Η «κρίση της αλλαγής» και η Αριστερά
της Σύνταξης

1. Η «αναγέννηση» και το 1992

Όταν για τελευταία φορά ασχοληθήκαμε με την «κρίση της αλλαγής» (Κυπριανίδης, θέσεις 20), το ΠΑΣΟΚ ξεκινούσε μια «επίθεση πολιτικών πρωτοβουλιών» με στόχους την ανασυγκρότηση του κομματικού του μηχανισμού και την ανακαίνιση των οραμάτων της «αλλαγής», μέσα από την προβολή της προοπτικής μιας ευρωαριστεράς που αγωνίζεται για το 2000, το 1992 και άλλα παρεμφερή. Είναι σήμερα, έξι μήνες μετά, φανερό ότι το περισπούδαστο αυτό στρατηγικό εγχείρημα έπεσε «εις το κενόν» τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την άμεση τακτική του χρησιμότητα. Οι επιτροπές ανασυγκρότησης παρέμειναν κατασκευάσματα της φαντασίας που στην καλύτερη περίπτωση συγκέντρωσαν μέρος μόνο των αδρανοποιημένων μελών του ΠΑΣΟΚ. Η δοκιμή λοιπόν απέβη αρνητική. Φάνηκε ότι το μίγμα των «νέων» (τεχνοκρατικών) ιδεολογιών δεν μπορεί να λειτουργήσει άμεσα και καταλυτικά στη σημερινή συγκυρία, δεν ανατρέπει τους αρνητικούς πολιτικούς συσχετισμούς που δυο χρόνια λιτότητας επισώρευσαν στη ράχη του κυβερνώντος κόμματος.

Έτσι λοιπόν, η «πρόκληση 1992-2000» ενώ παραμένει ως βασικό ιδεολογικό φόντο υποχωρεί στην καθημερινή πολιτικοϊδεολογική παρέμβαση της κυβέρνησης για να δώσει τη θέση του σε άλλα αμεσότερα και περισσότερο πολιτικά ζητήματα που αναδεικνύονται από την εξέλιξη της συγκυρίας.

Άξιο προσοχής είναι όμως ότι ενώ το ΠΑΣΟΚ μετά το αρχικό λανσάρισμα της καμπάνιας για το «1992-2000», σήμερα αφοσιώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην άμεση, καθημερινή συγκυρία, οι «εταίροι της αλλαγής» με μια μικρή υστέρηση και σημαντικές υπαναχωρήσεις ανακαλύπτουν σήμερα το «πρόβλημα 1992», και το χειρότερο: το παίρνουν στα σοβαρά: Πρωτοπορία σ' αυτό είναι όπως πάντα η ΕΑΡ που με το γνωστό φλέγμα της, αφού κατ' αρχήν αποποιήθηκε τη μανούβρα «1992» του Παπανδρέου με το χαρακτηρισμό της ως «φυγή προς το μέλλον», σήμερα πρώτη αυτή οργάνωσε ειδική σύνοδο της Κ.Ε. με θέμα «1992» στη Θεσσαλονίκη (11-13 Δεκεμβρίου 1987), επιστρατεύοντας το κύρος του ευρωβουλευτή της Κ. Φιλίνη και το γνωστό επιτελείο των οικονομολόγων της και καταγγέλλοντας την κυβέρνηση γιατί δεν της έδωσε την απαραίτητη κάλυψη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ούτως ώστε ο ελληνικός λαός να μάθει επιτέλους τι τον περιμένει.

Όμως και το ΚΚΕ φαίνεται να εγκλωβίζεται σε μια ανάλογη προβληματική.

