Ο πόλεμος θέσεων του Γκράμσι
του Γιώργου Οικονομάκη
1. Εισαγωγή
Για τη θεωρητική ερμηνεία της «ηγεμονίας» και του «πολέμου θέσεων», όπως αναλύθηκαν από τον Γκράμσι στα Τετράδια της Φυλακής (Gramsci 1992), τα οποία συνέγραψε στη φυλακή μεταξύ 1929 και 1935, έχει υπάρξει εκτεταμένη μαρξιστική βιβλιογραφία-συζήτηση. Ένα βασικό ερώτημα διαπερνά τη συζήτηση αυτή: εντάσσεται η γκραμσιανή προβληματική της ηγεμονίας και του πολέμου θέσεων σε μια ρεφορμιστική στρατηγική ή μπορεί να ενταχθεί σε μια επαναστατική στρατηγική;
Κομβική για την ερμηνεία του έργου του Γκράμσι θεωρώ ότι είναι η συνεισφορά του PerryAnderson (Anderson 1976· βλ. σχετικά και την ελληνική έκδοση Άντερσον 1985). Ο Anderson (1976: 6), γράφοντας σε μια εποχή ανόδου του ευρωκομμουνισμού, από την αρχή του άρθρου του θέτει το στίγμα της τότε συγκυρίας: η άνοδος των Κομμουνιστικών Κομμάτων (ΚΚ) της Δυτικής Ευρώπης (ειδικότερα Ιταλίας, Γαλλίας, Ισπανίας) έθετε μπροστά τους την προοπτική της ανάληψης κυβερνητικών αξιωμάτων, στο πλαίσιο των αστικών κρατών, στο έδαφος της εγκατάλειψης της προοπτικής της δικτατορίας του προλεταριάτου. Δεδομένων αυτών, επισημαίνει: «Αν μια πολιτική καταγωγή γίνεται αντικείμενο επίκλησης ευρύτερα και πιο επίμονα από οποιαδήποτε άλλη για τις νέες προοπτικές του “ευρωκομμουνισμού”, αυτή είναι του Γκράμσι». Ο Άντερσον στέκεται κριτικά προς τη θεωρία του Γκράμσι. Αποδέχεται βασικούς κόμβους της, αλλά, και αναδιατυπώνει τη βασική στρατηγική της πρόταση, «διορθώνοντάς» την. Διατυπώνω κριτικές παρατηρήσεις σ’ αυτήν τη «διόρθωση».
Σχετικά πρόσφατο είναι το αφιέρωμα του περιοδικού Τετράδια Μαρξισμού (2017), σε επιμέλεια του Αλέξανδρου Χρύση, στο έργο του Ιταλού κομμουνιστή ηγέτη και διανοουμένου με σημαντικά άρθρα για τη θεωρητική συνεισφορά του Γκράμσι στην επαναστατική στρατηγική. Στο αφιέρωμα αυτό, ιδιαίτερα σε κάποια άρθρα, τίθεται εκ νέου με πολύ καθαρό τρόπο το βασικό ερώτημα για τον επαναστατικό ή ρεφορμιστικό χαρακτήρα της γκραμσιανής θεωρίας της ηγεμονίας και του πολέμου θέσεων.
2. Ηγεμονία και Ενιαίο Μέτωπο στην Κομμουνιστική Διεθνή και ο Γκράμσι
Η έννοια της ηγεμονίας εμφανίζεται στο πλαίσιο της γραμμής της «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς» του Μπολσεβίκικου Κόμματος (Anderson 1976: 17) την οποία επεξεργάστηκε ο Λένιν την περίοδο της επανάστασης του 1905 (Παπαδόπουλος 2020: 266). «Ως στρατηγική στόχευση, η “δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς” επεδίωκε να δώσει χρόνο στην εργατική τάξη για να προετοιμαστεί για το πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση, ενώ ταυτόχρονα επιδίωκε να διευκολύνει την κοινωνική συμμαχία της με τους φτωχούς αγρότες και τους μισοπρολετάριους απέναντι στην αστική τάξη της πόλης και του χωριού» (όπ.π.: 274). Η «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» μπορούσε να εκφράσει την ενιαία θέληση της εργατικής τάξης και της κοινωνικής της συμμαχίας ενάντια στην τσαρική απολυταρχία ως το πρώτο στάδιο εκ των δύο σταδίων της επαναστατικής διαδικασίας στη Ρωσία: αστικοδημοκρατική επανάσταση για την ανατροπή της τσαρικής εξουσίας και στη συνέχεια σοσιαλιστική επανάσταση (όπ.π.: 266). Αυτή η ενιαία θέληση εντός της αστικοδημοκρατικής επανάστασης έπρεπε να εκφραστεί ταξικά και πολιτικά υπό όρους που να προετοιμάζουν το δεύτερο στάδιο της επαναστατικής διαδικασίας, τη σοσιαλιστική επανάσταση. Γι’ αυτό απαιτείτο η ηγεμονία του προλεταριάτου στη δημοκρατική επανάσταση, όπως υποστήριζε ο Λένιν το 1911: «Το προλεταριάτο, σαν η μοναδική ως το τέλος επαναστατική τάξη της σύγχρονης κοινωνίας, πρέπει να είναι ο καθοδηγητής, ο ηγεμόνας στην πάλη όλου του λαού, για μια ολοκληρωμένη δημοκρατική επανάσταση, στην πάλη όλων των εργαζομένων και εκμεταλλευομένων ενάντια στους καταπιεστές και στους εκμεταλλευτές. Το προλεταριάτο είναι επαναστατικό μόνο στο βαθμό που συνειδητοποιεί και πραγματοποιεί την ιδέα αυτή της ηγεμονίας» (Λένιν 1978: 318). Οι ιστορικές εξελίξεις της ταξικής πάλης ανέτρεψαν τη γραμμή της «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς» υπέρ της νέας στρατηγικής στόχευσης «της σοσιαλιστικής επανάστασης με στόχο την εργατική εξουσία», η οποία αποτυπώνεται στις «Θέσεις του Απρίλη» του Λένιν το 1917 (Παπαδόπουλος 2020: 274).
Η γραμμή της ηγεμονίας επανέρχεται στις αποφάσεις του 1ου και 2ου Παγκόσμιου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ ή Κομιντέρν) (1919-1920) ως «το καθήκον του προλεταριάτου […] να ασκεί ηγεμονία στις άλλες εκμεταλλευόμενες ομάδες που ήταν ταξικοί του σύμμαχοι στον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό». Στο 4ο Παγκόσμιο Συνέδριο της ΚΔ το 1922 «ο όρος ηγεμονία […] επεκτάθηκε στην κυριαρχία της αστικής τάξης πάνω στο προλεταριάτο» (Anderson 1976: 18).
Εν τω μεταξύ, η ΚΔ υιοθετεί την πολιτική γραμμή του «Ενιαίου Μετώπου» το 1921, αφού πιο πριν «το Τρίτο Παγκόσμιο Συνέδριο είχε καταδικάσει τη “θεωρία της επίθεσης”, [δηλαδή ένοπλης δράσης, βλ. πιο κάτω, Γ.Οι.], που υποστήριζε το ΚΚΓ [Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας] 1 – ένας πόλεμος ελιγμών» (Anderson 1976: 58· βλ. και Γρηγορόπουλος 2017: 106), ως απάντηση στη σεχταριστική και τυχοδιωκτική πολιτική του ΚΚΓ.
Σύμφωνα με τον Anderson (1976: 58): «Ο στρατηγικός στόχος του Ενιαίου Μετώπου ήταν να προσελκύσει τις μάζες στη Δύση στον επαναστατικό μαρξισμό, με υπομονετική οργάνωση και επιδέξια κινητοποίηση για την ενότητα της εργατικής τάξης στη δράση.Ο Λένιν, ο οποίος επινόησε το σύνθημα “Στις Μάζες” με το οποίο έκλεισε το Συνέδριο της Κομιντέρν του 1921, τόνισε ρητά τη σημασία του για μια […] στρατηγική προσαρμοσμένη στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης».
