Καπιταλιστική κρίση και χρηματιστήριο
των Ηλία Ιωακείμογλου και Γιάννη Μηλιού

«Αν είναι έργο της επιστήμης να αναγάγει την ορατή, τη φαινομενική μόνο κίνηση στην εσωτερική πραγματική κίνηση, τότε είναι πέρα για πέρα αυτονόητο, ότι στα κεφάλια των πρακτόρων της καπιταλιστικής παραγωγής και των πρακτόρων της κυκλοφορίας πρέπει να δημιουργούνται παραστάσεις σχετικά με τους νόμους της παραγωγής, που αποκλίνουν ολότελα από τους νόμους αυτούς και που είναι απλώς η έκφραση στη συνείδηση της φαινομενικής κίνησης. Οι αντιλήψεις ενός εμπόρου, ενός σπεκουλάντη του χρηματιστηρίου, ενός τραπεζίτη είναι κατ' ανάγκην πέρα για πέρα στραβές»

Κ. Μαρξ, Το Κεφαλαίο, τ. III σελ. 396

1. Το αεικίνητο της οικονομίας

Παλιότερα, όταν η Φυσική δεν είχε ακόμη αναγορεύσει την αρχή της διατήρησης της ενέργειας σε θεμελιώδη και αναμφισβήτητη προφάνεια, πολλοί προσπαθούσαν να κατασκευάσουν το αεικίνητο: μια μηχανή που να εργάζεται χωρίς να καταναλώνει ενέργεια. Η φευγαλέα λογική της Οικονομικής θεωρίας και της οικονομικής πολιτικής συντηρεί μέχρι και σήμερα  -  ενάντια στην αρχαία απόφανση σύμφωνα με την οποία εκ τον μη όντος μηδέν γίγνεσθαι  -  την ουτοπία του αεικίνητου: χρήμα που παράγει χρήμα, ή ακόμη καλύτερα, χαρτιά που παράγουν χρήμα. Τα χαρτιά που πωλούνται και αγοράζονται, και γι' αυτό φέρνουν στο κάτοχο τους κέρδος, μοιάζουν προικισμένα με μία έμφυτη μυστική δύναμη: να παράγουν αξία από το τίποτα. Το κεφάλαιο γίνεται φετίχ.

Το χρήμα και όλα τα χαρτιά που κυκλοφορούν στις χρηματιστικές αγορές είναι δικαίωμα πάνω στη μελλοντική παραγωγή, είναι συσσώρευση απαιτήσεων της ιδιοκτησίας πάνω στην εργασία. Και το κραχ είναι η στιγμή εκείνη όπου αποδεικνύεται ότι το δικαίωμα αυτό πάνω στην παραγωγή είναι δικαίωμα πάνω στο τίποτα, ότι η καπιταλιστική εκμετάλλευση στη δεδομένη ιστορική συγκυρία, δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσει αυτές τις απαιτήσεις της ιδιοκτησίας πάνω στην εργασία: είναι η στιγμή όπου γίνεται φανερό πως η αξιοποίηση του κεφαλαίου που πραγματοποιείται στα χρηματιστήρια είναι το αεικίνητο της οικονομίας.

Το άρθρο αυτό έχει σκοπό να δώσει μια ερμηνεία της χρηματιστικής κρίσης του 1987  -  ερμηνεία για την οποία διεκδικεί τον τίτλο της μαρξιστικής ανάλυσης. Αναφέρεται κατ' αρχήν στις ερμηνευτικές προσεγγίσεις που παρουσιάστηκαν στον (αριστερό και μη) τύπο μετά το κραχ, και προσπαθεί να καταδείξει την ανεπάρκεια τους και την υποταγή τους στη λογική της «φαινομενικής κίνησης» των πραγμάτων. Στη συνέχεια παρουσιάζει τη χρονική ακολουθία των γεγονότων όπως αυτά προσφέρθηκαν στην άμεση εμπειρική παρατήρηση, με σκοπό να κατατοπιστεί ο αναγνώστης που δεν παρακολούθησε από κοντά τις πρόσφατες εξελίξεις στα χρηματιστήρια και τη διεθνή οικονομία. Το τμήμα αυτό του άρθρου δεν έχει στόχο να εξηγήσει ούτε τα φαινόμενα ούτε τις σχέσεις αιτιότητας που τα συνδέουν. Κάτι τέτοιο αποπειράται το άρθρο αυτό στις επόμενες ενότητες του, που αναφέρονται στην οικονομική λειτουργία του χρηματιστηρίου, στις οικονομικές και κοινωνικές (δηλαδή ταξικές) προϋποθέσεις της κρίσης, και  -  το κυριότερο  - στη διαμόρφωση του νέου πεδίου ταξικών συγκρούσεων το οποίο ανοίγεται μπροστά μας μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας, που αρνείται ακόμη πεισματικά να μας δείξει το καινούργιο πρόσωπο της κοινωνικής επανάστασης.

2. Σύγκρουση μέσα στην ομίχλη

2.1 Διαίσθηση και ανεπάρκεια των οικονομολόγων

Ήδη από το 1986, η κατάσταση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας και οι μετασχηματισμοί που τη χαρακτηρίζουν τα τελευταία έτη, σε συνδυασμό με την επώδυνη ανάμνηση του κραχ του 1929, και της δεκαετούς περιόδου κρίσης που αυτό εγκαινίασε, άρχισε να ξυπνάει στους πιο διορατικούς από τους μελετητές των οικονομικών φαινομένων, φόβους για μια επανάληψη της ιστορίας: ακολουθώντας το παράδειγμα του Galbraith (1987) πολλά δημοσιεύματα προσπαθούσαν μέσα από μια ανάλυση ομοιοτήτων και διαφορών ανάμεσα στις δύο συγκυρίες (του 1929 και του 1987) να εντοπίσουν το μέγεθος του κινδύνου εμφάνισης ενός κραχ με καταστροφικές συνέπειες για τον καπιταλισμό (Postel Vinay θ Jezegabel 1987). Μερικοί έφτασαν να αντιστοιχίσουν ένα προς ένα τα έτη της δεκαετίας του '20 και του '80: το 1921 άρχισε να μοιάζει με το 1981, το 1922 με το 1982 κ.ο.κ. (Artaud 1987). Όλη αυτή η φιλολογία είναι ένας δείκτης της κατάστασης της οικονομικής θεωρίας: είναι πολύ πιο εύκολο να κατασκευάσουμε ένα πίνακα διαφορών και ομοιοτήτων ανάμεσα σε δύο συγκυρίες (1929 και 1987) παρά να ερευνήσουμε τις αιτίες και το μηχανισμό τον συνόλου των κεφαλαιοκρατικών κρίσεων. Όμως αυτό ακριβώς είναι εκείνο που θα έπρεπε να κάνουν οι αναλύσεις που διεκδικούν τίτλους επιστημονικότητας: να στοχαστούν πέρα από τον ταραχώδη κόσμο των γεγονότων την αργόσυρτη κίνηση της ιστορίας. Μια ανάλυση που δεν σταματάει απλά και μόνο στην κρίση του '29: πολύ περισσότερο που η σημερινή συγκυρία θυμίζει εξίσου, αν όχι περισσότερο από το '29, ορισμένες άλλες κρίσεις του 19ου αιώνα. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το κραχ δεν δικαιώνει αυτές τις αναλύσεις  -  συγκρίσεις της μεσοπολεμικής περιόδου με τη σημερινή (στην καλύτερη περίπτωση δικαιώνει μια κάποια διαίσθηση των μελετητών). Στο ζήτημα όμως αυτό θα αναφερθούμε αναλυτικότερα στα επόμενα.

Εδώ αξίζει πάντως να επισημάνουμε, σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομική αρθρογραφία, το άρθρο της Επιλογής του Οκτωβρίου 1987, γραμμένο λίγες μόλις μέρες πριν το κραχ, με τίτλο: «Η νέα φάση εξελίξεων στο Χρηματιστήριο Αξιών» (σελ. 631-633). Παρότι το άρθρο αποφεύγει επιμελώς τη διατύπωση ανησυχιών σχετικά με τη μελλοντική εξέλιξη των τιμών των μετοχών, επισημαίνει εντούτοις ότι «οι εξελίξεις στο Χρηματιστήριο Αξιών τους τελευταίους μήνες ύστερα από μια μακρόχρονη περίοδο αδράνειας θυμίζουν τη φάση απότομης ανόδου των τιμών και διογκώσεως των συναλλαγών που είχε προηγηθεί τότε, τη διετία 1971-73. Η άνοδος εκείνη είχε καταλήξει σε έντονη φάση υφέσεως», (Επιλογή, Οκτώβριος 1987, σελ. 631).

2.2 Το χρονικό του κραχ

Τελικά στις 19 Οκτωβρίου 1987 οι φόβοι έγιναν πραγματικότητα διαψεύδοντας τους αισιόδοξους και δίνοντας στους άλλους την απατηλή κατά τη γνώμη μας επιβεβαίωση ότι είχαν συλλάβει ορθά «την κίνηση της οικονομίας»: οι τιμές των μετοχών στη Wall Street κατάρρευσαν παρασύροντας και τα χρηματιστήρια του Λονδίνου και του Τόκιο (Financial Times 20.10.87). Τα γεγονότα, έτσι όπως προσφέρθηκαν στην άμεση παρατήρηση, έχουν ως εξής  -  τουλάχιστον στα κυριότερα, για μας, σημεία τους:

Ο πανικός ξεκίνησε όταν ανακοινώθηκε το ύψος του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ που ήταν ψηλότερο από το αναμενόμενο, ενώ την ίδια στιγμή ο αμερικανός υπουργός οικονομικών Baker επέκρινε τη Δυτικογερμανική οικονομική πολιτική για την αύξηση των επιτοκίων απειλώντας επιπλέον με δραστική μείωση του δολαρίου. Η «αγορά» κατέληξε τότε στο συμπέρασμα ότι είτε τα αμερικανικά επιτόκια θα αυξάνονταν, είτε ότι θα είχαμε μια παραπέρα μείωση της ισοτιμίας του δολαρίου (Aglietta 1987). Και στις δύο περιπτώσεις η παγκόσμια οικονομία θα έμπαινε σε ύφεση.

Ήδη από τις αρχές του '87, οι 7 ηγεμονικές καπιταλιστικές χώρες της Δύσης είχαν συμφωνήσει σ' έναν συντονισμό της οικονομικής τους πολιτικής (συμφωνίες του Λούβρου). Έκριναν τότε ότι το δολάριο που είχε ήδη υποτιμηθεί σημαντικά ως προς τα κυριότερα νομίσματα έπρεπε να σταθεροποιηθεί: οι μεν ΗΠΑ ανησυχούσαν για την αύξηση του πληθωρισμού (που θα προκαλούσε η αύξηση της τιμής των εισαγομένων προϊόντων  -  σε δολάρια  -  σε περίπτωση παραπέρα υποτίμησης του αμερικάνικου νομίσματος), οι δε Ιαπωνία και ΕΟΚ για τις εξαγωγές των προϊόντων τους στη μεγάλη αμερικάνικη αγορά (που κατά τις ενδείξεις θα μειώνονταν μετά από την υποτίμηση του δολαρίου). Οι συνδυασμένες ανησυχίες τους οδήγησαν λοιπόν στη συντονισμένη παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών της ομάδας των 7 στις αγορές συναλλάγματος. Όμως η στήριξη του δολαρίου έγινε μόνο από αυτές, ενώ η εισροή κεφαλαίων στις ΗΠΑ από ιδιώτες «επενδυτές» επιβραδύνθηκε (Economist 24.10.87 a). H στήριξη του δολαρίου αποκλειστικά από τις κεντρικές τράπεζες, έγινε με μαζικές αγορές δολαρίων με μάρκα και γιεν (Εconomist 3.10.87), και δημιούργησε φόβους για αναζωπύρωση του πληθωρισμού που έκανε έτσι κι αλλιώς δειλά αλλά σταθερά την επανεμφάνιση του. Η ροή κεφαλαίων στις ΗΠΑ γινόταν λοιπόν όλο και πιο προβληματική, και οι μόνες διέξοδοι που φαίνονταν πιθανές ήταν (α) η αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων, και (β) η παραπέρα υποτίμηση του δολαρίου. Οι εκτιμήσεις για αύξηση των επιτοκίων ήταν μάλλον οι επικρατέστερες, επειδή ήδη από τις αρχές του '87 διαφαινόταν

image002.jpg

κάτι σαν αντιστροφή της τάσης εξέλιξης τόσο των αμερικάνικων όσο και των ευρωπαϊκών και ιαπωνικών επιτοκίων (διάγραμμα 1). Και ενώ οι φόβοι για μια ύφεση είχαν πυκνώσει από καιρό, ήρθε η αύξηση των γερμανικών επιτοκίων και η διατήρηση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ σε ψηλά επίπεδα. Τώρα πια η «αγορά» έβλεπε την ύφεση πολύ κοντά, πράγμα που οδήγησε σε πανικό: εδώ και καιρό οι «επενδυτές» δανείζονταν χρήματα με επιτόκιο 15% και 16% στη Ν. Υόρκη και το Λονδίνο για ν' αγοράσουν μετοχές που απέφεραν μέρισμα 3  ο περίπου. Είχαν σταματήσει να αναμένουν κέρδη από τα μερίσματα, και προσπαθούσαν να κερδοσκοπήσουν υπολογίζοντας σε μια παραπέρα αύξηση των τιμών των μετοχών (Financial Times 21.10.87 a). H απειλή της ύφεσης καταστρέφει τις κερδοσκοπικές προσδοκίες και τότε όλοι οι κάτοχοι μετοχών τρέχουν να απαλλαγούν από τα χάρτινα ομοιώματα κεφαλαίου που κατέχουν. Η άμεση αντίδραση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας ήταν η μείωση των επιτοκίων και η διαβεβαίωση ότι θα αυξηθεί η προσφορά χρήματος όσο χρειάζεται ώστε ν' αποφευχθεί μία αλυσιδωτή αντίδραση χρεοκοπιών και να αποτραπεί η ύφεση (Economist 24.10.87 b θ Financial Times 21.10.87 b, c). Αυτή η διαβεβαίωση εγκαινιάζει μια στροφή της αμερικάνικης νομισματικής πολιτικής, καθώς σ' όλη τη διάρκεια του έτους η προσφορά χρήματος στις ΗΠΑ είχε επιβραδυνθεί με στόχο τη συγκράτηση του πληθωρισμού. Μια τέτοια επεκτατική πολιτική σημαίνει περισσότερο πληθωρισμό και χαμηλότερη ισοτιμία του δολαρίου. Η Δυτικογερμανική κυβέρνηση από τη μεριά της ανάγγειλε μια μικρή μείωση των επιτοκίων της και επιβεβαίωσε την προσήλωση της στις συμφωνίες του Λούβρου.

