Για την ποιότητα της ελληνικής μετάφρασης του βιβλίου του Καρλ Σμιττ «Η έννοια του Πολιτικού» ή Die winkeladvokatliche Begriffsstutzigkeit als Homeromastix
του Γιώργου Σταμάτη

Στις αρχές αυτού του χρόνου κυκλοφόρησε στις εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ το κλασικό βιβλίο του Καρλ Σμιττ «Η έννοια του Πολιτικού». Τη μετάφραση έκανε η Αλίκη Λαβράνου, η οποία έγραψε και την Εισαγωγή, και την επιμέλεια, δηλ. τη θεώρηση της μετάφρασης, ο υπογράφων. Το βιβλίο είναι το πρώτο κείμενο του Καρλ Σμιττ που μεταφράζεται στα ελληνικά.

Στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 22ας Μαΐου 1988 δημοσιεύθηκε με τον τίτλο «Οι "πολέμιοι" και οι "φίλοι"» μια κριτική του βιβλίου από τον κ. Γ.Ζ. Δρόσο.

Τι γραφεί ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος για το ίδιο το βιβλίο στην βιβλιοκριτική του θα δούμε στα παρακάτω. Όσον αφορά τη μετάφραση, διαπιστώνει ούτε λίγο ούτε πολύ έλλειψη υπευθυνότητας. Γράφεις «Ένα κείμενο (εννοείται προφανώς η μετάφραση ενός κειμένου, Γ.Σ.) όμως, όπως το "Der Begri des Politischen", απαιτεί ιδιαιτέρως αυξημένη υπευθυνότητα (γιατί όχι απλώς αντίστοιχες γνώσεις και την καλή πρόθεση να το κάνεις προσιτό σ' όσους δεν μπορούν να το διαβάσουν στα γερμανικά - Γ.Σ.). Η σαφήνεια στη συνολική διατύπωση, η απόλυτη κυριολεξία στην απόδοση των εννοιών και των αποχρώσεων που να μην εξαντλούνται σε προσπάθεια "μεταγλώττισης" των γερμανικών προτάσεων, είναι προϋποθέσεις, χωρίς τις οποίες το κείμενο ή μοιάζει ακατανόητο - άρα χωρίς αξία - ή, στην "καλύτερη" περίπτωση παρεξηγείται. Η παρούσα μετάφραση παρά την εμφανή προσπάθεια να συμβεί το αντίθετο, δεν κατάφερε να αποφύγει σειρά από τέτοιες "παγίδες". θα περιοριστώ σε ορισμένες μόνον επισημάνσεις».

Και ακολουθεί η εξής μία «επισήμανση» από τις υποσχεθείσες «μερικές επισημάνσεις»ς

«Πρώτα - πρώτα ο τίτλος "Η έννοια του Πολιτικού" - όπως έχει αποδοθεί το "Der Begriff des Politischen" - αφήνει αρκετά περιθώρια ασάφειας. Πρόκειται για "τον πολιτικό" (der Politiker, le politicien) - όπως ο κ. Παπανδρέου, ο κ. Μητσοτάκης κοκ - ή για "το πολιτικό στοιχείο" (das Politische, le politique) H ιταλική έκδοση έργων του Καρλ Σμιττ (εκδ. Mulino, Bologna, 1972) που αντιμετώπισε (η ιταλική έκδοση, όχι βέβαια ο μεταφραστής του Σμιττ στα ιταλικά - Γ.Σ.) ακριβώς το ίδιο πρόβλημα, απέδωσε τον τίτλο με την λέξη "πολιτικό" σε εισαγωγικά. (II concetto di "politiko".»

Και πρώτα - πρώτα: Ο τίτλος «Der Begriff des Politischen» δεν έχει αποδοθεί στην ελληνική μετάφραση toc «Η έννοια του πολιτικού» (το πολιτικού με πεζό πι), όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος, αλλά με «Η έννοια του Πολιτικού» (το Πολιτικού με κεφαλαίο πι), θα πείτε: μα ο τίτλος στο εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης είναι τυπωμένος με κεφαλαία κι όχι με πεζά γράμματα, έτσι που δεν διακρίνει κανείς σε αυτόν ότι το πι του ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ νοείται ως κεφαλαίο. Ασφαλώς. Μόνον που θα πρέπει κανείς να προϋποθέσει ως δεδομένο ότι ένας τόσο κριτικός αναγνώστης όπως ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος συνεχίζει την ανάγνωση και πέραν αυτής του εξωφύλλου. Και ήδη στην Εισαγωγή της Αλίκης Λαβράνου αναφέρεται ο τίτλος με πεζά ως «Η έννοια του Πολιτικού», όπου το Πολιτικού είναι με κεφαλαίο πι (δες σελ. 12). Επίσης τόσο στην Εισαγωγή της Αλίκης Λαβράνου όσο και στο ίδιο το κείμενο του Σμιττ το Πολιτικού γράφεται με κεφαλαίο πι. Το ορθό βέβαια θα ήταν η λέξη Πολιτικόν να. γράφεται τόσο στον τίτλο όσο και στο ίδιο το κείμενο με πεζό πι. διότι δεν είναι κύριο όνομα, αλλά ουσιαστικοποιηθέν επίθετο. Το κεφαλαίο πι του Πολιτικού είναι λοιπόν μια ορθογραφικά αμφισβητήσιμη παραχώρηση προς την πιθανή ανάγκη για «σαφήνεια» ορισμένων αναγνωστών σαν τον κ. Γ.Ζ. Δρόσο. Γιατί δεν προτιμήσαμε όμως το πολιτικόν σε εισαγωγικά όπως οι Ιταλοί; Η γνώση μου της Ιταλικής δεν μου επιτρέπει να κρίνω τη λύση που έδωσε ο ιταλός μεταφραστής. Γνωρίζω όμως ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες τα εισαγωγικά σημαίνουν ή παράθεση ξένου λόγου ή ότι η λέξη ή η φράση που έχει τεθεί σε εισαγωγικά είναι αυτώνυμον (τι σημαίνει αυτώνυμον; θα ρωτήσει βέβαια πάλι ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος), καίτοι συνήθως τα αυτώνυμα δεν τίθενται σε εισαγωγικά αλλά γράφονται υπογραμμισμένα ή τυπώνονται με πλάγια. Εδώ όμως ούτε για παράθεμα ούτε για αυτώνυμο επρόκειτο. Κι επιπλέον ο ίδιος ο Σμιττ θέτει μια φορά στο κείμενο του (σελ. 38) τη λέξη Πολιτικόν για δικούς του λόγους σε διπλά εισαγωγικά («»). Αν η μεταφράστρια είχε επιλέξει την ιταλική λύση που προτείνει ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος θα 'πρεπε βέβαια εδώ να θέσει τη λέξη Πολιτικόν δύο φορές σε διπλά εισαγωγικά (« «»»).

Κατά τα λοιπά das Politische (=το Πολιτικόν) δεν σημαίνει, όπως γράφει ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος, «"το πολιτικό στοιχείο" (das Politische, le politique)». Αναμφίβολα δεν σημαίνει «το πολιτικό στοιχείο», διότι δεν αποτελεί στοιχείο κανενός.

