Δείκτες της κεφαλαιακής συσσώρευσης στην Ελλάδα (1958 - 1985)
των Γιάννη Μηλιού και Ηλία Ιωακείμογλου

1. Εισαγωγή

Το βασικό αντικείμενο αυτού του άρθρου είναι να παρουσιάσει την εξέλιξη μιας σειράς οικονομικών μεγεθών δεικτών που απεικονίζουν τους ρυθμούς και τις δυναμικές της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα κατά τη μεταπολεμική περίοδο.

Τα περισσότερα από τα μεγέθη που χρησιμοποιούμε εδώ έχουν προταθεί το 1978 από τον Klaus Busch (στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε το Μάρτη του 1987 και στα ελληνικά υπό τον τίτλο, «Η κρίση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» - εκδ. Ερατώ), ως οι περισσότερο εύχρηστοι δείκτες, με βάση τις διαθέσιμες στατιστικές, για τη μελέτη της εξέλιξης και των καμπών της καπιταλιστικής συσσώρευσης σε μια χώρα, αλλά και για τη διεθνή σύγκριση των διαδικασιών συσσώρευσης στις διαφορετικές βιομηχανικές χώρες της Δύσης.

Οι δείκτες αυτοί μας επιτρέπουν λοιπόν να διατυπώσουμε μια συγκεκριμένη ανάλυση των συγκεκριμένων (και κατά περίπτωση διαφορετικών) διαδικασιών καπιταλιστικής ανάπτυξης που συντελούνται στις διαφορετικές καπιταλιστικές χώρες. Μας επιτρέπουν επομένως να ξεφύγουμε από τις χοντροκομμένες και υπεραπλουστευτικές γενικεύσεις, τις οποίες αρέσκονται να επαναλαμβάνουν στερεότυπα οι διάφορες «θεωρίες» της μόδας, όπως π.χ. ότι μετά τον Πόλεμο «ρυθμίστηκαν» σ' όλες (!!!) τις αναπτυγμένες χώρες οι κοινωνικές σχέσεις κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι αυξήσεις των μισθών να παρακολουθούν (!!!) επακριβώς τις αυξήσεις της παραγωγικότητας.

Οι δείκτες σχετικά με τη συσσώρευση κεφαλαίου στην Ελλάδα υπολογίζονται για το διάστημα 19581985, διάστημα για το οποίο έχουμε στη διάθεση μας τα απαραίτητα στοιχεία. Για τα στατιστικά στοιχεία χρησιμοποιήσαμε κατά κύριο λόγο τους στατιστικούς οδηγούς, «Η ελληνική οικονομία σε αριθμούς» του 1984 και του 1986 (εκδ. Elektra Press, Αθήνα).

Στη συνέχεια συγκρίναμε τους ελληνικούς δείκτες της κεφαλαιακής συσσώρευσης με τους αντίστοιχους δείκτες για τις τέσσερις μεγάλες χώρες της ΕΟΚ (Ο.Δ. Γερμανίας, Γαλλία, Μ. Βρετανία, Ιταλία) οι οποίοι έχουν υπολογιστεί από τον Busch (όπ. π) για το χρονικό διάστημα 19511975.

Η σύγκριση γίνεται λοιπόν για το χρονικό διάστημα 19581975, για το οποίο έχουν υπολογιστεί τόσο οι ελληνικοί, όσο και οι αντίστοιχοι ευρωπαϊκοί δείκτες καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Βεβαίως, η παρουσίαση των δεικτών δεν επαρκεί από μόνη της για τον προσδιορισμό των κοινωνικών, ταξικών και πολιτικών όρων και προϋποθέσεων της κεφαλαιακής συσσώρευσης. Παρότι, οι δείκτες αυτοί εκφράζουν ορισμένα από τα σημαντικότερα οικονομικά αποτελέσματα των κοινωνικών ταξικών συσχετισμών, θα πρέπει εντούτοις σε κάθε περίπτωση να εντάσσονται σε μια συστηματικότερη ανάλυση τόσο των κοινωνικών και οικονομικών αποτελεσμάτων της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όσο και των εσωτερικών και διεθνών συνθηκών και όρων από τους οποίους κρίνεται κάθε φορά και καθορίζεται η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου, η εξέλιξη της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Για το σκοπό αυτό παρουσιάζουμε κατ' αρχή, αναγκαστικά μ' ένα τρόπο επιγραμματικό και σχηματικό, ορισμένα από τα συμπεράσματα σχετικά με τους όρους και τις περιόδους της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα μετά τον Πόλεμο, που συνάγονται από την υπό έκδοση μελέτη του Γιάννη Μηλιού, J. Milios: "Kapitalistische Entwicklung, Nationalstaat, Imperialismus. Der Fall Griecehnlands" Dissertation, Uni. Osnabrück, 1987. H μελέτη αυτή θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά στο τέλος του χρόνου που διανύουμε.