Η «αλλαγή» και ο κοινωνικός μετασχηματισμός μοιάζουν και εδώ να κρίνονται πάνω απ' όλα από τη δυνατότητα της Αριστεράς να «οδηγήσει» την «οικονομία» χρησιμοποιώντας το πόστο της κυβέρνησης, ώστε να άρει τα βάρη της κρίσης από τις πλάτες των εργαζομένων και να (ανα)διανείμει δίκαια το εθνικό προϊόν. Χαρακτηριστικές ήταν εδώ οι απόψεις που διατυπώθηκαν στο συμπόσιο για την «ανάπτυξη» που οργανώθηκε στην Πάντειο τον Οκτώβρη του 1987 με πρωτοβουλία του Γ. Αρσένη. Και δεν χρειάζεται να επιστρατεύσει κανείς προφητικές ιδιότητες για να διαγράψει τα πλαίσια στα οποία θα κινηθεί η νέα «συνάντηση» της Αριστεράς με την οικονομία, που θα γίνει το Φεβρουάριο, «συνάντηση» που προωθούν με ζήλο η ΕΑΡ και ο Αρσένης και με θέμα  -  τι άλλο;  -  το 1992: καταγγελία της κυβέρνησης για την πολιτική που αφήνει τη χώρα ακάλυπτη, τον πολίτη ανενημέρωτο και αδρανή, την οικονομία έρμαιο των ξένων, και άλλα πολλά που θα έχουμε όλο τον καιρό να βαρεθούμε να ακούμε.

Έτσι αν το ιδεολογικό πλαίσιο «ανάπτυξη 1992-2000» αποδείχθηκε άχρηστο για το στόχο της ανασυγκρότησης του ΠΑΣΟΚ, αναδείχθηκε εντούτοις ιδιαίτερα χρήσιμο ως παγίδα διαρκείας, μέσο ιδεολογικού αποπροσανατολισμού των δυνάμεων της Αριστεράς, που ανακάλυψαν ένα νέο μακροπολιτικό ορόσημο για το σύγχρονο προσανατολισμό τους.

Όμως αν η Αριστερά εξαγγέλλει μια οικονομική πολιτική «για την αλλαγή» η κυβέρνηση είναι αυτή που διαχειρίζεται όχι μόνο την οικονομική πολιτική του (αστικού) κράτους, αλλά και τις ιδεολογίες που τη νομιμοποιούν.

2. Οικονομική πολιτική: η υποταγή της Αριστεράς στην αστική ιδεολογία

Δύο χρόνια μετά τη στροφή της κυβέρνησης στην πολιτική της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού και δεδομένης της αποτυχίας της (βλ. Ιωακείμογλου, θέσεις 21) μια σειρά νέων μέτρων έρχεται να μεταβάλει το «πρόσωπο» της οικονομικής πολιτικής: τα μέτρα εισοδηματικής και φορολογικής πολιτικής είναι για τους μισθωτούς πιο ευνοϊκά από τα αντίστοιχα της διετίας 85-87. Χωρίς να έχουμε ένα νέο σοσιαλδημοκρατικό συμβόλαιο, έχουμε μία εν μέρει υπαναχώρηση από τη λιτότητα, με την έννοια ότι παρότι συνεχίζεται η «πολιτική σταθεροποίησης» (του καπιταλιστικού κέρδους), αμβλύνεται η κρατική παρέμβαση για τη συμπίεση του εισοδήματος των εργαζομένων.

Έχουμε υποστηρίξει επανειλημμένα από τις σελίδες των θέσεων (βλ. π.χ. Ιωακείμογλου Μηλιός, θέσεις τ. 14) ότι από τον Οκτώβριο του '85 ξεκίνησε μία ολομέτωπη επίθεση των δυνάμεων της αστικής τάξης ενάντια στο εργατικό κίνημα, η οποία σαν τελικό της στόχο έχει την αναδιάρθρωση της παραγωγής με εισαγωγή νέας τεχνολογίας και μετασχηματισμό των εργασιακών σχέσεων κάτω από τη συντριπτική κυριαρχία του κεφαλαίου. Η αναδιάρθρωση της παραγωγής μέσα σε συνθήκες που συμφέρουν την αστική τάξη: αυτός είναι ο βασικός όρος της κεφαλαιοκρατικής εξόδου από την κρίση.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, επιβάλλεται στις δυνάμεις της Αριστεράς που αγωνίζονται για μία αντικαπιταλιστική έξοδο από την κρίση να μάθουν να τη σκέφτονται όχι σαν κρίση μακροοικονομικής ανισορροπίας που μπορεί να ξεπεραστεί με χειρισμό κάποιων μεταβλητών από το πόστο της κυβέρνησης (ώστε το σύστημα να «οδηγηθεί» σ' ένα σημείο ισορροπίας), αλλά ως κρίση των σχέσεων παραγωγής, δηλαδή των σχέσεων εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο αλλά και των σχέσεων που έχουν οι άμεσοι παραγωγοί τόσο μεταξύ τους όσο και με το σύστημα των μηχανών που αυτοί θέτουν σε κίνηση μέσα στο εργοστάσιο: για τον πολύ απλό λόγο ότι η αναδιάρθρωση της παραγωγής που βρίσκεται μπροστά μας  -  και που έχει αρχίσει από τις αρχές της δεκαετίας στις ηγεμονικές καπιταλιστικές χώρες ενώ κάνει ήδη τα πρώτα της βήματα στην Ελλάδα  -  είναι ταυτόχρονα αναδιάρθρωση των αντιθέσεων ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία μέσα στην άμεση διαδικασία παραγωγής και ανοίγει έτσι ένα νέο πεδίο ταξικής πάλης γύρω από τον έλεγχο οργάνωση διεύθυνση της εργασιακής διαδικασίας.

