα που καθόριζαν τη «στάση αναμονής» του ελληνικού κράτους, η στάση αυτή εναρμονιζόταν και με ένα μονιμότερο και στρατηγικότερο πολιτικό στόχος Να παραγκωνισθούν οι τουρκοκυπριακές αντιδράσεις και να αποφευχθεί η ανάμειξη της Τουρκίας στην επίλυση του Κυπριακού. Η μη ανάμειξη της Ελλάδας (άρα και της Τουρκίας) θα επέτρεπε στο Κυπριακό να αποτελεί ένα «εσωτερικό πρόβλημα» της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, μια διένεξη ανάμεσα στη Μ. Βρετανία και τον «Κυπριακό λαό» που επιδίωκε την «αυτοδιάθεση του» (κατ' αναλογία με το Ινδικό πρόβλημα, ή το πρόβλημα της Μάλτας κ.λ.π.). Με πολιτικούς όρους, το Κυπριακό θα ήταν τότε ένα πρόβλημα ανάμεσα στη βρετανική κυβέρνηση και την «Εθναρχία» (τον εκπρόσωπο «της συντριπτικής πλειοψηφίας του κυπριακού λαού»), και το κύριο επίδικο ζήτημα θα ήταν η διαδικασία και η ημερομηνία πραγματοποίησης της «αυτοδιάθεσης» του κυπριακού λαού, θεωρούμενου ως ενιαίου συνόλου7.

Η ενιαία αυτή ελληνική και ελληνοκυπριακή στρατηγική που υποκρύπτεται (ή μάλλον αποκαλύπτεται) πίσω από την «αδράνεια» της ελληνικής κυβέρνησης από τη μια και τα επίμονα και αλλεπάλληλα διαδήματα των Ελληνοκυπρίων (Ε/Κ) υπό την ηγεσία του Εθνάρχη - Αρχιεπισκόπου από την άλλη, λογάριαζε όμως χωρίς τον ξενοδόχος Την επίμονη άρνηση της Βρετανίας να αποδεχθεί άμεσα το «δικαίωμα αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού» και την αντίδραση των Τουρκοκυπρίων (Τ/Κ). Στο σημείο αυτό είναι όμως απαραίτητη μια παρέκβαση.

2.3. Μια αναγκαία παρέκβασης Η «Ένωση» και οι Τουρκοκύπριοι

Έχουμε υποστηρίξει αλλού ότι η διαμόρφωση του έθνους και της εθνικής συνείδησης, ως μιας ειδικής (δηλαδή ιστορικά συγκεκριμένης) πολιτιστικής - ιδεολογικής κατά κύριο λόγο συνοχής ανάμεσα στις κυρίαρχες και τις κυριαρχούμενες τάξεις ενός κοινωνικού - ιστορικού χώρου, αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της ανάπτυξης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και μορφών (βλ. Μηλιός 1988, σελ. 21-30 και 66-83). Έτσι η εθνοποιητική διαδικασία ξεκινάει καταρχήν ιστορικά στον ιστορικό - γεωγραφικό χώρο του αναπτυγμένου καπιταλισμούς Ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα τα ευρωπαϊκά έθνη έχουν σχηματισθεί, η ιδεολογία του αστικού εθνικισμού είναι εκεί η κυρίαρχη μορφή της άρχουσας αστικής ιδεολογίας (πρβλ. π.χ. την Ελληνική Επανάσταση του 1821, όπ.π. σελ. 163-206).

Αντίθετα, σε ευρύτατες αποικιοκρατούμενες περιοχές της Ασίας και της Αφρικής το πέρασμα από τη φυλετική - κοινοτική (ή αντίστοιχα φεουδαλικού τύπου) συνοχή του πληθυσμού στην εθνική συνοχή - με τη σύγχρονη έννοια του όρου - αποτελεί διαδικασία, το σημείο μη επιστροφής της οποίας εντοπίζεται χρονικά στον 20ο αιώνα. Ο διεθνοπολιτικός συσχετισμός των δυνάμεων που διαμορφώνεται με το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όχι μόνο επιταχύνει τις διαδικασίες εθνικής διαμόρφωσης στον Γ' Κόσμο, αλλά, πολύ περισσότερο, επιτρέπει την «πολιτική ολοκλήρωση» αυτών των διαδικασιών, με το σχηματισμό νέων εθνικών κρατών.

Ο σχηματισμός του τουρκικού έθνους καθυστέρησε τουλάχιστον ένα αιώνα σε σχέση με το σχηματισμό του ελληνικού έθνους. Μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα οι τουρκόφωνοι υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν κυρίαρχα «Μωαμεθανοί» όχι «Τούρκοι».

Εντούτοις, η διαδικασία συγκρότησης του τουρκικού έθνους δεν καθυστερεί τόσο, όσο η αντίστοιχη διαδικασία των περισσότερων αφρικανικών π.χ. λαών. Ως χρονολογικό «σημείο μη επιστροφής» για τη διαμόρφωση του τουρκικού έθνους μπορούμε σχηματικά να θεωρήσουμε την «Επανάσταση των Νεότουρκων» του 1908. Σε κάθε περίπτωση πάντως, με την πολιτική και στρατιωτική επικράτηση του Μουσταφά Κεμάλ το 1922-23, ο τουρκικός εθνικισμός αποτελεί το βασικό ιδεολογικό «τσιμέντο» της τουρκικής κοινωνίας. Όλα τα διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι το ίδιο ακριβώς «τσιμέντο» συνέχει έκτοτε και τους τουρκικούς πληθυσμούς που ζουν έξω από τα σύνορα του τουρκικού κράτους (π.χ. τους Τουρκοκύπριους) και τους συνδέει με αυτό ακριβώς το κράτος, το οποίο αντιλαμβάνονται ως κράτος «τους».

Οι Τούρκοι δεν αποτέλεσαν, λοιπόν, «εξαίρεση» σε σχέση με τους άλλους «πολιτισμένους» λαούς της γης. Συγκροτήθηκαν και αυτοί σε έθνος. Ερμηνεύοντας μάλιστα κι αυτοί την ιστορία τους μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της εθνικής («τους») ιδεολογίας, αναγνώρισαν κάποια άλλα έθνη και κάποιους άλλους λαούς ως τους «Εχθρούς» τους. Όπως ακριβώς για τη νεότερη ιστορία των Ελλήνων βασικός εχθρός είναι οι Τούρκοι, έτσι και για τη νεότερη ιστορία των Τούρκων οι Έλληνες είναι ένας βασικός εχθρός. Άλλωστε, η συγκρότηση του σύγχρονου τουρκικού κράτους, της Δημοκρατίας της Τουρκίας (που πήρε τη θέση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), κατέστη δυνατή μόνο χάρη στην απόκρουση της ελληνικής ιμπεριαλιστικής εισβολής στη Μ. Ασία. Και ο πόλεμος αυτός για την ανεξαρτησία κόστισε στους Τούρκους τουλάχιστον τόσες θυσίες, όσες κόστισε στην ελληνική πληθυσμιακή μειοψηφία της Μικράς Ασίας η συντριβή του ελληνικού στρατού εισβολής το 19228.

Κάνουμε αυτή την εισαγωγή για να δείξουμε ότι είναι πέρα για πέρα παραπλανητική η άποψη που υποστηρίζουν όλοι σχεδόν οι Έλληνες και οι Ε/Κ συγγραφείς σχετικά με τη στάση των Τ/Κ απέναντι στο ελληνικό αίτημα για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδας «Εδώ θα πρέπει να τονισθεί ότι στις πέντε πρώτες δεκαετηρίδες του αιώνα δεν υπήρξε, από Τουρκοκυπριακής πλευράς, καμιά σχεδόν αντίδραση στην ενωτική κίνηση των Ελληνοκυπρίων. Οι Τουρκοκύπριοι συνεργάζονταν στενά, σε όλους τους τομείς, με τους Ελληνοκύπριους. Στα μικτά δημοτικά και κοινοτικά συμβούλια η συνεργασία αυτή ήταν πάντα αρμονική. Μόνο, όπου επενέβαινε ρυθμιστικά ο Βρετανικός αποικιακός παράγοντας - όπως στην περίπτωση του Κυπριακού Κοινοβουλίου - εκεί το Τουρκικό στοιχείο συντασσόταν με το Βρετανικό, χωρίς όμως καμμιά ιδιαίτερη εχθρότητα με το γηγενές Ελληνικό στοιχείο» (Κρανιδιώτης 1981, σελ. 21-22)9.

Όμως, οι Τουρκοκύπριοι, παρά την οικονομική και πολιτική τους περιθωριοποίηση και σε πείσμα της διάτρητης επιχειρηματολογίας του ελληνικού εθνικισμού, ήταν ήδη προ πολλού Τούρκοι και έτσι πίστευαν (ή μάλλον ήξεραν) ότι γι' αυτούς η εθνική καταπίεση σε μια αγγλική αποικία θα ήταν πάντοτε μικρότερη απ' ό,τι σε μια επαρχία του ελληνικού κράτους. Πολύ περισσότερο όμως είχαν αντιληφθεί ότι στα πλαίσια των μεταπολεμικών διεθνοπολιτικών συσχετισμών μπορούσαν πλέον κι αυτοί, ως ιδιαίτερη εθνική ομάδα, να διεκδικήσουν το δικό τους «δικαίωμα της αυτοδιάθεσης». (Μέχρι το 1919 η «πολιτική ηγεσία» των Τ/Κ ζητούσε την επαναπροσάρτηση της Κύπρου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αντιδρώντας έτσι στα διαδήματα των Ε/Κ για «ένωση». Βλ. Ψυρούκης 1975, σελ. 189-90). Με το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η προσέγγιση Ελλάδας - Βρετανίας και Ε/Κ - αποικιακής διοίκησης (π.χ. εθελοντική κατάταξη Ε/Κ στο συμμαχικό στρατό, χαλάρωση έκτακτων μέτρων κ.λπ.) κάνει την Ένωση να φαίνεται ο πιθανή, ιδρύεται (1945) ο «Σύνδεσμος Τουρκικής Μειοψηφίας της Νήσου Κύπρου» (ΚΑΤΑΚ), οργάνωση η οποία σύντομα ανασχηματίζεται, υπό την ηγεσία του Φ. Κιουτσούκ και ονομάζεται «Λαϊκό Εθνικό Κόμμα Τουρκοκυπρίων». Παράλληλα εμφανίζεται και η οργάνωση «Η Κύπρος είναι τουρκική».

«Στις μεγάλες πόλεις της Κύπρου άρχισαν να διοργανώνονται διαδηλώσεις και συλλαλητήρια για να εκφράσουν (οι Τ/Κ) την αντίθεση τους στην Ένωση. Σε μια απ' αυτές τις συγκεντρώσεις στη Λευκωσία, που έλαβε χώρα στις 28 Νοεμβρίου 1948, απεφασίσθη να σταλεί τηλεγράφημα στον Πρόεδρο και τον Πρωθυπουργό της Τουρκίας, με το εξής περιεχόμενος "Οι δεκαπέντε χιλιάδες Τ/Κ απεφάσισαν παμψηφεί να απορρίψουν το ελληνικό αίτημα για την προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα ή για αυτονομία. Πιστεύουν ότι η προσάρτηση και η αυτονομία θα είχε σαν συνέπεια τον αφανισμό της Τουρκικής κοινότητας"» (Π. Τερξελής, «Διπλωματία και πολιτική του Κυπριακού», σελ. 44. Παρατίθεται στο «Κυπριακό...» 1988, σελ. 41).

Οι Τ/Κ αποτελούσαν το 18% του πληθυσμού της Κύπρου και πλησίαζαν τις 90 χιλιάδες ανθρώπους. Όπως θα δούμε στη συνέχεια προσανατολίσθηκαν γρήγορα προς το αίτημα της διχοτόμησης (διπλής Ένωσης) της Κύπρου, μέσα από την ξεχωριστή «αυτοδιάθεση» κάθε εθνότητας. Όταν η ελληνική πλευρά ξεκίνησε τον ένοπλο αγώνα για την Ένωση με την ΕΟΚΑ (1955), οι Τ/Κ ίδρυσαν μια ανάλογη ένοπλη ομάδα τη Volkan, η οποία το 1957 μετονομάστηκε σε «Οργάνωση Τουρκικής Άμυνας» (ΤΜΤ).

Θα δούμε στα επόμενα ότι η απλουστευτική αντίληψη ότι οι Τ/Κ αντιστρατεύονταν στην Ένωση μόνον όταν υποκινούντο προς τούτο από τους «ιμπεριαλιστές» (ήταν επομένως «ξενοκίνητοι» και «εκτελεστικά όργανα του ιμπεριαλισμού») ένα μόνο στόχο εξυπηρετείς Να συγκαλύψει το γεγονός ότι η ελληνική στρατηγική για την Ένωση περνούσε μέσα από την πολιτική (και μετά το 1956 ακόμα και τη φυσική) εξόντωση της τουρκικής μειονότητας της Κύπρου.

2.4. Η κλιμάκωση του αγώνα υπό την ηγεμονία της «Εθναρχίας»

(Ιανουάριος 1950 - Οκτώβριος 1955).

Οι πολιτικοί συσχετισμοί που διαμορφώθηκαν κατά την περίοδο 1950-1955 υπήρξαν καθοριστικοί για την εξέλιξη του Κυπριακού. Διαμόρφωσαν το «κλίμα» μέσα στο οποίο διεξήχθησαν οι συγκρούσεις και οι διαπραγματεύσεις των επόμενων περιόδων (1955-57 και 1957-59), από τις οποίες τελικά προέκυψαν οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου.

Κατά την περίοδο αυτή η «Εθναρχία» εξασφαλίζει την απόλυτη πολιτική ηγεμονία στο εσωτερικό των ελληνοκυπριακών πολιτικών δυνάμεων (απέναντι τόσο στην Αριστερά, όσο και στην ακροδεξιά αντιπολίτευση της Κερύνειας). Λειτουργεί σε στενή διαπλοκή με το ελληνικό κράτος και τη διεθνή διπλωματική του δραστηριότητα, διατηρώντας όμως και σ' αυτό το επίπεδο την πρωτοκαθεδρία. Χαρακτηριστικό της περιόδου που εξετάζουμε είναι επίσης η κλιμάκωση των διπλωματικών και πολιτικών ενεργειών του ελληνικού κράτους.

Ως αφετηριακό σημείο της περιόδου αυτής θεωρούμε το Δημοψήφισμα που διοργάνωσε η «Εθναρχία» στις 15/1/1950 και το οποίο υποστηρίχθηκε και από την Αριστερά. Το 95,7% του ενήλικου ελληνοκυπριακού πληθυσμού ψήφισε υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.

Με το Δημοψήφισμα η «Εθναρχία» νομιμοποιείται ως ο αδιαμφισβήτητος εντολοδόχος της θέλησης του ελληνοκυπριακού λαού, τόσο απέναντι στην Αγγλική Διοίκηση, όσο και απέναντι στην αριστερή αντιπολίτευση.

Ταυτόχρονα το Δημοψήφισμα αποτελεί την αφετηρία μιας νέας καμπής του ενωτικού αγώνα, καθώς προκαλεί την κατηγορηματική άρνηση της βρετανικής κυβέρνησης να συζητήσει την αλλαγή του καθεστώτος της Κύπρου, με κύριο επιχείρημα τη στρατηγική σημασία που είχε το Νησί για τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Έτσι, γίνεται επίσης φανερό, ότι φτάνει στα όρια της και η στρατηγική «μη επέμβασης» του ελληνικού κράτους, στρατηγική που «μεριμνούσε» ώστε το Κυπριακό να επιλυθεί ως «αποικιακό πρόβλημα», δηλαδή ως εκκρεμότητα που αφορούσε μόνο τη βρετανική κυβέρνηση και την «Εθναρχία» (τον «εκπρόσωπο της συντριπτικής πλειοψηφίας του Κυπριακού λαού»). Η «αδιάλλακτη» στάση της Βρετανίας απαιτεί μια δυναμικότερη ελληνική παρέμβαση για αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων στην Κύπρο.

Ακριβώς σ' αυτή τη συγκυρία χηρεύει όμως και πάλι ο αρχιεπισκοπικός θρόνος στην Κύπρο, με το θάνατο του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Β'. Στις εκλογές που προκηρύσσονται, ως αντίπαλος του νέου Μητροπολίτη Κυρήνειας, που στην πρώτη φάση της εκλογικής διαμάχης συσπειρώνει και πάλι την ακροδεξιά τάση της «εθνικόφρονος παρατάξεως», κατεβαίνει ο Μητροπολίτης Κιτίου Μακάριος, ο οποίος και κερδίζει την εκλογή (20 Οκτωβρίου 1950). Παρότι δεν ανήκε στην ακροδεξιά τάση της Κερύνειας, ο νέος Αρχιεπίσκοπος, ο Μακάριος Γ', ήταν την εποχή εκείνη μάλλον ένας «ακραιφνής εθνικόφρων»ς «Νεαρός φοιτητής στην Αθήνα είχε προσχωρήσει σε ακροδεξιές οργανώσεις (...) εξέφρασε (...) τα ιδεώδη και τα σύμβολα του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού", όπως εννοούσαν τον όρο αυτό τα συντηρητικά στοιχεία της Δεξιάς (...) Οι φιλοδοξίες του θύμιζαν ανάλογες φιλοδοξίες μεσαιωνικών αρχόντων» (Ν. Κρανιδιώτης, 1981, σελ. 45-46).

Στους στενότερους συνεργάτες του νέου «Εθνάρχη» συγκαταλέγονται ο Νίκος Κρανιδιώτης, Γενικός Γραμματέας της Εθναρχίας, ο εθναρχικός σύμβουλος Ζήνων Ρωσσίδης και, ο νέος Μητροπολίτης Κιτίου Άνθιμος. Το ΑΚΕΛ μποϋκοτάρησε τις αρχιεπισκοπικές εκλογές, αποκαλώντας τες «φάρσα της εθνικοφροσύνης».

Με βασικό «όπλο» την «εντολή» του Δημοψηφίσματος η «Εθναρχία» αποκαθιστά στενή επαφή με την ελληνική κυβέρνηση αλλά και με τα ελληνικά κόμματα της αντιπολίτευσης για τη χάραξη μιας κοινής πολιτικής τακτικής. (Πρωθυπουργός είναι την εποχή αυτή ο Σ. Βενιζέλος). Λίγο μετά την εκλογή του ο Μακάριος επισκέπτεται την Αθήνα και το Συμβούλιο των Αρχηγών των ελληνικών πολιτικών κομμάτων αναγνωρίζει ότι το Κυπριακό αποτελεί «αλυτρωτικό ζήτημα» και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται από το ελληνικό κράτος, βεβαίως, «μέσα στα πλαίσια των συμμαχιών» της χώρας. Το ελληνικό κράτος δεν αναγνωρίζει δηλαδή απλώς την «Εθναρχία» ως πολιτική ηγεσία του ενωτικού αγώνα, αλλά δεσμεύεται να υποστηρίξει και αυτό, «στα πλαίσια των συμμαχιών» που έχει συνάψει, τον ενωτικό αγώνα, ως κοινό εθνικό αγώνα Ελλήνων και Ε/Κ.

Στην πραγματικότητα αυτό σημαίνει ότι διαμορφώνεται ένα κοινό πολιτικό κέντρο αποφάσεων και ένα ενιαίο καθοδηγητικό κέντρο του ενωτικού αγώνα. Τυπικά και ουσιαστικά την ηγεσία του αγώνα έχει η «Εθναρχία». Όμως οι βασικές πολιτικές και διπλωματικές της πρωτοβουλίες βασίζονται πλέον στην ελληνική πολιτική εξουσία και διπλωματία, προωθούνται από κοινού με το ελληνικό κράτος, ή σε αναφορά με αυτό. Στη δυναμική των γεγονότων και των αποφάσεων δεν υπεισέρχονται φυσικά μόνο οι διεθνοπολιτικοί συσχετισμοί, αλλά και οι εσωτερικοί πολιτικοί συσχετισμοί και η δυναμική των πολιτικών αντιπαραθέσεων στην Ελλάδα και την Κύπρο. Βασική μέριμνα πάντως του ενιαίου καθοδηγητικού κέντρου Λευκωσίας - Αθήνας ήταν να περιθωριοποιηθεί πολιτικά η Κυπριακή Αριστερά και να ελαχιστοποιηθεί ο ρόλος της στην επίλυση του Κυπριακού.

Η πολιτική που προκρίνεται στα πλαίσια της νέας συγκυρίας αποτελείται από δύο σκέλη: α) Διεθνοποίηση του Κυπριακού, με την προσφυγή κυρίως στον Ο.Η.Ε., για να αναγνωρισθεί από το διεθνή Οργανισμό το «δικαίωμα αυτοδιάθεσης του Κυπριακού λαού». β) Ένταση της σύγκρουσης στην Κύπρο, με την προσφυγή ακόμα και στον ένοπλο αγώνα.