Αλλά τις αυξημένες ανάγκες του κ. Γ.Ζ. Δρόσου για σαφήνεια θα 'χει ο αναγνώστης την ευκαιρία να τις αξιολογήσει ακριβέστερα και πληρέστερα στα παρακάτω. Γράφει λοιπόν ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος αμέσως μετά το παρατεθέν απόσπασμας:

«Άλλη παρατήρηση αφορά στην κατά λέξη μεταγλώττιση ορισμένων όρων που ενώ είναι σαφείς στο γερμανικό πρωτότυπο, είναι αδόκιμοι στα ελληνικά. Τι σημαίνει π.χ. "πολεμικό - πολιτικό νόημα" (σελ. 38) (...)».

Ας δούμε λοιπόν τι σημαίνει. Οι «αδόκιμοι όροι» περιέχονται στην ακόλουθη περίοδος «Στη νομική βιβλιογραφία συναντά κανείς πολλές τέτοιες περιγραφές του Πολιτικού (εδώ ο Σμιττ εννοεί, όπως γράφει στις αμέσως προηγούμενες προτάσεις, περιφραστικούς ορισμούς της έννοιας του Πολιτικού, στις οποίες «το "Πολιτικόν" εξισώνεται κατά κάποιον τρόπο με το "Κρατικόν" ή τουλάχιστον τίθεται σε σχέση προς το κράτος» (σελ. 38) - Γ.Σ.), οι οποίες όμως, στο βαθμό που δεν έχουν ένα πολεμικό - πολιτικό νόημα (polemisch - politischen Sinn) (όπως αυτό που έχουν οι αντιπαραθέσεις Πολιτική και Οικονομία, Πολιτική και Ηθική, Πολιτική και Δίκαιο, Πολιτική και Ιδιωτικό Δίκαιο, τις οποίες ο Σμιττ χαρακτηρίζει παραπάνω «αρνητικές, πολλές φορές και πολεμικές αντιπαραθέσεις (negative(n), meist auch polemische) Gegenüberstellungen)» (σελ. 38), εξηγούνται μόνον από την ύπαρξη του πρακτικού - τεχνικού συμφέροντος να λαμβάνονται αποφάσεις για μεμονωμένες περιπτώσεις. Έτσι υπάρχει π.χ. μία νομολογία και μια βιβλιογραφία για την έννοια της "πολιτικής ένωσης" ή της "πολιτικής συνάθροισης" στο δίκαιο περί ενώσεων. Πέραν αυτού, η πρακτική του γαλλικού διοικητικού δικαίου προσπάθησε να κατασκευάσει μια έννοια του πολιτικού κινήτρου ("mobile politique"), με την βοήθεια της οποίας "πολιτικές" κυβερνητικές πράξεις ("actes de gouvernement") πρέπει να διακριθούν από "μη πολιτικές" διοικητικές πράξεις και να εξαιρεθούν από τον έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων», (σελ. 3839).

Πού είναι εδώ το πρόβλημα σχετικά με τη σημασία των λέξεων πολεμικό - πολιτικό νόημα; Πρόκειται προφανέστατα για το «πολεμικό - πολιτικό νόημα» ορισμένων περιγραφών της έννοιας του Πολιτικού. Ποιες είναι αυτές οι περιγραφές; Οι «αρνητικές, πολλές φορές και πολεμικές αντιπαραθέσεις». «όπως Πολιτική και Οικονομία, Πολιτική και Ηθική, Πολιτική και Δίκαιο και, εντός του Δικαίου πάλι, Πολιτική και Ιδιωτικό Δίκαιο κ.ο.κ.» (σελ. 38), οι οποίες, ως αρνητικές και πολλές φορές πολεμικές αντιπαραθέσεις, έχουν ένα πολεμικό και, επειδή όπως εξηγεί ο Σμιττ στην αντίστοιχη υποσημείωση 1, συγχρόνως πολιτικό, ένα πολεμικό - πολιτικό νόημα - σε αντίθεση προς τις περιγραφές του Πολιτικού, οι οποίες εμπεριέχονται στις έννοιες της πολιτικής ένωσης, της πολιτικής συνάθροισης, του δικαίου περί ενώσεων, του πολιτικού κινήτρου, της κυβερνητικής πράξης και της διοικητικής πράξης και οι οποίες δεν έχουν ένα πολεμικό - πολιτικό, αλλά ένα πρακτικό - τεχνικό πολιτικό νόημα.

Τα συμπεράσματα από την απορία του κ. Γ.Ζ. Δρόσου για το τι σημαίνει «πολεμικό - πολιτικό νόημα» είναι δύο; Πρώτον, ότι ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος δεν κατανόησε τίποτα από τη συνάφεια, στην οποία βρίσκεται αυτός ο όρος στο κείμενο του Σμιττ (και από την οποία προκύπτει αβίαστα το νόημα του), και δεύτερον - δεδομένου ότι δεν χρειάζεται να κατανοήσει κανείς πρώτα αυτήν τη συνάφεια για να γνωρίζει τι σημαίνει «πολεμικό νόημα» μιας λέξης, ενός όρου, μιας φράσης, μιας περιγραφής. ενός επιχειρήματος κ.τ.λ. - ότι δεν έχει ακούσει ποτέ τίποτα για την πολεμική χρήση του λόγου. Τι φταίνε όμως και για τα δύο αυτά ο ίδιος ο Σμιττ και η μεταφράστρια του στα ελληνικά; Τι φταιει ο Σμιττ που γνώριζε, ίσως από τον Καντ1, για την πολεμική χρήση του λόγου και η μεταφράστρια, η οποία, αντί ν' απορεί όπως ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος για την αναφορά του Σμιττ στην πολεμική χρήση του λόγου, κατανοεί αυτήν την αναφορά και την μεταφράζει ορθά; Κύριε Γ.Ζ. Δρόσο, όπως έχει πει κι ο Habermas σε παρεμφερή περίπτωση Weißichnich ist kein Argument (Το δεν ξέρω εγώ δεν είναι επιχείρημα).

Ρωτάει ο κ. Γ. Ζ. Δρόσος στη συνέχειας «Τι σημαίνει (...) «πολεμική αντέννοια» (σελ. 40) (...);».

Η φράση, στην οποία περιέχονται οι δύο αυτές λέξεις είναι: «Ως πολεμική αντέννοια (polemischer Gegenbegriff) κατά τέτοιων ουδετεροποιήσεων και αποπολιτικοποιήσεων σημαντικών περιοχών της πραγματικότητας εμφανίζεται το ολοκληρωτικό κράτος της ταυτότητας κράτους και κοινωνίας, το οποίο δεν είναι αδιάφορο απέναντι σε καμιά και καταλαμβάνει δυνητικά κάθε περιοχή. (Als polemischer Gegenbegriff gegen solche Neutralisierungen und Entpolitisierungen wichtiger Sachgebiete erscheint der gegenüber keinem Sachgebiet desinteressierte, potentiell jedes Gebiet ergreifende totale Staat der Identität von Staat und Gesellschaft)» (σελ. 40).