Οι αναλύσεις των θέσεων δείχνουν ακριβώς αυτό: βρισκόμαστε σε μία συγκυρία που μας επιβάλλει να σπάσουμε τη σιωπή που περιβάλλει την εργασία ως διαδικασία καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Να κάνουμε δηλαδή ακριβώς το αντίθετο από αυτό που κάνει η επίσημη Αριστερά, η οποία αναδιπλώνεται πεισματικά μέσα στην ηττημένη στρατηγική της «αλλαγής»: τη στιγμή που οι μάχες στρατηγικής σημασίας άρχισαν να δίνονται μέσα στην παραγωγή, στην εργασιακή διαδικασία, γύρω από τις νέες μηχανές, τις ειδικότητες και την οργάνωση της εργασίας, εκείνη φαντασιώνεται το Σοσιαλισμό σα φυσική συνέχεια του περιορισμού της «μονοπωλιακής ασυδοσίας» (το άλλο όνομα της ΠΑΣΟΚικής «κοινωνικής δικαιοσύνης») δηλαδή της αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ των εργαζομένων. Ψάχνει έτσι λύσεις και εκφέρει προτάσεις «για τις ώριμες ανάγκες της χώρας και τα προβλήματα της εθνικής οικονομίας» στα πλαίσια μιας μαρξόφωνης - αλλά καθόλου μαρξιστικής (βλ. Μύλλερ  -  Νόιζυς, θεσεις τ. 1)  -  οικονομικής θεωρίας (ανα)διανομής του προϊόντος, δηλαδή μιας θεωρίας που μένει στη σφαίρα της κυκλοφορίας εμπορευμάτων. Μέσα στα πλαίσια αυτής της θεωρίας, η αναδιανομή του εισοδήματος εμφανίζεται σαν μία στρατηγικής σημασίας κατάκτηση που ανοίγει το δρόμο στο σοσιαλισμό. Πολύ περισσότερο που αυτή η λογική επιτρέπει να διατυπώνονται θέσεις όπως η ακόλουθη: «Δεν είμαστε γενικά αντίθετοι στην παροχή κινήτρων ώστε να γίνουν επενδύσεις, να αυξηθεί η παραγωγή. Ωστόσο δεν καταλαβαίνει κανείς τι νόημα έχουν οι παροχές του κρατικού προϋπολογισμού, όταν, μάλιστα, σημειώνεται μείωση του ΑΕΠ ή η παραγωγή είναι υπό το μηδέν» (Συνέντευξη του Κάππου στο Ριζοσπάστη 13.12.87, οι υπογρ. του ίδιου): αυτονόητο είναι λοιπόν μέσα σε μια τέτοια λογική η άσκηση μιας εισοδηματικής πολιτικής «πιο ευνοϊκής» για τους μισθωτούς να παίρνει τη μορφή επικύρωσης του προοδευτικού χαρακτήρα του κυβερνώντος κόμματος.

