Χρόνος, χρήμα και κυριαρχία:

Προϋποθέσεις του νομικού σχηματισμού 1


του César Mortari Barreira

μετάφραση Νίκη Μεσολογγίτου


Περίληψη: Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να επισημάνει στοιχεία που συμβάλλουν σε μια θεωρία του νομικού σχηματισμού [esquematismo jurídico]. Αφετηρία είναι η συζήτηση για τις λεγόμενες φθίνουσες προσδοκίες που χαρακτηρίζουν τη σημερινή έκτακτη συγκυρία, όταν το μέλλον φαίνεται να δίνει τη θέση του στην χωρίς όρια επέκταση του παρόντος. Αφού παρουσιαστούν ορισμένες από τις αλλαγές στο παράδειγμα του δικαίου που συντελούνται εν μέσω του «τέλους του μέλλοντος», γίνεται αναφορά στην πιθανότητα να αναδυθεί ένα «νέο δίκαιο» που θα μπορούσε να καθοδηγήσει τα τρέχοντα γεγονότα. Υπό το πρίσμα αυτό, αναπτύσσεται το επιχείρημα ότι οι αλλαγές στη σύγχρονη προσωρινότητα των πραγμάτων έχουν μια χρηματική αγκύρωση και αποτελούν εκφράσεις της σχηματοποίησής τους [esquematização] από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Αφού παρουσιαστούν τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της σχηματοποίησης– ιδίως η διαπλοκή του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος με τη μορφή του χρήματος– θα παρουσιάσω, έστω και συνοπτικά, ορισμένες επισημάνσεις σχετικά με το τι θα μπορούσε να είναι ο νομικός σχηματισμός, ιδίως υπό μια ιδεολογική έννοια.


1. Εισαγωγή


Σε περιόδους συσσωρευμένων εμπειριών κρίσης – υγειονομικής, οικονομικής και πολιτικής – γίνονται πολλές προσπάθειες να διερευνηθεί η κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο ότι παρουσιάζεται πληθώρα δυστοπιών τις τελευταίες δεκαετίες – είτε στο λογοτεχνικό πεδίο, ως εκδήλωση μιας μεταδιαφωτιστικής αντι-ουτοπίας, είτε στο σύμπαν των παιχνιδιών – που αποτελεί ένα από τα πιο εμβληματικά παραδείγματα των προσπαθειών να δοθεί νόημα στην ευρέως διαδεδομένη αίσθηση ότι όχι μόνο αλλάζει ο χρονικός ορίζοντας, αλλά ότι, κατά κάποιον τρόπο, απειλείται η ίδια η ψυχική μας υπόσταση. 2

Αυτό είναι το πλαίσιο από το οποίο προκύπτουν οι πιο διαφορετικές αναλύσεις που συζητούν το τέλος του μέλλοντος και το επακόλουθό του – την επιμήκυνση του παρόντος. Η κατάσταση αυτή έχει πολλές συνέπειες. Στον πολιτικο-νομικό τομέα, για παράδειγμα, είναι σύνηθες να συζητείται η λεγόμενη δημοκρατική οπισθοδρόμηση, που συναρτάται και με τις επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών, κυρίως λόγω της διαπλοκής της κοινωνικής επιτάχυνσης με τη διαδικασία της εικονικοποίησης που έχει «καταβροχθίσει το μέλλον» (BERARDI, 2019: 131). Από τη μία πλευρά, η διοίκηση απαιτείται αντικειμενικά να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την ολοένα αυξανόμενη κοινωνική πολυπλοκότητα. Αν η οικονομία παρουσιάζεται ως μια τεχνόσφαιρα που χαρακτηρίζεται από τη συγχώνευση των ψηφιοποιημένων διαδικασιών πληροφόρησης και τη σύνδεσή τους με συστήματα υπολογιστών και υποδομές κατανεμημένες παγκοσμίως, τότε ο χρόνος του κόσμου δεν φαίνεται πλέον να είναι συμβατός με τον χρόνο της συνεταιριστικής δημοκρατίας, με την κυκλική δυναμική της πληροφόρησης, της διαπραγμάτευσης, της πειθούς και της διαβούλευσης.

Από την άλλη πλευρά, εν μέσω των ξέφρενων τεχνολογικών καινοτομιών που διαπερνούν κάθε τομέα της ζωής μας, η θόλωση των ορίων μεταξύ του πραγματικού και του εικονικού ενισχύει την αδιαφάνεια ως συνθήκη της υποκειμενικής μας αναπαραγωγής. Μέσα στην ομίχλη που διακρίνει το 24/7 καθεστώς του καπιταλισμού, 3 ζούμε σε μια ιστορική στιγμή βαθιάς αστάθειας και αβεβαιότητας, σε μια περίοδο «ομίχλης», στην οποία υπάρχει «μια μεταφορική και λειτουργική γειτνίαση μεταξύ του οικονομικού νέφους [...] και των πληροφοριακών νεφών του διαδικτύου (clouds)» (WISNIK, 2018: 49). Σε αυτό το σενάριο, αν ο «φετιχισμός των δικτύων επικοινωνίας» (RENDUELES, 2016: 46) έχει σημαντικό αντίκτυπο στις πολιτικές μας προσδοκίες, επικαιροποιώντας ενδεχομένως τη «νοοτροπία επιβίωσης» που εντόπισε ο Christopher Lasch τη δεκαετία του 1960 (LASCH, 1986: 51), αυτή η νέα χρονικότητα οδηγεί ουσιαστικά σε μια υποκειμενική κατάσταση άρνησης της αναμονής. Όσο εντείνεται η υποταγή στην απουσία χρόνου, τόσο μεγαλώνει η διυποκειμενική αποσύνδεση, ατροφώντας τις διαθέσεις ακρόασης και αναγνώρισης που αποτελούν τις άυλες προϋποθέσεις της αλληλέγγυας συμβίωσης 4 και οι οποίες τείνουν επομένως να ανατροφοδοτούν τόσο την παθητικότητα 5 όσο και την ανυπομονησία. 6

Εν μέσω αυτής της «νέας εποχής του κόσμου», ο Paulo Arantes χρησιμοποιεί τη διάκριση μεταξύ του «χώρου της εμπειρίας» και του «ορίζοντα της προσδοκίας» 7 για να παρουσιάσει αυτό που αποκαλεί Εποχή της έκτακτης ανάγκης, μια στιγμή – της οποίας οι ρίζες ανάγονται στη δεκαετία του 1970 – από την οποία η απόσταση μεταξύ των εννοιών που επεξεργάστηκε ο Reinhart Koselleck (πολιτικός φιλελευθερισμός, ολοκληρωτισμός, κλπ.) θα μικραίνει όλο και περισσότερο. Εξ ου και η διαμόρφωση μιας εποχής «μειωμένων προσδοκιών», μιας εποχής στην οποία ζούμε υπό την αιγίδα ενός «καθεστώτος επείγοντος» (ARANTES, 2014: 67). Αυτός ο μετασχηματισμός θέτει σε κίνηση τον ακαριαίο χρόνο: «το άπειρο μέλλον, μη αναγνωρίσιμο ως τέτοιο, έχει διεισδύσει πλήρως στο παρόν, παρατείνοντάς το επ’ αόριστον ως μια αναγκαιότητα που είναι ακόμη πιο αναγκαία επειδή συμπίπτει με ένα μέλλον που κατ’ αρχήν έχει ήδη φτάσει» (ARANTES, 2014: 77). 8 Μπροστά στον επείγοντα χαρακτήρα ενός «απαράλλακτου παρόντος» (JAMESON, 1994: 14), αυτό που απαιτείται είναι η άμεση παρέμβαση, ένα αίτημα που θα αλλάξει τη διάταξη των θεσμικών πλαισίων.