Κι εδώ: Τι είναι κατανοητό στο πρωτότυπο και ακατανόητο στη μετάφρασης Αν η απορία του αναφέρεται στο νόημα του επιθέτου «πολεμική», τότε, ελπίζουμε, να του λύθηκε μετά τις τελευταίες διευκρινίσεις. Αν ωστόσο η απορία του εκφράζει την αμφιβολία του για το αν υπάρχει η λέξη «αντέννοια» στα ελληνικά λεξικά, τότε του απαντώ ότι δεν γνωρίζω και δεν με ενδιαφέρει ιδιαιτέρως αν υπάρχει ή δεν υπάρχει. Διότι η χρήση μιας γλώσσας δεν εξαντλείται στη χρήση εκείνων των λέξεων της, οι οποίες έχουν καταγραφεί στα λεξικά, σύμφωνα με τους κανόνες γραμματικής και σύνταξης, οι οποίοι έχουν καταγραφεί στις γραμματικές και τα συντακτικά, αλλά συνίσταται στην εκμετάλλευση και στην εξάντληση όλων των δυνατοτήτων της (καταγεγραμμένων και μη) για να πει κανείς ό,τι έχει να πει ή για να μεταφράσει ό,τι έχει να μεταφράσει. Και ο σχηματισμός της λέξης αντέννοια είναι μια τέτοια δυνατότητα. Όπως και ο σχηματισμός της λέξης αντιπαράδειγμα π.χ. προς απόδοσιν της αγγλικής counter example από δόκιμους, όπως θα έλεγε κι ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος, μεταφραστές φιλοσοφικών κειμένων, θα πει βέβαια ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος: Αντιπαράδειγμα;! Δεν υπάρχει ούτε αυτό στο λεξικό! Μπορώ όμως να τον καθησυχάσω. Πράγματι δεν υπάρχει, διότι η εξαντλούσα τις δυνατότητες της γλώσσας χρήση της γλώσσας φτιάχνει τις λέξεις που περιέχουν τα λεξικά και δεν περιορίζουν τα λεξικά τη χρήση της γλώσσας. Σε λίγο θα δει λοιπόν και το αντιπαράδειγμα και το αντέννοια στα λεξικά.

Ρωτάει στη συνέχεια ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος: «Τι σημαίνει (...) "κανονιστικότητες"(σελ. 50) (...);».

Η λέξη περιέχεται στην ακόλουθη φράσης «Εδώ δεν πρόκειται για πλασματικότητες ή κανονιστικότητες, αλλά για την υπαρξιακή πραγματικότητα και τη ρεαλιστική δυνατότητα αυτής της διάκρισης (εννοείται της διάκρισης σε Φίλους και Εχθρούς - Γ.Σ.). (Hier handelt es sich nicht um Fiktionen und Normativitäten, sondern um die seinsmässige Wirklichkeit und die reale Möglichkeit dieser Unterseidung (zwischen Freund und Feind - Γ.Σ.).» (σελ. 50).

Είναι προφανέστατο λοιπόν ότι κανονιστικότητες σημαίνει εδώ μια από κανόνες συγκροτούμενη δέουσα, όχι πραγματική, κατάσταση.

Ρωτάει ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος: «Τι σημαίνει (...) «πλουραλισμός του κόσμου των κρατών» (σελ. 83) (...);».

Η αντίστοιχη φράση είναι: «Από το κύριο χαρακτηριστικό της έννοιας του Πολιτικού έπεται ο πλουραλισμός του κόσμου των κρατών (Aus dem Begriffsmerkmal des Politischen folgt der Pluralismus der Staatenwelt)», (σελ. 83). Και συνεχίζει το κείμενος «Η πολιτική ενότητα προϋποθέτει την πραγματική δυνατότητα του εχθρού και έτσι μιαν άλλη, συνυπάρχουσα, πολιτική ενότητα. Γι αυτό, όσο υπάρχει ένα κράτος, υπάρχουν στη γη πάντα περισσότερα κράτη και δεν μπορεί να υπάρξει ένα παγκόσμιο "κράτος", το οποίο θα περιλάμβανε όλη τη γη και όλη την ανθρωπότητα. Ο πολιτικός κόσμος είναι ένα πλουραλιστικό και όχι ένα μονιστικό σύμπαν. Σ' αυτόν τον βαθμό κάθε θεωρία κράτους είναι πλουραλιστική, καίτοι με ένα διαφορετικό νόημα απ' ό,τι οι παραπάνω (στο Μέρος 4) πραγματευθείσες ενδοκρατικά πλουραλιστικές θεωρίες» (εννοεί τις θεωρίες του Laski και άλλων - Γ.Σ.), (σελ. 83). Με τα παραπάνω αρχίζει το 8ο Μέρος του βιβλίου του Σμιττ, ο τίτλος του οποίου είναι «Ο κόσμος δεν είναι μια πολιτική ενότητα αλλά ένα πολιτικό πλουραλιστικό σύμπαν», (σελ. 9).

Τι είναι εδώ ακατανόητος Αν ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος διάβαζε κάπου «πλουραλισμός του κόσμου των ιδεών» θα κατανοούσε (ελπίζουμε) τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις. Εδώ γιατί δεν κατανοεί τι σημαίνει «ο πλουραλισμός του κόσμου των κρατών»ς Και γιατί το κατανοεί, υποτίθεται, στα γερμανικά ως «der Pluralismus der Staatenwelt>ai όχι στα Ελληνικά ως «ο πλουραλισμός του κόσμου των κρατών»ς

Αν, τέλος, υπονοεί ότι στα ελληνικά ηχεί σε αυτόν τον ίδιο «αδόκιμο», τότε τον διαβεβαιώ ότι και στα γερμανικά ηχεί σε ορισμένους γερμανούς εξίσου «αδόκιμο». Τελοσπάντων θα 'πρεπε να γνωρίζει ότι η κρίση κάποιου για ένα πράγμα δεν δηλώνει οπωσδήποτε κάτι γι' αυτό το πράγμα και πάντως δεν δηλώνει μόνον κάτι γι αυτό το πράγμα αλλά και για τον εκφέροντα ή μόνον κάτι για τον εκφέροντα αυτή την κρίση. Όπως π.χ. στην περίπτωση που ιδιοκτήτης περιπτέρου πώλησης λουκάνικων στο Oktober est του Μονάχου πεις «Μα τι σημαίνει αυτό το "der Pluralismus der Staatenwelt"ς»).

Ρωτάει ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος: «Τι σημαίνει (...) "αυταρχιστικό" και "αναρχιστικό" (σελ. 93) (...)ς». Η αντίστοιχη φράση είναι: «Το ότι ιδιαίτερα η αντίθεση μεταξύ των ονομαζόμενων αυταρχιστικών και αναρχιστικών θεωριών μπορεί να αναχθεί σ' αυτούς τους τύπους, το έχω δείξει συχνά. (Dass insbesondere der Gegensatz von sogenannten autoritären und anarchistischen Theorien sich in diese Formen zurückführen lässt, habe ich öfters gezeigt).» (σελ. 93).

Εδώ τουλάχιστον υπονοεί κάτι θετικό ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος με το ερώτημα τους προφανώς ότι θα πρέπει να είχε μεταφραστεί «αυταρχικών και αναρχικών θεωριών». Όμως αυτό θα ήταν λάθος. Διότι αυταρχικό ή αναρχικό μπορεί να είναι μόνον το ον. Μια θεωρία ως άποψη (και αυτή την όψη της χαρακτηρίζουν εδώ τα ενλόγω επίθετα) δεν μπορεί να είναι ούτε αυταρχική ούτε αναρχική, αλλά μόνον αυταρχιστική ή αντιστοίχως, αναρχιστική. Ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος θα απαντήσεις μα οι όροι είναι ασυνήθεις και αδόκιμοι στα ελληνικά. Καιρός, τότε, να τους συνηθίσουμε.