α) Η πολιτική της διεθνοποίησης εγκαινιάζεται το 1953 από την κυβέρνηση Παπάγου. Η ελληνική κυβέρνηση δηλώνει στη Μ. Βρετανία ότι «θα χειρισθή πλέον το ζήτημα αυτό (το Κυπριακό), όπως κρίνει καλύτερον και λυσιτελέστερον. και ότι αποκτά πλέον πλήρη και απόλυτον ελευθερίαν ενεργείας» (22/12/1953, βλ. Κρανιδιώτης 1981, σελ. 65-66). Λίγο αργότερα καταθέτει προσφυγή σχετικά με το Κυπριακό στην Ένατη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. (Σεπτέμβριος 1954). Η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. αποφασίζει όμως «να μη εξετάσει περαιτέρω το θέμα». (Παρόμοια τύχη είχε και η επόμενη ελληνική προσφυγή στη 10η Γ.Σ. του Ο.Η.Ε. το Σεπτέμβρη του 1955).

Το σκεπτικό της απόφασης του να μη υιοθετήσει ο Ο.Η.Ε. ψήφισμα για την «εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης» στην Κύπρο (50 ψήφοι υπέρ, 8 αποχές) στηριζόταν στη θέση ότι οι Κύπριοι δεν αποτελούν ένα «ιδιαίτερο λαό», αλλά ένα πληθυσμό Ελλήνων (κατά πλειοψηφία) και Τούρκων (κατά μειοψηφία), και ότι επομένως το Κυπριακό θα έπρεπε καταρχήν να επιχειρεί να λυθεί με βάση ένα ειρηνικό διακανονισμό ανάμεσα στα τρία ενδιαφερόμενα μέρη: τη Μ. Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία. Το σκεπτικό αυτό υποστηρίχθηκε από τις δυτικές χώρες, που επιδίωκαν να παραμείνει το Κυπριακό μέσα στα πλαίσια του NATO, αλλά και από τις χώρες του Γ' Κόσμου, που έβλεπαν το Κυπριακό περισσότερο σαν μια διένεξη τριών νατοϊκών χωρών, παρά σαν ένα ζήτημα αποικιακής υποδούλωσης. Καθοριστική υπήρξε εδώ και η παρέμβαση της Τουρκίας, η οποία υποστήριξε ότι το εμφανιζόμενο από την Ελλάδα ως «αίτημα αυτοδιάθεσης των Κυπρίων» αποτελεί στην ουσία «αίτημα προσάρτησης εδάφους» από μια χώρα και έτσι στερεί το δικαίωμα της «αυτοδιάθεσης» από τους Τούρκους που ζουν στην Κύπρο.

Ο ενωτικός αγώνας των Ε/Κ, αντίθετα με τις προσδοκίες της ελληνικής και ελληνοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας, δεν βρήκε, λοιπόν, σ' αυτή τη φάση, ουσιαστική διεθνή αναγνώριση ή νομιμοποίηση.

Ταυτόχρονα με τη διεθνή διπλωματική δραστηριότητα της Ελλάδας εντείνονται και οι μαζικές κινητοποιήσεις στην Κύπρο. Η «Εθναρχία» απορρίπτει κάθε πρόταση των αποικιακών αρχών για συμμετοχή σε «συνταγματικό σύστημα διακυβέρνησης». Την ίδια ακριβώς πολιτική, αλλά σε αυτόνομη οργανωτικά βάση ακολουθεί και το ΑΚΕΛ10. Οι κινητοποιήσεις και οι απεργίες κορυφώνονται και εντείνονται όταν απορρίπτεται από τη Γ.Σ. του Ο.Η.Ε. η προσφυγή της Ελλάδας για αναγνώριση του «δικαιώματος αυτοδιάθεσης» των Κυπρίων.

Η διεθνοποίηση του Κυπριακού και η ενεργή πλέον υποστήριξη της Ελλάδας στο αίτημα της «αυτοδιάθεσης - ένωσης» είχε σαν αποτέλεσμα την ένταση των αντιδράσεων των Τ/Κ από τη μια μεριά και την ενεργότερη ανάμειξη στο Κυπριακό της Τουρκίας από την άλλη. Ήδη αμέσως μετά την κατάθεση της ελληνικής προσφυγής στον Ο.Η.Ε. η Τουρκία με διάδημα της προς την Ελλάδα δηλώνει την πρόθεση της (και το «δικαίωμα της») να συμμετάσχει μαζί με την Ελλάδα και τη Βρετανία στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για το μέλλον της Κύπρου. Όπως σωστά παρατηρούσε ο θ. Τσεκούρας, «από τη στιγμή που ξέσπασε η κυπριακή κρίση, η εμπλοκή τους (του ελληνικού και του τουρκικού κράτους) γινόταν αντικειμενική αναγκαιότητα, γιατί σ' αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν άφηναν απροστάτευτα τα αντίστοιχα εθνικά σύνολα τους στην τύχη τους, θα φαίνονταν ανίκανα να διαχειρισθούν τα "εθνικά συμφέροντα" των χωρών τους, και θα έμπαινε σε κρίση το σημαντικότερο ίσως συστατικό της οργάνωσης της ηγεμονίας τους» (Τσεκούρας 1985, σελ. 36). Η διεθνής απομόνωση του ελληνικού αιτήματος για προσάρτηση της Κύπρου, με την απόφαση της 9ης Γ.Σ. του Ο.Η.Ε., αναγκάζει, έτσι, την ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί τη βρετανική πρωτοβουλία για τριμερή διάσκεψη στο Λονδίνο, (Βρετανία - Ελλάδα - Τουρκία), σχετικά με το μέλλον του Κυπριακού11. Η Διάσκεψη καταλήγει σε αποτυχία καθώς η βρετανική πρόταση για παραχώρηση «συντάγματος αυτοκυβέρνησης» (υπό την εξουσία, φυσικά, του Άγγλου Κυβερνήτη) με αντάλλαγμα την «ειρήνευση» στο Νησί (είχε ήδη ξεκινήσει η δράση της ΕΟΚΑ) απορρίπτεται από την ελληνική πλευρά. Την τελευταία μέρα της Διάσκεψης (691955) και ενώ είχε γίνει ήδη γνωστή η αποτυχία της, ξέσπασαν στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη οι γνωστές βιαιοπραγίες εναντίον της ελληνικής μειονότητας12.

β) Παράλληλα με την πολιτική της διεθνοποίησης, η ελληνοκυπριακή και ελληνική πολιτική ηγεσία προσανατολίζονται, ήδη από την αρχή της περιόδου που εξετάζουμε, στη διοργάνωση ένοπλου αγώνα στην Κύπρο, ως μέσο για τον εξαναγκασμό των Άγγλων (αλλά και των Τούρκων) να αποδεχθούν τελικά ένα πολιτικό διακανονισμό με βάση την «αυτοδιάθεση».

Μόλις δυο μήνες μετά την εκλογή του Μακαρίου, το Δεκέμβριο του 1950 ο Γ. Γρίβας13 συναντά στην Αθήνα τον στρατηγό Γ. Κοσμά, αρχηγό του Γ.Ε.Σ. και εξασφαλίζει τη συγκατάθεση του για το ξεκίνημα του ένοπλου αγώνα στην Κύπρο. Το ξεκίνημα της επιχείρησης αναβάλλεται όμως γιατί έχει ακόμα επιφυλάξεις ο Στρατάρχης Παπάγος (Γρίβας 1961, σελ. 15). Τελικώς προκρίνεται μια οργανωτική μορφή, σύμφωνα με την οποία στην απόφαση για τον ένοπλο αγώνα δεν συμμετέχει κανένα επίσημο μέλος της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά μόνον «σημαίνοντες Έλληνες», (όπως πρώην υπουργοί, απόστρατοι αξιωματικοί, καθηγητές Πανεπιστημίου), εξόριστοι Κύπριοι παράγοντες και φυσικά ο Μακάριος και ο Γρίβας. Τον Οκτώβριο του 1952 ο Γρίβας φθάνει στην Κύπρο για «αναγνώριση του εδάφους» και το Μάρτιο του 1953 παίρνεται η τελική απόφαση για το ξεκίνημα του ένοπλου αγώνα.

Η ένοπλη οργάνωση που οικοδομείται στην Κύπρο από τον Γ. Γρίβα, η ΕΟΚΑ, δεν αποτελεί κατά κανένα τρόπο μια «πολιτική οργάνωση» που διεξάγει ανταρτοπόλεμο. Πρόκειται για μια (παρα)στρατιωτική οργάνωση που είναι απόλυτα υποταγμένη στις πολιτικές και τις διπλωματικές πρωτοβουλίες και εντολές του ενιαίου κέντρου Αθήνας (ελληνική κυβέρνηση) - Λευκωσίας («Εθναρχία»). Η ΕΟΚΑ δεν έχει κανενός είδους εσωτερικές πολιτικές λειτουργίες, είναι στρατιωτικά οργανωμένη και τα μέλη και στελέχη της υπακούουν απλώς στις διαταγές του αρχηγού. Το ιδεολογικό στίγμα της οργάνωσης είναι, βέβαια, σαφές: Ένωση και αντικομμουνισμός. «Η στρατολογία των αγωνιστών της ΕΟΚΑ (της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών) έγινε από συντηρητικά στοιχεία της Κυπριακής νεολαίας, και ιδιαίτερα από εφήβους που ανήκαν σε εκκλησιαστικές οργανώσεις και θρησκευτικά σωματεία, και ήσαν, ως εκ τούτου, εμποτισμένοι με τα "εθνικόφρονα" δεξιά ιδεώδη και τις μεγαλοϊδεατικές παραδόσεις της Εκκλησίας και του Έθνους» (Κρανιδιώτης 1981, σελ. 74).

Ο αρχηγός τώρα, ο Γρίβας, ο οποίος μόνος διατηρούσε το προνόμιο των πολιτικών αποφάσεων λειτουργούσε πάντοτε, αν όχι κατ' εντολήν, οπωσδήποτε πάντως σε αναφορά (ή καλύτερα στο εσωτερικό) της ελληνοκυπριακής και ελληνικής πολιτικής ηγεσίας. Μέσω συνήθως του Μητροπολίτη Κιτίου ή του συνεργάτη του Αζίνα ήταν σε συνεχή επαφή με την «Εθναρχία» και μέσω του Έλληνα πρέσβη στην Κύπρο με το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας αλλά και με τον Έλληνα Πρωθυπουργό14.

Χαρακτηριστική του ρόλου της ΕΟΚΑ ήταν η ημερομηνία έναρξης του ένοπλου αγώνας «Στις 29 Σεπτεμβρίου (ενν. του 1954) ο Μακάριος πήγε στη Νέα Υόρκη για να παρακολουθήσει τη συζήτηση του Κυπριακού στα Ηνωμένα Έθνη. Μέχρι των μέσων Οκτωβρίου δεν είχα πάρει μήνυμα του και το θέμα της ημερομηνίας της έναρξης του ένοπλου αγώνα έμενε αδιευκρίνιστο (...) Αν η απόφαση ήταν να αρχίσει ο ένοπλος αγώνας, παράλληλα με τη συζήτηση του Κυπριακού, θα μου τηλεφωνούσε συνθηματικά "να δώσετε εκείνους τους τόμους στο βιβλιοδετείο να δεθούν". (...) Στο μεταξύ ο Γρίβας ανυπομονούσε και μου έστελνε καθημερινά τον Ανδρέα Αζίνα για να τον πληροφορήσω σχετικά. Τέλος το μήνυμα ήρθε. Ο Μακάριος μου τηλεφώνησες "Να μη δέσετε τα βιβλία". Και την ίδια μέρα ο Γενικός Πρόξενος Ανδρέας Παππάς μου διαβίβασε τηλεγράφημα του τότε μόνιμου Αντιπροσώπου της Ελλάδας στα Ηνωμένα Έθνη Αλέξη Κύρου, με το οποίο γινόταν έντονη προειδοποίηση, η έναρξη του ένοπλου αγώνα να μη συμπέσει με τη συζήτηση του Κυπριακού στα Ηνωμένα Έθνη, γιατί αυτό θα ήταν καταστρεπτικό (...) Κάλεσα αμέσως του Ανδρέα Αζίνα και ειδοποίησα τον Γρίβα σχετικά. Έτσι η έναρξη του ένοπλου αγώνα αναβλήθηκε» (Ν. Κρανιδιώτης 1981, σελ. 80-81).

Την υπαγωγή (και την αποδοχή της υπαγωγής), άλλωστε, του ένοπλου αγώνα στις αποφάσεις αλλά και τις προτεραιότητες του πολιτικού και διπλωματικού αγώνα (της «Εθναρχίας» και της ελληνικής κυβέρνησης) θύμιζε επανειλημμένα ο Γρίβας στα εσωτερικά κείμενα του προς την ΕΟΚΑ, στις προκηρύξεις του, ή στα γράμματα του προς την ελληνική κυβέρνηση (ακόμα κι όταν έγραφε για να εκφράσει τη διαφωνία του προς κάποιες αποφάσεις). Είναι χαρακτηριστικό, ότι απευθυνόμενος προς τα μέλη της ΕΟΚΑ μετά τις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου για να διατάξει «παύσατε πυρ!» εξηγείς «Τα όπλα μόνα και μάλιστα σε μία μικρή νήσον, η οποία έχει να αντιμετώπιση μία πανίσχυρη αυτοκρατορίαν, θα αντιλήφθητε και μόνοι σας, ότι δεν δύνανται να δώσουν τελικήν λύσιν. Χρειάζεται η πολιτική, η οποία να εκμεταλλευθή τα αποτελέσματα της ενόπλου συρράξεως μεταξύ των αντιπάλων, δια να επιτυχή πολιτικήν λύσιν. Και η πολιτική μας λέγει, ότι έπραξε παν το δυνατόν και δεν δύναται να επιτυχή περισσότερα των όσων επέτυχεν» (Γρίβας 1961, σελ. 404).

Επιμείναμε στο γεγονός ότι η ΕΟΚΑ (ο Γρίβας) εντάχθηκε εξ αρχής στο εσωτερικό του καθοδηγητικού κέντρου Αθήνας - Λευκωσίας, ότι ο ένοπλος αγώνας λειτούργησε συμπληρωματικά προς την πολιτική και διπλωματική δραστηριότητα της ελληνοκυπριακής και ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε την εξέλιξη των πολιτικών συσχετισμών δύναμης (αλλά και τη στάση του Γρίβα), κατά την επόμενη περίοδο.

Ο ένοπλος αγώνας άρχισε τελικά την 1η Απριλίου 1955. Ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικός με την έννοια κυρίως ότι σε ελάχιστο χρονικό διάστημα προκάλεσε σημαντικά πολιτικά αποτελέσματα: Έκανε φανερή την αδυναμία της Αποικιακής Διοίκησης να καταστείλει την αντίσταση (ένοπλη και μαζική) και να διατηρήσει μακροπρόθεσμα την εξουσία με την υπάρχουσα τότε μορφή της, εμψύχωσε τον ελληνοκυπριακό πληθυσμό και έδωσε νέα ορμή στις μαζικές εκδηλώσεις του, ενίσχυσε τελικά τη διαπραγματευτική θέση της ελληνικής πλευράς και ανάγκασε τη Βρετανία (αλλά και την Τουρκία) να προσανατολιστούν (για πρώτη φορά) προς την προοπτική ενός σχεδίου «επίλυσης» του Κυπριακού. Χαρακτηριστικό της αλλαγής του συσχετισμού των δυνάμεων υπέρ της ελληνικής πλευράς, που προέκυψε από τη δράση της ΕΟΚΑ, είναι ότι το ΑΚΕΛ, που αρχικά καταδίκασε τον ένοπλο αγώνα λόγω του ακραία αντικομμουνιστικού ιδεολογικού στίγματος της ΕΟΚΑ, αναθεώρησε σύντομα τη στάση του, φθάνοντας, το Μάρτη του 1957, σε δημόσια «αυτοκριτική» (Κρανιδιώτης 1981, σελ. 76-77).

Η νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε με την έναρξη του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ οδήγησε σε κατάρρευση, όπως ήδη είπαμε, τη μεταπολεμική «ελληνοτουρκική φιλία και συνεργασία», η οποία «παράπαιε» όμως ήδη από το 1953-54, σαν αποτέλεσμα της ελληνικής διπλωματικής πρωτοβουλίας για διεθνή αναγνώριση του «δικαιώματος αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού». Την εμφάνιση της ΕΟΚΑ ακολούθησε επίσης η εμφάνιση της Τ/Κ ένοπλης οργάνωσης Volkan και ΤΜΤ (Γρίβας 1961, σελ. 50-51 και 91), αλλά και η αναδιοργάνωση της κυπριακής αστυνομίας, με τη μαζική έξοδο Ε/Κ και τη μαζική πρόσληψη Τ/Κ αστυνομικών'1.

2.5 Σχέδια επίλυσης του Κυπριακού και όξυνση των συγκρούσεων (Οκτώβριος 1955 - Μάρτιος 1957).

Η αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων στην Κύπρο (αλλά και διεθνώς), που έλαβε χώρα κατά την προηγούμενη περίοδο, οδήγησε σε μια νέα φάση του Κυπριακού, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η διατύπωση από τη Μεγ. Βρετανία συγκεκριμένων «σχεδίων επίλυσης» του Κυπριακού. Η δράση των πολιτικών δυνάμεων στην Κύπρο αλλά και η ελληνική και τουρκική διπλωματία καθορίζεται κατά την περίοδο που εξετάζουμε από τις πολιτικές διαπραγματευτικές και διπλωματικές πρωτοβουλίες της Μεγ. Βρετανίας.

Ήδη τον Ιούλιο του 1955 ο Βρετανός Υπουργός των Αποικιών Λέννοξ Μπόυντ συναντά στην Κύπρο τον Μακάριο. Ως αφετηρία της νέας περιόδου πρέπει να θεωρήσουμε πάντως τις διαπραγματεύσεις του Κυβερνήτη της Κύπρου Χάρντιγκ με το Μακάριο, διαπραγματεύσεις που άρχισαν τον Οκτώβριο του 1955 και διήρκεσαν μέχρι τις αρχές Μαρτίου 1956.

Βάση για τις διαπραγματεύσεις υπήρξε βρετανικό «σχέδιο επίλυσης» του Κυπριακού το οποίο προέβλεπε «ευρεία αυτοκυβέρνηση» του Κυπριακού λαού (Σχέδιο Χάρντιγκ). Ο Μακάριος αντιπροτείνει ένα σχέδιο από τρία σημείας «1. Η αναγνώριση, από τη βρετανική κυβέρνηση, του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού αποτελεί αναπόσπαστη βάση για τη λύση του Κυπριακού ζητήματος. 2. Ύστερα από μια τέτοια επίσημη αναγνώριση (του δικαιώματος αυτοδιάθεσης) ο Αρχιεπίσκοπος θα ήταν διατεθειμένος να συνεργασθεί με τη Βρετανική κυβέρνηση στην εκπόνηση ενός συντάγματος αυτοκυβέρνησης και στην άμεση εφαρμογή του. 3. Ο χρόνος εφαρμογής της αρχής της αυτοδιάθεσης θα αποτελούσε θέμα προς συζήτηση μεταξύ της βρετανικής κυβέρνησης και των αντιπροσώπων του κυπριακού λαού που θα εκλέγονταν με βάση το Σύνταγμα» (Κρανιδιώτης 1987, σελ. 17. Για ό,τι ακολουθεί εδώ βλ. Κρανιδιώτης 1987 και Κρανιδιώτης 1981, σελ. 112-180).