Η μεγαλύτερη απόδειξη του ότι το ΠΑΣΟΚ δεν ανήκει στην Αριστερά ήταν για την επίσημη Αριστερά η εισοδηματική του πολιτική των ετών '85'87. Η σημερινή μερική υπαναχώρηση από αυτή την πολιτική βάζει σε αμηχανία την Αριστερά: την ίδια αμηχανία που την ανάγκασε επί 4 χρόνια ('81 85) αντί να προτάσσει τη δική της αυτόνομη πολιτική, να γκρινιάζει επειδή το ΠΑΣΟΚ δεν εφάρμοζε με συνέπεια το πρόγραμμα του. Εάν το ΠΑΣΟΚ είναι κόμμα σοσιαλδημοκρατικό, τότε η επίσημη Αριστερά δεν έχει λόγο αυτόνομης ύπαρξης για τον πολύ απλό λόγο ότι αυτή η ίδια είναι φορέας μιας σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής. Από εδώ απορρέει και η μανιώδης προσπάθεια της να αποδείξει πως τα νέα μέτρα εισοδηματικής και φορολογικής πολιτικής αποτελούν άρρηκτη συνέχεια της λιτότητας. Αυτό που διακυβεύεται από την απάντηση στο ερώτημα αν τα μέτρα αυτά συνεχίζουν ή όχι τη λιτότητα, δεν είναι βέβαια η στάση των συνδικάτων: τα αιτήματα τους, θα τείνουν πάντα  -  και σωστά  -  στην αύξηση του μεριδίου των μισθών στο προϊόν, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα της οικονομικής πολιτικής. Αυτό που διακυβεύεται είναι η ίδια η αναγκαιότητα ύπαρξης των κυρίαρχων αριστερών πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων: Ως αριστερή τους ταυτότητα θεωρούν την εμμονή τους στη «δίκαιη» (ανα)διανομή του εισοδήματος υπέρ των μισθωτών. Αυτό που χρειαζόμαστε για μια διαφορετική παρέμβαση  -  που να ξεπερνάει δηλαδή τα παραδοσιακά διεκδικητικά πλαίσια της Αριστεράς  -  είναι πρώτα απ' όλα μια ανάλυση που δεν θα μένει στον επιφανειακό θορυβώδη κόσμο της κυκλοφορίας, αλλά θα αναφέρεται στη σφαίρα της παραγωγής, στην κρίση της διαδικασίας της εργασίας, της οργάνωσης της, της διαίρεσης της σε διανοητική χειρωνακτική, διευθυντική εκτελεστική, της ιεραρχικής οργάνωσης της: μια ανάλυση που να αναφέρεται στις σχέσεις παραγωγής και την κρίση τους, που θα αμφισβητεί τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης. Η σφαίρα της παραγωγής λέει ο Marx είναι «ο απόκρυφος τόπος που στο κατώφλι του είναι γραμμένη η φράση απαγορεύεται η είσοδος εις τους μη έχοντας εργασίαν». Σήμερα πια ξέρουμε πως ο μοναδικός τρόπος να διαβούμε αυτό το κατώφλι είναι να σκεφτόμαστε την παραγωγή με εκείνες τις έννοιες που συγκροτούν τη θεωρία της υπεραξίας, πυρήνα της μαρξιστικής Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας. Όμως η Αριστερά έχει γυρίσει την πλάτη στη θεωρία αυτή, δηλαδή στη θεωρία της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο, και την έχει αντικαταστήσει από μια λογιστική παράσταση της υπεραξίας. Η ιστορική της ήττα στη δεκαετία του 1980 και η αδυναμία της να διαμορφώσει μια αποτελεσματική αντικαπιταλιστική στρατηγική συνδέεται με τη λογιστική αντίληψη της για την κεφαλαιοκρατική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Η κατανόηση της σύγχρονης κρίσης του καπιταλισμού από την Αριστερά είναι δυνατή μόνο με την προϋπόθεση μιας ριζικής μετατροπής του συστήματος εννοιών με το οποίο αναλύει τα φαινόμενα. Τότε μονό θα απαλλαγεί από την αμηχανία στην οποία πέφτει κάθε φορά που το ΠΑΣΟΚ ασκεί (όπως κατά τη διάρκεια της πρώτης τετραετίας) ή έστω επιχειρεί να δείξει ότι είναι ικανό να ασκήσει (όπως τώρα) σοσιαλδημοκρατική πολιτική. Το δίλημμα «λιτότητα ή αυξήσεις των πραγματικών μισθών» ως προϋπόθεση για την «αλλαγή» κλείνει ασφυκτικά την Αριστερά στο ίδιο το έδαφος του αντιπάλου της, δηλαδή στο έδαφος της αστικής ιδεολογίας. Για τις θέσεις το δίλημμα είναι άλλο, και το έχουν στηρίξει θεωρητικά σ' όλα τα προηγούμενα τεύχη τους: Καπιταλιστική ή αντικαπιταλιστική έξοδος από την κρίση.

