Η πρώτη παγκόσμια έκδοση του τελευταίου θεωρητικού δοκιμίου ενός διανοητή του διαμετρήματος του Ούγγρου μαρξιστή φιλοσόφου και πολιτικού είναι ασφαλώς ένα εκδοτικό γεγονός χωρίς προηγούμενο για τη χώρα μας. Το ενδιαφέρον όμως που παρουσιάζει αυτό το βιβλίο είναι ακόμη μεγαλύτερο εξαιτίας δύο ιστορικών στοιχείων που δίνονται στην εισαγωγή: Το πρώτο στοιχείο είναι ότι το δοκίμιο αυτό, όντας το τελευταίο πολιτικό θεωρητικό κείμενο του Λούκατς, αποτελεί τη χωρίς φόβο, αλλά με πολύ πάθος γραμμένη, διαθήκη του προς το κομμουνιστικό κίνημα: το κίνημα απελευθέρωσης της ανθρωπότητας, στο οποίο ο ίδιος κριτικά αλλά και πάντα ενεργά και αλληλέγγυα συμμετείχε, διαμορφώνοντας μάλιστα σε μεγάλο βαθμό προσωπικά την κρατούσα στο κίνημα αντίληψη για την κριτική της λογοτεχνίας. Και είναι χαρακτηριστικό για τη σχέση του Λούκατς με το κίνημα και την αντίληψη που είχε για τις υποχρεώσεις του απέναντι σ' αυτό, ότι τούτη η διαθήκη δεν είναι απολογισμός και υπεράσπιση του ογκώδους και, όπως για κάθε σημαντικό στοχαστή, εν πολλοίς αμφιλεγόμενου και αμφισβητούμενου θεωρητικού και πρακτικού πολιτικού έργου του, αλλά στοχασμός για το μέλλον του κινήματος, για το μέλλον της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Ο τρόπος με τον οποίο διερευνάται το κρίσιμο αυτό για το μέλλον του σοσιαλισμού ζήτημα, σαν τρίτη, γνήσια από θεωρητική και πρακτική άποψη, εναλλακτική επιλογή, αλλά και η ριζική απόρριψη των υπαρκτών, αλλά μολοντούτο ψευδών επιλογών της αστικής δημοκρατίας και του σταλινισμού βρίσκεται ασφαλώς στη ρίζα του δεύτερου ιστορικού στοιχείου που αναφέραμε προηγουμένως. Του γεγονότος δηλαδή ότι τελικά το δοκίμιο αυτό ούτε δημοσιεύτηκε από το εκδοτικό του Ιταλικού Κ.Κ. Editori Riuniti, για το οποίο το προόριζε ο Λούκατς, αλλά ούτε κυκλοφόρησε μέχρι τώρα στην πατρίδα του την Ουγγαρία, παρά το ότι εκτυπώθηκε δοκιμαστικά πριν από δυο χρόνια.
Πέρα όμως από τα στοιχεία αυτά, που δίνουν στο δοκίμιο χαρακτήρα ιστορικού ντοκουμέντου, το κείμενο του Λούκατς έχει σήμερα μια ιδιαίτερη επίκαιρη αξία, τόσο από μεθοδολογική όσο και ουσιαστική άποψη, για το ζήτημα της σοσιαλιστικής δημοκρατίας - ή του εκδημοκρατισμού όπως ο ίδιος προτιμάει - που απασχολεί σήμερα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όχι μόνο τους στρατευμένους στην υπόθεση του σοσιαλισμού, αλλά και τους αντιπάλους της. Ο Λούκατς επαναφέρει ρητά, στις «Μεθοδολογικές προσημειώσεις» του δοκιμίου, αλλά και μέσα από το συγκεκριμένο ιστορικό τρόπο με τον οποίο εξετάζει και αναλύει τη γένεση, εξέλιξη και τις μελλοντικές τάσεις τόσο της αστικής δημοκρατίας όσο και του σταλινισμού, το αίτημα - αίτημα που αποδίδει στη θεωρία των κλασικών του μαρξισμού - της διαλεκτικής ενότητας των κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων όπως εμφανίζονται συγκεκριμένα (του «ως έχει») και των γενικά διατυπώσιμων νομοτελειών που τα διέπουν. Είναι έτσι, κατά τη γνώμη μας εξαιρετικά επίκαιρη και επιβεβαιώνεται σε πολλά επίπεδα από τα γεγονότα η διατύπωση του Λούκατς ότι «η άκαμπτα αποκλειστική αντιπαράθεση του ως έχει και της νομοτέλειας στην ιστορία οδηγεί αναγκαστικά προς μία ιρασιοναλιστική θεωρία και στην πράξη προς μία ανόητη και ανίδεη "πραγματιστική πολιτική"...» Και δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αρνηθεί την ευστοχία της παρατήρησης του, ότι είτε με τη θετικιστική μορφή της άρνησης γενικών κανόνων και εννοιών, είτε με τη δογματική υποκατάσταση της ανάλυσης του συγκεκριμένου ιστορικού ως έχει με αφηρημένες «γενικές αναγκαιότητες»: «Η αποϊστορικοποίηση δημιουργεί... φετίχ, που αξιολογούνται θετικά, ή αρνητικά, δεν διευκρινίζουν όμως τα συγκεκριμένα κοινωνικά κινήματα (και τους νόμους που τα προξενούν), αλλά αντίθετα τα συσκοτίζουν και τα συγχέουν».
