Η «Περεστρόικα», ο μαρξισμός και η Αριστερά
των Γιάννη Μηλιού και Τάσου Κυπριανίδη

1. Εισαγωγή

Η ανάδειξη του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στην ηγεσία του ΚΚΣΕ και του κράτους της Σοβιετικής Ένωσης και οι αλλαγές που εγκαινίασε και προωθεί η νέα σοβιετική ηγεσία παραμένουν συνεχώς στο επίκεντρο της επικαιρότητας. Δεν είναι μόνο η παραδοσιακή Αριστερά, αλλά η κάθε Αριστερά και ακόμα ο αστικός πολιτικός κόσμος (και ο τύπος που εκφράζει τις απόψεις του), που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αναγνωρίζουν ότι αυτό που συντελείται σήμερα στη Σοβιετική Ένωση έχει επιπτώσεις που ξεπερνούν κατά πολύ τα σύνορα της. Είναι μάλιστα στο σημείο αυτό χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το ιδεολογικό και πολιτικό μήνυμα της νέας σοβιετικής ηγεσίας, όπως κατά κύριο λόγο διατυπώθηκε σε ολοκληρωμένη μορφή στο βιβλίο του Μ. Γκορμπατσόφ «Περεστρόικα», βρήκε τεράστια απήχηση πολύ πέρα από τα σύνορα της χώρας του ή των άλλων χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», σ' ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο.

Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ θεμελιώνει με την «Περεστρόικα», (όπως άλλωστε και ο ίδιος υποστηρίζει), μια «νέα σκέψη για την ΕΣΣΔ και τον κόσμο». Το εγχείρημα δεν αποτελεί απλώς την καταγραφή ενός διαμορφούμενου νέου «τρόπου πολιτικής διακυβέρνησης» της ΕΣΣΔ από τη σημερινή σοβιετική ηγεσία. Αποτελεί ταυτόχρονα αντανάκλαση και καταγραφή κάποιων οικονομικών και κοινωνικών μετασχηματισμών που συντελούνται τουλάχιστον κατά τα τελευταία τρία χρόνια στην ΕΣΣΔ, από τους οποίους προκύπτουν σημαντικές αλλαγές στο επίπεδο της ιδεολογίας, αλλά ακόμα και θεωρίας (του «σοβιετικού μαρξισμού»).

Με το άρθρο μας αυτό δεν επιδιώκουμε να δώσουμε μια ολοκληρωμένη ερμηνεία για το χαρακτήρα των αλλαγών που συντελούνται σήμερα στη Σοβιετική Ένωση. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε μια ανάλυση των ταξικών κοινωνικών σχέσεων που διέπουν τη σοβιετική κοινωνία, της κρίσης που τις διαπερνά, της συγκυρίας της πάλης των τάξεων κλπ. Επιδιώκουμε κατά κύριο λόγο να εντοπίσουμε τις πολιτικές και ιδεολογικές επιπτώσεις που τείνει να προκαλέσει στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής Αριστεράς η σοβιετική «Περεστρόικα». Κάτω από αυτό το πρίσμα των ιδεολογικών και θεωρητικών μετασχηματισμών στο εσωτερικό της Αριστεράς θα αναφερθούμε στο τελευταίο μέρος του άρθρου μας σε ορισμένους από τους κοινωνικοοικονομικούς μετασχηματισμούς που φαίνεται να προκαλεί η «Περεστρόικα» στο εσωτερικό της σοβιετικής κοινωνίας.

2. Περεστρόικα και δημοκρατία. Το τέλος του «Ευρωκομουνισμού»

- Η Περεστρόικα φαίνεται να επισημοποιεί το τέλος της ιδεολογικής και πολιτικής διαφοροποίησης ορισμένων Κομμουνιστικών Κομμάτων της Δύσης (κυρίως του ιταλικού, του ισπανικού και του γαλλικού Κ.Κ.) στο εσωτερικό της επίσημης δυτικής κομμουνιστικής Αριστεράς.

Όπως δείξαμε αναλυτικά στο παρελθόν (Μηλιός Ψαράς 1980), η ειδοποιός διαφορά του ρεύματος αυτού, που ονομάστηκε «Ευρωκομουνισμός» δεν εντοπίζεται στη διαφοροποίηση ούτε της θεωρητικής του συγκρότησης σε σχέση με το «σοβιετικό μαρξισμό» ούτε των στρατηγικών του επιλογών σε σχέση με αυτές των λεγόμενων «φιλοσοβιετικών» Κ.Κ.: Ο «σοβιετικός μαρξισμός», όπως διαμορφώθηκε μεταπολεμικά στη βάση της θεωρίας του «κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού», της «επιστημονικής τεχνικής επανάστασης», της «γενικής κρίσης» του καπιταλισμού κλπ. (δηλαδή στη βάση της κυριαρχίας των αστικών ιδεολογιών του οικονομισμού και του ανθρωπισμού) δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από τον Ευρωκομουνισμό. Παράλληλα, η στρατηγική του «δημοκρατικού δρόμου» και των «διαρθρωτικών αλλαγών» που διατύπωσαν τα ευρωκομουνιστικά κόμματα εντάσσεται εξολοκλήρου στο στρατηγικό πλαίσιο (το οποίο άλλωστε απορρέει από τη θεωρία του «κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού») της «εθνικής δημοκρατικής αλλαγής» (ας θυμηθούμε στη χώρα μας την περίπτωση της προδικτατορικής ΕΔΑ), της «αντιμονοπωλιακής δημοκρατίας» κλπ. Το στρατηγικό αυτό πλαίσιο διαμορφώθηκε ως γνωστόν από το ΚΚΣΕ και τη δυτική «φιλοσοβιετική» Αριστερά μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και ιδίως μετά το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956).

Η ειδοποιός διαφορά του Ευρωκομουνισμού εντοπίζεται στην κριτική που άσκησε στη Σοβιετική Ένωση και τα άλλα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού»: Μέσα από την κριτική αυτή, μέσα από τη θέση ότι τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» βρίσκονται σε μια βαθειά κρίση (κυριαρχία της γραφειοκρατίας, κατάργηση της δημοκρατίας και των εργατικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων, «διαστρεβλώσεις και μορφές εκφυλισμού που σε άλλες εποχές δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε παρά μόνο σε ιμπεριαλιστικά κράτη» - Καρίλιο 1977, σελ. 197) και ότι δεν μπορούν επομένως να αποτελέσουν κατά κανένα τρόπο πρότυπο για το σοσιαλισμό στη Δύση, ο ευρωκομουνιστικός πολιτικός και ιδεολογικός λόγος κατάφερε να πείσει ότι αποτελεί μια «νέα στρατηγική» για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό, ακόμα και στις περιπτώσεις που απλός επαναλάμβανε τις στρατηγικές και πολιτικές θέσεις της «φιλοσοβιετικής» Αριστεράς. Σε μια εποχή, λοιπόν, όπου σε οποιοδήποτε σοβιετικό εγχειρίδιο μπορούσε κανείς να βρει πάμπολλες διατυπώσεις όπως η ακόλουθη: «Ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός δημιουργεί εκείνο το μηχανισμό, εκείνο το σκελετό του συστήματος της κοινωνικής διεύθυνσης της οικονομίας, που μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιείται από τις δημοκρατικές επαναστατικές δυνάμεις (...). Η εργατική τάξη και η κομμουνιστική πρωτοπορία μαζί με τα άλλα στρώματα του λαού παλεύουν αποφασιστικά για τη δημοκρατία, θεωρώντας την πάλη αυτή σαν συστατικό μέρος της πάλης για το σοσιαλισμό» (Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών της ΕΣΣΔ 1977, σελ. 184185), οι εκπρόσωποι του Ευρωκομουνισμού μπορούσαν να ισχυρίζονται ότι η στρατηγική τους του «δημοκρατικού δρόμου» κόμιζε κάτι το «ριζικά νέο» στο παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα: επειδή ακριβώς υποσχόταν επίσης ότι επρόκειτο «για ένα δρόμο από τον οποίο είναι δυνατό να προχωρήσουμε προς τον εκδημοκρατισμό του μηχανισμού του Κράτους, σαν απαρχή του μετασχηματισμού του και της μετατροπής του σε μηχανισμό ικανό να μπει στην υπηρεσία μιας δημοκρατικής σοσιαλιστικής κοινωνίας» (Καρίλιο 1977, σελ. 71). Έτσι, παρά την εκπληκτική ομοιότητα των σοβιετικών και των ευρωκομουνιστικών θέσεων σχετικά με την κομμουνιστική στρατηγική στη Δύση, η κριτική των Ευρωκομουνιστών προς το καθεστώς του «σοβιετικού σοσιαλισμού» τους επέτρεπε ακόμα και να ισχυρίζονται ότι η «φιλοσοβιετική» Αριστερά επιδιώκει να επιβάλει ένα ανάλογο σοσιαλιστικό καθεστώς με αυτό της Σοβιετικής Ένωσης, μέσα από την «εξ εφόδου» κατάληψη της εξουσίας και τη δημιουργία «ενός Κράτους των εργατών και των αγροτών, δηλαδή ενός Κράτους φτιαγμένου από το μηδέν» (Καρίλιο 1977, σελ. 98)'.

Ανεξάρτητα λοιπόν από τη σημερινή ολόπλευρη κρίση των ευρωκομουνιστικών κομμάτων2, αυτό που πρέπει εδώ να συγκρατήσουμε είναι ότι ο βασικός όρος για τη διαμόρφωση του Ευρωκομουνισμού ως ενός διακριτού από τα φιλοσοβιετικά Κ.Κ. ρεύματος του κομμουνιστικού κινήματος δεν ήταν κάποιες νέες επεξεργασίες (σχετικά με τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης, το κράτος, τον ιμπεριαλισμό κλπ.), ούτε μια νέα στρατηγική για την ανατροπή του καπιταλισμού και το σοσιαλισμό, αλλά η αντίληψη ότι ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» είναι σοσιαλισμός σε κρίση, διαστρεβλωμένος και γραφειοκρατικοποιημένος σοσιαλισμός, που δεν μπορεί να εμπνεύσει ή να αποτελέσει πρότυπο για τα εργατικά και κομμουνιστικά κινήματα των καπιταλιστικών χωρών.

Βεβαίως, η κριτική αυτή των Ευρωκομουνιστών ποτέ δεν αμφισβήτησε ανοικτά το σοσιαλιστικό χαρακτήρα της Σοβιετικής Ένωσης ή οποιασδήποτε άλλης χώρας του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ορισμένες φορές εντούτοις η κριτική αυτή, ενάντια στη γραφειοκρατική και αντιδημοκρατική παραμόρφωση του σοσιαλισμού, έπαιρνε ιδιαίτερα οξυμένες μορφές. Ας θυμηθούμε εδώ την πασίγνωστη πλέον «σιβυλλική» ρήση των Ευρωκομουνιστών: «Ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει ποτέ».

Η ανάδειξη του Μ. Γκορμπατσόφ στην ηγεσία του ΚΚΣΕ και η «Περεστρόικα» φαίνεται καταρχήν να δικαιώνει τις απόψεις και την κριτική των Ευρωκομουνιστών. Βασική θέση της «Περεστρόικα», που διαπερνά σαν κόκκινο νήμα ολόκληρη τη «νέα σκέψη για την ΕΣΣΔ και τον κόσμο» είναι ότι ο σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της Αν. Ευρώπης παραμορφώθηκε από το σταλινισμό και παρεξέκλινε από τη δημοκρατική πορεία του: «Η ουσία της περεστρόικα έγκειται στο γεγονός ότι συνδέει το σοσιαλισμό με τη δημοκρατία και αναβιώνει τη λενινιστική άποψη για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη (...). Οι εργαζόμενες μάζες έρχονται στην εξουσία κερδίζοντας δημοκρατικές ελευθερίες. Επίσης, μόνο μέσα σε συνθήκες διεύρυνσης της δημοκρατίας μπορούν να εδραιώσουν και να υλοποιήσουν αυτή την εξουσία» (Γκορμπατσόφ 1987, σελ. 50 και 56, οι υπογραμμίσεις του Μ. Γκορμπατσόφ).

Όμως η Περεστρόικα, δικαιώνοντας τον Ευρωκομουνισμό, του στερεί ταυτόχρονα και τον όρο ύπαρξης του ως ρεύμα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος διακριτό από τη «φιλοσοβιετική» Αριστερά: Όλα τα βασικά σημεία της κριτικής των Ευρωκομουνιστών προς τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» αποτελούν πλέον κοινό τόπο για την Περεστρόικα. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως θα δείξουμε αναλυτικότερα στο επόμενο κεφάλαιο, η Περεστρόικα προχωράει με πολύ τολμηρότερα βήματα προς την «ανανέωση» του «σοβιετικού μαρξισμού», από ό,τι προχώρησε ποτέ ο επίσημος Ευρωκομουνισμός. Έτσι, μετά την Περεστρόικα, για τους Ευρωκομουνιστές (και την όποια άλλη «ανανεωτική Αριστερά») δεν απομένει σχεδόν κανένας άλλος ρόλος από το να δηλώνουν οπαδοί και υποστηρικτές της Περεστρόικα, δηλαδή της επίσημης σημερινής σοβιετικής στρατηγικής αντίληψης. Χαρακτηριστική είναι στη χώρα μας η περίπτωση του Λ. Κύρκου: Η πολιτική αντιπαράθεση με το ΚΚΕ τον οδηγεί στη θέση του «βασιλικότερου του βασιλέως»: δηλώνει ότι το ΚΚΕ ούτε κατάλαβε και στην πραγματικότητα ούτε επικροτεί την Περεστρόικα (τη σημερινή σοβιετική αντίληψη για την ΕΣΣΔ και τον κόσμο), που ο ίδιος και οι οπαδοί του είχαν υποτίθεται από χρόνια οραματιστεί.

Η κριτική προς το δογματισμό και τις διαστρεβλώσεις του σοσιαλισμού καθορίζει και τους βασικούς άξονες της «ανασυγκρότησης», σε ό,τι αφορά καταρχήν την ανάγκη εκδημοκρατισμού της σοβιετικής κοινωνίας. (Σχετικά με το διαφαινόμενο οικονομικό περιεχόμενο της «Περεστρόικα» θα μιλήσουμε στο τέταρτο μέρος αυτού του κειμένου): «Περεστρόικα σημαίνει πρωτοβουλία των μαζών. Είναι η εκτεταμένη ανάπτυξη της δημοκρατίας, της σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης, η ενθάρρυνση της πρωτοβουλίας και της δημιουργικής δράσης, η βελτιωμένη τάξη και πειθαρχία. Σημαίνει ακόμα περισσότερη Γκλάσνοστ, περισσότερη κριτική και αυτοκριτική σε όλους τους τομείς της κοινωνίας μας. Σημαίνει υπέρτατο σεβασμό για το άτομο και εκτίμηση της ατομικής αξιοπρέπειας» (Γκορμπατσόφ 1987, σελ.

54). «Ο συγκεντρωτισμός στις συνθήκες της περεστρόικα δεν έχει τίποτα το κοινό με τη γραφειοκρατική ρύθμιση της πολύπλευρης ζωής των παραγωγικών, επιστημονικών και σχεδιαστικών μονάδων. Πρέπει να διαχωρίσουμε τις λειτουργίες του κέντρου από εκείνες των περιφερειών, ν' αλλάξουμε την ουσία της δουλειάς των υπουργείων και τον ίδιο το λόγο ύπαρξης τους» (όπ. π. σελ. 153). «Μια εργατική κολεκτίβα πρέπει να έχει το δικαίωμα να εκλέγει το διευθυντή της» (όπ. π. σελ. 179). «Διατάγματα του Προεδρείου του Ανωτάτου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ καθιστούν την κατάπνιξη της κριτικής τιμωρητέα από το νόμο και καθιερώνουν μια διαδικασία ώστε ν' αποζημιώνονται οι πολίτες για ζημιές που τους προκαλούν οι παράνομες πράξεις των κυβερνητικών και δημόσιων οργάνων και στελεχών (...). Μπαίνει στην ημερήσια διάταξη η πλήρης κωδικοποίηση της νομοθεσίας: αυτή (...) θα πρέπει να στρώσει το δρόμο για την αυτοκυβέρνηση του λαού» (όπ. π. σελ. 188189). «Οι νέες αποφάσεις επιτρέπουν στα Σοβιέτ να ρυθμίσουν τη δουλειά τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνουν τα πραγματικά όργανα της λαϊκής διακυβέρνησης» (όπ. π. σελ. 196). «Στο ταξίδι μου στην περιοχή του Κουμπάν, επέπληξα τους συνδικαλιστές ηγέτες επειδή υποχωρούσαν μπροστά στους διευθυντές, μερικές φορές φθάνοντας να χορεύουν στο δικό τους σκοπό (...). Ο νέος ρόλος των συνδικάτων στις συνθήκες της περεστρόικα θα πρέπει να συνίσταται βασικά στο να δώσουν ένα εντονότερο κοινωνικό προσανατολισμό στις οικονομικές αποφάσεις, να αντιστέκονται στις τεχνοκρατικές υπερβάσεις που έχουν εξαπλωθεί στην οικονομία τα τελευταία χρόνια (...) Τα σοβιετικά συνδικάτα (...) έχουν το δικαίωμα να κάνουν κριτική στη διεύθυνση, έχουν ακόμα και το δικαίωμα να απαιτούν να απομακρύνεται από τη θέση του ένας διευθυντής που δε δέχεται τα νόμιμα συμφέροντα των εργαζομένων» (όπ. π. σελ. 198199).