3. Προς μια αλλαγή του πολιτικού κλίματος;

Έτσι η «συμβολική» απομάκρυνση του Σημίτη και η μερική τροποποίηση της εισοδηματικής πολιτικής της κυβέρνησης έρχονται σε μια συγκυρία πολιτικού αποπροσανατολισμού της Αριστεράς (που διατείνεται ότι αυτή τώρα μπορεί να πραγματοποιήσει τα πασοκικά «συμβόλαια με το λαό», για την «αναδιανομή του εισοδήματος» και την «αλλαγή») και ιδεολογικού εγκλωβισμού της στα σχήματα της κυρίαρχης ιδεολογίας. Με βασικό «χαρτί» στα χέρια της την κρίση της Αριστεράς η κυβέρνηση επιδιώκει, αλλά και βάσιμα ελπίζει ότι θα αντιστρέψει και πάλι υπέρ της το αρνητικό γι' αυτήν πολιτικό κλίμα που δημιουργήθηκε κατά τη διετία της λιτότητας.

Είναι, εντούτοις, φανερό ότι η σημερινή ρευστότητα των πολιτικών «αντιπροσωπεύσεων» είναι δυσκολότερο απ' ό,τι στο παρελθόν να γίνει αντικείμενο χειρισμών από τη μεριά του ΠΑΣΟΚ. Όχι μόνο γιατί το «κεντρικό» ζήτημα γύρω από το οποίο θα παιχθούν οι επόμενες εκλογές δεν είναι ακόμη δοσμένο (όπως ήταν το '85 το ζήτημα της προεδρίας και της απομάκρυνσης του Καραμανλή), αλλά γιατί το εύρος των συμμαχιών της κυβερνητικής παράταξης είναι πλέον αρκετά ισχνό και το υπόβαθρό τους τραυματισμένο από τη δίχρονη λιτότητα. Αυτό όμως είναι και το μόνο πεδίο στο οποίο το ΠΑΣΟΚ μπορεί να δουλέψει από σήμερα, ενώ το κεντρικό ζήτημα της αναμέτρησης μπορεί να αναδειχθεί απροσδόκητα και δεν υπόκειται σε διαδικασίες μακροχρόνιας προπαρασκευής αλλά σε εύστοχους συγκυριακούς ελιγμούς και επιλογές της στιγμής. Για το λόγο αυτό η αποκατάσταση των δεσμών με τα εργατικά και ευρύτερα λαϊκά στρώματα που στις εκλογές του '85 έγειραν την πλάστιγγα προς το ΠΑΣΟΚ, αποκτά καθοριστική σημασία. Σ' αυτή τη στρατηγική το ΠΑΣΟΚ θα εμμείνει ουσιαστικά το επόμενο διάστημα, εξανεμίζοντας όλα τα περιθώρια  -  πραγματικά και συμβολικά  -  που θα του παρέχει η συγκυρία, θα επιστρατευθεί χωρίς άλλο η συναρρωγή της ευρύτερης κοινωνικής πολιτικής πέραν του εισοδηματικού σκέλους, ούτως ώστε να εμπεδωθεί στα λαϊκά και εργατικά στρώματα, ότι η «αναγκαία στενωπός» της δίχρονης λιτότητας δεν σημαίνει εγκατάλειψη αλλά στήριξη της εργατικής τάξης μπροστά στην λαίλαπα της οικονομικής κρίσης. Η διαδικασία αυτή είναι αναγκαστικά μακροχρόνια και δεν θα εξαρτηθεί από κάποιες θεαματικές κινήσεις με εξαίρεση βέβαια τη σηματοδότηση της έναρξης της (απομάκρυνση Σημίτη). Η «πορεία προς το λαό», που ήδη άρχισε, είναι μόλις τώρα εφικτή ενώ έμοιαζε αδύνατη στην προηγούμενη φάση. Σήμερα δίνονται παράλληλα οι δυνατότητες να αξιοποιηθεί και πάλι το «κεφάλαιο Παπανδρέου», που αναγκαία είχε υποσταλθεί στο προηγούμενο διάστημα.