Επομένως, η έννοια της ηγεμονίας αποκτά μια διττή διάσταση: την ηγεμονία (ή αντι-ηγεμονία) της εργατικής τάξης πάνω στις άλλες καταπιεζόμενες κοινωνικές τάξεις (πρωτίστως στην «αγροτιά») στην αντικαπιταλιστική πάλη και την ηγεμονία της κυρίαρχης αστικής τάξης πάνω στην εργατική.
Όπως υποστηρίζει ο Anderson (1976: 18-19) ο Γκράμσι παίρνει άμεσα την πρώτη διάσταση από τις επεξεργασίες της ΚΔ: «ο όρος [“ηγεμονία”] αναφέρεται στα κείμενά του στην ταξική συμμαχία του προλεταριάτου με άλλες εκμεταλλευόμενες ομάδες, πάνω απ’ όλα την αγροτιά, σε έναν κοινό αγώνα ενάντια στην καταπίεση του κεφαλαίου». Σύμφωνα με τον Anderson (1976: 19), «ο Γκράμσι τόνισε επίσης πιο εύγλωττα από κάθε Ρώσο μαρξιστή πριν από το 1917 την πολιτιστική υπεροχή που πρέπει να εκφράζει η ηγεμονία του προλεταριάτου έναντι των συμμαχικών τάξεων». Σε αυτήν τη διάσταση της ηγεμονίας του προλεταριάτου στις «συμμαχικές τάξεις» κεντρικός είναι ο ρόλος του «κόμματος», σύμφωνα με τον Γκράμσι.
«Οι προηγουμένως αναπτυσσόμενες ιδεολογίες γίνονται “κόμμα” έρχονται σε αντιπαράθεση και σύγκρουση, έως ότου μόνο μια απ’ αυτές, ή τουλάχιστον ένας συνδυασμός τους, τείνει να επικρατήσει, να κερδίσει το πάνω χέρι, να διαδοθεί σε όλη την κοινωνία– επιφέροντας όχι μόνο μια ενότητα οικονομικών και πολιτικών στόχων, αλλά και πνευματικής και ηθικής ενότητας, θέτοντας όλα τα ερωτήματα γύρω από τα οποία μαίνεται ο αγώνας όχι σε εταιρικό αλλά σε “καθολικό” επίπεδο και δημιουργώντας έτσι την ηγεμονία μιας θεμελιώδους κοινωνικήςομάδας σε μια σειρά από δευτερεύουσες ομάδες» (Gramsci 1992: 181-182).
Όσον αφορά τη δεύτερη διάσταση της ηγεμονίας: «Ο Γκράμσι επέκτεινε την έννοια της ηγεμονίας από την αρχική της εφαρμογή στις προοπτικές της εργατικής τάξης στο πλαίσιο μιας αστικής επανάστασης ενάντια σε ένα φεουδαρχικό καθεστώς [αστικοδημοκρατική επανάσταση], στους μηχανισμούς της αστικής κυριαρχίας πάνω στην εργατική τάξη σε μια σταθεροποιημένη καπιταλιστική κοινωνία» (Anderson 1976: 20). Αν και η σχετική διάσταση εμφανίζεται στις αποφάσεις της ΚΔ, η ανάλυση είναι περιορισμένη. «Ο Γκράμσι, αντίθετα, χρησιμοποίησε τώρα την έννοια της ηγεμονίας για μια διαφορική ανάλυση των δομών της αστικής εξουσίας στη Δύση » (όπ.π.: 20). Με την έννοια ηγεμονία, στη δεύτερη διάστασή της, ο Γκράμσι «εννοεί την ιδεολογική υποταγή της εργατικής τάξης στην αστική που της επιτρέπει να κυβερνά με συναίνεση» (όπ.π.: 26). H ηγεμονία αυτή έχει εκτός από την ιδεολογικοπολιτική, μια ηθική και πολιτιστική διάσταση, σύμφωνα με τον Γκράμσι:
«κάθε κράτος είναι ηθικό στον βαθμό που μία από τις πιο σημαντικές λειτουργίες του είναι να αυξήσει τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού σεένα συγκεκριμένο πολιτιστικό και ηθικό επίπεδο, ένα επίπεδο (ή τύπο) που αντιστοιχεί στις ανάγκες των παραγωγικών δυνάμεων για ανάπτυξη, και ως εκ τούτου στα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων[…] στην πραγματικότητα, πολλές […] λεγόμενες ιδιωτικές πρωτοβουλίες και δραστηριότητες τείνουν προς τον ίδιο σκοπό– πρωτοβουλίες και δραστηριότητες που αποτελούν τον μηχανισμό της πολιτικής και πολιτιστικής ηγεμονίας των κυρίαρχων τάξεων» (Gramsci 1992: 258).
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι εκείνη την εποχή (1921-1924) ο Γκράμσι, και όλη σχεδόν η ηγεσία του ΙΚΚ (Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος) (μεταξύ αυτών ο Μπορντίγκα), απέρριπταν τη γραμμή του Ενιαίου Μετώπου. Ο Γκράμσι τελικά αποδέχεται και επεξεργάζεται στα Τετράδια της Φυλακής τη γραμμή του Ενιαίου Μετώπου, και σε συνάρτηση με αυτή, την πολιτική του πολέμου θέσεων. Ο Γκράμσι υιοθετεί την πολιτική του Ενιαίου Μετώπου όταν η ΚΔ από το 1928 (στην περίφημη «Τρίτη Περίοδο») την έχει εγκαταλείψει υιοθετώντας τη θέση του «σοσιαλ-φασισμού (γραμμή που υπέθετε την επαναστατική «ωριμότητα» των μαζών για επαναστατική ανατροπή), αντιτιθέμενος σε αυτήν την εγκατάλειψη και στη νέα πολιτική κατεύθυνση της ΚΔ (Anderson 1976: 59-60).
Από την άποψη των παραπάνω, οι θέσεις που εδώ μας απασχολούν από τα Τετράδια της Φυλακής αποτελούν μια νέα προσέγγιση του Γκράμσι, που βρίσκεται σε ρήξη με προηγούμενες θέσεις του. Όπως επισημαίνει ο Γρηγορόπουλος (2017: 106),«[α]ν και ο Γκράμσι μαζί με τους άλλους ηγέτες του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος είχε απορρίψει την τακτική του ενιαίου μετώπου, μετά την ύφεση του 1929 και την επικράτηση της αντίληψης περί σοσιαλφασισμού στην Κομιντέρν πραγματοποιεί κοπερνίκεια στροφή και υιοθετεί τη φόρμουλα του ενιαίου μετώπου και του πολέμου θέσεων».
3. Η ιδιαιτερότητα της Δύσης έναντι της Ρωσίας (Ανατολής) και η ανάγκη νέας στρατηγικής κατά τον Γκράμσι
Κεντρική διάκριση της θεωρίας του Γκράμσι, η οποία οικοδομείται στη βάση της αντιπαράθεσης Ανατολής - Δύσης, είναι αυτή «μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών, στη Ρωσία και στη Δυτική Ευρώπη αντίστοιχα» (Anderson 1976: 8).
Σε ένα πολύ γνωστό, από τις σχετικές παραθέσεις, απόσπασμα ο Γκράμσι υποστηρίζει ότι:
«Στη Ρωσία το κράτος ήταν τα πάντα, η κοινωνία των πολιτών ήταν αρχέγονη και ζελατινώδης.Στη Δύση, υπήρχε μια σωστή σχέση μεταξύ του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών, και όταν το κράτος έτρεμε αποκαλυπτόταν αμέσως μια εύρωστη δομή της κοινωνίας των πολιτών.Το κράτος ήταν μόνο ένα εξωτερικό χαντάκι, πίσω από το οποίο υπήρχε ένα ισχυρό σύστημα φρουρίων και προχωμάτων» (Gramsci 1992: 238).
