του Γιάννη Μηλιού 1


1. Εισαγωγή


Ο πόλεμος Ισραήλ - Παλαιστινίων έκανε για άλλη μια φορά φανερή την επικαιρότητα του αιτήματος για αυτοδιάθεση των εθνών, δηλαδή για το δικαίωμα κάθε έθνους να υπάρξει εντός ενός ανεξάρτητου (εθνικού) κράτους. Η βιαιότητα του πολέμου και το λουτρό αίματος των αμάχων έχουν ως προφανή αιτία την επί επτάμισι δεκαετίες ωμή ισραηλινή κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών και την υπαγωγή του παλαιστινιακού λαού σε έναν εθνικό ζυγό και ένα πολιτικό και πολιτειακό απαρτχάιντ αποικιακού τύπου. Και φυσικά, η συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων μεταξύ του άμαχου πληθυσμού, όπως το τεράστιο μέγεθος των υλικών καταστροφών αφορά την παλαιστινιακή πλευρά, το καταπιεζόμενο έθνος που επιδιώκει την αυτοδιάθεσή του. Αποκαλυπτική είναι παράλληλα η απροκάλυπτη στήριξη του κατοχικού «κράτους-δολοφόνου» του Ισραήλ από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης, στήριξη που φτάνει μέχρι τη στρατιωτική ενίσχυση και παρουσία στο πλευρό του Ισραήλ, όπως π.χ. με τον κατάπλου στην περιοχή ΝΑΤΟικών, μεταξύ των οποίων και ελληνικών, πολεμικών πλοίων, ήδη πριν ξεκινήσει η ισραηλινή χερσαία εισβολή στη λωρίδα της Γάζας. 2

Σε ποιο βαθμό είναι όμως το συγκεκριμένο παράδειγμα γενικεύσιμο ιστορικά; Πιο συγκεκριμένα, μπορούμε γενικεύοντας να αποφανθούμε ότι το έθνος και το αίτημα για εθνική ολοκλήρωση σε ένα ανεξάρτητο κράτος αποτελεί εξ ορισμού αντίπαλο δέος του ιμπεριαλισμού; Στο ερώτημα, από το οποίο προκύπτουν προφανώς και πολιτικά συμπεράσματα, θα επιχειρήσω να απαντήσω στο παρόν άρθρο.

Θα ξεκινήσω συνοψίζοντας προηγούμενες αναλύσεις μου για το έθνος και τον εθνικισμό και θα συνεχίσω διερευνώντας την έννοια του ιμπεριαλισμού και τη σχέση του με τον εθνικισμό, μέσα από μια κριτική παρουσίαση των κλασικών θεωριών του ιμπεριαλισμού. Στο πλαίσιο αυτό αρχικά θα εστιάσω στην προσέγγιση του Τζων Χόμπσον, η οποία αποτελεί τη μήτρα κάθε μεταγενέστερης μέχρι σήμερα προσέγγισης στον ιμπεριαλισμό (βλ. Μηλιός και Σωτηρόπουλος 2011). Στη συνέχεια θα δώσω έμφαση στον τρόπο με τον οποίο οι θεωρίες αυτές πραγματεύονται το ζήτημα του έθνους και των «φυσικών ορίων» του, όπως και το ζήτημα του δικαιώματος των εθνών για αυτοδιάθεση, ώστε να ανιχνεύσουμε την εσωτερική σχέση (ή αντίθεση) ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και τον εθνικισμό (το έθνος).


1. Η εποχή των εθνών και ο ιμπεριαλισμός. Ερωτήματα


Στο άρθρο μου στο τ. 162 των Θέσεων (Μηλιός 2023), είχα επισημάνει ότι στους πολέμους του 20ού και 21ου αιώνα και, παραδειγματικά, στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία, ανιχνεύεται μια σαφής, διακηρυγμένη και απολύτως δραστική ως προς τα αποτελέσματά της διάσταση εθνικών ανταγωνισμών. Το έθνος αποτελεί ένα πρόσφατο ιστορικό αποτέλεσμα, ουσιαστικά από τον 19ο αιώνα και μετά, το οποίο απορρέει από τον εθνικισμό, δηλαδή την «εθνική πολιτικοποίηση» των λαϊκών μαζών, ως «απαίτηση των μαζών στο κράτος – ή για κράτος, όταν αυτό δεν υπάρχει» (Μηλιός 2020-β: 16).


«Ο εθνικισμός, και το έθνος ως απότοκό του, δημιουργεί μια τομή και μια νέα κατάσταση  στο εσωτερικό των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών  στους οποίους αναπτύσσεται, και αναδιατάσσει ριζικά τον τρόπο υπαγωγής των πληθυσμών (των κοινωνικών τάξεων) στην εξουσία, καθώς εγκαινιάζει την εποχή του “πολίτη” και των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Η ριζικά νέα όμως αυτή εποχή των δικαιωμάτων και της λαϊκής αντιπροσώπευσης, δηλαδή η εποχή των εθνικισμών, είναι ταυτόχρονα και η εποχή του ρατσισμού (που υπό συνθήκες οδηγεί και στην εθνοκάθαρση)» (Μηλιός 2023: 42).


Η περίοδος ανάδυσης των περισσότερων ευρωπαϊκών εθνών (εθνικής πολιτικοποίησης των – αγροτικών κυρίως – μαζών) συμπίπτει χοντρικά με την επονομαζόμενη περίοδο ανάδυσης του ιμπεριαλισμού: το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ο Eric J. Hobsbawm σημειώνει χαρακτηριστικά σχετικά:


«Γύρω από τι περιστρεφόταν η διεθνής πολιτική από το 1848 ως τη δεκαετία του 1870; Η παραδοσιακή δυτική ιστοριογραφία ελάχιστα αμφέβαλλε: γύρω από τη δημιουργία μιας Ευρώπης που θα την αποτελούσαν εθνικά κράτη» (Hobsbawm 2003: 129).


Βεβαίως, αυτή η περίοδος της εθνικής πολιτικοποίησης των μαζών, που είναι ταυτόχρονα η περίοδος ανάδυσης του συνταγματισμού και των πολιτικών δικαιωμάτων, ουσιαστικά εκκινεί με την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, ενώ πρώιμο συμβάν στη διαδικασία εθνογενέσεων στην Ευρώπη αποτέλεσε η ελληνική περίπτωση με την Επανάσταση του 1821. 3

Εγγενείς στο έθνος είναι δύο τάσεις: (α) Μια «τάση ελευθερίας», που συνδέεται από τη μια με την απαίτηση για σχέσεις αντιπροσώπευσης (συνταγματισμός, κοινοβουλευτισμός) και από την άλλη, εφόσον πρόκειται για ένα ηγεμονευόμενο έθνος στο εσωτερικό μιας αυτοκρατορίας ή ενός διαφορετικού εθνικού αστικού κράτους, με την απαίτηση για απελευθέρωση από τον «εθνικό ζυγό» εκ μέρους της κυρίαρχης εθνότητας. (β) Μια «τάση ολοκληρωτισμού», που στοχεύει στην ομογενοποίηση και επέκταση του «εθνικού χώρου (βλ. και Μηλιός 2023).

Με δεδομένο ότι κράτος και κεφάλαιο δεν αποτελούν αυτοτελείς οργανισμούς, αλλά συνιστούν αναγκαίες εκφάνσεις ενός και του αυτού συστήματος ταξικής κυριαρχίας (του καπιταλισμού), τίθεται το ακόλουθο ερώτημα: πώς επηρεάζει αυτή η νέα ιστορική εποχή, η εποχή των εθνών (του εθνικισμού) τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών και πιο συγκεκριμένα το φαινόμενο που ονομάστηκε ιμπεριαλισμός, του οποίου η εποχή θεωρείται ότι ξεκινάει (επίσης) από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, και ως βασική πτυχή του περιγράφεται «το μοίρασμα όλωντων εδαφώντης γης από τις μεγαλύτερες κεφαλαιοκρατικές χώρες» (Λένιν 1988: 393).

Βέβαια, σύμφωνα με τις θεωρίες του ιμπεριαλισμού, όπως αυτές αναπτύχθηκαν (και αναπτύσσονται) πάνω στον εννοιολογικό καμβά που έθεσε το 1902 ο John A. Hobson (βλ. παρακάτω), ο ιμπεριαλισμός προκύπτει από την «υπερωρίμανση» του καπιταλισμού, συνιστά το «ανώτατο» στάδιό του. Στο πλαίσιο αυτό, γεννάται όμως το ερώτημα: σχετίζεται η θεωρούμενη «οικονομική ωρίμανση» του καπιταλισμού με την πολιτική του «ωρίμανση», δηλαδή με τον μετασχηματισμό του απολυταρχικού ή «αριστοκρατικού» καπιταλιστικού κράτους σε εθνικό συνταγματικό-αντιπροσωπευτικό «λαϊκό» κράτος, σε (αστική) «δημοκρατία»; Επιπλέον, «το «μοίρασμα του κόσμου», δηλαδή οι εδαφικές κατακτήσεις και η επέκταση των σφαιρών επιρροής των καπιταλιστικών χωρών, συνιστά ιμπεριαλισμό αποκλειστικά όταν αναφέρεται στις «μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες», ή αποτελεί πάγια εσωτερική τάση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών γενικά, η οποία αναδιαμορφώνεται και ενισχύεται (συμπαρασύροντας τις λαϊκές μάζες) κατά την εποχή των εθνών;


2. Ιμπεριαλισμός και έθνος στην ανάλυση του Τζον Χόμπσον


2.1. Το ιστορικό πλαίσιο και η ερμηνεία του: Ο ιμπεριαλισμός ενάντια στην αποικιοκρατία και τον εθνικισμό


Ο όρος «ιμπεριαλισμός» γίνεται για πρώτη φορά αντικείμενο θεωρητικής ανάλυσης το 1902, με το βιβλίο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Τζ. Α. Χόμπσον (1858-1940) Ιμπεριαλισμός. Μια μελέτη (Hobson 2013). Το βιβλίο αυτό επηρέασε καθοριστικά τις μαρξιστικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού, που διατυπώθηκαν λίγα χρόνια αργότερα.

Το βιβλίο του Χόμπσον κυκλοφορεί σε μια εποχή που είχε αναζωπυρωθεί η πολιτική των αποικιακών κατακτήσεων των καπιταλιστικών αποικιοκρατικών χωρών (αυτοκρατοριών). Κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα ο έλεγχος όσων υπερπόντιων περιοχών δεν είχαν ακόμα μπει κάτω από αποικιακό ζυγό αυξήθηκε δραματικά (μετά το κύμα απο-αποικιοποίησης της Βόρειας και Νότιας Αμερικής την περίοδο 1775-1833, κατά το οποίο σχηματίστηκαν ανεξάρτητα κράτη σε έκταση περίπου 34,5 εκατ. τετραγωνικών χιλιομέτρων με πληθυσμό 29 εκατομμυρίων κατοίκων). Κατά την περίοδο μεταξύ 1876 και 1900 οι αποικιακές κτήσεις των οκτώ σημαντικότερων καπιταλιστικών δυνάμεων αυξήθηκαν από 46,4 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα με πληθυσμό 314 εκατομμυρίων κατοίκων σε 72,9 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα που αντιστοιχούσαν πλέον σε 530 εκατομμύρια πληθυσμού (Sternberg 1971: 428-9, Mommsen 2007: 45-55). 4 Η εξέλιξη αυτή εισήγαγε στο δημοσιογραφικό λεξιλόγιο τον όρο «αυτοκρατορισμός» (imperialism, εκ του empire-imperial), ή «ιμπεριαλισμός».

Ο Χόμπσον σε καμία περίπτωση δεν υπήρξε οπαδός του Μαρξ και κέρδισε (δικαίως, ως γνήσιος οπαδός της υποκαταναλωτικής αντίληψης, όπως θα συζητήσουμε στα επόμενα) την αναγνώριση του Κέυνς (J.-M. Keynes). 5 Αξίζει όμως να δούμε τα βασικά του επιχειρήματα και τη συνάφεια που αυτά διατηρούν με τις μαρξιστικές προσεγγίσεις στον ιμπεριαλισμό, παλαιότερες αλλά και σύγχρονες, όπως και με ορισμένες απόψεις του Κέυνς σχετικά με τις δυνατότητες διαμόρφωσης ενός «κοινωνικά αποδεκτού» καπιταλισμού.

Ο Χόμπσον αντιδιαστέλλει αρχικά τον ιμπεριαλισμό, ως μια αρνητική ιστορική εξέλιξη, με τη θετική εποχή, όπως πιστεύει, της αποικιοκρατίας και του εθνικισμού. Θεωρεί ότι ο ιμπεριαλισμός συνιστά «κοινωνική παθολογία» (Hobson 2013: 33), «μια νόθα αποικιοκρατία» και μια «υποτίμηση του γνήσιου εθνικισμού» (όπ.π.: 37).

Κατ’ αρχάς ο Χόμπσον ορθά διαπιστώνει ότι ο εθνικισμός αποτελεί κοινωνικό φαινόμενο του 19ου αιώνα:


«Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, ο αγώνας προς την κατεύθυνση του εθνικισμού ή την ίδρυση μιας πολιτικής ένωσης στη βάση της εθνικότητας υπήρξε ένας δεσπόζων παράγοντας, τόσο σε σχέση με δυναστικές κινήσεις όσο και ως εσωτερικό κίνητρο στο βίο των μαζών του πληθυσμού [...]. Αυτό υπήρξε το πιο συγκεκριμένο επίτευγμα του 19ου αιώνα» (Hobson 2013: 35). 6


Για την κατάσταση που επικρατούσε τον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα, πριν την εποχή του εθνικισμού, σημειώνει:


«Ο Γκαίτε ομολόγησε ότι δεν γνώριζε τι ήταν ο πατριωτισμός και ήταν ευτυχής που ήταν απαλλαγμένος από αυτόν. Καλλιεργημένοι άνθρωποι όλων των χωρών αισθάνονταν σαν στο σπίτι τους σε οποιαδήποτε εκλεπτυσμένη κοινωνία. Ο Καντ ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο για τα γεγονότα στο Παρίσι από ό,τι για τη ζωή της Πρωσίας. Η Ιταλία και η Γερμανία ήταν γεωγραφικές εκφράσεις» (όπ.π.: 39).


Κατά τη γνώμη του, η κυριαρχία του εθνικισμού συνιστά θετική κοινωνική εξέλιξη, όπως επίσης αποτελεί θετική εξέλιξη και η αποικιοκρατία στην αρχική της φάση, καθώς προκύπτει ως αποτέλεσμα της πληθυσμιακής αύξησης ενός «εθνικού» πληθυσμού: «υπερχείλιση της εθνικότητας» και «μεταφύτευση πολιτισμού». 7 Για όσο διάστημα η αποικιοκρατία αφορά μη «πολιτισμένες» περιοχές, δηλαδή, σε μαρξιστική ορολογία, ζώνες όπου στις γηγενείς κοινωνίες κυριαρχούν προκαπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής, η «εκπολιτιστική» λειτουργία της αποικιοκρατίας είναι κυρίαρχη. Όταν δε οι περιοχές αυτές «εκπολιτιστούν», δηλαδή αφού κυριαρχήσει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, θα επιτύχουν την ανεξαρτησία τους από τη μητρόπολη, διαμορφώνοντας μάλιστα μια ιδιαίτερη «εθνικότητα». Στην περίπτωση, όμως, που δεν επιτευχθεί αυτή η ανεξαρτησία, αλλά η αποικία παραμείνει με τη βία υπό τον έλεγχο της μητρόπολης, τότε η αποικιοκρατία εκφυλίζεται σε ιμπεριαλισμό.


«Η αποικιοκρατία, στις περιπτώσεις που συνίσταται στη μετανάστευση ενός μέρους ενός έθνους σε ακατοίκητα ή αραιοκατοικημένα ξένα εδάφη, με τους μετανάστες να συνεχίζουν να διατηρούν πλήρη πολιτικά δικαιώματα στη μητρόπολη ή διαφορετικά να καθιερώνουν μια τοπική αυτοδιοίκηση σε αυστηρή συμμόρφωση με τους θεσμούς της και υπό τον τελικό της έλεγχο, μπορεί να θεωρηθεί μια γνήσια επέκταση της εθνικότητας μια εδαφική διεύρυνση του γένους, της γλώσσας και των θεσμών του έθνους. Εντούτοις, ελάχιστες αποικίες στην ιστορία διατήρησαν επί μακρόν αυτή την κατάσταση, [...]. Είτε οι ίδιες διέρρηξαν το σύνδεσμο και εδραιώθηκαν αφ’ εαυτών ως ξεχωριστές εθνικότητες είτε διατηρήθηκαν σε πλήρη πολιτική υποδούλωση [από τη μητρόπολη] [...], μια κατάσταση στην οποία ο όρος ιμπεριαλισμός είναι τουλάχιστον τόσο προσφυής, όσο και η αποικιοκρατία» (όπ.π.: 37).


Ο ιμπεριαλισμός για τον Χόμπσον δημιουργείται «όταν ένα κράτος προωθείται πέραν των ορίων της εθνικότητας» (όπ.π.: 38), κατάσταση η οποία είχε κυριαρχήσει, κατά τον συγγραφέα ήδη πέντε με έξι δεκαετίες πριν κυκλοφορήσει το βιβλίο του (1902):


«Κατά συνέπεια, αυτή η πρόσφατη αυτοκρατορική [imperial] επέκταση παραμένει ολοκληρωτικά διακριτή από την αποικιοποίηση αραιοκατοικημένων χωρών στις εύκρατες ζώνες, όπου λευκοί άποικοι μετέφεραν μαζί με τις μεθόδους διακυβέρνησης, τις βιομηχανικές και άλλες τέχνες του πολιτισμού της μητρόπολης» (Hobson 2013: 53).