Είναι φανερό ότι βρισκόμαστε στην αρχή μιας διαδικασίας με έντονα προεκλογικά χαρακτηριστικά όχι όμως στην αρχή μιας προεκλογικής περιόδου με την κυριολεκτική έννοια («εκλογές την Άνοιξη του 88») όπως διακηρύσσουν όλα τα κόμματα και οι σχολιαστές (πλην του ΠΑΣΟΚ), πέφτοντας βέβαια στην αντίφαση να κατηγορούν το ΠΑΣΟΚ για όργιο προεκλογικών παροχών εν όψει εκλογών (το Φεβρουάριο, το Μάρτιο, τον Απρίλιο...) και ταυτόχρονα για αντιαναπτυξιακό προϋπολογισμό και στυγνή λιτότητα. Στις προθέσεις του ΠΑΣΟΚ δεν περιλαμβάνονται λοιπόν, οι πρόωρες εκλογές, και τούτο για να δοθεί ο καιρός να αποκατασταθούν οι κλονισμένες σχέσεις με τα εργαζόμενα στρώματα και όχι για να επικρατήσει η ηρεμία και η τάξη και να επανεύρει το ΠΑΣΟΚ το κύρος του στον κεντρώο χώρο όπως επαναλαμβάνουν διαρκώς (πέντε χρόνια τώρα) οι συντηρητικοί σχολιογράφοι που στηρίζουν την «αλλαγή». Εκλογές θα προκύψουν πριν από το '89 μόνο στην περίπτωση που θα επιβληθούν από εξωτερικές συνθήκες στο ίδιο το ΠΑΣΟΚ, πράγμα που σημαίνει ότι ο αιφνιδιασμός θα συμπεριλάβει και το κόμμα του ΠΑΣΟΚ. Η φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων δεν περιέχει το σκηνικό του εκλογικού αιφνιδιασμού, όπως επίσης δεν περιέχει και την άλλη χίμαιρα της Αριστεράς, την «απλή και άδολη» αναλογική.

Πραγματικά, σε μια συγκυρία «οριακής» απομόνωσης του ΠΑΣΟΚ από τα λαϊκά του ερείσματα, η Αριστερά δεν παρεμβαίνει πολιτικά για να απελευθερώσει την επαναστατική  -  αντικαπιταλιστική δυναμική του λαϊκού και εργατικού κινήματος, αλλά αντίθετα εγκλωβίζεται όλο και περισσότερο στον «κυβερνητισμό» και τον εκλογικισμό, μετατοπίζοντας το τεραίν της αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση στο εκλογικό σύστημα και την ημερομηνία των εκλογών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι από την πολιτική σκέψη και ανάλυση της Αριστεράς απουσιάζει μια εκτίμηση που να αναφέρεται στη σημερινή συγκυρία και τις πιθανές τάσεις εξέλιξης της. Και όχι μόνο αυτό, αλλά η σχηματικότητα της ανάλυσης, η συνθηματολογική συρρίκνωση της στο σχήμα: «απλή αναλογική = φάρμακο για τα αδιέξοδα», η υποταγή της λαϊκής δυναμικής σε κάποια ιδεατά «αριστερά» σχήματα διαχείρισης, μετατρέπουν την Αριστερά σε μια παραλλαγή της καπιταλιστικής διαχείρισης, και μάλιστα μια αφερέγγυα παραλλαγή. Γιατί πραγματικά, πώς μπορεί να είναι φερέγγυα μια πολιτική στρατηγική που προτάσσοντας ως πανάκεια και σωτηρία για την «αλλαγή» την «απλή αναλογική» υπαινίσσεται ότι το ζητούμενο είναι μια συμμαχική κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ Αριστεράς;