Αυτό που τρόμαξε τις αγορές ήταν λοιπόν η εμφάνιση αυξημένου κινδύνου έναρξης της ύφεσης  -  για την οποία κανείς δεν αμφιβάλλει ότι έρχεται: όλη η ανησυχία αφορά το πότε θα αρχίσει. Ο πανικός είναι διαδικασία αυτοσυντηρούμενη: οι «αγορές» γνωρίζουν ότι σε προηγούμενους οικονομικούς κύκλους της αμερικάνικης οικονομίας από το 1929 μέχρι σήμερα, το κραχ ακολουθήθηκε από ύφεση μέσα σε διάστημα 6 μηνών κατά μέσο όρο και οπωσδήποτε όχι περισσότερο από ένα έτος (Kaletsky 1987). Το ίδιο το κραχ δημιουργεί λοιπόν προσδοκίες τέτοιες που ανατροφοδοτούν τους φόβους που αποτέλεσαν το έναυσμα για την κατάρρευση των τιμών των μετοχών.

2.3 Οι ερμηνείες που κυριάρχησαν

Έχει ελάχιστο ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τις ερμηνείες που προβλήθηκαν από τον ημερήσιο και οικονομικό τύπο και από τους κυβερνητικούς παράγοντες για το κραχ. Κι αυτό γιατί οι ερμηνείες αυτές, εκτός εξαιρέσεων1, δεν ήταν. παρά μια αναμετάδοση των απόψεων (και προσδοκιών) του χρηματιστηρίου και της «αγοράς». Έτσι τον πανικό των πρώτων ημερών μετά τις 19 Οκτώβρη διαδέχθηκε η σύνεση και ο «αισιόδοξος σκεπτικισμός» των παραγόντων και «ειδικών» του χρηματιστηρίου, των υπευθύνων της οικονομικής πολιτικής και των πολιτικών. Το γενικό μοτίβο της δημοσιογραφικής αρθρογραφίας δίδεται πλέον απευθείας από τους «υπευθύνους», με δηλώσεις του τύπου «περάσαμε τη μπόρα, πιστεύω» (Χ. Θεοδωρίδης, πρόεδρος του Χρηματιστηρίου Αθηνών, το Βήμα 13-12-1987) και μόνο σποραδικά εμφανίζονται «αναλύσεις» που επιμένουν στις προφητείες μιας (νέας) επερχόμενης καταστροφής (βλ. π.χ. Tα Νέα 15-1-287: «Νέο κραχ μες στο '88. Υπάρχει σενάριο...»).

Πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει για μας να αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο η Αριστερά και ο τύπος της αντιλήφθηκε τη διεθνή χρηματιστηριακή κρίση. Γιατί εδώ, για άλλη μια φορά, γίνεται φανερή η ανικανότητα της Αριστεράς να προχωρήσει σε μια συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, να διαγνώσει τους εσωτερικούς  -  δομικούς προσδιορισμούς της καπιταλιστικής οικονομίας και εξουσίας, πράγμα που θα αποτελούσε και την προϋπόθεση για τη χάραξη μιας αντικαπιταλιστικής στρατηγικής. Αντ' αυτού προβάλλονται αρχικά κατά κόρον γενικόλογες προφάνειες, του τύπου «αποδείχθηκε ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ξεπεράσει τις κρίσεις του» (σε μια εποχή που και ο τελευταίος δημοσιογράφος, και ο τελευταίος καπιταλιστής και ο τελευταίος γραφειοκράτης μιλούν ακατάπαυστα για την οικονομική κρίση του καπιταλισμού) για να θεωρηθεί στη συνέχεια το κραχ (αλλά και η επιδείνωση της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας) αποτέλεσμα της πολιτικής του Ρήγκαν, ή, αντίστοιχα, στη χώρα μας, αποτέλεσμα της «πολιτικής του δικομματισμού»: «Στα χρόνια της Ρηγκανομίας, η δυτική οικονομία έχει γίνει πιο εξαρτημένη από ποτέ από τα καπρίτσια του δολαρίου. Ο παραμερισμός τους είναι ένα επείγον καθήκον για όλους τους αρχηγούς του καπιταλιστικού εμπορίου» (Φ. Γκοριουνόφ, «Αποχαιρετισμός στους "Ταύρους"» Ριζοσπάστης 151-187). «Το κραχ σημαίνει την απαρχή μιας νέας οικονομικής κρίσης, ενός νέου παροξυσμού της γενικότερης διαρθρωτικής κρίσης του σύγχρονου καπιταλισμού (...) Το πρόβλημα συνεπώς που τίθεται για τη χώρα μας, είναι αν θα αντιμετωπίσει τις εξελίξεις αυτές άοπλη, ανοχύρωτη και ανίσχυρη, φτηνή και εύκολη λεία στους πανίσχυρους κεφαλαιοκράτες του χρήματος, όπως την οδηγούν οι δυνάμεις του δικομματισμού, ή αν θα παρθούν μέτρα αποτελεσματικής προστασίας των εθνικών λαϊκών συμφερόντων (...) η κρίση και ο πανικός δείχνουν το χάος στο οποίο οδηγεί η «ελεύθερη καπιταλιστική αγορά» και επαναφέρουν στην επικαιρότητα την ανάγκη του κοινωνικού ελέγχου και του σχεδιασμού (...) η κρίση δείχνει τη βαθιά αντίφαση ανάμεσα στο διεθνή χαρακτήρα των προβλημάτων και την ανάγκη ισότιμης και συντονισμένης αντιμετώπισης τους από τη μια και στον ιδιοτελή, ανταγωνιστικό τρόπο αντιμετώπισης τους στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού συντονισμού από την άλλη (...) Η κρίση συνεπώς, αυτή μπορεί και πρέπει να μεταφραστεί στη συνείδηση των μαζών σε μια κρίση του δικομματισμού και της πολιτικής του, σε μια αποκάλυψη της ανικανότητας του να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας μας, στα ζωτικά εθνικά μας συμφέροντα» (Γ. Δραγασάκη: «Μετά το κραχ...». Ριζοσπάστης 8 11 87).

Για μια ακόμα φορά, λοιπόν, ο πολιτικός ιδεαλισμός υποκαθιστά την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, δηλαδή τη μαρξιστική θεωρία και ανάλυση.

3. Ο ρόλος και τα όρια του χρηματιστηρίου

3.1 Ένας ατεκμηρίωτος εμπειρισμός

Οι παράγοντες των χρηματιστηρίων διεθνώς αρέσκονται να επαναλαμβάνουν την άποψη ότι το χρηματιστήριο αποτελεί «έναν ασφαλή σεισμογράφο για αυτό το οποίο θα συμβεί μέσα σε μισό χρόνο έξω, στην οικονομία» (Der Spiegel 7-12-87, σελ. 152). Η θέση αυτή τεκμηριώνεται σύμφωνα με τους υποστηρικτές της, στους οποίους ανήκουν  -  όπως είδαμε  -  και οι «θεωρητικοί» της παραδοσιακής Αριστεράς, στο εμπειρικό δεδομένο ότι μια χρηματιστηριακή κρίση προηγείται πάντοτε χρονικά από την ύφεση ή την όξυνση της οικονομικής κρίσης.

Αν όμως εξετάσουμε κάπως σχολαστικότερα αυτή την «εμπειρική τεκμηρίωση» θα διαπιστώσουμε ότι είναι μονομερής και επιπόλαια: Ενώ η ύφεση και η όξυνση της οικονομικής κρίσης συνδέεται κατά κανόνα με κραχ στο χρηματιστήριο, εντούτοις το αντίστροφο δεν ισχύει: Ένα χρηματιστηριακό κραχ μπορεί να μην έχει ως (χρονικό) επακόλουθο την οικονομική κρίση και ύφεση. Έτσι για παράδειγμα στις 9 Μαΐου 1901 οι τιμές των μετοχών στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης έπεσαν κατά 50% περίπου, χωρίς αυτό να έχει κάποια συνέχεια στην «πραγματική οικονομία». Το ίδιο χωρίς «συνέχεια» παρέμεινε το κραχ της 13.5.1927 στη Γερμανία ενώ το κραχ της 28.5.1962 στη Νέα Υόρκη και την Ευρώπη εντάσσεται σε μια συγκυρία ολιγόμηνης και σχεδόν ανεπαίσθητης επιδείνωσης των οικονομικών δεικτών (Merklein 1987). Αντίθετα τα κραχ στο χρηματιστήριο του Λονδίνου το 1847, το 1857 (τα οποία περιγράφει ο Μαρξ στον τρίτο τόμο του κεφαλαίου σελ. 514 κ.ε., 530 κ.ε., 611 κ.ε.) και το 1866, το κραχ του 1873 στη Βιέννη, το Βερολίνο, τις Βρυξέλες, το Παρίσι, το Λονδίνο και τη Ν. Υόρκη, και βέβαια το κραχ του Οκτωβρίου 1929 στην Αμερική και την Ευρώπη σχετίζονταν άμεσα με την επερχόμενη (αλλά ήδη ορατή) οικονομική κρίση. Όμως και πάλι το χρηματιστηριακό κραχ από μόνο του δεν θα μπορούσε να αποτελεί ασφαλή ένδειξη για την έκταση και τη διάρκεια της επερχόμενης (ή εξελισσόμενης) κρίσης. Έτσι για παράδειγμα ενώ η κρίση του 1866 στην Αγγλία είχε ήδη ξεπεραστεί το 1868 με μικρές σχετικά συνέπειες για την αγγλική οικονομία, η κρίση του 1929 εξακολουθούσε μέχρι τουλάχιστον το 1933 να σαρώνει όλες τις καπιταλιστικές χώρες: Ήδη το 1930, όταν οι τιμές των μετοχών στη Wall Street είχαν ανακτήσει 20% από τις απώλειες του κραχ, η απασχόληση στις ΗΠΑ είχε μειωθεί κατά 16% και στη Γερμανία κατά 50% περίπου, εκατοντάδες επιχειρήσεις είχαν χρεοκοπήσει και η αμερικανική βιομηχανική παραγωγή είχε μειωθεί κατά τουλάχιστον 20% (Merklein 1987).

Αυτή η μερική μόνο συσχέτιση του χρηματιστηριακού κραχ με την οικονομική ύφεση και τα χαρακτηριστικά της έχει γίνει αντιληπτή ακόμα και από τους εκπροσώπους της αστικής οικονομικής θεωρίας. Έτσι ο Milton Friedman παρατηρούσε ότι «η χρηματιστηριακή κρίση του 1929 ήταν ένα σημαντικό γεγονός, αλλά ούτε προκάλεσε τη μεγάλη κρίση, ούτε αποτέλεσε ένα αποφασιστικό παράγοντα για την οξύτητα της ύφεσης». Στην ίδια λογική ο J. K. Galbraith έγραφε: «Αν η οικονομία ήταν το 1929 στη βάση της υγιής, το χρηματιστηριακό κραχ θα είχε ενδεχομένως μικρότερες επιπτώσεις». Και ο J. A. Schumpeter συμπέρανε: «Δεν είναι απαραίτητο ένα χρηματιστηριακό κραχ να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη γενική οικονομική κατάσταση (...) Στην περίπτωση που δεν συμπίπτουν με γενικές οικονομικές υφέσεις, αλλά έχουν δημιουργηθεί ανεξάρτητα από αυτές, οι υποτιμημένες αγορές τίτλων δεν έχουν μεγάλη χρονική διάρκεια». (Όλα τα αποσπάσματα παρατίθενται από την R. Merklein 1987).

Αλλά και ο Μαρξ είχε επισημάνει, ήδη στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου τη δυνατότητα μιας «χρηματικής κρίσης», που να μην αντιστοιχεί σε μια ανάλογη κρίση του παραγωγικού κεφαλαίου. Είχε δηλαδή εντοπίσει την (ενδεχόμενη) αυτονόμηση των εξελίξεων στη σφαίρα των τραπεζών, του χρηματιστηρίου κλπ. από το βιομηχανικό κύκλο: «Πρέπει φυσικά να γίνει διάκριση ανάμεσα στη χρηματική κρίση, έτσι όπως καθορίζεται στο κείμενο σαν ιδιαίτερη φάση κάθε γενικής κρίσης παραγωγής και εμπορίου, και στο ειδικό βάρος της κρίσης, που την ονομάζουν επίσης χρηματική κρίση, που μπορεί όμως να εκδηλωθεί ανεξάρτητα, έτσι που μόνο σαν αντίχτυπος επιδρά στη βιομηχανία και το εμπόριο. Πρόκειται για κρίσεις που το κινητό τους κέντρο είναι το χρηματικό κεφάλαιο και που για το λόγο αυτό έχουν σαν άμεση τους σφαίρα δράσης την τράπεζα, το χρηματιστήριο και τη χρηματική κυκλοφορία» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο τ. Ι, σελ. 148 149, εκδ. Μόρφωση, Αθήνα 1963).