Μάλιστα, ο ιμπεριαλισμός δημιουργεί στις «κατώτερες φυλές» έναν εθνικισμό, τον οποίο ο συγγραφέας φαίνεται να θεωρεί ως «τεχνητή» εξέλιξη, σε σχέση με τον «γνήσιο» (και θετικό) εθνικισμό των ευρωπαϊκών κρατών:


«η επίθεσή του [του ιμπεριαλισμού, ΓΜ] έναντι των ελευθεριών και της ύπαρξης αδύναμων ή κατώτερων φυλών υποκινεί σε αυτές ένα αντίστοιχο πλεόνασμα εθνικής αυτοσυνείδησης [...] ο επιθετικός ιμπεριαλισμός είναι μια τεχνητή υποκίνηση του εθνικισμού σε λαούς που είναι αφενός πολύ αλλότριοι για να απορροφηθούν και αφετέρου πολύ συμπαγείς για να συντριβούν μια για πάντα» (Hobson 2013: 40-41).


Οι απόψεις του Χόμπσον για τον θετικό ρόλο της πρώτης φάσης της αποικιοκρατίας, από τον 16ο αιώνα έως τα μέσα του 19ου, δεν έχουν βεβαίως την παραμικρή σχέση με το σοσιαλιστικό κίνημα της εποχής (1902) ή τη μαρξιστική Αριστερά. Οι ομοιότητες με τις μεταγενέστερες μαρξιστικές αναλύσεις αφορούν τα κατά Χόμπσον «οικονομικά του ιμπεριαλισμού».


2.2. Οι κατά Χόμπσον οικονομικές διαστάσεις του ιμπεριαλισμού


2.2.1. Ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού.


Έχοντας προσλάβει τον εθνικισμό και το έθνος ως «το πιο συγκεκριμένο επίτευγμα του 19ου αιώνα» και τον ιμπεριαλισμό ως «υποτίμηση του γνήσιου εθνικισμού», ο Χόμπσον συνδέει τον ιμπεριαλισμό αποκλειστικά με την οικονομική μετεξέλιξη του καπιταλισμού.

Κατά τον Χόμπσον, ο καπιταλισμός έχει υπερβεί το «ανταγωνιστικό» του στάδιο και έχει μεταβεί σε ένα νέο, που χαρακτηρίζεται από υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου:


«Μέσα σε μια μοναδική γενεά, βιομηχανίες ενισχυμένες από αυστηρούς προστατευτικούς δασμούς, όπως οι μεταλλουργικές, οι υφαντουργικές, οι κατασκευαστικές εργαλειομηχανών, ενδυμασίας, εξοπλισμού και άλλες βιομηχανίες αναπτύχθηκαν ταχέως από τη νηπιακή ηλικία στην πλήρη ωριμότητα [...]. Μια περίοδος εξοντωτικού ανταγωνισμού, που ακολουθήθηκε από μια γοργή διαδικασία συγχωνεύσεων, έχει ρίξει μια τεράστια ποσότητα πλούτου στα χέρια ενός μικρού αριθμού μεγαλοβιομήχανων [captains of industry] [...] αναπτύχθηκε σε πρωτοφανή κλίμακα μια διαδικασία αυτόματης αποταμίευσης. Η επένδυση αυτών των αποταμιεύσεων σε άλλες βιομηχανίες υποβοήθησε την υποταγή τους στις ίδιες δυνάμεις συγκέντρωσης» (Hobson 2013: 89).


Ο καπιταλισμός του ανταγωνισμού έχει δώσει τη θέση του στον καπιταλισμό των τραστ και των «συμπράξεων»:

«Οι βιομηχανίες [...] είναι πλήρεις κεφαλαίου και δεν μπορούν να απορροφήσουν άλλο. Η μία μετά την άλλη επιδιώκουν “κοινοπραξίες” ως καταφύγιο από τη σπατάλη του ανταγωνισμού, που διασφαλίζουν ένα βαθμό επικερδούς ειρήνης περιορίζοντας την ποσότητα του ενεργού κεφαλαίου» (Hobson 2013: 91).


2.2.2.«Περίσσεια κεφαλαίου» που ωθεί στην εξαγωγή κεφαλαίων


Ο Χόμπσον υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός της εποχής του ιμπεριαλισμού βρίσκεται σε μια μόνιμη κρίση υποκατανάλωσης. Η υποκατανάλωση υποδηλώνει ανεπαρκή ζήτηση, σε σχέση με την προσφορά, για ένα προϊόν σε δεδομένες τιμές. Η υποκατανάλωση σημαίνει, συνεπώς, σχετική υπερπαραγωγή εμπορευμάτων, αιτία, όμως,της οποίας είναι η υστέρηση της δυνάμενης-να-πληρώσει-ζήτησης (της αγοραστικής δύναμης): ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από μια εγγενή αντίφαση ανάμεσα στην καπιταλιστική παραγωγή και τη συνακόλουθη διανομή του εισοδήματος. Η επέκταση της παραγωγής συνοδεύεται από υπεραποταμίευση των ιδιοκτητριών τάξεων, η οποία όμως προκαλείται από τη μείωση του εισοδήματος των εργαζόμενων μαζών, γεγονός που προκαλεί πτώση της κατανάλωσης και οδηγεί στο βάθεμα της αναντιστοιχίας μεταξύ παραγωγής και δυνάμενης-να-πληρώσει ζήτησης:


«Παντού εμφανίζονται πλεονάζουσες δυνάμεις της παραγωγής, πλεονάζον κεφάλαιο προς αναζήτηση επένδυσης. Γίνεται αποδεκτό από όλους τους επιχειρηματίες ότι η αύξηση των δυνάμεων της παραγωγής στη χώρα τους υπερβαίνει την αύξηση της κατανάλωσης, ότι μπορούν να παραχθούν περισσότερα αγαθά από όσα μπορούν να πουληθούν επικερδώς και ότι υπάρχει περισσότερο κεφάλαιο από όσο μπορεί να βρει μια επικερδή επένδυση» (Hobson 2013: 94).


Δεδομένης της διαρκούς υποκατανάλωσης, στερεύουν διαρκώς οι ευκαιρίες (επενδυτικές σφαίρες) για παραγωγική αξιοποίηση των καπιταλιστικών κερδών. Η χαμηλή εισοδηματική θέση των εργαζομένων αποτρέπει την κατανάλωση των καπιταλιστικώς παραγόμενων εμπορευμάτων και τις παραγωγικές επενδύσεις, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα διαρκές πλεόνασμα αποταμίευσης ή πλεόνασμα (περίσσεια) κεφαλαίου. Την ίδια στιγμή, η νέα μονοπωλιακή δομή του ανεπτυγμένου καπιταλισμού ενισχύει το πρόβλημα αντί να το επιλύει. Τούτο διότι


«η συγκέντρωση της βιομηχανίας σε “τραστ”, “κοινοπραξίες” κλπ. περιορίζει αυτομάτως την ποσότητα του κεφαλαίου που μπορεί να απασχοληθεί αποδοτικά και αυξάνει τη μερίδα των κερδών από τα οποία θα ξεφυτρώσουν καινούριες αποταμιεύσεις και φρέσκο κεφάλαιο» (όπ.π.: 90). 8


Ο Χόμπσον θεωρεί ότι η (προσωρινή έστω) λύση που υιοθετούν τα καπιταλιστικά τραστ στο πρόβλημα της υποκατανάλωσης βρίσκεται στις εξαγωγές κεφαλαίου σε υπανάπτυκτες χώρες, στη «μετανάστευση» της ίδιας της παραγωγής στο εξωτερικό, σε μη αναπτυγμένες περιοχές, όπου δεν υπάρχει περίσσεια μη-δυνάμενου-να-επενδυθεί, κεφαλαίου.


«[Οι] επενδύσεις στην αλλοδαπή [αποτελούν] τον πλέον σημαντικό παράγοντα για τα οικονομικά του ιμπεριαλισμού. Όποια νούμερα και αν πάρουμε ως βάση μας, δύο γεγονότα είναι προφανή. Πρώτον, ότι το εισόδημα που προέρχεται με τη μορφή του τόκου από τις επενδύσεις στην αλλοδαπή υπερβαίνει κατά πολύ αυτό που προέρχεται με τη μορφή των κερδών από το τακτικό εξαγωγικό και εισαγωγικό εμπόριο. Δεύτερον, ότι ενώ το εξωτερικό και αποικιακό εμπόριό μας, και πιθανώς το εισόδημα από αυτά, δεν αυξάνονταν παρά βραδέως, το μερίδιο των εισαγόμενων αξιών μας που αντιπροσώπευαν εισόδημα από επενδύσεις στην αλλοδαπή αυξανόταν πολύ γοργά» (όπ.π.: 73).


Αυτές οι εξαγωγές κεφαλαίου ωθούν τα κράτη σε ιμπεριαλιστικές (αυτοκρατορικές) πολιτικές προσάρτησης αποικιών, μέσω τον οποίων διασφαλίζονται αποκλειστικές (μονοπωλιακά ελεγχόμενες) περιοχές επένδυσης του πλεονάζοντος κεφαλαίου της εν λόγω χώρας:


«Καθώς το ένα έθνος μετά το άλλο εισέρχεται στην εκμηχάνιση της οικονομίας και υιοθετεί προηγμένες βιομηχανικές μεθόδους, καθίσταται πιο δύσκολο για τους βιομηχάνους, τους εμπόρους και τους χρηματιστές του να διαθέσουν επικερδώς τους οικονομικούς τους πόρους και τείνουν όλο και περισσότερο να χρησιμοποιούν τις κυβερνήσεις τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν για δική τους χρήση κάποια απόμακρη υπανάπτυκτη χώρα μέσω προσάρτησης και προστασίας» (όπ.π.: 94).


2.2.3. Ο ιμπεριαλισμός ως σύμπτωμα της κρίσης του καπιταλισμού, οδηγεί στη γέννηση του παρασιτικού εισοδηματία.


Το βασικό συμπέρασμα του Χόμπσον είναι ότι η πολιτική του ιμπεριαλισμού προκρίνεται από τα ανεπτυγμένα κράτη ως απάντηση στο πρόβλημα του αναξιοποίητου πλεονάζοντος κεφαλαίου:


«Η υπεραποταμίευση που συνιστά την οικονομική ρίζα του ιμπεριαλισμού αποτελείται από προσόδους, μονοπωλιακά κέρδη και άλλα μη δεδουλευμένα ή υπέρμετρα στοιχεία εισοδήματος. […] Έτσι καταλήγουμε επομένως στο συμπέρασμα ότι ο ιμπεριαλισμός είναι η απόπειρα των μεγάλων διαχειριστών της βιομηχανίας να διευρύνουν το κανάλι για τη ροή του πλεονάζοντος πλούτου τους, αναζητώντας ξένες αγορές και ξένες επενδύσεις προκειμένου να αποσύρουν από την [εγχώρια] κυκλοφορία τα αγαθά και το κεφάλαιο που δεν μπορούν να πουλήσουν ή να χρησιμοποιήσουν στην ημεδαπή» (όπ. π.: 98, 97, η έμφαση προστέθηκε).


Από την ανάλυση σκιαγραφείται η δράση ενός κερδοσκόπου- εισοδηματία, που συγκεντρώνει «αποταμιεύσεις» οι οποίες κατευθύνονται προς τις διεθνείς χρηματαγορές των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, εξασφαλίζοντας τόκους και μερίσματα. Με τον τρόπο αυτό, τα ανεπτυγμένα κράτη μετατρέπονται σε κράτη-εισοδηματίες, δηλαδή πλουτίζουν τελικά από το χρέος των υπανάπτυκτων χωρών, εγκαταλείποντας παράλληλα τη δική τους εγχώρια παραγωγή. Έτσι, κατά τον Χόμπσον, ο ιμπεριαλισμός επισύρει


«το γιγάντιο κίνδυνο ενός δυτικού παρασιτισμού, μια ομάδα προηγμένων βιομηχανικών εθνών, οι ανώτερες τάξεις των οποίων θα αντλούσαν τεράστιο φόρο υποτέλειας από την Ασία και την Αφρική, με τον οποίο θα συντηρούσαν μεγάλες πειθήνιες μάζες ακολούθων που δεν θα εμπλέκονταν πλέον στις βασικές βιομηχανίες της γεωργίας και της μεταποίησης, αλλά θα παρέμεναν στην επιτέλεση προσωπικών ή ελασσόνων βιομηχανικών υπηρεσιών υπό τον έλεγχο μιας νέας χρηματιστικής αριστοκρατίας [...] ομάδων χρηματιστών, επενδυτών και αξιωματούχων της πολιτικής και των επιχειρήσεων, που απομυζούν το μεγαλύτερο πιθανό απόθεμα κέρδους που γνώρισε ποτέ ο κόσμος, προκειμένου να το καταναλώσουν στην Ευρώπη» (όπ. π.: 304).


2.2.4. Ο ιμπεριαλισμός ως κρίση του καπιταλισμού, υπό όρους αναστρέψιμη


Ο ιμπεριαλισμός γίνεται, λοιπόν, αντιληπτός από τον Χόμπσον ως αποτέλεσμα της κρίσης υποκατανάλωσης και της περίσσειας κεφαλαίου που υποτίθεται ότι μαστίζει τον καπιταλισμό των τραστ και μονοπωλιακών ενώσεων, κρίση η οποία συνιστά πλέον δομικό στοιχείο του συστήματος, ορίζοντας ένα νέο ιστορικό στάδιο του καπιταλισμού, ώστε, όπως σημειώνει, «ο ιμπεριαλισμός φαίνεται έτσι να μην συνιστά μια επιλογή, αλλά μια αναγκαιότητα» (όπ.π.: 89).

Εντούτοις, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, η κρίση υποκατανάλωσης του καπιταλιστικού συστήματος θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί, με πολιτικές που προάγουν τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας ενάντια σε αυτά της ολιγαρχίας του πλούτου. Αν κάτι τέτοιο συμβεί, ο ιμπεριαλισμός θα μπορούσε να εξασθενίσει και να σβήσει, υποστηρίζει ο Χόμπσον. Βάση για αυτή την εναλλακτική πολιτική θα αποτελούσε μια αναδιανομή εισοδήματος υπέρ των εργαζόμενων τάξεων, που θα αύξανε την εσωτερική ζήτηση και συνακόλουθα την εγχώρια παραγωγή, εξαλείφοντας την υπερπληθώρα (περίσσεια) κεφαλαίου.


«Δεν είναι εγγενές στη φύση των πραγμάτων ότι θα πρέπει να δαπανούμε τις φυσικές μας πλουτοπαραγωγικές πηγές στη στρατοκρατία, στον πόλεμο και στη ριψοκίνδυνη, ανενδοίαστη διπλωματία προκειμένου να βρίσκουμε αγορές για τα αγαθά και το πλεονάζον μας κεφάλαιο. Μια ευφυής, φιλοπρόοδη κοινότητα, βασισμένη πάνω σε μια ουσιαστική ισότητα οικονομικών και εκπαιδευτικών ευκαιριών, θα αύξανε το επίπεδο της κατανάλωσής της ώστε να αντιστοιχεί σε κάθε αύξηση της παραγωγικής ικανότητας και θα μπορούσε να απασχολήσει πλήρως μια απεριόριστη ποσότητα κεφαλαίου και εργασίας εντός των ορίων της χώρας που καταλαμβάνει. Όπου η διανομή των εισοδημάτων είναι τέτοια, ώστε να καθιστά όλες τις τάξεις του έθνους ικανές να μετατρέπουν τις αισθητές ανάγκες τους σε ενεργό ζήτηση για εμπορεύματα, δεν μπορεί να υπάρχει για το έθνος καμιά υπερπαραγωγή, καμιά υποαπασχόληση του κεφαλαίου και της εργασίας και καμιά αναγκαιότητα να πολεμήσει για ξένες αγορές» (όπ.π.: 98-99).


Ο Χόμπσον δεν έστρεφε επομένως την πολεμική του ενάντια στον καπιταλισμό: αντίθετα πίστευε ότι ένας «υγιής» και «δίκαιος» καπιταλισμός είναι εφικτός. Αντικείμενο της πολεμικής του ήταν ο «ιμπεριαλισμός» και όσα τον συνοδεύουν: μιλιταρισμός, απειλή και πραγματικότητα πολέμων, περικοπή των κοινωνικών δαπανών υπέρ των στρατιωτικών, υπερχρέωση των αναπτυγμένων χωρών και υποδούλωση των υπανάπτυκτων, παρασιτισμός και υπαγωγή στα συμφέροντα μιας μικρής ολιγαρχίας.

Για να επιτευχθεί ένας τέτοιος στόχος, απαιτείται κατά τον Χόμπσον να υπάρξουν «πραγματικές μορφές λαϊκού ελέγχου» (όπ.π. 107), ώστε τα «πολιτισμένα έθνη των λευκών» (sic) να «αποτινάσσουν σταδιακά το ζυγό των ταξικών κυβερνήσεων» (όπ.π.: 171).


«Τα δυτικά έθνη ενδέχεται τότε να αφυπνιστούν σε σχέση με το γεγονός ότι επέτρεψαν συγκεκριμένες μικρές φατρίες ιδιωτών κερδοκαπήλων να τους εμπλέξουν σε ένα είδος ιμπεριαλισμού, στο οποίο κάθε κόστος και κίνδυνος αυτής της παρακινδυνευμένης πολιτικής πολλαπλασιάζεται κατά εκατό φορές, και από την οποία δεν παρουσιάζεται καμιά δυνατότητα ασφαλούς υποχώρησης» (όπ.π.: 266).