Ποιο θα ήταν το μέλλον του δικαίου σε μια εποχή χωρίς μέλλον; Ακολουθώντας την επιχειρηματολογία που περιγράφεται εδώ, μπορούμε να δούμε μια πραγματική «αλλαγή καθεστώτος» (OST, 2005: 338) στην κοινωνικο-νομική αναπαραγωγή. Σε συνδυασμό με ένα κράτος που αναλαμβάνει τον ρόλο του διαχειριστή της ανασφάλειας, η επιτήρηση και ο έλεγχος ενημερώνουν όλο και περισσότερο το νομικό περιεχόμενο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η καθοριστική πτυχή της νομικά επεξεργασμένης επείγουσας ανάγκης έγκειται στην αντίληψη ότι οι ρήτρες παρέκκλισης προωθούν τρόπον τινά την οικοδόμηση ενός ψευδούς πυθμένα νομικών κανόνων, ακόμη και αναφορικά με τους συνταγματικούς κανόνες, συγκροτώντας μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται ως «συνταγματική επείγουσα ανάγκη». Σε αυτό, η αναλογιστική πρακτική ντύνεται νομικά, εγκαθιδρύοντας ένα διοικητικό παράδειγμα δικαίου, το «πεδίο της μόνιμης παρεκκλίνουσας διαχείρισης » (ARANTES, 2014: 228 – η έμφαση στο πρωτότυπο). Μέσω της δραστικής ενίσχυσης των μηχανισμών πρόληψης, διαπιστώνεται η «προοδευτική μεταμόρφωση του παραδοσιακού Συνταγματικού Κράτους», η οποία, με τη σειρά της, εγκαθιδρύει ένα Σύνταγμα Έκτακτης Ανάγκης, με μια εξουσία «παρέκκλισης από το καθιερωμένο δίκαιο» (ARANTES, 2014: 238-246). Με άλλα λόγια, στη σχέση μεταξύ imperium και jurisdictio, το imperium τοποθετείται πάνω από την jurisdictio.

Πρόκειται για τη σύγχρονη εκδήλωση της πλαστικότητας του κράτους δικαίου, η οποία, αντίθετα με την άποψη του Arantes, δεν συνιστά «υπέρβαση της νομικής μορφής» (ARANTES, 2014: 247). Αντιμέτωπη με την ελαστικότητα της συσσώρευσης του κεφαλαίου (MEGA, II. 11: 346), η βίαιη διάσταση της κοινωνικο-νομικής αναπαραγωγής δεν αποτελεί λάθος – που προκύπτει, για παράδειγμα, από την υποτιθέμενη «πολιτικοποίηση του δικαίου» και την εργαλειοποίησή του από εθνικούς ή/και διεθνείς δρώντες– αλλά αλλαγή των προσδιορισμών του θετικού δικαίου (MEGA, II. 4.2: 669, σημ. 1), ένας «εμπλουτισμός των πολιτικο-νομικών δομών έναντι των απαιτήσεων της συσσώρευσης του κεφαλαίου» (GONÇALVES- BARREIRA, 2019: 26). Ακόμη και έτσι, οι μετασχηματισμοί αυτοί γίνονται αντιληπτοί ως ανησυχητικοί, διότι συνυπάρχουν με την προηγούμενη νομική δομή, παρέχοντας τη βάση για έναν «καφκικό εφιάλτη» 9 στον οποίο υπάρχουν ταυτόχρονα «νόμοι που δεν είναι νόμοι, δικαστήρια που δεν είναι δικαστήρια και διαδικασίες που δεν είναι διαδικασίες» (BUTLER, 2006: 62).

Στο πλαίσιο αυτού του άρθρου, το ενδιαφέρον στρέφεται ακριβώς σε αυτή την παράξενη παρουσία, σε αυτό που εντοπίζει στο «άνομο μέλλον» που χαρακτηρίζει την τρέχουσα εξέλιξη άσκησης της εξουσίας. Υπάρχει, τρόπον τινά, η διατήρηση ενός τρόπου νομικής εκπροσώπησης που αντιδρά στην περιστολή της προσωρινότητας μέσω της διατήρησης ενός παρόντος που εκτείνεται επ’ αόριστον στο μέλλον, σε αυτό που ο Ost αποκάλεσε «εποχή του αιώνιου εφήμερου» (OST, 2005: 327). Κατά συνέπεια, δεν φαίνεται να είναι τυχαίο το γεγονός ότι η νέα χρονικότητα του κόσμου τροφοδοτεί τα αιτήματα για ένα «νέο δικαίωμα,» 10 αναζωογονώντας έναν ορισμένο «νομικισμό» (FAUSTO, 2007: 5). Αυτή η επαναφορά του δικαίου στο δίκαιο, καθώς και η επαναφορά των προσδοκιών χειραφέτησης μέσω του νομικού πεδίου, είναι το αντικείμενο του παρόντος άρθρου. Αντί να εμβαθύνουμε στο πεδίο των μελετών που εστιάζουν στην «αυταρχική νομιμότητα» σε περιόδους επείγουσας ανάγκης – τη «νομική μορφή που λαμβάνει η καταστολή» (PEREIRA, 2010: 64) – οι σελίδες που ακολουθούν επιδιώκουν να ρίξουν φως στα χρηματικά θεμέλια της νομικής διαχρονικότητας.

Το μέλλον της τελευταίας, υποστηρίζω, εξαρτάται από μια χρονικοποίηση που είναι διαφορετική από εκείνη που παρουσιάζει ο Ost: ο κόμπος που δένει ο νόμος στον κοινωνικό δεσμό σίγουρα θεσμοθετεί τον χρόνο – οριοθετώντας χρονικούς χώρους μέσω νομικών διαδικασιών – αλλά αυτό που προκύπτει εκ τούτου– η παραγωγή μιας ατομικής ταυτότητας και αυτονομίας – δεν είναι η απλή αναγέννηση ενός παρελθόντος (ως υπόσχεση) που θα μπορούσε να επαναπροσδιορίσει και να αμβλύνει τις κοινωνικές συγκρούσεις και έτσι να καθοδηγήσει (την υπόσχεση για) το αύριο (OST, 2005: 15). Η χρονικότητα που παράγεται από το δίκαιο, αυτό που ο Ost αποκαλεί «το δίκαιο μέτρο του κοινωνικού χρόνου» (OST, 2005: 23), είναι περισσότερο το φετιχοποιημένο αποτέλεσμα του καπιταλιστικού σχηματισμού παρά η προϋπόθεση για την επιστροφή στην κοινωνική ειρήνη.