2. Οι προϋποθέσεις της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Η μεταπολεμική ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού συντελέστηκε στο έδαφος μιας σειράς κοινωνικών μετασχηματισμών και διεθνοπολιτικών παραμέτρων, που είχαν ήδη ολοκληρωθεί ή έστω μορφοποιηθεί με το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Παράλληλα, η συντριβή του ΕΑΜικού λαϊκού κινήματος κατά την περίοδο 19441949 διασφάλισε στο ελληνικό κεφάλαιο εξαιρετικά ευνοϊκούς ταξικούς και πολιτικούς συσχετισμούς.

Στους ευνοϊκούς οικονομικοκοινωνικούς όρους που είχαν ήδη διαμορφωθεί μέχρι το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου θα πρέπει να αναφέρουμε:

α) Τη διάλυση των προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής: πρώτα απ' όλα του ασιατικού τρόπου παραγωγής και των υπολειμμάτων του (ληστεία κλπ.), διαδικασία που ολοκληρώνεται ήδη κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους. Στη συνέχεια, των φεουδαρχικών μορφών γαιοκτησίας, που κληρονόμησε στο νεοελληνικό κράτος η προσάρτηση των νέων εδαφών (1863 Ιόνια νησιά, 1881 Θεσσαλία, 191213 Ήπειρος Μακεδονία, 1919 Αν. Μακεδονία Δυτ. Θράκη). Η αγροτική μεταρρύθμιση που θεσμοθετήθηκε το 1917 και υλοποιήθηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή θα εξαλείψει σταδιακά όλες τις παραγωγικές σχέσεις που αποκλίνουν από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ή τη μορφή της απλής εμπορευματικής παραγωγής που συναρθρώνεται «θετικά» με αυτόν. (βλ. και Μηλιός Θεοχαράς, θέσεις 16, Ιούλιος Σεπτέμβριος 1986, σελ. 6980).

β) Το τέλος της ιστορικής φάσης ιμπεριαλιστικού επεκτατισμού του ελληνικού κράτους (και κεφαλαίου) στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου: Η ανάπτυξη των βαλκανικών εθνικισμών από τα μέσα του 19ου αιώνα, η συνακόλουθη συγκρότηση των άλλων βαλκανικών κρατών, τα σύνορα που διαμορφώθηκαν τελικά κατά τους βαλκανικούς πολέμους και τέλος, η Μικρασιατική Καταστροφή στέρησε το έδαφος στον ελληνικό ιμπεριαλιστικό επεκτατισμό, ο οποίος καθ' όλη την προηγούμενη ιστορική περίοδο αποτελούσε το μόνιμο στρατηγικό ορίζοντα του ελληνικού κράτους. Ο ιμπεριαλιστικός αυτός επεκτατισμός στηριζόταν απ' τη μια στην ηγεμονική οικονομική θέση του ελληνικού κεφαλαίου και κατ' επέκταση των ελληνικών μειονοτήτων στον ευρύτερο βαλκανικό και ανατολικομεσογειακό χώρο και από την άλλη στη σωβινιστική επεκτατική ιδεολογικοπολιτική συγκρότηση του ελληνικού κράτους, που προσέδιδε στον ιμπεριαλιστικό σωβινισμό και επεκτατισμό το χαρακτήρα ενός «εθνικού στόχου». (Ανάλογη υπήρξε στον κεντρικό ευρωπαϊκό χώρο η περίπτωση της Γερμανίας). Ο ιμπεριαλιστικός επεκτατισμός λειτουργούσε, εντούτοις, ανασχετικά για τους ρυθμούς κεφαλαιακής συσσώρευσης στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους, ενώ αντίθετα εννοούσε τις «διεθνοποιημένες» μερίδες τον ελληνικού κεφαλαίου (π.χ. εφοπλισμός). Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών που την ακολούθησε, ο ελληνικός καπιταλισμός εισέρχεται πλέον στη φάση της «εθνικής ομογενοποίησης» και της ταχύρρυθμης οικονομικής ανάπτυξης.

γ) Τέλος, ο Β ' Παγκόσμιος Πόλεμος και ο χωρισμός της Ευρώπης σε δύο πολιτικοστρατιωτικούς συνασπισμούς εντάσσεται στους καταρχήν όρους που επιτρέπουν τη σύνδεση του ελληνικού καπιταλισμού με τις διαδικασίες ταχύρρυθμης οικονομικής ανάπτυξης και διεθνοποίησης του κεφαλαίου στο χώρο των καπιταλιστικών κρατών της «Δύσης».

3. Φάσεις και περίοδοι της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Η μεταπολεμική «ιστορία» του ελληνικού καπιταλισμού μπορεί να χωριστεί σε τρεις φάσεις: 1) Τη φάση 19451961, της καπιταλιστικής σταθεροποίησης, τη φάση δηλαδή της σταθεροποίησης των ρυθμών καπιταλιστικής ανάπτυξης και επέκτασης. 2) Τη φάση τον, σε διεθνή σύγκριση, αναπτυξιακού άλματος, 19621979, που συνδέεται με την αναβάθμιση της θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα. 3) Τη φάση της κρίσης από το 1980 μέχρι σήμερα.