Στις διαπραγματεύσεις που ακολουθούν οι βρετανικές θέσεις προσεγγίζουν σταδιακά το πιο πάνω σχέδιο των Ε/Κ - (Από ελληνοκυπριακής πλευράς τις διαπραγματεύσεις διεξάγουν ο Μακάριος και ο Ν. Κρανιδιώτης, Γ.Γ. της «Εθναρχίας». Έντονη παρασκηνιακή δραστηριότητα αναπτύσσει και το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών). Οι βρετανοί α) δέχονται να αναγνωρίσουν το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των Κυπρίων. β)Αποδεσμεύουν τη μη άμεση παραχώρηση του δικαιώματος αυτού από τα βρετανικά και ΝΑΤΟικά συμφέροντα και επικαλούνται απλώς την «κατάσταση στη Μεσόγειο» γι' αυτή την καθυστέρηση, γ) Δέχονται η φόρμουλα της συμφωνίας να αποτελέσει «μονομερή δήλωση» της βρετανικής κυβέρνησης και όχι επίσημο «κείμενο συμφωνίας», δ) Δέχονται ο χρόνος εφαρμογής της αυτοδιάθεσης να θεωρηθεί συνάρτηση της διασφάλισης (με την εφαρμογή της αυτοκυβέρνησης) των συμφερόντων «όλων των τμημάτων της κοινότητος» (θέση που είχε προτείνει η ελληνική κυβέρνηση), αντί του αρχικού «όταν η αυτοκυβέρνηση αποδειχθεί πρόταση που θα μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά», ε) Δίνουν προφορικές εγγυήσεις ότι στο καθεστώς της αυτοκυβέρνησης θα προβλέπεται Ε/Κ πρωθυπουργός, Ε/Κ υπουργικό συμβούλιο με συμμετοχή μόνον ενός Τ/Κ υπουργού και ότι στη Βουλή θα υπάρξει αναλογική εκπροσώπηση των 2 κοινοτήτων. Προφορικές εγγυήσεις δίνονται επίσης για την αμνηστεύσει των αγωνιστών της ΕΟΚΑ. στ) Ο βρετανός Κυβερνήτης θα ασκεί τα καθήκοντα του «ρυθμιστή του Πολιτεύματος». Πέραν αυτών ο Κυβερνήτης θα διατηρεί την εξουσία στα ζητήματα που αφορούν την εξωτερική πολιτική και την Άμυνα, θα διατηρεί επίσης την εξουσία για τη «δημόσια ασφάλεια», «εφ' όσον χρόνον ούτος θα εθεώρει τούτο αναγκαίον».

Το πλαίσιο αυτό επίλυσης του Κυπριακού το αποδέχεται τόσο η «Εθναρχία» (βλ. π.χ. Κρανιδιώτης 1987 σελ. 167-70 και 92-94) όσο και η ελληνική κυβέρνηση (όπ.π. σελ. 27 και 57-58). Εντούτοις, ο Μακάριος ζητά διαρκώς διευκρινήσεις και επιμένει σε γραπτώς διατυπωμένες βελτιώσεις, όλες σχεδόν από τις οποίες αφορούν το «συνταγματικό καθεστώς αυτοκυβέρνησης». Έτσι τελικά οι διαπραγματεύσεις ναυαγούν. Ακολουθούν δηλώσεις τόσο της «Εθναρχίας» όσο και της ελληνικής Κυβέρνησης με τις οποίες απορρίπτεται επισήμως το σχέδιο Χάρντιγκ.

Οι λόγοι της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων και της τελικής απόρριψης των βρετανικών προτάσεων, παρά την ουσιαστική αποδοχή του περιεχομένου τους από την ελληνική και Ε/Κ πλευρά, εντοπίζονται εξ ολοκλήρου στον εσωτερικό συσχετισμό των δυνάμεων τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδας

Η «Εθναρχία» και η Ελλάδα θα εδέχοντο το τελικό σχέδιο Χάρντιγκ στη βάση δύο δεδομένων:

α) Ότι ήταν αδύνατο να κάμψουν άμεσα τη βρετανική εξουσία στην Κύπρο και να εξαναγκάσουν τους Βρετανούς σε αποχώρηση.

β) Ότι ο διεθνής και ενδοκυπριακός συσχετισμός των δυνάμεων δεν επέτρεπε την εκμηδένιση του Τ/Κ και τουρκικού παράγοντα. Με δεδομένη τη μη ύπαρξη ενός ενιαίου «κυπριακού λαού», η αρχή της αυτοδιάθεσης, αυτό ήταν το πιθανότερο στα πλαίσια των δεδομένων συσχετισμών, θα ερμηνευόταν μάλλον ως αυτοδιάθεση κάθε εθνότητας χωριστά, δηλαδή «διπλή ένωση» - διχοτόμηση της Κύπρου. Αυτή τη λύση υποστήριζαν πλέον ανοικτά οι Τ/Κ και η Τουρκία. Στο ελληνικό επιχείρημα ότι η διπλή αυτοδιάθεση ήταν «ανεφάρμοστη» γιατί δεν υπήρχε εδαφικός διαχωρισμός των δύο εθνοτήτων, και θα έπρεπε επομένως να γίνουν μετακινήσεις πληθυσμών, υπήρχε το τουρκικό αντεπιχείρημα των αμυντικών αναγκών της Τουρκίας. Η Κύπρος απέχει μόλις 40 μίλια από την Τουρκία και 500 μίλια από την Ελλάδα. Προσάρτηση χωρίς ανταλλάγματα προς την Τουρκία ολόκληρης της Κύπρου στην Ελλάδα θα άλλαζε ριζικά τη στρατηγική ισορροπία ανάμεσα στις δύο χώρες. Μέσα λοιπόν από τη μεταβατική φάση της αυτοκυβέρνησης η ελληνική στρατηγική προσέβλεπε στη ριζική αλλαγή των ελληνοτουρκικών συσχετισμών (πρώτα απ' όλα στην Κύπρο), ώστε η Ένωση - χωρίς ανταλλάγματα προς την Τουρκία - να μπορεί να πραγματοποιηθεί16.

Εντούτοις, η ελληνική και κυρίως η Ε/Κ πολιτική ηγεσία συζητά με βάση το σχέδιο Χάρντιγκ για πρώτη φορά κάτι διαφορετικό από την Ένωση, ή έστω την «αυτοδιάθεση». Κινδυνεύει, λοιπόν, άμεσα να απομονωθεί πολιτικά από το ενωτικό πολιτικό κίνημα του οποίου ηγείται, να υπερφαλαγγισθεί έτσι από τις περισσότερο «συνεπείς» (ή «αδιάλλακτες») πολιτικές τάσεις, οι οποίες θα καλούντα πλέον ως νέα ηγεσία να υλοποιήσουν την πάγια γραμμή της «εθνικής πολιτικής». Ήδη από το 1952 το ΑΚΕΛ ισχυριζόταν ότι «ο Μακάριος και η "Έθναρχία" του είναι ο κυματοθραύστης και ευνουχιστής του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του λαού μας. Εκτελούν πιστά τις προσταγές της ξενοκρατίας (...)» (ΑΚΕΛ 1952, σελ. 56). Όμως και μέσα στους κόλπους της Δεξιάς υπήρχε η δυναμική «αδιάλλακτη» τάση της Κερύνειας, υπό την ουσιαστική ηγεσία του Γεν. Γραμ. της Μητρόπολης Πολύκαρπου Ιωαννίδη, που «με το σύνθημα "Ένωσιν και μόνον Ένωσιν" απέρριπτε κάθε άλλη λύση από την άμεση Ένωση ή την Ένωση εντός "ευλόγου τακτής προθεσμίας"» (Κρανιδιώτης 1981, σελ. 172). Ο Μακάριος απευθύνεται τότε προς τον Γρίβα, ο οποίος λειτουργώντας σε αναφορά με το ηγετικό κέντρο Λευκωσίας - Αθήνας δεν είχε μέχρι τότε κανενός είδους σχέση με την αντιπολιτευτική πολιτική της Κερύνειας. Ο Γρίβας όμως του υποδεικνύει ότι ως πρώτος όρος για τη συμφωνία πρέπει να τεθεί ο καθορισμός της ημερομηνίας της αυτοδιάθεσης και οι εγγυήσεις για την τελική εφαρμογή της αυτοδιάθεσης.

Εν τω μεταξύ, ενώ συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις οξύνονται σε πρωτοφανή επίπεδα οι συγκρούσεις στην Κύπρο. Στις 26 Νοεμβρίου του 1955 κηρύσσεται κατάσταση έκτακτης ανάγκης «λόγω της εντάσεως των τρομοκρατικών βιαιοτήτων» και τίθενται εκτός νόμου το ΑΚΕΛ και όλες οι μαζικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις που συνδέονται μαζί του17. Κλείνονται οι αριστερές εφημερίδες «Νέος Δημοκράτης» και «Ανεξάρτητος», αλλά και η τουρκοκυπριακή αριστερή εφημερίδα «Ινκιλάπσι» (Μεταρρύθμιση). Παρόλα αυτά οι μαζικές εκδηλώσεις, οι διαδηλώσεις, οι συγκρούσεις με την αστυνομία, αλλά και η δράση της ΕΟΚΑ συνεχίζονται. Στις 28 Νοεμβρίου 1955 καταδικάζεται σε θάνατο ο Μ. Καραολής (απαγχονίστηκε στις 10/5/1956).

Ο Μακάριος, κάτω από αυτές τις συνθήκες, ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί το σχέδιο Χάρντιγκ μόνο αν αυτό γινόταν προηγουμένως αποδεκτό από την ελληνική κυβέρνηση. Κάτι τέτοιο όμως δεν ήταν δυνατό για δύο λόγους: α) θα μετέθετε και πάλι το ζήτημα από βρετανο(ελληνοκυπριακή διαφορά σε ζήτημα μιας νέας «τριμερούς», αφού θα προκαλούσε χωρίς αμφιβολία μια νέα παρέμβαση της Τουρκίας. β) θα επηρέαζε σημαντικά το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα, που βρισκόταν σε προεκλογική περίοδο (οι εκλογές είχαν ορισθεί για τις 19256)ς Όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης είχαν ταχθεί ανεπιφύλακτα υπέρ του καθορισμού «τακτού και εύλογου χρόνου ασκήσεως της αυτοδιαθέσεως» ως μοναδικής αποδεκτής λύσης για το Κυπριακό18.

Η απόρριψη της αγγλικής πρωτοβουλίας έρχεται λοιπόν ως αποτέλεσμα της δυναμικής των υπαρκτών πολιτικών συσχετισμών στην Κύπρο και την Ελλάδα. Με το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων οξύνεται η σύγκρουση ανάμεσα στη βρετανική διοίκηση και την κυπριακή πολιτική ηγεσία, γεγονός που γεφυρώνει και πάλι το χάσμα στους κόλπους της Ε/Κ Δεξιάς (ανάμεσα στην «Εθναρχία» και τους «ανένδοτους» της Κερύνειας).

Το Μάρτιο του 1956 συλλαμβάνονται και εξορίζονται στις Σεϋχέλες («προς το συμφέρον της προωθήσεως της ειρήνης, της τάξεως (...)») ο Μακάριος, ο Μητροπολίτης Κερύνειας και ο Γραμματέας της Μητρόπολης Κερύνειας Πολύκαρπος Ιωαννίδης. Το γεγονός είναι ενδεικτικό για τον πολιτικό συσχετισμό των δυνάμεων στο εσωτερικό της Δεξιάς, για τον καθοριστικό δηλαδή ρόλο που έπαιζε πλέον η Κερύνεια. Άλλωστε μετά την εξορία του «Εθνάρχη», το Εθναρχικό Συμβούλιο απαίτησε και πέτυχε από την ελληνική κυβέρνηση την παραίτηση του υπουργού εξωτερικών Σ. Θεοτόκη, με το σκεπτικό ότι ήταν ενδοτικός απέναντι στο σχέδιο Χάρντιγκ.

Κατά τους μήνες που ακολουθούν η «Εθναρχία» ασκεί έντονη διπλωματική δραστηριότητα και ζητά από τη βρετανική κυβέρνηση την απελευθέρωση του Μακαρίου και την αποδοχή των «σημείων» της πρότασης του. Παράλληλα οξύνονται οι τουρκικές και Τ/Κ αντιδράσεις ενάντια στην ελληνική εκδοχή για την «αυτοδιάθεση», ενώ η αγγλική Διοίκηση διακηρύσσει συνεχώς ότι θα συντρίψει την τρομοκρατία. Στις 12 Ιουλίου 1956 η βρετανική κυβέρνηση εξήγγειλε ότι ανέθεσε στο Λόρδο Ράντκλιφ τη διαμόρφωση ενός σχεδίου για το Κυπριακό. Στις 9 Αυγούστου απαγχονίσθηκαν 3 αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Εντούτοις, στις 16 Αυγούστου η ΕΟΚΑ κήρυξε εκεχειρία - μετά από εντολή της ελληνικής κυβέρνησης - για να δώσει τη δυνατότητα να επιτευχθεί ένας «ειρηνικός διακανονισμός» και να απελευθερωθεί ο Αρχιεπίσκοπος. Στις 28 Αυγούστου έληξε η εκεχειρία της ΕΟΚΑ και στις 29 του ίδιου μήνα συνελήφθη ο Εθναρχεύων Μητροπολίτης Κιτίου Άνθιμος και ο Γ.Γ. της Εθναρχίας Νίκος Κρανιδιώτης. Το Σεπτέμβριο του 1956 η βρετανική κυβέρνηση κατέθεσε προσφυγή στον Ο.Η.Ε. εναντίον της Ελλάδας, κατηγορώντας την ότι καθοδηγεί τον ένοπλο αγώνα στην Κύπρο.

Μέσα σ' αυτό το κλίμα εξαγγέλθηκε τελικά στις 19 Δεκεμβρίου 1956 το σχέδιο Ράντκλιφ, ενώ παράλληλα χαλάρωσαν τα έκτακτα μέτρα στην Κύπρο. Επρόκειτο για ένα σχέδιο Συντάγματος «αυτοκυβέρνησης», στο οποίο ο Κυβερνήτης διατηρούσε αυξημένες εξουσίες. Στο υπουργικό συμβούλιο προβλέπονταν έξι Έλληνες υπουργοί και μόνον ένας Τούρκος (για τις τουρκικές υποθέσεις). Ο Κυβερνήτης διατηρούσε όμως καθοριστικές αρμοδιότητες σ' ό,τι αφορά το διορισμό του πρωθυπουργού. Το πιο σημαντικό εντούτοις στοιχείο της βρετανικής πρωτοβουλίας δεν ήταν τόσο αυτό καθεαυτό το συνταγματικό πλαίσιο «αυτοκυβέρνησης» (σχέδιο Ράντκλιφ) όσο η ρητή πλέον διευκρίνηση της βρετανικής κυβέρνησης ότι η μελλοντική «αυτοδιάθεση» του Κυπριακού λαού θα είχε το χαρακτήρα «διπλής αυτοδιάθεσης» («αυτοδιάθεσης» κάθε εθνότητας χωριστά) (Κρανιδιώτης 1981, σελ. 239 κ.ε).

Η ελληνική κυβέρνηση απορρίπτει χωρίς συζήτηση το αγγλικό σχέδιο. Το κυπριακό συζητείται το Φεβρουάριο του 1957 στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. όπου Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία επαναλαμβάνουν τις πάγιες θέσεις τους. Η Γ. Συνέλευση υιοθετεί ψήφισμα στο οποίο διατυπώνεται η ευχή «για την εξεύρεση ειρηνικής, δημοκρατικής και δίκαιης λύσης (...) και την ελπίδα ότι θα αναληφθούν και θα συνεχισθούν διαπραγματεύσεις για το σκοπό αυτό» (Κρανιδιώτης 1981, σελ. 245). Το ψήφισμα αυτό ικανοποιεί την ελληνική πλευρά γιατί σ' αυτό έμμεσα υποστηρίζεται η θέση ότι πρέπει να απελευθερωθεί ο Μακάριος («ο μόνος» διαπραγματευτής από ελληνικής και Ε/Κ πλευράς). Παράλληλα ο Γρίβας κηρύσσει λίγες μέρες αργότερα τη δεύτερη εκεχειρία της ΕΟΚΑ.

Στις 20 Μαρτίου 1957 η βρετανική κυβέρνηση ανακοινώνει την πρόθεση της να απελευθερώσει τον Μακάριο και δηλώνει ότι μελετά νέο σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού στα πλαίσια του NATO. H απόφαση για την απελευθέρωση του Μακαρίου (αλλά και των ηγετών της Κερύνειας) λαμβάνεται τελικά στις 28 Μαρτίου 1957. Συγχρόνως απελευθερώνονται και οι κρατούμενοι στην Κύπρο ακελικοί και «εθναρχικοί» πολιτικοί ηγέτες.

Αμέσως μετά η βρετανική κυβέρνηση προτείνει στον Γρίβα την οριστική αμοιβαία κατάπαυση του πυρός, με την παροχή γενικής αμνηστίας για τα μέλη της ΕΟΚΑ. Ο Γρίβας ενημερώνοντας την ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι «θα ήτο δυνατή η οριστική κατάπαυσις του αγώνος, υπό τον όρον ότι οι διαπραγματεύσεις θα έπρεπε να διεξαχθούν βάσει της αρχής της αυτοδιαθέσεως». Σε άλλο μήνυμα του εξηγεί ότι δεν είχαν ακόμη διαμορφωθεί οι όροι για την κατάπαυση του ένοπλου αγώνα, διεκρινίζοντας βέβαια ότι «η κατάπαυσις του αγώνος δεν είναι της αρμοδιότητος μου, αλλά της αρμοδιότητος της πολιτικής ηγεσίας, η οποία χειρίζεται το όλον ζήτημα» (Γρίβας 1961, σελ. 168-169).

Όπως και κατά την προηγούμενη περίοδο, η ΕΟΚΑ και ο αρχηγός της δεν λειτουργούν παρά ως ένα κρίσιμο μεν, αλλά πάντοτε βοηθητικό εργαλείο στα χέρια της ελληνικής και Ε/Κ πολιτικής ηγεσίας και διπλωματίας. Δεν θα πρέπει όμως, ας το ξαναθυμίσουμε, να ερμηνεύσουμε την υπαγωγή του Γρίβα στις πολιτικές επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης (π.χ. αποφάσεις για κήρυξη εκεχειρίας) με βάση κύρια τους οργανωτικούς δεσμούς και τις «εξαρτήσεις» του (π.χ. ως στρατηγού κ.λπ.) από το ελληνικό κράτος ή και την «Εθναρχία». Πρόκειται κυρίως για την πολιτική ενότητα ανάμεσα στους διαφορετικούς πόλους του ενωτικού αγώνα, για την πολιτική συνοχή που πηγάζει από την ενιαία στρατηγική της «αυτοδιάθεσης - ένωσης».

Η ενότητα αυτή της Ε/Κ και ελληνικής πολιτικής στρατηγικής διασαλεύτηκε, όμως, στην εκρηκτική συγκυρία από τον Οκτώβριο του 1955 μέχρι τις αρχές του 1956: Η ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία προσανατολίσθηκε κατά το διάστημα αυτό προς τη «μεταβατική λύση της συνταγματικής διακυβέρνησης» (σχέδιο Χάρντιγκ και συναφείς προτάσεις Μακαρίου), όταν διαπίστωσε το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει η στρατηγική της «αυτοδιάθεσης - ένωσης», κατά κύριο λόγο σαν συνέπεια του πολιτικού συσχετισμού των δυνάμεων ανάμεσα στην Ε/Κ και την Τ/Κ κοινότητα (Οι Τ/Κ και η Τουρκία είχαν την εποχή αυτή την πολιτική ισχύ - τόσο στο εσωτερικό της Κύπρου όσο και στο διεθνές επίπεδο - να διεκδικούν το δικό τους «δικαίωμα αυτοδιάθεσης» και να αρνούνται την αντικατάσταση της βρετανικής κατοχής από την ελληνική κατοχή). Μέσα από τη «μεταβατική πάριοδo» η «Εθναρχία» προσβλέπει σ' ένα μετασχηματισμό του πολιτικού συσχετισμού των δυνάμεων στην Κύπρο υπέρ της Ε/Κ κοινότητας και σε βάρος των Τ/Κ, ώστε η «αυτοδιάθεση - ένωση» να αποτελεί πλέον τη μόνη «δίκαια λύση» το Κυπριακού.

Εντούτοις, η «αλλαγή πολιτικής» (έστω κι αν πρόκειται για ένα «τακτικό ελιγμό») σε μια συγκυρία κλιμάκωσης των συγκρούσεων που διεξάγονται στη βάση του συνθήματος της «αυτοδιάθεσης - ένωσης», εγκυμονεί για την Ε/Κ πολιτική ηγεσία τον κίνδυνο του να αποκοπεί από τον κόσμο και το κίνημα που εκπροσωπείς στην καλύτερη περίπτωση προς όφελος των πολιτικών δυνάμεων που συμμετέχουν στον ενωτικό αγώνα από μια θέση αντιπολίτευσης προς την «Εθναρχία» (ΑΚΕΛ, ομάδα Κερύνειας, ως ένα βαθμό ακόμα και από τον Γρίβα, που βρισκόταν στις παρυφές της ελληνικής και Ε/Κ πολιτικής ηγεσίας), στη χειρότερη περίπτωση προς την κατεύθυνση της ανοικτής πολιτικής κρίσης της ελληνοκυπριακής παράταξης σαν σύνολο.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η πολιτική του «τακτικού ελιγμού» αποδεικνύεται ανέφικτη και εγκαταλείπεται. Η όξυνση της σύγκρουσης με τη βρετανική αποικιακή διοίκηση (φυλακίσεις, εξορία Μακαρίου και ηγετών της Κερύνειας κ.λπ.) αποκαθιστά και πάλι την ενότητα των ηγετικών παραγόντων και πολιτικών πόλων της ενωτικής στρατηγικής.