Η επαγγελία αυτή του εκδημοκρατισμού της σοβιετικής κοινωνίας μπορεί να έχει επιπτώσεις ακόμα και πάνω στην εξέλιξη των ιδεολογικών μετώπων στις χώρες του δυτικού καπιταλισμού:

Η Αριστερά, από την πρώτη στιγμή της συγκρότησης της ως κοινωνικό κίνημα, και ο μαρξισμός, από την πρώτη στιγμή της συγκρότησης του σε επιστήμη, άσκησαν κριτική στην αστική δημοκρατία, καταδείχνοντας ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για εκείνο το πολιτικό και θεσμικό καθεστώς, για εκείνον τον τύπο κράτους, που διασφαλίζει την πολιτική και κοινωνική κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στην εργασία, που καταστέλλει και υποτάσσει τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα (όχι μόνο τα οικονομικά, αλλά και τα πολιτικά, τα πολιτιστικά, τα μορφωτικά κλπ.), που αναπαράγει την καπιταλιστική εκμετάλλευση και εξουσία (Μπαλιμπάρ 1978). Η εξέλιξη της πάλης των τάξεων στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και οι συγκεκριμένες κρατικές και κοινωνικές μορφές που παγιώθηκαν εκεί από τη μια μεριά, όπως και η πολιτική (ρεφορμισμός) και ιδεολογική (ρεβιζιονισμός) κυριαρχία του «σοβιετικού μαρξισμού» στο εσωτερικό της Αριστεράς στις δυτικές καπιταλιστικές χώρες από την άλλη, επέτρεψαν στον αστισμό να παρουσιάζεται αυτός ως ο υπέρμαχος της Δημοκρατίας, ταυτίζοντας συχνά το σοσιαλισμό με το φασισμό, με βάση το απλουστευτικό ιδεολογικό αντιθετικό δίπολο «δημοκρατία - ολοκληρωτισμός» (Τζονστόουν, χ. χρ. εκ., Λεκούρ, χ. χρ. εκ.). Η Περεστρόικα επιτρέπει για πρώτη φορά στο «σοβιετικό μαρξισμό» να απαντήσει με «επιθετικό» (δηλ. ιδεολογικά αποτελεσματικό) τρόπο στην αστική ρητορική σχετικά με τη δημοκρατία: «Εμείς θα πιστέψουμε στη δημοκρατική φύση των δυτικών κοινωνιών, όταν οι εργάτες τους και οι υπάλληλοι θ' αρχίσουν να εκλέγουν τους ιδιοκτήτες των εργοστασίων και των βιομηχανιών, τους προέδρους των τραπεζών κ.ο.κ., όταν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας τους θ' αρχίσουν να ασκούν κανονικό έλεγχο και καταιγιστική κριτική στις μεγάλες εταιρίες, στις τράπεζες και τ' αφεντικά τους, όταν θ' αρχίσουν να συζητούν τις πραγματικές διαδικασίες που διέπουν τις δυτικές χώρες, αντί να επιδίδονται μόνο σε μιαν ατελείωτη και άχρηστη λογομαχία με τους πολιτικούς» (Γκορμπατσόφ 1987, σελ. 224).

Χαρακτηριστικό της απήχησης και της νέας ιδεολογικής ακτινοβολίας που αποκτά στη Δύση η Περεστρόικα δεν είναι όμως μόνο η (τάση για) ιδεολογική «επανενοποίηση» της παραδοσιακής Αριστεράς (κατάργηση της διάκρισης σε Ευρωκομουνιστές και «φιλοσοβιετικούς»), ή η ανανέωση του παραδοσιακού κομμουνιστικού ιδεολογικού λόγου: Η Περεστρόικα αποκτά οπαδούς ακόμα και ανάμεσα στις αντιπολιτευτικές προς τη φιλοσοβιετική Αριστερά ομάδες της «άκρας Αριστεράς»: «Η Διεθνής Επιτροπή της Τετάρτης Διεθνούς σωστά τόνισε στην απόφαση της στις 25 Αυγούστου 1986, ότι οι πρόσφατες εξελίξεις ατή Σοβιετική Ένωση, από τις παραμονές του 27ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ και μετά, εκδηλώνουν τις απαρχές της Πολιτικής Επανάστασης ενάντια στη σταλινική γραφειοκρατία, που σφετερίστηκε την σοβιετική εξουσία στη χώρα του Οκτώβρη. Αυτή η ανερχόμενη Πολιτική Επανάσταση εκφράζεται στη διάσπαση και αποσύνθεση της γραφειοκρατίας, στην πάλη της ιντελλιγκέντσιας ενάντια στον σταλινισμό (...), στο κύμα δημόσιας κριτικής όλων των πλευρών και όλων των επιπέδων της σοβιετικής γραφειοκρατίας και της σοβιετικής κοινωνίας και την ανάδυση ξανά της εργατικής τάξης στο κέντρο της πολιτικής ζωής (...) Από τη μια, το καθεστώς Γκορμπατσόφ ζητάει την υποστήριξη της εργατικής τάξης και της ιντελλιγκέντσιας, με την καμπάνια ενάντια σε τμήματα της γραφειοκρατίας (...) με τα βήματα για την νομιμοποίηση του δικαιώματος της κριτικής των εργατών και την μεταφορά περισσότερων εξουσιών στα σοβιέτ, που περιλαμβάνουν και μη μέλη του ΚΚΣΕ. Από την άλλη η πολιτική Γκορμπατσόφ αναπαράγει τους όρους για την στήριξη της γραφειοκρατίας, π.χ. με την εισαγωγή κινήτρων και επιδομάτων στα επιστημονικά διευθυντικά στελέχη» (Απόφαση της Κ.Ε. του Εργατικού Επαναστατικού Κόμματος, Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση, No 52, 1986, σελ. 1819).

3. Περεστρόικα και σοβιετικός μαρξισμός: Η εκκίνηση ενός μετασχηματισμού

3.1. Το ζήτημα της θεωρίας

Οι σημαντικές μετατοπίσεις και αλλαγές του ιδεολογικού λόγου της σοβιετικής ηγεσίας που περιγράψαμε στα προηγούμενα δεν συνιστούν αναγκαστικά και κάποιες αντίστοιχες μετατοπίσεις του θεωρητικού πλαισίου που αποτελεί το «σοβιετικό μαρξισμό». Η αναγνώριση της κρίσης της σοβιετικής κοινωνίας, των διαστρεβλώσεων του σοσιαλισμού κλπ. και η επαγγελία του εκδημοκρατισμού και της αυτοδιαχείρισης δεν είναι ζητήματα που αναφέρονται στις θεωρητικές κατηγορίες και τα αναλυτικά σχήματα με βάση τα οποία διαμορφώνεται ο (σοβιετικός) μαρξισμός. Πρόκειται περισσότερο για μια προσφυγή στις ιδεολογίες της πολιτικής ειλικρίνειας, της ανάγκης κριτικής και αυτοκριτικής κλπ., που συνδέονται προφανώς με κάποιους μετασχηματισμούς των πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών δύναμης, κι όχι για τη διαμόρφωση κάποιων νέων θεωρητικών κατηγοριών και απόψεων για τον καπιταλισμό, την κομμουνιστική στρατηγική, το σοσιαλισμό κλπ. Οι θεωρητικές αντιλήψεις της σοβιετικής δημοκρατίας (ως της γνήσιας δημοκρατίας των εργαζομένων) και της σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης αποτελούσαν ανέκαθεν στοιχεία του σοβιετικού μαρξισμού.

Η διαφορά έγκειται καταρχήν λοιπόν στο γεγονός ότι πριν την Περεστρόικα η σοβιετική ηγεσία ισχυριζόταν ότι η σοσιαλιστική δημοκρατία (και οικονομία) λειτουργούσε απρόσκοπτα: Αξίζει εδώ απλώς να θυμηθούμε ένα απόσπασμα από την αγόρευση του Στάλιν το Νοέμβριο του 1936 σχετικά με το υπό έγκριση, την εποχή εκείνη, Σύνταγμα της ΕΣΣΔ: «Μιλούνε για δημοκρατία. Μα τι είναι η δημοκρατία; Η δημοκρατία στις καπιταλιστικές χώρες, όπου υπάρχουν ανταγωνιστικές τάξεις, είναι σε τελευταία ανάλυση δημοκρατία για τους ισχυρούς, δημοκρατία για τη μειοψηφία των πλούσιων. Η δημοκρατία στην ΕΣΣΔ αντίθετα είναι δημοκρατία για τους εργαζόμενους, δηλαδή δημοκρατία για όλους (...) Να γιατί νομίζω, ότι το Σύνταγμα της ΕΣΣΔ είναι το μοναδικό στον κόσμο Σύνταγμα που είναι πέρα για πέρα δημοκρατικό» (Στάλιν χ. χρ. έκδ. σελ. 693).

Εντούτοις η «νέα σκέψη» δεν μένει μόνο στην κριτική αποτίμηση του παρελθόντος και του παρόντος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και στη συνεπαγόμενη ανάγκη για «ανανέωση» της σοβιετικής κοινωνίας. Οι προγραμματιζόμενες ή συντελούμενες αλλαγές κυρίως στην οικονομία (βλ. κεφ. 4), αλλά και πιθανότατα οι νέοι συσχετισμοί δύναμης στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ έχουν θέσει σε κίνηση μια διαδικασία μετασχηματισμού του «σοβιετικού μαρξισμού», τέτοια που δεν είχε λάβει χώρα ποτέ στο παρελθόν. Αντίθετα όμως με τη διαδικασία της αυτοκριτικής και τις πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, ο μετασχηματισμός αυτός του «σοβιετικού μαρξισμού» συντελείται πολύ περισσότερο αθόρυβα, θα μπορούσαμε να πούμε συγκαλυμμένα, έτσι που ελάχιστα έχει πέσει στην αντίληψη των δυτικών σχολιαστών. Πρόκειται για μια διαδικασία που εκτυλίσσεται σήμερα σε τέσσερα επίπεδα:

α) Αναγνώριση της κρίσης του «σοβιετικού μαρξισμού» και επαγγελία μιας επιστροφής στις λενινιστικές θεωρητικές αρχές.

6) Συστηματική αποσιώπηση ορισμένων από τις μέχρι σήμερα κυρίαρχες κατηγορίες του «σοβιετικού μαρξισμού» και αντικατάσταση τους από άλλες σημαντικά διαφοροποιημένες ή και αντιθετικές θέσεις.

γ) Έμμεση ανασκευή ορισμένων θεωρητικών θέσεων.

δ) Ανοικτή κριτική και απόρριψη κάποιων άλλων θέσεων.

Οι μετασχηματισμοί αυτοί είναι περισσότερο «τολμηροί» στην Περεστρόικα τον Μ. Γκορμπατσόφ και περισσότερο συγκαλυμμένοι στα επίσημα ντοκουμέντα του ΚΚΣΕ.

3.2. Αναγνώριση της κρίσης της θεωρίας

Το βιβλίο του Μ. Γκορμπατσόφ περιέχει πολλές διατυπώσεις σχετικά με την ανάγκη μιας αλλαγής στο χώρο της θεωρίας και ενός αναπροσανατολισμού της θεωρητικής δουλειάς. Παραθέτουμε δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα: «Στις κοινωνικές επιστήμες παραμερίστηκε η δημιουργική σκέψη και ανακηρύσσονταν σε αδιαφιλονίκητες αλήθειες οι φλύαρες και βολονταριστικές εκτιμήσεις και απόψεις» (Γκορμπατσόφ 1987, σελ. 30). «Η πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού έχει κολλήσει σε ξεπερασμένες ιδέες και δεν εναρμονίζεται πια με τη διαλεκτική της ζωής. Η φιλοσοφία και η κοινωνιολογία έχουν μείνει κι αυτές πίσω σε σχέση με τις απαιτήσεις της πρακτικής. Η ιστορική επιστήμη χρειάζεται κι αυτή να αναθεωρηθεί (...) Κανένα επαναστατικό κίνημα δεν είναι δυνατό χωρίς μια επαναστατική θεωρία - αυτή η μαρξιστική αρχή είναι σήμερα πιο σημαντική παρά ποτέ» (όπ. π. σελ. 81-82).

Στην εισήγηση του προς την Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ στις 27 1 87 ο Μ. Γκορμπατσόφ θα συγκεκριμενοποιήσει περισσότερο την κατεύθυνση των αλλαγών που πρέπει να προωθηθούν στο επίπεδο της θεωρίας: «Η φράση του Λένιν ότι η αξία μιας θεωρίας συνίσταται στην παρουσίαση μιας ακριβούς εικόνας "όλων των αντιθέσεων που υπάρχουν στην πραγματικότητα", συχνά, απλώς αγνοούνταν. Οι θεωρητικές αντιλήψεις του σοσιαλισμού παρέμειναν, σε μεγάλο βαθμό, στο επίπεδο των δεκαετιών του '30 και του '40 όταν η κοινωνία έλυνε τελείως διαφορετικά καθήκοντα. Η ανάπτυξη του σοσιαλισμού, η ανάπτυξη των κινητηρίων της δυνάμεων και των αντιθέσεων της και η πραγματική κατάσταση της κοινωνίας δεν έγιναν αντικείμενο βαθιάς επιστημονικής έρευνας. (...) Εμφανίστηκε μια αποστεωμένη αντίληψη των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής και η διαλεκτική τους αμοιβαία σχέση με τις παραγωγικές δυνάμεις υποτιμήθηκε. Η κοινωνική διάρθρωση της κοινωνίας παρουσιαζόταν σχηματικά, σαν να μην υπήρχαν αντιθέσεις ή δυναμισμός των διαφόρων συμφερόντων των διαφόρων στρωμάτων και ομάδων. Οι ιδέες του Λένιν για το σοσιαλισμό ερμηνεύονταν απλοϊκά και το θεωρητικό τους βάθος και η σημασία τους άδειαζαν συχνά από το περιεχόμενο τους. Αυτό ίσχυε για τέτοια προβλήματα κλειδιά όπως: η δημόσια ιδιοκτησία, οι σχέσεις μεταξύ τάξεων και εθνοτήτων, το μέτρο της εργασίας και της κατανάλωσης, η συνεργασία, οι μέθοδοι οικονομικής διαχείρισης, η λαϊκή εξουσία και αυτοδιαχείριση, η πάλη ενάντια στις γραφειοκρατικές καταχρήσεις, ο επαναστατικός αναμορφωτικός χαρακτήρας της σοσιαλιστικής ιδεολογίας (...) Κίβδηλες αντιλήψεις για τον κομμουνισμό και διάφορες προφητείες και αφηρημένες απόψεις κέρδισαν κάποια αξιοπιστία. Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με την ιστορική σημασία του σοσιαλισμού και την επιρροή της σοσιαλιστικής ιδεολογίας» (Γκορμπατσόφ 1987α, σελ. 3, βλ. επίσης Γκορμπατσόφ 1988 σελ. 18 κ.ε.).

3.3. Οικονομισμός καταστροφισμός: Οι πάγιες συντεταγμένες του «σοβιετικού μαρξισμού»

Ο «σοβιετικός μαρξισμός» στηρίχθηκε μετά το θάνατο του Λένιν, κατά την εποχή του σταλινισμού, σε μια σειρά θεωρητικές αντιλήψεις που σχηματικά θα ονομάσουμε «καταστροφισμό», και οι οποίες υποστηρίζουν ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται σε μια φάση επιθανάτιας παρακμής, «σαπίσματος» και αποσύνθεσης. Οι αντιλήψεις αυτές μορφοποιήθηκαν για πρώτη φορά κατά τη δεκαετία του 1920 στη θεωρία της «γενικής κρίσης» του καπιταλισμού, θεωρία η οποία διατηρούσε μέχρι πρόσφατα μια κεντρική θέση στο εσωτερικό του «σοβιετικού μαρξισμού». Σύμφωνα με τη θεωρία της «γενικής κρίσης», η δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης και του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» σημαίνει «ότι ο καπιταλισμός δεν αποτελεί πλέον ένα ενιαίο σύστημα της παγκόσμιας οικονομίας, που περικλείει τα πάντα, ότι δίπλα στο καπιταλιστικό σύστημα υπάρχει το σοσιαλιστικό σύστημα, το οποίο απλώς μέσα από το γεγονός της ύπαρξης του δηλώνει το σάπισμα του καπιταλισμού και κλονίζει τα θεμέλια του» (Στάλιν, Πολιτική Εισήγηση της ΚΕ στο 1βο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, παρατίθεται στο Arbeiterschulung 1930, σελ. 268). Όπως δείξαμε αναλυτικά αλλού (βλ. Μηλιός 1988 σελ. 2635 και 108121) η θεωρία της «γενικής κρίσης» από τη μια στηρίζεται στην οικονομίστικη αντίληψη ότι ο καπιταλισμός αποτελεί μία ενοποιημένη παγκόσμια κοινωνικοοικονομική δομή (ο «παγκόσμιος καπιταλισμός»), σε ρήξη με τη λενινιστική θεωρία της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, και από την άλλη παρουσιάζει την αντίθεση κεφαλαίου εργασίας στο εσωτερικό κάθε καπιταλιστικής χώρας ως υποκείμενη στις προτεραιότητες της (υποτιθέμενης) αντίθεσης κεφαλαίου εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο, δηλαδή της αντίθεσης ανάμεσα στα δύο «παγκόσμια συστήματα»3.