Στο εσωτερικό των δυο πρώτων φάσεων καπιταλιστικής ανάπτυξης μπορούν, βεβαίως, να εντοπισθούν κάποιες επιμέρους περίοδοι.

Έτσι για παράδειγμα, η φάση της καπιταλιστικής σταθεροποίησης μπορεί να περιοδολογηθεί ως εξής:

α) Η περίοδος της «ανόρθωσης», 19451950, στην οποία κυριαρχούν η επανοικοδόμηση των καταστραμμένων από τον πόλεμο παραγωγικών εγκαταστάσεων και της υποδομής, και οι πληθυσμιακές μετακινήσεις ανακατατάξεις. Σε μεγάλο βαθμό η «ανόρθωση» (του ελληνικού καπιταλισμού) χρηματοδοτείται από τα κεφάλαια που εισάγονται από το εξωτερικό με τη μορφή της «αμερικάνικης βοήθειας» (η μη στρατιωτική «βοήθεια» έφθασε μέχρι το τέλος του 1951 τα 1.922.700.000 δολάρια, από τα οποία το 27% περίπου δαπανήθηκε για την κάλυψη των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού και το 35% για έργα υποδομής). Λόγω των συνθηκών του εμφυλίου πολέμου, η ελληνική «ανόρθωση» καθυστέρησε σχετικά, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες διαδικασίες στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που πλήγηκαν από τον Πόλεμο. Η ελληνική βιομηχανική παραγωγή φθάνει μόλις το 1950 στο επίπεδο της παραγωγής του 1939, ενώ αντίστοιχα το 1949, η βιομηχανική παραγωγή της Γαλλίας και της Βρετανίας φθάνει ήδη στο 123% της παραγωγής του 1939 και της Ιταλίας την ίδια χρονιά στο 104% της βιομηχανικής παραγωγής του 1939. Μόνο η γερμανική «ανόρθωση» υπολειπόταν το 1950 (83% της παραγωγής του 1939) της αντίστοιχης ελληνικής διαδικασίας, λόγω ακριβώς των εξαιρετικά εκτεταμένων καταστροφών της Γερμανίας κατά τον Πόλεμο.

β) Την περίοδο της «ανόρθωσης» διαδέχεται μια περίοδος οικονομικής κρίσης, 195152, που χαρακτηρίζεται από την ύφεση της βιομηχανικής παραγωγής, και παράλληλα από την κρίση του ισοζυγίου πληρωμών, λόγω της δραστικής μείωσης κατά την περίοδο αυτή των εισροών κεφαλαίου, τόσο στη μορφή της «αμερικάνικης βοήθειας» όσο και στη μορφή των πολεμικών επανορθώσεων.

γ) Η κρίση της περιόδου 195152 λειτουργεί ως αφετηρία για την υιοθέτηση από το ελληνικό κράτος μιας νέας οικονομικής στρατηγικής που στοχεύει στην ουσιαστικότερη ενσωμάτωση του ελληνικού καπιταλισμού στην παγκόσμια αγορά (1953, υποτίμηση της δραχμής κατά 50% σε σχέση με το δολάριο, μέτρα φιλελευθεροποίησης του εξωτερικού εμπορίου, προσπάθεια προσέλκυσης ξένου κεφαλαίου με το νόμο 2687/53).

Ήδη από το 1953 ο ελληνικός καπιταλισμός εισέρχεται σε μια περίοδο ταχύρρυθμης ανάπτυξης, στα πλαίσια της οποίας αποφασιστικό ρόλο εξακολουθεί να παίζει ο κρατικός οικονομικός παρεμβατισμός (έργα υποδομής, κρατικές επενδύσεις σε βιομηχανίες «εθνικής σημασίας» - ηλεκτρισμός, ζάχαρη, λιπάσματα).

Η περίοδος της «ανάπτυξης υπό την αιγίδα του κράτους», 195361, χαρακτηρίζεται εντούτοις από μια τάση σταδιακής μείωσης των ρυθμών ανάπτυξης: Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ είναι 6,1% την περίοδο 195154, 5,8% την περίοδο 195558, και 5% την περίοδο 19591961. (Καθ' όλη την περίοδο, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής ξεπερνούσε πάντως το 8%). Σε διεθνή σύγκριση, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της Ελλάδας την περίοδο 195261 (5,7%) ήταν ψηλότερος από τους αντίστοιχους ρυθμούς της Ιταλίας (5,6%), της Γαλλίας (4,56%), της Βρετανίας (2,64%), των ΗΠΑ (2,51%), αλλά μικρότερος από τους αντίστοιχους ρυθμούς της Ιαπωνίας (7.73%) και της Γερμανίας (7,70%).