Ο Λούκατς αρνείται να απεμπολήσει την επιστημονική μέθοδο γνώσης της πραγματικότητας, τη μαρξιστική μέθοδο και θεωρία κάτω από την ιδεολογική τρομοκρατία της όποιας υπαρκτής εξουσίας. Χρησιμοποιεί αντίθετα τη μαρξιστική ανάλυση για να επισημάνει την υλική ιστορική βάση του πολιτικού εποικοδομήματος στις κοινωνίες τόσο του καπιταλισμού όσο και του υπαρκτού σοσιαλισμού, να ανιχνεύσει μέσα από το παρελθόν και το παρόν τις τάσεις προς το μέλλον, έτσι ώστε να καταδείξει μέσα από την ιστορικότητα των συγκεκριμένων μορφών της εξουσίας, ότι αυτό που φαίνεται αιώνιο, ισχυρό και ακαταμάχητο είναι συχνά ήδη εσωτερικά σαθρό και ετοιμόρροπο. Η σοσιαλιστική δημοκρατία, που ο Λούκατς την αντιλαμβάνεται ως διαλεκτική ενότητα του αυθόρμητου μαζικού κινήματος των εργαζομένων και της κοινωνικής συνειδητότητας του κόμματος των κομμουνιστών, αναδείχνεται σαν το ιστορικά αναγκαίο στοιχείο ώστε ο σοσιαλιστικός σχηματισμός να είναι πράγματι η μεταδοτική φάση της κοινωνικής εξέλιξης προς το «βασίλειο της ελευθερίας», τον κομμουνισμό.
Το βιβλίο, γραμμένο στη σύνθετη και δύσκολη διάλεκτο της χεγκελιανής σχολής σκέψης, στην οποία ο Λούκατς ανήκε, απαιτεί ασφαλώς από τον αναγνώστη την καταβολή διανοητικού τιμήματος για την κατανόηση του, όπως ασφαλώς θα απαίτησε κόπο από το μεταφραστή του, που κατάφερε να αποδώσει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ύφος του Λούκατς χωρίς με τη μεταγλώττιση να κάνει ακόμη δυσκολότερη την κατανόηση του κειμένου. Ο κόπος όμως αυτός που απαιτείται από τον αναγνώστη αξίζει να καταβληθεί μια και το δοκίμιο γραμμένο πριν από είκοσι σχεδόν χρόνια, είναι ίσως η πληρέστερη ανάλυση της ιστορικής εξέλιξης στις σοσιαλιστικές κοινωνίες που διευκρινίζει με τρόπο εκπληκτικά πράγματι προφητικό τα αίτια, τις μορφές και τα όρια της «περεστρόϊκα».
Στο τέλος του δοκιμίου του, ο Λούκατς εναποθέτει στο θάρρος και τη γνώση των κομμουνιστών τις ελπίδες του για τη συνέχιση του έργου που άρχισε ο Μαρξ. Το τελευταίο του αυτό πολιτικό έργο είναι ασφαλώς μια συνεισφορά και θάρρους και γνώσης.