Παράλληλα, όμως, η αποτυχία του «συνταγματικού συμβιβασμού» έχει σαν αποτέλεσμα την ανοικτή πλέον καταγραφή του πολιτικού συσχετισμού των δυνάμεων στην Κύπρο, τόσο σ' ό,τι αφορά τη βρετανική αποικιακή εξουσία, όσο και σ' ό,τι αφορά τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμός Γίνεται δηλαδή φανερό ότι α) η βρετανική κυριαρχία στην Κύπρο θα είναι βραχύβια, και β) ότι - ανεξάρτητα από την εδαφική λύση που τελικά θα προκρινόταν - οι 90.000 Τουρκοκύπριοι δεν είχαν «αποδεχθεί» να υποταχθούν στην ελληνική κρατική εξουσία. Αντίθετα, είχαν τη δύναμη να διεκδικήσουν (και να επιβάλουν) τη δική τους «αυτοδιάθεση».

Με την αποφυλάκιση του Μακαρίου και την άφιξη του στην Αθήνα (όπου και παρέμεινε μέχρι την υπογραφή των Συνθηκών Ζυρίχης - Λονδίνου) εγκαινιάζεται μια νέα φάση του Κυπριακού. Η ελληνική και Ε/Κ πολιτική στρατηγική βρίσκονται από κοινού αντιμέτωπες με τη συγκυρία και τους πολιτικούς συσχετισμούς δύναμης που μόλις περιγράψαμε. Στην προσπάθεια τους να μετασχηματίσουν, υπέρ τους τους πολιτικούς συσχετισμούς υιοθετούν τελικά τη λύση της «ανεξαρτησίας» και αναλαμβάνουν την πολιτική πρωτοβουλία των κινήσεων. Μόνο που τελικά δεν επρόκειτο πλέον για μια ενιαία στρατηγικής Για το ελληνικό κράτος η «ανεξαρτησία» δεν ήταν παρά το μεταβατικό καθεστώς μέχρι την Ένωση. Για την ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία (και εξουσία) η ανεξαρτησία διαμορφώνεται σταδιακά ως το «τελικό ζητούμενο»ς ως η νέα πολιτική στρατηγική εξουσίας. Βεβαίως, η διαφοροποίηση των δύο στρατηγικών μεταξύ τους παρέμεινε μέχρι και μετά την ίδρυση του κυπριακού κράτους δυσδιάκριτη. Κι αυτό γιατί και οι δυο στρατηγικές ορίζονταν σε αναφορά με τους ίδιους «αντιπάλους»ς Από τη μια τη βρετανική αυτοκρατορία (που η αποικιοκρατική της πολιτική κατέρρεε προς όφελος της αμερικανικής διεθνοπολιτικής ηγεμονίας και της «ενιαίας» ΝΑΤΟικής στρατηγικής) και από την άλλη (και κυρίως) την τουρκοκυπριακή πολιτική στρατηγική και την τουρκική διεθνοπολιτική και διπλωματική παρουσία.

3. Φάση δεύτερης Ανεξαρτησία και «ανεξαρτησία». Η διαμόρφωση των νέων στρατηγικών επιλογών (Απρίλιος 1957 - Αύγουστος 1960).

3.1. Από την απελευθέρωση του Μακαρίου μέχρι τις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου: Η μεταβατική περίοδος (Απρίλιος 1957 - Φεβρουάριος 1959).

Με την αποφυλάκιση του Μακαρίου και των ηγετών της Κερύνειας, την αποφυλάκιση των ηγετών της Αριστεράς και των στελεχών της «Εθναρχίας» διαφαίνεται πλέον καθαρά η πρόθεση των Βρετανικών αρχών να επιβάλουν μια λύση «κοινής αποδοχής» στην Κύπρο, η οποία όσο κι αν εναρμονίζεται με τα δυτικά - νατοϊκά συμφέροντα, θα τερματίζει πάντως τη βρετανική αποικιακή κυριαρχία στο Νησί. Τη λύση αυτή υπαγόρευε άλλωστε η μεταβολή του γενικότερου διεθνοπολιτικού συσχετισμού των δυνάμεων, κυρίως η σταθεροποίηση της αμερικανικής ηγεμονίας στο εσωτερικό του δυτικού συνασπισμού και η παράλληλη κατάρρευση της βρετανικής αποικιακής αυτοκρατορίας.

Η ελληνική και Ε/Κ πολιτική ηγεσία προσανατολίζεται έτσι αρχικά προς την κατάπαυση του ένοπλου αγώνα" με αντάλλαγμα την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων στη βάση του πλαισίου που είχε θέσει στο παρελθόν το σχέδιο Χάρντιγκ

α) Οι συνομιλίες να διεξαχθούν μεταξύ της Βρετανικής Κυβέρνησης και της «Εθναρχίας» χωρίς τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων. β) Να αναζητηθεί μεταβατικό καθεστώς αυτοκυβέρνησης. γ) Να αναγνωρισθεί ως τελική λύση η «αυτοδιάθεση» χωρίς όμως να προσδιορισθεί το περιεχόμενο της, αφήνοντας έτσι το ζήτημα της «αυτοδιάθεσης» στα χέρια του μεταβατικού καθεστώτος «αυτοκυβέρνησης».

Ήδη όμως μέσα στον Απρίλιο του 1957 έγινε φανερό ότι οι καταγραμμένοι πλέον ελληνοτουρκικοί συσχετισμοί τόσο στην Κύπρο, όσο και στο διεθνές επίπεδο δεν επέτρεπαν μια τέτοια διευθέτηση. Το αίτημα των Τ/Κ να «αυτοδιατεθούν» και αυτοί ως ιδιαίτερη εθνότητα ξεχωριστά από τους Ε/Κ και επομένως η «διπλή ένωση» αναγνωριζόταν ήδη από τη Βρετανία και ως ένα βαθμό από το NATO ως η μοναδική λύση που θα μπορούσε να εξασφαλίσει μια μακροπρόθεσμη ειρήνη στο Νησί.

Έτσι η ελληνική πλευρά προσανατολίζεται τον Μάιο του 1957 προς μια διπλή πολιτική τακτικής α) Συνέχιση της δράσης της ΕΟΚΑ, β) Διεθνοποίηση του Κυπριακού (ΟΗΕ) με παράλληλη απόρριψη του νατοϊκού πλαισίου λύσης, των τριμερών συνομιλιών κ.λπ. (κατεύθυνση προς την οποία πιέζουν οι Βρετανοί, αλλά και το NATO) μια που το νατοϊκό πλαίσιο αναδείκνυε ως μόνη εφικτή λύση τη διχοτόμηση. (Γρίβας 1961, σελ. 169174, Κρανιδιώτης 1981, σελ. 265-276).

Η πολιτική αυτή εγκυμονεί όμως και πάλι το αδιέξοδο, γιατί, όπως και κατά την περίοδο 1955-56, δεν φαίνεται να είναι από μόνη της ικανή να επιβάλει τους απαιτούμενους μετασχηματισμούς στις σχέσεις δύναμης. Οι διαφορετικοί πόλοι μέσα από τους οποίους ασκείται η στρατηγική Αθηνών - Λευκωσίας αρχίζουν έτσι σύντομα να προσανατολίζονται προς ορισμένες νέες ο καθένας κατευθύνσεις, μέσα στα πλαίσια πάντα της ενιαίας στρατηγικής τους επιλογής: α)Η ελληνική κυβέρνηση προσανατολίζεται προς ένα απ' ευθείας διάλογο με την Τουρκία, προσπαθώντας έτσι να παρακάμψει όχι μόνο τη Βρετανία, αλλά και την τουρκοκυπριακή πολιτική ηγεσία, ώστε να επιτύχει μια ουσιαστική υποχώρηση της τουρκικής πλευράς από τη θέση της «διπλής αυτοδιάθεσης». β) Η «Εθναρχία» επιχειρεί καταρχήν να στρέψει την ΕΟΚΑ κυρίως εναντίον των Τουρκοκυπρίων, επιδιώκοντας με μαζικές σφαγές του Τ/Κ πληθυσμού να κάμψει την πολιτική ηγεσία τους. Πέρα από τις επιστολές του Μακαρίου προς τον Γρίβα που αποσπάσματα τους παραθέτουμε στην αρχή αυτού του κεφαλαίου, χαρακτηριστική είναι επίσης και η ακόλουθη επιστολή που έστειλε στον Γρίβα τον Ιούλιο του 1958 ο Μητροπολίτης Κιτίου, βασικός εκφραστής των μακαριακών απόψεων στην Κύπρο μετά την εξορία του Αρχιεπισκόπους «Δια να μην εξασθένιση όμως η θέσις μας εις τον ΟΗΕ και να μη δίδωμεν αφορμήν στενωτέρας συνεργασίας Άγγλων και Τούρκων εν Κύπρω, να περιορίσωμεν τας επιθέσεις μας μόνον εναντίον των Τούρκων και μάλιστα καταφέροντες κατ' αυτών όσον το δυνατόν μεγαλύτερα πλήγματα. Είναι ανάγκη να κτυπηθούν αμειλίκτως, διότι μόνον δια του τρόπου αυτού είναι δυνατόν να τρομοκρατηθούν και να καθίσουν στα αυγά τους» (Γρίβας 1961, σελ. 276)

Η «εθναρχική» όμως αυτή πολιτική φυσικής εξόντωσης των Τ/Κ δεν θα υλοποιηθεί μέχρι την ανακήρυξη του κυπριακού κράτους, λόγω της μη αποδοχής της από την ελληνική κυβέρνηση. Η ελληνική κυβέρνηση εκτιμούσε ότι η μαζικές σφαγές Τ/Κ δεν θα άφηναν κανένα περιθώριο υποχώρησης στην Τουρκία και θα οδηγούσαν έτσι αναγκαστικά στη διχοτόμηση, ενώ παράλληλα θα μπορούσαν να προκαλέσουν τουρκικά αντίποινα εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, γ) Στο διπλωματικό επίπεδο η «Εθναρχία» προσανατολίζεται ήδη από την αρχή της περιόδου που εξετάζουμε προς την ανεξαρτησία ως εναλλακτική λύση επίλυσης του Κυπριακού στην περίπτωση που η «αυτοδιάθεση» (στην ελληνική της φυσικά εκδοχή) καθίστατο ανέφικτη. Ήδη στις 15/5/57 σε συνέντευξη του σε αμερικανικό δίκτυο τηλεόρασης ο Μακάριος δήλωνε ότι «οι κύπριοι κατά την άσκησιν της αυτοδιαθέσεως θα έχουν να εκλέξουν μεταξύ α) της ενώσεως μετά της Ελλάδος, 6) της δημιουργίας ανεξαρτήτου κράτους και γ) της ανεξαρτησίας εντός της Βρετανικής Κοινοπολιτείας». (Γρίβας 1961, σελ. 179).

Η ελληνική κυβέρνηση αποδέχεται τη λύση της «ανεξαρτησίας» με το σκεπτικό ότι η αυτή θα είναι η βεβαιότερη παρακαμπτήριο οδός προς την ένωση. Στις 25 Ιουλίου 1957 ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στην Κύπρο Α. Βλάχος στέλνει στον Γρίβα την ακόλουθη ενημερωτική επιστολής «Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Αρχιεπίσκοπος αισιοδοξεί, η δε σκέψις του προσανατολίζεται προς λύσιν "ανεξαρτησίας". (...) Προκύπτει ότι και πάλιν οι Τούρκοι είναι αντίθετοι προς μίαν τοιαύτην εξέλιξιν, διότι αντιλαμβάνονται ότι το σύνθημα της ανεξαρτησίας έχει κερδίσει έδαφος και ότι επιτυγχανόμενης μιας τοιαύτης λύσεως, ουδεμία διεθνής εγγύησις και ουδέν διεθνές σχήμα θα δυνηθή να εμπόδιση την φυσιολογικήν πορείαν της ανεξαρτησίας προς την Ένωσιν. Βεβαίως, εάν πρόκυψη η πιθανότης της λύσεως "ανεξαρτησίας", μία εκ των κυριωτέρων δυσκολιών θα είναι η παρουσίασις του όλου σχεδίου εις την ελληνικήν κοινήν γνώμην» (Γρίβας 1961, σελ. 191, οι υπογρ. δικές μας)

Η ελληνική κυβέρνηση συζητεί παρασκηνιακά με την τουρκική τη λύση της ανεξαρτησίας. Η Τουρκία απορρίπτει όμως αυτή τη λύση με το σκεπτικό ότι «α) Το ανεξάρτητον κράτος, αργά ή γρήγορα, θα ενωθεί με την Ελλάδα, β) Ουδεμία εγγύησις της ανεξαρτησίας αντέχει εις την αλλαγήν των διεθνών συνθηκών (...) γ) Καθ' ην περίοδον το Κυπριακόν Κράτος θα είναι ανεξάρτητον θα δεσπόζεται υπό των φανατισμένων Ελλήνων Κυπρίων και οιαιδήποτε εγγυήσεις και αν δοθούν εις την μειονότητα, αύτη δεν θα είναι εξησφαλισμένη» (Επιστολή Αβέρωφ προς Γρίβα 26/8/57, Κρανιδιώτης 1981 σελ. 283).

Ο πολιτικός συσχετισμός των δυνάμεων τόσο στην Κύπρο (αντιπολίτευση από το ΑΚΕΛ, αλλά και κυρίως, στο εσωτερικό της «Εθναρχίας», από την ομάδα της Κερύνειας, βλ. Κρανιδιώτης 1981 σελ. 286-290) όσο και στην Ελλάδα (ενότητα της αντιπολίτευσης στο σύνθημα «αυτοδιάθεση» και προετοιμασία ανατροπής της κυβέρνησης Καραμανλή με την «αποστασία» των Γ. Ράλλη και Π. Παπαληγούρας") δεν επιτρέπουν προς το παρόν στο πολιτικό κέντρο Αθηνών - Λευκωσίας να δημοσιοποιήσει τη νέα στρατηγική πρόταση του της «ανεξαρτησίας». Έτσι στη 12η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. το Σεπτέμβρη του 1957 η Ελλάδα υποστηρίζει και πάλι τη λύση της αυτοδιάθεσης. (Κρανιδιώτης 1981, σελ. 299-303) δ) Στην Κύπρο ο Γρίβας διαπιστώνοντας τη μεγάλη πολιτική επιρροή του ΑΚΛ στις πόλεις επιδιώκει αρχικά τη φυσική εξόντωση της κομμουνιστικής ηγεσίας με δολοφονίες στελεχών. Όταν όμως η πολιτική αυτή αναστέλλεται μετά από παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης, προσανατολίζεται προς τη δημιουργία «εθνικόφρονος πολιτικού κόμματος» και την οργάνωση της «παθητικής αντίστασης» του Ε/Κ πληθυσμού ενάντια στη βρετανική πολιτική και οικονομική παρουσία στην Κύπρο. Ταυτόχρονα δηλώνει στην ελληνική κυβέρνηση ότι διαφωνεί με την προοπτική της «ανεξαρτησίας» και προτείνει την απομάκρυνση της Ελλάδας από το NATO και την προσχώρηση της στο κίνημα των αδεσμεύτων ως μέσο πίεσης για την επίλυση του Κυπριακού. (Γρίβας 1961, σελ. 285-286. Βλ. επίσης Γρίβας 1961 σελ. 291: «Είναι προτιμότερον να ζήσωμεν ανεξάρτητοι, έντιμοι, έστω και πτωχοί, παρά με τα Αμερικανικά δολλάρια και να χάσωμεν την εθνικήν μας ανεξαρτησίαν, γινόμενοι έρμαιον των θελήσεων των δολλαριούχων»). Η ελληνική κυβέρνηση με μακροσκελείς επιστολές του υπουργού εξωτερικών Ε. Αβέρωφ ενημερώνει τον Γρίβα για τη διεθνοπολιτική και οικονομική θέση της Ελλάδας (βλ. π.χ. Γρίβας 1961, σελ. 28698), προκαλώντας από τη μεριά του απαντήσεις του τύπους «Εγώ δεν χειρίζομαι την εξωτερικήν πολιτικήν. (...) Δι αυτό διαφέρουν και τα άτομα, ως προς το τι δύνανται να πράξη έκαστον (...) Εγώ παραμένω πάντα στρατιώτης» (Γρίβας 1961 σελ. 288). Παράλληλα όμως η ελληνική κυβέρνηση συμφωνεί μαζί του ως προς τη μαζικοποίηση του αγώνα μέσω της «παθητικής αντίστασης» και δεν απορρίπτει ανοικτά (αν και έμπρακτα αποθαρρύνει, σε συνεννόηση με την «Εθναρχία») τη δημιουργία πολιτικού κόμματος. Μόνο όταν προς το τέλος της περιόδου που εξετάζουμε ο Γρίβας επιχειρεί να στηρίξει την «παθητική αντίσταση» στην ανοικτή ένοπλη τρομοκρατία εναντίον των Ε/Κ εισαγωγέων αγγλικών προϊόντων, θα αντιμετωπίσει την ανοικτή αποδοκιμασία της ελληνικής κυβέρνησης. «Ευρισκόμεθα ενώπιον μιας αθεμίτου συμμαχίας κακού Κεφαλαίου και Κομμουνισμού. Δύο άκρως διάφοροι κατηγορίαι, αϊ οποίαι δεν γνωρίζουν Πατρίδα, ούτε πρεσβεύουν αρχάς, αλλά το παν δι αυτούς είναι η ύλη», θα ισχυρισθεί τότε ο Γρίβας για να δικαιολογήσει την πολιτική του. (Γρίβας 1961, σελ. 370).

Ενώ, όμως, η παθητική αντίσταση φαίνεται να έχει ορισμένα, οικονομικά τουλάχιστον, αποτελέσματα, η οργάνωση πολιτικού κόμματος υπό τον Γρίβα αποτυγχάνει, καθώς δεν βρίσκει ποτέ την έμπρακτη υποστήριξη της «Εθναρχίας» και της ελληνικής κυβέρνησης. Εντούτοις, η στενή πολιτική σχέση ανάμεσα στους τρεις πόλους της επίσημης ελληνικής πολιτικής για την Κύπρο (ελληνική κυβέρνηση, «Εθναρχία», Γρίβας) επιτρέπει στον Γρίβα να λειτουργεί, παρά τις όποιες διαφωνίες του, ως το δυναμικό πολιτικό έρεισμα στην Κύπρο του εξόριστου Μακαρίους «Η προσπάθεια μου, "περί αναγνωρίσεως του Αρχιεπισκόπου ως του μόνου εκπροσώπου του Κυπριακού Λαού" (...) επέτυχε πλήρως, παρ' όλον ότι αρχικώς εξεδηλώθη αρκετή δυσφορία εναντίον του Αρχιεπισκόπου, τόσον εν Κύπρω, όσον και μεταξύ των εν Αθήναις Κυπρίων» (Γρίβας 1961, σελ. 175-176).

Το καθοδηγητικό κέντρο Αθηνών - Λευκωσίας εξακολουθεί, λοιπόν, να διατηρεί την απόλυτη πολιτική του ενότητα, παρά τις ιδιαίτερες πολιτικές πρωτοβουλίες που ανέπτυξε καθένας από τους τρεις πόλους του (ελλ. κυβέρνηση, «Εθναρχία», Γρίβας) κατά την περίοδο αυτή, και παρά την από το Μάιο του 1957 προετοιμαζόμενη αλλαγή της επίσημης πολιτικής του από την «αυτοδιάθεση» στην «ανεξαρτησία».

Εν τω μεταξύ, όμως, η πολιτική πρωτοβουλία για την επίλυση του Κυπριακού εξακολουθεί να βρίσκεται στα χέρια της βρετανικής κυβέρνησης: Τον Ιανουάριο του 1958 ο νέος βρετανός Κυβερνήτης της Κύπρου Φουτ δίνει στη δημοσιότητα σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού το οποίο προβλέπεις α) «Μια μεταβατική περίοδο αυτοκυβέρνησης, πέντε έως επτά ετών, 6) Εγγυήσεις ότι στο τέλος της περιόδου αυτής θα επιδιωκόταν μια οριστική λύση αποδεκτή από τους Έλληνες και από τους Τούρκους, γ) Την άμεση κατάργηση των μέτρων έκτακτης ανάγκης και την επιστροφή του Μακαρίου στο Νησί, δ) Την έναρξη διαπραγματεύσεων "με τους ηγέτες της Ελληνοκυπριακής και Τουρκοκυπριακής κοινότητας" για την εκπόνηση ενός συντάγματος αυτοκυβέρνησης» «Κρανιδιώτης 1981, σελ. 307). Το σχέδιο αυτό (Σχέδιο Φουτ) απορρίπτεται από τους Τ/Κ και την Τουρκία, οι οποίοι αρνούνται κάθε μορφής «αυτοκυβέρνηση» υπό την κυβερνητική εξουσία της μακαριακής «Εθναρχίας» και εμμένουν στη λύση της διχοτόμησης. Λίγο αργότερα γίνεται όμως παρασκηνιακά γνωστό ότι η Τουρκία θα ήταν διατεθειμένη να υποχωρήσει από τη διεκδίκηση της «ξεχωριστής αυτοδιάθεσης των Τ/Κ» (διχοτόμηση), εάν της παρεχωρείτο από τους Έλληνες μια στρατιωτική βάση στο Νησί. Μετά από συνεννόηση με την «Εθναρχία» η ελληνική κυβέρνηση απορρίπτει και αυτή την πρόταση (Κρανιδιώτης 1981 σελ. 38-311, Γρίβας 1961 σελ. 230).