Η ανάλυση αυτή διατηρεί αναλογίες με την αντίστοιχη μεταγενέστερη προσέγγιση του Κέυνς, ο οποίος, ερμηνεύοντας την οικονομική κατάρρευση («Μεγάλη Ύφεση») της δεκαετίας του 1930, υποστήριζε ότι η κακοδαιμονία του καπιταλισμού πηγάζει από τη δομικά κυρίαρχη θέση των παρασιτικών ραντιέρηδων (εισοδηματιών - κατόχων των χρηματοπιστωτικών τίτλων), δηλαδή του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που στραγγαλίζει τη «βιομηχανική κοινότητα» των εργατών και μάνατζερ, την υποτιθέμενη «πραγματική οικονομία». Όπως έγραφε ο Κέυνς το 1933:


«Ο παρακμασμένος διεθνής αλλά ατομικιστικός καπιταλισμός, στα χέρια του οποίου βρισκόμαστε μετά τον Πόλεμο, δεν αποτελεί επιτυχία. Δεν είναι ευφυής, δεν είναι όμορφος, δεν είναι δίκαιος, δεν είναι ενάρετος – και δεν κάνει το χρέος του. Εν ολίγοις, τον αντιπαθούμε και αρχίζουμε να τον περιφρονούμε. Παρ’ όλα αυτά, όταν αναρωτιόμαστε τι να βάλουμε στη θέση του, είμαστε υπερβολικά μπερδεμένοι» (Keynes 2009: 35-48). 9


Πεποίθηση και του Κέυνς ήταν ότι, παρά το δομικό χαρακτήρα που είχε αποκτήσει η κυριαρχία των ραντιέρηδων-εισοδηματιών, ο καπιταλισμός θα μπορούσε να μετασχηματιστεί στην κατεύθυνση μιας «δίκαιης» εκδοχής του, αν θα μπορούσε να μπει σε τροχιά «ένα μακρόπνοο σχέδιο “ευθανασίας” του εισοδηματία»:


«Θεωρώ, συνεπώς, τη ραντιέρικη πλευρά του καπιταλισμού μεταβατική [...] η ευθανασία του ραντιέρη, του μη λειτουργικού επενδυτή, δεν θα είναι απότομη, αλλά βαθμιαία [...]» (Keynes 2001: 392).


2.3. Καταληκτικές παρατηρήσεις για την προσέγγιση του Χόμπσον


Θα ολοκληρώσω τον σχολιασμό της παρέμβασης του Χόμπσον, αφού πρώτα κάνω δύο αναγκαίες επισημάνσεις.

Πρώτον, ο Χόμπσον με την επιχειρηματολογία του καταφεύγει σε μια διπλή αναγωγή.

Από τη μια, «ανάγει» το φαινόμενο του ιμπεριαλισμού στην οικονομική κρίση του καπιταλισμού. Επομένως, δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε υπερβολή την ακόλουθη παρατήρηση του Fieldhouse (1961: 188-9), ότι δηλαδή η θεώρηση του ιμπεριαλισμού για τον Χόμπσον «ήταν πρωτίστως ένα όχημα για τη δημοσιοποίηση της θεωρίας της υποκατανάλωσης».

Την ίδια στιγμή, από την άλλη, ο Χόμπσον ανάγει το πολιτικό στοιχείο ενός κοινωνικού σχηματισμού (κράτος) στο οικονομικό (διαδικασία της κεφαλαιακής συσσώρευσης): Η πολιτική «συμπεριφορά» ενός κράτους εξαρτάται πλήρως από (και αντικατοπτρίζει) τις αντιφάσεις που διέπουν το οικονομικό επίπεδο. Εάν η επιβίωση των αναπτυγμένων χωρών την εποχή των μονοπωλιακών ενώσεων εξαρτάται από την εξαγωγή κεφαλαίων, τότε, σύμφωνα με το επιχείρημα του Χόμπσον, το κράτος θα υποστηρίξει την επέκταση αυτή με ιμπεριαλιστικές πολιτικές, που οριακά μπορεί να λάβουν και τη μορφή εμπόλεμων συγκρούσεων. Ο οικονομικός ανταγωνισμός των αναπτυγμένων κεφαλαίων συμφύεται και καθορίζει τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό των κρατών.

Δεύτερον, άρρητη προϋπόθεση για το επιχείρημα του Χόμπσον δεν είναι μόνο ότι η πολιτική (το κράτος) υπάγεται στην οικονομία, αλλά και ότι ο ιμπεριαλισμός αποτελεί μια παγκόσμια δομή-σύστημα που δεσμεύει και υπαγορεύει την πολιτική και οικονομική συμπεριφορά των επιμέρους κρατών. Ο ιμπεριαλισμός, ως πολιτική «υποστήριξη» της εξαγωγής των «πλεοναζόντων κεφαλαίων», είναι ένα παγκόσμιο σύστημα που προϋποθέτει μία ομάδα αναπτυγμένων και μία άλλη ομάδα υπανάπτυκτων κρατών, παράγοντες που συνυπάρχουν από κοινού σε ένα συνεχές παγκόσμιο πεδίο (δομή μητρόπολης - περιφέρειας, λογική της «εξάρτησης»).

Παρουσιάσαμε αναλυτικά τις «οικονομικές ιδέες» του Χόμπσον, διότι επηρέασαν τις μαρξιστικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού (ή υιοθετήθηκαν αυτούσιες από αυτές). Παράλληλα, όμως, οι ιδέες του Χόμπσον για το έθνος παρέμειναν μάλλον απαρατήρητες, όπως γενικότερα και το έθνος (ο εθνικισμός) και η δραστικότητά του. Μοναδική αλλά κρίσιμη εξαίρεση, όπως θα δούμε στην επόμενη ενότητα, υπήρξε ο Λένιν.


3. Η κληρονομιά του Χόμπσον: οι μαρξιστικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού


Στην προηγούμενη ενότητα είδαμε ότι η θεωρία του Τζ. Χόμπσον για «τα οικονομικά του ιμπεριαλισμού» στηρίζεται στις ακόλουθες θέσεις:

α) Ο ιμπεριαλισμός αποτελεί ένα νέο στάδιο στην ιστορία του καπιταλισμού, καθώς

β) η έλλειψη σφαιρών επικερδούς επένδυσης στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες συνδέεται με την κυριαρχία μονοπωλιακών ενώσεων στους κυριότερους οικονομικούς κλάδους,

γ) με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα διαρκές πλεόνασμα ( περίσσεια, υπερπληθώρα) κεφαλαίου,

δ) γεγονός που καθιστά αναγκαιότητα την εξαγωγή κεφαλαίου σε μη αναπτυγμένες περιοχές, όπου δεν υπάρχει υπερπληθώραμη-δυνάμενου-να-επενδυθεί, κεφαλαίου,

ε) που με τη σειρά της, αυτή η (ανάγκη) εξαγωγή(ς) κεφαλαίου επιβάλλει στα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη (ιμπεριαλιστικές) πολιτικές κατάκτησης αποικιών και ανταγωνισμού μεταξύ τους για αυτές τις αποικίες,

στ) δημιουργώντας στο παγκόσμιο επίπεδο από τη μια μία ομάδα αναπτυγμένων-ιμπεριαλιστικών και από την άλλη μία ομάδα υπανάπτυκτων («αναπτυσσόμενων») χωρών ή περιοχών, που συνυπάρχουν από κοινού ως ένα παγκόσμιο σύστημα, ενώ

ζ) η διεθνής εξάπλωση των εξαγόμενων ατομικών κεφαλαίων έχει δημιουργήσει μια αναντιστοιχία ανάμεσα στηνεπικράτεια του εθνικού κράτους από τη μια και στηνπεριοχή λειτουργίας ή και κυριαρχίας του κεφαλαίου από την άλλη.

Οι θέσεις αυτές υιοθετήθηκαν από τις κλασικές μαρξιστικές προσεγγίσεις στον ιμπεριαλισμό (με τη χρονολογική σειρά που εκδόθηκαν: Rudolf Ηilferding1909, Rosa Luxemburg 1912, Νικολάι Μπουχάριν1915, Ι. Β. Λένιν 1916), με κάποιες διαφοροποιήσεις βέβαια, τόσο ως προς την ανάλυση του Χόμπσον, όσο και μεταξύ τους.

Οι μαρξιστές συγγραφείς, ενώ αποδέχονται τη θέση του Χόμπσον ότι υπάρχει τομή μεταξύ της εποχής της αποικιοκρατίας και εκείνης του ιμπεριαλισμού, δεν υιοθέτησαν το απολογητικό επιχείρημα του τελευταίου σχετικά με το «εκπολιτιστικό αποτέλεσμα» της πρώιμης αποικιοκρατίας, ούτε βέβαια την αντίληψη ότι ο ιμπεριαλισμός αποτελεί μια υπό όρους αναστρέψιμη πραγματικότητα του καπιταλισμού· επίσης, με την εξαίρεση της Ρόζας Λούξεμπουργκ, δεν εστίασαν στη θεωρία της υποκατανάλωσης, και υποστήριξαν ότι το πλεόνασμα κεφαλαίου είναι το αποτέλεσμα αυτού καθαυτού του σχηματισμού και της κυριαρχίας των μονοπωλίων – της «καρτελοποίησης της οικονομίας» των ανεπτυγμένων χωρών του καπιταλισμού. 10

Ο Χίλφερντινγκστο Χρηματιστικό Κεφάλαιο ( Das Finankapital), που η συγγραφή του ολοκληρώθηκε το 1909 υποστηρίζει ότι:


«το χαρακτηριστικό του “νεότατου” καπιταλισμού είναι τα φαινόμενα εκείνα της συγκέντρωσης, που εκδηλώνονται από τη μια με την “άρση του ελεύθερου συναγωνισμού”, κι από την άλλη με την όλο και περισσότερο στενή σχέση μεταξύ τραπεζιτικού και βιομηχανικού κεφαλαίου. Με τη σχέση αυτήτο κεφάλαιο παίρνει τη μορφή του χρηματιστικού κεφαλαίου, που αποτελεί την τελειότερη και πιο αφηρημένη μορφή του κεφαλαίου» (Ηilferding1968: 17 [Hilferding 1981: 21]).


Η θέση αυτήθα αποτελέσει κοινό τόπο και για τους άλλους εκπροσώπους των κλασικώνθεωριών του ιμπεριαλισμού, ιδίως για τον Μπουχάριν και τον Λένιν. 11

Ο Χίλφερντινγκ βέβαια είχε προχωρήσει τη «θεωρία του μονοπωλιακού καπιταλισμού» μέχρι τον ισχυρισμό ότι στο νέο αυτό «στάδιο ανάπτυξης» έπαψε να ισχύει η θεωρία της αξίας που θεμελίωσε ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, θέση την οποία οι υπόλοιποι κλασικοί μαρξιστές θεωρητικοί δεν υιοθέτησαν, τουλάχιστον όχι ανοιχτά: «Η επιβεβαίωση της θεωρίας του Μαρξ για τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, το μονοπωλιακό καρτέλ, φαίνεται επομένως ότι καταργεί τη μαρξική θεωρία της αξίας » (Hilferding 1968: 313. Βλ. επίσης Hilferding 1981: 228, η έμφαση προστέθηκε). 12

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η οποία παρέμεινε πιστή στη θεωρία της υποκατανάλωσης θα ορίσει τον ιμπεριαλισμό ως εξής:


«Ο ιμπεριαλισμός είναι η πολιτική έκφραση της διαδικασίας συσσώρευσης του κεφαλαίου καθώς αυτή συγκρούεται με τα υπολείμματα του παγκόσμιου χώρου που δεν κατακτήθηκαν ακόμα από το κεφάλαιο» (Luxemburg1970: 371.)


Η Λούξεμπουργκ θεωρεί τη διαδικασία επέκτασης του καπιταλισμού στα μη-καπιταλιστικά «υπολείμματα» ως τον αποφασιστικό παράγοντα, που επιτρέπει τη διευρυμένηαναπαραγωγή του κεφαλαίου. Η ιμπεριαλιστική πολιτική και οι ενδοϊμπεριαλιστικές συγκρούσεις προκύπτουν λοιπόν, σύμφωνα με τη Λούξεμπουργκ, ως δομικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, κατά την ιστορική περίοδο όπου περιορίζεται η έκταση των «μη καπιταλιστικώνυπολειμμάτων».


«Η πραγματοποίηση της υπεραξίας απαιτεί “τρίτα πρόσωπα”, δηλαδή καταναλωτές διαφορετικούς από τους άμεσους παράγοντες της καπιταλιστικής παραγωγής […] θα πρέπει να υπάρχουν στρώματα αγοραστών έξω από την καπιταλιστική κοινωνία […] κοινωνικοί οργανισμοί ή στρώματα που ο τρόπος παραγωγής τους δεν είναι καπιταλιστικός» (Luxemburg 1970: 350-2). «Το τμήμα της υπεραξίας […] που προορίζεται για κεφαλαιοποίηση πρέπει να πραγματοποιηθεί κάπου αλλού» (όπ. π.: 366). 13


Ο Μπουχάρινόριζε επίσης τον ιμπεριαλισμό ως «πολιτική του χρηματιστικού κεφαλαίου». Και συνέχιζε: «εντούτοις μπορεί κανείς να αναφερθεί στον ιμπεριαλισμό και ως ιδεολογία» (Βukharin1972: 110). Αυτή η πολιτική (και η ιδεολογία) αποτελεί και για τον Μπουχάρινένα δομικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου καπιταλισμού: «Ο ιμπεριαλισμός δεν είναι απλώς ένα σύστημα που συνδέεται κατά τον πιο καίριο τρόπο με τον σύγχρονο καπιταλισμό, είναι επίσης το πιο αποφασιστικό στοιχείο του τελευταίου» (Βukharin1972: 139-140).

Τέλος, ο Λένιν διατύπωσε τον ορισμό, σύμφωνα με τον οποίο,


«ο ιμπεριαλισμός είναι [...] ο καπιταλισμός στο στάδιο εκείνο της ανάπτυξης στο οποίο έχει διαμορφωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίωνκαι του χρηματιστικού κεφαλαίου, έχει αποκτήσει εξαιρετική σημασία η εξαγωγή κεφαλαίου, έχει αρχίσει το μοίρασμα του κόσμου από τα διεθνήτραστ κι έχει τελειώσει το μοίρασμα όλωντων εδαφώντης γης από τις μεγαλύτερες κεφαλαιοκρατικές χώρες» (Λένιν, 1988: 393).


Τόσο η προσέγγιση της Λούξεμπουργκ όσο και η προσέγγιση του Μπουχάριν στο ζήτημα του ιμπεριαλισμού εισήγαγαν μια συγκεκριμένη αντίληψη για την «παγκοσμιότητα» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η αντίληψη αυτή θεωρεί ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, οι θεμελιώδεις δομικές και ταξικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν το καπιταλιστικό σύστημα, αναπαράγονται (πλέον) στις επαρκείς μορφές τους μόνο στο επίπεδο της παγκόσμιας οικονομίας, ως μια ενιαία καπιταλιστική κοινωνική δομή.

Επειδή ακριβώς ο καπιταλισμός θεωρείται ότι αποτελεί μια ενιαία παγκόσμια οικονομική δομή,


«Απ’ αυτή τη σκοπιά, της οικονομίας, η Γερμανία και η Αγγλία είναι η μια για την άλλη ως επί το πλείστον εσωτερική, καπιταλιστική αγορά, κατά την αμοιβαία τους ανταλλαγή εμπορευμάτων, ενώ η ανταλλαγή ανάμεσα στη γερμανική βιομηχανία και τους Γερμανούς αγρότες, καταναλωτές ή και παραγωγούς για το γερμανικό κεφάλαιο, παριστά εξωτερικές σχέσεις αγοράς» (Luxemburg 1970: 288).


«Μπορούμε να ορίσουμε την παγκόσμια οικονομία ως ένα σύστημα παραγωγικών σχέσεων και αντίστοιχα σχέσεων ανταλλαγής σε παγκόσμιο επίπεδο […]. Όπως κάθε μεμονωμένη επιχείρηση αποτελεί μέρος της “εθνικής οικονομίας”, έτσι και καθεμιά απ’ αυτές τις “εθνικές οικονομίες” εμπεριέχεται στο σύστημα της παγκόσμιας οικονομίας» (Βukharin 1972a: 27).


Το γεγονός βέβαια ότι σε αυτή την ενιαία «παγκόσμια οικονομική δομή» δεν έχει αντιστοιχηθεί μια προσήκουσα ενιαία παγκόσμια πολιτική δομή, συνεπάγεται ότι:


«Υπάρχει μια αύξουσα αναντιστοιχία ανάμεσα στη βάση της οικονομικής κοινωνικής δομής, η οποία έχει γίνει παγκόσμια, και στην περίεργη ταξική δομή της κοινωνίας, μια δομή όπου η ίδια η άρχουσα τάξη (η μπουρζουαζία) διασπάται σε “εθνικές” ομάδες με αντικρουόμενα οικονομικά συμφέροντα» (Βukharin 1972a: 106).


Ο Λένιν υπήρξε ο μόνος από τους κλασικούς μαρξιστές συγγραφείς που αποστασιοποιήθηκε ρητά από τη θεωρία του «μονοπωλιακού καπιταλισμού» ως μιας «νέας» κοινωνικο-οικονομικής πραγματικότητας για την οποία δεν επαρκούν πλέον οι θεωρητικές αναλύσεις του Μαρξ:


«Ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι η βασική ιδιότητα του καπιταλισμού και της εμπορευματικής παραγωγής γενικά. Το μονοπώλιο είναι η άμεση αντίθεση του ελεύθερου ανταγωνισμού. [...] Ταυτόχρονα τα μονοπώλια, ξεπηδώντας από τον ελεύθερο ανταγωνισμό, δεν τον καταργούν, μα υπάρχουν πάνω σ’ αυτόν και δίπλα σ’ αυτόν, γεννώντας έτσι μια σειρά από εξαιρετικά οξείες και βίαιες αντιθέσεις, προστριβές, συγκρούσεις» (Λένιν 1988: 392).


Στάθηκε επίσης κριτικά απέναντι στις θεωρήσεις περί μόνιμης κρίσης και αδυναμίας περαιτέρω ανάπτυξης του καπιταλισμού, αλλά, όπως θα δούμε στην ενότητα 5 του παρόντος άρθρου, και στις θεωρίες του παγκόσμιου καπιταλισμού. 14 Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι η θεωρητική συνεισφορά του Λένιν δεν εξαντλείται στη μπροσούρα Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού (όπως άλλωστε θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς και από τον υπότιτλό της: «εκλαϊκευτικό σκιαγράφημα»), αλλά επεκτείνεται σε αρκετές άλλες, μεταγενέστερες, παρεμβάσεις του.