2. Χρονικοποίηση του χρόνου


Η ανάπτυξη αυτών των προβληματισμών εξαρτάται από μια συγκεκριμένη κατανόηση του χρόνου. Πάρτε, για παράδειγμα, την ταξινόμηση που προτείνει ο Ost στη μελέτη του για τη χρονικοποίηση, η οποία παρουσιάζει: (i) τον φυσικό χρόνο, ο οποίος αποτελεί τον δεδομένο χρόνο· (ii) τον υποκειμενικό χρόνο, ο οποίος επιτρέπει τη βίωση του χρόνου· και (iii) τον κοινωνικοϊστορικό χρόνο, το αποτέλεσμα των συλλογικών κατασκευών της ιστορίας. Ενώ ο πρώτος έχει αδιάσειστα στοιχεία υπέρ του – στις κινήσεις των άστρων και στους βιολογικούς ρυθμούς της φύσης – σχηματίζοντας την εικόνα ενός εξωτερικού και ομογενούς χρόνου, ο δεύτερος υποτάσσει τον χρόνο στο ίδιο το υποκείμενο. Η σύνδεση μεταξύ των στοιχείων και των δύο, ωστόσο, εμφανίζεται μόνο στο τρίτο.

Η σημασία αυτού του συλλογισμού έγκειται στο «πολιτισμικό» στοιχείο του κοινωνικο-ιστορικού χρόνου, που τον χαρακτηρίζει ως μια «λειτουργία που βρίσκεται πάντα σε διαδικασία επεξεργασίας» (OST, 2005: 23). Εξ ου και η απόρριψη – που η σημασία της θα αναπτυχθεί λίγες σελίδες πιο κάτω – της καντιανής « a priori σύνθεσης», λες και ο χώρος και ο χρόνος συνιστούν ένα τυπικό πλαίσιο που επιτρέπει τη γνωστική πρόσβαση στα αντικείμενα. Έτσι, η μέτρηση του χρόνου «είναι καρπός μιας πολύ μακράς ιστορικής διαδικασίας μάθησης και διαφορετικών επεξεργασιών από κοινωνία σε κοινωνία» (OST, 2005: 23). Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτό. Δεδομένου ότι κάθε κοινωνία αναπτύσσει τον δικό της χρόνο, «η πολιτισμική επεξεργασία του χρόνου είναι τόσο ένα ζήτημα προόδου των τεχνικών όσο και μια πρόκληση εξουσίας» (OST, 2005: 24).

Ποιο είναι όμως το ακριβές νόημα του χρόνου σε αυτή την κοινωνία; Πώς εκδηλώνεται στη νεωτερικότητα; Και, ακόμη πιο σημαντικό, πώς εμφανίζεται; Ο Ost έχει δίκιο να τονίζει ότι οι μετασχηματισμοί του χρόνου δεν είναι ποτέ μόνο τεχνικοί. Αν και η γραφή προωθεί τον συνεχή χρόνο ως υπόδειγμα και, πιο πρόσφατα, η γλώσσα των μέσων ενημέρωσης και οι νέες τεχνολογίες επικοινωνίας ευνοούν την κατασκευή ενός «πραγματικού χρόνου», υποτίθεται ταυτόχρονου με τα γεγονότα, και τα δύο προέρχονται από «συσχετισμούς δυνάμεων και ανταγωνιστικές κινήσεις» (OST, 2005: 25). Κατά συνέπεια,


«Όποιος είναι σε θέση να επιβάλει τη δική του χρονική κατασκευή σε άλλες κοινωνικές συνιστώσες είναι ο πραγματικός κάτοχος της εξουσίας. Η αγορά, για παράδειγμα, επιβάλλει σήμερα τον χρόνο και υπαγορεύει το μέτρο σε όλα τα κράτη του πλανήτη στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης και ιδιωτικοποιημένης οικονομίας» (OST, 2005: 25).


Τι σημαίνει στην πραγματικότητα να λέμε ότι η αγορά επιβάλλει τον χρόνο της; Ο Ost δίνει κάποιες ενδείξεις όταν συζητά την επικράτηση του επείγοντος στο κοινωνικό πεδίο, ιδίως όταν αναφέρεται στο «πλανητικό καζίνο» που σχηματίζουν τα διασυνδεδεμένα χρηματιστήρια, τα οποία λειτουργούν ασταμάτητα καθημερινά. Μπροστά σε μια οικονομία που χαρακτηρίζεται ουσιαστικά από την κερδοσκοπία, θα μπορούσε να παρατηρηθεί μια σειρά από επιπτώσεις στην κοινωνική αναπαραγωγή: (i) η επιτακτική ανάγκη πρόβλεψης δράσεων για βραχυπρόθεσμο κέρδος, αποθαρρύνοντας τις μακροχρόνιες παραγωγικές επενδύσεις· (ii) η κυριαρχία του απρόβλεπτου που χαρακτηρίζει το οικονομικό περιβάλλον και επιβάλλεται επί των επιχειρήσεων και των θέσεων εργασίας· (iii) ο παραμερισμός της προσπάθειας για μακροχρόνια επένδυση και εργασία υπέρ της κερδοσκοπικής επιδίωξης· και (iv) η αποδυνάμωση της σύνδεσης μεταξύ παραγωγής, αμοιβής, εργασίας, ηθικής και πλούτου (OST, 2005: 333).

Όπως προκύπτει, ο Ost προσπαθεί να αναδείξει τις συνέπειες της επέκτασης της λογικής της « just-in-time » οικονομίας που διέπει την κυριαρχία του επείγοντος. Σε χρονικούς όρους, τα στοιχεία που αναφέρονται παραπάνω επιφέρουν εξίσου δραστικές αλλαγές. Το επείγον απαξιώνει το παρελθόν και το μέλλον και αλλάζει το νόημα των κοινωνικών προσδοκιών. Αν αυτές αποτελούσαν κάποτε πηγή ελπίδας – θυμηθείτε ότι ο Ost έχει κατά νου την έννοια του «ορίζοντα προσδοκίας» του Koselleck –, η νέα κουλτούρα της ανυπομονησίας διέπεται πλέον από απογοήτευση και αγανάκτηση, κάτι που βαθαίνει από το αίσθημα της «μόνιμης προσωρινότητας», το οποίο, παραδόξως, θεμελιώνει μια απροσδιόριστη χρονικότητα (OST, 2005: 335-336).

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η κατάσταση αυτή συνάδει με το «μοντέλο της αγοράς». Με αυτή την έκφραση, ο Ost επιδιώκει να χαρακτηρίσει μια τυχαία και απρόβλεπτη λογική που οδηγεί στην απροσδιοριστία του μέλλοντος που εκτιμά. Σε αυτό το σενάριο της επιβολής του περιπτωσιολογικού χρόνου, ολόκληρη η κοινωνία καλείται να προσαρμόζεται διαρκώς στο ρολόι της ανταλλαγής, καθιστώντας άσκοπο και επιβλαβές το να θέλει κανείς να προσανατολίσει τους δείκτες του. Όπως το έθεσε πρόσφατα ο Mark Fisher, ο καπιταλιστικός ρεαλισμός συνεπάγεται «ότι υποτάσσουμε τους εαυτούς μας σε μια απείρως πλαστική πραγματικότητα, ικανή να αναδιαμορφώνεται κάθε στιγμή» (FISHER, 2020: 93). Παραθέτοντας τον φον Χάγιεκ, ο Ost λέει: «όταν τα χαρτιά μοιράζονται αδιάκοπα, η εμπειρία του παρελθόντος είναι πραγματικά άχρηστη [...], όπως και ο μακροπρόθεσμος προγραμματισμός, ο οποίος απλώς θα παρέλυε τη δράση» (OST, 2005: 378).