Η μείωση των ρυθμών ανάπτυξης κατά τα τέλη της δεκαετίας του '50, η επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου μετά το 1955, τα πενιχρά αποτελέσματα σε σχέση με την εισροή ξένου κεφαλαίου και τέλος η κρίση που εκδηλώνεται στην ελληνική οικονομία κατά την περίοδο 196162 προκαλούν ένα νέο σημαντικό επαναπροσανατολισμό της οικονομικής στρατηγικής του ελληνικού κράτους, ο οποίος βασίζεται σε δύο άξονες:

1) Την «έξοδο στη διεθνή αγορά» που αποκρυσταλλώνεται στη Σύνδεση με την ΕΟΚ το 1962.

2) Τη «στροφή στην ιδιωτική πρωτοβουλία», που υλοποιείται με την αύξηση της κρατικής δανειακής χρηματοδότησης προς τη βιομηχανία και τη συστηματοποίηση και ενίσχυση της νομοθεσίας των κινήτρων, φοροαπαλλαγών και επιδοτήσεων προς το ιδιωτικό κεφάλαιο (π.χ. νόμοι 4002/1959 και 4171/1961).

Η φάση του αναπτυξιακού άλματος του ελληνικού καπιταλισμού από το 1962 και μετά διαμορφώνεται και πάλι από δύο διακριτές περιόδους:

α) Την περίοδο 19621973 κατά τη διάρκεια της οποίας συντελούνται οι σημαντικότεροι διαρθρωτικοί μετασχηματισμοί τόσο στο εσωτερικό της ελληνικής οικονομίας ως σύνολο, όσο και στο εσωτερικό της βιομηχανίας και του τομέα της καπιταλιστικής παραγωγής καθεαυτού. Παράλληλα αναβαθμίζεται σημαντικά η θέση του ελληνικού καπιταλισμού στην παγκόσμια αγορά, καθώς αναδιαρθρώνονται οι εξωτερικές οικονομικές σχέσεις της χώρας (ριζική αναδιάρθρωση των εξαγωγών προς όφελος· των βιομηχανικών προϊόντων, εισροή βιομηχανικού κεφαλαίου από το εξωτερικό σε αντιστοιχία με τις διαδικασίες διεθνοποίησης του κεφαλαίου που λαμβάνουν χώρα στην υπόλοιπη δυτική Ευρώπη).

Κατά την περίοδο 19621973 οι ρυθμοί ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού βρίσκονται επικεφαλής των αντίστοιχων ρυθμών των άλλων χωρών του ΟΟΣΑ (με εξαίρεση της Ιαπωνίας και της Ισπανίας), ενώ αντίθετα οι ρυθμοί του πληθωρισμού κυμαίνονται σαφώς κάτω από τα μέσα επίπεδα των χωρών της Δύσης.

Η περίοδος της ταχύρρυθμης ανάπτυξης διακόπτεται από την κρίση του 1974. Πρόκειται για την οξύτερη κρίση που γνώρισε μεταπολεμικά ο ελληνικός καπιταλισμός.

β) Η περίοδος 19751979, χαρακτηρίζεται από χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο 19621973. Παράλληλα είναι εμφανή τα αποτελέσματα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης (ψηλοί ρυθμοί πληθωρισμού, ανεργία κλ.π.). Η περίοδος 197579 αποτελεί λοιπόν τη φάση προετοιμασίας για την εκδήλωση των εκκαθαριστικών λειτουργιών της κρίσης. Εντούτοις νομιμοποιούμαστε να θεωρήσουμε ότι και η περίοδος αυτή εντάσσεται στη φάση του αναπτυξιακού άλματος του ελληνικού καπιταλισμού, τόσο γιατί οι ελληνικοί ρυθμοί εξακολουθούν να είναι σημαντικά ψηλότεροι από τους αντίστοιχους ρυθμούς των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όσο και γιατί συνεχίζονται οι μετασχηματισμοί που σχετίζονται με την επέκταση της καπιταλιστικοποίησης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας: Μέσα από την επέκταση της κεφαλαιακής σχέσης από τη μια, αλλά και μέσα από τους μηχανισμούς της αγοράς και τις κρατικές λειτουργίες από την άλλη, σταθεροποιείται η κεφαλαιοκρατική κυριαρχία ακόμα και πάνω σε κείνες τις πρακτικές που εμφανίζονται σαν «ανεξάρτητες» ή εξωτερικές προς την κεφαλαιακή σχέση, όπως π.χ. ο χώρος των μικρών παραγωγών και των «ανεξάρτητων» επαγγελματιών της πόλης και της υπαίθρου.

Η τάση αυτή σταθεροποίησης της καπιταλιστικής κυριαρχίας σ' όλα τα κοινωνικά επίπεδα και σ' όλους τους χώρους κοινωνικής δραστηριότητας είναι ενεργή ακόμα και στη φάση που σχηματικά αρχίζει μαζί με τη δεκαετία του '80 και στην οποία εκδηλώνονται με την τυπική τους μορφή τα χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης.