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την ανάπτυξη των απελευθερωτικών κινημάτων που επακολούθησαν, οι περισσότερες αποικίες απέκτησαν ανεξάρτητη κρατική υπόσταση, συμβάλλοντας στην κατάρρευση των αυτοκρατοριών και στο τέλος της αποικιοκρατίας. Εντούτοις, οι περισσότερες μεταπολεμικές μαρξιστικές προσεγγίσεις για τον ιμπεριαλισμό θεώρησαν ως δεδομένο ότι οι τέως αποικίες και πλέον «αναπτυσσόμενες χώρες» εξακολουθούν να υποτάσσονται στις αναπτυγμένες ιμπεριαλιστικές χώρες μέσα από δομικές σχέσεις εξάρτησης. Έτσι, η σύλληψη του «παγκόσμιου καπιταλισμού» αποτέλεσε το υπόβαθρο όλων εκείνων των θεωρητικών προσεγγίσεων οι οποίες επέμειναν να αντιλαμβάνονται τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις ως σχέσεις εκμετάλλευσης και πόλωσης ανάμεσα σε ένα αναπτυγμένο ιμπεριαλιστικό κέντρο και σε μία εξαρτημένη περιφέρεια. 15

Στο παρελθόν έχουμε δείξει ότι η θεωρία του μονοπωλιακού καπιταλισμού αποτελεί αναθεώρηση-απόρριψη της θεωρίας της αξίας και του κεφαλαίου που θεμελίωσε ο Μαρξ (Μηλιός 1983· Μηλιός 2000, κεφ. 2)· ότι οι θεωρίες του παγκόσμιου καπιταλισμού, της «αυτοκρατορίας» κ.ο.κ. συνιστούν παραγνώριση της θεμελιώδους Μαρξικής έννοιας του συνολικού-κοινωνικού κεφαλαίου (Gesamtkapital) και της μαρξιστικής θεωρίας του κράτους (Μηλιός και Σωτηρόπουλος 2011, κεφ. 4 και 5)· ότι η υποτιθέμενη «αναντιστοιχία ανάμεσα στο κράτος και το ατομικό κεφάλαιο» καταρρίπτεται με βάση την προσέγγιση του Λένιν για την ιμπεριαλιστική αλυσίδα (Μηλιός και Σωτηρόπουλος 2012)· ότι οι θεωρίες του παρασιτικού χαρακτήρα της χρηματοπιστωτικής σφαίρας βρίσκονται σε σύγκρουση με το θεωρητικό πεδίο που θεμελίωσε ο Μαρξ, αντλώντας επιχειρήματα από τις ανεπαρκώς θεμελιωμένες θεωρίες των Βέμπλεν και Κέυνς· τέλος, ο ισχυρισμός ότι οι εξαγωγές κεφαλαίου έχουν ως αιτία την «περίσσεια κεφαλαίου» στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες καταρρίπτεται από το απλό εμπειρικό γεγονός ότι το συντριπτικό ποσοστό αυτών των κεφαλαιακών κινήσεων διεξάγεται μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών (Μηλιός και Σωτηρόπουλος 2011· Σωτηρόπουλος, Μηλιός και Λαπατσιώρας 2019).

Στη συνέχεια της παρούσας ανάλυσης θα εστιάσουμε στην αγνόηση εκ μέρους των θεωριών για τον ιμπεριαλισμό (με την εξαίρεση του Λένιν) της τομής που εισάγει στους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς η ανάδυση του εθνικισμού. Στενά συνυφασμένη με αυτή την αγνόηση είναι και η παράβλεψη εκ μέρους τους του ρόλου και της σημασίας της αποικιοκρατίας κατά τους αιώνες που προηγήθηκαν της θεωρούμενης ως εποχής του ιμπεριαλισμού, δηλαδή των συγκρούσεων και ανταγωνισμών για το «μοίρασμα του κόσμου» ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη από τον 16ο μέχρι τον 19ο αιώνα.


4. Τα «φυσικά σύνορα του έθνους»


Είδαμε στα προηγούμενα ότι ο Χόμπσον αντιδιαστέλλει τον εθνικισμό στον ιμπεριαλισμό, θεωρώντας τον τελευταίο «υποτίμηση του γνήσιου εθνικισμού» και υποστηρίζοντας ότι η δημιουργία εθνικών κρατών (καθώς, όπως είπαμε, το έθνος αποτελεί απαίτηση των μαζών στο κράτος ή για κράτος όταν πρόκειται για μια αυτοκρατορία στην οποία αναδύονται περισσότερα του ενός έθνη) «υπήρξε το πιο συγκεκριμένο επίτευγμα του 19ου αιώνα» (Hobson 2013: 37, 35). Δείξαμε επίσης ότι οι μαρξιστικές προσεγγίσεις στον ιμπεριαλισμό ενδιαφέρθηκαν για (και σε μεγάλο βαθμό υιοθέτησαν) την οικονομική ανάλυση του Χόμπσον για τον ιμπεριαλισμό, αγνοώντας εν πολλοίς τις αναπτύξεις του αναφορικά με το έθνος.

Εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις, με χαρακτηριστικότερη αυτή του Χίλφερντινγκ, η ανάλυση του Χόμπσον αναφορικά με τα «όρια της εθνικότητας» αποδείχτηκε ελκυστική για τους μαρξιστές. Μάλιστα, ο Χίλφερντινγκ, κάνοντας λόγο για τα «φυσικά όρια του έθνους» υποστηρίζει:


«Το σύγχρονο κράτος, [...] δημιουργήθηκε ως η υλοποίηση της ροπής των εθνών προς την ενότητα. Η εθνική ιδέα, η οποία βρήκε το φυσικό της όριο στη συγκρότηση του έθνους ως βάσης του κράτους, ως το δικαίωμα όλων των εθνών να σχηματίσουν το δικό τους κράτος, και έτσι θεώρησε ότι τα σύνορα των κρατών καθορίζονται από τα φυσικά σύνορα του έθνους, μετασχηματίζεται τώρα στην ιδέα της ανύψωσης του δικού μας έθνους πάνω από τα άλλα» (Hilferding 1968: 457 [Hilferding 1981: 335], η έμφαση προστέθηκε).


Στο ζήτημα που αφορά «το δικαίωμα όλων των εθνών να σχηματίσουν το δικό τους κράτος» θα επανέλθουμε. Εδώ όμως αξίζει να αναρωτηθούμε: πώς ορίζονται ιστορικά τα «φυσικά σύνορα» ενός έθνους;

Εύκολα θα συμπεράνουμε ότι αυτά που ορίζει (και διεκδικεί) ως «φυσικά σύνορα του έθνους» κάθε ξεχωριστό σύστημα καπιταλιστικής εξουσίας (καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός και κράτος, ή υπό διαμόρφωση τέτοιος σχηματισμός) εξαπλώνεται χωρίς περιορισμό όπου δεν συναντάει ικανή αντίσταση (επιβάλλοντας με τη βία και τη διαπαιδαγώγηση την εθνική ομογενοποίηση), ή συγκρούεται με τα «φυσικά σύνορα» του γειτονικού έθνους, τα «εθνικά σύνορα» ενός άλλου καπιταλιστικού συστήματος εδαφικής εξουσίας που διεκδικεί την ίδια περιοχή. Προς επίρρωση των ανωτέρω, ας αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Παράδειγμα πρώτο : O Hoffmann von Fallersleben (1798-1874), καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της πόλης Μπρέσλαου στην Πρωσία 16 και ποιητής, πρώιμος υπέρμαχος του αναπτυσσόμενου την εποχή εκείνη γερμανικού εθνικισμού, συνέγραψε τον Αύγουστο του 1841 το «Lied der Deutschen» (το τραγούδι των Γερμανών) πάνω σε μια μελωδία του Joseph Haydn. Στο ποίημα του Φαλερσλέμπεν περιγράφονται τα «φυσικά σύνορα» του γερμανικού έθνους:


«Γερμανία, Γερμανία πάνω απ’ όλα, /Πάνω απ’ όλα στον κόσμο, /Όταν, για προστασία και άμυνα, /Ενώνεται πάντα αδελφικά, /από τον Μεύση 17 έως τον Νέμαν, 18 /από τον Αδίγη 19 έως τη Βαλτική, /Γερμανία, Γερμανία πάνω απ’ όλα, /Πάνω απ’ όλα στον κόσμο!».


Όμως, στις αρχές της δεκαετίας του 1840 δεν υπήρχε ακόμα η «ενωμένη αδελφικά» γερμανική εθνική συνείδηση (ούτε πολύ περισσότερο επικράτεια), αλλά τα πολλά γερμανόφωνα κράτη, και ειδικότερα η Χριστιανική (προτεσταντική) απόλυτη μοναρχία της Πρωσίας, που οι αρχές της θεώρησαν το εθνικιστικό μήνυμα του Φαλερσλέμπεν στασιαστικό και τον καθαίρεσαν από την καθηγητική έδρα. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν πλέον, από δεκαετίες πριν, είχε κυριαρχήσει ο γερμανικός εθνικισμός και είχε σχηματιστεί το γερμανικό έθνος, το «Lied der Deutschen» έγινε ο γερμανικός εθνικός ύμνος. (Βλ. Heinrich 2018: 255, επίσης Heinrich 2019: 255). 20

Τα περιγραφόμενα στο «τραγούδι των Γερμανών» «φυσικά σύνορα» του γερμανικού έθνους περιλάμβαναν εδάφη πέρα ακόμα και από εκείνα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας (του Δεύτερου Ράιχ, 1871-1918), π.χ. σημαντικό μέρος της Γαλλίας, του Βελγίου, της Ιταλίας και ολόκληρο το Λουξεμβούργο. Η πεποίθηση για την ύπαρξη αυτών περίπου των γερμανικών «φυσικών συνόρων» κινητοποίησε μεγάλες μάζες του γερμανικού πληθυσμού στο πλευρό του γερμανικού ιμπεριαλιστικού κράτους κατά τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους.

Παράδειγμα δεύτερο : Όπως επισήμανα και στο άρθρο μου για τη «δραστικότητα του έθνους» (Μηλιός 2023: 27-28, ενότητα «Πού ’ναι η πατρίδα μας (τους);»), η Επανάσταση του 1821, από την πρώτη στιγμή της έκρηξής της, προσδιόρισε τα «φυσικά σύνορα» του ελληνικού έθνους. Στις 24 Φεβρουαρίου 1821, κηρύσσοντας την Ελληνική Επανάσταση στο Ιάσιο της Μολδαβίας, ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρος Υψηλάντης κυκλοφόρησε προκήρυξη με τον τίτλο «Άνδρες Γραικοί, όσοι ευρίσκεσθε εις Μολδαβίαν και Βλαχίαν!», στην οποία δηλώνεται: «Ο Μωρέας, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα Νησιά του Αρχιπελάγους, εν ενί λόγω η Ελλάς άπασα έπιασε τα όπλα, δια να αποτίναξη τον βαρύν ζυγόν των Βαρβάρων».

Ολόκληρη η Οθωμανική Αυτοκρατορία λοιπόν ήταν τα «φυσικά σύνορα» της «Ελλάδος», δηλαδή του ελληνικού έθνους. Ακόμα και μετά την αποτυχία του κινήματος σε Μολδαβία και Βλαχία, τον σχηματισμό της πρώτης ελληνικής επαναστατικής κυβέρνησης και την εξαφάνιση από το προσκήνιο της Φιλικής Εταιρίας, δηλωτική αυτών των «φυσικών ορίων» είναι η ακόλουθη διατύπωση από το έτος 1824 του Θεόδωρου Νέγρη (συντάκτη τον Νοέμβριο του 1821 της Νομικής Διατάξεως που διείπε τον Άρειο Πάγο – την προσωρινή διοίκηση της «Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος»):


«Καθώς είναι δίκαιον να απολαμβάνουν τα Δικαιώματα του ελευθέρου πολίτου Έλληνος, ως γεννημένοι και κατοικούντες εις αυτήν την ελευθέραν γην χριστιανοί, απαράλλακτα δίκαιον είναι να τα απολαμβάνουν και οι αδελφοί αυτών, όσων η Πατρίς δεν είναι ελευθέρα, επειδή αυτό το μέρος του Έθνους, το οποίον την σήμερον είναι ελεύθερον θεία χάριτι, ελευθερώθη με μίαν κοινήν απόφασιν φιλελευθέρων Ελλήνων από τας διαφόρους Επαρχίας της Τουρκίας. Ο Σέρβος, ο Βούλγαρος, ο Θραξ, ο Ηπειρώτης, ο Θεσσαλός, ο Αιτωλός, ο Φωκεύς, ο Λοκρός, ο Βοιωτός, ο Αθηναίος, ο Ευβοεύς, ο Πελοποννήσιος, ο Ρόδιος, ο Κρητικός, ο Σάμιος, ο Ψαρριανός, ο Λήμνιος, ο Σάμιος, ο Κώος, ο Τενέδιος, ο Μυτηλιναίος, ο Χίος, ο Αξιώτης, ο Τήνιος, ο Αντιοχεύς, ο Σύριος, ο Εφέσιος, ο Βυδινός, ο Κεσσαρεύς, ο Σμυρναίος, και οι λοιποί όσοι χριστιανοί υπό τον βάρβαρον ζυγόν του Σουλτάνου αιώνας καταθλιβόμενοι, αναστέναζον, εσυμφώνησαν [...] να συζήσουν ελεύθεροι» (Νέγρης 1824).


Πρόκειται για μια «αυτοκρατορική βλέψη» έναν «αυτοκρατορισμό» στον οποίο ταιριάζει αναμφίβολα ο όρος που επεξεργάστηκε ο Τζων Χόμπσον: ιμπεριαλισμός. Μετά την Εθνοσυνέλευση της Τρίτης Σεπτεμβρίου (3/11/1843 - 18/3/1844), το πάγιο αυτοκρατορικό όραμα του ελληνικού εθνικισμού και του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους πήρε το όνομα «Μεγάλη Ιδέα» (βλ. Μηλιός 2020-β).

Ακόμα και μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (Οκτ. 1853 – Φεβρ. 1856), όταν είχαν πλέον διαμορφωθεί οι άλλοι βαλκανικοί εθνικισμοί και οι σχετιζόμενες μαζί τους εδαφικές διεκδικήσεις, οι «αυτοκρατορικές» βλέψεις του ελληνικού κράτους αναπροσαρμόστηκαν μεν αλλά δεν υπεστάλησαν.

Εκφράζοντας τις κυρίαρχες απόψεις του ελληνικού κράτους μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, ο Νικόλαος Ι. Σαρίπολος (1817-1887), καθηγητής της «Ποινικής Επιστήμης» (και αργότερα του Συνταγματικού Δικαίου) στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, δημοσίευσε το 1866 στην Τεργέστη την 186 σελίδων πραγματεία του Le passé, le présent et l'avenir de la Grèce (Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Ελλάδος). Στο έργο αυτό, το οποίο προφανώς απευθύνεται στο μορφωμένο ευρωπαϊκό κοινό και τους ευρωπαϊκούς φορείς εξουσίας, επαναλαμβάνει τις βασικές αρχές της ελληνικής «εθνικής στρατηγικής», από την εποχή της Επανάστασης και της ίδρυσης του ελληνικού κράτους. «Η Ελλάδα ήταν επιφορτισμένη από τον Θεό να διεξάγει “πόλεμο κατά της ασιατικής βαρβαρότητας” και να δημιουργήσει έναν “νέο πολιτισμό”, τον οποίο θα μετέδιδε στους λαούς της Ανατολής» (Πλουμίδης 2018: 563). Καίτοι από τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα προέκυπταν και άλλα πλην της Ελλάδας κράτη, τα βασίλεια της Ρουμανίας, της Σερβίας και της Βουλγαρίας, το «αυτοκρατορικό όραμα» της Μεγάλης Ελλάδος παρέμενε ζωντανό. Στα Βαλκάνια, στην Ελλάδα θα περιέρχονταν η Θεσσαλία, η Ήπειρος, η Μακεδονία «μέχρι τον Σκάρδο» (δηλαδή ολόκληρη η σημερινή Βόρεια Μακεδονία) και η Θράκη (Δυτική και Ανατολική). Στην Ελλάδα θα εντάσσονταν επιπλέον


«τα νησιά του Αρχιπελάγους, όπως επιπλέον όλες οι ακτές της Μικράς Ασίας μέχρι τα στενά της Κιλικίας και της Συρίας [...], όπου καταλήγει ο Ταύρος και αρχίζει ο Λίβανος. Τα όρια του ελληνικού κράτους θα περιέκλειαν επιπλέον τη βόρεια ακτή της Μικράς Ασίας μέχρι την Τραπεζούντα “όπου απέληγαν τα τελευταία όρια του ελληνικού έθνους”, καθώς επίσης τα νησιά της Κύπρου, της Ρόδου και της Κρήτης» (Πλουμίδης 2018: 564).


Με τους βαλκανικούς πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σταθεροποιήθηκαν τα σύνορα στα Βαλκάνια. Αυτό δεν αποθάρρυνε βέβαια το ελληνικό κράτος από να επιχειρήσει την προσάρτηση της ευρύτερης περιοχής της Σμύρνης στη Μικρά Ασία κατά την περίοδο 1919-22 (αμέσως μετά τη συμμετοχή του ελληνικού στρατού στην ιμπεριαλιστική εκστρατεία στην Κριμαία το 1918, ενάντια στη Ρωσική Επανάσταση).