Έχουμε συνεπώς δυο διακριτά επίπεδα υπερδομής, την «κοινωνία των πολιτών» και το κράτος (την «πολιτική κοινωνία», βλ. πιο κάτω), άνισα αναπτυγμένα ως προς την ταξική τους λειτουργία στη Δύση εν συγκρίσει προς τη Ρωσία (Ανατολή). Στη Δύση, σε αντίθεση με τη Ρωσία, η κοινωνία των πολιτών είναι αναπτυγμένη έτσι που η αστική εξουσία δεν στηρίζεται τόσο στο κράτος που αποτελεί «μόνο ένα εξωτερικό χαντάκι», αλλά κυρίως στο «ισχυρό σύστημα φρουρών και προχωμάτων» που συγκροτεί η κοινωνία των πολιτών.
Γράφει σχετικά ο Γκράμσι για τα δυο διακριτά επίπεδα της υπερδομής:
«Αυτό που μπορούμε να κάνουμε, προς το παρόν, είναι να καθορίσουμε δύο μεγάλα “επίπεδα” υπερδομής: αυτό που μπορεί να ονομαστεί “κοινωνία των πολιτών”, που είναι το σύνολο των οργανισμών που συνήθως αποκαλούνται “ιδιωτικοί” και αυτό της “πολιτικής κοινωνίας” ή“το κράτος”.Αυτά τα δύο επίπεδα αντιστοιχούν αφενός στη λειτουργία της “ηγεμονίας” που ασκεί η κυρίαρχη ομάδα σε όλη την κοινωνία και αφετέρου σε αυτήν της “άμεσης κυριαρχίας” ή διοίκησης που ασκείται μέσω του κράτους και της “δικαστικής” διακυβέρνησης» (Gramsci 1992: 12).
Η κοινωνία των πολιτών εκφράζει (υλοποιεί) την ηγεμονία της κυρίαρχης (αστικής στον καπιταλισμό) τάξης (συναίνεση) ενώ η πολιτική κοινωνία (= το κράτος) είναι ο μηχανισμός άμεσης ταξικής κυριαρχίας ή καταναγκασμού – βίας (βλ. και Anderson 1976: 20) – που στη Δύση παίζει δευτερεύοντα ρόλο.
Μέσω της ιδεολογικοπολιτικής, πολιτιστικής, ηθικής ηγεμονίας η αστική τάξη «κατορθώνει να έχει τη διανοητική και ηθική ηγεσία των λαϊκών τάξεων». Η ηγεσία επί των λαϊκών τάξεων «δεν εξασφαλίζεται απλώς με “ιδεολογική παραπλάνηση” αλλά και με ένταξη στην κυρίαρχη ιδεολογία κάποιων συμφερόντων και πόθων του “λαού”» (Καράγιωργας 1979: 416). Όπως γράφει ο Γκράμσι,
«το γεγονός της ηγεμονίας προϋποθέτει ότι λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα και οι τάσεις των ομάδων στις οποίες θα ασκείται ηγεμονία και ότι πρέπει να διαμορφωθεί μια ορισμένη συμβιβαστική ισορροπία – με άλλα λόγια, ότι η ηγετική ομάδα θα πρέπει να κάνει θυσίες οικονομικού-επιχειρηματικού τύπου» (Gramsci 1992: 161).
Η ηγεμονία αποτελεί έτσι τον μηχανισμό ιδεολογικοπολιτικής ενσωμάτωσης των κυριαρχούμενων τάξεων στην εξουσία του κεφαλαίου.
Συνεπώς, σύμφωνα με τον Γκράμσι, η τσαρική Ρωσία στερείτο έναν αναπτυγμένο μηχανισμό ενσωμάτωσης (ηγεμονίας), που θα προφύλασσε την κυρίαρχη τάξη από τις ταξικές επιθέσεις, ενώ στη Δύση, όπου η κοινωνία των πολιτών είναι αναπτυγμένη, ο μηχανισμός αυτός αποτελεί το κύριο (αν όχι αποκλειστικό) εμπόδιο για την προσβολή από τις κυριαρχούμενες τάξεις της εξουσίας του κεφαλαίου. Από εδώ συνάγεται ότι στη Δύση χρειάζεται μια ειδικότερη, μακρόχρονη προετοιμασία – συγκριτικά με τη Ρωσία – για την αντιμετώπιση του μηχανισμού ενσωμάτωσης. Όπως τόνιζε ο Λένιν το 1918, αν στις ειδικές ιστορικές συνθήκες του 1917 στη Ρωσία το «να αρχίσεις την επανάσταση, ήταν σαν να σηκώνεις ένα πούπουλο», αντίθετα, το «[ν]α αρχίσει κανείς χωρίς προετοιμασία την επανάσταση σε μια χώρα, όπου έχει αναπτυχθεί ο καπιταλισμός κι έχει δώσει το δημοκρατικό πολιτισμό και τη δημοκρατική οργάνωση και στον τελευταίο άνθρωπο, θα ήταν λαθεμένο» (Λένιν 1982: 15-16). Ωστόσο, ο Λένιν δεν υπονοεί σε καμία περίπτωση ότι η αστική δημοκρατία (και η πιο «εξελιγμένη») παύει να στηρίζεται στη βία.
Ο Anderson (1976: 12 κ.ε., 22 κ.ε., 25 κ.ε.· βλ. σχετικά και Γρηγορόπουλος 2017: 110 κ.ε.) επισημαίνει τις αντιφάσεις του Γκράμσι αναφορικά με τη σχέση μεταξύ κράτους και «κοινωνίας των πολιτών» και, αντίστοιχα, μεταξύ καταναγκασμού και συναίνεσης. Όπως υποστηρίζει ο Άντερσον, πέρα από την πρώτη αυτή εκδοχή της «διχοτόμησης», επί της ουσίας, κράτους και κοινωνίας των πολιτών και καταναγκασμού και συναίνεσης (που αντιστοιχεί στην απόλυτη «διχοτόμηση» Δύσης και Ανατολής), όπου, δηλαδή, «ο καταναγκασμός έχει σχέση παραλληλίας με τη συναίνεση και όχι διαλεκτικής, με σαφή υπεροχή της ηγεμονίας έναντι του κράτους (“εξωτερικό χαντάκι” απλώς το κράτος έναντι του πλήθους των οχυρών και προχωμάτων της κοινωνίας)» (Γρηγορόπουλος 2017: 110), βρίσκουμε άλλες δυο εκδοχές σχέσεων μεταξύ των σχετικών εννοιών: Μια δεύτερη εκδοχή συμπερίληψης της κοινωνίας των πολιτών στο κράτος, στο σχήμα «κράτος = πολιτική κοινωνία + κοινωνία των πολιτών, με άλλα λόγια ηγεμονία προστατευόμενη από την πανοπλία του καταναγκασμού» (Gramsci 1992: 263) και επομένως, σε αυτήν την εκδοχή, το κράτος (με την «πλήρη σημασία του) = «δικτατορία + ηγεμονία» (όπ.π.: 239). Και μια τρίτη εκδοχή πλήρους ταύτισης κράτους και κοινωνίας των πολιτών: «στην πραγματικότητα, η κοινωνία των πολιτών και το κράτος είναι ένα και το αυτό» 2 (όπ.π.: 160).
Σε συνάρτηση με την τρίτη αυτή εκδοχή, ο Γκράμσι υποστηρίζει ότι η «διάκριση μεταξύ πολιτικής κοινωνίας [κράτους] και κοινωνίας των πολιτών, η οποία […] παρουσιάζεται ως οργανική […] στην πραγματικότητα είναι απλώς μεθοδολογική» (Gramsci 1992: 159-160).