Για να αντιληφθούμε λοιπόν το χαρακτήρα τον πρόσφατου κραχ δεν αρκεί να επαναπαυόμαστε στις δημοσιογραφικές γενικολογίες ή στην αυθόρμητη συνείδηση των χρηματιστών. Χρειάζεται αντίθετα να εντοπίσουμε συγκεκριμένα την εσωτερική συνάφεια, αλλά και το βαθμό αυτονομίας των εξελίξεων που έλαβαν χώρα στο χρηματιστήριο με τις εξελίξεις στην οικονομία, δηλαδή με τη σημερινή συγκυρία της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και την εξελισσόμενη κρίση υπερσυσσώρευσης. Για να μπορέσουμε να κάνουμε κάτι τέτοιο χρειάζεται όμως να αναφερθούμε προηγουμένως συνοπτικά σε ορισμένα ζητήματα που αφορούν την οικονομική λειτουργία του χρηματιστηρίου στα πλαίσια της καπιταλιστικής οικονομίας. Ως βιβλιογραφία για ό,τι θα ακολουθήσει χρησιμοποιήσαμε κυρίως το Πέμπτο Τμήμα του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου του Μαρξ (ιδίως τα κεφ. 29 32).

3.2 Δανειακό (τοκοφόρο) κεφάλαιο και χρηματιστήριο

Η αγορά μετοχών μιας εταιρίας στο χρηματιστήριο έχει οικονομικά το χαρακτήρα της παροχής δανεικού (τοκοφόρου) κεφαλαίου, από τον αγοραστή των μετοχών προς την επιχείρηση που τις έχει εκδώσει. «Τι είναι λοιπόν η αξία χρήσης  -  που εκχωρεί ο κεφαλαιοκράτης του χρήματος (στην περίπτωση μας ο αγοραστής των μετοχών, Η.Ι.Γ.Μ.) για το χρονικό διάστημα χορήγησης του δανείου και που τη μεταβιβάζει στον παραγωγικό κεφαλαιοκράτη, στον δανειζόμενο; Είναι η αξία χρήσης που αποχτάει το χρήμα χάρη στο γεγονός, ότι μπορεί να μετατραπεί σε κεφάλαιο, να (...) παράγει στην κίνηση του μια καθορισμένη υπεραξία, το μέσο κέρδος (...) Και οι δυο, και ο δανειστής και αυτός που παίρνει το δάνειο, δαπανούν το ίδιο χρηματικό ποσό σαν κεφάλαιο. Αλλά μόνο στα χέρια του δεύτερου λειτουργεί σαν κεφάλαιο. Η διπλή ύπαρξη για δυο πρόσωπα του ίδιου χρηματικού ποσού σαν κεφαλαίου, δεν διπλασιάζει το κέρδος. Μπορεί να λειτουργήσει σαν κεφάλαιο και για τους δυο με το μοίρασμα του κέρδους. Το μέρος του κέρδους που παίρνει ο δανειστής ονομάζεται τόκος» (Το Κεφάλαιο τ. III, σελ. 443, 446).

Η μορφή του κεφαλαιακού δανεισμού που αντιστοιχεί στη λειτουργία του χρηματιστηρίου παρουσιάζει εντούτοις μια ιδιομορφία, που την καθιστά «ελκυστική» τόσο για τον επιχειρηματία κεφαλαιοκράτη, όσο και για τον κεφαλαιοκράτη του χρήματος: Το κεφάλαιο που περνάει στα χέρια του επιχειρηματία δεν επιστρέφεται στον κεφαλαιοκράτη του χρήματος. Αυτός ο τελευταίος αποκτά μόνο κάποιους «τίτλους ιδιοκτησίας», κάποιες μετοχές της επιχείρησης που του επιτρέπουν απλώς να εισπράττει μια μορφή τόκου, δηλαδή κάποια «μερίσματα» από τα μελλοντικά κέρδη της επιχείρησης, ανάλογα με την αξία των μετοχών που κατέχει. Τα μερίσματα αυτά είναι κατά κανόνα σημαντικά χαμηλότερα από τον τόκο που θα υποχρεωνόταν να πληρώνει ο επιχειρηματίας αν είχε καταφύγει στην κλασική μορφή του δανεισμού από το τραπεζικό σύστημα. Η έκδοση μετοχών είναι δηλαδή για την καπιταλιστική επιχείρηση η πιο «φτηνή» μέθοδος απόκτησης δανεικού χρήματος (κεφαλαίου).

Για τον κεφαλαιοκράτη του χρήματος δεν είναι λοιπόν (ή δεν φαίνεται) συμφέρουσα η επένδυση στο χρηματιστήριο λόγω των μεριδίων που αποφέρουν οι μετοχές, αλλά λόγω του γεγονότος ότι οι μετοχές και η τιμή τους είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμες. Ελπίζει δηλαδή ο κεφαλαιοκράτης του χρήματος σε μια αύξηση της τιμής των μετοχών, (που συνεχίζουν μετά την έκδοση τους τη δικιά τους αυτόνομη κίνηση στο χρηματιστήριο), αύξηση που θα του επιτρέψει να αυξήσει αντίστοιχα το κεφάλαιο που επένδυσε.

Βεβαίως, για τον επιχειρηματία κεφαλαιοκράτη είναι αδιάφορο αν οι χάρτινοι αυτοί τίτλοι ιδιοκτησίας που εξέδωσε παραμένουν στα χέρια του Α που αρχικά τους αγόρασε, ή μεταβιβάστηκαν από αυτόν στον Β και από αυτόν στον Γ κ.ο.κ. Το μόνο «πραγματικό» κεφάλαιο σ' όλη αυτή την ιστορία είναι εκείνο που αυτός ο ίδιος εισέπραξε, και έχει ήδη καταναλώσει παραγωγικά (επενδύσει), δηλαδή το έχει ήδη μετατρέψει σε μέσα παραγωγής και μισθούς. Η αξία αυτού του κεφαλαίου που ο επιχειρηματίας εισέπραξε από την πώληση των μετοχών που εξέδωσε δεν διπλασιάζεται, με την έκδοση των μετοχών, δεν ενσωματώνεται πέρα από την επιχείρηση και στους χάρτινους τίτλους αυτού του κεφαλαίου. Οι χάρτινοι τίτλοι δεν αντιπροσωπεύουν πραγματική αξία, όσες φορές και αν μεταπωληθούν. Αντιπροσωπεύουν πάντα απλώς το δικαίωμα πάνω στην υπεραξία που ενδεχομένως θα προκύψει από το κεφάλαιο, το οποίο μέσω της έκδοσης των μετοχών έχει περιέλθει στον επιχειρηματία κεφαλαιοκράτη και έχει επενδυθεί από αυτόν, (βλ. Το Κεφαλαίοι. III, σελ. 585). Εντούτοις, το «χάρτινο» αυτό (πλασματικό) κεφάλαιο, όπως άλλωστε και κάθε άλλη μορφή τοκοφόρου κεφαλαίου μοιάζει σαν να έχει προικιστεί με μία μαγική ιδιότητα που του επιτρέπει να «αυτοαξιοποιείται» αδιάκοπα: «Ενώ ο τόκος είναι μόνο ένα μέρος του κέρδους, δηλαδή, της υπεραξίας, που ο ενεργός κεφαλαιοκράτης εκθλίβει από τον εργάτη, εμφανίζεται τώρα αντίθετα ο τόκος σαν ο καθεαυτό καρπός του κεφαλαίου» (Το Κεφάλαιο, τ. III, σελ. 495. Βλ. επίσης στο ίδιο, σελ. 472-73, 483, 489 κ.ε.)

Το χρηματιστήριο γίνεται λοιπόν ο τόπος της ιδιαίτερης κίνησης, της «αυτοαξιοποίησης», αλλά και πολύ περισσότερο της υπερτίμησης και υποτίμησης, των χάρτινων τίτλων. Η κίνηση αυτή του πλασματικού, του «χάρτινου κεφαλαίου», ιδίως δε η διακύμανση της τιμής των τίτλων, ως ένα βαθμό καθορίζεται από την κίνηση του παραγωγικού κεφαλαίου, από τη φάση του οικονομικού κύκλου. Ως ένα βαθμό πάλι αυτονομείται από αυτήν, αποκτά τη δική της δυναμική. Δεν αποτελεί δηλαδή η κίνηση του «χάρτινου» κεφαλαίου το πιστό αντικαθρέφτισμα της κίνησης του παραγωγικού κεφαλαίου, όπως θέλουν να πιστεύουν οι εκπρόσωποι και οι «ειδικοί» του χρηματιστηρίου. Για να μπορέσουμε λοιπόν να αντιληφθούμε το πραγματικό οικονομικό περιεχόμενο των πρόσφατων εξελίξεων στη χρηματιστήριο θα πρέπει να διευρευνήσουμε διεξοδικότερα αυτή τη σχέση ανάμεσα στην εξέλιξη της οικονομικής συγκυρίας και στην εξέλιξη των τιμών των μετοχών στο χρηματιστήριο.

Ο Μαρξ είχε με σαφήνεια περιγράψει τον προσδιορισμό αλλά και την ενδεχόμενη σχετική αυτονόμηση της κίνησης του «χάρτινου (πλασματικού) κεφαλαίου» από την κίνηση του πραγματικού παραγωγικού κεφαλαίου.

Στις περιόδους της κρίσης, όταν απαξιώνεται το συσσωρευμένο παραγωγικό κεφάλαιο και εκμηδενίζονται τα κέρδη, οι τιμές των μετοχών πέφτουν: «Σε περίοδες κρίσης η ζήτηση κεφαλαίου για δανεισμό, επομένως και το ποσοστό του τόκου, φτάνουν στο ανώτατο όριο τους. Το ποσοστό του κέρδους και μαζί του η ζήτηση βιομηχανικού κεφαλαίου σχεδόν εξαφανίζονται. Σε τέτοιες περίοδες ο καθένας δανείζεται για να πληρώσει, για να εκπληρώσει υποχρεώσεις που είχε ήδη αναλάβει (...) Το εμπορευματικό κεφάλαιο τον καιρό της κρίσης και γενικά του περιορισμού των συναλλαγών χάνει σε μεγάλο βαθμό την ιδιότητα του να αντιπροσωπεύει δυνητικό χρηματικό κεφάλαιο. Το ίδιο ισχύει και για το πλασματικό κεφάλαιο, για τα τοκοφόρα χρεόγραφα, εφόσον αυτά τα ίδια κυκλοφορούν στο χρηματιστήριο σαν χρηματικά κεφάλαια. Όταν αυξάνει το επιτόκιο πέφτει η τιμή τους. Πέφτει ακόμα εξαιτίας της γενικής έλλειψης πιστώσεων, που εξαναγκάζει τους κατόχους τους, να τα ρίχνουν κατά μάζες στην αγορά για να προμηθευτούν χρήμα. Πέφτει ακόμα η τιμή των μετοχών, εν μέρει εξαιτίας της μείωσης των εισοδημάτων, πάνω στα οποία έχουν δικαίωμα, εν μέρει εξαιτίας του κερδοσκοπικού χαρακτήρα των επιχειρήσεων, που συχνά αντιπροσωπεύουν. Αυτό το πλασματικό χρηματικό κεφάλαιο μειώνεται σε τεράστιο βαθμό σε περίοδες κρίσεων και έτσι μειώνεται και για τους κατόχους του η δυνατότητα να αντλήσουν με αυτό χρήμα από την αγορά» (Το Κεφάλαιο, τ. III σελ. 645, 621-22).

Εντούτοις το κραχ, δηλαδή η απότομη πτώση της τιμής των μετοχών, η «υποτίμηση» του πλασματικού κεφαλαίου, δεν είναι η αντανάκλαση μιας ανάλογης υποτίμησης (απαξίωσης) του πραγματικού παραγωγικού κεφαλαίου το οποίο οι μετοχές «αντιπροσωπεύουν»: «Αυτή η μείωση της τρέχουσας τιμής σε χρήμα αυτών των χρεογράφων στο Δελτίο του χρηματιστηρίου δεν έχει ωστόσο καμιά σχέση με το πραγματικό κεφάλαιο που αντιπροσωπεύουν, αντίθετα, έχει μεγάλη σχέση με την ικανότητα των κατόχων τους να πληρώνουν» (7ο Κεφάλαιο, τ. III, σελ. 622).

Εδώ εμφανίζεται, λοιπόν, κατ' αρχήν μια μορφή μη αντιστοιχίας ανάμεσα στην κίνηση τον παραγωγικού (πραγματικού) κεφαλαίου και στην κίνηση του «χάρτινου» (πλασματικού) κεφαλαίου: «Η αυτοτελής κίνηση της αξίας αυτών των τίτλων ιδιοκτησίας, ενισχύει την επίφαση ότι αποτελούν πραγματικό κεφάλαιο, δίπλα σε εκείνο το κεφάλαιο και σε εκείνη την απαίτηση, τίτλοι των οποίων μπορεί να είναι. Γίνονται δηλαδή εμπορεύματα, που η τιμή του έχει δική της ιδιόμορφη κίνηση και δικό της ιδιόμορφο τρόπο καθορισμού της. Η αγοραία αξία τους καθορίζεται διαφορετικά από την ονομαστική τους αξία. χωρίς να συνδέεται με τις αλλαγές της αξίας του πραγματικού κεφαλαίου (αν και συνδέεται με την αξιοποίηση αυτής της αξίας). Από τη μια μεριά, η αγοραία αξία τους κυμαίνεται μαζί με τις διακυμάνσεις του ποσού και της σιγουριάς των εσόδων, στα οποία έχουν δικαιώματα (...) Η αγοραία αξία αυτών των χαρτιών είναι εν μέρει κερδοσκοπική, γιατί δεν καθορίζεται μόνο με βάση τα πραγματικά κέρδη, αλλά υπολογίζεται από τα πριν με βάση τα αναμενόμενα κέρδη της επιχείρησης2 (...) Εφόσον η υποτίμηση ή η ανατίμηση αυτών των χαρτιών είναι ανεξάρτητη από την κίνηση της αξίας του πραγματικού κεφαλαίου που αντιπροσωπεύουν, ο πλούτος ενός έθνους είναι ακριβώς τόσο μεγάλος, όσος ήταν πριν και μετά από την υποτίμηση ή την ανατίμηση τους» (Το Κεφάλαιο, τ. III, σελ. 590 591).

Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στη φάση της κρίσης, οι τιμές των μετοχών αυξάνουν στη φάση της οικονομικής άνθισης. Εντούτοις, και αυτό είναι που μας ενδιαφέρει εδώ, η αύξηση της τιμής των μετοχών δεν σημαίνει αναγκαστικά και ότι η συσσώρευση του «πραγματικού» κεφαλαίου βρίσκεται σε μια φάση άνθισης ή έστω ανάκαμψης. Αντίθετα, η αύξηση της τιμής των μετοχών προκύπτει συχνά από το γεγονός και μόνο (ή έστω κυρίως) ότι το χρηματιστήριο γίνεται αποδέκτης του πλεονάζοντος χρηματικού κεφαλαίου: Ακριβώς δηλαδή επειδή το κεφάλαιο αυτό, στα πλαίσια κατά κανόνα μιας κρίσης υπερσυσσώρευσης, αδυνατεί να μετασχηματιστεί σε επένδυση, σε παραγωγικό κεφάλαιο (επειδή απουσιάζουν οι σφαίρες της σε μακροπρόθεσμη βάση επικερδούς τοποθέτησης στην παραγωγή), παίρνει τη μορφή του δανείσιμου χρηματικού κεφαλαίου και ως τέτοιο επιχειρεί να αξιοποιηθεί. Η ζήτηση μετοχών στο χρηματιστήριο και συνακόλουθα η τιμή των μετοχών μπορεί έτσι να αυξάνει, ακόμα και στα πλαίσια μιας κρίσης υπερσυσσώρευσης, μέχρις ότου όμως η «αγορά» αντιληφθεί ότι οι πρόσκαιρες βελτιώσεις των οικονομικών δεικτών, αλλά επίσης και η ίδια η ύπαρξη του χρηματικού (κεφαλαιακού) πλεονάσματος δεν επαρκούν για να «δρομολογήσουν» την ανάκαμψη. «Αν ο βιομήχανος δεν μπορεί να διευρύνει άμεσα το προτσές αναπαραγωγής του, τότε ένα μέρος του χρηματικού του κεφαλαίου αποβάλλεται από την κυκλοφορία σαν περίσσιο και μετατρέπεται σε δανείσιμο χρηματικό κεφάλαιο (...) Αν υποθέσουμε αμετάβλητους όλους τους άλλους όρους, η μάζα του κέρδους που προορίζεται να ξαναμετατραπεί σε κεφάλαιο, θα εξαρτηθεί από τη μάζα του κέρδους που πραγματοποιήθηκε και, επομένως, από τη διεύρυνση του ίδιου του προτσές αναπαραγωγής. Αν όμως αυτή η νέα συσσώρευση σκοντάψει σε δυσκολίες στη χρησιμοποίηση της, σε έλλειψη σφαιρών τοποθέτησης, αν υπάρχει δηλαδή υπερπλήρωση των κλάδων παραγωγής και υπερπροσφορά κεφαλαίου για δανεισμό, τότε η πληθώρα αυτή του δανείσιμου χρηματικού κεφαλαίου δείχνει μόνο τα όρια της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Η κερδοσκοπία με τις πιστώσεις που ακολουθεί αποδείχνει ότι δεν υπάρχει θετικό εμπόδιο στη χρησιμοποίηση αυτού του πλεονάζοντος κεφαλαίου. Υπάρχει ωστόσο ένα εμπόδιο που δημιουργείται πάνω στη βάση των νόμων αξιοποίησης του, πάνω στη βάση των ορίων μέσα στα οποία το κεφάλαιο μπορεί να αξιοποιείται σαν κεφάλαιο» (Το Κεφάλαιο, τ. III, σελ. 636, 637-38).

Θα δούμε στα επόμενα, ότι οι πρόσφατες εξελίξεις στα χρηματιστήρια αντιστοιχούν σ' αυτήν ακριβώς την περίπτωση της αυξημένης ζήτησης τίτλων σαν αποτέλεσμα της ροής στο χρηματιστήριο του πλεονάζοντος δανείσιμου χρηματικού κεφαλαίου. Η εξέλιξη αυτή, που αρχικά ανέβασε κατακόρυφα τις τιμές των μετοχών (όπως άλλωστε και τον όγκο των συναλλαγών) εγκυμονούσε εξαρχής το κραχ, γιατί δεν αντιστοιχούσε σε μια αντίστοιχη ανάκαμψη του «πραγματικού» (παραγωγικού) κεφαλαίου.

4. Κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, βιομηχανικός κύκλος, κραχ, ταξική πάλη

Έχουμε δείξει στο παρελθόν από τις σελίδες των θέσεων, ότι παρά τις επιμέρους περιόδους ύφεσης ή ανάκαμψης, η καπιταλιστική οικονομία βρίσκεται από τις αρχές της δεκαετίας του '70 σε μια φάση κρίσης υπερσυσσώρευσης, και ότι ο βασικός παράγοντας για την έναρξη της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης της παραγωγής είναι να διασφαλίσει το κεφάλαιο την ηγεμονία πάνω στην εργασιακή διαδικασία, ώστε να μπορέσει να προχωρήσει στην εφαρμογή των νέων επιστημονικών γνώσεων στην παραγωγή με τους δικούς τον όρους. Και ότι η ηγεμονία αυτή εξαρτάται από το συνολικό ταξικό συσχετισμό δυνάμεων (που διατρέχει τον κοινωνικό σχηματισμό στο σύνολο του). Τα τέλη της δεκαετίας του '70 και τις αρχές της δεκαετίας του '80, τις σημαδεύει η μετατροπή του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων υπέρ του κεφαλαίου: η ιστορική παρακμή των παραδοσιακών πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων της εργατικής τάξης, η αμηχανία τους μπροστά στη χρεοκοπία των μεταρρυθμιστικών ιδεολογημάτων που καθοδήγησαν το εργατικό κίνημα επί 50 χρόνια (Τσεκούρας 1987), η ιδεολογική υπεροχή της αστικής τάξης, και στη συνέχεια, η αύξηση της ανεργίας, η πολιτική της λιτότητας, η ένταση της κρατικής καταστολής, η ενίσχυση του συντηρητισμού, του ρατσισμού και του φασισμού, η παραπέρα υποταγή των εργατικών οργανώσεων στις ιδεολογίες του εθνικισμού και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, η αποδυνάμωση των απεργιών, η πειθαρχία στη δουλειά και η χαλάρωση της εργατικής αλληλεγγύης, η θεωρητική απόγνωση των αριστερών. Ακόμη και σήμερα, που αρχίζει να αχνοδιαγράφεται το καινούργιο πρόσωπο της κοινωνικής επανάστασης, που το εργατικό  -  αλλά και το φοιτητικό  -  κίνημα ανακαλύπτει τις καινούργιες μορφές αυτοοργάνωσής του έξω από κόμματα και συνδικάτα (Κυπριανίδης 1987), δηλαδή τώρα που θέτει τον εαυτό του εκτός αστικού Κράτους, ο ταξικός συσχετισμός δυνάμεων μας τραβάει ασταμάτητα προς την ίδια πάντα κατεύθυνση: αναδιάρθρωση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, αναδιάταξη του κρατικού μηχανισμού με ενίσχυση των καταπιεστικών λειτουργιών του και αποδυνάμωση του «κράτους πρόνοιας», αναδίπλωση στον εθνικισμό.

Η διαδικασία της κεφαλαιοκρατικής αναδιάρθρωσης της δεκαετίας του '80, ενεργοποιημένη από τη μεταστροφή του συσχετισμού δυνάμεων έχει σήμερα πια προχωρήσει αρκετά: μπορούμε τώρα που κλείνει ένας (βιομηχανικός) κύκλος να επιχειρήσουμε έναν κάποιο απολογισμό  -  και όχι μόνο των αποτελεσμάτων της αναδιάρθρωσης, αλλά και του βεληνεκούς των θεωρητικών μας θέσεων.

4.1 Κέρδη, λιτότητα, επενδύσεις

«Τα κέρδη του σήμερα είναι οι επενδύσεις του αύριο και η απασχόληση του μεθαύριο» έλεγε ο καγκελάριος Schmidt στα τέλη της δεκαετίας του '70. Τη ρήση του αυτή την επανέλαβαν ακούραστα χιλιάδες φορές οι απανταχού εκπρόσωποι της αστικής τάξης, μέχρι που απόκτησε την ακλόνητη δύναμη της προφάνειας: όλοι αργά ή γρήγορα υποτάχθηκαν στην ιδεολογία του κέρδους, μέχρι και τα υποτιθέμενα «σκληρά» ΚΚ.

Δικαιολογημένα ο Κόσκος, εκπρόσωπος της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», θριαμβολογούσε πρόσφατα από τις στήλες του Βήματος, ότι σήμερα πια στην Ελλάδα όλοι έχουν δεχτεί την αναγκαιότητα ύπαρξης, τη «νομιμοποίηση», του κέρδους. Το ΚΚΕ φροντίζει τον τελευταίο καιρό να διαβεβαιώνει ότι είναι κατά «του διωγμού των ιδιωτικών επιχειρήσεων και του ιδιωτικού κέρδους γενικά», και ο Δραγασάκης, που έχει αναλάβει να σώσει τη μαρξόφωνη βιτρίνα του κόμματος, τολμάει να γράψει ότι «η αντίθεση μας δεν βρίσκεται στο κέρδος γενικά αλλά στο καπιταλιστικό κέρδος». Αυτός ο τόσο περίεργος  -  για όσους έχουν έστω μια στοιχειώδη μαρξιστική παιδεία  -  όρος («καπιταλιστικό κέρδος») επαναλαμβάνεται και στο 12ο συνέδριο από την κεντρική επιτροπή του ΚΚΕ.

Το παράξενο στην Ελλάδα, είναι ότι η ιδεολογία του κέρδους φτάνει στο απόγειο της ακριβώς τη στιγμή που η συγκυρία της διεθνούς οικονομίας διαψεύδει αυτή τη δήθεν προφανή σχέση κέρδους επενδύσεων:

' Η μεταστροφή του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων υπέρ του κεφαλαίου στα χρόνια 19801985 επέτρεψε στο κεφάλαιο να αυξήσει σημαντικά το κέρδος:

* με την πολιτική της λιτότητας και τη συνακόλουθη μείωση ή σταθεροποίηση των πραγματικών μισθών (αύξηση της μερίδας των κερδών)

* με την αναμόρφωση της αγοράς εργασίας ώστε να επιτυγχάνεται μεγαλύτερη κινητικότητα της εργατικής δύναμης, και επομένως αύξηση της εκμεταλλευσιμότητάς της (δηλαδή των δυνατοτήτων εκμετάλλευσης της)

* με την ένταση παραδοσιακών μορφών εκμετάλλευσης που στις περισσότερες από τις ηγεμονικές καπιταλιστικές χώρες η εργατική τάξη είχε περιορίσει στο ελάχιστο με την ανάπτυξη των αγώνων της (φασόν, δουλειά στο σπίτι, μερική απασχόληση κ.λπ.)

* με την εφαρμογή νέων επιστημονικών και τεχνολογικών γνώσεων στην παραγωγή, μέσα σε συνθήκες συντριπτικής υπεροχής του κεφαλαίου. Οι σημαντικότεροι δείκτες κερδοφορίας του κεφαλαίου παρουσιάζουν, για πρώτη φορά μετά από 15 περίπου χρόνια σχεδόν συνεχούς πτώσης, αυξητικές τάσεις. Για τις ΗΠΑ, τη Γαλλία (Problemes Economiques 18.3.87), τη Βρετανία και την Ιταλία (Conjoncture Sep. 87), ως σημείο αντιστροφής τοποθετείται το έτος .1982. Για την Ελλάδα (Το Βήμα 10.5.87 και 31.5.87) τοποθετείται το 1986.

Η αύξηση αυτή της κερδοφορίας, έθεσε στη διάθεση των επιχειρήσεων τα χρηματικά μέσα για την αποπληρωμή σημαντικού μέρους των χρεών τους και για την πραγματοποίηση παραγωγικών επενδύσεων. Και πράγματι, η σχέση ιδίων δανεικών κεφαλαίων βελτιώθηκε σημαντικά τα χρόνια '82'87. Όμως σε ό,τι αφορά τις παραγωγικές επενδύσεις τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν με τον τρόπο που η αστική ιδεολογία φαντασιωνόταν: μετά από μία σημαντική αύξηση κατά τα πρώτα χρόνια της ανάκαμψης, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου άρχισαν να επιβραδύνονται και στις 7 ηγεμονικές καπιταλιστικές χώρες (Economist Survey 26.9.87 a). Ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, η επένδυση (χωρίς τις κατοικίες) αφού αυξήθηκε εντυπωσιακά το '84 και το '85 (17% και 9% αντίστοιχα), έπεσε στο  - 1,2% το 1986 (Le Monde, Bilan economique et social 1986 b). Ta σημερινά κέρδη δεν είναι αναγκαστικά οι αυριανές επενδύσεις: Η σημερινή κρίση του καπιταλισμού δεν είναι γενικά κρίση κερδοφορίας. Είναι κρίση υπερσυσσώρευσης: Κρίση «αποδοτικότητας» του ήδη επενδυμένου κεφαλαίου. Έτσι, ακόμα και μια πρόσκαιρη αύξηση των κερδών δεν λύνει το πρόβλημα της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Τα κέρδη δεν μετασχηματίζονται σε επενδύσεις όσο δεν έχει λυθεί το πρόβλημα τον «αργούντος» παραγωγικού κεφαλαίου, όσο δεν έχει πραγματοποιηθεί η καπιταλιστική αναδιάρθρωση της παραγωγής. Από τη στιγμή που η «ανάκαμψη» άρχισε να ξεφουσκώνει οι παραγωγικές επενδύσεις μειώθηκαν και τα κέρδη στη μεγάλη τους μάζα στράφηκαν σε χρηματιστικές «επενδύσεις».