Για ακόμα μια φορά, τα «φυσικά σύνορα» του έθνους (η υποτιθέμενη προαιώνια παρουσία-κυριαρχία του «ελληνισμού» στη Μικρά Ασία) υπήρξε η «καύσιμη ύλη» για να στρατευτεί μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού πληθυσμού στην αυτοκρατορική στρατηγική του ελληνικού κράτους και κεφαλαίου (τη Μεγάλη Ιδέα). Βέβαια ο ελληνικός πληθυσμός ήταν μειοψηφία στα προς προσάρτηση εδάφη, το βιλαέτι του Αϊδινίου με πρωτεύουσα τη Σμύρνη. Χαρακτηριστικά, όταν στις 15[28] Ιανουαρίου 1915 ο πρωθυπουργός Ε. Βενιζέλος είχε ζητήσει τη γνώμη του τότε αναπληρωτή αρχηγού του Γενικού Επιτελείου συνταγματάρχη Ιωάννη Μεταξά σχετικά με την προοπτική κατάληψης της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό, ο τελευταίος του απάντησε:


«Η Μικρά Ασία έχει μεγάλην πλειονότητα τουρκικού πληθυσμού απέναντι πολύ μειονεκτούντος ελληνικού πληθυσμού. Ούτω αλλοιούται εθνολογικώς επαισθητώς η υπόστασις του Ελληνικού Βασιλείου [...]. Προσέτι, [...] το Ελληνικόν Κράτος δεν είναι σήμερον προητοιμασμένον δια την διοίκησιν και εκμετάλλευσιν τοιαύτης εκτεταμένης χώρας ως αποικίας». 21


Οι κυρίαρχες τάξεις και οι κυβερνώσες πολιτικές ελίτ του ελληνικού κράτους και ιδιαίτερα ο Ε. Βενιζέλος υποτιμούσαν όμως τη δυναμική της εθνικής πολιτικοποίησης των οθωμανικών πληθυσμών (δηλαδή την ανάδυση του τουρκικού εθνικισμού: του τουρκικού έθνους) και θεωρούσαν την «εκμετάλλευσιν τοιαύτης εκτεταμένης χώρας ως αποικίας» εφικτή. Ακόμα και λίγους μήνες πριν την τελική στρατιωτική ήττα, το ελληνικό κράτος επέμενε στην αποικιοκρατική-αυτοκρατορική ρητορεία περί εκπολιτισμού της Ανατολής.


«Εις το ελληνικόν έθνος δια μίαν ακόμα φοράν ανατίθεται υπό της ανθρωπότητος το μέγα και ιερόν έργον του εκπολιτισμού της Ανατολής», [Υπουργείον των Εξωτερικών, Γραφείον Τύπου (1921), Η Ελλάς εις την Μικράν Ασίαν, τόμ. 1: 33]· «η Ελλάδα εισήλθεν εις την Μ. Ασίαν ως η προφυλακή του Ευρωπαϊκού πολιτισμού», [στο ίδιο (1922), τόμ. 2: 3]. 22


Η στρατηγική του ελληνικού κράτους και κεφαλαίου υπήρξε και σε αυτή την περίπτωση σαφώς ιμπεριαλιστική, Δικαίως, λοιπόν, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (ΣΕΚΕ), σε ψήφισμά του για την «Εξωτερική πολιτική του Κόμματος» στις 30 Μαΐου 1919, δύο βδομάδες μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, διακήρυξε ότι:


«Στιγματίζει τας ιμπεριαλιστικάς αξιώσεις των δυνάμεων μικρών και μεγάλων και καταγγέλ[λ]ει την μπλόφαν περί “περί Κοινωνίας των εθνών”, η οποία εις χείρας των αστικών κυβερνήσεων καταντά μια συμμαχία των κεφαλαιοκρατικών [κρατών] δια την διατήρησιν της κυριαρχίας των εναντίον της διεθνούς επαναστάσεως» (ΚΚΕ 1974: 30).


Και στις 10 Σεπτεμβρίου 1920, ενώ εξελισσόταν η προέλαση του ελληνικού στρατού στην Ανατολία, Προκήρυξη της Κ.Ε. του ΣΕΚΕ «Προς τους εργάτας και χωρικούς της Ελλάδος», αναφέρει:


«Ο εχθρός ευρίσκεται εντός των συνόρων και όχι πέραν αυτών! Είναι αυτοί οι εκμεταλλευταί μας οι οποίοι κρύπτονται όπισθεν των διαφόρων αστικών κομμάτων και οι οποίοι εμφανίζονται ενώπιον του λαού με πατριωτικά και εθνικιστικά ενδύματα [...]» (όπ.π.: 108).


Το ζήτημα αν η Σμύρνη και το Βιλαέτι του Αϊδινίου εντάσσονταν στα «φυσικά σύνορα» του ελληνικού ή του τουρκικού έθνους «λύθηκε» τελικά τον Σεπτέμβριο του 1922 με το τέλος του ελληνο-τουρκικού (και οθωμανο-τουρκικού) πολέμου 1919-1922, ακριβώς όπως και μια δεκαετία πριν, το 1912-13, είχε «λυθεί» με τους βαλκανικούς πολέμους το ζήτημα των «φυσικών συνόρων» του ελληνικού, του βουλγαρικού και του σερβικού έθνους (σύμφωνα με τους μεταξύ τους στρατιωτικούς συσχετισμούς και σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). 23 Ομοίως, το ζήτημα αν το Ντονμπάς, η Κριμαία, η Μελιτόπολη, η Μαριούπολη κ.ο.κ. ανήκουν στα «φυσικά σύνορα» του ρωσικού ή του ουκρανικού έθνους «λύνεται» την περίοδο αυτή με τον πόλεμο ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη της Ουκρανίας και της Ρωσίας.

Όταν σκεφτόμαστε το «δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση», θα πρέπει επομένως να θέτουμε το ερώτημα: σε ποια ακριβώς «εθνικά» σύνορα; Διότι στο σημείο αυτό είναι που αρχίζουν οι πόλεμοι, η εθνοκάθαρση, οι γενοκτονίες. Από το «δικαίωμα» στα «φυσικά σύνορα» του (κάθε) έθνους ενισχύεται και τρέφεται συχνά ο ιμπεριαλισμός των μεγαλύτερων, αλλά και των μικρότερων κεφαλαιοκρατικών χωρών.


5. Τα «φυσικά σύνορα» του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των εθνών και ο ιμπεριαλισμός


Όταν στα τέλη του 19ου αιώνα τα εθνικιστικά κινήματα στη Δυτική και Ανατολική Ευρώπη απαιτούσαν την απόσχιση από τις υφιστάμενες Αυτοκρατορίες (την Αυστο-ουγγρική Αυτοκρατορία, τη Ρωσική Αυτοκρατορία, τα Ενωμένα Βασίλεια Σουηδίας και Νορβηγίας – με την τελική απόσχιση της Νορβηγίας το 1905 –, κλπ.) και τη δημιουργία ανεξάρτητων εθνικών κρατών, το ζήτημα του «δικαιώματος αυτοδιάθεσης των εθνών» τέθηκε με επιτακτικό τρόπο για τη διεθνή Σοσιαλδημοκρατία. Το 1896, στο «Διεθνές Συνέδριο Σοσιαλιστών Εργατών και Συνδικάτων» που έλαβε χώρα στο Λονδίνο εγκρίθηκε το ακόλουθο ψήφισμα:


«Το Συνέδριο δηλώνει ότι τάσσεται υπέρ του ολοκληρωτικού δικαιώματος αυτοδιάθεσης όλων των εθνών [Selbstbestimmungsrecht] και εκφράζει τη συμπάθειά του για τους εργάτες κάθε χώρας που υποφέρουν σήμερα κάτω από τον στρατιωτικό, εθνικό ή άλλο ζυγό της απολυταρχίας. Το Συνέδριο καλεί τους εργάτες όλων αυτών των χωρών να μπουν στις γραμμές των ταξικά συνειδητοποιημένων [Klassenbewusste] εργατών όλου του κόσμου για να αγωνιστούν από κοινού για την κατανίκηση του διεθνούς καπιταλισμού και την πραγματοποίηση των σκοπών της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας» (παρατίθεται σε Λένιν 1975: 93).

Η υπεράσπιση της αυτοδιάθεσης των εθνών, δηλαδή του δικαιώματός τους να αποσχιστούν από μια υφιστάμενη κρατική οντότητα και να σχηματίσουν ανεξάρτητο εθνικό κράτος, δεν έγινε αποδεκτή από όλες της πτέρυγες και τα σημαίνοντα στελέχη της διεθνούς Σοσιαλδημοκρατίας. Την ίσως πιο εμπεριστατωμένη κριτική στη θέση της αυτοδιάθεσης διατύπωσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ σε σειρά άρθρων της, αρχής γενομένης από το «Το Πολωνικό ζήτημα στο Διεθνές Συνέδριο του Λονδίνου» (Luxemburg 1896). Τα άρθρα της Λούξεμπουργκ για το ζήτημα της αυτοδιάθεσης που γράφτηκαν την περίοδο 1908-1909, εκδόθηκαν σε αυτοτελή τόμο υπό τον τίτλο Το εθνικό ζήτημα (Luxemburg 1908-1909)και αποτέλεσαν αντικείμενο πολεμικής του Λένιν, στη μπροσούρα του Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών (1914, Λένιν 1975: 54-120).

Η βασική θέση της Λούξεμπουργκ ήταν ότι η αυτοδιάθεση των εθνών θα επιτευχθεί μόνο στον σοσιαλισμό, 24 ενώ στον καπιταλισμό δεν είναι εφικτή, ακριβώς διότι σε καμιά από τις υπάρχουσες αυτοκρατορίες δεν υφίσταται ένα αμιγώς «εθνικό έδαφος», το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει την επικράτεια ενός εθνικού κράτους, στο οποίο να μην υπάρχουν καταπιεζόμενες εθνικές μειονότητες. Με άλλα λόγια, η Λούξεμπουργκ υποστήριζε ότι είναι αδύνατο να οριστούν τα «φυσικά σύνορα» οποιουδήποτε έθνους. Γράφει σχετικά:


«Το εθνικό πρόγραμμα των Γερμανών σοσιαλιστών στη δεκαετία του 1840 προώθησε δύο ιδέες, που αντιτίθεντο ευθέως στο εθνικό πρόγραμμα της αστικής τάξης: ενοποίηση με σύνορα που θα βασίζονταν αυστηρά στους διαχωρισμούς των εθνοτήτων και μια ρεπουμπλικανική μορφή διακυβέρνησης. [...] Τα συμφέροντα του προλεταριάτου στο ζήτημα της εθνικότητας είναι ακριβώς τα αντίθετα από εκείνα της αστικής τάξης. Η ανησυχία για τη διασφάλιση μιας εσωτερικής αγοράς για τους βιομηχάνους της “πατρίδας” και της απόκτησης νέων αγορών μέσω κατακτήσεων, με αποικιακές ή στρατιωτικές πολιτικές – όλα αυτά, που είναι οι προθέσεις της αστικής τάξης στη δημιουργία ενός “εθνικού” κράτους, δεν μπορεί να είναι οι στόχοι ενός συνειδητού προλεταριάτου. [...] Ένα ακόμη πιο εντυπωσιακό παράδειγμα είναι η Ουγγαρία, της οποίας ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία θαυμαζόταν τόσο πολύ στην εποχή της. [...]. Αλλά όταν εξεταστεί από την άποψη της εθνικότητας, αυτός ο αγώνας δεν ήταν τίποτα άλλο από μια προσπάθεια διασφάλισης της ταξικής κυριαρχίας της μειονότητας των Μαγυάρων σε μια χώρα εννέα εθνικοτήτων, με τους Μαγυάρους να καταπιέζουν τις άλλες εθνικότητες. Η εθνική “ανεξαρτησία” των Ούγγρων αγοράστηκε αποκόπτοντας τους Καρπάθιους Σλοβάκους από τους αδελφούς τους, τους Τσέχους της Σουδητίας· διαχωρίζοντας τους Γερμανούς της Μπρατισλάβα, του Τέμεσβαρ και της Τρανσυλβανίας από τους Αυστριακούς Γερμανούς· και τους Κροάτες και τους Σέρβους της Δαλματίας από την Κροατία και τους Σλοβένους. [...] Η αριθμητική σχέση των εθνικοτήτων στην Ουγγαρία εκείνη την εποχή ήταν λίγο πολύ ως εξής: Ούγγροι 5.000.000· Ρουμάνοι 2.300.000· Γερμανοί 1.500.000· Κροάτες 900.000· Σέρβοι 830.000· Ρουθήνιοι 443.000» (Luxemburg 1908-1909, κεφ. 2).

Με βάση το παραπάνω επιχείρημα, η μοναδική λύση που θεωρεί η Ρόζα Λούξεμπουργκ εφικτή αναφορικά με το ζήτημα των εθνοτήτων είναι η κοινοτική-τοπική και μορφωτική-πολιτιστική τους αυτοδιοίκηση και γλωσσική αυτονομία εντός των υφιστάμενων αυτοκρατοριών:


«Η κοινοτική, περιφερειακή, επαρχιακή αυτοδιοίκηση θα επιτρέψει σε κάθε εθνικότητα, με απόφαση της πλειοψηφίας των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, να ιδρύσει τα σχολεία και τα πολιτιστικά ιδρύματά της στις περιφέρειες ή τις κοινότητες όπου κατέχει αριθμητική υπεροχή. Ταυτόχρονα, ένας χωριστός, σε όλη την αυτοκρατορία, γλωσσικός νόμος που προστατεύει τα συμφέροντα της μειονότητας μπορεί να θεσπίσει έναν κανόνα βάσει του οποίου οι εθνικές μειονότητες, ξεκινώντας από ένα ορισμένο αριθμητικό ελάχιστο, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για την υποχρεωτική ίδρυση σχολείων στην εθνική τους γλώσσα στην κοινότητα, την περιφέρεια ή την επαρχία· [...] Μια τέτοια λύση θα ήταν εφαρμόσιμη, αν όντως είναι δυνατή οποιαδήποτε λύση στο πλαίσιο του καπιταλισμού και δεδομένων των ιστορικών συνθηκών» (Luxemburg 1908-1909, κεφ. 5).


Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ενώ ορθώς αντιλαμβάνεται ότι η οποιαδήποτε έννοια «φυσικών συνόρων» ενός έθνους είναι παραπλανητική, ταυτόχρονα μοιάζει να αγνοεί την πραγματική φύση του έθνους: την αδιαπραγμάτευτη απαίτηση των εθνικά πολιτικοποιημένων μαζών για κράτος («ελευθερία ή θάνατος», π.χ. του πολωνικού έθνους), ένα κράτος «εθνικό» (π.χ. πολωνικό), δηλαδή «φυλετικά καθαρό», που θα αποτινάξει τον «εθνικό ζυγό» του κυρίαρχου έθνους εντός της αυτοκρατορίας (εν προκειμένω των Ρώσων). Αυτή η πραγματική φύση των εθνών καθιστούσε αίολη την υπόθεση της Λούξεμπουργκ περί βιωσιμότητας θεσμών περιφερειακής αυτοδιοίκησης και γλωσσικής αυτονομίας στο εσωτερικό μιας αυτοκρατορίας με κυρίαρχη εθνική ταυτότητα. Το (κάθε) έθνος, με οδηγό την κατασκευασμένη προαιώνια «ιστορία του», κινητοποιεί την εγγενή στην υπόσταση του έθνους «τάση ολοκληρωτισμού»: εσωτερικά, με την εθνική ομογενοποίηση της επικράτειας που καταφέρνει να ελέγξει, δηλαδή την αφομοίωση ή εξάλειψη του «διαφορετικού», του Άλλου (των μειονοτήτων)· και εξωτερικά, με τη στράτευση στα «εθνικά πεπρωμένα», δηλαδή στην επέκταση των υφιστάμενων συνόρων μέχρι τα «φυσικά σύνορα του έθνους», που απορρέουν από τις επεκτατικές ροπές του κεφαλαίου και θεμελιώνονται και πάλι στην «εθνική ιστορία» (βλ. και Μηλιός 2020-β: 66 επ.).

Αντίθετα με την Λούξεμπουργκ, ο Λένιν φαίνεται να έχει πλήρη επίγνωση της φύσης και της δυναμικής των εθνών. Γι’ αυτό και θέτει ως βασικό κριτήριο την καταπολέμηση του κυρίαρχου εθνικισμού, αυτού της κυρίαρχης εθνικής ομάδας εντός της αυτοκρατορίας.