Η θεωρία της «γενικής κρίσης» του καπιταλισμού διαπλέκεται με τον «κλασικό» σοβιετικό οικονομισμό, τη θεωρητική αντίληψη που η Γ' Διεθνής «κληρονόμησε», και πάλι μετά το θάνατο του Λένιν, από τη Β' Διεθνή και η οποία αντιλαμβάνεται την κοινωνική εξέλιξη σαν το αποτέλεσμα της «ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων», ανάπτυξη η οποία (υποτίθεται ότι) έρχεται σε σύγκρουση με τις παραγωγικές σχέσεις και καθιστά έτσι αναπόφευκτο το μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων4. Στα πλαίσια αυτής της αντίληψης υποτίθεται ότι οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις αποτελούν τροχοπέδη για τις παραγωγικές δυνάμεις, ότι ο καπιταλισμός επομένως βρίσκεται στη φάση της παρακμιακής του στασιμότητας. Οι εργασίες του Αλτουσέρ και των συνεργατών του (βλ. π.χ. Αλτουσέρ 1977, Μπετελέμ 1972, Μπαλιμπάρ 1978) έδειξαν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι αυτή η «θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων» (όπως αποκάλεσε τον «κλασικό» οικονομισμό η κινέζικη Πολιτιστική Επανάσταση) μετατρέπει το μαρξισμό σε ένα εξελικτικό μηχανιστικό τελεολογικό δόγμα: συνιστά την κατ' εξοχήν μορφή κυριαρχίας της αστικής ιδεολογίας πάνω στο μαρξισμό καθώς αρνείται τη βασική μαρξιστική θέση, ότι η πάλη των τάξεων αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ιστορίας, ότι επομένως η εξέλιξη των παραγωγικών σχέσεων έχει την πρωτοκαθεδρία και καθορίζει συνακόλουθα και την εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Ο κλασικός οικονομισμός - η «θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων» - και ο καταστροφισμός αποτέλεσαν μέχρι την Περεστρόικα το μόνιμο υπόβαθρο του «σοβιετικού μαρξισμού». Είναι η «πρώτη ύλη» με βάση την οποία διαμορφώθηκαν μετά τον Πόλεμο οι θεωρίες του «κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού» και της «επιστημονικής τεχνικής επανάστασης». Ο σκληρός πυρήνας των θεωριών αυτών, η αντίληψη σχετικά με τη «συνύφανση κράτους και μονοπωλίων σ' έναν ενιαίο μηχανισμό» αποτελεί ακριβώς μια επαναδιατύπωση των βασικών θέσεων του «κλασικού» οικονομισμού και του καταστροφισμού: «Η συγχώνευση της δύναμης των μονοπωλίων με τη δύναμη του κράτους σε έναν ενιαίο μηχανισμό μετατρέπεται για τη μονοπωλιακή αστική τάξη σε τελευταίο μέσο για τη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος» (Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών της ΕΣΣΔ 1977, σελ. 151. Βλ. για την κριτική των θεωριών αυτών Μηλιός 1988, όπ. π. και τη βιβλιογραφία που παρατίθεται εκεί).|

3.4. Η διαδικασία μετασχηματισμού

Το πρώτο εντυπωσιακό στοιχείο που αξίζει να επισημάνουμε είναι ότι από τα κείμενα του Μ. Γκορμπατσόφ, τόσο την Περεστρόικα όσο και τις εισηγήσεις του στα όργανα του ΚΚΣΕ, απουσιάζει συστηματικά η καθιερωμένη ορολογία του «σοβιετικού μαρξισμού». Ο δυτικός καπιταλισμός για παράδειγμα ονομάζεται σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις «αναπτυγμένος καπιταλισμός», με αποτέλεσμα να έχει εκτοπιστεί ο όρος «κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός», ακόμα και ο όρος «μονοπωλιακός καπιταλισμός». Σποραδικές βέβαια αναφορές σε στοιχεία της θεωρίας του «κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού» δεν μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια διαδικασία πλήρους εγκατάλειψης αυτής της θεωρίας από τη μεριά της σοβιετικής ηγεσίας?. Εντούτοις, υπάρχουν στα κείμενα του Γκορμπατσόφ, αλλά και στις αποφάσεις του 27ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ όλα τα στοιχεία που μας πείθουν ότι η κυρίαρχη σήμερα πτέρυγα της σοβιετικής ηγεσίας έχει εγκαταλείψει τα στοιχεία εκείνα της θεωρίας της που στα προηγούμενα περιγράψαμε ως «καταστροφισμό» και «κλασικό οικονομισμό». Όπως είναι προφανές, οι μετασχηματισμοί αυτοί επηρεάζουν το θεωρητικό σύστημα του «σοβιετικού μαρξισμού» ως σύνολο.

Η εγκατάλειψη του καταστροφισμού και της «θεωρίας των παραγωγικών δυνάμεων» δεν στηρίζεται μόνο στην απουσία των κατηγοριών σύστασης αυτών των θεωριών από τα κείμενα του σοβιετικού ηγέτη. Έχει πάρει πλέον τη μορφή ανοικτής κριτικής προς τις βασικές θέσεις των θεωριών που εγκαταλείπονται, και μάλιστα αυτό συμβαίνει ακόμα και στις περιπτώσεις που εξακολουθεί να χρησιμοποιείται η «παλιά» ορολογία.

Καταρχήν γίνεται αντικείμενο κριτικής η θέση ότι «η άνοδος του παγκόσμιου σοσιαλισμού μετέτρεψε την αντίθεση ανάμεσα στα δύο παγκόσμια συστήματα σε κύρια αντίθεση της σύγχρονης εποχής» (βλ. υποσημ. 3). Στη θέση αυτή, με βάση την οποία θεμελιωνόταν η θεωρία της «γενικής κρίσης του καπιταλισμού» αντιπαρατίθεται τώρα η αντίληψη ότι δεν είναι «πια δυνατό να διατηρήσουμε τον ορισμό της Ειρηνικής Συνύπαρξης των κρατών με διαφορετικά κοινωνικά συστήματα ως μια 'ειδική μορφή ταξικής πάλης'» (Γκορμπατσόφ 1987, σελ. 259). «Ο οικονομικός, πολιτικός και ιδεολογικός ανταγωνισμός ανάμεσα στις καπιταλιστικές και σοσιαλιστικές χώρες είναι αναπόφευκτος. Ωστόσο, μπορεί και πρέπει να κρατηθεί μέσα σ' ένα πλαίσιο ειρηνικού ανταγωνισμού, που αναγκαστικά απαιτεί τη συνεργασία (...). Ας αφήσουμε κάθε έθνος να αποφασίσει ποιο σύστημα και ποια ιδεολογία είναι η καλύτερη» (όπ. π. σελ. 261). Ακόμα κι αν ο όρο; «γενική κρίση» του καπιταλισμού χρησιμοποιείται σποραδικά, η επιχειρηματολογία του Γκορμπατσόφ δεν αφήνει κανένα περιθώριο για το μέχρι σήμερα περιεχόμενο αυτού του όρου (κρίση του «παγκόσμιου καπιταλισμού» σαν αποτέλεσμα της δημιουργίας και της ανάπτυξης του «σοσιαλιστικού συστήματος»): «Τα προβλήματα και οι κρίσεις που δοκιμάζει ο καπιταλιστικός κόσμος γεννιούνται μέσα στα ίδια του τα σπλάχνα και είναι νομοτελειακό αποτέλεσμα των εσωτερικών ανταγωνιστικοί αντιθέσεων της παλιάς κοινωνίας» (Γκορμπατσόφ 1986, σελ. 15). «Οι επαναστάσεις και τα απελευθερωτικά κινήματα γεννιούνται στο εθνικό έδαφος. Και παρουσιάζονται όταν η φτώχεια και η καταπίεση των μαζών γίνεται ανυπόφορη, όταν η εθνική αξιοπρέπεια ταπεινώνεται κι όταν αρνούνται σ' ένα έθνο; το δικαίωμα του να αποφασίζει το ίδιο για την τύχη του. Όταν οι μάζες ξεσηκώνονται για ν' αγωνιστούν, σημαίνει ότι καταπνίγονται τα ζωτικά τους συμφέροντα. Και οι φιλοδοξίες κάποιου άλλου ή p "δάκτυλος της Μόσχας" δεν έχουν καμιά σχέση με αυτό» (Γκορμπατσόφ 1987, σελ. 267-268. Επίσης στο «Πρόγραμμα» του ΚΚΣΕ αναφέρεται: «Οι επαναστάσεις είναι νομοτελειακό αποτέλεσμα της κοινωνικής εξέλιξης και της ταξικής πάλης στην κάθε χώρα» («Το Πρόγραμμα...» 1986, σελ. 81).

Η εγκατάλειψη της θεωρίας της «γενικής κρίσης του καπιταλισμού» συνδυάζεται, λοιπόν, στα κείμενα τον Μ. Γκορμπατσόφ με την απουσία των κάθε λογής θέσεων του καταστροφισμού. Όμως ο θεωρητικός αυτός μετασχηματισμός αποκτά την πραγματική του διάσταση αν λάβουμε υπόψη μας και την ανοικτή κριτική που διατυπώνεται πλέον από τον ηγέτη του ΚΚΣΕ προς τη «θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων», τον «κλασικό» δηλαδή οικονομισμό της παραδοσιακής Αριστεράς: «Η πρακτική αποκάλυψε πόσο αβάσιμες είναι οι αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες στις σοσιαλιστικές συνθήκες η αντιστοιχία των παραγωγικών σχέσεων στο χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων εξασφαλίζεται περίπου αυτόματα? Στη ζωή όλα είναι πιο σύνθετα. Ναι, οι σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις ανοίγουν ευρύ πεδίο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Αλλά γι' αυτό πρέπει να τελειοποιούνται συνεχώς». (Γκορμπατσόφ 1986, σελ. 47 οι υπογραμ. του ίδιου). «Είναι αλήθεια ότι το σημερινό στάδιο της γενικής κρίσης του καπιταλισμού, δεν αποκλείει τη δυνατότητα ανάπτυξης της οικονομίας του και την αφομοίωση των νέων επιστημονικοτεχνικών κατευθύνσεων. "Επιτρέπει" τη διατήρηση ορισμένων οικονομικών, στρατιωτικών, πολιτικών και άλλων θέσεων και μάλιστα, σ' ορισμένες περιπτώσεις, ακόμα και κάποια κοινωνική αντεκδίκηση: την ανάκτηση των άλλοτε απολεσθέντων. Όμως ο καπιταλισμός, χωρίς θετικούς στόχους και προσανατολισμούς που να εκφράζουν τα συμφέροντα των εργαζομένων μαζών, αντιμετωπίζει τώρα μια χωρίς προηγούμενο συνύφανση και αλληλοενδυνάμωση όλων των ομάδων αντιθέσεων του. Βρίσκεται μπροστά σε τόσα πολλά κοινωνικά και άλλα αδιέξοδα που ποτέ πριν, σ' όλες τις εκατονταετίες της ανάπτυξης του δεν είχε γνωρίσει.

Οξύνονται κυρίως οι αντιθέσεις μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου» (Γκορμπατσόφ 1986, σελ. 17, όλες οι υπογραμμίσεις υπήρχαν στο πρωτότυπο).

Αν αυτές οι γενικού χαρακτήρα διατυπώσεις του Γκορμπατσόφ σχετικοποιούν το βασικό πόρισμα της «θεωρίας των παραγωγικών δυνάμεων», ότι δηλαδή οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής αποτελούν «τροχοπέδη»6 για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ορισμένες συγκεκριμένες εκτιμήσεις του σχετικά με το τεχνολογικό και οικονομικό χάσμα ανάμεσα στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού και την ΕΣΣΔ ανασκευάζουν πλήρως (αν και με έμμεσο τρόπο) τις μέχρι σήμερα κυρίαρχες δοξασίες του σοβιετικού οικονομισμού: «Εξετάσαμε τι εξοπλισμό είχαμε και αν ανταποκρινόταν στις ανώτατες παγκόσμιες προδιαγραφές. Ανακαλύψαμε ότι μόνο ένα μικρό μέρος του ήταν σ' αυτό το επίπεδο. (...) Φτάσαμε στο σημείο να διακόψουμε ένα μέρος από την ερευνητική και τεχνολογική ανάπτυξη μας, ελπίζοντας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και νομίζοντας ότι μερικά μηχανήματα θα ήταν πιο πρόσφορο να αγοραστούν παρά να κατασκευαστούν στη χώρα μας. (...) Η προσήλωση στην ξεπερασμένη τεχνολογία δεν οδηγεί σε σημαντική εντατικοποίηση της παραγωγής· απλώς παγιώνει τη χρονική καθυστέρηση. (...) Στη διάρκεια της περιόδου του Δωδέκατου Πενταετούς Προγράμματος, θα ανανεώσουμε το μεγαλύτερο μέρος του σταθερού εξοπλισμού μας στην κατασκευή μηχανημάτων» (Γκορμπατσόφ 1987, σελ. 158161).

Οι θεωρητικοί μετασχηματισμοί του σοβιετικού μαρξισμού που εγκαινιάζονται με τα κείμενα του Μ. Γκορμπατσόφ μπορούν να εντοπιστούν και στα επίσημα ντοκουμέντα που υιοθετεί πλέον το ΚΚΣΕ. Εντούτοις εδώ ακολουθείται και πάλι (όπως και στις δεκαετίες του 1920 και 1930, όταν ο σταλινικός οικονομισμός εγκαθίδρυε την κυριαρχία του πάνω στο μαρξισμό λενινισμό, βλ. Θεοχαράς 1984) η μέθοδος του «αμαλγάματος»: Οι νέες θέσεις και επεξεργασίες δεν εκτοπίζουν αμέσως τις παλιές, αλλά εκτίθενται καταρχήν παραθετικά με αυτές, ακόμα και στην περίπτωση που πρόκειται για απόψεις και θεωρητικές θέσεις που αλληλοαποκλείονται. Στο σημείο αυτό αξίζει πάντως να σημειώσουμε ότι στο βασικό σοβιετικό ντοκουμέντο της νέας περιόδου, τις αποφάσεις του 27οΑ) Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, οι θέσεις που συνοψίζουν τον παραδοσιακό σοβιετικό οικονομισμό και καταστροφισμό παρατίθενται σε εξαιρετικά συνοπτική μορφή7. Σε ό,τι αφορά τώρα την ενσωμάτωση της «νέας σκέψης» στα κομματικά ντοκουμέντα, αξίζει να προσέξουμε την εγκατάλειψη (αποσιώπηση) στο επίπεδο της πολιτικής στρατηγικής του στόχου της «αντιμονοπωλιακής δημοκρατίας». Παραθέτουμε το απόσπασμα του Προγράμματος του ΚΚΣΕ που αναφέρεται στη στρατηγική των Κ.Κ. στις καπιταλιστικές χώρες: «Τα επαναστατικά κόμματα της εργατικής τάξης (...) διακρίνονται για την πεποίθηση τους ότι είναι ιστορικά αναπόφευκτη η αντικατάσταση του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό, για τη σαφή κατανόηση των αντικειμενικών νομοτελειών της σοσιαλιστικής επανάστασης, με όποιες μορφές - ειρηνικές ή μη ειρηνικές - κι αν γίνει, καθώς και για την ικανότητα να εφαρμόζουν τις γενικές μορφές του αγώνα για το σοσιαλισμό στις συγκεκριμένες συνθήκες κάθε χώρας» («Το Πρόγραμμα...», 1986, σελ. 23).

3.5. Επιστροφή στο μαρξισμό;

Οι θεωρητικοί μετασχηματισμοί που εγκαινιάζονται με την Περεστρόικα στο εσωτερικό του «σοβιετικού μαρξισμού» είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ιδιαίτερα σημαντικοί: Πρόκειται για το ξεκίνημα μιας «τομής» που επιτρέπει περισσότερο παρά ποτέ στο παρελθόν να γίνει αντιληπτή στη χρεοκοπία των θεωρητικών σχημάτων του οικονομισμού και του καταστροφισμού, να τεθεί επομένως στο εσωτερικό της παραδοσιακής Αριστεράς το ζήτημα της μαρξιστικής θεωρίας και της μαρξιστικής κριτικής. Αξίζει εδώ να θυμίσουμε και πάλι, ότι σε ό,τι αφορά τα ζητήματα της θεωρίας, οι μετασχηματισμοί που προωθούνται σήμερα από την κυρίαρχη ιδεολογικοπολιτική τάση του ΚΚΣΕ δεν έχουν προηγούμενο στη μεταπολεμική ιστορία του «σοβιετικού μαρξισμού» και της διεθνούς παραδοσιακής Αριστεράς: Ούτε το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, ούτε πολύ περισσότερο ο επίσημος Ευρωκομουνισμός δεν αμφισβήτησε ποτέ τις θεωρητικές συντεταγμένες του καταστροφισμού και της «θεωρίας των παραγωγικών δυνάμεων» που είχαν διαμορφωθεί από το σταλινισμό. Μάλιστα, οι θεωρητικοί του γαλλικού και του ιταλικού Κ.Κ. συγκαταλέγονται, μαζί με τους σοβιετικούς και τους ανατολικογερμανούς θεωρητικούς, στους θεμελιωτές των θεωριών του «κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού», του «σοσιαλιστικού ανθρωπισμού» και της «επιστημονικοτεχνικής επανάστασης», που αποτέλεσαν μετά το θάνατο του Στάλιν τη «νέα» έκδοση του (αστικού) ιδεολογικού δίπολου οικονομισμός ανθρωπισμός που κυριάρχησε από τη δεκαετία του 1920 στο εσωτερικό του «σοβιετικού μαρξισμού»8.