Ρωτάει ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος: «Τι σημαίνει (...) "υπαρξιακότητα" (σελ. 99)

Η αντίστοιχη φράση είναι: «Επειδή πάντα έχουν προ οφθαλμών τη συγκεκριμένη υπαρξιακότητα ενός πιθανού Εχθρού, οι πολιτικοί αυτοί στοχαστές δείχνουν συχνά ένα είδος ρεαλισμού, ο οποίος είναι ικανός να τρομάξει ανθρώπους που αισθάνονται την ανάγκη ασφάλειας (Weil sie immer die konkrete Existenzialität eines möglichen Feindes im Auge haben, bekunden diese politischen Denker oft eine Art Realismus, die geeignet ist, sekuritätsbedürftigen Menschen zu erschrecken)», (σελ. 99).

Υπαρξιακότητα είναι λοιπόν Existenzialität. Οι όροι existenziell, seinsmässig και Existenzialität έχουν ειδική σημασία στον Σμιττ. Τους χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει τη σχέση προς τον Εχθρό (και την ύπαρξη του Εχθρού ο οποίος δεν υπάρχει βέβαια έξω απ' αυτήν τη σχέση), η οποία είναι υπαρξιακή (existenziell, seinsmässig), δηλ. δεν δύναται να αναχθεί σε οποιεσδήποτε «λογικές» αιτίες, δεν επιδέχεται ούτε αιτιολόγηση ούτε νομιμοποίηση, δεν· είναι κάτι το δέον, αλλά απλώς «υπάρχει», «υπάρχει» πραγματικά ή ως πραγματική δυνατότητα. «Υπαρξιακότητα» σημαίνει λοιπόν την - αυτού του είδους - ύπαρξη του Εχθρού.

Ρωτάει ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος τέλος: «Τι σημαίνει (...) "αντιστρεπτικότητα απόδοσης" (σελ. 115)ς». Εδώ η απάντηση είναι απλής Τίποτα ή, μάλλον, κουραφέξαλα. Ας δούμε όμως τη φράση, στην οποία περιέχονται αυτές οι δύο λέξεις: «Το οικονομικό μέσο (δια του οποίου ο Franz Oppenheimer ορίζει την κοινωνία - Γ.Σ.) είναι η ανταλλαγή, η αντιστρεπτικότητα απόδοσης και ανταπόδοσης, και γι' αυτό η αμοιβαιότητα, η ισότητα, η δικαιοσύνη και η ειρήνη. (Das ökonomische Mittel ist der Tauschς er ist Reziprozität von Leistung und Gegenleistung, daher Gegenseitigkeit, Gleichheit, Gerechtigkeit und Frieden...» (σελ. 115).

Έτσι γίνονται όλα κατανοητά. Διότι δεν πρόκειται, όπως γράφει ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος, για την «αντιστρεπτικότητα απόδοσης» αλλά για την «αντιστρεπτικότητα απόδοσης και ανταπόδοσης»

(Reziprozität von Leistung und Gegenleistung), η οποία επεξηγεί τι είναι ανταλλαγή (Tausch). Αντιστρεπτικότητα απόδοσης και ανταπόδοσης σημαίνει λοιπόν εδώ ότι τα αντικείμενα της ανταλλαγής είναι ισοδύναμα και ότι η ανταλλαγή είναι μια σχέση ισοδυναμίας. Ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος είναι ωστόσο ικανός να ρωτήσει και πάλι τι σημαίνει «σχέση ισοδυναμίας». Ας ρωτήσει έναν μαθητή του Γυμνασίου. Τα ελληνόπουλα διδάσκονται σήμερα στο σχολείο θεωρία συνόλων κι έτσι μαθαίνουν τι σημαίνει σχέση ισοδυναμίας και γι' αυτό είναι ικανά να κατανοήσουν τη σημαίνει «αντιστρεπτικότητα απόδοσης και ανταπόδοσης». Ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος δεν είναι όμως ούτε καν σε θέση να αντιληφθεί που τελειώνει μια σειρά λέξεων, η οποία εκφράζει μια ορισμένη έννοια. Δεν αντιλαμβάνεται ότι η σειρά λέξεων, η οποία εκφράζει μιαν ιδιότητα ή έναν όρο ύπαρξης της ανταλλαγής ως σχέσης ισοδυναμίας, δεν τελειώνει με τη λέξη απόδοσης, αλλά με τη λέξη ανταπόδοσης, δηλ. ότι η σειρά αυτή λέξεων δεν είναι η αντιστρεπτικότητα απόδοσης αλλά η αντιστρεπτικότητα απόδοσης και ανταπόδοσης, θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε ότι πολλά μπορεί να περιμένει κανείς από την κριτική ικανότητα ενός τόσο κριτικού αναγνώστης

Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι κατανοεί ή δεν κατανοεί από τα παραπάνω, από την αντιστρεψιμότητα απόδοσης και ανταπόδοσης ως ιδιότητας ή όρου ύπαρξης της ανταλλαγής ως σχέσης ισοδυναμίας και από παρόμοιες γεμάτες γενικές πτώσεις εκφράσεις ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος. Ελπίζουμε ωστόσο να κατανοεί τώρα τι εννοούσαμε παραπάνω, όταν λέγαμε ότι μια κρίση για κάτι (ακόμη κι όταν εκφέρεται υπό μορφήν ρητορικής ερώτησης) λέει πολλές φορές περισσότερα για τον εκφέροντα παρά για το αντικείμενο της.

Στη συνέχεια ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος παρατηρεί ότι: «Ακόμη, υπάρχουν φράσεις που αποδίδονται με απλή τοποθέτηση ελληνικών λέξεων στη θέση των γερμανικών, πράγμα που δεν συνιστά βέβαια ελληνικό κείμενο και δημιουργεί συγχύσεις. Αυτό συμβαίνει π.χ. στη σελ. 77 όπου σε 4 σειρές παρατάσσονται 14 (!) λέξεις σε γενική πτώση». Ας αφήσουμε κατά μέρος το θέμα αν η ελληνική μετάφραση ενός ξενόγλωσσου κειμένου αποτελεί ή δεν αποτελεί ελληνικό κείμενο (η συζήτηση του οποίου θα μας οδηγούσε πολύ μακριά) κι ας δούμε την τρομερή φράση ή, μάλλον, παράταξη λέξεων των 4 σειρών και των 14 λέξεων γενικής πτώσης. (Εδώ ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος έχει την ευκαιρία να μετρήσει και πάλι, με τον τρόπο του, σε 2 σειρές δυστυχούς 9 μόνον γενικές πτώσεις).

Ιδού λοιπόν οι 14 λέξεις σε πτώση γενικής «Αν μια τέτοια φυσική εξολόθρευση δεν γίνεται ένεκα της υπαρξιακής υπεράσπισης και διατήρησης της ιδίας μορφής ύπαρξης εναντίον μιας υπαρξιακής άρνησης αυτής της μορφής, τότε δεν δύναται να δικαιολογηθεί (Wenn eine solche physische Vernichtung menschlichen Lebens nicht aus der seinsmässigen Behauptung der eigenen Existenz gegenüber einer ebenso seinsmässigen Verneinung dieser Form geschieht, so lässt sie sich eben nicht rechtfertigen», (σελ. 77).