4.2 Καπιταλισμός καζίνο (η αναβίωση των χρηματιστικών αγορών)

Η επανεμφάνιση της μεγάλης σημασίας των χρηματιστικών αγορών από τις αρχές της δεκαετίας του '70, συνδέεται με τη διεθνοποίηση και την αύξηση του μεγέθους των τραπεζών. Αυτές ανάπτυξαν νέες μη εθνικές αγορές, τις ευρωαγορές (Rapport Ramses 8586), πολλαπλασίασαν τις σχέσεις μεταξύ εθνικών χρηματιστικών αγορών, ανακύκλωσαν τα πετροδολάρια, διαφοροποίησαν τους τρόπους δανεισμού με τη χρήση χρηματιστικών καινοτομιών, έμαθαν να παρακάμπτουν τους εθνικούς φραγμούς στην κυκλοφορία του χρηματιστικού κεφαλαίου. Ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται σήμερα από μία γενικευμένη κινητικότητα χρηματιστικού κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο (Arnaud 1986). Σε εθνικό επίπεδο, τα «νέα χρηματιστικά προϊόντα» και η απελευθέρωση (deregulation) του τραπεζικού συστήματος προσφέρουν νέες δυνατότητες τοποθέτησης χρημάτων σε ιδιώτες και επιχειρήσεις (Banque de France 1987). Αυτές οι καινοτομίες εμφανίζονται ήδη στη δεκαετία του '60, επιταχύνονται στη δεκαετία του '70, αλλά γνωρίζουν την πραγματική τους άνθιση μετά το 1980. Βέβαια, οι καινοτομίες αυτές είναι πολύ σχετικές: είχαν ήδη κάνει την εμφάνιση τους γύρω στα 19251929 (Bernis θ Leonard), για να αποσυρθούν από το προσκήνιο με την επικράτηση της «κεϋνσιανής επανάστασης» στα χρόνια '30'70. Η απελευθέρωση των χρηματιστικών αγορών έγινε δυνατή και αναγκαία εξαιτίας της διεθνοποίησης, δηλαδή της προσπάθειας του κεφαλαίου να υπερβεί τους περιορισμούς που επιβάλλουν στην αξιοποίηση του οι εθνικοί φραγμοί. Ένα από τα κυριότερα αποτελέσματα της είναι μια χωρίς προηγούμενο όξυνση του ανταγωνισμού στις αγορές αυτές.

Εκτός από τη σύνδεση των εθνικών αγορών και τη διεθνοποίηση τους, η δεκαετία του '80 χαρακτηρίζεται και από μία μαζική εισαγωγή νέων τεχνολογιών στη σφαίρα κυκλοφορίας και συσσώρευσης χρηματικού κεφαλαίου: ι, πληροφορική και οι τηλεπικοινωνίες επιτρέπουν στον κάθε «επενδυτή» με τη βοήθεια μιας οθόνης Reuter να πληροφορηθεί τις αλλαγές των τιμών και των επιτοκίων στις κυριότερες αγορές και να αποσύρει το κεφάλαιο του από μία αγορά και να ίο τοποθετήσει σε κάποια άλλη  -  η οποία του δίνει προσδοκίες μεγαλύτερου κέρδους  -  μέσα σε μερικά λεπτά. Η ταχύτητα και η ευκολία με την οποία ένας όλο και μεγαλύτερος όγκος κεφαλαίου μπορεί να μεταφερθεί από τη μία αγορά στην άλλη ωθεί παραπέρα τη διαδικασία της διεθνοποίησης και της αλληλοδιείσδυσης των αγορών. Έτσι, οι χρηματιστικές αγορές όχι μόνο αποτελούν πλέον μια ενιαία αγορά (Economist Survey 8.11.86), αλλά συνδέονται και με εξαιρετικά μεγάλη ταχύτητα: αυξάνεται έτσι η ταχύτητα με την οποία μετακινούνται τα κεφάλαια, και επομένως και η ταχύτητα και το πλάτος των μεταβολών των επιτοκίων, των τιμών των μετοχών και όλων των «χάρτινων» κεφαλαίων. Επίσης ο όγκος των συναλλαγών αυξάνεται ανάλογα. Αναπτύσσονται έτσι κάποιοι καινούργιοι κίνδυνοι χρηματιστικής κρίσης:

* η άνθιση των νέων χρηματιστικών «εργαλείων», αυξάνει την αδιαφάνεια του όλου συστήματος, και το αποσπά από τη δυνατότητα ανάλυσης και ελέγχου  - επομένως και από την εξισορροπητική παρέμβαση  -  του κράτους

* οι τράπεζες ρίχνονται όλο και πιο πολύ στο κερδοσκοπικό παιχνίδι, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσεται η αλληλεξάρτηση τους σε διεθνή πλέον κλίμακα

* η διάρρηξη της πίστης σε ένα σημείο του χρηματιστικού πλέγματος στο οποίο έχουν ενταχθεί τράπεζες, ιδιώτες, βιομηχανικές επιχειρήσεις, υπερχρεωμένες χώρες, ιδιώτες κερδοσκόποι, αντανακλάται άμεσα στο σύνολο του συστήματος με την ταχύτητα που προσφέρουν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και οι σύγχρονες τηλεπικοινωνίες

Οι αλλαγές αυτές στη λειτουργία των αγορών, χωρίς να είναι η αιτία της μετατόπισης κεφαλαίου από τις παραγωγικές επενδύσεις στις χρηματιστικές «επενδύσεις», αποτέλεσαν αναγκαία συνθήκη για τη μετατόπιση αυτή. Και έπαιξαν το ρόλο του καταλύτη στην περίπτωση του κραχ.

Τα παραπάνω αφορούν και τα χρηματιστήρια (Economist 24.10.87 c). Τα τρία μεγαλύτερα απ' αυτά (Ν. Υόρκης, Λονδίνου και Τόκιο), αποτελούν από μόνα τους  -  χάρη στη γεωγραφική τους θέση  -  μία χρηματιστική αγορά που λειτουργεί 24 ώρες το 24ωρο. Η άνθιση των χρηματιστηρίων από τα τέλη του '82 οφείλεται όπως θα δούμε παρακάτω στην τροπή της κεφαλαιακής συσσώρευσης τα 5 τελευταία χρόνια, αλλά διευκολύνθηκε και επιταχύνθηκε από τις αλλαγές που είδαμε παραπάνω. Ενδεικτικά: ο ημερήσιος όγκος συναλλαγών βρετανικών τίτλων στο χρηματιστήριο του Λονδίνου διπλασιάστηκε μέσα σ' ένα έτος από το Big Bang, δηλαδή την μεγάλη μεταρρύθμιση της αγοράς το 1986.

4.3 Αυτοματοποίηση της παραγωγής και παραγωγικότητα

Όπως είχε διαπιστωθεί από παλιά (Loiseau, Mazier, Winter 1977), οι κυκλικές διακυμάνσεις της αμερικανικής οικονομίας είναι κύκλοι υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που στη στατιστική εμφανίζονται ως περιοδικές μεταβολές του ποσοστού συσσώρευσης. Με έναν τέτοιο κύκλο έχουμε να κάνουμε και τώρα. Στα τέλη του '82 είχαν πλέον συγκεντρωθεί όλες οι συνθήκες για την έναρξη της αναδιάρθρωσης της παραγωγής: η συνδικαλιστική, ιδεολογική και πολιτική ισχύς της εργατικής τάξης είχε μειωθεί, έτσι που ν' αφήνει άθικτο το διευθυντικό δικαίωμα του κεφαλαίου στα ζητήματα οργάνωσης της εργασίας, τα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού δημιουργούσαν την αναγκαία ζήτηση βιομηχανικών προϊόντων, η ύφεση της περιόδου '80'82 (που είχε τη μεγαλύτερη διάρκεια από όλες τις μεταπολεμικές υφέσεις) είχε εκκαθαρίσει τα πιο «αδύνατα»  -  δηλαδή τα μη επαρκώς αξιοποιούμενα  -  κεφάλαια, ο κλάδος της ηλεκτρονικής και των νέων αυτοματοποιημένων μηχανών μπορούσε (σε συνδυασμό πάντα με το διαμορφωμένο ταξικό συσχετισμό δυνάμεων) να ωθήσει παραπέρα την απόδοση της εργασίας, το ανατιμημένο δολάριο έθετε τις αμερικανικές επιχειρήσεις κάτω από την αυξημένη πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού, τα ψηλά επιτόκια των ΗΠΑ έλκυαν τα περιφερόμενα κεφάλαια και τα έθεταν στη διάθεση της αμερικανικής οικονομίας. Από τις αρχές του '83 περίπου, γίνονται οι επενδύσεις εκσυγχρονισμού (Το Βήμα 14.4.85) που δημιουργούν την εποχή εκείνη το μύθο του τεράστιου δυναμισμού της αμερικάνικης οικονομίας, και το μύθο της «ευρωσκλήρωσης». Οι μάζες στην Ευρώπη (αλλά όχι και στην Ελλάδα), υφίστανται τότε μία συντριπτική ιδεολογική επίθεση του αμερικανισμού που σαρώνει τις κρατικιστικές ιδεολογίες της συνδικαλιστικής και πολιτικής Αριστεράς. Ο καπιταλιστικός εκσυγχρονισμός της παραγωγής στις ΗΠΑ τα χρόνια '82 85:

* αυξάνει την απόδοση της εργασίας (διάγραμμα 2) και παρά τη συνακόλουθη αύξηση της έντασης κεφαλαίου (τεχνική σύνθεση κεφαλαίου) οδηγεί σε ανάκαμψη του ποσοστού κέρδους (Business Week 13.2.84)

* μετατρέπει ακόμη παραπέρα τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων, επιτείνοντας την κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στην εργασιακή διαδικασία: ο αυτοματισμός χρησιμοποιείται για αντικατάσταση απεργών, οι εργαζόμενοι χάνουν ακόμη περισσότερο τον έλεγχο της δουλειάς τους (Το Βήμα 28.7.85)

* δημιουργεί συνθήκες ευνοϊκές για την άνθιση της βιομηχανίας ψηλής τεχνολογίας (Καλιφόρνια, Silicon Valley κ.λπ.) και της επιστημονικής έρευνας Η εικόνα της Αμερικής ανακαινίζεται και οι Αμερικανοί ξανανοιώθουν περήφανοι. («America is back» λέει τότε ο Reagan). Οι προβλέψεις είναι ανάλογες: μεγάλες ειδικευμένες επιχειρήσεις (Chase Econometrics, Wharton), σοβαρά περιοδικά (Business Week), πανεπιστημιακοί και πρωτοπαλίκαρα της Wall Street, προέβλεπαν όσο κρατούσαν αυτά τα χρόνια της ευφορίας, ότι μέχρι το τέλος της δεκαετίας οι ΗΠΑ θα σημείωναν άνοδο κατά 60% μεγαλύτερη από την Ευρώπη, ότι η παραγωγικότητα θα αυξανόταν με τους ίδιους μεγάλους ρυθμούς. Η πραγματικότητα τους εκδικείται σκληρά: η απόδοση της εργασίας μειώνεται σταδιακά (διάγραμμα 3,) η ανάκαμψη ξεφουσκώνει, οι επενδύσεις σε εξοπλισμό μειώνονται όλο και περισσότερο. Η εισαγωγή των νέων αυτοματοποιημένων μηχανών και της πληροφορικής των αρχών της δεκαετίας του '80 ακολουθεί το ίδιο μονοπάτι με την κλασική μεταπολεμική εκμηχάνιση: πραγματοποιείται με την εισαγωγή διαδοχικών γενεών μηχανών στην άμεση διαδικασία παραγωγής, αλλά εξαντλεί μετά από μερικά χρόνια τις αυξήσεις που επιφέρει στην παραγωγική δύναμη της εργασίας. Την αυξάνει κατά τη φάση της ανάκαμψης, και όταν εξαντλείται αρχίζει η καθοδική πορεία προς την ύφεση. Όμως οι παράγοντες εξασθένισης της ανάκαμψης δεν περιορίζονται σ' αυτό το φαινόμενο της περιοδικής «εξάντλησης» της τεχνολογίας: αυτούς τους άλλους παράγοντες θα δούμε παρακάτω.

 image004.jpg

 image006.jpg

4.4 Αμερικανικά ελλείμματα και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις

Το «λιγότερο κράτος» του Ρηγκανισμού και του θατσερισμού είναι ένας μύθος στον οποίο πιστεύουν μόνο οι κρατιστές: παίρνουν στα σοβαρά τις διακηρυγμένες προθέσεις του «νεοφιλελεύθεροι» για μείωση της κρατικής παρέμβασης, για να μπορέσουν στη συνέχεια να αποδείξουν τις ολέθριες συνέπειες μιας τέτοιας πολιτικής πάνω στην «εθνική οικονομία». Όμως, όπως φαίνεται και στο διάγραμμα 4, τα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού σαν ποσοστό του ΑΕΠ, δεν παρουσιάζουν μείωση ούτε στις ΗΠΑ ούτε στη Βρετανία. Το Νοέμβριο του '82 ο Reagan εγκαταλείποντας ανοιχτά πια τις οικονομικές θεωρίες για περιορισμό των κρατικών ελλειμμάτων εφαρμόζει μια κεϋνσιανή πολιτική αύξησης της κατανάλωσης με αναπροσανατολισμό των κρατικών εξόδων σε βάρος των κοινωνικών και σε όφελος των στρατιωτικών δαπανών. Το αμερικάνικο έλλειμμα αποτέλεσε και τον κινητήρα της ανάκαμψης '83 '87.

 image008.jpg

Ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η ανάκαμψη (Ιωακείμογλου 1987), οι προσδοκίες που προκάλεσε για αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου στην αμερικάνικη οικονομία, η αναβάθμιση του γοήτρου των ΗΠΑ ως ηγεμονικής (οικονομικής, στρατιωτικής, πολιτικής) καπιταλιστικής δύναμης, καθώς και η νομισματική πολιτική της χώρας αυτής και η συνακόλουθη αύξηση των επιτοκίων. οδήγησαν το δολάριο σε ανατίμηση από το 1981 μέχρι τις αρχές του 1985. Αυτή η υπερτίμηση έθεσε σε δοκιμασία τις εξαγωγικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ, διευκόλυνε τη διείσδυση των ξένων προϊόντων στη μεγάλη αμερικανική αγορά, και συνέτεινε έτσι σε μεγάλο βαθμό στην υπέρογκη αύξηση του εμπορικού ελλείμματος. Βέβαια. εκείνη την εποχή ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς σε ποιο βαθμό το εμπορικό έλλειμμα οφειλόταν στο υπερτιμημένο δολάριο και σε ποιο βαθμό οφειλόταν σε άλλους παράγοντες μειωμένης ανταγωνιστικότητας των αμερικάνικων προϊόντων. Μάλιστα, μόνο μερικοί αιρετικοί έβαζαν σε αμφισβήτηση την υποτιθέμενη άνοδο της τεχνολογικής δύναμης των ΗΠΑ, το θρύλο της Silicon Valley κ.λ.π. Η ανάκαμψη της αμερικάνικης οικονομίας, άρχισε να εξασθενίζει από το δεύτερο εξάμηνο του '84, τα επιτόκια μειώθηκαν με σκοπό να υποστηρίξουν την ανάκαμψη, αλλά το δολάριο παρέμεινε σταθερά ανατιμημένο μέχρι το Φεβρουάριο του '85, κάτω από την επίδραση των άλλων παραγόντων. Από τότε η ισοτιμία του αρχίζει να μειώνεται κάτω από την επίδραση του τεράστιου εμπορικού ελλείμματος. Η συμφωνία της Plaza στη Ν. Υόρκη τον Σεπτέμβριο '85 επικυρώνει την αποδοχή της πτώσης του δολαρίου από τις 7 ηγεμονικές καπιταλιστικές χώρες.