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Χρύση (Chrysis, mimeo-2024), «ο Γκράμσι αποδείχθηκε αρκετά αναποφάσιστος» αναφορικά με «το αν η διάκριση μεταξύ ηγεμονίας (κοινωνία των πολιτών) και κυριαρχίας (πολιτική κοινωνία) είναι μεθοδολογική ή οργανική». Πιο κατηγορηματικός είναι ο Hoffman (2017: 83), σύμφωνα με τον οποίο
«[τ]ο πρόβλημα του Γκράμσι είναι ότι αντιμετωπίζει την ηγεμονία και την κυριαρχία ως διαχωρισμένους παράγοντες. [...] Η “καθαρή” συναίνεση υπάρχει στερούμενη δομών εξαναγκασμού. Αλλά αυτό σημαίνει ότι μια διάκριση που έπρεπε να είναι καθαρά “μεθοδολογική” μετατρέπεται σε “οργανική”. Υπάρχουν θεσμοί και εμφανίζονται πολιτικές πρακτικές, στις οποίες η συναίνεση έχει διαχωριστεί από τον εξαναγκασμό».
Στη βάση των παραπάνω, μπορεί να υποτεθεί ότι: Πρώτον, η διάκριση Δύσης και Ανατολής είναι κρίσιμη για τη συγκρότηση της στρατηγικής πρότασης του Γκράμσι· όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Γρηγορόπουλος (2017: 106), «[β]άση και αφετηρία της λογικής του Γκράμσι είναι η αντιπαράθεση της επανάστασης στη Δύση και την Ανατολή μέσω της αντιπαραβολής της σχέσης κράτους και κοινωνίας των πολιτών στα δύο γεωπολιτικά κέντρα». Δεύτερον, η πρώτη εκδοχή της διάκρισης (στην ουσία «διχοτόμησης») κράτους και κοινωνίας των πολιτών αντιστοιχεί στη διάκριση (στην ουσία «διχοτόμηση») Δύσης και Ανατολής· είναι μια περίπτωση πολιτικής πρακτικής όπου, όπως γράφει ο Hoffman, «η συναίνεση έχει διαχωριστεί από τον εξαναγκασμό» – αν και όχι χωρίς αντιφάσεις, όπως θα αναλυθεί πιο κάτω. Τρίτον, η «διχοτόμηση» κράτους και κοινωνίας των πολιτών, δηλαδή η πρώτη εκδοχή, δεν είναι απλώς «μεθοδολογική» αλλά είναι «οργανική». Τότε, θα μπορούσε να συναχθεί πως : στη στρατηγική πρόταση του Γκράμσι ο «οργανικός» διαχωρισμός κράτους και κοινωνίας των πολιτών ή κράτους/καταναγκασμού/δικτατορίας και ηγεμονίας/συναίνεσης είναι καθοριστικός.
Γράφει σχετικά ο Anderson (1976: 52):
«τα αποσπάσματα του [Γκράμσι] για τη διάκριση μεταξύ Ανατολής και Δύσης πάσχουν όλα από το ίδιο ελάττωμα·η τελική τους λογική είναι πάντα να τείνουν να επανέλθουν στο απλό σχήμα μιας αντίθεσης μεταξύ “ηγεμονίας” (συναίνεσης) στη Δύση και “δικτατορίας” (καταναγκασμού) στην Ανατολή: κοινοβουλευτισμός εναντίον τσαρισμού».
Όπως υποστηρίζει ο Γρηγορόπουλος (2017: 111), «η έννοια της ηγεμονίας και της συναίνεσης» αναπτύσσεται με «αντίστοιχη υποτίμηση της κρατικής κυριαρχίας στη θεμελιώδη λειτουργία του εποικοδομήματος, στην αναπαραγωγή δηλαδή της καπιταλιστικής παραγωγικής βάσης». Όπως θα δούμε στη συνέχεια, ο Γκράμσι αναγνωρίζει τη δύναμη του ένοπλου μηχανισμού στη Δύση, μόνο για να προσθέσει ένα ακόμα επιχείρημα κατά της επαναστατικής ανατροπής. Η κύρια γραμμή της ανάλυσής του είναι η υπερτίμηση του μηχανισμού συναίνεσης στη Δύση και η υποτίμηση της κρατικής βίας.
Θα επιμείνω στο ζήτημα της «οργανικής» σχέσης-ενότητας βίας και συναίνεσης στον καπιταλισμό.
Η οικονομική βάση της καπιταλιστικής κοινωνίας, επομένως και της πολιτικής μορφής της αστικής δημοκρατίας, συγκροτείται ως το ιστορικό αποτέλεσμα της «διπλής ελευθερίας» των άμεσων παραγωγών: απαλλοτρίωσή τους από μέσα παραγωγής και συντήρησης και ατομική απελευθέρωσή τους από τις φεουδαρχικές ή ασιατικές σχέσεις υποτέλειας (Μαρξ 1978: 181-182, 739·Μαρξ 1990: 38· Μαρξ χ.χ.έ.: 109-110). Αυτή η «διπλή ελευθερία» είναι το αποτέλεσμα της γενετικής βίας (γενετικής συνθήκης) του καπιταλισμού που ο Μαρξ αναλύει ως «πρωταρχική συσσώρευση» του κεφαλαίου (Μαρξ 1978: κεφ. 24).
Η γενετική βία του καπιταλισμού καταργεί την τυπική κυριότητα στα μέσα παραγωγής (επομένως καταργεί την εκμετάλλευση που βασιζόταν στον εξωοικονομικό εξαναγκασμό) και συγκροτεί την πραγματική οικονομική κυριότητα (ατομική ιδιοκτησία) με κυρίαρχη μορφή την εκμεταλλευτική ατομική ιδιοκτησία – καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (ΚΤΠ). Η κατάργηση του εξωοικονομικού εξαναγκασμού (ως έκφραση-αποτέλεσμα της ειδικά καπιταλιστικής «οργανικής» ενότητας απαλλοτρίωσης και ατομικής «ελευθερίας») είναι προϋπόθεση για την «ελευθερία» στις συναλλαγές μεταξύ ανεξάρτητων και «ίσων» ατομικών υποκειμένων ιδιοκτητών εμπορευμάτων: «Για να υπάρχει […] ελευθερία στις συναλλαγές, θα πρέπει […] να μην υπάρχουν πια ιδιώτες που να διαθέτουν και να ασκούν πολιτική εξουσία και βία» (Καράγιωργας 1979: 386-387). Η «ελευθερία» στις συναλλαγές είναι η υλική (και ιδεολογική) βάση για τη συγκρότηση της καπιταλιστικής οικονομικής βάσης και του θεσμικού της εποικοδομήματος.
Η πραγματική οικονομική κυριότητα σε συνθήκες ατομικής «ελευθερίας» του απαλλοτριωμένου άμεσου παραγωγού σημαίνει, σύμφωνα με τον Μαρξ (1978: 762), ότι
«ο βουβός εξαναγκασμός των οικονομικών σχέσεων επισφραγίζει την κυριαρχία του κεφαλαιοκράτη πάνω στην εργάτη».
Έτσι, στο επίπεδο της παραγωγής,
«εξακολουθεί να χρησιμοποιείται εξωοικονομική, άμεση βία, μόνο όμως σαν εξαίρεση. Για τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ο εργάτης μπορεί ν’ αφεθεί στην επενέργεια των “φυσικών νόμων της παραγωγής”, δηλαδή στην εξάρτησή του από το κεφάλαιο, εξάρτηση που ξεπηδάει από τους ίδιους τους όρους της παραγωγής που την εγγυούνται και τη διαιωνίζουν» (Μαρξ 1978: 762).