Βέβαια, το μέλλον και οι γενικότερες συνέπειες αυτών των μετασχηματισμών τόσο στο ΚΚΣΕ όσο και πολύ περισσότερο στο εσωτερικό της δυτικής Αριστεράς δεν μπορούν σήμερα να εκτιμηθούν: θα εξαρτηθούν από τους πολιτικούς και ιδεολογικούς συσχετισμούς των δυνάμεων που διαμορφώνονται μέσα και έξω από την Αριστερά σε κάθε χώρα. Εκείνο για το οποίο μπορούμε σήμερα να αναρωτηθούμε είναι το κατά πόσο οι θεωρητικοί μετασχηματισμοί τους οποίους προωθεί σήμερα η «νέα σκέψη» και η νέα πολιτική της σοβιετικής ηγεσίας τείνουν να διαμορφώσουν μια πορεία «επιστροφής» του «σοβιετικού μαρξισμού» προς τη μαρξιστική λενινιστική θεωρία, όπως άλλωστε ο ίδιος ο Μ. Γκορμπατσόφ υπαινίσσεται.

Όσο και αν η ανάλυση μας στην προηγούμενη παράγραφο αυτού του κεφαλαίου έκανε σαφές ότι η υποχώρηση του καταστροφισμού και του κλασικού οικονομισμού φέρνει στην επιφάνεια ορισμένες από τις μαρξιστικές θέσεις που ο σοβιετικός ρεβιζιονισμός είχε μέχρι πρόσφατα εκτοπίσει (π.χ. η προτεραιότητα της αντίθεσης κεφαλαίου εργασίας και της πάλης των τάξεων στο εσωτερικό κάθε κοινωνικού σχηματισμού), εντούτοις, νομίζουμε ότι η συνολική διαδικασία μετασχηματισμού του «σοβιετικού μαρξισμού» κατά κανένα τρόπο δεν έχει ως κύρια πλευρά της την «επιστροφή στο μαρξισμό». Κι αυτό γιατί το κύριο «ζητούμενο», δηλαδή η πολιτική στρατηγική της νέας σοβιετικής ηγεσίας, που καθορίζει και το χαρακτήρα των συντελούμενων κοινωνικών και οικονομικών (αλλά και πολιτικών, ιδεολογικών και θεωρητικών) μετασχηματισμών δεν είναι παρά η «οικονομική ανάπτυξη», η ανάκαμψη των ρυθμών ανάπτυξης της σοβιετικής οικονομίας, το ξεπέρασμα της στασιμότητας που τη χαρακτηρίζει ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970.

Αυτή η «στρατηγική για την παραγωγή και την παραγωγικότητα» φαίνεται ότι δεν μπορούσε να στηρίζεται στους κοινωνικούς συσχετισμούς, στις κοινωνικές δομές και στους κρατικούς μηχανισμούς και θεσμούς που είχαν παγιωθεί ιστορικά στη σοβιετική κοινωνία. Πολύ περισσότερο, το ξεπέρασμα της «στασιμότητας» δεν θα μπορούσε ποτέ να τεθεί σε κίνηση με ιδεολογικά και θεωρητικά εφόδια τους διάτρητους πλέον μύθους για τον καπιταλισμό που σαπίζει και σώζεται μόνο από τη «συνένωση κράτους και μονοπωλίων», για τις «παραγωγικές δυνάμεις» του που «τροχοπεδούνται» από τις «σχέσεις παραγωγής», αντίθετα μάλιστα με την υποτιθέμενη «αντιστοιχία» παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων στον «υπαρκτό σοσιαλισμό».

Ο καταστροφισμός και ο κλασικός οικονομισμός αποκλείουν την αναγνώριση της οικονομικής στασιμότητας της ΕΣΣΔ. θα λειτουργούσαν επομένως σαν «τροχοπέδη» για τη «στρατηγική της παραγωγής και της παραγωγικότητας». Παράλληλα όμως, η «στρατηγική της παραγωγής και της παραγωγικότητας», δεν είναι, όπως δεν ήταν και ποτέ στο παρελθόν, ακόμα και στις κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», μια κοινωνικά ουδέτερη στρατηγική: είναι αυτό ένα από τα βασικότερα συμπεράσματα που προέκυψαν από την κινέζικη Πολιτιστική Επανάσταση, αλλά και από την εξέλιξη της πάλης των τάξεων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

Ποια είναι όμως η ιδεολογία που μπορεί να λειτουργήσει σαν «κινητήρια δύναμη» για τη «νέα» στρατηγική «της παραγωγής και της παραγωγικότητας» στις δεδομένες σημερινές συνθήκες της ΕΣΣΔ; Είναι, και πάλι. η ιδεολογία του τέλους της πάλης των τάξεων (στην ΕΣΣΔ), του «παλλαϊκού» Σοβιετικού κράτους, της ευτυχίας και ευημερίας του (σοβιετικού) Ανθρώπου, των κοινών συμφερόντων όλης της κοινωνίας που πραγματώνονται με την «ανάπτυξη». Είναι, λοιπόν, η «ουσία» του οικονομισμού: ο «παραγωγισμός» (και μαζί του ο ανθρωπισμός), το σταθερό υπόβαθρο της σταλινικής θεωρίας'. Αυτή η θεωρία και ιδεολογία, όσους μετασχηματισμούς και αν υποστεί, θα αποτελεί πάντα τον αντίποδα του μαρξισμού:

«Ο ανθρωπισμός παραμένει ανθρωπισμός με τους σοσιαλδημοκρατικούς του τόνους, όχι στην πάλη των τάξεων και στην κατάργηση της με την απελευθέρωση της εργατικής τάξης, αλλά στην υπεράσπιση των Δικαιωμάτων του ανθρώπου, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, δηλαδή την απελευθέρωση ή την ολοκλήρωση της «προσωπικότητας», σκέτης ή «ακέραιας». Ο οικονομισμός παραμένει οικονομισμός κάτω π.χ. από την έξαρση της ανάπτυξης των παραγωγικών Δυνάμεων, της «κοινωνικοποίησης» τους (ποιας απ1 όλες;), της «επιστημονικοτεχνικής επανάστασης», της «παραγωγικότητας» κλπ. Μπορούμε όμως να κάνουμε σύγκριση; Ναι. Και ν' αποκαλύψουμε τι είναι εκείνο που επιτρέπει, πριν όπως και μετά, να προσδιορίσουμε σαν αστικό το ιδεολογικό ζευγάρι οικονομισμός ανθρωπισμός και τις πραχτικές του: είναι η υπεκφυγή από εκείνο που δεν συζητιέται ούτε στον οικονομισμό ούτε στον ανθρωπισμό, η υπεκφυγή από τις σχέσεις παραγωγής και την πάλη των τάξεων. (...) Η αστική τάξη, στην ιδεολογία της, καλά κάνει και παρασιωπά τις σχέσεις παραγωγής και την πάλη των τάξεων, για να εξάρει την «ανάπτυξη» και την «παραγωγικότητα» την ίδια ώρα που εξαίρει τον Άνθρωπο και την ελευθερία (...) Όμως, τα εργατικά Κόμματα, πριν από την Επανάσταση, ή και μετά, να παρασιωπούν (ή να ημιπαρασιωπούν) κι αυτά τις σχέσεις παραγωγής και την πάλη των τάξεων και τις συγκεκριμένες μορφές της (Λένιν: στη «μετάβαση» από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, οι τάξεις υφίστανται, η πάλη των τάξεων υφίσταται, αλλά κάτω από νέες μορφές), για να εξάρουν εν συνδυασμώ και τις παραγωγικές δυνάμεις και τον Άνθρωπο, αυτό είναι άλλη υπόθεση!» (Αλτουσέρ 1977, σελ. 114115).

Είναι, λοιπόν, «άλλη υπόθεση» από το μαρξισμό (και την εργατική εξουσία) το να αποκτά η στρατηγική «της παραγωγής και της παραγωγικότητας» την προτεραιότητα σε σχέση με τη στρατηγική της «κοινωνικής ανατροπής» (:την πορεία προς τον κομμουνισμό). Για να το καταλάβουμε θα χρειαστεί να μιλήσουμε για την Περεστρόικα στη σοβιετική οικονομία. Προηγουμένως αξίζει να θυμηθούμε ορισμένα ζητήματα σχετικά με τις σχέσεις εξουσίας και την πάλη των τάξεων στο σοσιαλισμό, που έφερε στην επιφάνεια η κινέζικη Πολιτιστική Επανάσταση:

1. Ο σοσιαλισμός δεν αποτελεί ένα κοινωνικό καθεστώς που αντιστοιχεί σε κάποιον ιδιαίτερο τρόπο παραγωγής (τον «σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής»), αλλά ένα κοινωνικό καθεστώς μετάδοσης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό: το καθεστώς της εργατικής εξουσίας, (που οι κλασικοί του μαρξισμού ονόμασαν δικτατορία του προλεταριάτου), το οποίο οδηγεί - υπό τον όρο ότι ανατρέπονται αδιάκοπα οι κοινωνικές σχέσεις και δομές που αντιστοιχούν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής - στην αταξική κομμουνιστική κοινωνία, στην κατάργηση κάθε εξουσίας: «Μ' αυτή την έννοια, η δικτατορία του προλεταριάτου δεν είναι το «πέρασμα στο σοσιαλισμό» (όπως υποστηρίζει πάντα ο σοβιετικός μαρξισμός, Γ.Μ.Τ.Κ.) ούτε ένας ιδιαίτερος πολιτικός «δρόμος» περάσματος στο σοσιαλισμό: είναι ο σοσιαλισμός ο ίδιος σαν ιστορική περίοδος της αδιάκοπης επανάστασης και της διεύρυνσης της πάλης των τάξεων μέχρι τον κομμουνισμό. Έτσι η δικτατορία του προλεταριάτου μπορεί να οριστεί σωστά μόνο αν ειδωθεί εξαρχής μέσα από τη θεωρητική και πρακτική άποψη του κομμουνισμού, και όχι μέσα από την άποψη του σοσιαλισμού, σαν αυτόνομου στόχου». (Μπαλιμπάρ, 1978, σελ. 117).

2. Η πάλη των τάξεων που διεξάγεται καθόλη την ιστορική περίοδο του σοσιαλισμού (της δικτατορίας του προλεταριάτου) είναι κατά κύριο λόγο - όπως και πριν την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη - πάλη ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αστική τάξη, πάλη για την εξουσία: είτε για τη διατήρηση και διεύρυνση'" της (εργατικής) εξουσίας, είτε, αντίστοιχα, για την κατάληψη της εξουσίας (από την αστική τάξη).

Σε σύγκριση με την προεπαναστατική περίοδο, η ταξική πάλη στις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου παίρνει ριζικά διαφορετικές μορφές. Συνακόλουθα, με διαφορετικές μορφές εμφανίζονται και οι τάξεις: «οι τάξεις υπάρχουν μόνο μέσα στην πάλη των τάξεων», έγραφε ο Μαρξ. Ας δούμε με ποιο τρόπο αντιλήφθηκε τα ζητήματα αυτά η ηγεσία των κινέζων κομμουνιστών την εποχή του 10ου Συνεδρίου του Κ.Κ. Κίνας:

«Η σοσιαλιστική κοινωνία περιλαμβάνει μια αρκετά μακριά ιστορική περίοδο. Στη διάρκεια ολόκληρης αυτής της ιστορικής περιόδου υπάρχουν τάξεις, ταξικές αντιθέσεις και ταξικοί αγώνες, υπάρχει η πάλη ανάμεσα στους δυο δρόμους, αυτόν του σοσιαλισμού και αυτόν του καπιταλισμού, υπάρχει ο κίνδυνος μιας παλινόρθωσης του καπιταλισμού (...) Και η πάλη των δύο γραμμών μέσα στο Κόμμα, που αντανακλά αυτές τις αντιφάσεις, θα συνεχίσει να υπάρχει για μακρό χρόνο (...) Η Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση στη χώρα μας είναι ακριβώς μια μεγάλη πολιτική επανάσταση που διεξάγει το προλεταριάτο στις συνθήκες του σοσιαλισμού, ενάντια στην αστική τάξη και στις άλλες εκμεταλλευτικές τάξεις, για τη σταθεροποίηση της δικτατορίας του προλεταριάτου και για να αποτραπεί μια παλινόρθωση του καπιταλισμού» (Der Χ. Parteitag der K.P. Chinas - Dokumente, σελ. 18, 19, 70 - Το 10ο Συνέδριο του Κ.Κ. Κίνας, Ντοκουμέντα). «Σύμφωνα με τη μαρξιστική λενινιστική θεώρηση, η εσωκομματική πάλη είναι μια αντανάκλαση της πάλης των τάξεων που λαμβάνει χώρα στην κοινωνία» (όπ. π. σελ. 1112). Στο ίδιο ντοκουμέντο υποστηρίζεται ότι ο ρεβιζιονισμός αποτελεί την ιδεολογική έκφραση μέσα στο Κόμμα και την κοινωνία του «καπιταλιστικού δρόμου» και καταγγέλλονται ως ρεβιζιονιστικές ορισμένες από τις αποφάσεις 8ου Συνεδρίου του Κ.Κ. Κίνας που είχαν τότε ψηφιστεί μετά από εισηγήσεις (όπως υποστηρίζεται) του Λι Σάοτσι και του Τσεν Ποτα: «Σύμφωνα με αυτές (τις αποφάσεις, Γ.Μ.Τ.Κ.), θα έπρεπε να αναζητήσουμε την κύρια αντίφαση στο εσωτερικό της χώρας όχι στην αντίφαση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, αλλά "στην αντίφαση ανάμεσα στο αναπτυγμένο σοσιαλιστικό σύστημα και τις καθυστερημένες κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις"» (όπ. π. σελ. 5. Βλ. επίσης Μάο Τσετούνγκ 1976, του ίδιου 1977, 1974 και 1975. Αναλυτικότερα για τη θεωρητική και πολιτική σημασία της Πολιτιστικής Επανάστασης βλ. Μπαλιμπάρ 1980 και Μπετελέμ 1978).

3. Η πάλη των τάξεων στο επίπεδο της παραγωγής κατά την ιστορική περίοδο της μετάδοσης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό είναι πάλη για τον έλεγχο των μέσων παραγωγής και του παραγόμενου προϊόντος, είναι επομένως πάλη για την ουσιαστική κυριότητα πάνω στα μέσα παραγωγής ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη. Η «κρατική ιδιοκτησία» πάνω στα μέσα παραγωγής, ενώ αποτελεί την καταρχήν προϋπόθεση που παρέχει στο προλεταριάτο τη δυνατότητα κυριότητας των μέσων παραγωγής, εντούτοις δεν εξασφαλίζει από μόνη της αυτή την κυριότητα: Αποτελεί μια νομική μορφή με βάση την οποία το πολιτικά κινητοποιημένο και πολιτικά κυρίαρχο προλεταριάτο παρεμβαίνει για να ελέγξει οικονομικά τα μέσα παραγωγής. Όμως ο έλεγχος πάνω στα μέσα παραγωγής κρίνεται μέσα στην ίδια την παραγωγική διαδικασία, στη βάση των κοινωνικών σχέσεων, των μορφών διαχείρισης, του καταμερισμού της εργασίας και των εξουσιών που αποκαθίστανται, τόσο στο επίπεδο της μεμονωμένης επιχείρησης, όσο και στο επίπεδο της συνολικής οικονομίας. Κρίνεται, ακόμα, από τη δυνατότητα αδιάκοπου μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων στην κατεύθυνση της προλεταριακής αυτοδιαχείρισης, κατεύθυνση που αμφισβητεί όχι μόνο τις ιεραρχικές σχέσεις και τον καταμερισμό εργασίας στο εσωτερικό της επιχείρησης, αλλά και αυτή καθεαυτή την επιχείρηση ως παραγωγική και κοινωνική δομή (βλ. Μπετελέμ 1972, σελ. 114119). Το παράδειγμα της Κομμούνας της Σαγκάης δεν μας άφησε καμιά αμφιβολία ως προς αυτό (βλ. Μπετελέμ 1978, σελ. 7689 και Μηλιός 1979). Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας των παραγωγικών σχέσεων δεν κρίνεται στη βάση των νομικών ρυθμίσεων που «ονομάζουν» τα μέσα παραγωγής «ιδιοκτησία όλου του λαού», ή «δημόσια ιδιοκτησία», ή «σχεδιασμένη οικονομία».