Αντιπαρερχόμαστε το γεγονός ότι ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος στην προσπάθεια να είναι όχι μόνον αυστηρός αλλά και ακριβής και δίκαιος κριτής μετράει στις πτώσεις γενικής και τα οριστικά και αόριστα άρθρα καθώς και τα επίθετα και τις αντωνυμίες (το «της ιδίας μορφής» δεν είναι, κατά τον κ. Γ.Ζ. Δρόσο, μια, αλλά τρεις, το «μιας υπαρξιακής άρνησης» είναι επίσης τρεις και το «αυτής της μορφής» είναι κι αυτό τρεις πτώσεις γενικής). Δεν εξηγεί όμως γιατί οι γενικές είναι αφοριστέες και γιατί είναι αφοριστέες ακόμη κι εκεί που είναι απαραίτητες και εκφράζουν με ακρίβεια και συντομία αυτό περί του οποίου πρόκειται. Φαίνεται ότι χωρίς να το έχουμε αντιληφθεί οι πτώσεις γενικής έχουν κηρυχθεί hors la loi και υπό διωγμόν. Στην πραγματικότητα ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος δεν γνωρίζει τίποτα για τις λειτουργίες και τις χρήσεις της γενικής ή, μάλλον, ακριβώς τόσα όσα και για το πως μετράμε τις γενικές πτώσεις μιας περιόδου.

Ένα ακόμη παράδειγμα παράθεσης λέξεων που δεν αποτελεί ελληνικό κείμενο είναι κατά τον κ. Γ.Ζ. Δρόσο και η εξής φράσης «Αποφασιστική είναι η προβληματική ή η μη προβληματική αντίληψη του ανθρώπου ως προϋπόθεση κάθε περαιτέρω πολιτικής εκτίμησης (Entscheidend ist die problematische oder die unproblematische Auffassung des Menschen als Voraussetzung jeder weiteren politischen Entscheidung», (σελ. 91). Μόνον που η φράση δεν τελειώνει εδώ που την κόβει αυθαίρετα ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος, αλλά συνεχίζει - με κόμμα στη θέση της τελείας του κ. Γ.Ζ. Δρόσου - με την επεξήγησης «η απάντηση στο ερώτημα αν ο άνθρωπος είναι ένα "επικίνδυνο" ή ακίνδυνο, ένα ριψοκίνδυνο ή ένα αθώα μη ριψοκίνδυνο ον (die Antwort auf die Frage, ob der Mensch ein "gefährliches" oder ungefärliches, ein riskantes oder ein harmlos nicht - riskantes Wesen ist.» (σελ. 91).

Εδώ πρόκειται - τολμούμε να πούμε - για τετριμμένα πράγματα, γνωστά από τους φιλοσόφους του Δυτικού Διαφωτισμού, στους οποίους κάθε θεμελίωση της Ηθικής ή της Πολιτικής προϋπέθετε μια ορισμένη οντολογία και συγκεκριμένα μια ορισμένη ανθρωπολογία. Άλλωστε και η φράση του Σμιττ που προηγείται άμεσα της παρατεθείσας παραπέμπει σ' αυτή τη φιλοσοφική πρακτική των Δυτικών Διαφωτιστών: «θα μπορούσε να εξετάσει κανείς όλες τις θεωρίες περί κράτους και όλες τις πολιτικές ιδέες ως προς την ανθρωπολογία τους και να τις διαχωρίσει σύμφωνα με τη, συνειδητή ή μη, προϋπόθεση τους ενός "εκ φύσεως καλού" ή ενός "εκ φύσεως κακού" ανθρώπου. Ο διαχωρισμός είναι τελείως αθροιστικός και δεν πρέπει να εννοηθεί ως έχων ένα ειδικό ηθικό νόημα», (σελ. 91). Πέραν αυτών ο Σμιττ αναφέρεται εδώ ρητά σ' αυτά τα πράγματα (δες σελ. 91 κ.ε.).

Αλλά ein blindes Huhn findet auch mal ein Korn (Ακόμη κι ένα τυφλό κοτόπουλο βρίσκει καμιά φορά ένα σπυρί) - καίτοι ένα λειψό σπυρίς «Δεν υπάρχει», γράφει ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος στη συνέχεια, «το είδος των σοσιαλιστικών εργατών» (σελ. 67) για τον ίδιο λόγο που δεν υπάρχουν και οι «συνδικαλίστριες ομοσπονδίες».» Οι «συνδικαλίστριες ομοσπονδίες» δεν υπάρχουν όμως ούτε στο κείμενο της ελληνικής μετάφρασης του Σμιττ - εντύπωση που ωστόσο υποβάλλουν στον αναγνώστη τα εισαγωγικά στα οποία θέτει τις δύο αυτές λέξεις ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος -, αλλά τις χρωστούμε στην αξιοθαύμαστη ευχέρεια του κ. Γ.Ζ. Δρόσου να βρίσκει αναλογίες. Το «σοσιαλιστικών εργατών» υπάρχει στο κείμενο. Και πρόκειται για λάθος που θα ήταν άδικο να επιρρίψουμε στον στοιχειοθέτη και στον διορθωτή, θα 'πρεπε να είναι: «σοσιαλιστών εργατών». Ωστόσο θα 'πρεπε να είναι «σοσιαλιστών εργατών» επειδή αυτό εννοεί το γερμανικό πρωτότυπο κι όχι επειδή στα ελληνικά δεν υπάρχει το «σοσιαλιστικοί εργάτες». Υπάρχει, κ. Γ.Ζ. Δρόσο, υπάρχει (σημαίνει βέβαια κάτι διαφορετικό από το «σοσιαλιστές εργάτες». Το «σοσιαλιστής εργάτης» λέει κάτι για τις πολιτικές πεποιθήσεις του εργάτη, το «σοσιαλιστικός εργάτης» λέει κάτι για το είδος της κοινωνίας, στην οποία ζει και εργάζεται ο εργάτης), όπως υπάρχει και το «καπιταλιστικοί εργάτες» και το «καπιταλιστικός συλλογικός εργάτης» (που κι αυτά λένε κάτι για το είδος της κοινωνίας, στην οποία ζει ο εργάτης, κι όχι κάτι για τις πολιτικές του πεποιθήσεις). Μόνον το «καπιταλιστής εργάτης» δεν υπάρχει (παρά τις πολυσθενείς επιστημονικές προσπάθειες και παρά τη γόνιμη επιστημονική φαντασία των παραοικονομολογικών φληναφημάτων κατά της παραοικονομίας).

«Οι παραπάνω παρατηρήσεις» του κ. Γ.Ζ. Δρόσου «δεν γίνονται» βέβαια, όπως βεβαιώνει ο ίδιος, «για να μειώσουν την γενικά αξιόλογη και αξιέπαινη εκδοτική προσπάθεια που δεν παύει να αποτελεί, όχι μόνο φόρο τιμής στα 100 χρόνια από την γέννηση του Γερμανού θεωρητικού αλλά και ουσιώδη συνεισφορά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό».