Στη βάση των παραπάνω μπορεί να υποστηριχτεί ότι: Η συναίνεση των εκμεταλλευόμενων τάξεων στον καπιταλισμό βασίζεται στη βία της ανάγκης που έχει τη ρίζα της στη γενετική βία του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός και ειδικά ο κυρίαρχος ΚΤΠ έχει ενσωματώσει γενετικά τη βία στην πραγματική οικονομική κυριότητα. Έτσι ιδωμένη η συναίνεση (η συναίνεση που ανακύπτει από τη συντελεσθείσα γενετική βία – βλ. και Hoffman 2017: 84) είναι ριζωμένη στην οικονομική βάση του καπιταλισμού. Από την άποψη αυτή, όπως γράφει ο Μαρξ (2013: 19),
«η ανατομία της κοινωνίας των πολιτών [βλ. συναίνεση ή ηγεμονία στον Γκράμσι] πρέπει να αναζητηθεί στην πολιτική οικονομία».
Εδώ έχουμε την, θα έλεγα, «αυθόρμητη» συναίνεση εκ των σχέσεων παραγωγής στον καπιταλισμό (που υποκρύπτει το «βουβό», αφανή εξαναγκασμό), έτσι που «εμφανίζεται ο εξαναγκασμός ως συναίνεση» (Hoffman 2017: 84). Αν και η βία ενυπάρχει υπόγεια στην παραγωγή ως γενετική συνθήκη της παραγωγής στον καπιταλισμό (του ίδιου του καπιταλισμού), ως ήδη ενσωματωμένη στην πραγματική οικονομική κυριότητα, και η καπιταλιστική παραγωγή και αναπαραγωγή βασίζεται στον οικονομικό και όχι στον εξωοικονομικό εξαναγκασμό, δηλαδή στην «επενέργεια των “φυσικών νόμων της παραγωγής”» οι οποίοι και «εγγυούνται και διαιωνίζουν» την καπιταλιστική παραγωγή, δεν υπάρχει κάποιος «φυσικός νόμος» που να εγγυάται τη διαιώνιση της γενετικής συνθήκης (βίας) του καπιταλισμού. Παρόλο που η συναίνεση είναι ριζωμένη στη παραγωγή, στο «βουβό εξαναγκασμό των οικονομικών σχέσεων» ή στη βία της ανάγκης, η ίδια η συνθήκη που γέννησε τη βία της ανάγκης δεν υπόκειται σε κάποιο «φυσικό νόμο» για την αναπαραγωγή-διαιώνισή της, αλλά απαιτεί διαρκή προστασία και επικύρωση.
Καθώς η άμεση, φυσική βία ως εξωοικονομικός εξαναγκασμός αποκολλάται από τη σφαίρα της παραγωγής (ως αποτέλεσμα της ειδικά καπιταλιστικής «οργανικής» ενότητας απαλλοτρίωση + ατομική «ελευθερία»), αναπτύσσεται μια δύναμη «τυπικά χωριστή από τους ιδιώτες […] που περιφρουρεί την ελευθερία των συναλλαγών και τα εμπράγματα δικαιώματά τους (ιδιοκτησία) […] και έτσι μονοπωλεί την πολιτική εξουσία και βία (που προηγούμενα βρισκόταν στα χέρια ιδιωτών)». Αυτή η τυπικά χωριστή δύναμη είναι το καπιταλιστικό κράτος (Καράγιωργας 1979: 387).
«Η ολότητα […] των σχέσεων παραγωγής αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, την πραγματική βάση πάνω στην οποία υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα» (Μαρξ 2013: 19).
Το καπιταλιστικό κράτος σε αντιστοιχία με τις σχέσεις παραγωγής (την οικονομική δομή, την πραγματική βάση της κοινωνίας, που δημιούργησε η γενετική βία του καπιταλισμού) συγκροτείται ως δύναμη έξω από την παραγωγή για να επιβάλει την αναπαραγωγή της γενετικής συνθήκης του καπιταλισμού με βία και ιδεολογία.
Εφόσον ο καπιταλισμός ως κοινωνικοοικονομικό σύστημα, και ειδικότερα ο κυρίαρχος ΚΤΠ, συγκροτείται στη βάση της πραγματικής οικονομικής κυριότητας, ο πυρήνας της αστικής ιδεολογίας είναι η ατομική ιδιοκτησία. Η πραγματική, ωστόσο, οικονομική κυριότητα συνεπάγεται την ατομική «ελευθερία» και την «ισότητα» των συναλλαγών. Η στη βάση της ατομικής ιδιοκτησίας «διαμόρφωση της σχέσης κεφάλαιο - μισθωτή εργασία είναι […] μια ιστορικά ειδική μορφή ταξικής εξουσίας η οποία είναι αναπόσπαστη από το θεσμικό, νομικό και ιδεολογικό οικοδόμημα του “ελεύθερου ατόμου” και της ισότητας» (Μηλιός και Οικονομάκης 1999: 131). «Έτσι, με την τυπική ισότητα των συναλλαγών στη σφαίρα της κυκλοφορίας», μεταξύ «ελεύθερων» ατόμων, «συγκαλύπτεται η ανισότητα που υπάρχει στη σφαίρα της παραγωγής και η εκμετάλλευση που γίνεται εκεί» (Καράγιωργας 1979: 388). Αυτή η συγκάλυψη συναρθρώνει τη συναίνεση που είναι ριζωμένη στη βία της ανάγκης («αυθόρμητη» συναίνεση) με τη μη-αμφισβήτηση της γενετικής συνθήκης της βίας της ανάγκης, συγκροτώντας την ηγεμονία της αστικής τάξης ως μηχανισμό ιδεολογικοπολιτικής ενσωμάτωσης των υποτελών κοινωνικών τάξεων στην εξουσία του κεφαλαίου. Η ιδεολογική αστική κυριαρχία μέσω του κράτους και των νόμων του και ενός πλέγματος κρατικών, ημικρατικών και ιδιωτικών ιδεολογικών μηχανισμών – όπως εκπαίδευση, πολιτισμός, θρησκεία, ΜΜΕ, κόμματα, συνδικάτα, αλλά και οικογένεια κλπ., που ο Αλτουσέρ (1978: 83-84) αναλύει ως Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους (ΙΜΚ) – αποσκοπεί σε αυτήν τη συνάρθρωση-συγκάλυψη.
Ωστόσο, πρόκειται για μια δυναμική ταξική διαδικασία: Η συνάρθρωση της μη-αμφισβήτησης της γενετικής συνθήκης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στην «αυθόρμητη» συναίνεση εκ των σχέσεων παραγωγής στον καπιταλισμό «δεν εξασφαλίζεται απλώς με “ιδεολογική παραπλάνηση” αλλά και με ένταξη στην κυρίαρχη ιδεολογία κάποιων συμφερόντων και πόθων του “λαού”», δηλαδή «προϋποθέτει ότι λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα και οι τάσεις των ομάδων στις οποίες θα ασκείται ηγεμονία και ότι πρέπει να διαμορφωθεί μια ορισμένη συμβιβαστική ισορροπία – με άλλα λόγια, ότι η ηγετική ομάδα θα πρέπει να κάνει θυσίες οικονομικού-επιχειρηματικού τύπου» (Gramsci 1992: 161, βλ. πιο πριν). Αυτήν την ένταξη συμφερόντων των λαϊκών τάξεων την αναλαμβάνει μόνο το καπιταλιστικό κράτος με την ενεργητική παρέμβασή του, ακόμη και σε βάρος κάποιων βραχυπρόθεσμων συμφερόντων της αστικής τάξης (βλ. Αλτουσέρ 2010: 75) – κάτι που δεν μπορεί να φωτιστεί από την πρώτη «διχοτομική» εκδοχή της σχέσης μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών της ανάλυσης του Γκράμσι. Αυτή η «ένταξη» λαϊκών συμφερόντων στην κρατική πολιτική δεν στερείται ταξικών συγκρούσεων και αντιφάσεων (μικρότερων ή μεγαλύτερων, ανάλογα με τη συγκυρία), αντιθέτως είναι αποτέλεσμα ταξικών συγκρούσεων που αναπαράγουν αντιφάσεις, η «επίλυση» των οποίων συμπεριλαμβάνει και την άμεση, φυσική βία του κράτους ή την απειλή της βίας. Η «επίλυση» αυτή, εκφράζει «στιγμές ισορροπίας» με τη βία απούσα-παρούσα. Ακόμη και όταν ο «χωροφύλακας» «απουσιάζει αυτοπροσώπως», ποτέ δεν απουσιάζει η επίγνωση της ύπαρξής του (Althusser 2014: 66, 68-69).