4. Η εξέλιξη των δεικτών καπιταλιστικής ανάπτυξης.

4.1. Το περιεχόμενο και η σημασία των δεικτών.

Οι δείκτες, που την εξέλιξη τους θα παρουσιάσουμε στα επόμενα είναι οι εξής:

1. Ο ρυθμός αύξησης, wy, τον πραγματικού Καθαρού Εγχώριου Προϊόντος σε τιμές αγοράς (Υ = Κ.Ε.Π.τα)

2. Η οριακή «παραγωγικότητα τον κεφαλαίου», που είναι ο λόγος της μεταβολής (ΔΥ) του Καθαρού Εγχώριου Προϊόντος (ΚΕΠ) κατά μια χρονική περίοδο (δηλ. σε σύγκριση με το ΚΕΠ της προηγούμενης περιόδου, Υ0), δια των καθαρών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου (Ι) της περιόδου (ΔΥ/Ι = Υ,Yo/Ij). Πρόκειται μ' άλλα λόγια για το παραγόμενο επιπλέον καθαρό προϊόν ανά μονάδα νέας επένδυσης.

3. Το μερίδιο των επενδύσεων Ι/Υ, που είναι ο λόγος των καθαρών παγίων επενδύσεων μιας περιόδου, Ι, δια του Καθαρού Εγχωρίου Προϊόντος (Κ.Ε.Π.τα), Υ, που παράχθηκε κατά την ίδια περίοδο.

4. Η μεταβολή του επιπλέον Κ.Ε.Π.τα, ΔΥ, ανά απασχολούμενο, δηλ. η σχέση ΔΥ/Ν, ως ένδειξη για την εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας.

5. Η μεταβολή των καθαρών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου ανά απασχολούμενο (Ι/Ν).

6. Η μερίδα των μισθών L/Y, ως λόγος του ακαθάριστου αθροίσματος των μισθών, L, δια του Κ.Ε.Π.τα, Υ, μιας περιόδου.

7. Η οριακή μερίδα των μισθών AL/ΔΥ, που είναι ο λόγος της αύξησης των μισθών σε μια χρονική περίοδο (Δι = LiL0) δια της αύξησης του Κ.Ε.Π.το, ΔΥ = yiyo, την ίδια περίοδο, θετικές τιμές του δείκτη AL/ ΔΥ που είναι μικρότερες της μονάδας αποδεικνύουν την ταυτόχρονη αύξηση του Εγχώριου Προϊόντος και των μισθών. Το αντίθετο αποδεικνύουν οι θετικές τιμές του δείκτη που είναι ίσες ή μεγαλύτερες από·τη μονάδα (οι μισθοί απορροφούν τώρα τουλάχιστον όλη την αύξηση του καθαρού προϊόντος). Αρνητικές τιμές της οριακής μερίδας των μισθών σημαίνουν συνήθως ότι συντελέστηκε μια αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος της εργατικής τάξης. Ενώ μειώνεται το ΚΕΠ (το ΔΥ είναι αρνητικό), οι μισθοί συνεχίζουν να αυξάνουν (το AL είναι θετικό). Η σχέση 1 - οριακή μερίδα μισθών, (1 - Δί/ΔΥ) αποτελεί την οριακή μερίδα των κερδών.

8. Τέλος, η οριακή αποδοτικότητα τον κεφαλαίου, δγ, που αποτελεί και το σημαντικότερο δείκτη της εξέλιξης των συνθηκών αξιοποίησης του κεφαλαίου σεμια χώρα. Ο δείκτης αυτός προκύπτει ως γινόμενο της οριακής «παραγωγικότητας του κεφαλαίου», ΔΥ/Ι, και του οριακού λόγου των κερδών 1ΔΙ./ΔΥ. Δηλ.είναι:ΑΔΥ n AL Λ

ΔΓ= ·(1 " - δϋ} ·

Η οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου παριστά λοιπόν το επιπλέον καθαρό προϊόν (ΔΥ) που ιδιοποιείται η κεφαλαιοκρατική τάξη κατά μια χρονική περίοδο, σε σύγκριση με την αμέσως προηγούμενη περίοδο, (ΔΥ = ΥιΥ0), το οποίο ανάγεται στην αύξηση των καθαρών επενδύσεων, Ι, κατά την ίδια περίοδο. Η μακροπρόθεσμη εξέλιξη του δγ αποτελεί μάλιστα ασφαλή ένδειξη για την εξέλιξη του r, της μέσης αποδοτικότητας του κεφαλαίου, η οποία παριστά το συνολικό καθαρό προϊόν που ιδιοποιήθηκε η κεφαλαιοκρατία την περίοδο αυτή, ως προς το συνολικό κεφαλαιακό απόθεμα, Κ. Δηλ. είναι:

Υ,. L, r = ¥(lY).