Οι προβληματισμοί του Ost συνδέουν ενδεικτικά την άπειρη επέκταση του παρόντος με την οικονομική διάσταση της κοινωνίας. Όμως η αναφορά στην αγορά και την κερδοσκοπία τείνει να αφήσει ανέγγιχτο το ζήτημα της κοινωνικής γένεσης του επείγοντος. Μήπως προέρχεται από τα νεοφιλελεύθερα μακροοικονομικά σχέδια; Από τους διεθνώς οργανωμένους παραγωγούς πλούτου; Από τις εταιρείες που κυριαρχούν σχεδόν σε κάθε τομέα της ζωής μας; Μπροστά στις προσπάθειες να υιοθετηθεί μια άποψη ουσιαστικής αποτίμησης του ζητήματος, οι σελίδες που ακολουθούν έχουν κάποια σχέση με την «αρνητική αθεολογία που αρμόζει στο κεφάλαιο». 11 Πιο συγκεκριμένα, θα παρουσιάσω, έστω και συνοπτικά, πώς το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον εκφράζουν την κοινωνικοποίηση που θέτει το χρήμα, 12 αποτελώντας τη σχηματοποίηση της κοινωνικής πραγματικότητας και, κατά συνέπεια, τις προϋποθέσεις του νομικού σχηματισμού.


3. Καπιταλιστική σχηματοποίηση: στοιχεία για τη νομική σχηματοποίηση


Σε ένα απόσπασμα από τον 1ο τόμο του Κεφαλαίου στο οποίο συζητά την εργάσιμη ημέρα, ο Μαρξ παραθέτει το ακόλουθο απόσπασμα από έναν συγγραφέα: «τα άτομα του χρόνου είναι τα στοιχεία του κέρδους» (MEGA, II.6: 248· Μαρξ 1978: 254). Αυτός ο όρος («τα άτομα του χρόνου») υπονοεί μια κατακερματισμένη έννοια του χρόνου, στην οποία αυτός ανάγεται στο ίδιο το μέτρο των πραγμάτων, όντας μαθηματικά υπολογίσιμος. Όπως ένας κενός χώρος που μπορεί επομένως να περικλείει τα πάντα, ο χρόνος παρουσιάζεται ως κάτι καθολικό. Ωστόσο, εξειδικεύεται, εμφανιζόμενος ως στοιχείο του κέρδους. Αν το κέρδος αντλεί την υλικότητά του από το κεφάλαιο – το χρήμα που μετατρέπεται σε περισσότερο χρήμα – εδώ μπορούμε ήδη να διακρίνουμε κάτι από τη χρηματική βάση της σύγχρονης χρονικότητας.

Ως καθολική (universal) αφαίρεση, ο χρόνος ρέει στη διαδικασία της αξιοποίησης. Αλλά στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, το κεφάλαιο χρειάζεται όχι μόνο να επεκτείνεται, αλλά και να διανύει το κύκλωμά του όλο και πιο γρήγορα. Εξ ου και η ανάλυση – στα Grundrisse – ότι «όσο πιο γρήγορη είναι η κυκλοφορία, τόσο πιο σύντομος ο χρόνος κυκλοφορίας, τόσο συχνότερα μπορεί το ίδιο κεφάλαιο να επαναλάβει την παραγωγική διαδικασία» (MEGA, II.1.2: 513· Μαρξ 1990: 479) και η υπαινικτική ιδέα – στον 2ο τόμο του Κεφαλαίου – ότι «όσο περισσότερο οι κυκλοφοριακές μεταμορφώσεις του κεφαλαίου είναι μόνο ιδεατές, δηλαδή όσο περισσότερο ο χρόνος κυκλοφορίας = 0 ή πλησιάζει προς το μηδέν, τόσο περισσότερο λειτουργεί το κεφάλαιο, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η παραγωγικότητα και η αυτοαξιοποίησή του» (MEGA, II.12: 98-99· Μαρξ 1979: 123).

Αρχικά, μπορεί να ειπωθεί ότι «ο κοινωνικός χρόνος είναι η μορφή με την οποία κινείται το χρήμα» (LOTZ, 2014: 62). Οφείλουμε όμως να θυμόμαστε ότι το χρήμα δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτό ως αντικείμενο. Είναι αλήθεια ότι εμφανίζεται σαν ένα πράγμα, κάτι εξωτερικό σε σχέση με τις διάφορες πρακτικές, ένα απλό μέσο που διευκολύνει τις ανταλλαγές. Ωστόσο, το χρήμα είναι ουσιαστικά μια κοινωνική σχέση (MEW, τ. 4: 107) 13 και πιο συγκεκριμένα, η μορφή της σύγχρονης κοινωνικοποίησης. Η πρόσβαση στα αγαθά δεν διαμεσολαβείται μόνο από την κατοχή του χρήματος, αλλά εγγυάται επίσης ουσιαστικά στο άτομο μια κοινωνική ύπαρξη ως πρόσωπο (MEGA, II.2: 53). Σκεφτείτε όλα τα διαφορετικά είδη που πωλούνται στο σούπερ μάρκετ. Στην εμπειρική τους εμφάνιση, φαίνονται να είναι διαφορετικά, με διαφορετικά χρώματα, μεγέθη και χρήσεις. Οι πελάτες, από την πλευρά τους, φαντάζονται ότι ακολουθούν τις ανάγκες ή/και τις επιθυμίες τους καθώς περιηγούνται στους διαδρόμους. Παρόλα αυτά, τι κάνει όλα αυτά τα αντικείμενα να έχουν ταυτότητα ως αντικείμενα σε αυτόν τον χώρο;

Κάθε εμπόρευμα μπορεί να φύγει από το σούπερ μάρκετ μόνο όταν έχει αποκτηθεί μέσω αγοράς. Με αυτό το παράδειγμα, ο Christian Lotz προσπαθεί να τονίσει κάτι που συχνά περνάει απαρατήρητο: η δυνατότητα ανταλλαγής με χρήμα είναι αυτή που συνιστά την κοινωνική αντικειμενικότητα αυτών των αγαθών. Κατά συνέπεια, οι κοινωνικές σχέσεις που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό του σούπερ μάρκετ δεν τίθενται από τα άτομα. Ουσιαστικά ορίζονται αφηρημένα από κάτι που παραμένει κρυμμένο πίσω από κάθε ατομική κίνηση. Αυτό που πραγματικά έχει σημασία, με την έννοια εκείνου που καθιστά τις σχέσεις στον χώρο δυνατές, είναι το χρήμα. Έτσι, «βλέπουμε τα αντικείμενα στο σούπερ μάρκετ επειδή η χρηματική μορφή των αντικειμένων είναι η κρυμμένη αντικειμενικότητα που καθιστά δυνατή την αναφορά μας σε αυτά, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειών, των συμπεριφορών και των στάσεων» (LOTZ, 2014: 9).