Σωστά επισημαίνει ο Πουλαντζάς (1982: 115) ότι:
«Η μονοπωλημένη από το κράτος φυσική βία […] πλάθει την υλικότητα του κοινωνικού σώματος πάνω στο οποίο ασκείται η κυριαρχία, ακόμα κι όταν αυτή η βία δεν ασκείται απευθείας».
Επομένως, η (πολιτιστική και ηθικο-πολιτική) ηγεμονία (συναίνεση) στην αστική εξουσία συγκροτείται αναγκαστικά και με την καθοριστική άμεση, φυσική βία του καπιταλιστικού κράτους ή υπό την απειλή αυτής της βίας – που θέτει όρια στην «ένταξη» λαϊκών συμφερόντων στην κρατική πολιτική, πάντα σε αναφορά με τις ανάγκες απρόσκοπτης αναπαραγωγής του κεφαλαίου ανάλογα με τη συγκυρία: αυξημένες «παραχωρήσεις» και περιορισμός της καταστολής, όταν αυτό καθίσταται απαραίτητο ώστε να επιτευχθεί η ταξική «ειρήνη», σε «ενδιάμεσες καταστάσεις» έντασης συνδικαλιστικών αγώνων και κινημάτων, που όμως δεν αμφισβητούν (σοβαρά) την ταξική κυριαρχία· μειωμένες «παραχωρήσεις» και ένταση της καταστολής, σε συγκυρίες αδυναμίας και ήττας του ταξικού κινήματος. Η άμεση, φυσική βία του καπιταλιστικού κράτους αυξάνεται όταν αυξάνονται οι ταξικές αντιφάσεις και κορυφώνεται, καθιστάμενη από καθοριστική σε κυριαρχική, σε φάσεις ανοικτής «κρίσης πολιτικής αντιπροσώπευσης» της αστικής δημοκρατίας, δηλαδή επαναστατικής σύγκρουσης κεφαλαίου-εργασίας (βλ. Καράγιωργας 1979: 413, 418).
Γράφει σχετικά ο Anderson (1976: 44):
«ιστορικά, και αυτό είναι το πιο ουσιαστικό σημείο όλων, η ανάπτυξη οποιασδήποτε επαναστατικής κρίσης μετατοπίζει αναγκαστικά την κυριαρχία μέσα στη δομή της αστικής εξουσίας από την ιδεολογία στη βία.Ο καταναγκασμός γίνεται ταυτόχρονα καθοριστικός και κυρίαρχος στην υπέρτατη κρίση, και ο στρατός αναπόφευκτα καταλαμβάνει το μέτωπο της σκηνής σε κάθε ταξικό αγώνα ενάντια στην προοπτική μιας πραγματικής εγκαινίασης του σοσιαλισμού.Η καπιταλιστική εξουσία μπορεί με αυτήν την έννοια να θεωρηθεί ως ένα τοπολογικό σύστημα με ένα “κινητό” κέντρο: σε κάθε κρίση, συμβαίνει μια αντικειμενική αναδιάταξη και το κεφάλαιο επανασυγκεντρώνεται από τον αντιπροσωπευτικό στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του.[…]Στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε επαναστατική κρίση μέσα σε μια προηγμένη καπιταλιστική χώρα πρέπει αναπόφευκτα να προκαλέσει μια επιστροφή στον τελικό καθοριστικό παράγοντα του συστήματος εξουσίας: τη δύναμη.Αυτός είναι ένας νόμος του καπιταλισμού, τον οποίο δεν μπορεί να παραβεί […].Είναι ο κανόνας της κατάστασης στο τέλος του παιχνιδιού».
Αλλά η συνάρθρωση της μη-αμφισβήτησης της γενετικής συνθήκης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης με την «αυθόρμητη» συναίνεση εκ των σχέσεων παραγωγής στον καπιταλισμό εμπεριέχει μια «ασυμμετρία» εκ του γεγονότος ότι η συναίνεση στην καπιταλιστική εκμετάλλευση είναι ριζωμένη στην παραγωγή, ενώ η συναίνεση στη διαιώνιση-αναπαραγωγή της γενετικής συνθήκης του καπιταλισμού εξασφαλίζεται μόνο με την ενεργητική παρέμβαση του εποικοδομήματος (με βία και ιδεολογία). Όσο πιο αναπτυγμένη καπιταλιστικά είναι μια χώρα τόσο περισσότερο εκτεταμένη είναι η «αυθόρμητη» συναίνεση εκ των σχέσεων παραγωγής (που υποκρύπτει τον εξαναγκασμό εμφανίζοντάς τον ως συναίνεση).
Όπως είδαμε, η διάκριση μεταξύ Δύσης και Ανατολής είναι καθοριστική για τη συγκρότηση της στρατηγικής πρότασης του Γκράμσι, η οποία οικοδομείται στη βάση της «οργανικής» διάκρισης κράτους και κοινωνίας των πολιτών ή καταναγκασμού και συναίνεσης, με υπερτίμηση της συναίνεσης στη Δύση. Η «οργανική» αυτή διάκριση, που κατά τον Hoffman (βλ. πιο πριν) σημαίνει μια αντίληψη «καθαρής» συναίνεσης στερούμενης «δομών εξαναγκασμού», ίσως να οφείλεται (μεταξύ άλλων, και) στο ότι στην αναπτυγμένη βιομηχανικά-καπιταλιστικά Δύση το έδαφος μιας εκτεταμένης «αυθόρμητης» συναίνεσης (που υποκρύπτει τον εξαναγκασμό εμφανίζοντάς τον ως συναίνεση) ήταν αντικειμενικά ευρύτερο από την τσαρική Ρωσία (Ανατολή) της περιορισμένης βιομηχανικής-καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπου η αναλογία εργατών/αγροτών ήταν 1/20 (βλ. Οικονομάκης και Ζησιμόπουλος 2021: 115).
Ωστόσο, είναι παραπλανητικό ότι το επαναστατικό κίνημα στη Ρωσία αντιμετώπισε μόνο το κράτος και όχι και την κοινωνία των πολιτών και το όλο ζήτημα ήταν απλώς μια επαναστατική έφοδος.
«Το στερεότυπο της θεωρίας της “εφόδου” και της “απνευστί” νίκης της επανάστασης είναι φαντασίωση και άλλοθι των πάλαι και νυν ρεφορμιστών, για να τεκμηριώσουν την πρόκριση του μεταρρυθμισμού και την απεμπόληση της επανάστασης. Η Οκτωβριανή Επανάσταση νίκησε στη Ρωσία [… αντιμετωπίζοντας όχι μόνο το κράτος, αλλά και τις] αντιδράσεις τμημάτων της κοινωνίας, όπως η πανίσχυρη Εκκλησία, η οργανική διανόηση και γραφειοκρατία […] οι πανίσχυροι στις μεγάλες πόλεις καπιταλιστές, οι γαιοκτήμονες, η πλούσια και μεσαία αγροτιά» (Γρηγορόπουλος 2017: 107).