Στην εξέλιξη του r αναπαρίσταται η εξέλιξη του μέσου ποσοστού κέρδους μιας καπιταλιστικής οικονομίας. Είναι όμως αδύνατο με τα δεδομένα των ευρωπαϊκών (και ελληνικών) στατιστικών να υπολογιστεί με ενιαίο τρόπο το μέγεθος αυτό. Μέσω της εξέλιξης της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου, δγ, μπορούμε εντούτοις να συνάγουμε, όπως είπαμε, ασφαλή συμπεράσματα για την εξέλιξη και της μέσης αποδοτικότητας του κεφαλαίου, r. (Αναλυτικότερα βλ. Busch, 1987, όπ. π.).

Οι διεθνείς συγκρίσεις των διαδικασιών συσσώρευσης του κεφαλαίου σε διαφορετικές χώρες θα στηριχθούν λοιπόν κατά κύριο λόγο στη μελέτη της εξέλιξης της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου, δγ.

4.2. Η εξέλιξη των δεικτών συσσώρευσης στην Ελλάδα (19581985).

Η εξέλιξη των δεικτών συσσώρευσης στην Ελλάδα παρουσιάζεται με τη μορφή γραφικών παραστάσεων στα σχήματα 18.

Το σχήμα 1 παρουσιάζει την εξέλιξη του ετήσιου ρυθμού αύξησης wy, του Καθαρού Εγχώριου Προϊόντος σε τιμές αγοράς. Η παχειά καμπύλη παριστά την εξέλιξη των ανά τριετία μέσων τιμών του w. Ήδη από το σχήμα αυτό μπορούν να συναχθούν κάποια συμπεράσματα για τις περιόδους της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης στην Ελλάδα μετά το 1958: Το 1962 αλλά και σε μικρότερο βαθμό το 1967 υπήρξαν χρονιές μειωμένου ρυθμού ανάπτυξης, το 1974 εμφανίζεται η οξύτερη μείωση του Κ.Ε.Πτα της περιόδου που εξετάζουμε, μετά το 1980 μπαίνουμε σε μια παρατεταμένη φάση κρίσης, με σχεδόν μηδενικούς ή και αρνητικούς ρυθμούς αύξησης του Κ.Ε.Π.

Το σχήμα 2 παρουσιάζει το μερίδιο των καθαρών επενδύσεων Ι/Υ. Είναι χαρακτηριστική η συνεχής πτώση του μεγέθους αυτού μετά το 1973.

Το σχήμα 3 παρουσιάζει τη μεταβολή των καθαρών επενδύσεων κεφαλαίου ανά απασχολούμενο, Ι/Ν, και τη μεταβολή του ετησίως παραγόμενου επιπλέον καθαρού προϊόντος ανά απασχολούμενο, ΔΥ/Ν. Ενώ η πτώση των επενδύσεων (ανά απασχολούμενο) αρχίζει ήδη το 1974, το καθαρό προϊόν ανά απασχολούμενο παρουσιάζει μια σαφή πτωτική τάση από το 1978 και μετά, με εξαίρεση βέβαια τη ραγδαία μείωση του κατά τη χρονιά της κρίσης 1974.

Το σχήμα 4 δείχνει την εξέλιξη της οριακής «παραγωγικότητας του κεφαλαίου», ΔΥ/Ι. Οι ομοιότητες με την καμπύλη του σχήματος 1, (εξέλιξη του ρυθμού αύξησης του Καθαρού Εγχώριου Προϊόντος) είναι προφανείς. Η οριακή παραγωγικότητα του κεφαλαίου παίρνει αρνητικές τιμές μόνο κατά την οξεία κρίση του 1974 και κατά τη φάση κρίσης μετά το 1980. Είναι, εντούτοις, ιδιαίτερα έντονη η πτώση του δείκτη κατά το 1962.

Το διάγραμμα του σχήματος 5 παρουσιάζει την εξέλιξη της μερίδας των μισθών, L/Y, στο διάστημα 19581985. Αξίζει να προσεχθεί η αύξηση του δείχτη από το 1961 (28%) μέχρι το 1967 (33%), όπως επίσης κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο από το 1974 (33,5%) μέχρι το 1979 (41%) και από το 1981 (39%) μέχρι το 1984. Η περίοδος της δικτατορίας χαρακτηρίζεται από μια άνευ προηγουμένου συμπίεση του μεριδίου των μισθών. Παρά την επέκταση των μισθωτών σχέσεων καθ' όλη την περίοδο 19671974, η μερίδα των μισθών παραμένει καθηλωμένη γύρω στο 33%. Μάλιστα, πρέπει εδώ να σημειώσουμε, ότι παρά τις αυξήσεις των μισθών μετά τη μεταπολίτευση, η μερίδα των μισθών παραμένει στην Ελλάδα σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με τα μέσα δυτικοευρωπαϊκά επίπεδα. (Το 1975 οι μερίδες των μισθών ήταν στη Γαλλία 61%, στην Ιταλία 62%, στη Ο.Δ. Γερμανίας 64% και στη Βρετανία 75%. Το 1978 ο ίδιος δείκτης στην Ισπανία ήταν 67%).