Στις συζητήσεις με τις αγγλικές αρχές σχετικά με το Σχέδιο Φουτ συμμετέχουν και παράγοντες του ΑΚΕΛ.

Ενώ όμως οι διακοινοτικές αλλά και οι εμφύλιες (στο εσωτερικό των Ε/Κ) συγκρούσεις οξύνονται, η Βρετανία διατυπώνει τον Ιούνιο του 1958 ένα νέο σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού (Σχέδιο Μακμίλλαν), στο οποίο διαφαίνεται καθαρά ως τελική λύση η διπλή ένωση (Σύνδεση της Κύπρου με Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία, συμμετοχή στη μεταβατική διακυβέρνηση αντιπροσώπων της ελληνικής και τουρκικής κυβέρνησης, διπλή ιθαγένεια των Κυπρίων - βρετανική και ελληνική για τους Ε/Κ, βρετανική και τουρκική για τους Τ/Κ - κλπ., βλ. αναλυτικά Κρανιδιώτης 1981, σελ. 320 κ.ε.). Η ελληνική κυβέρνηση απορρίπτει αμέσως το σχέδιο, δίδει όμως εντολή στον Γρίβα να κηρύξει μια νέα εκεχειρία της ΕΟΚΑ, ο οποίος, φυσικά, και συμμορφώνεται. Παρά την ελληνική απόρριψη, η βρετανική κυβέρνηση διακηρύσσει την απόφαση της να εφαρμόσει με κάθε μέσο το Σχέδιο Μακμίλλαν.

Κατά τους επόμενους μήνες αναπτύσσεται έντονη διπλωματική δραστηριότητα, στα πλαίσια της οποίας ιδιαίτερη σημασία έχει η μεσολαβητική πρωτοβουλία του Γ.Γ. του NATO Π.Α. Σπάακ. Η πρωτοβουλία αυτή σηματοδοτεί στην ουσία την ενεργή αμερικανική ανάμειξη στο Κυπριακό και φαίνεται εξ αρχής να ευνοεί μια λύση του ζητήματος περισσότερο ευνοϊκή για την Ελλάδα από αυτήν της διχοτόμησης21. Η Ελλάδα δέχεται τη μεσολάβηση του Σπάακ, και πιέζει τον Μακάριο να τη δεχθεί κι αυτός.

Την παραμονή όμως της επίσκεψης του Σπάακ στην Αθήνα, όπου ο Γ.Γ. του NATO θα διατύπωνε τις προτάσεις του για την επίλυση του Κυπριακού, ο Μακάριος σε συνέντευξη του στην Αντιπρόεδρο του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος Μπ. Κασλ τάσσεται για πρώτη φορά δημόσια υπέρ της λύσης της ανεξαρτησίας (22/9/1958).

Στις 23/9/1958 ο Σπάακ διατυπώνει στην Αθήνα τις προτάσεις για την επίλυση του Κυπριακούς Επταετή μεταβατική κυβέρνηση με ελληνική πλειοψηφία, ενιαία βουλή και δυο δευτερεύουσες συνελεύσεις για αμιγώς κοινοτικά θέματα, πενταμερή διάσκεψη (Βρετανία, Ελλάδα, Τουρκία, Ε/Κ κοινότητα, Τ/Κ κοινότητα) για τον καθορισμό του τελικού καθεστώτος του νησιού. Η ελληνική και Ε/Κ πλευρά αποδέχεται τις προτάσεις Σπάακ δηλώνοντας, πλέον, ότι ως τελική λύση υποστηρίζει την ανεξαρτησία. Τελικά η μεσολαβητική προσπάθεια Σπάακ ναυαγεί, καθώς απορρίπτεται από τη Βρετανία και την Τουρκία.

Στις 27 Σεπτεμβρίου 1958 ο Μακάριος διαβιβάζει και επισήμως την πρόταση της ανεξαρτησίας στη βρετανική κυβέρνηση. Έκτοτε η ανεξαρτησία θα αποτελέσει την επίσημη πολιτική στρατηγική τόσο της «Εθναρχίας», όσο και της ελληνικής κυβέρνησης. Βέβαια, ενώ για την ελληνική κυβέρνηση επρόκειτο όπως είπαμε για ένα πολιτικό ελιγμό, για την «ανεξαρτησία» ως ενδιάμεσο σταθμό για την προσάρτηση ολόκληρης της Κύπρου σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα μιας έως δύο δεκαετιών, για την κυπριακή πολιτική ηγεσία η ανεξαρτησία ετίθετο πλέον ως ο τελικός στόχος της συγκρότησης της σε πολιτική (κρατική) εξουσία.

Εκείνο που αξίζει να σημειώσουμε πάντως εδώ είναι ότι η νέα συγκυρία που προέκυψε από την απόπειρα της Βρετανίας να επιβάλει το διχοτομικό σχέδιο Μακμίλαν, από την όξυνση των διακοινοτικών συγκρούσεων, των συγκρούσεων της ΕΟΚΑ με το βρετανικό στρατό κ.λ.π., επέτρεψε για πρώτη φορά τη νομιμοποίηση της νέας πολιτικής στρατηγικής της ανεξαρτησίας τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα. Παρά την αντίδραση τόσο της ομάδας της Κερύνειας, όσο και του ΑΚΕΛ (και αντίστοιχα των κομμάτων της αντιπολίτευσης στην Ελλάδα), η ανεξαρτησία δεν εμφανίζεται πλέον σαν «προδοσία του αγώνα», αλλά σαν μια «ρεαλιστική» (ή έστω υποχωρητική) πολιτική τακτική απέναντι στο «αδιέξοδο» της εφαρμογής του Σχεδίου Μακμίλαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γρίβας, ο οποίος στις 29 Σεπτεμβρίου 1959 δήλωνε ότι «η αντίθεσίς μου με την ακολουθουμένην γενικώς πολιτικήν επί του Κυπριακού είναι οριστική, (όμως) δεν πρόκειται αύτη να λάβει συγκεκριμένην εξωτερικήν μορφήν» δεν έχει να απαντήσει απολύτως τίποτε στον μακαριακό Μητροπολίτη Κιτίου που λίγες μέρες αργότερα του απαντάς «Φρονώ αδιστάκτως, ότι η νέα αυτή τοποθέτησις του Κυπριακού δεν αποτελεί απεμπόλησιν των εθνικών αξιώσεων μας, ως πολλοί, μεταξύ των οποίων και ο Κηρυνείας μετά των περί αυτόν, ζητούν να παρουσιάσουν, θα ήτο καθαρά ουτοπία, εάν, προ των σοβαρότατων κινδύνων, οίτινες μας απειλούν, επιμένωμεν εις το σύνθημα "ένωσις και μόνον ένωσις"». (Γρίβας 1961, σελ. 306 κ.ε.).

Το Ε/Κ και ελληνικό σχέδιο για ανεξαρτησία συναντά όμως την κατηγορηματική άρνηση της Βρετανίας. (Κρανιδιώτης 1981 σελ. 346, 347, 348 349, 354. Γρίβας 1961 σελ. 307-308). Στη 13η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει τη λύση της ανεξαρτησίας, επιτυγχάνοντας απλώς την απομόνωση των τουρκικών θέσεων περί διπλής ένωσης.

Η ελληνική κυβέρνηση αναλαμβάνοντας πλέον την πολιτική πρωτοβουλία των κινήσεων ξεκινά διμερείς συνομιλίες με την Τουρκία ερήμην της Βρετανίας με βάση το σχέδιο ανεξαρτησίας. Οι Τούρκοι αρχικά επιμένουν να τους δοθεί στο Νησί στρατιωτική βάση επειδή «θεωρούν, ότι, παρά πάσαν εγγύησιν ή μορφήν πολιτεύματος, η Κύπρος θα ενωθή με την Ελλάδα εις την πρώτην κάμψιν της Τουρκίας και θέλουν τουλάχιστον να είναι βέβαιοι ότι θα τους μείνει μία βάσις δια την ασφάλειάν των». (Επιστολή Αβέρωφ προς Γρίβα 4/2/1959, Γρίβας 1961 σελ. 353). Ζητούν ακόμα το νέο κράτος να ονομασθεί «Ελληνοτουρκική Δημοκρατία Κύπρου» ή «Κυπριακή Ομοσπονδία». Τελικά οι Τούρκοι εγκαταλείπουν τα αιτήματα τους αυτά.

Με βάση την καταρχή συμφωνία των δυο χωρών διεξάγεται από τις 6259 η τριμερής διάσκεψη στη Ζυρίχη, (μεταξύ Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας), που στις 11259 καταλήγει στην γνωστή συμφωνία της Ζυρίχης. Στις 19259 επιτυγχάνεται η πενταμερής συμφωνία του Λονδίνου (μεταξύ Βρετανίας, Ελλάδας, Τουρκίας, Ε/Κ κοινότητας και Τ/Κ κοινότητας). Οι Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου του Φεβρουαρίου 1959 καθορίζουν το πλαίσιο σχετικά με το καθεστώς ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

3.2. Από τις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου μέχρι την Ανεξαρτησίας

Η πρώτη διαφοροποίηση των δύο στρατηγικών (Φεβρουάριος 1959-Αύγουστος 1960

Οι συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου πρόβλεπαν ένα καθεστώς προεδρευόμενης Δημοκρατίας υπό Ε/Κ Πρόεδρο και Τ/Κ Αντιπρόεδρο, στο οποίο οι μεν Ε/Κ διατηρούσαν την εκτελεστική εξουσία22 (7 στα 10 μέλη του υπουργικού συμβουλίου, μια αντίστοιχη πλειοψηφία στην κρατική διοίκηση και την αστυνομία κ.λπ.),στους δε Τ/Κ παρέχονταν μια σειρά εγγυήσεις απέναντι στην Ε/Κ εξουσία (απαίτηση χωριστής Τ/Κ πλειοψηφίας για σχέδια νόμου που αφορούν οικονομικά θέματα, ή την τροποποίηση του Συντάγματος, δικαίωμα βέτο του Τ/Κ Αντιπροέδρου σε ζητήματα άμυνας, εξωτερικής πολιτικής και δημόσιας ασφάλειας). Οι Τ/Κ αποκτούσαν έτσι μια αυξημένη αντιπροσώπευση στην κυβέρνηση, τη Βουλή, τη δημόσια διοίκηση, το στρατό κ.λπ. (30%), σε σχέση πάντα με το ποσοστό τους στο συνολικό κυπριακό πληθυσμό (18%). Τέλος η Ελλάδα, η Τουρκία και η Μ.Βρετανία ορίζονταν ως εγγυήτριες Δυνάμεις των συμφωνιών, ενώ στη Μ. Βρετανία παραχωρούνταν στρατιωτικές βάσεις κατά κυριαρχία στο Νησί, που η συνολική τους έκταση καθορίστηκε τελικά στα 99 τετραγωνικά μίλια. (Αναλυτικότερα για τις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου βλ. Κρανιδιώτης 1981 σελ. 373-378 και 534-556).

Οι συνθήκες Ζυρίχης - Λονδίνου επικρίθηκαν ευθύς εξαρχής από την ελληνική αντιπολίτευση ως εκτρωματικές και ανεφάρμοστες λόγω κυρίως των αυξημένων εξουσιών που αποκτούσε η Τ/Κ μειονότητα, γεγονός που θα οδηγούσε σε ένα πρωτοφανές στα διεθνή δεδομένα καθεστώς «δυαρχίας», που θα ήταν αδύνατον να λειτουργήσει, (Βλ. π.χ. τις αγορεύσεις στην ελληνική Βουλή των ηγετών της Αντιπολίτευσης, «Ηγωνίσθησαν...» 1959). Παρόμοιες απόψεις υποστηρίζουν μέχρι και σήμερα οι περισσότεροι Έλληνες συγγραφείς σχετικά με το Κυπριακό.

Οι απόψεις αυτές είναι απόλυτα λανθασμένες για δύο κυρίως λόγους:

α) Στο νομικό και συνταγματικό επίπεδο, όπου συνήθως επικρίνονται οι συνθήκες, δεν αληθεύει ο ισχυρισμός ότι εγκαθιδρύθηκε ένα «πρωτοφανές» καθεστώς δυαρχίας. Το ιστορικό παράδειγμα της Ελβετίας, όπου οι Γερμανοελβετοί αποτελούν το 78% του πληθυσμού, οι Γαλλοελβετοί το 18% και οι Ιταλοελβετοί μόλις το 4% του ελβετικού πληθυσμού, δείχνει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργήσει ένα πολυεθνικό κράτος ως πολυεθνικό κράτος (κι όχι ως το κράτος μιας μόνο εθνότητας στο εσωτερικό του οποίου υπάρχουν άλλες εθνικές μειονότητες) είναι το να «υπερεκπροσωπούνται» οι μειονότητες.

β) Η Τ/Κ «υπερεκπροσώπηση» δεν αναιρούσε την κατοχή της εκτελεστικής εξουσίας από τους Ε/Κ, γεγονός που επέτρεπε μια συγκεκριμένη ερμηνεία και «χρήση» του συντάγματος και των συμφωνιών, που να στερεί από τους Τ/Κ όχι μόνο την ουσιαστική πρόσβαση στην πολιτική εξουσία, αλλά και κάθε είδους εσωτερική εγγύηση των δικαιωμάτων τους. Όπως είδαμε μάλιστα στο προηγούμενο κεφάλαιο αυτού του άρθρου, η ελληνική και Ε/Κ πολιτική ηγεσία υποστήριξε από το 1957 και μετά τη λύση της ανεξαρτησίας με βάση την επίγνωση ότι αν η πολιτική εξουσία περιερχόταν στα χέρια των Ε/Κ, αυτοί θα υπαγόρευαν την τελική λύση του Κυπριακού «παρά πάσαν εγγύησιν ή μορφήν πολιτεύματος» (Ε. Αβέρωφ προς Γρίβα, Γρίβας 1961, σελ. 353). Πολύ περισσότερο, η κατοχή της εκτελεστικής εξουσίας από τους Ε/Κ τους επέτρεψε, όπως θα δούμε το δεύτερο μέρος του άρθρου, να καταργήσουν ήδη το Δεκέμβριο του 1963 το εσωτερικό καθεστώς των συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου, καθεστώς που έτσι κι αλλοιώς ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε εξαρχής σε αντιστοιχία με την Ε/Κ πολιτική στρατηγική.

Για το ελληνικό κράτος οι συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου αποτελούσαν, λοιπόν, το πρώτο βήμα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Είχε γίνει βέβαια αποδεκτό ότι η «τελική λύση» του Κυπριακού, η ένωση, δεν μπορούσε να αποτελεί πλέον άμεσο, αλλά μεσοπρόθεσμο στόχος Η ένωση θα προέκυπτε δηλαδή μέσα από το σταδιακό, ομαλό εξελληνισμό του κυπριακού κράτους και την «ειρηνική» πολιτική, οικονομική και πολιτιστική περιθωριοποίηση της Τ/Κ κοινότητας. Όπως σημείωνε πρόσφατα ο Ε. Αβέρωφ: «Με το 80% του πληθυσμού, με το 96% του πλούτου, με το 90% της εγγείου ιδιοκτησίας, με τα μεταλλεία ελληνικά, με τη μόρφωση 90 προς 10 ελληνική σε σημείο που δυσκολευτήκαμε να βρούμε Τούρκους που να πάρουν το 30% των θέσεων των δημοσίων υπαλλήλων, με όλα αυτά τα στοιχεία, είναι βέβαιο ότι η Κύπρος σε 30 χρόνια θα ήταν πιο ελληνική από ό,τι ήταν τότε». (Αβέρωφ 1988, σελ. 39).

Για την ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία, τουλάχιστον τον ηγετικό πυρήνα της, την «Εθναρχία», το καθεστώς της ανεξαρτησίας αποτελούσε αντίθετα όχι τον «ενδιάμεσο» αλλά τον τελικό στόχο. Επιδίωκε έτσι η Ε/Κ πολιτική ηγεσία την άμεση σύγκρουση με την Τ/Κ κοινότητα και την πολιτική συντριβή της τελευταίας, ώστε. με την παράλληλη εκμετάλλευση των διεθνοπολιτικών συσχετισμών, να οριστικοποιηθεί το διεθνοπολιτικό καθεστώς μιας ανεξάρτητης ελληνικής Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι χαρακτηριστική εδώ η ερμηνεία που έδινε ο Μακάριος στις συνθήκες Ζυρίχης - Λονδίνου, συνθήκες που επισήμως εγκαθίδρυαν ένα ελληνοτουρκικό κράτος στην Κύπρος «Εθεώρησα ότι είχα υποχρέωσιν να υπογράψω την συμφωνίαν, δια της οποίας τίθεται άμεσον τέρμα εις την βρεταννικήν εν Κύπρω κυριαρχίαν και δημιουργείται μια μικρά Ελλάς εις την περιοχήν αυτήν της Ανατολικής Μεσογείου (...) Τα δικαιώματα τα οποία παραχωρούνται εις την Τουρκικήν μειονότητα αποβλέπουν αποκλειστικώς εις την εξασφάλισιν των συμφερόντων της Τουρκικής μειονότητας (...) Αι δεσμεύσεις, αίτινες αφορούν τας διεθνείς σχέσεις του κυπριακού κράτους, αποβλέπουν εις το να παρεμποδισθεί μελλοντικώς οιαδήποτε σχέσις ή συμμαχία μετά κρατών ανηκόντων εις το κομμουνιστικόν μπλοκ. Εν σχέσει με την στάθμευσιν εν τη Νήσω Ελληνικών και Τουρκικών στρατευμάτων, παρατηρώ ότι τούτο αποτελεί εκδήλωσιν της συναφθησομένης συμμαχίας Κύπρου - Ελλάδος - Τουρκίας. Διαλυομένης της συμμαχίας, ουδείς Έλλην ή Τούρκος στρατιώτης θα ευρίσκεται ενταύθα». (Επιστολή Μακαρίου προς Γρίβα, 20/2/1959, παρατίθεται στο Κρανιδιώτης 1981 σελ. 380, οι υπογρ. δικές μας).

Με την υπογραφή των συνθηκών η πολιτική πρωτοβουλία των κινήσεων περνάει σχεδόν αποκλειστικά στα χέρια της «Εθναρχίας». Το πρώτο ζήτημα που ετίθετο ήταν να εξασφαλισθεί η ενότητα και η συναίνεση των Ε/Κ προς τις συμφωνίες, με δεδομένη την ήδη διατυπωμένη διαφωνία όχι μόνο της ομάδας της Κερύνειας και του ΑΚΕΛ, αλλά ακόμα και του Γρίβα προς τη λύση της ανεξαρτησίας23.

Αποφασιστικό ρόλο έπαιξε στο σημείο αυτό η μακιαβελικού τύπου πολιτική δραστηριότητα του Αρχιεπισκόπου, ο οποίος με αλλεπάλληλες θεατρικές κινήσεις προφασιζόταν άλλοτε ότι διαφωνεί με τις συμφωνίες κι άλλοτε ότι θα συμφωνήσει μόνο υπό τον όρο της τροποποίησης των συμφωνιών και διασκέδαζε έτσι τις επιφυλάξεις ή και τις διαφωνίες των στελεχών της «Εθναρχίας» (βλ. Κρανιδιώτης 1981, σελ. 344-346 και 366-371). Αποφασιστική υπήρξε επίσης και η πολιτική αμηχανία και ανεπάρκεια του Γρίβα, ο οποίος παρότι διαφωνούσε με τις συμφωνίες δεν κοινοποιούσε τις διαφωνίες του ούτε προς τα μέλη της ΕΟΚΑ, τηρώντας απλώς μια στάση σιγής για ένα ολόκληρο μήνα, στάση την οποία δικαιολογούσε με το επιχείρημα ότι δεν γνωρίζει «το πλήρες κείμενο» των συμφωνιών. Τελικά, μετά από αλλεπάλληλα γράμματα της ελληνικής κυβέρνησης και του Μακαρίου (Γρίβας 1961, σελ. 347-410) ο Γρίβας υποχρεώθηκε στις 9 Μαρτίου 1959 να κηρύξει «κατάπαυσιν του αγώνος» και να καλέσει τους Ε/Κ να συσπειρωθούν «όλοι ενωμένοι πέριξ του Εθνάρχου» (Γρίβας 1961, σελ. 403). Δέχθηκε μάλιστα να τροποποιήσει το κείμενο της τελικής διακήρυξης του σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του Μακαρίου, ώστε να συγκαλυφθεί τελικά η διαφωνία του με τον Αρχιεπίσκοπο (όπ. π.).