Τα αμερικανικά ελλείμματα (του κρατικού προϋπολογισμού και του εξωτερικού εμπορίου), θεωρούνται σήμερα από πολλούς ως η αιτία της κρίσης. Τα αποτελέσματα όμως αυτών των ελλειμμάτων όλα αυτά τα χρόνια, θεωρώντας σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες και κυρίως κάνοντας αφαίρεση από τη διακύμανση των ισοτιμιών των νομισμάτων, ήταν:

* συντήρηση της ανάκαμψης με τόνωση της κατανάλωσης

* αυξημένες εξαγωγές και απάλυνση του προβλήματος της υπερχρέωσης των χωρών του τρίτου κόσμου

* ανάπτυξη των εξαγωγικών κλάδων της Ιαπωνίας και της Δ. Γερμανίας

* μαζική εισροή ιαπωνικών κεφαλαίων στις ΗΠΑ με τη μορφή κυρίως χρηματικού κεφαλαίου (από το Φεβρουάριο του '85, σε συνδυασμό με την αντιστροφή της τάσης εξέλιξης του δολαρίου και την συνακόλουθη ανατίμηση του γιεν, αλλά και με την άνοδο του προστατευτισμού).

Τα ελλείμματα αυτά λοιπόν μακριά από το να έχουν κάποια δυσμενή επίδραση πάνω στην καπιταλιστική ανάκαμψη των ετών '83'87, απλώς συνέβαλαν στην αναδιάταξη των δυνάμεων ανάμεσα στις ηγεμονικές καπιταλιστικές χώρες: σε μια πρώτη φάση ενίσχυσαν την αμερικάνικη ηγεμονία «επί πιστώσει», και τελικά όλα δείχνουν ότι δεν κατάφεραν να ανακόψουν τη συνεχή αναβάθμιση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα του Δυτικογερμανικού και του Ιαπωνικού καπιταλισμού. Η ανάλυση τους  -  αυτών των ελλειμμάτων  -  έχει λοιπόν κάποιο νόημα για τη μελέτη των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, αλλά και για την εξήγηση της χρηματιστικής κρίσης ή και της επικείμενης ύφεσης.

Η υποτίμηση του δολαρίου δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα (Toinet 1987) (παρεμπιπτόντως: αχρήστευσε ακόμη μια οικονομική θεωρία, αυτή της καμπύλης J, που προέβλεπε ότι η μείωση του ελλείμματος θα άρχιζε 18 μήνες μετά την έναρξη της πτωτικής πορείας του δολαρίου). Ενώ το μάρκο και το γιεν ανατιμήθηκαν κατά 40% τουλάχιστο ως προς το δολάριο, το εμπορικό πλεόνασμα της Ιαπωνίας και της Γερμανίας σχεδόν διπλασιάστηκαν από το 1985 στο 1986. Η αυξανόμενη ιαπωνική οικονομική ισχύς και οι εντάσεις στις οποίες υποβάλλει την αμερικάνικη οικονομία φαίνονται και στην κίνηση των κεφαλαίων: από το 1985 οι Ιάπωνες «επενδυτές» καλύπτουν το 25 έως 35% του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού των ΗΠΑ. Η Ιαπωνία έχει γίνει ο πρώτος πιστωτής και ο μεγαλύτερος τραπεζίτης του κόσμου: οι 6 μεγαλύτερες τράπεζες είναι ιαπωνικές, ενώ η Citicorp, η μεγαλύτερη αμερικάνικη τράπεζα, κατέχει την έβδομη θέση. Όταν το αμερικάνικο νόμισμα υποτιμάται πολύ γρήγορα, η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας παρεμβαίνει αγοράζοντας εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. Όσο για τις άμεσες ιαπωνικές επενδύσεις στις ΗΠΑ, αρχίζουμε να τις συγκρίνουμε με τις αμερικανικές επενδύσεις στην Ευρώπη τη δεκαετία του '60.

Όμως η άνοδος του Δυτικογερμανικού και του Ιαπωνικού καπιταλισμού πρέπει να αναζητηθεί στη βιομηχανική ευρωστία ή  -  για να ακριβολογούμε  -  στις κοινωνικές συνθήκες συσσώρευσης παραγωγικού κεφαλαίου στις χώρες αυτές, αλλά και στις ΗΠΑ. Τα αμερικανικά προϊόντα χαρακτηρίζονται από μειωμένη ανταγωνιστικότητα, παρά την υποτίμηση του δολαρίου (Lemperiere 1987). Η παραγωγικότητα στη βιομηχανία αυξήθηκε κατά την περίοδο 1980-85 κατά 20% στις ΗΠΑ, έναντι 28% στη Βρετανία, 25% στη Γαλλία, 30% στην Ιαπωνία (L' Express 13.11.87). Η μόνη χώρα που έχει μικρότερες από τις ΗΠΑ επενδύσεις στη βιομηχανία (σαν ποσοστό του ΑΕΠ) είναι η Βρετανία. Το 1986 οι ΗΠΑ έχασαν τη θέση του μεγαλύτερου εξαγωγέα από τη Δ. Γερμανία. Αυτή η αμερικανική υστέρηση οφείλεται στις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στους εθνικούς όρους εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και της συνακόλουθης συσσώρευσης κεφαλαίου: ο αμερικάνικος καπιταλισμός στηρίζεται από τα χρόνια '65'70 σε μια συνεχή μείωση των πραγματικών μισθών, στην εκμετάλλευση φτηνής εργατικής δύναμης στο Νότο, στην ανάπτυξη των υπηρεσιών (Dommerques 1987, Ιωακείμογλου 1987 α). Η πίεση επομένως για παραγωγικό εκσυγχρονισμό του αμερικάνικου καπιταλισμού είναι μικρότερη απ' ό,τι στις χώρες της Ευρώπης και την Ιαπωνία (Thorow 1985). Μάλιστα σε ό,τι αφορά την μετατροπή του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων υπέρ του κεφαλαίου στη δεκαετία του '80, το αμερικάνικο κεφάλαιο τον χρησιμοποίησε για να πετύχει μειώσεις των μισθών πολύ πιο συχνά από τους ανταγωνιστές του, που προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την αποδυνάμωση των συνδικάτων (και της εργατικής τάξης γενικότερα) για να υποκαταστήσουν εργασία με λειτουργίες αυτοματοποιημένων μηχανών και να μετασχηματίσουν την οργάνωση της εργασίας (Economist 24.10.87 d). Όμως στις ΗΠΑ το άμεσο εργατικό κόστος αντιπροσωπεύει μόνο το 15% περίπου του κόστους παραγωγής, και κατά συνέπεια, οι μισθολογικές μειώσεις δεν έχουν μεγάλες επιπτώσεις πάνω στην ανταγωνιστικότητα. Η υστέρηση της αμερικανικής βιομηχανίας φαίνεται και στη διείσδυση των εισαγωγών στην αγορά μέσων παραγωγής, αλλά και στην αγορά προϊόντων «υψηλής τεχνολογίας»: το 1986 για πρώτη φορά στην ιστορία τους οι ΗΠΑ παρουσίασαν εμπορικό έλλειμμα στους κλάδους αυτούς (διάγραμμα 5). Ο μύθος της Silicon Valley σβήνει (Latouche 1986). Παρ' όλο που οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν εξαιρετικές επιδόσεις στην παραγωγή τεχνολογίας, η ανωτερότητα τους φαίνεται σήμερα λοιπόν να απειλείται (Brie 1987).

Έτσι, η μειούμενη ανταγωνιστικότητα της αμερικάνικης βιομηχανίας (χαμηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης) είχε σαν αποτέλεσμα, παρά την υποτίμηση του δολαρίου και την ένταση του προστατευτισμού, το να διατηρηθεί το εξωτερικό εμπορικό έλλειμμα σε μεγάλα ύψη: για να μειωθεί αυτό το τελευταίο, απαιτείται λοιπόν μια μείωση των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού των ΗΠΑ. Όμως, αυτά τα ελλείμματα ήταν ένας από τους βασικούς όρους της ανάκαμψης, αφού επηρεάζουν αποφασιστικά τη συνολική ζήτηση.

 image010.jpg

4.5 Από την ξέφρενη αύξηση της τιμής των μετοχών στο κραχ. Ακολουθώντας τη λογική του βιομηχανικού κύκλου

Είναι σαφές ότι σ' αυτόν τον κύκλο ο ρόλος των επιτοκίων, των νομισματικών ισοτιμιών, των ισοζυγίων πληρωμών, των κινήσεων κεφαλαίου, με δυο λόγια του χρηματικού κεφαλαίου, είναι μεγάλης σημασίας. Η μαρξιστική θεωρία των κεφαλαιακών περιοδικών κρίσεων έχει γίνει γνωστή περισσότερο σαν μία θεωρία κρίσεων υπερπαραγωγής: όμως οι αναλύσεις του 3ου τόμου του «Κεφαλαίου» παίρνουν υπόψη τους όλους τους παράγοντες που στα μάτια πολλών εμφανίζονται σαν κάτι το καινούργιο.

Ένας βασικός παράγοντας μεταστροφής της συγκυρίας είναι πράγματι η εκδήλωση της κρίσης και με την κλασική μορφή της ως κρίσης υπερπαραγωγής εμπορευμάτων, φαινόμενο που συνήθως περιγράφεται ως μείωση της κατανάλωσης. Είδαμε στις προηγούμενες παραγράφους, ότι ένα σημαντικό μέρος της ζήτησης προήλθε από το έλλειμμα του αμερικανικού κρατικού προϋπολογισμού. Ένα άλλο προήλθε από την ξέφρενη κατανάλωση των νοικοκυριών στις ΗΠΑ: οι αμερικανοί δαπανούσαν αυτά τα χρόνια σχεδόν ολόκληρο το εισόδημα τους, μειώνοντας την αποταμίευση τους στα χαμηλότερα μεταπολεμικά επίπεδα, και στην ανάγκη δανειζόμενοι. Όμως έχουμε σαφείς ενδείξεις ότι τελικά φτάσαμε σ' ένα παραγέμισμα των αγορών: όπως φαίνεται στο διάγραμμα 6 η ζήτηση στις ΗΠΑ επιβραδύνεται από το 1983 συνεχώς. Επιπλέον, όπως φαίνεται στο ίδιο διάγραμμα, η αύξηση της ζήτησης στην Ιαπωνία διατηρείται σταθερή. Έτσι, η επιτάχυνση της Ουτικογερμανικής κατανάλωσης, δεδομένου και του πολύ μεγάλου βάρους της αμερικάνικης και της ιαπωνικής στην παγκόσμια οικονομία, δεν κατορθώνει να συντηρήσει τη συνολική ζήτηση σε επίπεδα τέτοια που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της παραγωγής. Πολύ περισσότερο που τους τελευταίους 18 μήνες παρατηρείται μία έξαρση της παραγωγικότητας. Εδώ βρίσκουμε λοιπόν ξανά τον πιο «διάσημο» όρο των περιοδικών κεφαλαιοκρατικών κρίσεων: την υπερπαραγωγή εμπορευμάτων, ως ειδική μορφή εκδήλωσης της κρίσης υπερσυσσώρευσης και την αντίστοιχη «καθυστέρηση» της ζήτησης, και μάλιστα παρά τα τεράστια ελλείμματα που προκάλεσε η κεϋνσιανή πολιτική. Στην ανισορροπία αυτή συνέτεινε και η έντονη μείωση της τιμής του πετρελαίου: ενώ μειώθηκε η ζήτηση από τη μεριά των χωρών παραγωγών πετρελαίου και χτυπήθηκε η παραγωγή ορισμένων πολιτειών των ΗΠΑ, στην Ιαπωνία και τη Γερμανία (που ήταν οι κυρίως ωφελημένοι) η κατανάλωση ελάχιστα επηρεάστηκε (Economist Survey 26.9.87 b και Le Monde, Bilan economique et Social 1986 a).

 image012.jpg

Κατά την πρώτη φάση της ανάκαμψης, αρχές του '83 μέχρι τέλη του '84, η αύξηση της ζήτησης χρήματος σε συνδυασμό με τη «σφικτή» νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών (και με κάποιες διαφοροποιήσεις ανάλογα με τη χώρα. διάγραμμα 1) οδηγεί σε αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ και σε σταθεροποίηση τους σε ψηλά επίπεδα στις άλλες χώρες. Η αυξημένη ζήτηση χρήματος προέρχεται σ' αυτή τη φάση του κύκλου από:

* τις επιχειρήσεις που θέλουν να επενδύσουν ή να αυξήσουν το βαθμό απασχόλησης του παραγωγικού τους δυναμικού (αγορά μηχανών και πρώτων υλών, πρόσληψη προσωπικού κ.λπ.)