Η βασική αιτία για τη χαμηλή ελληνική μερίδα των μισθών εντοπίζεται στην «ιστορική» συμπίεση του επιπέδου των μισθών (παρά τις όποιες αυξήσεις) καθ' όλη την περίοδο του αντικομμουνιστικού «κράτους των εθνικοφρόνων» (19461974). Η συμπίεση αυτή ανάσχεσε με τη σειρά της την επέκταση της μισθιακής σχέσης σε μια σειρά παραγωγικές δραστηριότητες που δεν απαιτούν αξιόλογη επένδυση κεφαλαίου («δραστηριότητες έντασης εργασίας», όπως π.χ. εργασίες σχετιζόμενες με τις γραφικές τέχνες, τη φωτογραφία, τη λογιστική, ορισμένες οικοδομικές εργασίες κλπ.). Οι δραστηριότητες αυτές, ακόμα και στο εσωτερικό του δευτερογενούς τομέα εξακολουθούν σε μεγάλο βαθμό να ασκούνται ως «ελεύθερα επαγγέλματα» ή υπό τη μορφή προσωπικών μικροεπιχειρήσεων.

Η «ιστορική» συμπίεση του επιπέδου των μισθών στην Ελλάδα μπορεί να γίνει αντιληπτή και από το διάγραμμα του σχήματος 6, που παρουσιάζει την εξέλιξη του οριακού μεριδίου των μισθών, Δί/ΔΥ, για το χρονικό διάστημα 19591985. Καθ' όλη την εικοσαετία 19591979, με εξαίρεση·το 1962 και το 197677, ο δείκτης Δί/ΔΥ παίρνει τιμές θετικές και ταυτόχρονα σημαντικά μικρότερες της μονάδας, πράγμα που σημαίνει ότι το Καθαρό Εγχώριο Προϊόν απορροφάται μόνο εν μέρει από τους μισθούς.

Το διάγραμμα Δί/ΔΥ εκφράζει συγχρόνως την εξέλιξη του μέσου μισθού ανά απασχολούμενο ως προς τη φαινομενική παραγωγικότητα της εργασίας: AL AL/N ΔΥ ΔΥ/Ν

Η υπόθεση ότι η σχέση αυτή παραμένει (ή «ρυθμίζεται») σταθερή θα μπορούσε να υποστηριχθεί μόνο για τις περιόδους 196468 και 19691972 και πάλι, όμως, ως χονδροειδής προσέγγιση της πραγματικότητας.

Κατά τη φάση της κρίσης από το 1979 και μετά εμφανίζονται αρνητικές τιμές της οριακής μερίδας των μισθών, που σχετίζονται με αναδιανομές του εισοδήματος υπέρ της εργατικής τάξης (αυξήσεις μισθών παρά τη μείωση του Καθαρού Εγχώριου Προϊόντος).

Το διάγραμμα του σχήματος 7 παρουσιάζει την εξέλιξη της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου, δγ, κατά το διάστημα 1959 1985. Ο δείκτης παίρνει αρνητικές τιμές κατά το 1962, 1974, 1977 και κατά τη φάση της κρίσης μετά το 1980, οπότε και κυμαίνεται γενικά σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Στο σχήμα 8 παρουσιάζονται οι ανά πενταετία κινητές μέσες τιμές του δγ για την περίοδο που εξετάζουμε. Είναι προφανής η τάση μείωσης του δείκτη, ο οποίος μάλιστα μετά το 1980 παίρνει πολύ χαμηλές τιμές.

Η τάση μείωσης της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου αντικατοπτρίζει την τάση μείωσης του μέσου ποσοστού κέρδους στην ελληνική οικονομία.

4.3. Μια διεθνής σύγκριση.

Τα αποτελέσματα που μόλις παρουσιάσαμε σχετικά με την εξέλιξη στην Ελλάδα του ρυθμού αύξησης του Καθαρού Προϊόντος wy, του μεριδίου επενδύσεων Ι/Υ, της οριακής μερίδας των μισθών AL/ΔΥ και της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου, δγ, συγκρίνονται εδώ για την περίοδο 19581975 με τις αντίστοιχες τιμές που υπολογίστηκαν για το ίδιο χρονικό διάστημα από τον Busch (1986, όπ. π.), για τις τέσσερεις «μεγάλες» χώρες της Ε.Ο.Κ. (Ο.Δ. Γερμανία, Γαλλία, Μ. Βρετανία, Ιταλία).

Ο υπολογισμός των καθαρών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, Ι, στην Ελλάδα έγινε στο κεφάλαιο 4.2 χωρίς να συμπεριληφθούν οι επενδύσεις σε κατοικίες γιατί στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για επενδύσεις κεφαλαίου με την αυστηρή έννοια του όρου. Επειδή εντούτοις κατά τον υπολογισμό των ευρωπαϊκών δεικτών από τον Busch δεν εξαιρέθηκαν οι κατοικίες, υπολογίσαμε ειδικά για τις διεθνείς συγκρίσεις και πάλι το δείκτη Ι με τη συμμετοχή και των κατοικιών.