Με άλλα λόγια: αν το χρήμα είναι η τυπική δυνατότητα των αντικειμένων να γίνουν κοινωνικά, το χρήμα είναι η ίδια η κοινωνικοποίηση σε ισχύ. Με αυτή την έννοια, η ύπαρξη και η αντίληψη των πραγμάτων συγκροτείται από τη μορφή του χρήματος, εγκαθιδρύοντας τον ορίζοντα νοήματος των κοινωνικών γεγονότων. Για τον σκοπό αυτό, είναι απαραίτητο το χρήμα να βρίσκεται πάντα σε κίνηση, δηλαδή να μπορεί να διαχρονικοποιηθεί στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Ωστόσο, είναι δυνατόν να υπολογιστεί ένα ορισμένο ποσό χρήματος που επενδύεται μόνο μέσα σε έναν ορίζοντα στον οποίο υπάρχει κάτι «μακρινό» ή «κοντινό». Εξ ου και το επιχείρημα του Lotz: όταν το χρήμα είναι ανεξάρτητο τόσο από την παραγωγή όσο και από την κατανάλωση, δυνητικά τα πάντα μπορούν να ενταχθούν στη μορφή του χρήματος και έτσι να συλληφθούν χωρικά και χρονικά (LOTZ, 2014: 32). Όπως προκύπτει, ενώ ο χρόνος αρχικά εμφανιζόταν ως στοιχείο του κέρδους, τώρα εμφανίζεται ως αποτέλεσμα του εν διαδικασία χρήματος.

Αυτή είναι η γενική έννοια του «καπιταλιστικού καθεστώτος», του θεωρήματος που επιδιώκει να αναπτύξει την έννοια της βιομηχανίας του πολιτισμού. 14 Μπροστά στο ερώτημα «πώς σχετίζεται το άτομο με τα αντικείμενα του κόσμου;», ο Lotz ακολουθεί τα βήματα των Adorno και Horkheimer, ιδίως όταν πραγματοποιούν μια υλιστική ανάγνωση του προαναφερθέντος καντιανού a priori σχηματισμού του λόγου. 15 Λαμβάνοντας υπόψη ότι «ολόκληρος ο κόσμος είναι αναγκασμένος να περάσει μέσα από το φίλτρο της βιομηχανίας του πολιτισμού» (GS 3: 147) και, ακόμη πιο σημαντικό, ότι η βιομηχανία του πολιτισμού πρέπει να κατανοηθεί ως ένα σύστημα κυριαρχίας (GS3: 141) του οποίου η προέλευση ανάγεται στους καθολικούς νόμους του κεφαλαίου (GS 3: 154), ο Lotz βλέπει στο χρήμα 16 το γρανάζι που σχηματοποιεί και καθιστά έτσι δυνατή τη γνώση. Γι’ αυτό και η χωρική και χρονική κατανόηση των κοινωνικών αντικειμένων στον καπιταλισμό παρέχεται από την καπιταλιστική σχηματοποίηση. Η «πρόσβαση» σε αυτά διεξάγεται ως εξής: «το σχήμα είναι η αφαίρεση μέσω της μορφής του χρήματος» (LOTZ, 2014: 15). 17

Οι συνέπειες αυτού του επιχειρήματος είναι σημαντικές. Το καπιταλιστικό σύστημα καθορίζει τον ορίζοντα των νοημάτων που ρυθμίζει την πρόσβασή μας στις οντότητες του κόσμου. Μετατρέπει τα πάντα σε κάτι με ατομικό νόημα και έτσι πλαισιώνει την ίδια την εμπειρία των υποκειμένων, καθώς και καθιστά δυνατή μια ορισμένη σταθερότητα. Ως λογική της κοινωνικής ολότητας, το χρήμα σταθεροποιεί ορθολογικά αυτό που μπορούμε να περιμένουμε και αυτό που πιστεύουμε. Όπως υπογραμμίζει ο Lotz:


«αυτό δεν σημαίνει ότι καθορίζει αιτιωδώς τα πάντα· σημαίνει απλώς ότι πλαισιώνει όλα εκείνα που αποτελούν κοινωνικά συστατικά, ή για να το θέσουμε διαφορετικά, όλα όσα είναι συστατικά στοιχεία για την κοινωνία στο σύνολό της. Επομένως, δεν είναι επίσης απαραίτητο τα άτομα να έχουν ρητή επίγνωση αυτού του μηχανισμού προκειμένου να είναι λειτουργικός· διότι η σχηματοποίηση και η κοινωνία ως σύνολο εγκαθιδρύονται πίσω από την πλάτη τους, χωρίς να το αναγνωρίζουν» (LOTZ, 2014: 77).


Μια συγκεκριμένη κατάσταση μπορεί να καταδείξει καλύτερα αυτό το σκεπτικό. Ένα στεγαστικό δάνειο (ή ακόμη ένα δάνειο στην αγορά αυτοκινήτων) διάρκειας x ετών συνεπάγεται αναγκαστικά ότι η ζωή των ατόμων και η γενική κατάσταση της κοινωνίας παραμένουν οι ίδιες για τα επόμενα x έτη. Έτσι προκύπτει κάτι σαν ένα «πεπερασμένο πλαίσιο» που συνθέτει την κοινωνική πραγματικότητα (LOTZ, 2014: 75). Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Το παράδειγμα αυτό εξηγεί επίσης τους μηχανισμούς της πίστωσης και του χρέους και τη σύνδεσή τους με τη σύγχρονη χρονικότητα. Όταν μιλάμε για χρηματιστικοποίηση, το σημαντικό που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι έχουμε να κάνουμε με άτομα –αλλά και κράτη και επιχειρήσεις– που κυριαρχούνται από το χρέος: «το κεφάλαιο, με τη μορφή της πίστωσης, ρουφάει τώρα το μελλοντικό αίμα του εργαζόμενου ατόμου, το οποίο περιέχει τη νοοτροπία του εργαζόμενου, τις ελπίδες και τις επιθυμίες του» (LOTZ, 2014: 90).

Ακριβώς σε αυτό το τετράγωνο – όπου η πίστωση δημιουργεί μια μνήμη του μέλλοντος και το χρέος μια ενημέρωση του παρελθόντος – συμπιέζεται το αύριο ως ένας ανοιχτός και ενδεχόμενος ορίζοντας. Πέρα όμως από τις προαναφερθείσες μειωμένες κοινωνικές προσδοκίες, μεταβάλλεται η ίδια η κοινωνικο-νομική αναπαραγωγή. Ακόμη και ο Lotz αντιλαμβάνεται κάτι από αυτή την κίνηση. Αναφερόμενος στον βαθμό στον οποίο οι κοινωνικές σχέσεις καθορίζονται από το χρήμα, ο συγγραφέας υποδηλώνει ότι το εμπόρευμα και η χρηματική μορφή δεν είναι απλώς οι προϋποθέσεις της νομικής μορφής, καθώς αυτή «κάθε φορά και περισσότερο μετασχηματίζεται και καταλαμβάνεται από τη χρηματική μορφή» (LOTZ, 2014: 50). Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις σκέψεις, τι θα μπορούσε να σημαίνει ο νομικός σχηματισμός;