«Μας λένε: υποστηρίζοντας το δικαίωμα του αποχωρισμού, υποστηρίζετε τον αστικό εθνικισμό των καταπιεζόμενων εθνών. Αυτό λέει η Ρόζα Λούξεμπουργκ [...]. Εμείς απαντούμε: όχι, ίσα-ίσα, για την αστική τάξη έχει εδώ σημασία η “πραχτική” λύση, ενώ για τους εργάτες έχει σημασία να ξεχωρίσουν καταρχή ν δύο τάσεις. Όσο η αστική τάξη του καταπιεζόμενου έθνους παλεύει ενάντια στο έθνος που καταπιέζει, τόσο είμαστε πάντα και σε κάθε περίπτωση και πιο αποφασιστικά απ’ όλους υπέρ, γιατί είμαστε οι πιο τολμηροί και συνεπείς εχθροί της καταπίεσης. Εφόσον η αστική τάξη του καταπιεζόμενου έθνους είναι υπέρ του δικού της αστικού εθνικισμού, εμείς είμαστε κατά. Πάλη ενάντια στα προνόμια και τη βία του έθνους που καταπιέζει και καμιά ανοχή της επιδίωξης προνομίων εκ μέρους του καταπιεζόμενου έθνους [...] καταπολεμώντας την τάση του Πολωνού αστού να καταπνίγει τον Εβραίο κτλ., κτλ. [...] Αναγνωρίζουμε το δικαίωμα αποχωρισμού σε όλους. Κρίνουμε κάθε συγκεκριμένο ζήτημα αποχωρισμού από μιαν άποψη που αποκλείει κάθε ανισοτιμία, κάθε προνόμιο, κάθε αποκλειστικότητα. [...] Αν η Ουκρανία θα ’χει λ.χ. την τύχη ν’ αποτελέσει αυτοτελές κράτος, αυτό εξαρτάται από χίλιους παράγοντες που είναι άγνωστοι από τα πριν. Και χωρίς να προσπαθούμε “να μαντέψουμε” στην τύχη, στεκόμαστε σταθερά σ’ αυτό που είναι αναμφισβήτητο: στο δικαίωμα της Ουκρανίας να γίνει τέτοιο κράτος» (Λένιν 1975 [Φλεβάρης-Μάρτης 2014]: 72, 73). 25


Ο Λένιν υποστηρίζει, λοιπόν, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών από τη σκοπιά της αντιπαράθεσης στην αστική εξουσία, δηλαδή από τη σκοπιά της προλεταριακής επανάστασης. Από τη στιγμή που ένας πληθυσμός έχει συγκροτηθεί σε έθνος, σε «εθνική ενότητα» καπιταλιστών και προλεταρίων, το ζητούμενο είναι η διάσπαση αυτής της ενότητας, η όξυνση της ταξικής πάλης, η ανατροπή της ταξικής εξουσίας των καπιταλιστών. Αν πρόκειται όμως για ένα καταπιεζόμενο έθνος, προϋπόθεση για μια τέτοια προοπτική είναι το τέλος του «εθνικού αγώνα για ανεξαρτησία», η δημιουργία του πολυπόθητου εθνικού κράτους. Η υποστήριξη του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του καταπιεζόμενου έθνους από τη μεριά των επαναστατών και των προλεταρίων του κυρίαρχου έθνους, αυτού που ασκεί την καταπίεση, αποτελεί την προϋπόθεση για τη διεθνή εργατική ενότητα και αλληλεγγύη, τον προλεταριακό διεθνισμό, και για την άμβλυνση του εθνικισμού των προλεταρίων του καταπιεζόμενου έθνους.


«Στο ζήτημα της αυτοδιάθεσης των εθνών, όπως και σε κάθε άλλο ζήτημα, μας ενδιαφέρει πρωτ’ απ’ όλα η αυτοδιάθεση του προλεταριάτου μέσα στα έθνη» (όπ.π.: 89).

«Σε όλες τις περιπτώσεις ο μισθωτός εργάτης θα εξακολουθεί να είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης, και για να πετύχει ο αγώνας εναντίον της απαιτείται η ανεξαρτησία του προλεταριάτου από τον εθνικισμό, η πλέρια, ας πούμε ουδετερότητα των προλεταρίων απέναντι στον αγώνα της αστικής τάξης των διαφόρων εθνών για τα πρωτεία» (όπ.π.: 85-86).


Ο Λένιν γνωρίζει σαφώς ότι η προλεταριακή επανάσταση έχει ως προϋπόθεση την αυτενέργεια των μαζών, αντιλαμβάνεται δηλαδή σαφώς ότι η απελευθέρωση της εργατικής τάξης δεν μπορεί παρά να είναι έργο της ίδιας της εργατικής τάξης. Και ορθά διαπιστώνει ότι η «τάση ελευθερίας» (για να χρησιμοποιήσουμε το δικό μας λεξιλόγιο) που περιέχει η εθνική πολιτικοποίηση των μαζών (δηλαδή το έθνος) θα μπορούσε υπό όρους να αυτονομηθεί από την «τάση ολοκληρωτισμού» που κυριαρχεί στις συνθήκες της αστικής ηγεμονίας. Ότι η «τάση ελευθερίας» θα μπορούσε να ωθήσει στην «ανεξαρτησία του προλεταριάτου από τον εθνικισμό», όπως πράγματι συνέβη, π.χ., τέσσερις δεκαετίες αργότερα με το ΕΑΜ, τη Γιουγκοσλαβική και την Κινεζική Επανάσταση.

Με την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στο θεωρητικό έδαφος που έθεσαν ο Χόμπσον και οι μαρξιστικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού, οι αντιπαραθέσεις για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών επανήλθαν με οξύτητα και με σχετικά τροποποιημένα εκατέρωθεν επιχειρήματα.

Όσοι αντιτάσσονταν στην ιδέα της αυτοδιάθεσης των εθνών πρόβαλλαν τώρα δύο κυρίως επιχειρήματα: Πρώτον, ότι η αυτοδιάθεση των εθνών, η δημιουργία νέων εθνικών κρατών, έχει καταστεί αδύνατη στην εποχή του ιμπεριαλισμού και δεύτερον, ότι η σοσιαλιστική επανάσταση τείνει αναγκαστικά προς την εγκαθίδρυση ενός παγκόσμιου ή έστω ενός πολυεθνικού σοσιαλιστικού καθεστώτος, πορεία που επομένως δεν συμβιβάζεται με το αίτημα της εθνικής αυτοδιάθεσης, καθώς το έθνος θα λάβει πλέον το χαρακτήρα ενός «σοσιαλιστικού πολιτιστικού κύκλου». 26 Οι απόψεις αυτές διατυπώθηκαν ακόμα και μέσα στο κόμμα των Μπολσεβίκων και συνέχισαν να έχουν υποστηρικτές και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. 27

Στη νέα αυτή συγκυρία, ο Λένιν διαπιστώνει ότι η εστίαση των θεωριών του ιμπεριαλισμού αποκλειστικά στις θεωρούμενες «οικονομικές αιτίες», και όχι στα χαρακτηριστικά του (κάθε) συστήματος καπιταλιστικής κυριαρχίας στην ολότητά του, μετατρέπει τον μαρξισμό σε «ιμπεριαλιστικό οικονομισμό». Αναφερόμενος σε όσους αρνούνταν να λάβουν υπόψη τους τον εθνικισμό, τις διαδικασίες εθνογένεσης, τις εθνικές συγκρούσεις, τα κράτη και τα αιτήματα για εθνική αυτοδιάθεση θα υποστηρίξει:


«Δεν θέλουν να σκεφτούν ούτε για τα σύνορα του κράτους ούτε ακόμα και γενικά για το κράτος. Πρόκειται για ένα είδος “ιμπεριαλιστικού οικονομισμού”, όμοιο με τον παλιό οικονομισμό της περιόδου 1894-1902 [...]. Αντί να μιλούν για το κράτος (και συνεπώς για τον καθορισμό των συνόρων του!), μιλούν για “σοσιαλιστικό πολιτιστικό κύκλο”, δηλαδή διαλέγουν επίτηδες μια έκφραση αόριστη, από την άποψη ότι σβήνονται όλα τα κρατικά προβλήματα [...]. Όλα τα σημάδια δείχνουν ότι ο ιμπεριαλισμός θ’ αφήσει κληρονομιά στο σοσιαλισμό, που έρχεται να τον αντικαταστήσει, σύνορα λιγότερο δημοκρατικά, μια σειρά προσαρτήσεις στην Ευρώπη και σε άλλα μέρη του κόσμου. Και τι πρόκειται να γίνει; Μήπως ο νικητής σοσιαλισμός [...] δε θα θελήσει να πάρει υπόψη του τις “συμπάθειες” του πληθυσμού; [...] Οι παλιοί “οικονομιστές”, μετατρέποντας το μαρξισμό σε γελοιογραφία, δίδασκαν στους εργάτες ότι για τους μαρξιστές σημασία έχει “μόνο” το “οικονομικό”. Μήπως οι καινούργιοι “οικονομιστές” νομίζουν ότι το δημοκρατικό κράτος του νικηφόρου σοσιαλισμού θα υπάρχει χωρίς σύνορα [...]; Στην πραγματικότητα τα σύνορα αυτά θα καθορίζονται δημοκρατικά, δηλαδή σύμφωνα με τη θέληση και τις “συμπάθειες” του πληθυσμού» (Ιούλιος 1916, Λένιν 1975: 140-142· Λ.Α. [1953], τ. 22: 330-31).


Βέβαια, οι «συμπάθειες» του πληθυσμού είναι μια μάλλον ασαφής έκφραση, που θα πρέπει να αναλυθεί διεξοδικότερα, καθώς, υπό μία έννοια, μπορεί να υποκρύπτει τον εθνικισμό του κυρίαρχου ή του του καταπιεζόμενου έθνους. Στο ζήτημα αυτό θα επανέλθουμε στην τελευταία ενότητα του άρθρου. Εδώ αξίζει να επαναλάβουμε ότι όπως έχουμε επιχειρηματολογήσει εκτενώς στο παρελθόν, η ρήξη του Λένιν με τον «ιμπεριαλιστικό οικονομισμό» που κληρονόμησαν από τον Χόμπσον οι μαρξιστικές θεωρίες για τον ιμπεριαλισμό, σε συνδυασμό με τη θεωρία του για το Κράτος και την Επανάσταση, τον οδηγούν στην οριστική απόρριψη των θεωριών περί «παγκόσμιου καπιταλισμού» και στη διατύπωση των εννοιών της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, της ανισόμερης ανάπτυξης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών και του αδύνατου κρίκου της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας.


«Η διεθνοποίηση του καπιταλισμού μέσα από το εξωτερικό εμπόριο και τη δημιουργία της διεθνούς αγοράς, αλλά κυρίως μέσα από τις εξαγωγές κεφαλαίων, τη δημιουργία διεθνών τραστ κλπ. διαπλέκει μεταξύ τους τους διαφορετικούς καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, δημιουργεί πολύμορφες αλλά και ανισοβαρείς διασυνδέσεις μεταξύ τους, διαμορφώνοντας έτσι μια ενιαία παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Δεν πρόκειται, όμως, για μια ενιαία παγκόσμια οικονομικοκοινωνική δομή, αλλά για τη διεθνή συνάρθρωση των διαφορετικών (εθνικών-κρατικών) οικονομικο-κοινωνικών δομών, κάθε μια από τις οποίες αναπτύσσεται με ένα διαφορετικό ρυθμό, σαν αποτέλεσμα κυρίως των διαφορετικών ταξικών και πολιτικών συσχετισμών που αποκρυσταλλώνονται στο εσωτερικό της. [...] Το διεθνές αυτό πεδίο δεν καταργεί την αυτονομία των κρατών-κρίκων της αλυσίδας, αλλά κατά κάποιον τρόπο τη σχετικοποιεί και την οργανώνει» (Μηλιός & Σωτηρόπουλος 2010: 31, 35).


Η ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν αποτελεί «πυραμίδα» (ιεραρχική δομή), καίτοι η ισχύς των κρίκων της είναι άνιση. Δεν υπάρχει παγκόσμια αυτοκρατορία που να «ελέγχει» τις κρατικές δομές, αλλά ούτε και οι ΗΠΑ αποτελούν μία τέτοια. Βέβαια, οι τελευταίες για μία σειρά από λόγους εκφράζουν μία διεθνή πολιτική δύναμη η οποία είναι «απαραίτητη» (π.χ. μέσα από την ικανότητα του στρατιωτικού μηχανισμού της), για τη διευρυνόμενη αναπαραγωγή των μακροπρόθεσμων συμφερόντων των αστικών τάξεων του αναπτυγμένου δυτικού καπιταλισμού. Η δυτική συμμαχία, με τον πρωταγωνιστικό ρόλο των ΗΠΑ, υπερασπιζόμενη τα ιδιαίτερα εθνικά συμφέροντα των συγκεκριμένων κοινωνικών κεφαλαίων, διαμορφώνει την ίδια στιγμή ένα ηγεμονικό σχέδιο για όλα τα καπιταλιστικά κράτη της συμμαχίας. Εντούτοις, καθώς η ταξική πάλη αποτελεί πάντα την κινητήρια δύναμη της ιστορίας σε κάθε καπιταλιστικό σχηματισμό, η επανάσταση σε οποιαδήποτε χώρα, όπως π.χ. η Κουβανέζικη Επανάσταση, δηλαδή το σπάσιμο του «αδύνατου κρίκου της αλυσίδας», παράγει αποτελέσματα που επηρεάζουν ολόκληρη την αλυσίδα, ενώ ταυτόχρονα οι ηγεμονικές δυνάμεις της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας (ΗΠΑ κλπ.) αποδεικνύονται συνήθως ανίσχυρες να επαναφέρουν την «τάξη».


6. Ο ιμπεριαλισμός πριν τον «ιμπεριαλισμό».

Από πότε είναι ο καπιταλισμός ιμπεριαλιστικός;


Από όσα προηγήθηκαν είναι προφανές ότι αποδέχομαι τα βασικά σημεία της προσέγγισης του Λένιν. Εντούτοις, απαιτείται να επισημανθεί ότι στο εσωτερικό των καπιταλιστικών χωρών ο εθνικισμός (το έθνος) δεν αποτελεί απλώς «προτίμηση του πληθυσμού», αλλά (μαζί με τον συνταγματισμό και τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς), τον νέο τρόπο υπαγωγής των λαϊκών τάξεων στο αστικό κράτος και το κεφάλαιο (βλ. και Μηλιός 2023), που λειτουργεί κατά κανόνα ως μια από τις κινητήριες δυνάμεις, ως «καύσιμη ύλη» του ιμπεριαλισμού (αλλά και ως υπέδαφος του ρατσισμού 28).

Ο εγκλωβισμός των μαρξιστικών προσεγγίσεων για τον ιμπεριαλισμό στο οικονομιστικό θεωρητικό πλαίσιο που έθεσε ο Χόμπσον (μονοπωλιακός καπιταλισμός και υποτιθέμενη περίσσεια κεφαλαίου και έλλειψη σφαιρών επικερδούς επένδυσης, που οδηγεί τα τραστ και, ως όργανά τους, τα κράτη σε επεκτατικές-αποικιακές πολιτικές κλπ.) οδηγεί επίσης σε παραγνώριση-παρερμηνεία των «αυτοκρατορικών» πολιτικών που ασκούσαν τα καπιταλιστικά κράτη στην εποχή πριν τη δημιουργία εθνών (την «εθνική πολιτικοποίηση» των μαζών για «δικό τους» κράτος και την αντίστοιχη αναδιάρθρωση των καπιταλιστικών κρατών).

Εντούτοις, ο Μαρξ είχε συστηματικά καταδείξει την εγγενή τάση του καπιταλισμού για διεθνή επέκταση και κυριαρχία. Έχοντας υποστηρίξει ότι στη δυτική Ευρώπη «η καπιταλιστική εποχή χρονολογείται [...] από τον 16ο αιώνα» (Μαρξ 1978-α: 740), 29 έδωσε βάρος στον ρόλο της παγκόσμιας αγοράς, όπως και στον οικονομικό ρόλο της αποικιοκρατίας για την εξάπλωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής πρώτα απ’ όλα στην Ευρώπη. Αντί περαιτέρω ανάλυσης αρκεί να παραθέσουμε κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το Κεφάλαιο :


«Η απότομη επέκταση της παγκόσμιας αγοράς, ο πολλαπλασιασμός των κυκλοφορούντων εμπορευμάτων, η άμιλλα ανάμεσα στα ευρωπαϊκά έθνη, για να γίνουν κύριοι των ασιατικών προϊόντων και των αμερικανικών θησαυρών, και το αποικιακό σύστημα συνέβαλαν ουσιαστικά στο σπάσιμο των φεουδαρχικών φραγμών στην παραγωγή. Ωστόσο, στην πρώτη του περίοδο, στην περίοδο της μανουφακτούρας, ο σύγχρονος τρόπος παραγωγής αναπτύχθηκε μόνο εκεί, όπου οι όροι για την ανάπτυξή του είχαν δημιουργηθεί στη διάρκεια του μεσαίωνα [...] Και αν στον 16ο και εν μέρει στον 17ο αιώνα η απότομη επέκταση του εμπορίου και η δημιουργία μιας καινούργιας παγκόσμιας αγοράς άσκησαν αποφασιστική επίδραση στον αφανισμό του παλιού τρόπου παραγωγής και στην άνοδο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αυτό έγινε αντίθετα πάνω στη βάση του δημιουργημένου πια κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής » (Μαρξ 1978-β: 421-422, η υπογράμμιση δική μου).


«Το αποικιακό σύστημα ανέπτυξε σαν φυτό θερμοκηπίου το εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα […]. Οι αποικίες εξασφάλιζαν αγορές κατανάλωσης στη μανουφακτούρα, που αναπτυσσόταν γρήγορα, ενώ η μονοπωλιακή κατοχή αυτών των αγορών εξασφάλιζε μια εντατική συσσώρευση. Ο θησαυρός που ληστευόταν έξω από την Ευρώπη άμεσα με λεηλασίες, υποδουλώσεις και φόνους έρεε στη μητρόπολη και μετατρεπόταν εδώ σε κεφάλαιο» (Μαρξ 1978α: 778). 30


Οι αποικιοκρατία δεν περιοριζόταν βέβαια στον εξανδραποδισμό και την υποδούλωση των γηγενών πληθυσμών. Επέσυρε τον ανταγωνισμό και τους πολέμους μεταξύ των καπιταλιστικών δυνάμεων της εποχής.


«Το τέλος του 16ου αιώνα βρήκε την Αγγλία να αναδεικνύεται νικήτρια στον πόλεμο με την Ισπανία, της οποίας ο στόλος, η περιώνυμη Αρμάδα, κατατροπώθηκε το 1588. Ο κύριος αντίπαλος της Αγγλίας κατά το 17ο αιώνα ήταν η Ολλανδία, που κατείχε τον ισχυρότερο εμπορικό στόλο στον κόσμο και ένα εμπόριο και μια βιομηχανία σε πλήρη ακμή. Ο 17ος αιώνας ήταν για την Αγγλία ο αιώνας της σύγκρουσής της με την Ολλανδία, ενώ ο 18ος απορροφήθηκε από τη σύγκρουσή της με τη Γαλλία. Μεταξύ των ετών 1653 και 1797, η Αγγλία ανάλωσε 66 χρόνια σε ναυτικούς πολέμους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Αγγλία αναδείχθηκε στην ισχυρότερη ναυτική και αποικιακή εμπορική δύναμη στον κόσμο» (Rubin 1994: 44).