Με τη θεωρία των δυο μονομάχων και την πριμοδότηση της άποψης ότι η πλειοψηφία του κόσμου απεχθάνεται τον κίβδηλο αγώνα εντυπώσεων των δύο μεγάλων κομμάτων, η Αριστερά δημιουργεί τη βάση για την ανοχή των φαινομενικά απολίτικων, αλλά στην ουσία ακροδεξιών απόψεων που προπαγανδίζουν π.χ. ο «σοβαρός» αρθρογράφος της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας Π. Λουκάκος και ο γνωστός «φιλόσοφος» Χ. Γιανναράς:

«Αν απαιτεί κάτι η σημερινή ώρα... είναι νέα πρόσωπα τα οποία δεν έχουν φθαρεί μέσα στον πολιτικό κυκεώνα των τελευταίων ετών. Είναι ένας νέος πολιτικός λόγος, που θα γεφυρώσει, αντί να οξύνει τις αντιθέσεις... είναι πολλοί αυτοί που αναμένουν ένα γνήσιο και τίμιο πολιτικό λόγο, από οπουδήποτε και από οποιονδήποτε αυτός προέλθει». (Π. Λουκάκος, Κ.Ε. 13.12.87)... «Πιστεύω ότι η πιο δυναμική πολιτική στάση αυτή την ώρα είναι το κριτικό μποϊκοτάρισμα του κομματισμού. Αναζητάω μια κοινωνική άμυνα απέναντι σε αυτή την πανούκλα της ψυχολογικής εμπλοκής στην κομματική μονομανία... πόσο θα άλλαζε η όψη του τόπου μας, αν ένας μεγάλος αριθμός πολιτών αποφάσιζε να μποϋκοτάρει σιωπηλά τη λογική της κομματικής αγοράς». (Χ. Γιανναράς, Βήμα 20.12.87).

Όσο κι αν απόψεις αυτού του τύπου δεν μπορούν (ακόμα) να καταχωρηθούν στην Αριστερά, εντούτοις υπάρχουν όλες οι ενδείξεις που επιβεβαιώνουν την άποψη που είχαμε εκφράσει παλιότερα, ότι δηλαδή η δεξιά στροφή του ΠΑΣΟΚ έχει σαν αποτέλεσμα τη δεξιά στροφή του συνολικού «στρατοπέδου της αλλαγής», ότι η Αριστερά (και πρώτα απ' όλα η βασική συνιστώσα της, το ΚΚΕ) αντιπολιτεύεται το ΠΑΣΟΚ σ' ένα έδαφος που διαρκώς διολισθαίνει προς τα δεξιά. Μάλιστα, αυτή η προς τα δεξιά μετατόπιση της πολιτικής του ΚΚΕ λαμβάνει χώρα σε μια φάση σχετικής ανόδου τόσο των αγώνων, όσο και της αγωνιστικής διάθεσης και των μορφών πάλης του εργατικού, συνδικαλιστικού και νεολαιίστικου κινήματος.