* το αμερικανικό κράτος που πρέπει να χρηματοδοτήσει τα πρωτοφανή του ελλείμματα

* τις υπερχρεωμένες χώρες.

Στη συνέχεια, η πολιτική της λιτότητας, όπως είδαμε στην παράγραφο 4.1., ανορθώνει σημαντικά την κερδοφορία του κεφαλαίου, αυξάνει τους χρηματικούς πόρους που έχουν στη διάθεση τους οι επιχειρήσεις, τους επιτρέπει να αποπληρώσουν ένα σημαντικό μέρος από τα συσσωρευμένα χρέη τους, τους δίνει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν παραγωγικές επενδύσεις. Όμως, όπως είδαμε στην παράγραφο 4.3. τέτοιες επενδύσεις έγιναν μόνο κατά τα πρώτα έτη της ανάκαμψης. Είναι βέβαια στη φύση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής να ωθεί τη συσσώρευση μ' αυτούς τους κυκλικούς ρυθμούς. Εδώ έχουμε να κάνουμε ξεκάθαρα με υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο που δεν μπορεί πια να επενδυθεί παραγωγικά κάτω από τις «ομαλές», «κανονικά προβλεπόμενες» συνθήκες αξιοποίησης. Παρέμεινε λοιπόν μια μεγάλη μάζα υπεραξίας στη διάθεση των κεφαλαιοκρατών: αυτή αντί να μετατραπεί σε επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, μετατράπηκε σε χρηματιστικές «τοποθετήσεις»  -  βοηθούντων και των αλλαγών που είχαν επέλθει στη σφαίρα της συσσώρευσης χρηματικού κεφαλαίου, και στις οποίες αναφερθήκαμε στην παράγραφο 4.2. Αρχίζει τότε η άνοδος των τιμών των μετοχών, των ακινήτων, των πολύτιμων μετάλλων, και αργότερα (λίγο πριν το κραχ) ορισμένων πρώτων υλών  -  αφού όλα αυτά αποτελούν «τοποθετήσεις»  -  ενώ μειώνονται τα επιτόκια λόγω αυξημένης ρευστότητας. Η «τοποθέτηση» σε λίγο μετατρέπεται σε κερδοσκοπία3 καθώς οι τιμές των μετοχών αρχίζουν να αυξάνουν έντονα κάτω από την αυξημένη εισροή του πλεονάζοντος κεφαλαίου (Marx) στα χρηματιστήρια: από κάποια στιγμή και μετά οι τιμές των μετοχών δεν δικαιολογούνται από τα μερίσματα που μοιράζουν και όλοι αγοράζουν για να ξαναπουλήσουν προσδοκώντας μια παραπέρα αύξηση των τιμών των μετοχών. Η ρευστότητα των τραπεζών είναι μεγάλη και οι κερδοσκόποι δανείζονται αυτό το πλεονάζον κεφάλαιο για αγορές «χαρτιών». Χαρακτηριστικά της σχετικής αυτονόμησης του «χάρτινου» (πλασματικού) κεφαλαίου από την κίνηση του βιομηχανικού-παραγωγικού κύκλου είναι και τα ακόλουθα στοιχεία: Στο διάστημα 198286 το Εθνικό Προϊόν αυξήθηκε στη Γερμανία κατά 20% περίπου και στην Ιαπωνία κατά 16,4%. Στο ίδιο διάστημα (1982--86) ο (κατ' έτος) μέσος δείκτης της τιμής των μετοχών αυξήθηκε στη Γερμανία κατά 188% και στην Ιαπωνία κατά 122%. Στο διάστημα ανάμεσα στο τρίτο τρίμηνο του 1982 και στο τρίτο τρίμηνο του 1987 το ΑΕΠ στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 21% περίπου, ενώ αντίστοιχα ο δείκτης DowJones κατά 155% (Merklein 1987).

Σ' αυτό το σημείο γίνεται καθοριστικός ο ρόλος των επιτοκίων  -  που όπως είδαμε μειώνονταν από τα τέλη του '84. Αυξάνονται από τα μέσα του 1986 μέχρι το κραχ (και σ' αυτή την περίπτωση με χρονικές διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα). Αυτή η άνοδος οφείλεται στο ότι:

* ο πληθωρισμός έχει αρχίσει να αυξάνεται (διάγραμμα 7) και οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν να τον ελέγξουν ανεβάζοντας τα επιτόκια (Economist 26.9.87). Η αύξηση του πληθωρισμού αποδίδεται στη στήριξη του δολαρίου από τις κεντρικές τράπεζες της Ιαπωνίας και της Ευρώπης, όπως προέβλεπαν οι συμφωνίες του Λούβρου, πράγμα που οδήγησε στην αύξηση της προσφοράς χρήματος

* στην αυξημένη ζήτηση για κερδοσκοπικές δραστηριότητες που προσφέρουν εκείνη την εποχή προσδοκίες κέρδους (άσχετες με τις πραγματικές επιδόσεις της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής) στα χρηματιστήρια (διάγραμμα 8), τις αγορές συναλλάγματος και ακινήτων (De Bernis θ Leonard 1987).

* στις απόπειρες μείωσης του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ (και στην υπεράσπιση της ισοτιμίας του δολαρίου) από την κεντρική τους τράπεζα με άνοδο των επιτοκίων, για να προσελκυσθούν κεφάλαια από το εξωτερικό.

 image014.jpg

Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο γνωστό και αυτό από τις αρχές του 19ου αιώνα (Rosier θ Dockes 1983): Η κεντρική τράπεζα παρεμβαίνει με τα επιτόκια για να επαναφέρει σε ισορροπία το ισοζύγιο πληρωμών, είτε αυτή η ανισορροπία οφείλεται σε αυξημένες εισαγωγές τροφίμων που ανατρέπουν το εμπορικό ισοζύγιο της Αγγλίας, είτε στην αύξηση της τιμής μιας πρώτης ύλης όπως το βαμβάκι, είτε στην ταχύτερη οικονομική μεγέθυνση, είτε στη φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό.

Σαν απόληξη αυτής της αύξησης των επιτοκίων από τα μέσα του 1986, έχουμε την τελική άνοδο τους τον Οκτώβριο '87, που όπως είδαμε στην παράγραφο 2.2. λειτούργησε καταλυτικά ως προς το κραχ, καθώς όλοι οι κερδοσκόποι κατάλαβαν

 image016.jpg

ότι η ύφεση είναι «προ των πυλών» και έσπευσαν να απαλλαγούν από τα «χαρτιά» τους.

Το κραχ είναι λοιπόν κατά κύριο λόγο το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης οικονομικής συγκυρίας στα πλαίσια της συνεχιζόμενης κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, δηλαδή της συσσώρευσης που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα σε συνθήκες κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης αρκούντως κερδοφόρες. Δεν οφείλεται ούτε στο κερδοσκοπικό πνεύμα των σύγχρονων καπιταλιστών, ούτε στην έλλειψη της διάθεσης τους να επενδύσουν παραγωγικά: τη στάση τους  -  που είναι άκρως ορθολογική μέσα στη λογική της αξιοποίησης του κεφαλαίου  -  την υποδεικνύει η ίδια η φύση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και η κρίση της. Δεν οφείλεται  -  το κραχ  -  ούτε στη στάση της Αμερικής: τα ελλείμματα της δεν είναι η αιτία αλλά ο πυροδότης (Mandel 1980) του κραχ.

5. Μερικά συμπεράσματα

5.1. Ελπίζουμε ότι δείξαμε πως στην περίπτωση της περιόδου 19821987 η παγκόσμια οικονομία γνωρίζει μεταβολές που εξηγούνται με τη διαπλοκή των αποτελεσμάτων της πάλης των τάξεων και των οικονομικών νόμων του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Η οικονομική πολιτική όμως φαντασιώνεται ότι «οδηγεί την οικονομία»: ο Reagan, η Αμερική, οι κεντρικές τράπεζες, οι Ιάπωνες, εμφανίζονται σαν Υποκείμενα που αποφασίζουν για την «πορεία» της οικονομίας. Εκεί που οι αντικειμενικοί νόμοι κίνησης του κεφαλαίου και η ταξική πάλη οδηγούν σε μετασχηματισμούς ή επιβάλλουν την κυκλική κίνηση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής (βιομηχανικός κύκλος), η οικονομική «επιστήμη» φλυαρεί για τις αρετές ή τα μειονεκτήματα των αποφάσεων των φορέων της οικονομικής πολιτικής. Πέρα όμως από την πλάνη της αποτελεί και όπλο της ταξικής πάλης του κεφαλαίου: αποσπά τη συναίνεση των λαϊκών τάξεων. Αν μας απασχολεί τόσο ο μύθος της οικονομικής πολιτικής, είναι επειδή η Αριστερά, όχι μόνο δεν αντιπροτείνει τίποτα, αλλά υιοθετεί και συντηρεί αυτόν τον μύθο εντάσσοντας τον οργανικά στην αντίληψη της για το Κράτος και την «Αλλαγή»: η Αριστερά θα οδηγήσει  -  υποτίθεται  -  την κοινωνία στο σοσιαλισμό ασκώντας οικονομική πολιτική από το πόστο της κυβέρνησης. Τα κόμματα της συναγωνίζονται ποιο θα κατασκευάσει το αρτιότερο πρόγραμμα για την ανάπτυξη της «εθνικής οικονομίας». Συσκοτίζει έτσι η Αριστερά τον καθοριστικό ρόλο των μαζικών αγώνων και ταυτόχρονα τους υποτάσσει στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι, δηλαδή στην αστική πολιτική πρακτική. Όσοι ενδιαφέρονται για την κοινωνική επανάσταση είναι αναγκασμένοι να καταδεικνύουν αδιάλειπτα ότι πέρα από την πλάνη και την παραπλάνηση της οικονομικής πολιτικής, ο κινητήρας της ιστορίας είναι η ταξική σύγκρουση  -  και όχι το χάρτινο ομοίωμα της, δηλαδή η αύξηση της αριθμητικής δύναμης των αριστερών κομμάτων στο κοινοβούλιο.

5.2. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία δεν βρίσκεται μπροστά σε μια νέα ύφεση. Είτε με την αύξηση των επιτοκίων, είτε με τη συνεχή υποτίμηση του δολαρίου, είτε με τη μείωση των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού των ΗΠΑ, η ύφεση (στα πλαίσια πάντα της συνεχιζόμενης κρίσης υπερσυσσώρευσης) φαίνεται αναπόφευκτη. Αυτό που κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει είναι το βάθος και η διάρκεια της: αυτό θα εξαρτηθεί από την αποτελεσματικότητα της αναδιάρθρωσης της παραγωγής που έχει ήδη πραγματοποιηθεί, και από την εξέλιξη των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων (π.χ. αυξήσεις των ελλειμμάτων στην Ιαπωνία και τη Δυτική Γερμανία). Η ύφεση προφανώς θα συνοδεύεται από εντατικοποίηση των εκκαθαριστικών λειτουργιών της δομικής κρίσης του καπιταλισμού και της αναδιάρθρωσης της παραγωγής κι θα εγκαινιάσει ένα νέο κύμα επιθέσεων του κεφαλαίου ενάντια στις εργατικές τάξεις και τις  -  ήδη εξασθενημένες  -  συνδικαλιστικές και πολιτικές τους οργανώσεις. Πάντως, στα τέλη της δεκαετίας και η ίδια η ιδεολογική ισχύς του αστισμού, βγαίνει εξασθενημένη από την παράταση της κρίσης, που η εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων θεωριών υποτίθεται ότι θα ξεπερνούσε. Πολύ περισσότερο που και ο κεϋνσιανισμός έχει στερηθεί από το γόητρο που είχε για πολλές δεκαετίες. Ήδη οι ιδεολόγοι του αστισμού διαμορφώνουν μια νέα «θεωρητική» σύλληψη, μίγμα κεϋνσιανισμού και νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας.

5.3. Ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός αναδεικνύει ως ανερχόμενες δυνάμεις στο μπλοκ των ηγεμονικών καπιταλιστικών χωρών τη Δ. Γερμανία και την Ιαπωνία. Όμως, είναι προφανές ότι ούτε η μια ούτε η άλλη είναι σε θέση να διεκδικήσουν την παγκόσμια ηγεμονία από τις ΗΠΑ. Οι συνθήκες εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης στις χώρες αυτές, δίνουν ώθηση στον καπιταλισμό της σχετικής υπεραξίας  -  που σημαίνει πάνω απ' όλα συσσώρευση κεφαλαίου για την αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας. Αντίθετα στις ΗΠΑ: η μετατόπιση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης προς πιο «παλιές μεθόδους» εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, δηλαδή προς την απόλυτη υπεραξία, μειώνει την ανταγωνιστικότητα του αμερικάνικου καπιταλισμού. Βέβαια, μέσα στη σημερινή συγκυρία, υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι η αμερικάνικη οικονομική ηγεμονία καταρρέει. Αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με μία πλάνη εξίσου μεγάλη με αυτή των ετών 8285, που έκανε ακόμη και τους πιο σοβαρούς «παρατηρητές» να υποκύπτουν στη γοητεία του αμερικάνικου δυναμισμού. Η ίδια η υποτίμηση του δολαρίου βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα των αμερικάνικων προϊόντων, η ζήτηση στην Ευρώπη και την Ιαπωνία αυξάνεται γρηγορότερα απ' ό,τι στις ΗΠΑ, τα αμερικανικά επιτόκια είναι τα μεγαλύτερα (εκτός των Βρετανικών), και οι εξαγωγικές επιδόσεις των αμερικανικών επιχειρήσεων (ο όγκος των εξαγωγών) αρχίζουν να γίνονται πολύ καλές (Economist 5.12.87). Δεν θα έπρεπε λοιπόν να αποκλείουμε μια νέα ενίσχυση της οικονομικής δύναμης των ΗΠΑ μετά από μερικά χρόνια.