Τα ζητήματα αυτά, που έφερε στην επιφάνεια η πάλη των τάξεων στο επίπεδο της παραγωγής και του «σχεδιασμού» της κατά τη διάρκεια της κινέζικης Πολιτιστικής Επανάστασης, έγιναν αντικείμενο συστηματικής επιστημονικής μελέτης από τον Σαρλ Μπετελέμ: «Η πραγματική σημασία της κρατικής ιδιοκτησίας εξαρτιέται από τις πραγματικές, σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στη μάζα των εργαζομένων και τον κρατικό μηχανισμό (...) Αν οι εργαζόμενοι δεν κυριαρχούν πάνω στον κρατικό μηχανισμό, αν αυτός κυριαρχείται από ένα σώμα υπαλλήλων και διαχειριστών και ξεφεύγει από τον έλεγχο και τη διεύθυνση των εργαζομένων μαζών, τότε το σώμα τούτο των υπαλλήλων και διαχειριστών γίνεται πραγματικά ιδιοκτήτης (με την έννοια μιας σχέσης παραγωγής) των μέσων παραγωγής. Σ' αυτή την περίπτωση, το σώμα τούτο σχηματίζει μια κοινωνική τάξη (μια κρατική αστική τάξη), λόγω της σχέσης που υπάρχει, ανάμεσα σ' αυτό και τα μέσα παραγωγής, αφενός, και τους εργαζόμενους, αφετέρου. Η κατάσταση αυτή δεν σημαίνει, βέβαια, πως η τάξη αυτή καταναλώνει προσωπικά ολόκληρο το υπερπροϊόν, αλλά ότι το διαθέτει σύμφωνα με κανόνες που είναι ταξικοί κανόνες, όντας συνάμα υποχρεωμένη ν' αφήνει την Αγορά και τα "κριτήρια αποδοτικότητας" να παίζουν ένα κυριαρχικό ρόλο» (Μπετελέμ 1972, σελ. 143144). «Εξυμνούν το κέρδος για να καλέσουν τους εργαζόμενους να δουλεύουν σκληρά, να πειθαρχούν και να υπακούουν στις διαταγές και στους κανονισμούς, άρα για να περιορίσουν την πολιτική επέμβαση των εργατών (...) Αυτό ανταποκρίνεται στον προσανατολισμό που θέλει να αποσπάσει την τεχνική πρωτοβουλία και τη διαχείριση των επιχειρήσεων από τα χέρια των εργαζομένων (...) για να τις συγκεντρώσει στα χέρια των διευθυντών» (Μπετελέμ 1978, σελ. 22). «Στους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, η λειτουργία των μετοχικών εταιριών προκαλεί μια σειρά από διαχωρισμούς της ιδιοκτησίας πάνω στις επιχειρήσεις, σε διάφορες κατηγορίες φορέων που έχουν ξεχωριστές εξουσίες: στο μέτρο που η κατανομή αυτών των εξουσιών είναι ασταθής, οι διάφορες αυτές κατηγορίες φορέων δεν συνιστούν ξεχωριστές κοινωνικές τάξεις, αλλά σχηματίζουν μια και μόνη τάξη. Επίσης, στους μεταδοτικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, όταν τα όργανα φορείς της κρατικής ιδιοκτησίας έχουν αποκτήσει τέτοια αυτονομία απέναντι στους άμεσους παραγωγούς ώστε ν' αποτελούν μια κρατική αστική τάξη, οι διάφορες εξουσίες, που αντιστοιχούν σ' αυτή την κρατική ιδιοκτησία, μπορούν να διαχωριστούν ανάμεσα σε διαφορετικές κατηγορίες οργάνων: διευθυντές επιχειρήσεων, διευθυντές τραστ, όργανα που διευθύνουν κρατικές οικονομικές υπηρεσίες, υπουργεία, οργανισμούς σχεδιοποίησης κ.ά. Όσο διάστημα η κατανομή των εξουσιών ανάμεσα σ' αυτά τα όργανα είναι ασταθής, τούτα αποτελούν ξεχωριστές κατηγορίες μέσα στα πλαίσια της ίδιας κοινωνικής τάξης» (Μπετελέμ 1972, σελ. 206).

Βεβαίως, κατά τη γνώμη μας, οι θέσεις του Μπετελέμ, και πολύ περισσότερο των κινέζων κομμουνιστών που ηγήθηκαν της Πολιτιστικής Επανάστασης, δεν αποτελούν μια ολοκληρωμένη και «οριστική» ανάλυση των ταξικών σχέσεων εξουσίας στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Εντούτοις, αποτελούν αναμφίβολα την «αφετηρία» για την όποια τέτοια ανάλυση: καταδείχνουν ότι η μοναδική δυνατότητα να αναλυθούν επιστημονικά οι κοινωνικές σχέσεις (ακόμα και) στις κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» είναι να γίνουν αντιληπτές ως σχέσεις ανταγωνιστικών τάξεων, ότι η ιστορία των κοινωνιών αυτών εξακολουθεί να είναι το «αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων».

Με αυτό το δεδομένο, θα διατυπώσουμε στη συνέχεια κάποιες σκέψεις σχετικά με τη στρατηγική της Περεστρόικα στη Σοβιετική Ένωση.

4. Η Περεστρόικα στη σοβιετική οικονομία και κοινωνία

4.1. Η φαινομενολογία της κρίσης και η προσέγγιση των αιτίων της από τον Μ. Γκορμπατσόφ

Προτού αναφερθούμε συγκεκριμένα στις πραγματοποιούμενες ή προβλεπόμενες αλλαγές στο σοβιετικό σύστημα κρατικής οικονομικής διαχείρισης είναι νομίζουμε χρήσιμο να δώσουμε μια σύντομη αποτύπωση των φαινομένων που επισωρεύτηκαν στην οικονομία στις αρχές της δεκαετίας του '80. Έχουμε λοιπόν κατ' αρχήν μια σημαντική επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης στα τελευταία δεκαπέντε χρόνια: από 41% στο 8ο πενταετές (196670) γίνεται 28% στο 9ο, 21% στο 10ο για να φτάσει στα 17% στο 11ο πενταετές (198185). Αυτά συμβαίνουν στο φόντο μιας εκτατικής παραγωγικής δραστηριότητας (συνεχής αύξηση αριθμού επιχειρήσεων και απασχολουμένων) που δείχνει όμως σημάδια στασιμότητας: ρυθμοί αύξησης των πάγιων παραγωγικών εγκαταστάσεων που βαίνουν από 52% στο 9ο πενταετές (197175), στο 43% στο 10ο και στο 37% στο 11ο πενταετές (198185). Η βιομηχανική παραγωγή σημειώνει ουσιαστική κάμψη με ποσοστά 25%, 10% και 8% αντίστοιχα για τις προαναφερθείσες περιόδους. Η παραγωγικότητα της εργασίας εμφανίζει και αυτή ουσιαστική πτωτική τάση στο ρυθμό αύξησης. Τα ποσοστά είναι 21%, 14% και 15% αντίστοιχα. (Aganbegyan 1987α). Ταυτόχρονα διαπιστώνει κανείς ότι πέρα από την αναποτελεσματικότητα του εκτατικού μοντέλου παραγωγικής δραστηριότητας, γεγονός που υποδηλώνεται και από το ότι στα τελευταία 15 χρόνια τριπλασιάσθηκε το παραγωγικό δυναμικό ενώ το εθνικό προϊόν αυξήθηκε μόνο κατά 80%, ο ίδιος ο παραγωγικός εξοπλισμός είναι αρκετά απαρχαιωμένος και σε μεγάλη τεχνολογική υστέρηση σε σχέση με τις καπιταλιστικές χώρες και τα προϊόντα υστερούν ποιοτικά, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα τόσο στην εσωτερική κατανάλωση όσο και στο εξωτερικό εμπόριο. (Schroeder 1987). Επιπλέον συνέπεια αυτού, αλλά και παραγόντων που ανάγονται τόσο στην κεντρική όσο και στην τοπική διαχείριση μέσα στην επιχείρηση, είναι και το γεγονός ότι εμφανίζεται αισθητή σπατάλη πρώτων υλών κατά την παραγωγική διαδικασία με την αποτελεσματικότητα χρήσης των πρώτων υλών να αυξάνεται τα τελευταία 15 χρόνια σε ποσοστά 210% (Aganbegyan 1987α). Οι εργασιακές σχέσεις μέσα και έξω από την επιχείρηση βρίσκονται σε ουσιαστική κρίση με τις συχνές απουσίες των εργατών από τη μια και την αυξανόμενη ιδιοποίηση προνομίων από το διευθυντικό προσωπικό, την κομματική ιεραρχία και κρατική διοίκηση από την άλλη. Ακόμη, το βιοτικό επίπεδο του λαού βρίσκεται σε σχετική στασιμότητα ενώ ανθίζουν η μαύρη αγορά, η κακή τροφοδοσία. κλπ. (Zaslavskaya 1987). Συνολικά τόσο από το βιβλίο του Γκορμπατσόφ όσο και από την πιο ειδικευμένη βιβλιογραφία που παραθέσαμε πιο πάνω υπάρχει η διάχυτη αίσθηση ότι η ΕΣΣΔ μετά από μια περίοδο σχετικά σημαντικής αναπτυξιακής διαδικασίας έχει εισέλθει από τη δεκαετία του '70 σε κάτι το οποίο ναι μεν δεν αποκαλείται ανοικτά κρίση, όμως παρουσιάζει όλα τα τυπικά συμπτώματα της κρίσης.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία αποδίδονται με ένα συνοπτικό και απόλυτα περιεκτικό τρόπο από τον ίδιο τον Γκορμπατσόφ: «... Η χώρα άρχισε να χάνει την ορμή της. Οι οικονομικές αποτυχίες έγιναν πιο συχνές. Οι δυσκολίες άρχισαν να συσσωρεύονται και να επιδεινώνονται και τα άλυτα προβλήματα να πολλαπλασιάζονται. Στη ζωή της κοινωνίας άρχισαν να εμφανίζονται στοιχεία αυτού που ονομάζουμε στασιμότητα και άλλα φαινόμενα ξένα προς το σοσιαλισμό. Δημιουργήθηκε κάτι σα "μηχανισμός τροχοπέδησης" που επηρέαζε την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη... Αναλύοντας την κατάσταση, ανακαλύψαμε πρώτα μια επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια οι ρυθμοί αύξησης του εθνικού εισοδήματος είχαν μειωθεί κατά το ήμισυ και περισσότερο και, στις αρχές της δεκαετίας του '80, είχαν πέσει σε ένα επίπεδο που πλησίαζε την οικονομική στασιμότητα. Μια χώρα που κάποτε ανέβαινε γρήγορα στο επίπεδο των πιο προοδευμένων εθνών, άρχισε να χάνει τη μια θέση μετά την άλλη. Επιπλέον είχε αρχίσει να μεγαλώνει όχι ευνοϊκά για μας το χάσμα στην παραγωγικότητα, στην ποιότητα των προϊόντων, στην επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη, στην παραγωγή προηγμένης τεχνολογίας και στη χρήση εξελιγμένων τεχνικών μεθόδων». (Γκορμπατσόφ 1987 σ. 2425).

«Όλοι οι έντιμοι άνθρωποι έβλεπαν με πικρία ότι ο κόσμος έχανε το ενδιαφέρον του για τις κοινωνικές υποθέσεις, ότι η εργασία δεν είχε πια τη σεβαστή της θέση, ότι οι άνθρωποι, ιδιαίτερα οι νέοι, κυνηγούσαν με κάθε θυσία το κέρδος» (σ. 35).

Όσα αναφέραμε πιο πάνω αποτελούν την απεικόνιση της μέχρι σήμερα κατάστασης στην ΕΣΣΔ, και των βασικών τάσεων εξέλιξης των τελευταίων χρόνων, που κραυγαλέα ζητούν μια παρεμβατική στρατηγική για την ανατροπή του αρνητικού σκηνικού.

Ας δώσουμε όμως και πάλι το λόγο στον Γκορμπατσόφ σχετικά με τα αίτια που προκάλεσαν τη στασιμότητα την οποία καλείται να αντιμετωπίσει η νέα στρατηγική: «Η εμμονή στην αύξηση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, ιδιαίτερα στη βαριά βιομηχανία, είχε μετατραπεί σε στόχο "ύψιστης προτεραιότητας", σε αυτοσκοπό. Το ίδιο συνέβαινε με την ανάπτυξη κεφαλαίου, όπου ένα σημαντικό μέρος του εθνικού πλούτου μετατρεπόταν σε πάγιο κεφάλαιο... Άρχισε να είναι τυπικό για πολλούς από τους οικονομικούς υπευθύνους μας να σκέφτονται, όχι πώς να αυξήσουν τον εθνικό πλούτο, αλλά πώς να επενδύσουν περισσότερες πρώτες ύλες, εργασία και χρόνο σ' ένα εμπόρευμα, για να το πουλήσουν σε μεγαλύτερη τιμή. Κατά συνέπεια παρά το ψηλό ακαθάριστο εθνικό προϊόν, παρουσιαζόταν ανεπάρκεια αγαθών... Ο πλούτος της χώρας μας σε φυσικούς πόρους και εργατικό δυναμικό μας κακοσυνήθισε, μας διέφθειρε, θα μπορούσε να πει κανείς. Στην πραγματικότητα αυτός είναι σαφώς ο λόγος για τον οποίο η οικονομία μας μπόρεσε να αναπτυχθεί επεκτατικά για τόσες δεκαετίες... Οι επεκτατικές μέθοδοι αύξησης του παγίου κεφαλαίου είχαν ως αποτέλεσμα μια τεχνητή στενότητα σε εργατικό δυναμικό. Σε μια προσπάθεια να διορθωθεί κάπως η κατάσταση, άρχισαν να παρέχονται μεγάλα, αδικαιολόγητα και εν μέρει καταχρηστικά πριμ και, κάτω από την πίεση αυτής της έλλειψης, δόθηκαν κάθε είδους αδικαιολόγητα κίνητρα, τα οποία οδήγησαν, σ' ένα κατοπινό στάδιο, στην πρακτική να "παραφουσκώνονται" οι απολογισμοί με σκοπό απλώς και μόνο το κέρδος. Αυξήθηκαν οι παρασιτικές τάσεις, η ενσυνείδητη και υψηλής ποιότητας εργασία άρχισε να χάνει το κύρος της και εξαπλώθηκε η νοοτροπία της "ισοπέδωσης των μισθών". Η έλλειψη ισορροπίας ανάμεσα στην ποσότητα εργασίας και την ποσότητα κατανάλωσης, που είχε γίνει κάτι σαν περόνη του μηχανισμού τροχοπέδησης, όχι μόνο εμπόδιζε την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, αλλά οδηγούσε και στη διαστρέβλωση της αρχής της κοινωνικής δικαιοσύνης», (όπ. π. σ. 2527).

4.2. Η Περεστρόικα, ως στρατηγική για το ξεπέρασμα της κρίσης

Η αναφορά της σοβιετικής ηγεσίας στη «στασιμότητα» της σοβιετικής οικονομίας και κοινωνίας και η αντίληψη της για τα αίτια αυτής της στασιμότητας, την οδηγούν, φυσικά, στη διατύπωση της στρατηγικής για την έξοδο από την κρίση. Με την έννοια αυτή η Περεστρόικα θεωρείται πάνω απ' όλα ως η διαδικασία που θα οδηγήσει στην οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη και ανανέωση: «Περεστρόικα είναι η πολύπλευρη εντατικοποίηση της σοβιετικής οικονομίας, η αναζωογόνηση και η ανάπτυξη των αρχών του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού στη διεύθυνση της εθνικής οικονομίας, η γενική εισαγωγή οικονομικών μεθόδων, η αποκήρυξη της διαχείρισης κατ' εντολή και με διοικητικές μεθόδους και η γενική ενθάρρυνση της ανανέωσης και της σοσιαλιστικής πρωτοβουλίας» (όπ. π. σ. 54). «Η ουσία αυτού που σχεδιάζουμε να κάνουμε σε ολόκληρη τη χώρα είναι να αντικαταστήσουμε τις βασικά διοικητικές μεθόδους με βασικά οικονομικές μεθόδους» (όπ. π. σ. 150). «Μια και ξέρουμε πως ο στόχος μας είναι να αναπτύξουμε και ν' αξιοποιήσουμε το δυναμικό του σοσιαλισμού μέσα από την εντατικοποίηση του ανθρώπινου παράγοντα, δεν μπορεί να υπάρχει άλλος τρόπος εκτός από τον εκδημοκρατισμό, μαζί με τη μεταρρύθμιση του οικονομικού μηχανισμού και της διαχείρισης, μια μεταρρύθμιση που το κύριο στοιχείο της είναι η ενίσχυση του ρόλου που παίζουν οι εργατικές κολεκτίβες... Με δυο λόγια, χρειαζόμαστε τον ευρύ εκδημοκρατισμό όλων των τομέων της κοινωνίας (υπογρ. Μ. Γκ.). Αυτός ο εκδημοκρατισμός είναι επίσης η κύρια εγγύηση ότι οι διαδικασίες αυτές θα είναι αμετάκλητες» (όπ. π. σ. 49). «Πολλά ασυνήθιστα πράγματα γίνονται σήμερα στη χώρα μας: εκλογή διευθυντών σε επιχειρήσεις και γραφεία· πολλαπλάσιοι υποψήφιοι για τις εκλογές στα Σοβιέτ ορισμένων περιοχών κοινές επιχειρήσεις με ξένες εταιρίες· αυτοχρηματοδοτούμενα εργοστάσια και βιομηχανικά συγκροτήματα, κρατικά και συλλογικά αγροκτήματα· κατάργηση των περιορισμών στην παραγωγή από τα αγροκτήματα τροφίμων για επιχειρήσεις που να τις διευθύνουν και να τις διαχειρίζονται τα ίδια· ευρύτερες συνεργατικές δραστηριότητες: ενθάρρυνση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στη μικρής κλίμακας παραγωγή και το εμπόριο· κλείσιμο των μη αποδοτικών συγκροτημάτων και εργοστασίων που παρουσιάζουν ζημιές καθώς και των ινστιτούτων ερευνών και των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που εργάζονται ανεπαρκώς. Ο Τύπος γίνεται πιο κριτικός, σπάει τα "ταμπού", δημοσιεύει μια πλούσια ποικιλία από απόψεις και διεξάγει ανοιχτή κριτική πάνω σε όλα τα ζωτικά ζητήματα που αφορούν την πρόοδο μας και την περεστρόικα» (όπ. π. σ. 110111).