Ήδη από τον 16ο αιώνα, οι πόλεμοι μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών για το «μοίρασμα του κόσμου» (των αποικιών) ήταν, λοιπόν, στην ημερήσια διάταξη. Μάλιστα ο Επταετής Πόλεμος (1756-1763) μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας, αρχικά για το μοίρασμα των αποικιών στη Βόρεια Αμερική, εξαπλώθηκε σχεδόν σε όλη την υφήλιο, αποκτώντας χαρακτηριστικά «παγκοσμίου πολέμου», καθώς σε αυτόν ενεπλάκησαν σχεδόν όλες οι «μεγάλες δυνάμεις» της εποχής και όχι μόνον αυτές. Με τη μεριά της Βρετανίας πολέμησαν η Πρωσία, η Πορτογαλία, το πριγκιπάτο του Ανοβέρου και δύο ακόμη γερμανόφωνα κράτη, ενώ με τη μεριά της Γαλλίας πολέμησαν η Αυστρία, η Ισπανία, η Ρωσία, η Σουηδία, η Σαξονία, η Μογγολική Αυτοκρατορία της Ινδίας, κ.ά. 31

Και στην εποχή αυτή, της αποικιοκρατικής εξάπλωσης και των αποικιοκρατικών πολιτικών των καπιταλιστικών δυνάμεων από τον 16ο μέχρι τον 18ο αιώνα, θα άξιζε να αποδώσουμε τον τίτλο του «αυτοκρατορισμού» (ιμπεριαλισμού).

Όμως, οι πόλεμοι για το «μοίρασμα του κόσμου» στην περίοδο πριν τον σχηματισμό των εθνών δεν είχαν την ένταση και τη λαϊκή στήριξη των πολέμων της περιόδου των εθνικισμών. Ο «στρατηγός» Φρίντριχ Ένγκελς έδωσε το 1851 μια σαφή περιγραφή της τομής που συντελέστηκε και στο πεδίο αυτό:


«Ο σύγχρονος πόλεμος είναι το αναγκαίο προϊόν της Γαλλικής Επανάστασης. Προϋπόθεση είναι η κοινωνική και πολιτική χειραφέτηση της αστικής τάξης και των μικροκαλλιεργητών. Η αστική τάξη δημιουργεί το χρήμα, οι μικροκαλλιεργητές παρέχουν τους στρατιώτες. Η χειραφέτηση και των δύο τάξεων από τα φεουδαρχικά και συντεχνιακά δεσμά είναι απαραίτητη για να είναι σε θέση να παρέχουν τους σημερινούς κολοσσιαίους στρατούς – και ο βαθμός πλούτου και μόρφωσης που συνδέεται με αυτό το στάδιο της κοινωνικής ανάπτυξης είναι επίσης απαραίτητος για να δημιουργηθεί το υλικό των όπλων, των πυρομαχικών, των τροφίμων κλπ. που είναι απαραίτητο για τους σύγχρονους στρατούς, για να εξασφαλιστεί ο απαραίτητος αριθμός μορφωμένων αξιωματικών και για να αποκτήσει ο ίδιος ο στρατιώτης την απαραίτητη νοημοσύνη» (Engels 1960: 477).

Αν θεωρήσουμε ότι στο περιεχόμενο του όρου «νοημοσύνη» εντάσσεται και ο εθνικισμός, δηλαδή η στράτευση των λαϊκών μαζών στα «δίκαια της πατρίδας», το ασίγαστο, ουσιαστικά ρατσιστικό, 32 μίσος για τον «βάρβαρο» εχθρό, η «απόφαση» για θυσία προς χάριν του έθνους, τότε θα ολοκληρώσουμε την εικόνα της τομής που εισήγαγε η εποχή των εθνών στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και στον ιμπεριαλισμό γενικότερα.


7. Καταληκτικές παρατηρήσεις για την περιοδολόγηση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών και το έθνος


Το κεντρικό συμπέρασμα των όσων αναπτύξαμε στο παρόν άρθρο είναι ότι ο ιμπεριαλισμός, ως η εγγενής τάση των συνολικών-κοινωνικών κεφαλαίων και κρατών να επεκτείνουν τον χώρο της επιρροής και ενίοτε της επικράτειάς τους, αποτελεί δομικό στοιχείο του καπιταλισμού ως κοινωνικού συστήματος. Αποτέλεσε εξ’ αρχής βασικό χαρακτηριστικό των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών και όχι προϊόν ενός ορισμένου ιστορικού σταδίου. Από την άποψη αυτή, πολλά φαινομενικώς διαφορετικά ιστορικά γεγονότα ή περίοδοι μπορούν να αναχθούν στην ίδια δομική αιτία. Οι μάχες για την επέκταση των συνόρων, οι συγκρούσεις για την εξασφάλιση διεθνών αγορών κατά τη μερκαντιλιστική εποχή, η αποικιοκρατία, οι παγκόσμιοι πόλεμοι, οι περιφερειακές πολεμικές συγκρούσεις, οι περίοδοι ιμπεριαλιστικής έντασης και ηρεμίας, αποτελούν συγκεκριμένες ιστορικές μορφές που λαμβάνουν οι σχέσεις ανάμεσα στα κράτη ως κρίκους της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, δηλαδή της αντιφατικής και ανισοβαρούς συνάρθρωσης διαφορετικών κοινωνικών σχηματισμών στο διεθνές πεδίο.

Το καπιταλιστικό κράτος, ως «συγκεφαλαίωση» ενός καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού και εκφραστής των συμφερόντων του συνολικού-κοινωνικού κεφαλαίου, χαρακτηρίζεται πάντα και από μια «εξωστρεφή ροπή» που στοχεύει να σταθεροποιήσει τους όρους της διευρυμένης αναπαραγωγής των κεφαλαιοκρατικών κοινωνικών σχέσεων (την ισχύ του στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και τους απαραίτητους πόρους και όρους για την κεφαλαιακή συσσώρευση).

Όμως, μιλώντας για τους συγκεκριμένους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς κατά την ιστορική τους εξέλιξη, με την ανάπτυξη των εθνικισμών και τον σχηματισμό των εθνών, κάτι σημαντικό πράγματι άλλαξε κατά τον 19ο αιώνα, και ιδίως κατά το δεύτερο ήμισύ του. Αυτή η νέα ιστορική περίοδος για τους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς τροποποίησε και τους διεθνοπολιτικούς ανταγωνισμούς, ακόμα και τον τρόπο διεξαγωγής των πολέμων ή τη διαδικασία εκκίνησής τους.

Στη διαμόρφωση του νέου τρόπου υπαγωγής των μαζών στο αστικό κράτος (στην καπιταλιστική πολιτική κυριαρχία) σημαντικό ρόλο έπαιξε η εξέλιξη του (προβιομηχανικού) καπιταλισμού σε βιομηχανικό καπιταλισμό 33 και, ως αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής, το πρώτο εργατικό (μεταρρυθμιστικό) κίνημα, το οποίο στα μέσα του 19ου αιώνα στρατεύθηκε για τη διεύρυνση των πολιτικών δικαιωμάτων και ιδίως για το γενικό εκλογικό δικαίωμα. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση υπήρξε το μεγάλο βρετανικό Χαρτιστικό Κίνημα (από τον όρο Chart = Χάρτα ή χάρτης δικαιωμάτων) της περιόδου 1838-1857, που απαιτούσε μυστική ψηφοφορία για την εκλογή των μελών του Κοινοβουλίου, δικαίωμα ψήφου για κάθε άνδρα ηλικίας 21 ετών και άνω, κατάργηση των προαπαιτούμενων ιδιοκτησίας των βουλευτών, ικανοποιητική αμοιβή για τους βουλευτές ώστε να μπορούν να εκλέγονται «κοινοί» άνθρωποι, αναλογική εκπροσώπηση των περιοχών και κοινοτήτων σύμφωνα με τον πληθυσμό τους και τακτική προσφυγή στην εκλογική διαδικασία. 34 Το μεταρρυθμιστικό πολιτικό κίνημα είχε λοιπόν τον ίδιο στρατηγικό στόχο με το εθνικιστικό κίνημα: μια κοινωνία όχι υπηκόων αλλά «πολιτών», στους οποίους να «ανήκει το κράτος».

Καίτοι, λοιπόν, τα δομικά χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής οργάνωσης των κοινωνιών (ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής: ΚΤΠ) δεν μπορούν να διακριθούν σε περιόδους ή φάσεις, εντούτοις μπορούμε να σκεφτούμε ότι υπήρξαν διαφορετικές φάσεις στην ιστορική εξέλιξη ενός καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού ή ακόμα περισσότερο στην ιστορία της αντιφατικής διεθνούς συνύπαρξης των κοινωνικών σχηματισμών στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας.Στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται όμως για μετασχηματισμούς των εσωτερικών-αναγκαίων «νόμων» που διέπουν τον ΚΤΠ (δηλαδή κάθε καπιταλιστική κυριαρχία), αλλά για την παγίωση κάποιων συγκεκριμένων εξωτερικών ως προς τον ΚΤΠ κοινωνικών σχέσεων και συσχετισμών δύναμης, μέσα στην ιστορική διαδικασία της πάλης των τάξεων.

Πρόκειται, επομένως, για αποτελέσματα της πάλης των τάξεων στο εσωτερικό των (ηγεμονικών) καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών, που αφορούν τον νέο τρόπο ένταξης-υπαγωγής των μαζών αφενός στο κράτος και αφετέρου στο κεφάλαιο και συνδέονται με ζητήματα όπως η διάρκεια της εργάσιμης μέρας, οι θεσμοί λαϊκής αντιπροσώπευσης, οι μορφές συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, η συγκεκριμένη διαδικασία διαμόρφωσης των κρατικών και αναπαραγωγικών μηχανισμών, η μορφή του μπλοκ εξουσίας (δηλαδή οι συγκεκριμένες αστικές μερίδες και οι αμοιβαίες σχέσεις τους), η συμμετοχή ή μη άλλων τάξεων πλην της αστικής στο μπλοκ της εξουσίας (π.χ. γαιοκτημόνων-εισοδηματιών), με δυο λόγια, αφορούν τον συνολικό κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων.

Με αυτή την έννοια νομιμοποιούμαστε λοιπόν να μιλάμε για φάσεις της καπιταλιστικής εξέλιξης και ανάπτυξης: ως φάσεις στην ιστορική εξέλιξη των καπιταλιστικών κοινωνικών μετασχηματισμών.

Στη «νεότατη» φάση ιστορικής εξέλιξης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών, δηλαδή στην εποχή των εθνικών κρατών, το έθνος λειτουργεί ως καύσιμη ύλη των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και συγκρούσεων. Ιδιαίτερα για τα εθνικά κράτη του αναπτυγμένου καπιταλισμού που εντάσσονται στο δυτικό ιμπεριαλιστικό μπλοκ, όπως η Ελλάδα, η ιδέα της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό από την σκοπιά των «εθνικών δικαίων» ή της «εθνικής απελευθέρωσης» στερείται νοήματος για την Αριστερά: απλώς νομιμοποιεί την καπιταλιστική εξουσία και τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις της, τις οποίες ενίοτε τροφοδοτεί και ενισχύει. Ο εθνικισμός έχει απολέσει οποιοδήποτε «προοδευτικό» δυνητικό περιεχόμενο και αποτελεί αποκλειστικά εργαλείο της αστικής τάξης και των ιδιαίτερών της ιμπεριαλιστικών βλέψεων, που ενδύονται τον μανδύα της «εθνικής ισχύος». Στις χώρες αυτές, η «πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό» για την Αριστερά σημαίνει αντικαπιταλιστική πάλη για τον σοσιαλισμό, πάλη ενάντια στον εσωτερικό, ταξικό, ιμπεριαλιστή εχθρό και τους συμμάχους του.

Στις περιπτώσεις των καταπιεζόμενων εθνών (Παλαιστίνιοι, Κούρδοι,...) που αγωνίζονται ακόμα για την αυτοδιάθεσή τους, την απόσχισή τους από ένα κράτος στο οποίο υφίστανται εθνική καταπίεση και τη συγκρότηση ενός δικού τους ανεξάρτητου εθνικού κράτους, το πλαίσιο είναι διαφορετικό. Η «βούληση» του κυρίαρχου στο κράτος έθνους αρνείται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του καταπιεζόμενου έθνους, συντάσσεται δηλαδή με την «τάση ολοκληρωτισμού» που συνάδει με την καπιταλιστική εξουσία. Όσο και αν οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και ανταγωνισμοί, αλλά και η «διεθνής διπλωματία» (αποφάσεις ΟΗΕ, κλπ.) παίζουν ενίοτε σημαντικό ρόλο, η έκβαση του αιτήματος για αυτοδιάθεση (συγκρότηση ανεξάρτητου κράτους) ενός καταπιεζόμενου έθνους κρίνεται σε τελευταία ανάλυση στο πεδίο της εθνικής και ταξικής σύγκρουσης, που συχνά λαμβάνει ένοπλο χαρακτήρα. Με την έννοια αυτή, ο πόλεμος Παλαιστινίων - Ισραήλ θα αποβεί καθοριστικός για το μέλλον του παλαιστινιακού λαού.

Εντούτοις και στην περίπτωση των καταπιεζόμενων εθνών, όπως έδειξαν οι αναλύσεις του Λένιν στις οποίες αναφερθήκαμε, το ζητούμενο για την αντικαπιταλιστική Αριστερά είναι η ενίσχυση της «τάσης ελευθερίας» που περιέχει το αίτημα της «αυτοδιάθεσης» μέχρι την κοινωνική απελευθέρωση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, την «ανεξαρτησία του προλεταριάτου από τον εθνικισμό» και την «αυτοδιάθεση του προλεταριάτου μέσα στα έθνη» (Λένιν 1975: 86, 89), την εργατική εξουσία.



Βιβλιογραφία


Abalkin, L., S. Dzarasov & A. Kulikov (1983), Political Economy. A Short Course, Moscow: Progress Publishers.

Baran, P. & P. Sweezy (1973), Μονοπωλιακός καπιταλισμός, Αθήνα: εκδ. Γκούτενμπεργκ.

Beaton, R. (2013), Byron’s War: Romantic Rebellion, Greek Revolution, Cambridge: Cambridge University Press.

Bukharin, Ν. (1972), Imperialism and World Economy, London: Merlin.

Engels, F. (1960), “Bedingungen und Aussichten eines Krieges der Heiligen Allianz gegen ein revolutionäres Frankreich im Jahre 1852”, in MEW, τ. 7: 468-493.

Fieldhouse, D. K. (1961) «“Imperialism”: An Historiographical Revision», The Economic History Review 14/2, New Series: 187-209.

Heinrich, Μ. (2018), Karl Marx und die Geburt der modernen Gesellschaft. Biographie und Werkentwicklung, Erster Band, 1818-1841, Berlin: Schmetterling Verlag.

Heinrich, Μ. (2019), Karl Marx and the Birth of Modern Society. The Life of Marx and the Development of His Work, Vol. Ι΄: 1818-1841, New York: Monthly Review Press.

Hilferding, R. (1968), Das Finanzkapital, 2 Bd., Frankfurt/M.: EVA.

Hilferding, R. (1981), Finance Capital, London: Routledge and Kegan Paul.

Howard, M. C., and J. E. King (2000), “Whatever Happened to Imperialism? ”, in Chilcote, R. H. (ed.), The Political Economy of Imperialism, Lanham: Rowman & Littlefield Publishers.

Hobson J. A. (2013), Ιμπεριαλισμός. Μια μελέτη, Αθήνα: ΚΨΜ.

Keynes, J. M. (2001), Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος, Αθήνα: Παπαζήσης.

Keynes, J. M. (2009), «Εθνική αυτάρκεια», Θέσεις τ. 109: 35-48, http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&view=article&id=1094:category-1094&catid=122&Itemid=113

ΚΚΕ (1974), Επίσημα κείμενα, τόμ. Α΄.

Λένιν, Β. Ι. (1953), Άπαντα [ Λ.Ά], τ. 22 [έργα Δεκέμβρης 1915 - Ιούλης 1916], εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ.

Λένιν, Β. Ι. (1975), Το δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση [Ανατύπωση από Άπαντα [ Λ.Ά] 1953, εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ], Αθήνα: εκδ. Ειρήνη.

Λένιν, Β. Ι. (1983), Άπαντα [ Λ.Ά], τ. 38 [έργα Μάρτης-Ιούνης 1919], Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Λένιν, Β. Ι. (1988), Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, σε Λένιν, Άπαντα [ Λ.Ά], τ. 27, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή: 305-433.

Llewellyn Smith, M. (2004), Το όραμα της Ιωνίας. Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία, 1919-1922, Αθήνα, ΜΙΕΤ.

Luxemburg, R. (1896), “The Polish Question at the International Congress in London”, https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1896/07/polish-question.htm

Luxemburg, R. (1908-1909), “The National Question”, https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1909/national-question/index.htm

Luxemburg, R. (1970), Die Akkumulation des Kapitals, Verlag Neue Kritik: Frankfurt/M.

Μαρξ, K. (1978-α) To Κεφάλαιο, τ. 1ος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ, K. (1978-β) To Κεφάλαιο, τ. 3ος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μηλιός, Γ. (1983), «Μαρξισμός ή πολιτική οικονομία του μονοπωλίου; Καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και μονοπώλια,  Θέσεις  τ. 2, Γενάρης – Μάρτης: 9-30.

Μηλιός, Γ. (1992), «Η ιστορική μαρξιστική συζήτηση για τις οικονομικές κρίσεις (1900-1935)», Θέσεις, τ. 41: 77-102,

http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&view=article&id=393:1900-1935&catid=75&Itemid=113

Μηλιός, Γ. (2000), Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη, Αθήνα, εκδ. Κριτική.