Η μετάφραση είναι βέβαια αυτή που μας είπε πως είναι ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος, η «εκδοτική προσπάθεια» (ως γνωστόν η εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ προσπαθούν ακόμη να εκδώσουν το βιβλίο του Σμιττ) όμως είναι αξιόλογη και αξιέπαινη. Μόνον που θα λέγαμε ότι εδώ ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος σφετερίζεται την αρμοδιότητα απονομής τέτοιου είδους επαίνων. Διότι η απονομή τους προϋποθέτει την πλήρωση ορισμένων προϋποθέσεων όχι μόνον από μέρους του επαινούμενου αλλά και, πολύ περισσότερο, από μέρους του επαινούντος. Τέτοια αρμοδιότητα απονομής επαίνων δεν έχει βέβαια ο καθένας και πάντως όχι όποιος, όπως φαίνεται, δεν είναι ικανός να κατανοήσει το κείμενο, την έκδοση του οποίου νομίζει ότι είναι σε θέση να επαινέσει. Καταχρηστική, όσο και ο έπαινος της «εκδοτικής προσπάθειας», και ανακριβής, όσο και η παρατήρηση ότι η έκδοση αποτελεί «ουσιώδη συνεισφορά στο ελληνικό κοινό» (προσφορά ναι, «συνεισφορά» όχι βέβαια, διότι ως γνωστόν οι εκδοτικοί οίκοι εκδίδουν και δεν διαβάζουν βιβλία κι έτσι προσφέρουν στο αναγνωστικό κοινό βιβλίο και δεν «συνεισφέρουν» στο αναγνωστικό κοινό προσθέτοντας εαυτούς στο τελευταίο), είναι και η παρατήρηση ότι η έκδοση «αποτελεί (...) φόρο τιμής στα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γερμανού θεωρητικού». Διότι «φόρο τιμής στα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γερμανού θεωρητικού» είναι αδύνατον να «αποτελεί», ακόμη κι αν το 'θελε. Απότιση φόρου τιμής ή φόρο τιμής στο Γερμανό θεωρητικό ή στη μνήμη του επ' ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 χρόνων από τη γέννηση του θα μπορούσε βέβαια ν' αποτελέσει - μόνον που δεν αποτελεί διότι δεν θέλει. Διότι ούτε οι εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ ούτε η Αλίκη Λαβράνου που έκανε τη μετάφραση και έγραψε την Εισαγωγή ούτε, τέλος, ο υπογράφων που πρότεινε και επιμελήθηκε την έκδοση διανοήθηκαν με την έκδοση του «Η έννοια του Πολιτικού» να τιμήσουν τη μνήμη ενός εθνικοσοσιαλιστή σαν τον Καρλ Σμιττ. θέλησαν απλώς να προσφέρουν στο αναγνωστικό κοινό ένα κλασικό κείμενο της πολιτικής επιστήμης. Και τελοσπάντων κανείς από τους παραπάνω δεν είπε ή έγραψε όχι μόνον τίποτα για απότιση φόρου τιμής στον Καρλ Σμιττ αλλά ούτε καν για το ότι γεννήθηκε πριν 100 χρόνια (ίσως επειδή δεν το γνώριζαν).

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στη μετάφραση. Είναι κρίμα που ο κ. Γ.Ζ.

Δρόσος δεν παράθεσε, έτσι για την ιστορία των μεταφραστικών πραγμάτων στη χώρα μας, και την ορθή μετάφραση των σημείων που θεωρεί κακομεταφρασμένα. Υποθέτουμε, επειδή δεν είχε πρόχειρο το πρωτότυπο. Έκανε όμως και μια πρόταση σχετικά με τη μετάφραση του τίτλου προς την κατεύθυνση περισσότερης σαφήνειας. Δεν είμαστε πεπεισμένοι ότι οι αναγνώστες που είναι ικανοί να διαβάσουν και να κατανοήσουν τον Σμιττ συμμερίζονται την ανάγκη του κ. Γ.Ζ. Δρόσου για τέτοιου είδους σαφήνεια. Ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος έχει όμως τη δυνατότητα να πείσει τον μελλοντικό μεταφραστή του Die Wissenschaft las Beruf του Max Weber να το μεταφράσει ως Η επιστήμη ως «επάγγελμα» (η λέξη επάγγελμα σε εισαγωγικά) διότι, ως γνωστόν εδώ το Beruf δεν σημαίνει επάγγελμα, όπως το επάγγελμα του πολιτικού π.χ. που ασκούν «ο κ. Παπανδρέου, ο κ. Μητσοτάκης κ.ο.κ.». Με το Die Politik als Beruf του ιδίου συγγραφέα δεν γίνεται δυστυχώς πλέον τίποτα: μεταφράστηκε ήδη εσφαλμένα ως Η πολιτική ως επάγγελμα τη λέξη επάγγελμα χωρίς εισαγωγικά). Κρίμα.

Αλλά ένα καλό είχε η ελληνική έκδοση του Σμιττ παρόλα αυτά: «Νομίζω όμως», γράφει στη συνέχεια ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος, «ότι η έκδοση αυτή φέρνει στο προσκήνιο το ευρύτερο, διαρθρωτικού θα έλεγα χαρακτήρα πρόβλημα της μετάφρασης. Τα δόκιμα, "κλασικά", ξενόγλωσσα κείμενα, τουλάχιστον από τη σφαίρα των κοινωνικών, νομικών, πολιτικών κ.λπ. επιστημών, δεν έχουν βρει ακόμη την ελληνική τους γλώσσα. Ίσως διότι, γοητευμένοι από την "ουσία" της σκέψης ενός "κλασικού" θεωρητικού, συχνά νομίζουμε (προσέξτε τον πληθυντικό! Δεν πρόκειται για pluralis majestetis, ούτε για pluralis concordatiae, αλλά για: pluralis misericordiae! - Γ.Σ.) ότι η εκφορά της "ουσίας" αυτής σε μια σαφή και ρέουσα γλώσσα, αποτελεί λεπτομέρεια. Διότι υπάρχει η τάση να μην θεωρείται η μετάφραση ενός κλασικού θεωρητικού έργου γνήσια δημιουργικό έργο, άξιο όχι μόνο υλικής, αλλά και ηθικής και ακαδημαϊκής αναγνώρισης. Η ωριμότητα πανεπιστημιακής σχολής της γειτονικής Ιταλίας αποτελεί υποδειγματική ενέργεια. Μεταφραστής του Χέγκελ, εξελέγη καθηγητής φιλοσοφίας στη χώρα του, με βασικό ακαδημαϊκό έργο την άρτια μεταγλώττιση που πραγματοποίησε, σε σημαντικά έργα του Γερμανού φιλόσοφου».

Αχ! αυτή η (έστω και μεσογειακή) Εσπερία στην οποία όλα είναι καλύτερα! Μόνον αυτή μπορεί να κατανοήσει το παράπονο του κ. Γ.Ζ. Δρόσου για τις κακές μεταφράσεις. Την πρόταση του ωστόσο να κάνουμε τους - στο μεταξύ πλουτίσαντες - μεταφραστές καθηγητές πανεπιστημίου αποδέχομαι κι εγώ - υπό ένα όμως όρος να τους κρίνει ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος.