Για τη συνοπτικότερη σύγκριση της ελληνικής με τις ευρωπαϊκές διαδικασίες συσσώρευσης σχηματίσαμε για κάθε μέγεθος τον «ευρωπαϊκό μέσο όρο» από τις αντίστοιχες τιμές των τεσσάρων «μεγάλων» της Ε.Ο.Κ. Η απλούστευση δεν αλλοιώνει σημαντικά την εικόνα που θα προέκυπτε αν είχαμε υποβάλλει τους ελληνικούς δείκτες σε σύγκριση με τους δείκτες κάθε μιας χώρας χωριστά, γιατί στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων οι ελληνικοί δείκτες αποκλίνουν προς την ίδια κατεύθυνση σε σχέση με όλους τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς δείκτες. Για παράδειγμα, ο ρυθμός αύξησης του Καθαρού Εγχώριου Προϊόντος, wy, είναι στην Ελλάδα για όλο το διάστημα 19621975 ψηλότερος από τους αντίστοιχους ρυθμούς όλων των άλλων χωρών που συγκρίνουμε, με εξαίρεση το 196768 (που η Ελλάδα καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση) και τη χρονιά της οξείας κρίσης, 1974 (που η Ελλάδα καταλαμβάνει την 4η θέση μεταξύ των 5 χωρίον που συγκρίνονται, πράγμα που γίνεται όμως τώρα σαφώς φανερό και κατά τη σύγκριση του ελληνικού wy με το «μέσο ευρωπαϊκό»).

Τα σχήματα 9 και 10 παρουσιάζουν το ρυθμό αύξησης του Κ.Ε.Π. στην Ελλάδα σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η αντίστοιχη σύγκριση για το μερίδιο επενδύσεων Ι/Υ παρουσιάζεται στα σχήματα 11 και 12, για την οριακή παραγωγικότητα του κεφαλαίου ΔΥ/Ι, στα σχήματα 13, 14 και 15, για την οριακή μερίδα των μισθών, Δί/ΔΥ, στα σχήματα 16 και 17 και για την οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου, δγ, στα σχήματα 18, 19 και 20.

Τόσο από τον τελευταίο δείκτη δγ, που όπως είπαμε είναι ο σημαντικότερος, όσο και από την εξέλιξη των υπολοίπων δεικτών (Ι/Υ, ΔΥ/Ι, wy) γίνεται απόλυτα φανερή η υπεροχή, δηλαδή η ψηλότερη δυναμική της διαδικασίας συσσώρευσης κεφαλαίου στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τις «μεγάλες» ευρωπαϊκές χώρες, για όλη τη χρονική περίοδο 19621975, και με μοναδική εξαίρεση τη χρονιά του 1974.

Αξιοσημείωτη είναι η ελληνική υπεροχή σε ό,τι αφορά ταυτόχρονα την αύξηση των επενδύσεων Ι/Υ και την οριακή παραγωγικότητα του κεφαλαίου (ΔΥ/Ι).

Ο μόνος ελληνικός δείκτης ο οποίος υστερεί σε σύγκριση με τους αντίστοιχους «μέσους ευρωπαϊκούς» είναι η οριακή μερίδα των μισθών, AL/ΔΥ. Η συμπίεση των μισθών, αλλά και του ρυθμού αύξησης τους αποτέλεσε λοιπόν ένα σημαντικό «επίτευγμα», ή, έστω, στη γλώσσα των απολογητών του αστισμού ένα «διεθνές συγκριτικό πλεονέκτημα» του ελληνικού κεφαλαίου.

Είναι λοιπόν φανερό ότι η σημερινή οικονομική πολιτική συμπίεσης των μισθών και «σταθεροποίησης» (του καπιταλιστικού κέρδους) δεν αποτελεί παρά ευθυγράμμιση με τις πάγιες επιταγές της (καπιταλιστικής) εξουσίας, την οποία η ελληνική «σοσιαλιστική» κυβέρνηση διαχειρίζεται, δηλαδή υπηρετεί.

Παράλληλα, η εξέλιξη των δεικτών σχετικά με τη συσσώρευση του κεφαλαίου στην Ελλάδα κάνει απόλυτα προφανές, ότι η σημερινή κρίση της ελληνικής οικονομίας δεν συναρτάται με κάποιες «ελληνικές ιδιομορφίες», αλλά εκδηλώνεται με ανάλογο τρόπο όπως και στις άλλες χώρες της Δύσης: Ως κρίση του τρόπου εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο ως κρίση υπερσυσσώρευσης, ως πτώση της «κεφαλαιακής παραγωγικότητας» και «αποδοτικότητας».