Αν θα θέλαμε λοιπόν να συνοψίσουμε τη στρατηγική της Περεστρόικα στην οικονομία και τις κοινωνικές σχέσεις τότε θα μπορούσαμε να της αποδώσουμε τους εξής βασικούς άξονες γύρω από τους οποίους αναπτύσσεται:

(α) Την επιτάχυνση της ανάπτυξης με κύρια κατεύθυνση το πρόγραμμα επενδύσεων που στοχεύει στην ανανέωση του παραγωγικού εξοπλισμού στο βιομηχανικό τομέα. Πρόκειται για εντατικές επενδύσεις που φιλοδοξούν να αντικαταστήσουν τον παρωχημένο εξοπλισμό των υπαρχουσών μονάδων παραγωγής με νέο εκσυγχρονισμένο (ανανέωση του 60% των εξοπλισμών παραγωγής μέχρι το 1990) και με σχετική προτεραιότητα στις μηχανικές κατασκευές (ανανέωση μέσων παραγωγής). Στην πρώτη φάση μέχρι το 1990 η κατανάλωση θα διατηρηθεί στα σημερινά περίπου επίπεδα με ποιοτική μόνο κατά το δυνατόν βελτίωση, ενώ η αύξηση της τοποθετείται στη δεκαετία του '90. (Aganbegyan 1987).

β) Την αύξηση της παραγωγικότητας μέσα από τον περιορισμό της σπατάλης σε ανθρώπινο δυναμικό και πρώτες ύλες, αλλά κύρια με την εντατικοποίηση της εργασίας, πράγμα που ευνοείται και από τους δημογραφικούς παράγοντες, μια και η μείωση των διαθέσιμων εργατικών χεριών στην τρέχουσα πενταετία (5 αντί 11 εκατομμύρια στις προηγούμενες πενταετίες) επιτρέπει την εντατικοποίηση χωρίς την εμφάνιση συνοδευτικών φαινομένων τύπου ανεργίας.

γ) Τη ριζική αλλαγή των εργασιακών σχέσεων και της οικονομικής διαχείρισης από το επίπεδο του κεντρικού κρατικού σχεδιασμού μέχρι και το επίπεδο της μεμονωμένης επιχείρησης. Μέσα στα πλαίσια της αλλαγής των εργασιακών σχέσεων εμπεριέχεται η αντιστροφή της εξισωτικής τάσης για τους μισθούς, η παροχή ατομικών και συλλογικών κινήτρων11. Η νέα οικονομική διαχείριση στοχεύει στον περιορισμό της κεντρικής γραφειοκρατίας, την μεγαλύτερη αυτονόμηση των επιχειρήσεων στα πλαίσια του πλάνου και πρόσφατα, από 1.1.1988, την αυτοχρηματοδότηση των επιχειρήσεων και την λειτουργία τους έξω από τη μέχρι τώρα πρακτική των κρατικών επιχορηγήσεων, της κρατικής διαμεσολάβησης των παραγγελιών και διάθεσης του έτοιμου προϊόντος12. Η νέα διαδικασία τονώνει το ρόλο της άμεσης εξεύρεσης παραγγελιών και τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών με καταναλωτικούς συνεταιρισμούς και εμπορικούς συνδέσμους Τέλος το εξωτερικό εμπόριο και η διείσδυση ξένου κεφαλαίου διευκολύνεται με τη δυνατότητα που δίνεται στις επιχειρήσεις είτε να κάνουν απ' ευθείας εμπόριο με το εξωτερικό, χωρίς την κρατική διαμεσολάβηση, είτε να προωθούν κοινές επιχειρήσεις με ξένους οίκους (joint ventures κλπ.).

4.3. Μια απόπειρα ερμηνείας των μετασχηματισμών

Για να μπορέσει κανείς να ερμηνεύσει με ολοκληρωμένο τρόπο την κοινωνική σημασία της Περεστρόικα στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ θα πρέπει να προχωρήσει σε μια συγκεκριμένη ανάλυση των μετασχηματισμών στους ταξικούς και πολιτικούς συσχετισμούς δύναμης που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης και του ΚΚΣΕ. Κάτι τέτοιο δεν είναι φυσικά δυνατό να γίνει στα πλαίσια αυτού του άρθρου.

Από τις θέσεις που διατυπώσαμε κυρίως στο κεφάλαιο 3.5. του άρθρου (βλ. και τις υποσημειώσεις 11 και 12) προκύπτει ότι ένας από τους βασικούς διακηρυγμένους στόχους της Περεστρόικα είναι η ενίσχυση της «υπαρκτής» κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας της ΕΣΣΔ. με το ξεπέρασμα των δυσλειτουργιών και της κρίσης του πολιτικού συστήματος και της οικονομίας, τη σταθεροποίηση των διευθυντικών βαθμίδων της εξουσίας, (οικονομικοί διευθυντές, ηγεσία του ΚΚΣΕ), την αύξηση των δυνατοτήτων της εξουσίας να διαχειρίζεται την οικονομία (και την εργατική δύναμη'), την παγίωση της κοινωνικής συναίνεσης προς την εξουσία.

Από την άλλη βέβαια η διαδικασία εκδημοκρατισμού και γενίκευσης της κριτικής που τέθηκε σε κίνηση υποδηλώνει αναμφίβολα την εξέλιξη μιας διαδικασίας μετασχηματισμού που απαιτεί μια διεξοδικότερη μελέτη.

Εδώ πράγματι χρειάζεται προσοχή: Είναι συνηθισμένο στα γραπτά των αστών θεωρητικών και δημοσιογράφων, αλλά και στις αναλύσεις ορισμένων αριστερών επικριτών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» να θεωρείται οτιδήποτε συμβαίνει σήμερα στη Σοβιετική Ένωση ως η «μοναδική επιλογή» που «απέμενε» στη σοβιετική ηγεσία, λόγω της «βαθιάς κρίσης» του συστήματος14. Αυτή η ταυτολογική (και συχνά καταστροφολογική) ερμηνεία των φαινομένων «ξεχνάει» ότι η κρίση της σοβιετικής κοινωνίας και οικονομίας δεν προσέλαβε ποτέ μια τόσο οξυμένη μορφή (όπως π.χ. στην Πολωνία), ώστε να έχει «εξαναγκαστεί» να προχωρήσει η εξουσία (και μάλιστα ως «μόνη λύση») σε μια στρατηγική «ανασυγκρότησης». Παράλληλα, στο διεθνοπολιτικό επίπεδο, η πολιτικοστρατιωτική ισορροπία ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ κάθε άλλο παρά ανατράπηκε.

Εντούτοις, και αυτό φαίνεται να το πρόσεξαν οι περισσότεροι, η πολιτική του Γκορμπατσόφ διαφοροποιείται σημαντικά από την πολιτική των προκατόχων του, είτε πρόκειται για την υπόσχεση του υπερκαταναλωτικού «κομμουνισμού» του Χρουτσώφ, που μάλιστα ετοποθετείτο στις αρχές της δεκαετίας του '80, είτε πρόκειται για το λελογισμένο εξελικτισμό του Μπρέζνιεφ. Κι αυτό γιατί οι προηγούμενες αλλαγές γίνονται τονίζοντας - όχι φραστικά αλλά στην ουσία του - το στοιχείο της συνέχειας στον πυρήνα (τις παραγωγικές σχέσεις) και στις ιδεολογικοπολιτικές εκφάνσεις του κοινωνικού σχηματισμού. Επρόκειτο πάντα για την ανάγκη να επιταχυνθεί ή να γίνει λελογισμένη διαχείριση των υπαρκτών μορφών της κοινωνίας, χωρίς βέβαια ορισμένες αρνητικές εκφάνσεις και συμπτώματα. Αντίθετα, η περίοδος που διανοίγεται με τον Γκορμπατσόφ φέρει το σημάδι της κριτικής τόσο των παραγωγικών σχέσεων όσο και των πολιτικών και ιδεολογικών μορφών που κυριαρχούσαν στη σοβιετική κοινωνία. Η προσπάθεια αποκαλείται «ανασυγκρότηση εκ βαθέων της συνολικής οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής», «ριζική μεταρρύθμιση», «στροφή» ή «ρήξη». Υπάρχει δηλαδή και στο συμβολικό επίπεδο η υιοθέτηση μιας γλώσσας που αντικατοπτρίζει την ανάγκη για μια σημαντική κοινωνική ανασύνταξη.

Εκείνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να εντοπισθεί ως ζητούμενο μπορεί να εικονογραφηθεί από τα παρακάτω ερωτήματα:

(α) Ποιες είναι οι βασικές κινητήριες δυνάμεις των επιτελούμενων μετασχηματισμών και ποιες οι εσωτερικές αναγκαιότητες που βρίσκονται στη βάση της νέας κίνησης των αντιφάσεων, που έχει την αφετηρία της στην μετά τον Μπρέζνιεφ κομβική ιστορική στιγμή.

(β) Ποιες είναι οι κυρίαρχες όψεις των αντιφατικών διαδικασιών στην περίοδο που διανύουμε και πώς αυτές αρθρώνονται στο επίπεδο του κοινωνικού, (κοινωνικές συμμαχίες, ταξικοί συσχετισμοί) του πολιτικού (του πολιτικού συστήματος εκπροσώπησης, του θεσμικού) και του οικονομικού (των παραγωγικών σχέσεων).

Πολλά συνηγορούν για την αποδοχή του γεγονότος ότι τα αίτια για τη στροφή στην ΕΣΣΔ και την Περεστρόικα βρίσκονται στη μορφή της οικονομικής ανάπτυξης που αποκρυσταλλώθηκε, σ' αυτό καθεαυτό το καθεστώς συσσώρευσης όπως διαμορφώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες στην ΕΣΣΔ και στη μορφή που πήρε η συνάρθρωση των κυρίαρχων αντιφάσεων στο εσωτερικό του κοινωνικού σχηματισμού. Ένα αντικειμενικό στοιχείο είναι η δεκαετία του '70 που σημαδεύει το τέλος του καθεστώτος επεκτατικής συσσώρευσης με τα απεριόριστα αποθεματικά σε πρώτες ύλες και ανθρώπινο δυναμικό. Αυτό το καθεστώς άφηνε κάποια περιθώρια στο βολονταρισμό του «κρατικού σχεδιασμού» και είχε ως απόλυτα όρια τον εσωτερικό ταξικό συσχετισμό («επάρκεια στην κατανάλωση», «βελτίωση της ποιότητας ζωής», «αποτελεσματικότητα»), όσο και τις επιδιώξεις στη διεθνή αγορά. Όμως ο ρόλος της διεθνούς αγοράς για τη σοβιετική οικονομία είναι μικρός μια και τα εξαγωγικά επιτεύγματα της ΕΣΣΔ είναι αρκετά περιορισμένα σε όγκο και αφορούν κύρια πρώτες ύλες και σε πολύ μικρό βαθμό βιομηχανικά προϊόντα. Τα πρώτα σημάδια για την ανεπάρκεια του καθεστώτος εκτατικής συσσώρευσης μοιάζουν να αφορούν μόνο τη «χρήση των μέσων παραγωγής», να μην εξαρτώνται από κοινωνικούς και ταξικούς περιορισμούς: η «σπατάλη» των πρώτων υλών και του εργατικού δυναμικού, το μη ανεξάντλητο των αποθεμάτων στις πρώτες ύλες και ο δημογραφικός περιορισμός στα διαθέσιμα εργατικά χέρια σημάδευαν για τη σοβιετική ηγεσία την ανάγκη για μια στροφή από αυτό το μοντέλο συσσώρευσης.

Υπάρχει λοιπόν το πρόσφορο έδαφος για να «ακουσθεί» η οπτιμαλιστική σχολή (Kantorovich κ.ά.) που πρεσβεύει κατά τα πάγια πολιτικοοικονομικά πρότυπα ένα σύστημα τιμών και «χρήσης των αγαθών» που παίρνει υπόψη του τη σχετική τους περίσσεια ή σπανιότητα. Ο μηχανισμός που θα κληθεί να υλοποιήσει την επιλογή αυτή της «όπτιμουμ χρήσης» των παραγόντων της παραγωγής είναι σχεδόν προφανής: η αγορά. Παράλληλα, όμως σε μια «σχεδιαζόμενη οικονομία» όπως η σοβιετική, με σαφείς τις προτεραιότητες της στρατιωτικής και βαρείας βιομηχανίας πάνω στα μέσα κατανάλωσης, η κρίση που προκύπτει από την ανεπάρκεια του εκτατικού μοντέλου κτυπάει τον αδύνατο κρίκο: την ατομική κατανάλωση και την παροχή υπηρεσιών. Στο πλαίσιο της συγκυρίας αυτής, με μια ογκούμενη δυσφορία των κοινωνικών μερίδων που υφίστανται τις συνέπειες, δεν είναι τυχαίο ότι φωνές όπως του ακαδημαϊκού Αγκαυμπεγκιάν, που από το 1965 ασκεί κριτική στη δομή της βιομηχανικής παραγωγής και στην ιεραρχική θέση των κλάδων, στη μορφή του σχεδιασμού και την έλλειψη αυτονομίας των επιχειρήσεων, στην ανεπάρκεια των κινήτρων για παραγωγική ανανέωση κλπ. βρίσκουν ένα ιδεώδες πεδίο για να καταγραφούν θετικά. Είναι λοιπόν φανερό από όσα ενδεικτικά αναφέραμε ότι η συγκυρία «φωνάζει» για μια επανατοποθέτηση ζητημάτων που θεωρήθηκαν λυμένα στην αρχή του «μακρού κύκλου» εκβιομηχάνισης που άρχισε στη δεκαετία του '30 και συνεχίστηκε μέχρι σήμερα.

Όμως γιατί το πέρασμα σε μια «εντατική ανάπτυξη», όπως το τοποθετεί και ο ίδιος ο Γκορμπατσόφ, είναι απαραίτητο και αναγκαίο να συνδυαστεί με μια άνευ προηγουμένου επανατοποθέτηση όλων των ζητημάτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού»; Ποιες αλλαγές είναι αναγκαίες συνέπειες του νέου τρόπου οικονομικής διαχείρισης που η Περεστρόικα διαγράφει; Γιατί αυτή η «ριζική στροφή» στο επίπεδο του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων;

Η στροφή από την «εκτατική» στην «εντατική» ανάπτυξη δεν είναι ένα ζήτημα «τεχνικό», ένα ζήτημα «επιλογής» ενός τεχνικού «μοντέλου ανάπτυξης», ως συνδυασμού «παραγωγικών μεθόδων» και μέσων παραγωγής, ανεξάρτητα από τους κοινωνικούς συσχετισμούς των δυνάμεων, τις κοινωνικές συμμαχίες (μέσα κι έξω από την παραγωγή), τις μορφές κοινωνικής συναίνεσης. Αντίθετα, η αναδιάρθρωση της οικονομίας διέρχεται αναπόφευκτα μέσα από την αναδιάρθρωση των κοινωνικών - ταξικών συσχετισμών. Αυτό φαίνεται ότι το συνειδητοποίησε απόλυτα η σοβιετική ηγεσία στη συγκυρία που διαμορφώνεται στο έδαφος: α) της αποτυχίας που γνώρισε η απόπειρα οικονομικής αναδιάρθρωσης χωρίς αμφισβήτηση των κοινωνικών ισορροπιών κατά την τελευταία φάση της μπρεσνιεφικής περιόδου, β) της ανόδου στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ της «οπτιμαλιστικής» σχολής, γ) του εμπάργκο που επέβαλλαν στην ΕΣΣΔ οι χώρες της Δύσης για προϊόντα κεφαλαιουχικού εξοπλισμού ψηλής τεχνολογίας κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '7015. Ποια εμπόδια ετίθεντο λοιπόν, στην οικονομική αναδιάρθρωση, από τους κοινωνικούς συσχετισμούς που είχαν ιστορικά παγιωθεί στο εσωτερικό της σοβιετικής κοινωνίας;

Ο ταξικός συσχετισμός των δυνάμεων ανάμεσα στη σοβιετική εξουσία και τη σοβιετική εργατική τάξη προσλάμβανε τη μορφή μιας «ισορροπίας» που στηριζόταν σε ζητήματα κοινωνικής πολιτικής (όπως η πλήρης απασχόληση, το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας κλπ.), στη σταθερή (αν και με αργούς ρυθμούς και ελεγχόμενη) βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων (σταθερό ή και ελαφρά αυξανόμενο επίπεδο μισθών) στο σημαντικό ρόλο των συνδικάτων κατά τη διαμόρφωση όψεων του «πλάνου», στη λειτουργία του Κόμματος ως διαμεσολαβητή των κοινωνικών αιτημάτων, αλλά και ως μηχανισμού κοινωνικής ανέλιξης των μελών κλπ.