Βρισκόμαστε σε αδυναμία να δώσουμε μια ερμηνεία για τις αιτίες των αποριών του κ. Γ.Ζ. Δρόσου που πραγματευτήκαμε παραπάνω. Και ιδού ο λόγος: Ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος θυμίζει με τις ερωτήσεις του τον αξιαγάπητο εκείνο Νορβηγό του Προυστ. Μόνον που, όσον αφορά τον τελευταίο, ήταν σαφές ότι οι συχνές ερωτήσεις του είχαν ως αιτία την, ας την πούμε έτσι, φιλομάθεια του. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον κ. Γ.Ζ. Δρόσο.

Η φιλομάθεια του είναι βέβαια, όπως κι αυτή του ενλόγω Νορβηγού, πέραν κάθε αμφιβολίας. Ο μόνος που την αμφισβητεί, επιθυμώντας ευχαρίστως να πείσει ότι η φιλομάθεια του δεν είναι απλώς αυτή του προυστικού Νορβηγού αλλά ούτως ειπείν ρητορικό ένδυμα λεπτής κριτικής, είναι αυτός ο ίδιος. Και γι' αυτό θα πρέπει να του πούμε ότι οι απορίες του είναι, πέραν πάσης αμφιβολίας, οι γνήσιες αμφιβολίες του φιλομαθούς και ότι θα τις είχε - σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό - αν αντί της ελληνικής μετάφρασης διάβαζε το γερμανικό πρωτότυπο το οποίο, ας το πούμε ευθέως, δεν γνωρίζει και δεν συμβουλεύτηκε όταν έκρινε την ελληνική μετάφραση2. (Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι τις απορίες που θα είχε διαβάζοντας το γερμανικό κείμενο δεν θα τις εξέδιδε ως ρητορικά αμφιεσμένη κριτική, όπως έκανε μ' αυτές που είχε διαβάζοντας την ελληνική μετάφραση, αλλά θα τις μεταρσίωνε σε θαυμασμό για τη βαθύτητα της σκέψης του Σμιττ). Αν έτσι έχει το πράγμα σχετικά με τη γνησιότητα των αποριών, που είχε ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος διαβάζοντας την ελληνική μετάφραση, τότε το γεγονός ότι τις εκδίδει ως κριτική σημαίνει ότι οι απορίες του αυτές είναι οι ίδιες απορίας άξιες - απορίας αναφερομένης όχι πλέον στην ικανότητα πρόσληψης νοημάτων αλλά στις προθέσεις του κ. Γ.Ζ. Δρόσου. Αλλά ίσως αδικούμε τον κ. Γ.Ζ.

Δρόσο αναφερόμενοι στις παρατηρήσεις του ως κριτού μεταφράσεων. Διότι ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος έγραψε βέβαια την βιβλιοκριτική του όχι μόνον ως γνώστης της γερμανικής και της ελληνικής αλλά, ασφαλώς και για να παρουσιάσει, ως ειδήμων, το τόσο σημαντικό, το «κλασικό», όπως το ονομάζει, βιβλίο του Καρλ Σμιττ στους αναγνώστες της «Καθημερινής» και να τους πείσει ότι αξίζει να διαβαστεί (στο πρωτότυπο ή στην ιταλική μετάφραση τελωσπάντων μια και στην ελληνική μετάφραση το κείμενο «μοιάζει ακατανόητο - άρα χωρίς αξία - ή, στην «καλύτερη» περίπτωση παρεξηγείται). Να το παρουσιάσει ως ειδήμων, διότι ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος είναι ex o icio συνταγματολόγος κι έτσι ex traditione πολιτικός επιστήμων.

Θα πρέπει λοιπόν να δούμε, για να μην τον αδικήσουμε, τι γράφει για το ίδιο το βιβλίο του Καρλ Σμιττ.

Πέραν των άκρως ενδιαφερόντων ότι «ο κατά την διατύπωση του Αριστόβουλου Μάνεση "διαπρεπής και διαβόητος" θεωρητικός του Συντάγματος και του Κράτους Carl Schmitt (1888-1985) είναι ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς που ανέδειξε ο κλάδος τους», και ότι «σφράγισε τη σκέψη μιας εποχής (ποιας από τις ακόλουθες τρεις; αυτήν της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αυτήν του Εθνικοσοσιαλισμού ή αυτήν της Δημοκρατίας της Βόννης - Γ.Σ.) και εξακολουθεί να επηρεάζει ουσιαστικά τη μελέτη του Συνταγματικού Δικαίου, της πολιτικής επιστήμης και της πολιτειολογίας», μας λέει τα εξής:

«Ο Καρλ Σμιττ δεν ανήκει στους κλασικούς, επειδή υπήρξε ο κύριος θεωρητικός του "ολοκληρωτικού κράτους", όπως αυτό διαμορφώθηκε κατά την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία. Ούτε, ακόμη, μόνον επειδή ανέλυσε με θανάσιμη γι' αυτή διεισδυτικότητα τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. θα έλεγα ότι η μεγαλύτερη αξία του βρίσκεται ίσως στο ότι ανέδειξε τα ολοκληρωτικά στοιχεία που υφίστανται στο κρατικό φαινόμενο κατά τρόπο που υπερβαίνει τις συγκεκριμένες μορφές με τις οποίες ασχολήθηκε. Η προσέγγιση της πολιτικής μέσα από την διάκριση «φίλου» και «πολέμιου» οδηγεί στην προσέγγιση της κρατικής - πολιτικής εξουσίας ως δύναμης η οποία, ανεξάρτητα από το τι εκφράζει κοινωνικά, ιδεολογικά κ.ο.κ. έχει εγγενή τη ροπή να ελέγξει τα πάντα, αποφεύγοντας και αποκλείοντας η ίδια κάθε έλεγχο. Αν αυτό το χαρακτηριστικό της κρατικής εξουσίας επαληθεύτηκε στο πρώτο μισό του αιώνα μας με εφηβική ορμή και αγριότητα (π.χ. στο ολοκληρωτικό κράτος του Χίτλερ), αναδεικνύεται σήμερα, ώριμο, όμως και εκλεπτυσμένο και στα σύγχρονα συνταγματικά πλουραλιστικά πολιτεύματα. Και δεν πρόκειται μόνον για το κράτος όπως αναδύεται μέσα από τις σελίδες, π.χ. του Νίκου Πουλαντζά ή του Ραλφ Μίλιμπαντ, αλλά, απλούστατα, για το κράτος που γίνεται αισθητό ως ολοκληρωτικά εξοπλισμένη με τα μέσα της σύγχρονης πληροφορικής, πυρηνικής και άλλης τεχνολογίας, καθημερινή πραγματικότητα». (Οι υπογραμμίσεις δικές μας - Γ.Σ.).