Μηλιός, Γ. (2001), «Η θεωρία της υποκατανάλωσης και η κριτική του Tugan-Baranowsky», Θέσεις, τ. 74: 13-37,

http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&view=article&id=733:tugan-baranowsky&catid=42&Itemid=113

Μηλιός, Γ. (2020-α), Βενετία: Μια συνάντηση που στέριωσε απρόβλεπτα. Πραγματεία για τον καπιταλισμό και τη διαδικασία γένεσής του, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Μηλιός, Γ. (2020-β), 1821. Ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Μηλιός, Γ. (2023), «Η δραστικότητα του έθνους. Θεωρητική και ιστορική διερεύνηση», Θέσεις, τ. 162, Ιανουάριος-Μάρτιος: 25-55.

Μηλιός, Γ., Δ. Δημούλης και Γ. Οικονομάκης (2005), Η θεωρία του Μαρξ για τον καπιταλισμό. Πλευρές μιας θεωρητικής και πολιτικής ρήξης, Αθήνα: Νήσος.

Milios, J. & D. Sotiropoulos (2007), «Tugan-Baranowsky and Effective Demand», Science & Society 71/2, 227-242.

Μηλιός, Γ. και Δ. Π. Σωτηρόπουλος (2011), «H έννοια του ιμπεριαλισμού και η Μαρξική θεωρία του συνολικού-κοινωνικού κεφαλαίου», Θέσεις, τ. 110: 15-40.

Μηλιός, Γ. και Δ. Π. Σωτηρόπουλος (2011), Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση

Αθήνα, εκδ. Νήσος.

Μηλιός, Γ. και Δ. Π. Σωτηρόπουλος (2012), «Καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Ο Νίκος Πουλαντζάς απέναντι στις θεωρίες του ιμπεριαλισμού», στο:  Ο Πουλαντζάς σήμερα, Αθήνα, εκδ. Νήσος/Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς: 253-63, http://users.ntua.gr/jmilios/Mil-Sot_Poulantzas_new1.pdf

Mommsen, W. J. 2007, Ιμπεριαλισμός: Οι πνευματικές, πολιτικές και οικονομικές ρίζες του, Αθήνα Πολύτροπον.

Νέγρης, Θ. (1824), «Ανάπτυξις του νόμου της Επιδαύρου», Εφημερίς Αθηνών, 22/11/1824. Παρατίθεται στο Ελένη Σ. Στόικου, Όψεις του εθνοφυλετισμού των Ορθοδόξων Αράβων από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Τομέας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, 109-110.

Πλουμίδης, Σ. Γ. (2018), «Της μεγάλης ταύτης ιδέας. Οι αφετηρίες της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας», στο Όλγα Κατσιαρδή-Hering κ.ά. (επιμ.), Έλλην, Ρωμηός, Γραικός. Συλλογικοί προσδιορισμοί και ταυτότητες, Αθήνα: Ευρασία, 555-570

Rubin, I. I. (1994), Ιστορία Οικονομικών Θεωριών, Αθήνα: Κριτική.

Smith, A. (1981), An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations, Indianapolis: Liberty Classics.

Sternberg, F. (1971), Der Imperialismus, Frankfurtr/M.: Neue Kritik.

Σωτηρόπουλος, Δ. Π. (2009), «Ανιχνεύοντας τις ρίζες και τα όρια του “αριστερού” κεϋνσιανισμού», Θέσεις τ. 109: 23-33, http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&view=article&id=1095:category-1095&catid=122&Itemid=113

Willoughby, J. (1986), Capitalist Imperialism, Crisis and the State, Reading: Harwood Academic Publishers.

Zaretsky, R. (2018), «Never forget that World War I was also Racist», Foreign Policy, November 12, https://foreignpolicy.com/2018/11/12/never-forget-that-world-war-i-was-also-racist/ (ανακτήθηκε 7/8/2023).

1 Ευχαριστώ τους Γιώργο Σαπουνά και Δημήτρη Χ. Σωτηρόπουλο για τις παρατηρήσεις τους στην πρώτη γραφή του παρόντος κειμένου.

2 https://www.naftemporiki.gr/politics/1524560/ellinikes-fregates-ston-polemo-toy-israil-ti-ischyei-me-tin-paroysia-toys-stin-anatoliki-mesogeio/

3 Μάλιστα, ο Roderick Beaton σημειώνει για την ελληνική περίπτωση: «Το 1830 δημιουργήθηκε το πρώτο από τα νέα εθνικά κράτη της Ευρώπης. Μέσα σε λίγες δεκαετίες, η εθνική αυτοδιοίκηση θα είχε γίνει ο κανόνας σε ολόκληρη την ήπειρο» (Beaton 2013: 346). Ας σημειωθεί με την ευκαιρία ότι όπως δείξαμε αναλυτικά στο προαναφερθέν άρθρο (Μηλιός 2023: 44), οι αστικές επαναστάσεις (η γαλλική, η ελληνική, κλπ.) «έλαβαν χώρα [...] πολύ μετά την κυριαρχία του καπιταλισμού, υπήρξαν αποτέλεσμα αυτής της ήδη-κυριαρχίας, δεν “έφεραν” τον καπιταλισμό στην εξουσία».

4 Το 1900 ο πληθυσμός της Βόρειας και Νότιας Αμερικής ήταν 130 εκ. περίπου. Σε ό,τι αφορά πάντως την έκταση των αποικιακών εδαφών, αυτή εξακολουθούσε το 1900 να είναι μικρότερη από την αντίστοιχη πριν την απο-αποικιοποίηση της Βόρειας και Νότιας Αμερικής.

5 Βλ. το Κεφάλαιο 23 της Γενικής Θεωρίας του Κέυνς, το οποίο έχει τον τίτλο «Σημειώσεις για την εμποροκρατία, τους νόμους περί τοκογλυφίας, το σφραγισμένο χρήμα και τις θεωρίες της υποκατανάλωσης», όπου ο συγγραφέας εξαίρει την υποκαταναλωτική προσέγγιση του Χόμπσον – αναφερόμενος στο προγενέστερο βιβλίο του, The Physiology of Industry, γραμμένο από κοινού με τον F. Mummery (1889) – αφιερώνοντας έξι σελίδες και παραθέτοντας εκτενή αποσπάσματα σε αυτό· Keynes (2001: 380-386).

6 Ο Χόμπσον αποδέχεται και τις αλυτρωτικές εθνικιστικές διεκδικήσεις: «η Ιταλία συνεχίζει να προσβλέπει στην Τεργέστη, όπως και η Γερμανία στην Αυστρία για την εκπλήρωση του πρόδηλου πεπρωμένου της» (Hobson 2013: 36).

7 «Με την καλύτερη σημασία της, η αποικιοκρατία αποτελεί μια φυσική υπερχείλιση της εθνικότητας· υποβάλλεται σε δοκιμασία μέσω της ικανότητας των αποίκων να μεταφυτεύουν τον πολιτισμό που αντιπροσωπεύουν στο νέο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται» (Hobson 2013: 38). Η άποψη αυτή, με δεδομένο ότι η αποικιοκρατία ξεκινάει τον 16ο αιώνα, υποδηλώνει ότι αυτό που ο Χόμπσον αντιλαμβάνεται ως «εθνικότητα» υφίστατο πολύ πριν τον εθνικισμό και το έθνος, το «επίτευγμα του 19ου αιώνα» (όπ.π.: 35).

8 Για μια κριτική των θεωριών της υποκατανάλωσης βλ. Μηλιός 2001. Επίσης, Μηλιός 1992, για την κριτική του Λένιν στις υποκαταναλωτικές προσεγγίσεις των πρώιμων Ρώσων μαρξιστών.

9 Βλ. και Σωτηρόπουλος 2009: 23-33.

10 «Επομένως, δεν προκύπτει καθόλου, ότι η κρίση πρέπει να έχει ως αιτία της την εγγενή υποκατανάλωση των μαζών. Μια πολύ γρήγορη επέκταση της κατανάλωσης, όπως και η διατήρηση στο ίδιο επίπεδο ή η μείωση της παραγωγής των μέσων παραγωγής, θα οδηγούσε εξίσου στην κρίση» (Hilferding 1968: 147 [Hilferding 1981: 256]).

11 «Η πολιτική του χρηματιστικού κεφαλαίου έχει τρεις στόχους: (1) να εγκαθιδρύσει τη μέγιστη δυνατή οικονομική περιοχή, (2) να αποκλείσει την περιοχή αυτή από τον ξένο ανταγωνισμό μέσα από έναν τοίχο προστατευτικών δασμών και, συνακόλουθα, (3) να τη διατηρήσει σαν μια περιοχή εκμετάλλευσης από τις εθνικές μονοπωλιακές ενώσεις» (Ηilferding1973: 443, [Ηilferding 1981: 326]. Το απόσπασμα επαναλαμβάνεται από τον Bukharin 1972: 107).

12 Τη θέση αυτή υιοθέτησαν πάντως διάφοροι μεταγενέστεροι μαρξιστές, με πρώτους τους σοβιετικούς: «Η κυριαρχία των κρατικομονοπωλιακών σχέσεων τείνει να τροποποιήσει τη λειτουργία πρακτικά όλωντων οικονομικών νόμων του καπιταλισμού και πάνωαπ’ όλα του βασικού οικονομικού νόμου, του νόμου της αξίας και του γενικού νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης» (Αbalkinκ.ά. 1983: 233). Παρόμοιες απόψεις εξέφρασαν, μεταξύ πολλών άλλων, οι Baran & Sweezy 1973: 66-68. Για την ανασκευή των αντιλήψεων αυτών βλ. Μηλιός 2000, κεφ. 5, Μηλιός & Σωτηρόπουλος 2011, κεφ. 6.

13 Για μια κριτική της υποκαταναλωτικής θεωρίας της Λούξεμπουργκ βλ. Μηλιός 1992.

14 «Θα ήταν λάθος να νομίζει κανείς ότι αυτή η τάση προς το σάπισμα αποκλείει τη γρήγορη ανάπτυξη του καπιταλισμού. Όχι. [...] Σαν σύνολο ο καπιταλισμός αναπτύσσεται ασύγκριτα πιο γρήγορα από προηγούμενα» (Λένιν 1988: 429-30).

15 Οι θεωρητικοί της εξάρτησης συνέχισαν να αναπαράγουν τα επιχειρήματά τους στις σύγχρονες θεωρητικές διαμάχες. Ωστόσο, οι αναφορές στον ρόλο της εξάρτησης πρόσφατα έχουν υποχωρήσει κυρίως εξαιτίας των ιστορικών και εμπειρικών διαψεύσεων όλων των συμπερασμάτων που απορρέουν από τις θεωρίες της εξάρτησης που αναπτύχθηκαν στις δεκαετίες του 1960 και 1970. Για περισσότερα στο ζήτημα αυτό βλ. Μηλιός και Σωτηρόπουλος (2011, μέρος II και III), Willoughby (1986), Howard and King (1999).

16 Breslau, το σημερινό Wreclaw, Πολωνία.

17 Μεύσης (Meuse), ποταμός που διατρέχει τη Γαλλία, το Βέλγιο και την Ολλανδία και εκβάλλει στη Βόρεια Θάλασσα.

18 Νέμαν (Niemen ή Memel), ποταμός που διατρέχει τη Λευκορωσία, τη Λιθουανία και εκβάλλει στη Βαλτική.

19 Αδίγης (Adige, Άθεσις), ο δεύτερος μεγαλύτερος ποταμός της Ιταλίας, πηγάζει στο νότιο Τιρόλο και διασχίζοντας τη βόρεια Ιταλία εκβάλλει στην Αδριατική.

20 Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αφαιρέθηκαν από τον γερμανικό εθνικό ύμνο οι στίχοι που αναφέρονται στα «παλαιά» αυτά «φυσικά σύνορα» του γερμανικού έθνους.

21 Παρατίθεται σε Llewellyn Smith 2004: 81, 86.

22 Αμφότερα τα αποσπάσματα στο Πλουμίδης 2018: 565-566.

23 «Λύση» την οποία μέχρι και σήμερα φαίνεται να μην αποδέχεται ο ελληνικός ιμπεριαλισμός, πιεζόμενος από τον ακραίο εθνικισμό μεγάλης μερίδας του πληθυσμού, και για αυτό απαίτησε και τελικά κατάφερε να μην υπάρχει κράτος στα βόρεια σύνορα της χώρας με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας».

24 «Το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή μόνο με έναν τρόπο: πραγματοποιώντας πρώτα τις αρχές του διεθνούς σοσιαλισμού και επιτυγχάνοντας τους απώτερους στόχους του» (Luxemburg 1908-1909, κεφ. 1).

25 Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανεξαρτητοποιήθηκαν στην Ευρώπη εννέα χώρες: Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Φιλανδία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Γιουγκοσλαβία (που προέκυψε ως «Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων), Ουγγαρία και Ισλανδία.

26 Για την πολωνική Σοσιαλδημοκρατία βλ. Λένιν1953, Λ.Α. τ. 22: 155 και 328, για τη γερμανική Σοσιαλδημοκρατία όπ.π.: 359, για τη ρωσική Σοσιαλδημοκρατία όπ.π.: 370.

27 «Ο σ. Μπουχάριν λέει: “Τι μας χρειάζεται το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών! Θέλω να αναγνωρίσω μόνο το δικαίωμα των εργαζόμενων τάξεων για αυτοδιάθεση”. Δηλαδή θέλετε να αναγνωρίσετε αυτό που δεν έχει επιτευχθεί σε καμιά χώρα εκτός από τη Ρωσία. Είναι αστείο [...] Αν πούμε ότι δεν αναγνωρίζουμε το φιλανδικό έθνος […], θα πούμε την πιο μεγάλη κουταμάρα. Δεν μπορείς να μην αναγνωρίζεις αυτό που υπάρχει, θα σε αναγκάσει μόνο του να το αναγνωρίσεις», έγραφε ο Λένιν το 1919 (19-3-1919, Λένιν 1982, Λ.Α. τ. 38: 157, 161).

28 Ας θυμηθούμε την επισήμανση του Νίκου Πουλαντζά: «Το καπιταλιστικό κράτος θέτει τα σύνορα συγκροτώντας αυτό που είναι μέσα, τον λαό-έθνος, διότι ομογενοποιεί το πριν και το μετά αυτού του περιφράγματος. Η εθνική ενότητα, το σύγχρονο έθνος, γίνεται έτσι ιστορικότητα ενός εδάφους και εδαφικοποίηση μιας ιστορίας, κοντολογίς εθνική παράδοση ενός εδάφους υλοποιημένη στο κράτος-έθνος: οι σημαντήρες του εδάφους γίνονται οδηγητικοί δείκτες της ιστορίας που χαράζονται μέσα στο κράτος. […] Οι γενοκτονίες είναι απεκβολές αυτών που γίνονται ξένα σώματα μέσα στο εθνικό έδαφος και στην εθνική ιστορία, αποκλεισμοί έξω από τον χώρο και έξω από τον χρόνο» (Πουλαντζάς 1982: 164).

29 Ενώ, βέβαια, «τις πρώτες αρχές της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής τις βρίσκουμε κιόλας σποραδικά στον 14ο και 15ο αιώνα σε μερικές πόλεις της Μεσογείου» (Μαρξ 1978-β: 740).

30 Αλλά και ο Άνταμ Σμιθ είχε επισημάνει: «η ανακάλυψη της Αμερικής […] ανοίγοντας μία νέα και ανεξάντλητη αγορά για όλα τα εμπορεύματα της Ευρώπης, […] έδωσε την ευκαιρία σε νέους καταμερισμούς εργασίας και τεχνικές βελτιώσεις, οι οποίες δεν θα είχαν πραγματοποιηθεί στον στενό κύκλο του παλαιού εμπορίου» (Smith 1981, IV.I.32: 448).

32 Η ρατσιστική απαξίωση του εχθρού χαρακτήριζε κάθε ιμπεριαλιστικό πόλεμο του 20ού αιώνα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο: «Οι Γερμανοί, δήλωσε ένας Γάλλος διανοούμενος, ήταν μια “απαίσια, απαίσια φυλή”. Το ότι είναι μια κατώτερη φυλή, συνέχισε, δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί γιατί “έχουν μια περίεργη, δυνατή μυρωδιά από την οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, ζώντας όπως είμαστε στην πρώτη γραμμή”. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η γερμανική φυλή είχε ακόμη και “ειδικές ψείρες: τις περίφημες μεγάλες ψείρες του Σιδηρού Σταυρού”» (Zaretsky 2018).

33 «Ας αρχίσουμε με τη Βιομηχανική Επανάσταση [...]. Εκ πρώτης όψεως η αφετηρία είναι ανεξιχνίαστη, διότι ο αντίκτυπος αυτής της επανάστασης δεν έγινε αισθητός με τρόπο εμφανή και αλάθητο […] πριν από το 1830, και πιθανόν όχι πριν από το 1840 […]. Μόνο η βρετανική οικονομία ήταν πραγματικά εκβιομηχανισμένη ως το 1848» (Hobsbawm 1992: 46, 240).

34 Σύμφωνα με τα βρετανικά Εθνικά Αρχεία, «στις αρχές του 19ου αιώνα, λίγοι άνθρωποι στη Βρετανία είχαν το δικαίωμα ψήφου. Μια έρευνα που διεξήχθη το 1780 έδειξε ότι το εκλογικό σώμα στην Αγγλία και την Ουαλία αποτελούνταν μόλις από 214.000 άτομα – λιγότερο από το 3% του συνολικού πληθυσμού των 8 εκατομμυρίων περίπου. Στη Σκωτία, το εκλογικό σώμα ήταν ακόμη μικρότερο: το 1831, μόνο 4.500 άνδρες, από έναν πληθυσμό άνω των 2,6 εκατομμυρίων ανθρώπων, είχαν δικαίωμα ψήφου στις κοινοβουλευτικές εκλογές»

(http://www.nationalarchives.gov.uk/pathways/citizenship/struggle_democracy/getting_vote.htm).