Δεν θα πρέπει όμως να ερμηνεύσουμε την ικανότητα της «εθναρχικής» στρατηγικής να ηγεμονεύσει στο εσωτερικό της Ε/Κ κοινωνίας σαν αποτέλεσμα της πολιτικής επάρκειας ή ανεπάρκειας του ενός ή του άλλου πολιτικού αρχηγού. Πολύ περισσότερο επρόκειτο για το αποτέλεσμα των αντικειμενικών συσχετισμών δύναμης που διαμορφώθηκαν κατά τη διετία 1957-1959 στο Νησί. Οι συσχετισμοί αυτοί και κατά συνέπεια, η μακαριακή πολιτική ηγεμονία προέκυψαν στη βάση δύο κυρίως στοιχείων:

α) Του γεγονότος ότι η ανεξαρτησία αποτελούσε τη μοναδική εφικτή λύση του Κυπριακού, με δεδομένο το ότι οι Ε/Κ απόρριπταν τη λύση της διπλής «αυτοδιάθεσης».

β) Του ότι η ανεξαρτησία θα μπορούσε υπό όρους να λειτουργήσει ό,τι ο «προθάλαμος» της ένωσης.

Ο δεύτερος αυτός παράγοντας επέτρεψε μάλιστα στον Μακάριο να έρθει σε επαφή με τα βασικά στελέχη της ΕΟΚΑ, παρακάμπτοντας τον Γρίβα, γεγονός που εξασφάλισε αρχικά την ενότητα της «εθνικόφρονος παρατάξεως» και απομόνωσε την ακροδεξιά πτέρυγα της Κερύνειας24. Η μακαριακή πολιτική στρατηγική εξασφάλισε δηλαδή την πολιτική της ηγεμονία στην Κύπρο στη βάση ενός τακτικού συμβιβασμού με μια μερίδα της ενωτικής κυπριακής Δεξιάς: Ήδη το Μάρτιο του 1959 ο Μακάριος ιδρύει ένα νέο πολιτικό κόμμα (το «Ενιαίον Δημοκρατικόν Μέτωπον Αναδημιουργίας» - ΕΔΜΑ) στο οποίο συμμετέχουν τα περισσότερα από τα στελέχη της ΕΟΚΑ. Στις 2 Απριλίου 1959 σχηματίζεται η πρώτη προσωρινή κυβέρνηση στην οποία συμμετέχουν επτά Ε/Κ υπουργοί, εκ των οποίων τέσσερις ήταν στελέχη της ΕΟΚΑ (Π. Γεωρκάτζης, Αντ. Γεωργιάδης, Τ. Παπαδόπουλος, Γλ. Κληρίδης).

Έτσι η αντίθεση των ενωτικών και του Γρίβα προς τη μακαριακή πολιτική ηγεσία αρχικά συγκαλύπτεται και εκδηλώνεται μόνο το καλοκαίρι του 1959, αλλά και πάλι με τρόπο αποσπασματικό (όταν μερίδα μόνο των ενωτικών αποχωρεί από το μακαριακό κόμμα). Τελικά οι διαφωνούντες γριβικοί, οι οπαδοί της Κερύνειας και άλλοι ενωτικοί εθνικόφρονες έρχονται σε συνεννόηση με τον Ιωάννη Κληρίδη, πρώην δήμαρχο Λευκωσίας, ο οποίος υποστηριζόταν από το ΑΚΕΛ, και ιδρύουν στις 17/1/159 (δηλαδή λίγες μόλις βδομάδες πριν τις εκλογές) μια ενωτική πολιτική κίνηση τη «Δημοκρατική Ένωση Κύπρου».

Στις 13/12/59 διεξάγονται οι πρώτες προεδρικές εκλογές, στις οποίες η μακαριακή παράταξη συγκεντρώνει το 67,8% των Ε/Κ ψήφων. Αμέσως μετά, το ΑΚΕΛ αποσύρει την υποστήριξη του προς την ενωτική «Δημοκρατική Ένωση» και συνεργάζεται με τον Μακάριο. Στις βουλευτικές εκλογές που ακολουθούν, από τις συνολικά 35 έδρες των Ε/Κ, η μακαριακή παράταξη συγκεντρώνει 30 έδρες και το ΑΚΕΛ 5. Η πολιτική απομόνωση της κυπριακής ενωτικής Δεξιάς ολοκληρώνεται. Η ενωτική στρατηγική θα μπορέσει έκτοτε να προωθηθεί στην Κύπρο μόνο από το εσωτερικό της μακαριακής κυβέρνησης (κίνηση Γεωρκάτζη, κ.λπ. βλ. το 2ο μέρος αυτού του άρθρου στο επόμενο τεύχος των θέσεων) και μόνο σε αναφορά με τις απόπειρες προσάρτησης της Κύπρου από τη μεριά της Ελλάδας.

Η ουσιαστική όμως διαφοροποίηση ανάμεσα στη μακαριακή στρατηγική και τη στρατηγική του ελληνικού κράτους εκδηλώνεται σε σχέση με το ζήτημα της ερμηνείας των Συμφωνιών και της διαμόρφωσης του νέου κυπριακού Συντάγματος. Εδώ, ενώ η ελληνική πλευρά επιδιώκει την εξάλειψη όσο το δυνατόν των χωριστικών θεσμικών ρυθμίσεων μέσα από διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους και τους Τ/Κ (π.χ. ενιαία οργάνωση του Κυπριακού στρατού, χωρίς χωρισμό σε Ε/Κ και Τ/Κ λόχους, ενιαίοι δήμοι στις μεγάλες πόλεις κ.λπ.) ο Μακάριος προκρίνει τη θέσπιση χωριστικών ρυθμίσεων με την πρόθεση να μην εφαρμόσει στη συνέχεια τις ρυθμίσεις αυτές στην πράξη. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκει να οξύνει ευθύς εξ αρχής τις διακοινοτικές σχέσεις και, στηριγμένος στην Ε/Κ πολιτική εξουσία, να προχωρήσει στην κατάργηση των διατάξεων εκείνων των συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου που εγγυόνταν την πολιτική ύπαρξη και αντιπροσώπευση των Τ/Κ.

Το επίμαχο ζήτημα ήταν εδώ κυρίως η οργάνωση των Δήμων στις μεγάλες πόλεις. Οι Τ/Κ υποστήριζαν τη διοργάνωση χωριστών δήμων (ενός Ε/Κ και ενός Τ/Κ) σε κάθε πόλη, θέση που μπορούσε όμως (όπως και αρκετές άλλες Τ/Κ προτάσεις, π.χ. η πρόταση για εκ περιτροπής Προεδρία του Ε/Κ και του Τ/Κ πολιτικού ηγέτη κ.λπ.) να απορριφθεί αν συναντούσε την ελληνική και Ε/Κ άρνηση. Ας δούμε όμως πως περιγράφει ο Ε. Αβέρωφ, τότε υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας το ζήτημα των Δήμων: «Τους χωριστούς Δήμους τους πολέμησα μέχρι και την τελευταία στιγμή. Και φεύγοντας για την τελευταία συνάντηση με τον Ζορλού (τον Τούρκο υπουργό εξωτερικών) ζήτησα για το σκοπό αυτό να γίνει μια σύσκεψη υπό τον Καραμανλή. Και έγινε μία σύσκεψη στο σπίτι του Καραμανλή. Ήταν και ο Άνθιμος Κιτίου ήταν και άλλος ένας ιερωμένος, ήταν και ο Άγγελος Βλάχος, ο πρέσβης ο Χριστόπουλος. Εκεί μου επέβαλε ο Μακάριος τους χωριστούς Δήμους, παρά την έντονη αντίθεση μου. Και στο τέλος μου είπες "Κύριε υπουργέ, με συγχωρείτε, αλλά εσάς δεν σας πέφτει λόγος. Η ελληνική κυβέρνηση λέει ότι θα κάνει εκείνο που επιθυμούμε εμείς. Εμείς θέλουμε χωριστούς Δήμους". Και ανέπτυξε τους λόγους. Του απάντησα: "Έβαλα καπέλο ενωτικό σε όλα τα χωριστικά που ως εκ της φύσεως υπάρχουν. Εδώ πλέον δεν μπορώ να βάλω καπέλο. Είναι χωριστικό με εδαφική αρμοδιότητα". Δέχθηκα αφού ζήτησα να γίνει πρακτικό, και το πρακτικό το έκανε ο Άγγελος Βλάχος. Το δημοσιεύω στο βιβλίο μου. Και το μεγάλο μειονέκτημα, έτσι, το επέβαλε εκείνος. Ο Μακάριος». (Αβέρωφ 1988 σελ. 40).

Τελικά, παρά τη συνταγματική κατοχύρωση των χωριστών δήμων, ο Μακάριος αρνήθηκε τη θέσπιση τους (με τον ισχυρισμό ότι ο προβλεπόμενος χωρισμός θα έπρεπε να είναι «λειτουργικός» κι όχι «εδαφικός»), προκαλώντας την έντονη αντίδραση των Τ/Κ και την όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων (Κρανιδιώτης 1981, σελ. 408, 458-61, 435). Δημιουργήθηκαν έτσι ήδη από το 195960 οι προϋποθέσεις για το διακοινοτικό «πόλεμο» του 1963, που οδήγησε στον εξοβελισμό των Τ/Κ από το κυπριακό κράτος και τον περιορισμό του συνολικού Τ/Κ πληθυσμού σε «θύλακες», που η έκταση τους δεν ξεπερνούσε το 5% του κυπριακού εδάφους (το ζήτημα θα αναλυθεί στο επόμενο τεύχος των θέσεων).

Η ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας έγινε τα μεσάνυκτα της 15 προς 16 Αυγούστου 1960. Η εξέλιξη του νεοσύστατου κράτους θα καθοριστεί από τις πολιτικές αντιθέσεις και τους πολιτικούς συσχετισμούς δύναμης που παγιώθηκαν κατά τη μεταβατική περίοδο 1959-1960, την οποία σκιαγραφήσαμε εδώ.

4. Διχοτόμηση και ανεξαρτησία. Μια ερμηνεία.

Η ανάλυση που προηγήθηκε έκανε σαφές ότι η ελληνοκυπριακή στρατηγική της ανεξαρτησίας της Κύπρου, αλλά και η ελληνική στρατηγική της «ανεξαρτησίας» (ως ενδιάμεσου σταθμού για την ένωση) προέκυψαν ως αποτέλεσμα ενός πολιτικού συσχετισμού δύναμης στην Κύπρο, αλλά και ενός διεθνοπολιτικού συσχετισμού, που καθιστούσε αδύνατη τη χωρίς όρους ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Αντίθετα, οι συσχετισμοί αυτοί αναδείκνυαν τη «διπλή αυτοδιάθεση», δηλαδή τη διχοτόμηση της Κύπρου ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία ως απόλυτα πραγματοποιήσιμη. Στη συνέχεια μάλιστα, η ευνοϊκή για την Ελλάδα εξέλιξη των συσχετισμών δύναμης έκανε δυνατή όπως είδαμε τη λύση της ένωσης της Κύπρου με αντάλλαγμα την παραχώρηση απλώς στρατιωτικής βάσης στην Τουρκία, η έκταση της οποίας ως ποσοστό του συνολικού κυπριακού εδάφους θα ήταν φυσικά κατά πολύ μικρότερη από το ποσοστό των Τ/Κ στο συνολικό κυπριακό πληθυσμό.

Τις λύσεις αυτές απέρριψε το ελληνικό κράτος λόγω της κατηγορηματικής άρνησης της ελληνοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας να δεχθεί οποιαδήποτε εδαφική παραχώρηση προς την Τουρκία.

Η στρατηγική της «ανεξαρτησίας» που τελικά υιοθέτησε το ελληνικό κράτος ήταν βεβαίως «μαξιμαλιστική», με την έννοια ότι ως τελική λύση επιδίωκε την πραγματοποίηση του μέγιστου στόχου της ένωσης χωρίς ουσιαστικά ανταλλάγματα προς την Τουρκία, Όμως ταυτόχρονα η στρατηγική αυτή υπόκειντο και στον κίνδυνο της «ολοκληρωτικής ήττας», με το να παραμείνει τελικά το σύνολο του κυπριακού εδάφους έξω από την ελληνική επικράτεια, όπως άλλωστε έγινε, μετά την αποτυχημένη ελληνική στρατιωτική επέμβαση και την τουρκική εισβολή στη βόρεια Κύπρο το 1974.

Η επίγνωση αυτού του κινδύνου έκανε την ελληνική πολιτική ηγεσία να συζητά την προτεινόμενη από τους Τούρκους λύση της διπλής ένωσης, υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι θα περιορίζονταν στο ελάχιστο οι τουρκικές αξιώσεις. Τον Οκτώβριο του 1956 αλλά και τον Ιούνιο - Ιούλιο του 1957 η ελληνική κυβέρνηση βολιδοσκοπεί την τουρκική σχετικά με τη δυνατότητα της διχοτόμησης ή αντίστοιχα την ένωση με την παραχώρηση στην Τουρκία στρατιωτικής βάσης. (Ο Γρίβας, με τη γνωστή πολιτική του αφέλεια αποδίδει έτσι την «ιδέα της διχοτόμησης» στον Αβέρωφ). Οι συζητήσεις αυτές εγκαταλείπονται γιατί βρίσκουν αντίθετη την «Εθναρχία».

Παράλληλα τη λύση της διχοτόμησης, σε αντιδιαστολή πάντα με την ανεξαρτησία, προκρίνουν όλα τα ελληνικά κόμματα της αντιπολίτευσης. Παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα από τις αγορεύσεις στη Βουλή το Φεβρουάριο του 1959 των πολιτικών αρχηγών της αντιπολίτευσης: «Και θα σκεφθώμεν εάν τυχόν και η διχοτόμησις δεν θα ήτο μια λύσις σαφεστέρα και εγγυωμένη την ησυχίαν και την ασφάλειαν» (Η. Ηλιου, παρατίθεται στο «Ηγωνίσθησαν... 1959, σελ. 36). «Το πολύ θα κατέληγεν εις ό,τι έγινεν εις τας Ινδίας με τους Ινδούς και τους Μουσουλμάνους του Πακιστάν με βάσιν τα ποσοστά (...) Η πλέον δυσάρεστος πραγματικότης δεν θα ήτο άλλη παρά να απωλέσωμεν εν τμήμα της Κύπρου και να κερδίσωμεν τα 4 τουλάχιστον πέμπτα του υπολοίπου. (...) θα ήτο πολύ προτιμητέα η λύσις εκείνη, παρά η οριστική απώλεια όλης της Κύπρου» (Μαρκεζίνης, όπ. π. σελ. 10). «Εφόσον η Κυβέρνησις ήτο αποφασισμένη να εγκατάλειψη την αυτοδιάθεσιν και να προχώρηση εις το κλείσιμον του ζητήματος, είχε πλείστας ευκαιρίας να αναλάβη τας ευθύνας της και να αποδεχθή τας κατά καιρούς προταθείσας λύσεις Χάρντιγκ - Ράντγκλιφ, κατά πολύ εθνικώς συμφερωτέρας από την υπογραφείσαν σήμερον...» (Σ. Βενιζέλος, όπ. π. σελ. 24).

Είναι απόλυτα προφανές γιατί η ελληνική πολιτική ηγεσία θα ήταν διατεθειμένη, εάν δεν αντιμετώπιζε την κατηγορηματική ελληνοκυπριακή άρνηση, να διαπραγματευθεί τη λύση του Κυπριακού στη βάση της διχοτόμησης. Η Ελλάδα θα προσαρτούσε τουλάχιστον το 80% του κυπριακού εδάφους (ίσως μάλιστα και το 95%), ενώ παράλληλα με τη μετακίνηση των πληθυσμών θα εξαλειφόταν ο παράγοντας που δημιουργούσε την όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ταυτόχρονα, η Κύπρος, ως τμήμα πλέον της ελληνικής και αντίστοιχα της τουρκικής επικράτειας, θα εντασσόταν στο NATO, γεγονός που θα ικανοποιούσε και τα δυτικά διεθνοπολιτικά συμφέροντα στην περιοχή.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα, γιατί η ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία απέρριπτε ευθύς εξ αρχής κάθε διαπραγμάτευση στη βάση της «διπλής αυτοδιάθεσης».

Μια απάντηση στο ερώτημα αυτό θα ήταν ίσως η εκτίμηση ότι η «Εθναρχία» είχε ήδη προσανατολισθεί προς τη στρατηγική της ανεξαρτησίας ακόμα και όταν υποστήριζε (για λόγους τακτικής) το σύνθημα «ένωσις και μόνον ένωσις» και δεν ήταν έτσι διατεθειμένη να δεχθεί οποιαδήποτε άλλη λύση πλην της ανεξαρτησίας. Υποστήριζε λοιπόν το ουσιαστικά ανέφικτο σύνθημα της ένωσης χωρίς ανταλλάγματα, μέχρι να της δοθεί η ευκαιρία να προβάλει τη λύση της ανεξαρτησίας. Μια τέτοια άποψη μοιάζει να υπαινίσσεται ο Ε. Αβέρωφ, όταν υποστηρίζεις «Η Κύπρος από απόψεως ηγεσίας δεν ξέρω από πότε την είχε εγκαταλείψει (την ιδέα της Ένωσης). Είναι πολλά και πονηρά εκεί πέρα. Αλλά πάντως την εγκατέλειψε οριστικώς και επισήμως όταν άρχισε να εφαρμόζεται το σχέδιο Μακ Μίλλαν» (Αβέρωφ 1988, σελ. 39).

Μια τέτοια ερμηνεία δεν μας φαίνεται όμως πειστική. Η πολιτική στρατηγική δεν είναι η έκφραση της «αυτοσυνείδησης» κάποιων υποκειμένων (των πολιτικών αρχηγών, της αστικής τάξης) που γνωρίζουν τα «αντικειμενικά και μακροπρόθεσμα» συμφέροντα τους και τα προωθούν με συνέπεια υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Η πολιτική στρατηγική προκύπτει μέσα στην ταξική πάλη σε συνάρτηση με τους διαρκώς μεταβαλλόμενους πολιτικούς και ταξικούς συσχετισμούς δύναμης.

Η ανάλυση που προηγήθηκε μας έδειξε ότι η Ε/Κ πολιτική ηγεσία προσανατολίσθηκε και αγωνίστηκε αρχικά για την ένωση κι αυτό ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η ένωση θα ακύρωνε τη δυνατότητα αυτής της πολιτικής ηγεσίας να συγκροτηθεί ως αυτόνομη κρατική εξουσία, ή το ότι θα οδηγούσε στην απορρόφηση του κυπριακού κεφαλαίου από το ελληνικό κ.λπ. (κάτι που φυσικά ίσχυε και για την περίπτωση της Ιόνιας Πολιτείας, ή της Κρήτης πριν την ενσωμάτωση τους στην Ελλάδα). Η υποταγή και απορρόφηση των επιμέρους (πολιτικών, οικονομικών, ιδεολογικών) αστικών συμφερόντων από το συνολικό εθνικό (αστικό) συμφέρον είναι μια διαδικασία που μπορεί να ανακοπεί μόνο κατ' εξαίρεση και υπό εντελώς ειδικές συνθήκες.

Η κυπριακή εξαίρεση δεν μπορεί, λοιπόν, να αναχθεί ούτε σε αυτή καθεαυτή την ύπαρξη μιας ελληνοκυπριακής αστικής τάξης, ούτε πολύ περισσότερο στη βούληση της ελληνοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας. Προέκυψε κατά τη γνώμη μας σαν αποτέλεσμα: α) της ιστορικά κληρονομημένης κυπριακής πολιτικής οργάνωσης (η προϋπάρχουσα ελληνοκυπριακή πολιτική «εξουσία» στην Κύπρο) και 6) της συγκεκριμένης τροπής των μεταπολεμικών πολιτικών ανταγωνισμών στην Κύπρο (η προοπτική της διχοτόμησης).

Το πολιτικό σύστημα στην Κύπρο, όπως διαμορφώθηκε κατά την τουρκοκρατία και διατηρήθηκε στις γενικές του γραμμές και υπό τη βρετανική αποικιακή διοίκηση, στηριζόταν στην ύπαρξη μιας υποτελούς στον ξένο επικυρίαρχο. αλλά πάντως αυθύπαρκτης ελληνοκυπριακής πολιτικής «εξουσίας» («Εθναρχία»). που η «επικράτεια» της κάλυπτε ολόκληρη την εδαφική επικράτεια της Κύπρου. Η ελληνοκυπριακή αυτή «εξουσία», ως (δυνάμει) εξουσία ελληνική έτεινε αντικειμενικά από τη μια να «ενωθεί» με το ελληνικό κράτος, δηλαδή να απελευθερωθεί από την ξενική επικυριαρχία. Από την άλλη, όμως, ως αυθύπαρκτη «εξουσία» επί της συνολικής κυπριακής επικράτειας αντιτασσόταν σε οποιαδήποτε εκχώρηση (στους Τούρκους) μέρους από την επικράτεια της.