Ο Λένιν διακήρυττε ότι είχε κατακτηθεί «η αναμφισβήτητη πλειοψηφία της εργατικής τάξης», η συντριπτική πλειοψηφία «της αγροτικής μάζας», πέρα και μαζί με την τεράστια επιρροή στο στρατό (Λένιν 1983-β: 30). Η κατάκτηση των λαϊκών μαζών ήταν επίσης αποτέλεσμα μακρόχρονης προετοιμασίας, και το ότι στη Ρωσία το «να αρχίσεις την επανάσταση, ήταν σαν να σηκώνεις ένα πούπουλο» ήταν αποτέλεσμα και αυτής της μακρόχρονης προετοιμασίας (ας πω λενινιστικού πολέμου θέσεων) σε μια ιδιαίτερη ιστορική περίοδο συσσώρευσης αντιφάσεων που συγχωνεύτηκαν «σε μια ενότητα ρήξης» (Althusser 2015: 149-150).
Με τα παραπάνω δεν ισχυρίζομαι ότι η «ένταξη» λαϊκών συμφερόντων στην κρατική πολιτική δεν ήταν (ή δεν μπορούσε να είναι) ευρύτερη στη Δύση από ό,τι ήταν στην Ανατολή (Ρωσία) τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, δηλαδή ότι ο μηχανισμός ενσωμάτωσης δεν ήταν πράγματι πιο αναπτυγμένος στη Δύση από ό,τι ήταν στην Ανατολή. Αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι η ενσωμάτωση (ηγεμονία = συναίνεση) προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση την ενεργητική παρέμβαση του εποικοδομήματος, και ειδικότερα του κράτους, και οπωσδήποτε βία, άμεση, φυσική βία.
Αλλά, η «διχοτόμηση» καταναγκασμού και συναίνεσης είναι προβληματική και για τα προκαπιταλιστικά κοινωνικοοικονομικά συστήματα, καθώς και εκεί ήταν απαραίτητη η συναίνεση των άμεσων παραγωγών για την αναπαραγωγή της εκμετάλλευσης. Όταν ο Μαρξ (1978: 96), για παράδειγμα, γράφει ότι «ο τρόπος που κέρδιζαν τα μέσα για τη ζωή τους εξηγεί γιατί τον κύριο ρόλο τον έπαιζε […] στο μεσαίωνα ο καθολικισμός», εννοεί ότι η συναίνεση στην εκμετάλλευση μέσω της θρησκείας ήταν αναγκαία, ήταν η «κυριαρχική δομή» (Harnecker χ.χ.έ.: 136 κ.ε.) για την απόσπαση υπερπροϊόντος. Όπως σημειώνει, μεταξύ άλλων, ο Γρηγορόπουλος (2017: 113-114), ούτε «τα προκαπιταλιστικά ταξικά καθεστώτα δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν χωρίς τη συναίνεση […]. Παρά την υστέρηση σε σχέση με την καπιταλιστική Δύση», υπήρχαν θεσμοί που εξασφάλιζαν τη συναίνεση, όπως «ήταν η θεοποίηση του ανώτατου άρχοντα […] η οικογένεια, η οργανική διανόηση, αν και κλειστή και ολιγάριθμη, μια πανίσχυρη Εκκλησία, ιδίως στα χριστιανικά κράτη, με κυρίαρχη ιδεολογική εμβέλεια, περιβεβλημένη ακόμη και με δικαστικές (Ιερή Εξέταση) και κρατικές εξουσίες (Παπικό Κράτος)». Ο Βαζιούλιν (2013: 355), μάλιστα, υποστηρίζει την απουσία «εξωοικονομικού πειθαναγκασμού» στη φεουδαρχία, καθώς οι κοινωνικοί δεσμοί στη φεουδαρχία που «ανέκυψαν από τη φύση δεν απαιτούν από μόνοι τους πειθαναγκασμό σε ευρεία κλίμακα. Πραγματώνονται από μόνοι τους, μέσω της ισχύος των ηθών και των παραδόσεων».
4. Πόλεμος θέσεων, Κομμουνιστικό Κόμμα, Ενιαίο Μέτωπο και ηγεμονία
Ο Γκράμσι, στη βάση της λογικής της («οργανικής») διάκρισης κράτους και κοινωνίας των πολιτών, υποστηρίζει ότι,
« η “κοινωνία των πολιτών” έχει γίνει μια πολύ περίπλοκη δομή […].Οι υπερδομές της κοινωνίας των πολιτών είναι σαν τα συστήματα χαρακωμάτων του σύγχρονου πολέμου.Στον πόλεμο θα συνέβαινε μερικές φορές μια σφοδρή επίθεση πυροβολικού να φαινόταν ότι είχε καταστρέψει ολόκληρο το αμυντικό σύστημα του εχθρού, ενώ στην πραγματικότητα είχε καταστρέψει μόνο την εξωτερική περίμετρο·και τη στιγμή της προέλασής τους και της επίθεσης τους οι επιτιθέμενοι θα βρεθούν αντιμέτωποι με μια γραμμή άμυνας που ήταν ακόμα αποτελεσματική.[...] Το τελευταίο περιστατικό αυτού του είδους στην ιστορία της πολιτικής ήταν τα γεγονότα του 1917. Σημείωσαν μια αποφασιστική καμπή στην ιστορία της τέχνης και της επιστήμης της πολιτικής» (Gramsci 1992: 235).
Στην ίδια κατεύθυνση γράφει:
«Οι μαζικές δομές των σύγχρονων δημοκρατιών, τόσο ως κρατικές οργανώσεις, όσο και ως συμπλέγματα ενώσεων στην κοινωνία των πολιτών, αποτελούν για την τέχνη της πολιτικής ό,τι ήταν τα “χαρακώματα” και οι μόνιμες οχυρώσεις του μετώπου στον πόλεμο θέσεων: καθιστούναπλώς “μερικό” το στοιχείο της κίνησης [πολέμου κινήσεων] που παλαιότερα ήταν “το σύνολο” του πολέμου κλπ.
Αυτό το ζήτημα τίθεται για τα σύγχρονα κράτη, αλλά όχι για τις καθυστερημένες χώρες ή για τις αποικίες, όπου μορφές που αλλού έχουν αντικατασταθεί και έχουν γίνει αναχρονιστικές εξακολουθούν να είναι σε ισχύ» (Gramsci 1992: 243).
Επομένως, η αναπτυγμένη κοινωνία των πολιτών στις αναπτυγμένες δυτικές καπιταλιστικές χώρες (όχι στην Ανατολή, όχι στις καθυστερημένες χώρες, τις αποικίες κλπ.) που αποτελεί, όπως είδαμε, ένα αποτελεσματικότερο του ίδιου του κράτους «ισχυρό σύστημα φρουρίων και προχωμάτων», ένα, όπως γράφει εδώ ο Γκράμσι, «σύστημα χαρακωμάτων» και μια «γραμμή άμυνας» που ενεργοποιείται ακόμη και αν καταστραφεί η «εξωτερική περίμετρος» (δηλαδή το κράτος, που όπως επίσης είδαμε είναι «μόνο ένα εξωτερικό χαντάκι») καθιστά αναποτελεσματική μια πολιτική γραμμή ανάλογη με του 1917, δηλαδή μια γραμμή επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού και συντριβής του αστικού κράτους. Η γραμμή της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού (που ο Γκράμσι ονομάζει «πόλεμο ελιγμών» ή «πόλεμο κινήσεων»), κλείνει τον ιστορικό της κύκλο το 1917. Ειδικότερα στη Δύση (της αναπτυγμένης κοινωνίας των πολιτών), η μόνη εφικτή γραμμή είναι ο πόλεμος θέσεων ενώ ο πόλεμος κινήσεων αποκτά ένα δευτερεύοντα, «μερικό» ρόλο. Η υποτίμηση του πολέμου κινήσεων φαίνεται από την υποτίμηση του ίδιου του κράτους, από τη θεώρησή του, δηλαδή, ως περιττού στην «άμυνα» της εξουσίας του κεφαλαίου, ζήτημα το οποίο επισημαίνει ο Anderson (1976: 10), γράφοντας ότι:
«στον πόλεμο θέσεων στη Δύση, το κράτος αποτελεί μόνο το “εξωτερικό χαντάκι” της κοινωνίας των πολιτών, που μπορεί να αντισταθεί στην κατεδάφισή του.Η κοινωνία των πολιτών γίνεται έτσι ένας κεντρικός πυρήνας ή ένα εσωτερικό οχυρό, του οποίου το κράτος είναι απλώς μια εξωτερική και περιττή επιφάνεια».