Όπως έχει ήδη επισημανθεί, η κοινωνικο-νομική αναπαραγωγή εκδηλώνει την πλαστικότητά της κατά τη διαδικασία προσαρμογής της στη συσσώρευση του κεφαλαίου και ως επακόλουθο, στις συνθήκες του καπιταλιστικού συστήματος. Ωστόσο, υπάρχει μια περαιτέρω εμπλοκή μεταξύ της νομικής διάστασης και της κοινωνικής σύνθεσης που τίθεται από τη σχηματοποίηση που παρουσιάστηκε στις προηγούμενες παραγράφους. Αν η τελευταία ρυθμίζει τόσο τη μνήμη όσο και τις προσδοκίες μέσω ενός ενοποιημένου ορίζοντα, η ομογενοποίηση του χρόνου που μπλοκάρει το μέλλον – με όλους τους περιορισμούς που χαρακτηρίζουν την εποχή του επείγοντος – βρίσκει μια «διέξοδο» στο νομικό πεδίο.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η διαχρονικότητα του δικαίου διατηρεί το παρελθόν σε επαφή με το παρόν, ανοίγοντας έναν ορίζοντα που προδικάζει τι μπορεί να εισέλθει στη νομική δομή και, κατά συνέπεια, στις διαδικασιακές παραστάσεις. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό έχει κατά νου ο Ost όταν υποστηρίζει ότι


«[ο] δικαστής, μέσω της κρίσης του, αποφασίζει για τη σύγκρουση που αιώνια ξεπερνά την καταναγκαστική λογική του χρέους, μέσω της δίκαιης ποινής που επιβάλλει ή της κοινωνικής συγχώρεσης που χορηγεί [...]· μέσω μιας θαρραλέας διάκρισης, ματαιώνει την επανάληψη των προηγούμενων και αναλαμβάνει τον κίνδυνο μιας ανατροπής της νομολογίας» (OST, 2005: 40).


Αυτός είναι ο ιδεολογικός τρόπος εμφάνισης της κοινωνικο-νομικής αναπαραγωγής, μια εκδήλωση του νομικού σχηματισμού. Αυτό σημαίνει ότι η ερμηνευτική «ανοιχτότητα» που προσφέρει το δίκαιο είναι η φετιχοποιημένη έκφραση του συγχρονισμού που θέτει σε κίνηση το καπιταλιστικό σύστημα. Μέσω της κατασκευής του υποκειμένου του δικαίου, το δίκαιο επιστρέφει στα ατομικοποιημένα άτομα την ατομικότητα, τη διαφορά και την ελευθερία που τους αφαιρέθηκαν από τη σχηματοποίηση του χρήματος. Με αυτόν τον τρόπο, η κοινωνική εξάρτηση που επιβάλλεται από τη σχηματοποίηση του κεφαλαίου – το χρήμα ως «Nexus rerum» 18 (MEGA II.2: 19) – εμφανίζεται στο νομικό πεδίο ως ένας σύνδεσμος αυτονομίας.

Η νομική ιδεολογία είναι θεμελιώδης εδώ. Αποκλείει τα αρνητικά νοήματα της χρηματικής κυριαρχίας και ταυτόχρονα αποκρυσταλλώνει μια θετική στιγμή η οποία, ως λόγος, αντιστρέφεται στο αντίθετό της στην πραγματική πραγματικότητα. 19 Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει χώρος για τις χρονικότητες της μνήμης, της συγχώρεσης και της υπόσχεσης στο νομικό πεδίο. Αλλά η κοινωνική συγκρότηση αυτών πραγματοποιείται από και μέσω του καπιταλιστικού σχηματισμού. Ως φαινομενική άρνησή του, η κατανόηση και η ανάλυση του νομικού σχηματισμού μπορεί να εμπλουτίσει το ερευνητικό πεδίο της μαρξιστικής κριτικής του δικαίου.


4. Τελικές εκτιμήσεις


Δεν φαίνεται να είναι τυχαίο ότι οι προβληματισμοί του Ost για το δίκαιο και τον χρόνο έχουν δια-ιστορικά επιχειρήματα. Με μια εξαιρετικά πλούσια προσέγγιση, ο Γάλλος συγγραφέας επιδιώκει να εκφράσει το «δίκαιο μέτρο του δικαίου» μέσα από την εμπλοκή μεταξύ Temperentia και Justitia και να συμβάλει έτσι στην «καλή διακυβέρνηση» (OST, 2005: 12). Με το παρόν άρθρο προσπάθησα να καταδείξω πώς η ιστορικοποίηση των χρονικών και νομικών σχέσεων αποκαλύπτει κάτι που όχι μόνο είναι διαφορετικό, αλλά κατά κάποιον τρόπο το αντίθετο.

Ξεκινώντας από συζητήσεις σχετικά με την έννοια του τέλους του μέλλοντος, αρχικά συνέδεσα αυτή την αντίληψη με μελέτες για τις λεγόμενες φθίνουσες προσδοκίες, οπότε και απαιτήθηκε μια βαθύτερη κατανόηση του περιεχομένου της κατηγορίας του χρόνου. Διαπλέκοντας τα επιχειρήματα ορισμένων συγγραφέων –ιδίως των Ost και Arantes– προσπάθησα να καταδείξω πώς η σύγχρονη χρονικότητα έχει μια συγκεκριμένη υλική διάσταση. Έτσι, επιστρέφοντας στην κριτική της πολιτικής οικονομίας – που αναγνωρίζεται μέσα από τον φακό του Lotz – προέβαλα το επιχείρημα ότι ο χρόνος της νεωτερικότητας προέρχεται από την εμβάθυνση και την επέκταση του χρήματος ως κοινωνικής σχέσης.

Αυτή η χρηματική διάσταση αποτέλεσε τη βάση για την παρουσίαση της καπιταλιστικής σχηματοποίησης και της σχέσης της με τη δυνατότητα γνώσης των κοινωνικών αντικειμένων. Με αυτόν τον τρόπο, ο χώρος και ο χρόνος δεν εμφανίζονται ως υποκειμενικές κατασκευές, αλλά ως κατηγορίες που δίνονται από την κοινωνική αντικειμενικότητα που θέτει η διαδικασία της αξιοποίησης του κεφαλαίου. Εκτός από τον συγχρονισμό του χθες και του αύριο, πρότεινα πώς η πίστωση και η χρέωση προάγουν τόσο ένα είδος μνήμης του μέλλοντος όσο και μια ενημέρωση του παρελθόντος που, όχι τυχαία, υπονομεύουν κάθε αποτελεσματική δυνατότητα σύλληψης ενός ενδεχόμενου ορίζοντα.

Τέλος, από αυτούς τους προβληματισμούς άντλησα κάποιες σκέψεις σχετικά με αυτό που αποκάλεσα νομικό σχηματισμό. Δημιουργημένος από την καπιταλιστική σχηματοποίηση, σκιαγραφεί μια πονηρή μορφή κυριαρχίας, στον βαθμό που καλύπτει μια ουσιαστικά αρνητική κοινωνική πραγματικότητα με ίχνη θετικότητας. Ως ιδεολογική εκδήλωση της κοινωνικοποίησης που σχηματοποιείται από το χρήμα, ο νόμος παρουσιάζεται ως χώρος αυτονομίας, ο οποίος, ωστόσο, εγκαθιδρύει την ανισότητα μέσω της ισότητας και την υποταγή μέσω της ελευθερίας. Αν και σύντομο, το αναλυτικό σύνολο των παραπάνω σελίδων έχει ως στόχο να συμβάλει στην υπέρβαση ενός τυφλού σημείου στις προσπάθειες διάγνωσης των προκλήσεων του παρόντος στις πιο διαφορετικές κριτικές προσεγγίσεις – τη χρηματική ανάγνωση της μαρξικής θεωρίας της αξίας και την ικανότητά της να διευρύνει τους ερευνητικούς ορίζοντες της μαρξιστικής κριτικής του δικαίου.