Η αντίφαση αυτή διαπερνούσε πέρα για πέρα την Ε/Κ πολιτική «εξουσία», καθώς διαφαινόταν ότι η απελευθέρωση της από τη Βρετανική επικυριαρχία θα ψ|σ στερούσε ένα μέρος από το έδαφος κυριαρχίας της. Αντίθετα η αντίφαση αυτή δεν αφορούσε το ελληνικό κράτος, στρατηγική του οποίου ήταν η προσάρτηση μιας όσο το δυνατόν ευρύτερης εδαφικής περιοχής.

Αν λοιπόν το ελληνικό κράτος μπορούσε να διαπραγματευθεί με βάση την αρχή της διχοτόμησης, για να επιδιώξει την προσάρτηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου τμήματος της Κύπρου, για την ελληνοκυπριακή πολιτική «εξουσία» ήταν αδύνατη η εκχώρηση τμήματος της (ήδη υπαρκτής) «επικράτειας» της.

Η αντίφαση στην οποία υπόκειται η Ε/Κ πολιτική «εξουσία» οξύνεται στο έπακρο όταν τίθεται σε εφαρμογή το βρετανικό σχέδιο της διχοτόμησης. Η λύση της «ανεξαρτησίας» λύνει την αντίφαση με την έννοια ότι αποτρέπει την εκχώρηση τμήματος της ελληνοκυπριακής «επικράτειας».

Όταν όμως αμέσως μετά η Ε/Κ «εξουσία» διαμορφώνεται σε πραγματική πολιτική - κρατική εξουσία (με τις συνθήκες Ζυρίχης - Λονδίνου και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας) δρομολογείται και η διαδικασία οριστικού «αποχωρισμού» της ελληνοκυπριακής πολιτικής εξουσίας από την ελληνική.

Έτσι, αν η περίοδος 1957-59 αποτελεί τη μεταβατική φάση για τη διαφοροποίηση ανάμεσα στην ελληνική στρατηγική της «ανεξαρτησίας» και την ελληνοκυπριακή στρατηγική της ανεξαρτησίας, η περίοδος 1959-60 οριοθετεί το «σημείο μη επιστροφής» στη διαδικασία διαφοροποίησης των δύο στρατηγικών.

Η εξέλιξη των δύο στρατηγικών θα καθορίσει και την επόμενη περίοδο, 19601974. Και οι δύο στρατηγικές θα εξακολουθήσουν παράλληλα να καθορίζονται σε συνάρτηση με την κίνηση των ίδιων εσωτερικών και διεθνών αντιφάσεων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αβέρωφ Ε. (1988): «Οι Τούρκοι δεν είναι ασυνεννόητοι», Σελίδες της Καθημερινής, 17 Ιουλίου 1988, σελ. 36-42.

Α.Κ.Ε.Α. (1952): «Ο δρόμος προς τη λευτεριά - Για ένα μίνιμουμ πρόγραμμα του ΑΚΕΛ, για τη συγκρότηση του ενιαίου απελευθερωτικού μετώπου πάλης», στο Λ.T., ΑΚΕΛ, Ψυρούκη (1977), σελ. 29-64.

Αντωνίου Μπ., Κυπριανίδης T., Μηλιός Γ. και Τσεκούρας Θ. (1987): «Μύθοι του Αιγαίου», θέσεις τ. 20.

Αξελός Α., Βεργής Δ., Χατζηπαύλου Π. (1980): «Κύπρος: Από την αυτοδιάθεση - ένωση στη διεθνοποίηση - διχοτόμηση», Τετράδια, τ. 1.

Γρίβας-Διγενής Γ. (1961): «Απομνημονεύματα αγώνος Ε.Ο.Κ.Α. 1955-1959«, Αθήνα.

«Ηγωνίσθησαν οι Κύπριοι ενίκησεν η Τουρκία» (1959), έκδοσις Πολιτικών Νεολαιών (νεολαίες Κόμματος Προοδευτικών, Δημοκρατικής Ενώσεως, ΕΔΑ, Νέας Αγροτικής Ενώσεως) Αθήνα.

Koumoulides J.T.A. (1971): «Cyprus and the War of Greek Independence 1821-1828» EKKE, Αθήνα.

Κρανιδιώτης Ν. (1981): «Δύσκολα χρόνια. Κύπρος 1950-1960», Εστία, Αθήνα.

Κρανιδιώτης Ν. (1987): «Οι διαπραγματεύσεις Μακαρίου - Χάρντιγκ 1955-1956», εκδ. Ολκός, Αθήνα.

«Το Κυπριακό - και τα διεθνιστικά καθήκοντα των ελληνοκυπρίων επαναστατών» (1988), έκδοση της Εργατικής Δημοκρατίας, Λευκωσία.

Λ.T., ΑΚΕΛ, Ψυρούκης (1977): «Τρία κείμενα για την Κύπρο», εκδ. Ομάδα Εργασία, Αθήνα.

Μαστρογιαννόπουλος Π. (1981): «Κύπρος, σοσιαλιστική προοπτική η μόνη διέξοδος στο άλυτο εθνικό και κοινωνικό πρόβλημα», εκδ. Ξεκίνημα, Αθήνα.

Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, (1934) τόμος Γ, λήμμα Κύπρος, σελ. 767-770, Αθήνα.

Μηλιός Γιάννης, (1988): «Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη», εκδ. Εξάντας, Αθήνα.

Σέρβας Πλ. (1980): «Κυπριακό - Ευθύνες» εκδ. Γραμμή, Αθήνα.

Σέρβας Πλ. (1988): «Κυπριακό, "στρατηγική" και στρατηγική», εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα.

Τσεκούρας Θ. (1984): «Κυπριακός Από την Ένωση στη Ζυρίχη», θέσεις τ. 7.

Τσεκούρας Θ. (1985): «Σημειώσεις για τους ταξικούς αγώνες στην Κύπρο», θέσεις τ. 10.

Ψυρούκης Ν. (1975): «Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας», εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα.

Ψυρούκης Ν. (1977): «Η διαμάχη στο Αιγαίο», εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα.

1. Ο γνήσια λαϊκός αυτός μύθος «επαληθεύεται» και διατυπώνεται στην περίπτωση του Κυπριακού με βάση τις ακόλουθες συνήθως θέσεις:

α) Η λύση που δόθηκε στο Κυπριακό με τις συνθήκες Ζυρίχης - Λονδίνου υπαγορεύτηκε από το NATO και τους δυτικούς ιμπεριαλιστές.

β) Τη λύση αυτή αποδέχθηκε καταρχήν η Ελλάδα - λόγω ακριβώς της υποτέλειας της στα αμερικανονατοϊκά συμφέροντα - και την επέβαλε στη συνέχεια στους Ελληνοκύπριους, τους οποίους ουσιαστικά εξανάγκασε να την αποδεχτούν.

γ) Η αντίθεση Ελληνοκυπρίων - Τουρκοκυπρίων δημιουργήθηκε και καλλιεργήθηκε από τους Άγγλους αποικιοκράτες και από τους άλλους νατοϊκούς ιμπεριαλιστές ως μέσο για να διατηρήσουν την επικυριαρχία τους στην περιοχή. Ως εκ τούτου αποτέλεσε πάντα τη δευτερεύουσα πλευρά του Κυπριακού από την οποία δεν θα μπορούσαν να κριθούν οι εξελίξεις: Η Κύπρος θα είχε ενωθεί με την Ελλάδα αν δεν παρενέβαιναν τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού. Και οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες θα επανέρχονταν στους κανόνες της προαιώνιας και πατροπαράδοτης (στην Κύπρο ειδικά} ελληνοτουρκικής φιλίας.

δ) Τις μηχανορραφίες των ιμπεριαλιστών ενάντια στο ελληνικό έθνος εκμεταλλεύτηκε ο μονίμως ελλοχεύων «τουρκικός επεκτατισμός», ο οποίος κατάφερε έτσι να αναδειχθεί ως ο «τοποτηρητής» (ή απλούστερα εργολάβος) των συμφερόντων του ιμπεριαλισμού στην περιοχή, ε) Το «προδοτικό» ελληνικό πραξικόπημα του 1974, και γενικότερα η πολιτική της χούντας απέναντι στην κυπριακή πολιτική εξουσία Βρίσκεται σε πλήρη αντιδιαστολή και ρήξη ως προς την πολιτική των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στην Κύπρο, στ') Ο κύριος κίνδυνος για την Κύπρο, από τη στιγμή που δεν τίθεται πλέον το ζήτημα της ένωσης της με την Ελλάδα, είναι να «αφελληνιστεί», να απολέσει την ελληνική εθνική υπόσταση της.

Οι υποστηρικτές παρόμοιων απόψεων - με τις οποίες θα ασχοληθούμε διεξοδικότερα στα επόμενα - δεν έχουν βέβαια τη στοιχειώδη ευφυΐα π.χ. να αναρωτηθούν γιατί το NATO και οι αμερικάνοι καταστρατήγησαν την «Ένωση», αφού, αν η Κύπρος εντασσόταν στην Ελλάδα θα ανήκε αυτόματα και στο NATO, και θα αποτελούσε έτσι μια δεύτερη, στρατηγικά όμως σημαντικότερη Κρήτη, από την οποία θα προέκυπταν για το NATO μόνο πολλά στρατηγικά οφέλη, χωρίς κανενός είδους διεθνοπολιτικά προβλήματα. Αντίθετα, η αδέσμευτη εξωτερική πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτέλεσε κατά καιρούς πρόβλημα για τη στρατηγική της νατοϊκής Δύσης. Σήμερα τους δυτικούς προβληματίζει η σχέση της Κύπρου με την παλαιστινιακή αντίστασης «Έτσι ανάμεσα στους περίπου 15.000 Άραβες που ζουν στην Κύπρο εικάζεται ότι γύρω στους 1500 είναι ένοπλοι τρομοκράτες» (Der Spiegel, 4 Ιουλίου 1988).

2. Δηλαδή με τον «τρόπο» που αντιστοιχεί στα ταξικά και πολιτικά συμφέροντα από τα οποία εκπηγάζουν και στα οποία σε τελευταία ανάλυση αναφέρονται οι συγκεκριμένες αυτές πολιτικές πρακτικές.

3. Η αγγλική κυριαρχία στην Κύπρο επικυρώθηκε από τις Συνθήκες των Σεβρών (1920) και της Λωζάνης (1923).

4. Χαρακτηριστικό της οικονομικής ανισότητας που επικρατούσε καθόλη την περίοδο που εξετάζουμε ανάμεσα στις δυο κυπριακές κοινότητες είναι ότι δυο χρόνια μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, το 1962-63 οι ελληνοκύπριοι (80% του πληθυσμού) έλεγχαν το 93,9% της δευτερογενούς παραγωγής, το 96,1% του εισαγωγικού εμπορίου και το 99,5% του εξαγωγικού εμπορίου της Κύπρου. («Το Κυπριακό...» 1988, σελ. 132). Ομοίως κατά το Μεσοπόλεμος «Ολόκληρον σχεδόν το εισαγωγικόν και εξαγωγικόν εμπόριον της Κύπρου, ως και όλαι αι κυπριακαί βιομηχανίαι ευρίσκονται εις χείρας των Ελλήνων της Κύπρου. Το αυτό επίσης δύναται να λεχθή και προκειμένου περί των κυπριακών τραπεζιτικών ιδρυμάτων» (Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Ι - Ελλάς, σελ. 767, Αθήνα 1934).

5. Στο διάστημα 1933 - 1947 διατελεί ως «Τοποτηρητής» του Αρχιεπισκοπικού θρόνου και της «Εθναρχίας» ο Μητροπολίτης Πάφου Λεόντιος (Κρανιδιώτης 1981, σελ. 20).

6. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Πρωθυπουργού Ν. Πλαστήρα το 1950: «Η Κυβέρνησις επιφυλάττεται να χειρισθή το Κυπριακόν εντός των πλαισίων των σχέσεων της με φίλην και σύμμαχον Δύναμιν, μόλις θεώρηση ότι επέστη η στιγμή ευτυχούς διευθετήσεως». (Παρατίθεται στο Κρανιδιώτης 1981. σελ. 42).

7. Με βάση αυτή τη στρατηγική παραγκωνισμού της θέλησης της τουρκοκυπριακής μειοψηφίας μπορεί κατά τη γνώμη μας να ερμηνευθεί και η στάση του ΑΚΕΛ, που νομιμοποιούσε και αποδεχόταν μέχρι το 1949 την απαίτηση του Αρχιεπισκόπου να λειτουργεί ως «εθνάρχης» και «εκπρόσωπος του Κυπριακού λαού», παρά την όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δύο παρατάξεις (ΑΚΕΛ και «Εθναρχία») ήδη από το 1946.

«Με την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ οι Άγγλοι άρχισαν να παίζουν το ρόλο τον «φίλου» των Τούρκων, ενώ από τη μέρα που πάτησαν το πόδι τους στην Κύπρο δεν συνεργάστηκαν παρά μόνο με τους Έλληνες (...) Αναφέραμε χαρακτηριστικό παράδειγμα για τις διοικήσεις των Δήμων. (...) Οι αποφάσεις παίρνονταν με απλή πλειοψηφία, ενώ είναι γνωστό πως σε όλες τις επαρχίες οι Τούρκοι αποτελούσαν μειονότητα. Έτσι (...) ποτέ δεν λαμβάνονταν υπόψη και η παρουσία τους ήταν ουσιαστικά χωρίς σημασία» (Δρ. Ι. Αλή, «Τα Απομνημονεύματα μου», Λευκωσία 1980. Παρατίθεται στο «Το Κυπριακό...» 1988, σελ. 46).

8. Μια γλαφυρή περιγραφή (στηριγμένη στα πραγματικά ιστορικά δεδομένα) της καταστροφής της Σμύρνης, αλλά και των σφαγών του τουρκικού πληθυσμού που προηγήθηκαν, από τα υποχωρούντα ελληνικά στρατεύματα κατοχής, δίνει ο Ε. Ambler (1987), «Η μάσκα του Δημήτριου», εκδ. Άγρα σελ. 41 κ.ε.

9. Την ίδια ακριβώς άποψη υποστηρίζουν τόσο οι συντηρητικοί Έλληνες πολιτικοί (βλ. π.χ. γράμμα Αβέρωφ στον Γρίβα τον Αύγουστο 1958, στο Γρίβας 1961 σελ. 281), όσο και η κυπριακή και ελληνική Αριστερά. (Βλ. π.χ. Σέρβας 1975, σελ. 21 και Σέρβας 1988, σελ. 85 κ.ε.). Είναι χαρακτηριστικό ότι στο «Μίνιμουμ Πρόγραμμα» του ΑΚΕΛ, που εκδόθηκε το 1952 αναφέρεται ότι βασικές κινητήριες δυνάμεις του ενωτικού αγώνα είναι «όλοι γενικά οι εργαζόμενοι έλληνες, τούρκοι και αρμένηδες, άνδρες και γυναίκες» (ΑΚΕΛ 1952, σελ. 56), ενώ συγχρόνως ομολογείται ότι «οι τουρκικές μάζες βρίσκονται βυθισμένες στην οικονομική εξαθλίωση και κάτω από το σωβινισμό των μπέηδων και των αγάδων» (όπ.π., σελ. 50).

Μια συστηματική κριτική της σοβινιστικής απολογητικής ιδεολογίας, σύμφωνα με την οποία οι Τούρκοι της Κύπρου δεν αντιτίθενταν (παρά μόνο όταν «υποκινήθηκαν» από τους Άγγλους)και δεν είχαν λόγους να αντιτεθούν στην προοπτική της «Ένωσης» περιέχεται στο «Το Κυπριακό...» 1988, σελ. 22-78).

«Για το Μακάριο (...) στόχος έγινε η διατήρηση της Ελληνικότητας και της ενότητας του Νησιού: Ο Ελληνισμός πάνω από την Ελλάδα!» (Κρανιδιώτης 1981, σελ. 49)

10. Στο «Μίνιμουμ Πρόγραμμα» του ΑΚΕΛ του 1952 διαβάζουμε: «Σήμερα δεν μπαίνει μπροστά μας το δίλημμα: ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ Ή ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΥΠΡΟΣ. Το δίλημμα που μπαίνει σήμερα μπροστά μας είναι: ΈΝΩΣΗ Ή ΕΓΓΛΕΖΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ; Σ' αυτό το ερώτημα εμείς απαντούμε: ΟΛΟΣ Ο ΛΑΟΣ ΕΝΩΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ» (ΑΚΕΛ 1952, σελ. 59). Μέχρι τον Απρίλιο του 1955, οπότε άρχισε η δράση της ΕΟΚΑ, η κύρια διαφωνία του ΑΚΕΛ με την «Εθναρχία» ήταν ότι η τελευταία ήταν διατεθειμένη να συγκατατεθεί στη διατήρηση αγγλικών βάσεων στην Κύπρο, ως αντάλλαγμα για την Ένωση.

11. Κατά την άποψη της «Εθναρχίας» (βλ. Κρανιδιώτης 1981. σελ. 9394). αλλά και του Γρίβα (Γρίβας 1961 σελ. 54) η συμμετοχή της Ελλάδας στην Τριμερή το Σεπτέμβρη του 1955 αποτέλεσε «σφάλμα» και «υποχώρηση» απέναντι στις βρετανικές πιέσεις γιατί επέτρεψε τη νομιμοποίηση της ανάμειξης της Τουρκίας στο Κυπριακό. Η άποψη αυτή είναι προφανώς ανακριβής γιατί η τουρκική «ανάμειξη» είχε νομιμοποιηθεί πανηγυρικά τον προηγούμενο ήδη χρόνο με την απόφαση της 9ης Γ.Σ. του Ο.Η.Ε. Αντίθετα μάλιστα, με τον ελιγμό της συμμετοχής στην Τριμερή, η Ελλάδα προσέφυγε στη 10η Γ.Σ. του Ο.Η.Ε. με το επιχείρημα της «καλής θέλησης». Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η διαφωνία της «Εθναρχίας» πήγαζε μάλλον από το γεγονός ότι θεωρούσε πως οποιαδήποτε συζήτηση με την Τουρκία θα έπρεπε να γίνει μετά τη συντριβή των τουρκοκυπριακών αντιστάσεων στο Νησί.

12. Σύμφωνα με την Τουρκία αφορμή για τα επεισόδια υπήρξε η έκρηξη βόμβας, κατά την προηγούμενη μέρα, στο σπίτι όπου είχε γεννηθεί ο Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. Η ελληνική κυβέρνηση θεώρησε την έκπληξη αυτή «τουρκική προβοκάτσια».

13. Όπως εξηγεί ο Ν. Κρανιδιώτης, Γεν. Γραμματέας τότε της «Εθναρχίας»ς «Η εκλογή του Γρίβα μαρτυρεί το πνεύμα της Κυπριακής ηγεσίας όσον αφορά τη μορφή του αγώνα» (Κρανιδιώτης: 1981, σελ. 74). Ο ίδιος συγγραφέας μας πληροφορεί επίσης ότι για την εκλογή αυτή σημαντικό ρόλο έπαιξε ότι ο Μακάριος συνδεόταν προσωπικά με στέλεχος της φασιστικής οργάνωσης «Χ» του Γρίβα (όπ.π.).

14. «Ο Υπουργός Ευάγγελος Αβέρωφ αλληλογραφούσε (με τον Γρίβα) με το ψευδώνυμο "Ισαάκιος" (και ενίοτε "Ευεργέτης"), ο Γενικός Πρόξενος Άγγελος Βλάχος με το ψευδώνυμο "Γλαύκος", ο Πρόξενος Ρόδας Ρούφος με το ψευδώνυμο "Σκιπίων", ο Πρόξενος Αρ. Φρυδάς με το ψευδώνυμο "Ξηρός". Ο Αρχιεπίσκοπος αλληλογραφούσε με το Γρίβα με το ψευδώνυμο "Χάρης"» (Κρανιδιώτης 1981, σελ. 78).

15. Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο Γρίβας (1961. σελ. 43) οι Ε/Κ συμμετείχαν μέχρι το 1954 στην Κυπριακή αστυνομία σε ποσοστό 60% της συνολικής της δύναμης. Το ποσοστό αυτό μειώθηκε σε 30% το 1955 και 17% το 1957 και 1958. Τα αντίστοιχα ποσοστά συμμετοχής των Τ/Κ στην κυπριακή αστυνομία ήταν: 37% (1954), 62% (1955) και 70% (1957 και 1958). Επίσης για τις ένοπλες Τ/Κ ομάδες ο Γρίβας γράφει ότι η δράση τους (εναντίον της ΕΟΚΑ) «προσέκρουεν εις τα εξής δύο εμπόδιας α) Εις την εκπαίδευσιν, τον οπλισμόν και την οργάνωσιν (...) 6) Εις την συγκατάθεσιν της Τουρκικής Κυβερνήσεως. Ως προς το δεύτερον, φαίνεται, ότι αι πρώται

«Είμαι έτοιμος να αναστείλω τας επιχειρήσεις των υπ' εμέ τμημάτων και αναμείνω την εκ μέρους της Αγγλίας πλήρη ανταπόκρισην, δια να εκπληρωθούν τα αιτήματα του Κυπριακού λαού, όπως ταύτα ετέθησαν, υπεστηρίχθησαν και θα συζητηθούν υπό τον Εθνάρχου του, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου» (Προκήρυξη του Γρίβα, 16 Αυγούστου 1956, Γρίβας 1961, σελ. 121. κρούσεις προς την Τουρκικήν Κυβέρνησιν, κατά πληροφορίας μας, δεν ήταν ενθαρρυντικοί» (όπ.π. σελ. 98).

16. Ο Ν. Κρανιδιώτης (αλλά και άλλοι αναλυτές του Κυπριακού) χαρακτηρίζει το «σχέδιο Χάρντιγκ» ως τη μόνη «χαμένη ευκαιρία» για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα (Κρανιδιώτης 1987, σελ. 12). Με την άποψη αυτή διαφωνούμε για τους εξής λόγους: α) Το σχέδιο Άτσεσον του 1964 ήταν σχέδιο Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Στην Τουρκία παρεχωρείτο με αυτό ως μοναδικό αντάλλαγμα μια στρατιωτική βάση, όχι κατά κυριαρχία, αλλά με εκμίσθωση για 50 χρόνια. Για τους Τ/Κ προβλεπόταν μειονοτικό καθεστώς ανάλογο με αυτό της Δυτ. Θράκης. 6) Η λύση Ατσεσον διατυπώθηκε σε μια διεθνοπολιτική συγκυρία πολύ ευνοϊκότερη για την Ελλάδα απ' ό,τι η συγκυρία του 1955-56. Διατυπώθηκε επίσης μετά τη βίαιη - ένοπλη συντριβή της Τ/Κ κοινότητας (γεγονότα Δεκεμβρίου 1963, βλ. Τσεκούρας 1985). Μια τέτοιας έκτασης πολιτική περιθωριοποίηση των Τ/Κ θα ήταν αδιανόητη σ' ένα καθεστώς «αυτοκυβέρνησης» υπό το «ρυθμιστικό ρόλο» του Βρετανού Κυβερνήτη, όπως αυτό που προβλεπόταν στο σχέδιο Χάρντιγκ. Επομένως το σχέδιο Ατσεσον κι όχι το σχέδιο Χάρντιγκ δείχνει το όριο των τουρκικών υποχωρήσεων και το όριο των ελληνικών κατακτήσεων, θα δούμε άλλωστε ότι αν η Ένωση δεν έγινε δυνατή, αυτό οφείλεται κυρίαρχα στη διαμόρφωση της Ε/Κ στρατηγικής της ανεξαρτησίας από το 1957 και μετά, κάτι που μπορούμε εύλογα να εικάσουμε ότι θα προέκυπτε επίσης και υπό το καθεστώς «αυτοκυβέρνησης Χάρντιγκ». γ) Το ότι από τις συνομιλίες Χάρντιγκ - Μακαρίου είχαν de facto αποκλεισθεί οι Τ/Κ, κατά κανένα τρόπο δεν σημαίνει ότι είχε υιοθετηθεί από τους Βρετανούς η ελληνική άποψη για την αυτοδιάθεση του «Κυπριακού λαού» ως συνόλου, ή ότι είχε κατηγορηματικά αποκλεισθεί η εκδοχή της «διπλής αυτοδιάθεσης». Το αντίθετο μάλιστα συνέβαινε, δηλ. το ζήτημα αυτό παρέμενε σκοπίμως ανοικτό, για να κριθεί από τους μελλοντικούς πολιτικούς συσχετισμούς. Στο βρετανικό κοινοβούλιο ο υπουργός εξωτερικών Χ. Μακ Μιλάν έλεγε το Νοέμβρη του 1955: «Εφόσον υπάρχει διαφωνία μεταξύ των τριών μερών (Μ. Βρετανίας, Τουρκίας και Ελλάδας) στο θέμα της αυτοδιάθεσης (...) γιατί να μη συμφωνήσουμε όλοι να συνεργαστούμε για την εφαρμογή της αυτοκυβέρνησης και να αποφύγουμε να επιμείνουμε σ' ένα επακριβή ορισμό καθεμιάς λέξης και φράσης, αναφορικά με το διαφορετικό από μέρους μας χειρισμό των τελικών φάσεων των συζητήσεων του ζητήματος;» (Κρανιδιώτης 1987, σελ. 45). Αλλά «και ο Μακάριος δεν ζητούσε τακτή προθεσμία εφαρμογής της αυτοδιάθεσης κι άφηνε ανοικτό το μεταδοτικό στάδιο» (Κρανιδιώτης 1987, σελ. 67), προσβλέποντας προφανώς σε μια συγκυρία ευνοϊκότερη για τους Ε/Κ, μετά την εφαρμογή της «αυτοκυβέρνησης».

17. Στο βρετανικό «κυβερνητικό ανακοινωθέν για την προγραφή του ΑΚΕΛ» (1312-1955) διαβάζουμε: «Προφανώς απεκήρυξε το ΑΚΕΛ τον Αρχιεπίσκοπον Κύπρου λόγω πληροφοριών, καθ' ας ούτος επρόκειτο να σύναψη συμφωνίαν μετά της Μεγ. Βρετανίας, και απήτησεν, όπως ούτος αρνηθή να διαπραγματευθή επί οιασδήποτε άλλης δόσεως πλην της αμέσου αυτοδιαθέσεως, υφ' όρους οι οποίοι θα απέκλειον την χρησιμοποίησιν της Κύπρου ως βάσεως. Σαφής σκοπός του Κόμματος είναι να παρακώλυση την επίτευξιν διευθετήσεως. Όταν αβάσιμοι φήμαι περί επιτεύξεως συμφωνίας εκυκλοφόρησαν εις την Λευκωσίαν την 7ην Δεκεμβρίου. μερικαί, υποκινηθείσαι υπό των Κομμουνιστών, μαθητικοί διαδηλώσεις κατά του Αρχιεπισκόπου και του Ελληνικού Προξενείου εξεδηλώθησαν προώρως. (...) Η εις ψήφους δύναμις του ΑΚΕΛ και των δορυφόροι του, εάν επρόκειτο να διεξαχθούν γενικοί εκλογαί εν τη Νήσω έχει διαφοροτρόπως υπολογισθή μεταξύ 20% και 55% των εκλογέων». (Παρατίθεται στο Κρανιδιώτης 1981. σελ. 482 και 484).

18. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από προεκλογική ομιλία του Σοφοκλή Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκης «Ειδοποιούμεν την Κυβέρνησιν ότι πλανάται εάν νομίζη ότι ο Ελληνικός λαός, συμπεριλαμβανομένων και των Κυπρίων, είναι δυνατόν να διαβουκοληθή με οιανδήποτε πλατωνικήν διακήρυξιν του δικαιώματος της αυτοδιαθέσεως, χωρίς καθορισμούς της διαδικασίας και χωρίς χρονικήν πρόβλεψιν δια την πραγματοποίησίν του». (Παρατίθεται στο Κρανιδιώτης 1981, σελ. 173).

«Εάν απροκλήτως οι Τούρκοι, είτε κατόπιν οδηγιών εξ Αγκύρας, είτε δια να δημιουργήσουν θόρυβον. προχωρήσουν, ως συνήθως, κατά μπουλούκια εις τον Ελληνικόν τομέα, πρέπει να τους αντιμετωπίσωμεν. Έχω την γνώμην ότι πρέπει να τους ρίψωμεν μία - δύο χειροβομβίδας από κάποιον ταράτσαν και έτσι θα τους δοθεί ένα καλόν μάθημα και δεν θα τολμήσουν άλλην φοράν να μαζεύονται κατά μπουλούκια» (Επιστολή Μακαρίου προς Γρίβα, με ημερομ. 3/3/58. Γρίβας 1961, σελ. 258).

«Νομίζω, ότι ήτο δυνατόν να ριφθούν μία δύο χειροβομβίδες κατά των Τουρκικών "μπουλουκιών". Το ίδιον να γίνη και εις τας αλλάς πόλεις (...). θα ήτο καλόν, εάν είχομεν δύο τουλάχιστον ενόπλους δικούς μας εις τα χωρία όπου υπάρχουν Τούρκοι...» (Επιστολή Μακαρίου προς Γρίβα, με ημερομ. 18/4/58. Γρίβας 1961 σελ. 273). «Οι φόνοι αριστερών με ανησυχούν, διότι δημιουργούν κατάστασιν παρέχουσαν αφορμήν εις τους Άγγλους να ομιλούν περί εμφυλίου σπαραγμού (...) Όπως πληροφορούμαι, υπεσχέθησαν ότι θα υιοθετήσουν το σύνθημα ότι ο Αρχιεπίσκοπος είναι ο μόνος εκπρόσωπος του Κυπριακού λαού» (Επιστολή Μακαρίου προς Γρίβα τον Ιούλιο του 1958. Κρανιδιώτης 1981. σελ. 327-328). «Προ τοιαύτης προδοτικής ηγεσίας (ενν. του ΑΚΕΛ) εφεκτική στάσις ημών αποτελεί εθνικόν έγκλημα. Εγώ έπραξα το καθήκον μου και κρούω τον κώδωνα του κινδύνου, παρ' όλον ότι δέχομαι μύδρους εκ της Ελευθέρας Ελλάδος» (Απάντηση Γρίβα στον Μακάριο. Γρίβας 1961. σελ. 275-276). '

19. Ο Γρίβας διαφωνεί με τις αρχικές προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης και τον Μακαρίου για κατάπαυση του «αγώνα», υποστηρίζοντας ότι «την κατάπαυσιν του αγώνος θα την εκμεταλλευθούν τόσον το ΑΚΕΛ, όσον και ο διεθνής κομμουνισμός» (Γρίβας 1961, σελ. 171). Βεβαίως, οι εξελίξεις οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση να διαμυνήσει στις 12/4/57 στον Γρίβα ότι «όπως έχουν τα πράγματα σήμερον συμφέρει παραμονή σας» (στην Κύπρο). Ένα μήνα αργότερα ο Μακάριος έγραψε στον Γρίβας «Η οριστική κατάπαυσις του αγώνος δεν συμφέρει». (Γρίβας 1961 σελ. 173,174).

20. «Τον Ιούλιο του 1957 με κάλεσε στο σπίτι του, στο Ψυχικό, ο Μποδοσάκης Αθανασιάδης, και, στην παρουσία του Σοφοκλή Βενιζέλου, πρότεινε την ανάληψη της πρωθυπουργίας από το Μακάριο (...) Ένα μήνα αργότερα (στις 21 Αυγούστου 1957), κατά τη διάρκεια γεύματος στο σπίτι μας στο Ψυχικό, ο Μποδοσάκης επανέλαβε την πρόταση του στο Μακάριο - που παρευρίσκετο - λέγοντας ότι, για να δημιουργήσουν πολιτική κρίση, θα ήταν διατεθειμένοι να παραιτηθούν οι Υπουργοί Γεώργιος Ράλλης και Παναγής Παπαληγούρας» (Κρανιδιώτης 1981, σελ. 27 και 280). Ο Μακάριος αρνήθηκε την προσφορά των Μποδοσάκη - Βενιζέλου, στόχοι της οποίας ήταν η εκλογική συσπείρωση όλης της αντιπολίτευσης υπό την ηγεσία του Κέντρου και η ένωση της Κύπρου κατά το πρότυπο της ένωσης της Κρήτης. Μετά την παραίτηση των Ράλλη και Παπαληγούρα (Φεβρουάριος 1958) προκηρύχθηκαν εκλογές για το Μάιο του 1958 (Τα αποτελέσματα: ΕΡΕ 41,2%. ΕΔΑ 24,4%. Φιλελεύθεροι 20,7%, Προοδευτική Αγροτική Δημοκρατική Ένωσις 10.6%). Ο Καραμανλής σχολίασε εκ των υστέρων τα γεγονότα αυτά υποστηρίζοντας ότι στη «συνωμοσία» συμμετείχε και ο «Επιτετραμμένος της Αμερικής Πέυφηλτ (...) γιατί ο Βενιζέλος και ο Καρτάλης έλεγαν τότε στους Άγγλους και Αμερικανούς, ότι μόνο μια κυβέρνηση ευρύτερου συνασπισμού θα μπορούσε να αναλάβει την ευθύνη της επιλύσεως του Κυπριακού». (Παρατίθεται από τον Κρανιδιώτη 1981, σελ. 313-314). Βλ. επίσης Γρίβας 1961, σελ. 261: «Αθηναϊκή εφημερίς της αντιπολιτεύσεως αξιοί την παραίτησιν της Κυβερνήσεως Καραμανλή και σχηματισμόν Κυβερνήσεως συνασπισμού υπό τον Μακάριον, ο δε Καραμανλής κατηγορείται ως εγκαταλήψας τον αγώνα δι αυτοδιάθεσιν».

21. Η Ελλάδα είχε ήδη ασκήσει στο παρελθόν πίεση στο NATO για την αδράνεια του στο Κυπριακό, που κατά την ελληνική άποψη ισοδυναμούσε με κάλυψη των βρετανικών χειρισμών, αποσύροντας τους αξιωματικούς της από το νατοϊκό στρατηγείο της Σμύρνης.

«Η τύχη των τέκνων μας. το μέλλον της Πατρίδος μας. δια πρώτην φοράν, ύστερα από 800 χρόνια, εναπόκειται πάλιν εις χείρας μας. (...) Όταν, με την πάροδον τον χρόνου, κατακαθήσει ο κονιορτός της μάχης (...) τότε θα κατανοήσωμεν ποιαν μεγάλην εντυχίαν επεφύλαξε εις την γενεάν μας η θεία Πρόνοια και πόσον πρέπει να είμεθα ευγνώμονες οία τούτο» (Ο Μακάριος σχετικά με τις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου. Παρατίθεται στο Κρανιδιώτης 1981 σελ. 439).

22. Φυσικά οι Ε/Κ διατηρούσαν και τη νομοθετική εξουσία. Η Βουλή των Αντιπροσώπων περιελάμβανε 35 Ε/Κ και 15 Τ/Κ δουλευτές. Η Τ/Κ Κοινοτική Βουλή (όπως αντίστοιχα και η Ε/Κ Κοινοτική Βουλή) αποφάσιζε μόνο για τα θρησκευτικά, μορφωτικά κ.λπ. ζητήματα που αφορούσαν αποκλειστικά τους Τ/Κ (τους Ε/Κ).

23. Ένα αντίστοιχο πρόβλημα «νομιμοποίησης» αντιμετώπιζε φυσικά, μετά την υπογραφή των συμφωνιών και η ελληνική κυβέρνηση. Εδώ όμως η κυβερνητική σταθερότητα μετά τις εκλογές του 1958, αλλά και η ουσιαστική πλέον ανάληψη της πολιτικής πρωτοβουλίας των κινήσεων από την «Εθναρχία» καθιστούσαν το πρόβλημα αυτό στην Ελλάδα πολύ λιγότερο οξυμένο από ό,τι αντίστοιχα στην Κύπρο. Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα από την αγόρευση του Γεωργίου Παπανδρέου στη Βουλή το Φεβρουάριο του 1959ς «Ο πρώτος λόγος δια τον οποίον διαφωνώ προς τας προτάσεις της ακυρώσεως (ενν. των συμφωνιών) είναι, ότι τοιαύτη απόφασις θα εσήμαινεν αποδοκιμασίαν της αποφάσεως του Κυπριακού λαού (...) διότι η πρωτοβουλία του αγώνος υπήρξε Κυπριακή. Ο ρόλος της Ελληνικής Κυβερνήσεως υπήρξε ρόλος συμπαραστάσεως. Και όταν ο Κυπριακός λαός, δια της υπευθύνου ηγεσίας του, απεδέχθη τας συμφωνίας, η Ελληνική Κυβέρνησις δεν δύναται και δεν δικαιούται να αντιταχθή (...) Επιθυμώ να διακηρύξω την ελπίδα και την ευχήν ότι εις την πορείαν του χρόνου θα γίνει επανεξέτασις και αυτών των βασικών διατάξεων των συμφωνιών (...) Γνωρίζω τας αντιρρήσεις αλλά υπάρχει απάντησις. Υπάρχει και σήμερον ενώπιον ημών μία συνθήκη, η συνθήκη της Λωζάννης. Άλλα γράφει και άλλα γίνονται...» (Παρατίθεται στο Κρανιδιώτης 1981, σελ. 383385).

24. Σαν αποτέλεσμα της πολιτικής της απομόνωσης, η ακροδεξιά ομάδα της Κερύνειας εγκαταλείπει μετά τις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου το «επιθετικό» σύνθημα «ένωσις και μόνον ένωσις» και στρατεύεται σ' ένα «αμυντικό στόχο»ς τη διατήρηση της ελληνικότητας της Κύπρου, η οποία υποτίθεται ότι απειλείται με «αφελληνισμό». Ο μητροπολίτης Κυρήνειας Κυπριανός δήλωνε στις 25/2/1959: «Συνέπεια (...) θα είναι η ανάπτυξις δραστηριότητος προς δημιουργίαν "κυπριακού πατριωτισμού", με στόχον διαρκή και μοναδικόν τον αφελληνισμόν της νήσου». (Παρατίθεται στο «Ηγωνίσθησαν...» σελ. 6). Είναι χαρακτηριστικό ότι 30 σχεδόν χρόνια μετά οι αντίστοιχοι «ενωτικοί» σωβινιστικοί κύκλοι στην Ελλάδα, επαναλαμβάνουν στερεότυπα τα ίδια επιχειρήματα και διατυπώνουν τους ίδιους «φόβους»: «Κάτι είχα ακούσει ή είχα διαβάσει για μεμονωμένες φαλμεραϊκού στυλ απόπειρες να αμφισβητηθεί ιστορικά ο ελληνισμός της Κύπρου (...) Αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται για συντονισμένες είτε συγκλίνουσες προσπάθειες, που κατατείνουν στην αλλοίωση (την ιστορική πλαστογράφηση, καλύτερα) της εθνολογικής και πολιτισμικής ταυτότητας του κυπριακού ελληνισμού (...) Ο διαοροπικός αφελληνισμός της ελεύθερης Κύπρου είναι ίσως πιο φοβερός και από τον εποικισμό της κατεχόμενης. Ο κίνδυνος δεν είναι ορατός - προ των πυλών. Ελλοχεύει εντός των τειχών». Γ. Βότση, «Φαινόμενα αφελληνισμού στην Κύπρο», Σχολιαστής τ. 67, Μάιος 1988.

Φυσικά, πρόβλημα «αφελληνισμού» των ελληνοκυπρίων δεν τέθηκε ποτέ και ούτε τίθεται σήμερα. Το πραγματικό πρόβλημα που τίθεται είναι αν θα επιδιωχθεί η επίλυση του Κυπριακού με τη δημιουργία ενός ομόσπονδου ελληνοτουρκικού κράτους, ή εάν θα συνεχίσει να θεωρείται η Κύπρος ως μια «μικρά Ελλάς εις την περιοχήν της ανατολικής Μεσογείου» (Μακάριος 20/2/1959, παρατίθεται στο Κρανιδιώτης 1981, σελ. 380). Τη σημερινή άποψη της Αριστεράς διατυπώνει εδώ με γλαφυρό τρόπο ο Πλουτής Σέρβας: «Η Κύπρος δεν μπορεί, ούτε πρέπει να θεωρείται κράτος ελληνικό. Φυσικά ο ελληνισμός είναι το συντριπτικά πλειοψηφούν στοιχείο. Όμως, το κράτος δεν είναι μόνο κράτος του ελληνισμού. Ούτε κομμάτι του ελληνικού κράτους. Το κράτος είναι συνεταιρικό, ελληνοτουρκικό» (Σέρβας 1988, σελ. 65).

«Ποίος ο εμπνευστής της διχοτομήσεως: Τρεις πηγαί, η μία Ελληνική, η άλλη Αγγλική και η τρίτη Τουρκική, καταλογίζουν την ιδέα της διχοτομήσεως εις τον Έλληνα Υπουργό των Εξωτερικών κ. Αβέρωφ» (Γρίβας 1961, σελ. 150).