5.4. Είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι οι διαδικασίες κεφαλαιοκρατικής αναδιάρθρωσης της παραγωγής, δεδομένου του συγχρονισμού των εθνικών βιομηχανικών κύκλων και της επερχόμενης ύφεσης, θα ενταθούν σε όλες τις χώρες της Δύσης ταυτόχρονα. Μια τέτοια κατάσταση θα οξύνει ένα από τα βασικά προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού: την ανακοπή, από τις αρχές της δεκαετίας, της οικονομικής του αναβάθμισης στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Όπως έχουμε δείξει σε προηγούμενα τεύχη των «θέσεων», η παράταση της κρίσης στις χώρες του ΟΟΣΑ, καθιστά προβληματικό τον τρόπο ένταξης του ελληνικού καπιταλισμού στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και τον ωθεί πιεστικά  -  σε συνδυασμό και με τις δυσλειτουργίες της κεφαλαιακής συσσώρευσης  -  στην αναδιάρθρωση της παραγωγής (Ιωακείμογλου θ Μηλιός 1986, Ιωακείμογλου 1987), που κι αυτή απαιτεί με τη σειρά της την ολομέτωπη επίθεση των δυνάμεων του κεφαλαίου ενάντια στο εργατικό κίνημα (Μαύρης 1986). Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, θα περιμέναμε, στα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα, μία ένταση των ταξικών αγώνων, με επικεφαλής των αστικών δυνάμεων την κυβερνητική εξουσία  -  είτε πρόκειται για Πασοκική είτε για δεξιά κυβέρνηση.

Βιβλιογραφία

Aglietta M., 1987 II n'y a pas de fumee sans feu Le Monde 27.10.87

Arnaud P., 1986 Les nouveaux enjeux de Γ endettement mondial περιέχεται στο L' Etat du Monde 1986 La Decouverte.

Artaud D., 1987 L'Amerique en crise. Roosevelt et le New Deal Armand Colin. Banque de France 1987 Les nouveaux produits financiers en France Problemes Economiques 7.10.87.

Bernis G. de θ Leonard J., 1987 La tentation deflationiste Le Monde Diplomatique Οκτώβριος. Brie C. de, 1987 Comment la haute technologie americaine perd sa suprematie Le Monde

Diplomatique Ιούνιος.

Brunhoff S.de, 1976 Etat et Capital Maspero. Business Week, 13.2.84 The revival of productivity.

Conjoncture Sep. 1987, (No 232) Le redressement de Γ economie italienne: miracle ou normalisation? Societe Generale.

Δραγασάκης Γ., Μετά το κραχ... Ριζοσπάστης, 8.11.87. Dommergues Ρ., 1987 L ' Amerique s ' interroge sur la meilleure facon de gerer son dechu Le

Monde Diplomatique Οκτώβριος. Economist 26.9.87, Is there life after dear money?

3.10.87, Deep breath for the dollar

24.10.87 a, When the bull turned

24.10.87 b, Extraordinary butchery

24.10.87 c, The roaring Eighties

24.10.87 d, Conservative Economics Lord Wishful, Lady Rigorous

24.10.87 e, As time goes by 5.12.87. Friends of the dollar Economist Survey 26.9.87 a, Living with uncertainty

b. Limping back into balance.

Economist Survey 8.11.86 On the move: Global Investment management Financial Times 20.10.87 a. Record falls on Wall Street trigger worldwide slide

b. A question of confidence

c. Coming down to earth

21.10.87 a. Classic speculative bubble bursts

b. World markets swing wildly despite Fed intervention

c. Limited success for moves to restore calm

d. The stakes are too high for squabbles

e, Fall pinpoints holes in US balance sheet

Galbraith J.K., 1987 Apocalypse tomorrow? Nouvel Observateur No 1161, Φεβρουάριος. Ιωακείμογλου Η., 1987a H αυθόρμητη κατεύθυνση των φαινομένων (Για την αντικαπιταλιστική έξοδο από την κρίση), Αξιός.

Ιωακείμογλου Η., 1987b Πέρα από την οικονομική πολιτική, θέσεις 21.tΙωακείμογλου Η. θ Μηλιός Γ., 1986 Κρίση και λιτότητα (Η ανάκληση τον σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου), θέσεις 14.

Kaletsky Α., 1987 Nightmares past and present Financial Times 21.10.87. Kredietbank, 1987 Les marches internationaux des capitaux et les marches des actions dans

le monde en 1986 Problemes Economiques 4.3.87. Κυπριανίδης T., 1987 Προσέγγιση σ' ένα «κοινωνικό αντικείμενο αγνώστου ταυτότητος»

θέσεις 19. Latouche D., 1986 Silicon Valley: la fin d'un mythe περιέχεται στο L'Etat du Monde 1986

La Decouverte. Le Monde, Bilan economique et social 1986 a, La reprise manques

b, EtatsUnis: investissements mediocres

Lemperiere J., 1987 EtatsUnis: la preference pour les produits etrangers Le Monde, 27.10.87. L' Express, 13.11.87, Le Miracle a credit. Loiseau B., Mazier J., WinterJ., Winter M.B., 1977 Rentabilite du capital dans les economies dominantes Economie et Statistiques No 86. Mandel E., 1980 H τελευταία οικονομική κρίση Οδυσσέας. Μαρξ Κ., 1963 Το Κεφάλαιο, τ. Ι, εκδ. Μόρφωση, Αθήνα. Μαρξ Κ., 1979 Το Κεφάλαιο, τ. III, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα. Μαύρης Γ., 1986 Η επίθεση του κεφαλαίου θέσεις 14. Merklein R., 1987 Sehnsucht nach der Katastrophe Der Spiegel, 7.12.87. ΠαπασπηλιόπουλοςΣπ., Η πρόσφατη χρηματιστηριακή κρίση και η πραγματική οικονομία,

Οικονομικός Ταχυδρόμος, No 46, (12.11.)

PostelVinay O. θ Jezegabel M., 1987 Un krach financier estil possible?Oynasteurs (mensuel des Echos) Μάρτιος.

Problemes Economiques 18.3.87 L' amelioration de la situation des entreprises francaises. Rapport Ramses 198586 Atlas Economica. Rosier B., 1987 Les theories des crises economiques La Decouverte. Rosier B. θ Dockes P., 1983 Rythmes economiques. Crises et changement social  - Une perspective historique La Decouverte.

Thorow L., 1985 A time to dismantle the world economy Economist 9.11.85. Τα Νέα 15.12.87, Νέο κραχ μες στο '68. Υπάρχει σενάριο. Το Βήμα 14.4.85, Η Αμερική πάλι στην κορυφή

28.7.85, Μειώθηκαν οι απεργίες εργατών στις ΗΠΑ

10.5.87, Η «άνοιξη»της Βιομηχανίας. Κερδοφόρο το 1986 για τις επιχειρήσεις

31.5.87, 1986: «Χρνσή» χρονιά για τις επιχειρήσεις Toinet M.F.. 1987 La couteuse facture de Γ economie reaganienne Le Monde Diplomatique

Μάρτιος. Τσεκούρας θ.. Ποιος θυμάται την επανάσταση: θέσει; 19.

28.12.87

Επανόρθωση

Στο προηγούμενο τεύχος του περιοδικού παραλήφθηκε η βιβλιογραφία της μελέτης του Α. Ταρπάγκου σχετικά με τη βιομηχανία τεχνικών κατασκευών (θέσεις τεύχη 18 και 21):

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΣΥΕ «Αποτελέσματα απογραφής πληθυσμού  -  Οικονομικά χαρακτηριστικά πληθυσμού», 1951 (τόμος III), 1961 (τόμοι Ι και III), 1971 (τόμος III), 1981 (τόμος III, τεύχος Α).

ΕΣΥΕ «Έρευνα εργατικού δυναμικού (Απασχόλησης)», Έτη 19811984.

ΕΣΥΕ «Εθνικοί Λογαριασμοί της Ελλάδας 19481970».

Υπουργείο Συντονισμού «Εθνικοί Λογαριασμοί της Ελλάδας 19581975», Αθήνα 1976.

Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας «Προσωρινοί Εθνικοί Λογαριασμοί της Ελλάδας 1984», Αθήνα 1985.

«ΕΠΙΛΟΓΗ»  -  Τεχνοσκόπιο, τεύχη Ιανουαρίου 1985  -  Δεκέμβριου 1986.

Οικονομικός Οδηγός Ελληνικών Εταιριών (ICAP), Έτη 19741986.

Ζ. Χατζηχαλκιάς «Δημόσια Έργα», Θεσσαλονίκη 1986.

Α. Τζίκα  -  Χατζοπούλου «Κατασκευή Δημόσιο «Έργων», Αθήνα  -  Κομοτηνή 1986.

«ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ» «Ο μηχανικός στη δεκαετία του 1980  -  Πρακτικά Προσυνεδρίου», τεύχος 3334, Αύγουστος Σεπτέμβριος 1984.

TEE «Οι κατασκευές στην Ελλάδα», Συνέδριο Ιουνίου 1979, Ευγενίδειο Ίδρυμα, ιδιαιτέρα:

 - Γ. Κοττεάκος «Εκτέλεση Δημόσιων Έργων», τόμος 1, σελ. 44  -  58.

 - Ι. Αιγίδης (ΕΜΒΥΔΑΣ) «Δημόσιες τεχνικές υπηρεσίες και κατασκευή», τόμος 1, σελ. 6267.

 - Σ. Καφαντάρης «Κατασκευές για μιαν άλλη ανάπτυξη της χώρας», τόμος 1, σελ. 108115.

- Ι. Λιοδάκης  -  Χ. Γουλής (ΠΕΠΥΤΕΜ) «Ο ρόλος των τεχνικών στις κατασκευές και ειδικώτερα ο ρόλος και η απαιτούμενη εκπαίδευση των πτυχιούχων ανώτερης τεχνικής εκπαίδευσης», τόμος 2, σελ. 514.

 - Ομάδα Δουλειάς Ομοσπονδίας Οικοδόμων «Απασχόληση των εργαζομένων στις κατασκευές  -  Συλλογικές Συμβάσεις», τόμος Ι, σελ. 1420 και «Κοινωνική Ασφάλιση: Ασφαλιστικά προβλήματα των εργατοτεχνιτών στις κατασκευές  -  Ασφαλιστικοί φορεί:», τόμος 2, σελ. 4751.

 - ΠΣΥΤΕ «Ανθρώπινο Δυναμικό στις κατασκευαστικές επιχειρήσεις», τόμος 2, σελ. 2028.

- Σωματείο Εργοδηγών Αθήνας «Οι κατασκευές στην Ελλάδα και ο ρόλος του εργοδηγού», τόμος 2, σελ. 2833. Α. Αγγελίδης  -  Σ. Βαρουτσής «Το ανθρώπινο δυναμικό στις Κατασκευές», Αθήνα TEE

1978. Χ. Στράτος «Το Υπουργείο Δημόσιων Έργων», ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, τεύχος 78 1977, σελ. 517. Γ. Βουδούρης, Ν. Κουρής, Α. Μπαλτάς «Παιδεία, τεχνική εκπαίδευση, και ανάπτυξη»,

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, τεύχος 89 1982, σελ. 96101.

Σημείωσεις

1. Βλ. π.χ. το άρθρο του Σπ. Παπασπηλιόπουλου. «Η πρόσφατη χρηματιστηριακή κρίση και η πραγματική οικονομία», στον Οικονομικό Ταχυδρόμο No 46 (12 Νοεμβρίου) 1987 και κυρίως την ανάλυση της Renate Merklein. "Sehnsucht nach der Katastrophe", στο Spiegel 7.12.87, που ξεφεύγουν από τις αγοραίες προσεγγίσεις περί του χρηματιστηρίου ως «καθρέφτη της οικονομία;» και επιχειρούν να εντοπίσουν την ουσιώδη πλευρά των οικονομικών φαινομένων.

2. Ο J.A. Schumpeter περιέγραψε ω; εξής την προσπάθεια κερδοσκοπίας στο χρηματιστήριο, η οποία κυρίως συναρτάται με τη δυνατότητα να προβλεφθούν οι θεωρούμενες ως αναμενόμενες αυξήσεις των κερδών (και της τιμής των μετοχών) κάποιων επιχειρήσεων: «Εξαντλούμε όλη μα; την πνευματική δύναμη για να προβλέψουμε, αυτό που σύμφωνα με τη μέση εκτίμηση (γνώμη1 αναμένεται ως μέση εκτίμηση». (Παρατίθεται από την Merklein 19S7).

3. «Τον Ιούνιο, στο τέλος της ετήσιας οικονομικής χρήσης, η εταιρεία αυτή (η Τογιότα) ανέφερε καθαρά βιομηχανικά κέρδη δωδεκαμήνου: 1,83 δισεκατομμύρια δολάρια (...) Ταυτόχρονα όμως η Τογιότα κέρδισε άλλο ενάμισυ δισεκατομμύριο δολάρια περίπου με τη μέθοδο ζάι τεκ δηλαδή με επενδύσεις, παίξιμο μετοχών, χρηματοδοτήσεις, και αγοραπωλησίες ειδών τελείως άσχετων με το βασικό της παραγόμενο είδος, το αυτοκίνητο» (Τα Νέα, 15.12.87).