Βιβλιογραφία


ADORNO, Theodor & HORKHEIMER, Max. Dialektik der Aufklärung. Philosophische Fragmente. In Theodor W. Adorno Gesammelte Schriften. Band 3. Frankfurt am Main: Suhrkamp, 1981 [GS 3].

ARANTES, Paulo. O novo tempo do mundo e outros estudos sobre a era da emergência. São Paulo: Boitempo, 2014.

BERARDI, Franco. Depois do futuro. São Paulo: Ubu Editora, 2019.

BRIDEL, James. A nova idade das trevas: a tecnologia e o fim do futuro. São Paulo: Todavia, 2019.

BUTLER, Judith. Precarious Life. The Powers of Mourning and Violence. London/New York: Verso, 2006.

CRARY, Jonathan. 24/7: capitalismo tardio e os fins do sono. São Paulo: Ubu Editora, 2016.

DARDOT, P. & LAVAL, C. Comum: ensaios sobre a revolução no século XX. São Paulo: Boitempo, 2018.

FAUSTO, Ruy. A esquerda difícil: em torno do paradigma e do destino das revoluções do século XX e alguns outros temas. São Paulo: Perspectiva, 2007.

FAUSTO, Ruy. Marx: Lógica e Política: tomo II. São Paulo: Brasiliense, 1987.

FISHER, Mark. Realismo capitalista: é mais fácil: imaginar o fim do mundo do que o fim do capitalismo? São Paulo: Autonomia Literária, 2020.

GONÇALVES, Guilherme Leite & BARREIRA, César Mortari. “A plasticidade do Estado de Direito: o golpe legal brasileiro como expropriação capitalista”. Contexto jurídico, v. 6, n. 1, 2019: 20-28.

JAMESON, Fredric. The seeds of time. California: Columbia University Press, 1994.

KOSELLECK, Reinhart. Futuro passado: contribuição à semântica dos tempos históricos. Rio de Janeiro: Contraponto, Ed. PUC-Rio, 2006.

LASCH, Christopher. The Minimal Self. Psychic Survival in Troubled Times. New York/London: W. W. Norton & Company, 1984.

LOTZ, Christian. The Capitalist Schema. Time, Money, and the Culture of Abstraction. Lanham, Boulder, New York, London: Lexington Books.

ΜΑΡΞ, Καρλ. Το Κεφάλαιο, τ. 1 ος. Αθήνα: Σύγχρονη εποχή, 1978.

ΜΑΡΞ, Καρλ. Το Κεφάλαιο, τ. 2 ος. Αθήνα: Σύγχρονη εποχή, 1979.

ΜΑΡΞ, Καρλ. Grundrisse. Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Αθήνα: Στοχαστής,1990.

MARX, K.& ENGELS, F. Werke [MEW]. Band 04. Berlin: Dietz Verlag, 1977.

[MEGA, II. 1.2] MARX, Karl Ökonomische Manuskripte 1857/1858, in K. Marx und F. Engels, Gesamtausgabe (MEGA), Zweite Abteilung, Band 1, Teil 2 Berlin: Dietz Verlag, 1981.

[MEGA, II. 2] MARX, Karl Ökonomische Manuskripte und Schriften 1858-1861, in K. Marx und F. Engels, Gesamtausgabe (MEGA), Zweite Abteilung, Band 2, Berlin: Dietz Verlag, 1980.

[MEGA, II. 4.2] MARX, Karl Ökonomische Manuskripte 1863-1867, in K. Marx und F. Engels, Gesamtausgabe (MEGA), Zweite Abteilung, Band 4, Teil 2, Berlin: Dietz Verlag, 1992.

[MEGA, II. 5] MARX, Karl Das Kapital. Erster Band (1867), in K. Marx und F. Engels, Gesamtausgabe (MEGA), Zweite Abteilung, Band 5, Berlin: Dietz Verlag, 1983.

[MEGA, II. 6] MARX, Karl Das Kapital. Kritik der Politischen Ökonomie. Ester Band (Hamburg 1872), in K. Marx und F. Engels, Gesamtausgabe (MEGA), Zweite Abteilung, Band 6, Berlin: Dietz Verlag, 1987.

[MEGA, II. 12] MARX, Karl. Kritik der Politischen Ökonomie. Zweites Buch, in K. Marx und F. Engels, Gesamtausgabe (MEGA), Zweite Abteilung, Band 12, Berlin: Dietz Verlag, 2005.

MENKE, Christoph. Kritik der Rechte. Frankfurt am Main: Suhrkamp, 2015.

MOROZOV, Evgeny. To save everything click here: the folly of technological solutionism. New York: Public Affairs, 2013.

PEREIRA, Anthony W. Ditadura e repressão: o autoritarismo e o estado de direito no Brasil, no Chile e na Argentina. São Paulo: Paz e Terra, 2010.

OST, François. O tempo do direito. Bauru, SP: Edusc, 2005.

RENDUELES, César. Sociofobia: mudança política na era da utopia digital. São Paulo: Edições Sesc São Paulo, 2016.

WISNIK, Guilherme. Dentro do nevoeiro: arquitetura, arte e tecnologia contemporâneas. São Paulo, 2018.

1 Τίτλος πρωτοτύπου: «Tempo, dinheiro e dominação: pressuposições do esquematismo jurídico». Υποβλήθηκε από τον συγγραφέα στις Θέσεις, πρώτη δημοσίευση.

2 Όπως προτείνει ο Franco Berardi, «στο τέλος του αιώνα που πίστευε στο μέλλον, η ουτοπία χάνει τη δύναμή της και αναδύεται μια αντίθετη αντίληψη περί του επικείμενου: του αδυσώπητου, του αναπόφευκτου, μια δυστοπική αντίληψη» (BERARDI, 2019: 68).

3 Η έκφραση ονοματοδοτεί ένα καθεστώς πλήρους διαθεσιμότητας που ενημερώνεται κάθε εβδομάδα, ενσωματωμένο στην αδιάλειπτη λειτουργία των αγορών. Παρά τον πλούτο του εννοιολογικού προσδιορισμού, το ζητούμενο εδώ είναι να τονιστεί η καινοτομία του, δηλαδή η «απόλυτη παραίτηση από την αξίωση ότι ο χρόνος μπορεί να συνδεθεί με οποιαδήποτε θεμελιωμένα δικαιώματα» (CRARY, 2016: 19).

4 Αυτό είναι το σημείο που υπογραμμίζει ο Crary: «στον καπιταλισμό 24/7, κάθε μορφή κοινωνικότητας που υπερβαίνει το απλό ατομικό συμφέρον είναι καταδικασμένη να εξαφανιστεί – και οι διαπροσωπικές σχέσεις που αποτελούν τη βάση του δημόσιου χώρου καθίστανται άσχετες με τη φανταστική ψηφιακή μας απομόνωση» (CRARY, 2016: 99).