Στο επίπεδο της παραγωγικής διαδικασίας η «ισορροπία» (στο εσωτερικό των ταξικών σχέσεων εξουσίας) ανάμεσα στην εργατική τάξη και την εξουσία στηριζόταν σε δύο άξονες: α) Τη «μονοπωλιακή ρύθμιση» της παραγωγής που επέβαλλε το «πλάνο», β) τη συμμαχία διευθυντών και μιας μερίδας των εργατών στο εσωτερικό της μεμονωμένης επιχείρησης.

α) Σχετικά με τη «μονοπωλιακή ρύθμιση»'. Ανεξάρτητα από το ουσιαστικό οικονομικό περιεχόμενο και τον ταξικό χαρακτήρα του «οικονομικού πλάνου» στην ΕΣΣΔ (ανεξάρτητα δηλαδή από το αν πρόκειται για ένα σχεδιασμό με βάση κάποιες «αξίες χρήσης» και κάποιες πολιτικές και κοινωνικές προτεραιότητες του προλεταριάτου που εν μέρει ακυρώνει τη λειτουργία του νόμου της αξίας, ή αν αντίθετα πρόκειται για κάποιο «συμπλήρωμα» των νόμων της αγοράς, ή για το πλαίσιο της «ομαλής λειτουργίας» τους - όπως φαίνεται να συμβαίνει μεταπολεμικά), η παρέμβαση του σοβιετικού κράτους στην οικονομία απέκλειε ή έστω περιόριζε ασφυκτικά τον ανταγωνισμό των παραγωγικών μονάδων μεταξύ τους: «Στην επιχείρηση γίνονται αναθέσεις και δίνονται πόροι. Πρακτικά όλες οι δαπάνες καλύπτονται, οι πωλήσεις των προϊόντων είναι ουσιαστικά εξασφαλισμένες και, το πιο σημαντικό, οι αποδοχές των υπαλλήλων δεν εξαρτώνται από (...) την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του συμβολαίου, την ποιότητα της παραγωγής και τα κέρδη» (Γκορμπατσόφ 1987, σελ. 145).

β) Σχετικά με τις σχέσεις στην επιχείρηση: Η «μονοπωλιακή ρύθμιση» δημιουργούσε το έδαφος για τη συγκρότηση μιας ιδιότυπης συμμαχίας ανάμεσα στους διευθυντές των μεμονωμένων επιχειρήσεων και σε μια μερίδα των εργατών σχετικά με τον τρόπο υλοποίησης του πλάνου, ή απόκλισης από αυτό. Το χαρακτήρα (τόσο για τους διευθυντές όσο και για τους εργάτες), αλλά και τα όρια αυτής της συμμαχίας περιγράφει ο D. Seppo (1987).

Από τη συμμαχία αυτή (που συχνά έπαιρνε το χαρακτήρα της «συνδιαλλαγής» ενάντια στο πλάνο) εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό τόσο το επίπεδο του εργατικού μισθού, όσο και η θέση των διευθυντών των επιχειρήσεων. Η συναλλαγή στο επίπεδο της επιχείρησης μεταφέρεται μέσω των διευθυντών και στο επίπεδο του «σχεδιασμού». Ο Γκορμπατσόφ στην εισήγηση του στο 27ο Συνέδριο θα πει ότι πρέπει «να αποκλειστεί η παραγωγή και η εκτέλεση περιττών παραγγελιών και χαμηλής ποιότητας προϊόντων, που γεμίζουν, όπως λέμε, τις αποθήκες. Δεν μπορούμε πλέον να συμβιβαστούμε με μια κατάσταση, όπου το προσωπικό επιχειρήσεων, οι οποίες παράγουν ακατάλληλα προϊόντα, αδιαφορεί, παίρνει πλήρη μισθό, βραβεία και ωφελήματα» (Γκορμπατσόφ 1986, σελ. 45).

Αν λάβουμε υπόψη μας τις συγκεκριμένες μορφές της «ισορροπίας» των ταξικών συσχετισμών ανάμεσα στην εργατική τάξη και στην εξουσία θα μπορέσουμε κατά τη γνώμη μας να αποκρυπτογραφήσουμε τόσο τη «ριζοσπαστικότητα» της Περεστρόικα (σε σύγκριση με όλες τις μέχρι σήμερα μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της μεταλενινιστικής περιόδου), όσο και την αντιφατικότητα της: από τη μια αμφισβήτηση του επιπέδου των μισθών της μεγάλης μερίδας της εργατικής τάξης, ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση του μισθού από την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα και από την άλλη εκδημοκρατισμός, περισσότερα πολιτικά δικαιώματα στην εργατική τάξη, αναδιάρθρωση των υπουργείων και των οικονομικών υπηρεσιών, μέτρα κατά της γραφειοκρατίας:

Η Περεστρόικα αποτελεί ακριβώς μια στρατηγική παρέμβαση της εξουσίας η οποία κατά κύριο λόγο επιχειρεί να αναδιοργανώσει τους ιστορικά διαμορφωμένους ταξικούς συσχετισμούς (και συμβιβασμούς) με τελικό στόχο την αναδιοργάνωση και ανάκαμψη της διαδικασίας κεφαλαιακής συσσώρευσης.

Η αναδιοργάνωση του κεντρικού οικονομικού μηχανισμού, η κατάργηση ή συγχώνευση υπουργείων, η μείωση της κρατικής διαχειριστικής γραφειοκρατίας συναρτάται με τη διαδικασία κατάργησης της «μονοπωλιακής ρύθμισης» της οικονομίας από το κράτος: «Πρέπει να διαμορφωθούν τέτοιες συνθήκες για τις επιχειρήσεις ώστε να ενθαρρύνεται ο οικονομικός ανταγωνισμός για την καλύτερη ικανοποίηση των καταναλωτικών απαιτήσεων, και οι αποδοχές των υπαλλήλων πρέπει να εξαρτώνται αυστηρά από τα τελικά παραγωγικά αποτελέσματα, από τα κέρδη» (Γκορμπατσόφ 1987, σελ. 146). «Η σύνθεση και ο όγκος των κρατικών παραγγελιών θα μειωθούν βαθμιαία με τον κορεσμό της αγοράς, για να αυξηθούν οι άμεσοι δεσμοί ανάμεσα σε παραγωγούς και καταναλωτές. Όταν θα έχουμε αποκτήσει την αναγκαία πείρα, θα τοποθετήσουμε τις κρατικές παραγγελίες σε ανταγωνιστική βάση, εφαρμόζοντας την αρχή της άμιλλας, δηλαδή του σοσιαλιστικού (!!!, Γ.Μ.Τ.Κ.) συναγωνισμού», (όπ. π. σελ. 155).

Η κατάργηση της «μονοπωλιακής ρύθμισης» έχει σαν αναγκαίο, αλλά και αποφασιστικό συμπλήρωμα την «αυτοχρηματοδότηση των επιχειρήσεων». Με την αυτοχρηματοδότηση η κάθε μεμονωμένη επιχείρηση, δηλαδή ο διευθυντικός μηχανισμός της, έχει την κύρια ευθύνη για το συνολικό οικονομικό αποτέλεσμα: την εξασφάλιση του κέρδους. Το ζήτημα δεν είναι πλέον τυπικό: Για τις μη κερδοφόρες επιχειρήσεις προβλέπεται το κλείσιμο ή η συγχώνευση.

Η αυτοχρηματοδότηση (ως συνέπεια της κατάργησης της «μονοπωλιακής ρύθμισης» της οικονομίας) παράγει δύο ειδών κοινωνικά αποτελέσματα:

α) Στο επίπεδο της εξουσίας αναβαθμίζει τον κοινωνικό ρόλο και τη θέση των διευθυντών των επιχειρήσεων απέναντι στην κεντρική οικονομική κρατική διοίκηση, και αυξάνει την αυτονομία τους απ' αυτήν.

6) Στο επίπεδο των σχέσεων ανάμεσα στην εξουσία και την εργατική τάξη καταργεί τους οικονομικούς και κοινωνικούς όρους πάνω στους οποίους είχε στηριχθεί η ιστορικά διαμορφωμένη ισορροπία του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων, καταρχήν μέσα στην επιχείρηση. Οι όροι για τη «συνδιαλλαγή ενάντια στο πλάνο» δεν υπάρχουν πια: οι διευθυντές γίνονται οι κατεξοχήν φορείς της «οικονομικής αναδιάρθρωσης», αυτοί που θα προωθήσουν την εντατικοποίηση και αναδιοργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας μέσα στην επιχείρηση.

Ως δίαυλος για την αποκατάσταση μιας νέας ισορροπίας (και συναίνεσης) στις νέες συνθήκες (της αναδιάρθρωσης της παραγωγής) ανοίγεται ο εκδημοκρατισμός (βλ. το 2ο κεφάλαιο του άρθρου), τόσο στο εσωτερικό της επιχείρησης (π.χ. εκλογή διευθυντών), όσο και στο επίπεδο της συνολικής εξουσίας. Στο επίπεδο της συνολικής κοινωνίας ο εκδημοκρατισμός μοιάζει ήδη να αποφέρει κάποια αποτελέσματα: την υποστήριξη των αξιωματούχων και υπαλλήλων της ιδεολογίας (από τους καθηγητές Πανεπιστημίου μέχρι τους δημοσιογράφους), των διανοουμένων και των καλλιτεχνών προς τη «νέα σκέψη» και κάποιες νέες μορφές κοινωνικής αντιπροσώπευσης (πολιτιστικοί όμιλοι) και έκφρασης της «κοινής γνώμης» (π.χ. η μαζική δημοσίευση στις εφημερίδες γραμμάτων που στέλνουν οι πολίτες)16.

θα μπορέσει η σοβιετική εργατική τάξη να εκμεταλλευτεί τις νέες συνθήκες και τους εξελισσόμενους μετασχηματισμούς για να προωθήσει τους άμεσους (πολιτικούς και οικονομικούς) και τους στρατηγικούς της στόχους; Αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο. Εμείς πάντως, αντίθετα με όλους αυτούς που ικανοποιούνται και καθησυχάζουν όταν ακούνε να εξυμνείται ο «πολίτης» και η «παραγωγικότητα», δεν είμαστε αισιόδοξοι.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Aganbegyan. A. (1987). «Difficuli sieps towards Restructuring», στο Soviet Scene 1987, Progress Publ., Μόσχα.

Aganbegyan. Α. (1987α). «Acceleration: A turning point», στο Social Sciences Today, Μόσχα.

Αλτονσέρ. Λ. (1977). «Απάντηση στον Τζων Λιούις», εκδ. θεμέλιο, Αθήνα.

Arbeiterschulung (1930). Herausgegeben von H. Duncker, A. Goldschmidt, K.A. Wittfogel, Reprint Erlangen 1970.

Γιάο Βευγιονάν (1975). «Για την κοινωνική βάση της αντικομματικής κλίκας του Λιν Πιάο», Ιστορικές Εκδόσεις, Αθήνα.

Γκορμπατσώψ. Μ. (1986). «Πολιτική Εισήγηση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ στο 27ο Συνέδριο του Κόμματος», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

Γχορμπατσώφ.Μ. (1987). «Περεστρόικα. Νέα σκέψη για τη χώρα μας και τον κόσμο», εκδ. Νέα Συνορα, Αθήνα.

Γκορμπατσώγ. Μ. (1987α). «Η ανασυγκρότηση και η πολιτική στελεχών», Ριζοσπάστης (ειδική έκδοση) 121987.

Γκορμπατσώφ.Μ. (1988). «Ανασυγκρότηση, διαφάνεια, δημοκρατία. Ομιλίες Σεπτέμβρης 1986 - Νοέμβρης 1987», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

Chauvier. J.M, (1985). «La Societe Sovietique des anees '80», Monde Diplomatique, Mars.

Chauvier. J.M. (1986). «Ceux par qui le changement arrive», Monde Diplomatique, Juin.

«Der X. Parteitag der Kommunistischen, Partei Chinas. Dokumente», Πεκίνο 1973.

Zaslavskava. T. (1987). «We are or Perestroika, Perestroika is for us», στο Soviet Scene

1987.

Θεοχαράς. Χρ. (1984). «Αντιαυταρχική Αριστερά - Παραδοσιακή Αριστερά: Τα δύο πρόσωπα της κρίσης», θέσεις τ. 7. σελ. 1537.

Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών της ΕΣΣΔ (1977). «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στη σύγχρονη εποχή», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

Καρίλιο. Σ. (1977). «Ευρωκομουνισμός και κράτος», εκδ. θεμέλιο, Αθήνα.

Λεχούρ. Ντ. (χωρίς χρονολογία έκδοσης). «Ετεροδοξία ή Επανάσταση;», εκδ. Αγώνας, Αθήνα.

Λούχατς. Γχ. (1987). «Αστική και σοσιαλιστική δημοκρατία», Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα.

Μάο Τσετούυγχ (1974). «Για το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό», Λαϊκές Εκδόσεις, Αθήνα.

Μάο Τσετούυγχ (1975). «Για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Κριτική στο Στάλιν και την ΕΣΣΔ», Εκδόσεις του Λαού, Αθήνα.

Μάο Τσετούυγχ (1976). «Αποσπάσματα για την Πολιτιστική Επανάσταση», Εκδόσεις Πολιτιστική Επανάσταση, Αθήνα.

Μάο Τσετούυγκ (1977). «Για τις δέκα μεγάλες σχέσεις», Μορφωτικές Εκδόσεις, Αθήνα.

Marx, K. (1974). «Grundrisse der Kritik der Politischen Ökonomie», Qietz Verlag. Berlin (Ost).

Μηλιός, Γ. (1979). «H πολιτιστική επανάσταση και η Κομμούνα της Σαγκάης», Αγώνας για την κομμουνιστική ανανέωση, τ. 5.

Μηλιός, Γ. (1988). «Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός: Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη», εκδ. Εξάντας, Αθήνα.

Μηλιός, Γ. και Ψαρράς, Δ. (1980). «Η θεωρία του Ευρωκομμουνισμού: Ανανέωση (ή) (και) συνέχεια;», Αγώνας για την κομμουνιστική ανανέωση, τ. 11, σελ. 3240.

Μπαλιμπάρ, Ε. (1978). «Για τη δικτατορία του προλεταριάτου», εκό. Οδυσσέας, Αθήνα.

Μπαλιμπάρ, Ε. (1980). «Κράτος, κόμμα, μετάβαση», στο: Αλτουσέρ, Μπαλιμπάρ, Πουλαντζάς, Εντελμάν: «Συζήτηση για το κράτος», εκδ. Αγώνας, Αθήνα.

Μπετελέμ, Σ. (1972). «Μορφές ιδιοκτησίας στο μεταδοτικό στάδιο προς το σοσιαλισμό», εκό. Ράππα, Αθήνα.

Μπετελέμ, Σ. (1978). «Το μεγάλο άλμα προς τα πίσω», ειδική έκδοση της Μηνιαίας Επιθεώρησης, Αθήνα.

Schroeder, G.E, (1988). «The Soviet Economy under Gorbachev», στο Problemes Economiques, No 2064.

Seppo, D. (1987). «Η εργατική τάξη είναι επιφυλακτική», στον Σπάρτακο, Νοε. 1987.

Στάλιν, Ι. (χωρίς χρονολογία και τόπο έκδοσης). «Ζητήματα Λενινισμού».

Τζονστόονν, Μ. (χωρίς χρονολογία έκδοσης). «Σοσιαλισμός, δημοκρατία και μονοκομματικό σύστημα», εκδ. Αγώνας, Αθήνα.

«Το Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ» και «Απόφαση τον 27ου Συνεδρίου τον ΚΚΣΕ» (1986), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

1. Ο σοβιετικός μαρξισμός μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ έχει πάψει στην πραγματικότητα να επαγγέλλεται την εγκαθίδρυση του «σοβιετικού μοντέλου» στις καπιταλιστικές χώρες. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την εισήγηση του Κρουτσώφ: «Η εργατική τάξη (...) είναι σε θέση να κατακτήσει μια στερεή πλειοψηφία στη Βουλή και να μετατρέψει το όργανο αυτό της αστικής δημοκρατίας σε όργανο της αληθινής λαϊκής θέλησης» (Παρατίθεται από τον Καρίλιο 1977, σελ. 108). Εξάλλου στις θέσεις του 10ου Συνεδρίου του ΚΚΕ αναφέρεται: «Το ειρηνικό πέρασμα της εξουσίας στα χέρια του εργαζόμενου λαού (...) ασφαλώς μπορεί να πραγματοποιηθεί και μέσω βουλευτικών εκλογών, αλλά με τον όρο ότι η λαϊκή πλειοψηφία του κοινοβουλίου θα στηρίζεται σ' ένα πανίσχυρο και καλά οργανωμένο λαϊκό κίνημα με αντανάκλαση στις ένοπλες δυνάμεις» (θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 10ο Συνέδριο, Αθήνα 1978, σελ. 73).