Εδώ έχουμε να παρατηρήσουμε στον κατ' επιθυμίαν γνώστη του Καρλ Σμιττ κ. Γ.Ζ. Δρόσο τα εξής:

Ότι ο Σμιττ με «ολοκληρωτικό κράτος (totaler Staat)» δεν εννοεί ό,τι εννοεί ο κοινός νους και αυτός ο ίδιος δηλ. το ολοκληρωτικό κράτος «όπως αυτό διαμορφώθηκε κατά την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία», αλλά, όπως είδαμε παραπάνω με την ευκαιρία της απορίας του κ. Γ.Ζ. Δρόσου για το τι σημαίνει «πολεμική αντεννοια», εκείνο το κράτος, το οποίο δεν αναγνωρίζει καμιά από την άποψη του Πολιτικού ουδέτερη περιοχή (θρησκεία, Τέχνη, Παιδεία, Οικονομία, κ.λπ.), αλλά καταλαμβάνει δυνητικά κάθε περιοχή. «Σ' αυτό το κράτος είναι συνεπώς όλα, τουλάχιστον δυνάμει πολιτικά...». Αυτά τα έγραψε ο Σμιττ πριν από την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμοΰ στη Γερμανία, το 1927 (πρώτη γραφή του Η έννοια τον Πολιτικού) και το 1932, και δεν μπορούσε φυσικά να εννοεί το κράτος του Χίτλερ ούτε βέβαια το κράτος όπως το αναλύουν ο Πουλαντζάς και ο Μίλιμπαντ (κατά τα λοιπά ο Πουλαντζάς κολλάει παντού και ο Μίλιμπαντ επίσης ή, όπως θα 'λεγαν οι Γερμανοί Poulantzas is immer jut und Milibandt oock). Αλλά κι ανεξάρτητα απ' αυτό - σύμφωνα με τον ίδιο τον Σμιττ αυτή η διείσδυση του κράτους στην κοινωνία (και αντιστρόφως) δεν εμφανίζεται πρώτα στα - με την τρέχουσα σημασία - ολοκληρωτικά καθεστώτα, αλλά πολύ πρωτύτερα με την ανάπτυξη της δημοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας. (Ως γνωστόν ο Καρλ Σμιττ θεωρεί στο «Η έννοια του Πολιτικού» και την Δημοκρατία της Βαϊμάρης «ολοκληρωτικό κράτος»). Γράφει ο Σμιττς «Αντιθέτως, η εξίσωση Κρατικόν = Πολιτικόν γίνεται στον ίδιο βαθμό λανθασμένη και παραπλανητική, στον οποίο κράτος και κοινωνία διεισδύουν το ένα στο άλλο, όλα τα μέχρι τώρα κρατικά ζητήματα γίνονται κοινωνικά και όλα τα μέχρι τώρα "μόνον" κοινωνικά ζητήματα γίνονται κρατικά, όπως αυτό συμβαίνει κάποτε αναγκαστικά σε μια δημοκρατικά οργανωμένη κοινότητα», (σελ. 39ε.).

Αλλά εδώ ο Σμιττ μας λέει και κάτι άλλος ότι η εξίσωση Κρατικού και Πολιτικού, η ταύτιση δηλ. του Πολιτικού με το Κρατικόν είναι εσφαλμένη και παραπλανητική και μάλιστα τόσο πιο εσφαλμένη και παραπλανητική, όσο αναπτύσσεται το ολοκληρωτικό κράτος, δηλ. όσο όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής γίνονται κρατικά. Ο κοινός νους έχει ίσως δυσκολίες να το κατανοήσει, καίτοι είναι απλός όταν δύο πράγματα τείνουν να «ταυτιστούν» στην πραγματικότητα, δεν μπορείς να ορίσεις το ένα με τη βοήθεια του άλλου (εδώς το Πολιτικόν με τη δοήθεια του Κρατικού). Το σημείο αυτό είναι σημαντικότατο για τον Σμιττ. Το τονίζει ήδη από την αρχή (το παρατεθέν απόσπασμα βρίσκεται στη 2η σελίδα του πρωτότυπου) και στη συνέχεια επανέρχεται σ' αυτό πολλές φορές (δεν τις μέτρησα, αλλά, αν κάποιος έλεγε 1020 φορές, δεν θα αντίλεγα).

Αυτήν ακριβώς την «εξίσωση Κρατικόν = Πολιτικόν», την οποία κατακρίνει ο Σμιττ, κάνει ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος, λέγοντας ότι «η προσέγγιση της πολιτικής (από τον Σμιττ - Γ.Σ.) μέσα από την διάκριση "φίλου" και "πολέμιου" οδηγεί στην προσέγγιση της κρατικής - πολιτικής εξουσίας ως δύναμης...» - άσε που ο Σμιττ δεν προσεγγίζει την «πολιτική» αλλά το Πολιτικόν.

Η Αλίκη Λαβράνου που έκανε τη μετάφραση (και που δουλεύει μερικά χρόνια πάνω στον Καρλ Σμιττ) έγραψε και μια εμπεριστατομένη Εισαγωγή, που αποτελεί, όπως και να το κάνουμε, την πρώτη και μοναδική εργασία για τον Καρλ Σμιττ και το έργο του στη χώρα μας. Ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος είχε την άνεση να την αντιπαρέλθει σιωπηρά. (Δεν παρέλειψε όμως να μας πει ότι κατά τον Αριστόβουλο Μάνεση ο Καρλ Σμιττ είναι διαπρεπής και διαβόητος, πράγματα που θα μπορούσε να πει κανείς και για τον Βενάρδο ή τον Αρσέν Λουπέν, διότι τόσο χαρακτηριστικά είναι - απομονωμένα κι έξω από την συνάφεια του κειμένου, απ' το οποίο ελήφθησαν - για τον Καρλ Σμιττ ως θεωρητικό).

Αλλά, aproros σιωπή. Μετά την ανάγνωση της βιβλιοπαρουσίασης του κ. Γ.Ζ. Δρόσου δεν είναι μικρή η διάθεση του αναγνώστη να επιστρέφει, με μια αυτονόητη μετατροπή, σ' ορισμένους νομικούς εκείνο το silete theologi! που ορισμένοι, πόσο διαφορετικοί όμως από τους τελευταίους, νομικοί απηύθυναν κάποτε δικαίως στους θεολόγους: silete Winkeladvokaten!

Αθήνα, Μάιος 1988

1. Ι. Kant, Kritik der reinen Vernunft. II. Transzentendale Methodenlehre, Des Erstens HauptstUcks zweiter Abschnittς Die Disziplin der reinen Vernunft in Ansehung ihres polemischen Gebrauchs.

2. Θυμάστε την ρητορική ερώτηση του κ. Γ.Ζ. Δρόσου «Τι σημαίνει π.χ. «πολεμικό - πολιτικό νόημα» (σελ. 38) (...)»; Από την φράση της ελληνικής μετάφρασης στην οποία περιέχονται αυτές οι δύο λέξεις λείπουν τρεις λέξεις (οι λέξεις νομικές ή διοικητικές πριν από την λέξη αποφάσεις) που, καίτοι υπάρχουν στο γερμανικό πρωτότυπο, έμειναν αμετάφραστες. Από αδρότητα, βέβαια, ο κ. Γ.Ζ. Δρόσος αντιπαρήλθε αυτό το σημείο. Ο καλός γνώστης του Σμιττ θα βρει μια ή δύο ακόμη τέτοιες ασήμαντες αβλεψίες. Οι αβλεψίες αυτές οφείλονται στο γεγονός ότι η μετάφραση του κειμένου του 1932 του Η έννοια του Πολιτικού προέκυψε από τη «συμπλήρωση» της ήδη υπάρχουσας μετάφρασης του κειμένου του 1927 (η οποία δημοσιεύθηκε στα «Τεύχη Πολιτικής Οικονομίας» No 2, Αθήνα, Άνοιξη 1988).