5 Αυτό, με τη σειρά του τροφοδοτεί τις προσδοκίες ότι οι τεχνολογίες –που θεωρούνται εξωτερικές και ουδέτερες– μπορούν να λύσουν κοινωνικά προβλήματα, είτε αυτά είναι οικονομικά, είτε πολιτικά, είτε ακόμη και οικολογικά. Αυτό αποτυπώνεται στην έννοια του «τεχνολογικού λυσι(λογι)σμού» (MOROZOV, 2013: 5). Ο James Bridle, από την πλευρά του, προσεγγίζει το θέμα με βάση την την έννοια της «υπολογιστικής σκέψης», δηλαδή την πεποίθηση ότι κάθε πρόβλημα λύνεται όταν εφαρμόζεται η πληροφορική (BRIDLE, 2019: 12).

6 Στο κλασικό του έργο Ο χρόνος του νόμου [ O tempo do direito](1999), ο François Ost είχε ήδη επισημάνει ότι «το επείγον καλλιεργεί μια κουλτούρα ανυπομονησίας που μετατρέπει κάθε προθεσμία σε αφόρητη παράταση και κάθε μετάβαση σε επικρίσιμη θεσμική παρεμπόδιση» (OST, 2005: 334-335).

7 Διαθέτοντας έναν ιδιαίτερα υψηλό βαθμό γενικότητας, η «εμπειρία» και η «προσδοκία» είναι «μεταϊστορικές» κατηγορίες. Αν η πρώτη αναφέρεται στο «παρόν παρελθόν», η δεύτερη πηγαίνει στο «παρόν μέλλον»: «είναι η ένταση μεταξύ εμπειρίας και προσδοκίας που, με έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο τρόπο, γεννά νέες λύσεις, γεννά τον ιστορικό χρόνο» (KOSELLECK, 2006: 313).

8 Πρόκειται για το «παράθυρο της ιστορικότητας», που νοείται ως «η αυξανόμενη δυσκολία των κοινωνιών μας να εγγράφονται σε μια σημαντική διάρκεια, σαν το παρόν να ήταν από τότε κορεσμένο από το στιγμιαίο, ανίκανο τόσο για αναμνησία όσο και για πρόταγμα» (OST, 2005: 27). Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ost διαλέγεται επίσης με τον Koselleck για να επιβεβαιώσει ότι η δυνατότητα ενός «αρνητικού» χρόνου (με το ανθρώπινο νόημα του όρου) εξαρτάται από την αμοιβαία γονιμοποίηση μεταξύ «χώρου εμπειρίας» και «ορίζοντα προσδοκίας» (OST, 2005: 29).

9 Είναι ενδιαφέρον ότι ο Ost αναφέρεται επίσης στην «καφκική κόλαση» για να περιγράψει τις επιπτώσεις του επείγοντος – και της προσωρινότητας του έκτακτου – στο δίκαιο (OST, 2005: 336).

10 Ενδεικτικά, βλ. την αντιπαραβολή ανάμεσα στα «κοινά» και τη «νέα Δεξιά» στους Dardot και Laval (2018: 19) και Menke (2015: 11, 13).

11 Η έννοια παρουσιάζεται από τον Fisher σε διάλογο με τη μελέτη της «φετιχιστικής άρνησης», η οποία προσπαθεί να εκφράσει τις προσπάθειες ανάληψης ευθύνης για ό,τι συμβαίνει στον κόσμο – κατηγορώντας συγκεκριμένα υποκείμενα, για παράδειγμα κυβερνήσεις – μπροστά στην αδυναμία του πολιτικού ασυνείδητου να σκεφτεί την έλλειψη κατανόησης αναφορικά με την κεντρική σημασία του παγκόσμιου καπιταλισμού. Και εδώ, για άλλη μια φορά, επανέρχεται μια μόνο φαινομενικά δευτερεύουσα παρουσία: «Η ύψιστη ιδιοφυΐα του Κάφκα ήταν ότι εξερεύνησε την αρνητική αθεολογία του κεφαλαίου: το κέντρο λείπει, αλλά δεν μπορούμε να μην το αναζητήσουμε ή να μην το υποθέσουμε. Δεν είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα εκεί – είναι ότι αυτό που υπάρχει δεν είναι ικανό να επιδείξει υπευθυνότητα» (FISHER, 2020: 111 - η έμφαση στο πρωτότυπο).

12 Αυτό σημαίνει ότι η θεωρία της αξίας αποτελεί, υπό μια γενική έννοια, τη βάση αυτού του προβληματισμού, κάτι που απουσιάζει από τις συνεισφορές των Arantes, Berardi, Crary, Fisher και Ost.

13 «Καθώς η αξία είναι μια κοινωνική σχέση και αυτή η κοινωνική σχέση πρέπει να υπάρχει για να ρυθμίζει την πραγματική κοινωνία, απαιτείται μια πραγματική παρουσίαση και μια πραγματική ανταλλαγή, η οποία είναι το χρήμα» (LOTZ, 2014: 38).

14 Γι’ αυτό γράφει: «Η βιομηχανία του πολιτισμού είναι η κοινωνική μορφή σχηματοποίησης» (LOTZ, 2014: 16).

15 Για να παραθέσω ένα διάσημο απόσπασμα από τη Διαλεκτική του Διαφωτισμού : «τη λειτουργία που ο καντιανός σχηματισμός απέδιδε ακόμη στο υποκείμενο, δηλαδή να παραπέμπει εκ των προτέρων την αισθητή ποικιλομορφία σε θεμελιώδεις έννοιες, η βιομηχανία την αφαιρεί από το υποκείμενο» (GS 3: 145).

16 Η αναγκαιότητα του χρήματος για την κοινωνική θεωρία χαρακτηρίζει το έργο του Lotz και γενικά, μιας σειράς συγγραφέων που συμμερίζονται τον προβληματισμό που αναπτύχθηκε από τη λεγόμενη «νέα ανάγνωση του Μαρξ» [ neue Marx-Lektüre]. Αν και αυτή προέκυψε από τους μαθητές του Adorno – ιδιαίτερα από τους Hans-Georg Backhaus και Helmut Reichelt – αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι «το χρήμα ως κοινωνική μορφή απουσιάζει από το έργο του Adorno» (LOTZ, 2014: 16).

17 Η καπιταλιστική σχηματοποίηση μπλοκάρει ακριβώς αυτό που χρησιμεύει ως βάση για το επιχείρημα του Ost: «Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζωντανό ον που μπορεί να “γυρίσει πίσω την κλεψύδρα”, μόνο αυτός έχει την ικανότητα να βγάλει τον εαυτό του από την μη αναστρέψιμη ροή του φυσικού χρόνου, συνδέοντας αυτό που κάθε στιγμή απειλείται να αποσυνδεθεί. Με τον άνθρωπο, στην πραγματικότητα, έρχεται η δυνατότητα μιας αναστοχαστικής επανεξέτασης του παρελθόντος και μιας προληπτικής κατασκευής του μέλλοντος» (OST, 2005: 28).

18 συνδετικό στοιχείο των πραγμάτων, ΣτΜ.

19 Η επιχειρηματολογική βάση αυτής της συλλογιστικής μπορεί να βρεθεί στον Ruy Fausto (1987: 299).