2. Η κριτική προς τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» και η επαγγελία μιας «ανανέωσης» του κομμουνιστικού κινήματος από τη μεριά των ευρωκομμουνιστικών Κ.Κ. επέτρεψε βεβαίως στις περισσότερες περιπτώσεις τη γενίκευση της κριτικής και της συζήτησης στο εσωτερικό αυτών των κομμάτων γύρω από την κομμουνιστική στρατηγική, το σοσιαλισμό και τη μαρξιστική θεωρία. Ο κοινωνικός, πολιτικός και ιδεολογικός θεωρητικός συσχετισμός των δυνάμεων τόσο στο εσωτερικό του κόμματος όσο και στο επίπεδο της συνολικής κοινωνίας δεν ευνόησε όμως σε καμιά δυτικοευρωπαϊκή χώρα τον επαναστατικό προσανατολισμό του (ευρω)κομμουνιστικού κινήματος. Αντίθετα ενισχύθηκαν οι ηγετικές δεξιές τάσεις που προσανατολίζονταν προς μια μεταρρυθμιστική κυβερνητική διαχείριση του αστικού κράτους, προς την άκριτη αποδοχή του αστικού νομικού, θεσμικού, ακόμα και οικονομικού πλαισίου. Η σύγκλιση αυτή των Ευρωκομουνιστών με τους Σοσιαλιστές οδήγησε όπως είναι γνωστό τόσο στην Ισπανία, όσο και στη Γαλλία στη δραματική συρρίκνωση της πολιτικής επιρροής των Κομμουνιστικών Κομμάτων. (Μια αντίστοιχη εκφυλιστική πορεία ακολούθησε και το ΚΚΕ εσωτ. στη χώρα μας). Αντίθετα στην Ιταλία, ο συνασπισμός του Σοσιαλιστικού Κόμματος με τη Δεξιά απέτρεψε μια αντίστοιχη δραματική όξυνση της κρίσης της κομμουνιστικής Αριστεράς.

3. «Η πιο βασική ιδιομορφία της νέας κατάστασης είναι η άνοδος του παγκόσμιου σοσιαλισμού, που μετέτρεψε την αντίθεση ανάμεσα στα δύο παγκόσμια συστήματα σε κύρια αντίθεση της σύγχρονης εποχής» (Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών της ΕΣΣΔ. 1977. σελ. 138).

4. «Πρώτα αλλάζουν και εξελίσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας, κι ύστερα σε εξάρτηση από τις αλλαγές αυτές και σε αντιστοιχία μ' αυτές, αλλάζουν οι παραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων (...). Ό,τι λογής είναι οι παραγωγικές δυνάμεις, τέτοιες πρέπει να είναι και οι παραγωγικές σχέσεις» (Στάλιν, «Για το διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό», στο Στάλιν χ. χρ. έκδ. σελ. 728729).

5. Μιλάμε για μια διαδικασία μετασχηματισμού του «σοβιετικού μαρξισμού» και όχι για ένα μετασχηματισμό που έχει ήδη ολοκληρωθεί για δυο βασικά λόγους: α) Οι μετασχηματισμοί τη; θεωρίας που εντοπίζουμε σήμερα έχουν, όπως θα δούμε στη συνέχεια, περισσότερο το χαρακτήρα αυρητικών οριοθετήσεων ως προς ορισμένες θεωρητικές απόψεις που ήταν μέχρι πρόσφατα κυρίαρχες, παρά το χαρακτήρα κάποιων νέων θεωρητικών επεξεργασιών. 6) Οι μετασχηματισμοί αυτοί διατυπώνονται συχνά με έμμεσο τρόπο (π.χ. σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό και τον «υπαρκτό σοσιαλισμό») στα κείμενα κυρίως του σοβιετικού ηγέτη, ενώ στα επίσημα κομματικά ντοκουμέντα η «νέα σκέψη» εισάγεται χωρίς να εκτοπίζεται παράλληλα η «παλιά σκέψη».

6. Η Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, η επιστημονική δηλαδή θεωρία που θεμελίωσε ο Μαρξ δεν έχει τίποτε το κοινό με τα μηχανιστικά πορίσματα της «θεωρίας των παραγωγικών δυνάμεων» σχετικά με την «τροχοπέδηση» της (καπιταλιστικής) ανάπτυξης από τις ίδιες τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Βασική θέση της μαρξιστικής θεωρίας αποτελεί η αντίληψη ότι εφόσον έχει επιτευχθεί μέσα από την πάλη των τάξεων η κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στο εσωτερικό ενός ιστορικά διαμορφωμένου κοινωνικού σχηματισμού, το κεφάλαιο, η κεφαλαιακή σχέση, αναπαράγεται, «διαρκώς επαναστατικοποιώντας, ανατρέποντας όλα τα εμπόδια που τροχοπεδούν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τη διεύρυνση των αναγκών, την πολυπλοκότητα της παραγωγής και την εκμετάλλευση των φυσικών και πνευματικών δυνάμεων» (Marx 1974. σελ. 313). Η διαδικασία αυτή διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου, που διακόπτεται μόνο προσωρινά από τις κυκλικές κρίσεις υπερσυσσώρευσης, διατηρεί φυσικά τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά της και κατά τη σημερινή φάση ανάπτυξης των δυτικών καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών. (Βλ. και Μηλιός 1988, κεφάλαια, 1.5, 2.2, 4.1.3, 5.4. 5.5 και 7).

7. Πρόκειται κυρίως για τις εξής διατυπώσεις του «Προγράμματος...»: «Ο ιμπεριαλισμός είναι ο παρασιτικός καπιταλισμός που σαπίζει και πεθαίνει, η παραμονή της σοσιαλιστικής επανάστασης» (σελ. 22). «Ο σύγχρονος καπιταλισμός, κάτω από την επίδραση και στο φόντο της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης, οξύνει ακόμα περισσότερο τη σύγκρουση ανάμεσα στις γιγαντιαία αναπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις και στο χαρακτήρα ατομικής ιδιοκτησίας των κοινωνικών σχέσεων. Συνεχίζεται το παραπέρα βάθαιμα της γενικής κρίσης του καπιταλισμού» (σελ. 99). «Στις καπιταλιστικές χώρες βαθαίνει ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα μονοπώλια και την τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού» (σελ. 24). Βέβαια, τώρα τονίζεται ότι η «βασική αντίθεση του καπιταλισμού» είναι η αντίθεση «ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο» (σελ. 99), ενώ παράλληλα απουσιάζουν διατυπώσεις όπως η ακόλουθη, που στο παρελθόν έδιναν τον τόνο στα επίσημα κείμενα του ΚΚΣΕ: «Στο Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ υποδείχνεται ότι κύριος εχθρός της εργατικής τάξης είναι τα καπιταλιστικά μονοπώλια. (...). Το βασικό χτύπημα της η εργατική τάξη το κατευθύνει ενάντια στα καπιταλιστικά μονοπώλια. Για την εξάλειψη της παντοδυναμίας των μονοπωλίων ενδιαφέρονται ζωτικά όλα τα βασικά στρώματα του έθνους» (Ινστιτούτο... 1977, σελ. 134).

8. Ας μας επιτραπεί εδώ να θυμίσουμε τη θεωρητική «ενάργεια» τον πρώτοι ηγέτη των ισπανών Ευρωκομουνιστών: «Η τεχνολογική ανάπτυξη προκαλεί κρίση στην ίδια την αρχή της ιδιωτική; επιχείρησης (...). Παρ' όλο που οι κυβερνώντες μιλάνε ακόμα για φιλελευθερισμό και για ελεύθερο ανταγωνισμό (...) αυτά τώρα εξαφανίζονται πληρώ;. Τα σκότωσε η εκπληκτική ανάπτυξη της τεχνολογίας (...). Τελικά τις παραγωγικές δυνάμεις δεν τις χωρά πια το καπιταλιστικό σύστημα» (Καρίλιο 1977, σελ. 28,29 και 61).

9. Στα κείμενα του Γκορμπατσόφ δεν υπάρχει ούτε μια νίξη για την ύπαρξη ταξικών αντιθέσεων στην ΕΣΣΔ. Όποτε η Περεστρόικα αναφέρεται ως επανάσταση, διευκρινίζεται ότι πρόκειται για «την κατεδάφιση όλων εκείνων που είναι ξεπερασμένα, στάσιμα και εμποδίζουν τη γρήγορη ανάπτυξη» και ότι μ' αυτόν τον τρόπο εξυπηρετούνται «τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της κοινωνίας και του κάθε ατόμου» (Γκορμπατσόφ 1987, σελ. 85 και 88). Στο Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ επαναλαμβάνονται οι γνωστές θέσεις για την «κατάργηση των εκμεταλλευτριών τάξεων», το «παλλαϊκό κράτος» κλπ. (Το Πρόγραμμα. ... 1986, σελ. 55 κ.ε.).

10. Ως διεύρυνση και σταθεροποίηση της εργατική; εξουσίας και του σοσιαλισμού δεν μπορεί να νοείται παρά η «συνέχιση τη: επανάστασης», η συνέχιση της ανατροπής των αστικών κοινωνικών σχέσεων και δομών, στην οικονομία, την πολιτική, την ιδεολογία, η οικοδόμηση μ' αυτό τον τρόπο σοσιαλιστικών σχέσεων για τον κομμουνισμό και προς τον κομμουνισμό: «Ο μαρξισμός έχει πολλές αρχές, που σε τελευταία ανάλυση μπορούν να συνοψιστούν σε μια φράση: Η εξέγερση είναι δίκαια. Οδηγημένοι απ' αυτήν την αρχή, ξεσηκωνόμαστε, παλεύουμε και δουλεύουμε για το σοσιαλισμό» (Μάο Τσετούυγκ 1976, σελ. 37).

11. Ο Γκορμπατσόφ αναφέρει στο βιβλίο του: «Ο σοσιαλισμός δεν έχει καμιά σχέση με την εξίσωση των πάντων (...) έχει ένα διαφορετικό κριτήριο για την κατανομή των κοινωνικών παροχών: "Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητες του, στον καθένα ανάλογα με την εργασία του" (Γκορμπατσόφ 1987, σελ. 173). Σε άλλο σημείο αναφερόμενος στον «κρατικό ποιοτικό έλεγχο» που υλοποιεί (υποτίθεται) την παραπάνω αρχή θα παραδεχθεί: «Στην αρχή το εισόδημα πολλών εργατών μειώθηκε, όμως η βελτιωμένη ποιότητα ήταν απαραίτητη για την κοινωνία και οι εργάτες αντιμετώπισαν με κατανόηση το νέο μέτρο» (όπ.π. σελ. 89).

Ο Σαρλ Μπετελέμ, αναφερόμενος στις εξελίξεις στην Κίνα μετά την ήττα της Πολιτιστικής Επανάστασης θα γράψει: «Έναςαπό τους λόγους για τους οποίους τονίζεται στο εξής η πάλη ενάντια στην "τάση νια την εξίσωση των μισθών" είναι γιατί σκοπεύουν να καταφύγουν ξανά στα "υλικά κίνητρα". Πραχτικά αυτό παίρνει συχνά τη μορφή της επιστροφής στην αμοιβή με το κομμάτι. Σ' άλλες περιπτώσεις που εμφανίζονται λιγότερο συχνά παίρνει τη μορφή μικρότερων ή μεγαλύτερων πριμ (...). Μια τέτοια υποκατάσταση αντιστοιχεί στα συμφέροντα της αστικής τάξης μέσα στο κόμμα. Δεν μπορεί παρά να διαιρέσει την εργατική τάξη, αφού αναπτύσσει αυξανόμενες ανισότητες ανάμεσα στους εργαζόμενους (...) ευνοεί τους διευθυντές των επιχειρήσεων και τους τεχνικούς, προσπαθεί να σταθεροποιήσει την κρατική αστική τάξη, αυτήν που κατέχει διευθυντικές σχέσεις στους οικονομικούς και διοικητικούς οργανισμούς (...)» (Μπετελέμ 1978. σελ. 2425).

Η κινέζικη Πολιτιστική Επανάσταση είχε αναγνωρίσει την αρχή «στον καθένα ανάλογα με την εργασία του» ως μια αναπόφευκτη επιβίωση του αστικού δικαίου. Ο Γιάο Βευγιουάν, από τους θεωρητικούς του Κ.Κ. Κίνας μέχρι το θάνατο του Μάο, έγραφε: «Οι αναλύσεις που έγιναν από τον Λένιν και τον Πρόεδρο Μάο μας λένε ότι το αστικό δίκαιο, που υπάρχει αναπόφευκτα σ' ό,τι αφορά τη διανομή και την ανταλλαγή στο σοσιαλιστικό σύστημα, πρέπει να περιορίζεται

κάτω από τη δικτατορία τον προλεταριάτου, έτσι ώστε, μετά τη μακρά περίοδο της σοσιαλιστικής επανάσταση;, οι τρεις κύριες διαφορές ανάμεσα στους εργάτες και τους αγρότες, ανάμεσα στην πόλη και το χωριό και ανάμεσα στη χειρωνακτική και τη διανοητική εργασία να μειωθούν διαδοχικά» (Γιάο 1975. σελ. 8).

12. «Σε τελευταία ανάλυση, η ανάπτυξη των εμπορευματικών σχέσεων μπορεί να οδηγήσει σε τέτοιο σημείο, ώστε τα όργανα της "σχεδιοποίησης" ν' αφήνουν τις επιχειρήσεις "ελεύθερες" (τυπικά ή ουσιαστικά, λίγο ενδιαφέρει) στο να επεξεργάζονται οι ίδιες το ουσιαστικό μέρος των "σχεδίων" τους, απλώς ζητώντας απ' αυτές να κάνουν τέτοια σχέδια, που να επιτρέπουν τη μεγιστοποίηση των κερδών τους και την καταβολή ορισμένων ποσών στον προϋπολογισμό, με την επιφύλαξη ότι θα υπάρχει αρκετή "συνοχή" ανάμεσα στα ξεχωριστά σχέδια, που γίνονται στο επίπεδο κάθε επιχείρησης. Σ' αυτή την περίπτωση, ο ρόλος των οργάνων "σχεδιοποίησης" συνίσταται στο να ελέγχουν αν υπάρχει αυτή η συνοχή και αν τηρούνται τα "κριτήρια μεγιστοποίησης''. Όταν πράγματι συμβαίνει τούτο, αναπτύσσεται στο έπακρο ο "έλεγχος μέσω του χρήματος", το δε σχέδιο δεν είναι πια, παρά ένας "συνοδός" των εμπορευματικών σχέσεων» (Μπετελέμ 1972, σελ. 147).

13. «Η εντατικοποίηση της κοινωνικής παραγωγής συνεπάγεται μια νέα αντίληψη ως προς την επαρκή απασχόληση και απαιτεί αναδιοργάνωση του εργατικού δυναμικού» (Γκορμπατσόφ 1987. σελ. 172).

14. Οι συντηρητικοί αρθρογράφοι υποστηρίζουν συχνά ένα «διπλό» κοταστροφολογικό σχήμα: η Περεστρόικα ήρθε για να γλιτώσει την ΕΣΣΔ από την οικονομική κατάρρευση, αλλά θα προκαλέσει «μαζική ανεργία»!

15. Σχετικά με τις οικονομικές επιπτώσεις του εμπάργκο ο Γκορμπατσόφ σημειώνει: «Υποτιμήσαμε το επιστημονικό δυναμικό μας και βασιστήκαμε υπεροβλικά στους δεσμούς μας με το εξωτερικό (...) Όμως τι συνέοη στην πραγματικότητα; Τιμωρηθήκαμε αυστηρά για την αφέλεια μας. Ήρθε μια περίοδος με εμπάργκο, μποϊκοτάζ, απαγορεύσεις, περιορισμούς, εκφοβισμό εκείνων που εμπορεύονταν μαζί μας» (Γκορμπατσόφ 1987 σελ. 160161).

16. Δεν θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να υπερτιμούμε τις δυνατότητες για ανάπτυξη της «σοβιετικής δημοκρατίας». Όπως σημείωνε ο Λούκατς στο «προφητικό» τελευταίο βιβλίο του (γράφτηκε το 1968): «Η κινητοποίηση αυτής της σήμερα από άποψη κοινωνικής δυναμικής "σιωπηλής", "υπόγειας" κοινής γνώμης προς μια συστηματική δημόσια πρακτική, νομίζω ότι είναι το πρώτο βήμα προς τη σοσιαλιστική δημοκρατία. Είναι αδύνατο σήμερα αυτή να αποκτήσει την εκρηκτική αυθόρμητη ορμή ή την εξάπλωση σε όλα τα πεδία της κοινοτικής ζωής που χαρακτήριζε τα κινήματα των συμβουλίων στις επαναστατικές εποχές. (...) Αφού διακόπηκε με γραφειοκρατική βία από τη σταλινική περίοδο η συνέχεια αυτού του κινήματος (...) είναι τόσο αδύνατη όσο και η άμεση, ολοκληρωτική, μεθοδολογικά και ουσιαστικά παντού ορθή αναγέννηση του μαρξισμού στο πεδίο της θεωρίας. Αν νομίζουμε ότι μια τέτοιου μεγέθους ιστορικά γεννημένη και μακρόχρονα δραστική παραμόρφωση της κοινωνικής εξέλιξης θα μπορούσε να φύγει από τη μέση με απλές αποφάσεις ή ψηφίσματα, τότε μένουμε θεωρητικά και πρακτικά αιχμάλωτοι στον επικίνδυνο μαγικό κύκλο της γραφειοκρατικής προτεραιότητας και τακτικής» (Λούκατς 1987, σελ. 153154).