Το στοιχείο που νομιμοποιεί αλλά και διαμεσολαβεί αυτή την προς τα δεξιά μετατόπιση της πολιτικής του ΚΚΕ είναι η προοπτική της «συμπαράταξης». Για το ΚΚΕ η συμπαράταξη δεν σημαίνει βέβαια τόσο αναγνώριση της κρίσης και πολυδιάσπασης της Αριστεράς, όσο προσπάθεια προσεταιρισμού (με βάση μια εκλογικίστικη αντίληψη) των «δυσαρεστημένων» και άρα «αναποφάσιστων» ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Από την άλλη, οι αριστερές και προοδευτικές προσωπικότητες και ομάδες που «συμπαρατάσσονται» δεν επιδιώκουν παρά να διασώσουν την πολιτική τους ύπαρξη, που δεν εδράζεται πλέον πουθενά. Σ' αυτό το πλαίσιο είναι απόλυτα φυσικό να αναδεικνύεται ο Γ. Αρσένης, που συμβολίζει την κυβερνητική πολιτική της «πρώτης τετραετίας» ως συνεκτικός ιστός της «συμπαράταξης», ενώ παράλληλα η «σύγκλιση» να σφυρηλατείται με βάση ένα πρόγραμμα «προοδευτικής διαχείρισης» της καπιταλιστικής εξουσίας. Η Αριστερά σύρεται στα χνάρια του ΠΑΣΟΚ, ενώ αντικειμενικά μένουν έξω από τη «συμπαράταξη» (πέρα βέβαια από τους «νέους» μικρομέγαλους εργολάβους της «αλλαγής») οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις και κινήσεις που μέσα από τους ταξικούς αγώνες προσανατολίζονται προς μια αντικαπιταλιστική στρατηγική. Το εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα που αντιστάθηκε, συχνά δυναμικά, τα χρόνια που πέρασαν στην πολιτική της λιτότητας και της καταστολής, ωθείται από την κυρίαρχη Αριστερά προς την αποπολιτικοποίηση και την παθητικοποίηση: αντιμετωπίζεται σαν ένα άθροισμα ατομικοποιημένων «πολιτών»  -  ψηφοφόρων, που όταν έρθει η ώρα θα ψηφίσει το «πραγματικό ΠΑΣΟΚ» αντί για το ΠΑΣΟΚ.

Σύμφωνα με τη δική μας αντίληψη, ας το τονίσουμε για μια ακόμα φορά, το ζητούμενο βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της προβληματικής: Συγκρότηση του πολιτικού πόλου της αντικαπιταλιστικής προοπτικής. Πολιτική συγκρότηση της Αριστεράς σε αντιπαράθεση και αντιδιαστολή με το ρεφορμιστικό κρατισμό της «αλλαγής».

Το 22ο τεύχος των θέσεων αναφέρεται σε ένα μεγάλο μέρος του σε ζητήματα που αναδείχθηκαν στην επικαιρότητα κατά το διάστημα που μεσολάβησε από την προηγούμενη έκδοση του περιοδικού.

Έτσι το άρθρο των Ηλία Ιωακείμογλου και Γιάννη Μηλιού επιχειρεί να αναλύσει και να ερμηνεύσει με βάση τη μαρξιστική θεωρία της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας την πρόσφατη διεθνή χρηματιστηριακή κρίση· τα άρθρα του Δημήτρη Κέκου και του Μάκη Σπαθή αναφέρονται στην κρίση του ελληνικού πανεπιστημίου, την ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος και το κίνημα των καταλήψεων τέλος οι Χριστόφορος Βερναρδάκης και Γιάννης Μαύρης επιχειρούν να αναλύσουν τις μετατοπίσεις των συσχετισμών δύναμης στα πλαίσια της σημερινής πολιτικής συγκυρίας.

Πέρα από τα ζητήματα αυτά που ανέδειξε η πρόσφατη οικονομική και πολιτική συγκυρία, ο Γιώργος Σταμάτης αναλύει το πρόβλημα του μετασχηματισμού των αξιών σε τιμές παραγωγής, όπως τίθεται στα πλαίσια της μαρξιστικής κυρίως οικονομικής θεωρίας, οι Χριστόφορος· Βερναρδάκης και Γιάννης Μαυρής συνεχίζουν την παρουσίαση της μελέτης τους για τους ταξικούς αγώνες κατά την προδικτατορική περίοδο, ενώ ο Αλέξης Μητρόπουλος αναφέρεται στα αποτελέσματα που προκύπτουν για το εργατικό κίνημα από την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών. Τέλος, ο Μάκης Σπαθής και ο Μάριος Ιωαννίδης παρουσιάζουν αντίστοιχα τα βιβλία: Μ. Χορκχάιμερ, «Η έκλειψη του Λόγου» και Γκ. Λούκατς, «Αστική και σοσιαλιστική δημοκρατία», που κυκλοφόρησαν πρόσφατα.

11.01.87