Γράφει, επίσης, ο Γκράμσι:
«Μου φαίνεται ότι ο Ίλιτς [Λένιν] κατάλαβε ότι ήταν αναγκαία μια αλλαγή από τον πόλεμο ελιγμών που εφαρμόστηκε νικηφόρα στην Ανατολή το 1917 σε ένα πόλεμο θέσεων ο οποίος ήταν η μόνη δυνατή μορφή στη Δύση, όπου […] οι στρατοί μπορούσαν να συσσωρεύσουν γρήγορα ατελείωτες ποσότητεςπυρομαχικών, και όπου οι κοινωνικές δομές ήταν από μόνες τους ικανές να γίνουν οχυρώσεις με βαριά όπλα.Αυτό μου φαίνεται να σημαίνει η φόρμουλα του “Ενιαίου Μετώπου”» (Gramsci 1992: 237-238).
Πέρα από την επανάληψη, στη βάση της γνωστής διάκρισης μεταξύ Δύσης και Ανατολής, της θέσης (την οποία επιχειρεί να αποδώσει και στον Λένιν) περί της εγκατάλειψης του πολέμου ελιγμών υπέρ του πολέμου θέσεων στην αναπτυγμένη Δύση όπου οι «κοινωνικές δυνάμεις» (η κοινωνία των πολιτών) μετατρέπονται σε «οχυρώσεις με βαριά όπλα», ο Γκράμσι προσθέτει εδώ ένα ακόμα επιχείρημα υπέρ της εγκατάλειψης στη Δύση του (νικηφόρου για την Ανατολή) πολέμου ελιγμών και δίνει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση για την ανάπτυξη του πολέμου θέσεων.
Το επιπλέον επιχείρημα είναι ότι από στρατιωτική άποψη στη Δύση δεν είναι εφικτός ένας πόλεμος ελιγμών, καθώς: «οι στρατοί μπορούσαν να συσσωρεύσουν γρήγορα ατελείωτες ποσότητεςπυρομαχικών». 3 Γι’ αυτό έγραψα πιο πριν ότι ο Γκράμσι αναγνωρίζει τη δύναμη του ένοπλου μηχανισμού στη Δύση. Εδώ ο Γκράμσι χρησιμοποιεί «προσθετικά» στην κοινωνία των πολιτών το «στρατιωτικό» επιχείρημα υπέρ της εγκατάλειψης του πολέμου ελιγμών, δηλαδή εγκατάλειψης της στρατηγικής της επαναστατικής ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου. Διακρίνουμε στην περίπτωση αυτή όψεις της δεύτερης εκδοχής της ανάλυσής του σχετικά με τη σχέση μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών και, αντίστοιχα, μεταξύ καταναγκασμού και συναίνεσης: «ηγεμονία προστατευόμενη από την πανοπλία του καταναγκασμού». Αυτή η όψη της ανάλυσης του Γκράμσι, ωστόσο, είναι δευτερεύουσα και δεν υπεισέρχεται στη συγκρότηση της θεωρητικής του πρότασης που οικοδομείται στη βάση της πρώτης «διχοτομικής» εκδοχής της σχέσης καταναγκασμού και συναίνεσης. Πέραν αυτού, η ιστορία του 20ου αιώνα (σε Ευρώπη, Λατινική Αμερική και Ασία), μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, έχει διαψεύσει πανηγυρικά τη θέση περί αδυναμίας επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού στη βάση της τεχνικής υπεροπλίας του ταξικού εχθρού, που υπονοεί εδώ ο Γκράμσι, και δεν χρειάζεται να ειπωθεί κάτι περισσότερο. Σημειώνω μόνο την ήττα από τις μάχες που δεν δόθηκαν στην αναπτυγμένη Δύση – ίσως και στη βάση της (μιας) γκραμσιανής λογικής απόρριψης του πολέμου ελιγμών-κινήσεων – όπως εκείνη, για παράδειγμα, που σηματοδότησε στην Ιταλία η λεγόμενη «στροφή του Σαλέρνο» του ΙΚΚ στις 9 Σεπτέμβρη 1943 (βλ. σχετικά Σκολαρίκος 2014-α: 16).
Η συγκεκριμένη κατεύθυνση για την ανάπτυξη του πολέμου θέσεων αφορά το «Ενιαίο Μέτωπο».
Σύμφωνα με τον Anderson (1976: 19), o Γκράμσι αναφέρεται στην ανάγκη για «οργανική συγχώνευση ενός “νέου ιστορικού μπλοκ” στα Τετράδια» που υλοποιεί (όπως ο Άντερσον το ερμηνεύει) σε πολιτικό επίπεδο την ηγεμονία της εργατικής τάξης, η οποία, όπως είδαμε, αφορά την «ταξική συμμαχία του προλεταριάτου» με άλλες εκμεταλλευόμενες ομάδες, κυρίως την «αγροτιά», στην κοινή πάλη ενάντια στο κεφάλαιο.
Γράφει ο Γκράμσι:
«Μια κατάλληλη πολιτική πρωτοβουλία είναι πάντα απαραίτητη για να […] αλλάξει η πολιτική κατεύθυνση ορισμένων δυνάμεων που πρέπει να απορροφηθούν για να διαμορφωθεί με επιτυχία ένα νέο, ομοιογενές πολιτικοοικονομικό ιστορικό μπλοκ, χωρίς εσωτερικές αντιφάσεις» (Gramsci 1992: 168).
Μέσω του «Ενιαίου Μετώπου» υλοποιείται ο πόλεμος θέσεων για την απόκτηση «συναίνεσης» (ηγεμονίας). Χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Anderson (1976: 13):
«Πολιτική Ηγεμονία = Πόλεμος Θέσεων = Ενιαίο Μέτωπο».
Θεωρώ ότι εδώ λείπει ένας βασικός κρίκος της ανάλυσης του Γκράμσι. Επισήμανα πιο πριν ότι στην ηγεμονία του προλεταριάτου, που εκφράζεται με την «πολιτιστική υπεροχή» του έναντι των «συμμαχικών τάξεων», κεντρικός είναι ο ρόλος του «κόμματος», σύμφωνα με τον Γκράμσι. Μέσω του Ενιαίου Μετώπου υλοποιείται ο πόλεμος θέσεων για την ηγεμονία, αλλά η «ηγεμονία» αρχικά «εισάγεται» στο Ενιαίο Μέτωπο μέσω του Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚ). Με άλλα λόγια ο πρωταρχικός πόλος συγκρότησης της ηγεμονίας είναι το ΚΚ.
«Μεταξύ των υποδεέστερων ομάδων, κάποια θα ασκήσει ή θα τείνει να ασκήσει μια ορισμένη ηγεμονία με τη μεσολάβηση ενός κόμματος» (Gramsci 1992: 53).
Σε αυτό το ρόλο του ΚΚ αναφέρονται οι αναλύσεις του Γκράμσι για τον Μακιαβέλι και το «Νέο Ηγεμόνα» (Gramsci 1992: 123κ.ε.) που εμπνεύστηκε απ’ αυτόν (βλ. αναλυτική τεκμηρίωση σε Chrysismimeo-2024).
Γράφει ο Γκράμσι:
«ο πρωταγωνιστής του νέου Ηγεμόνα δεν θα μπορούσε στη σύγχρονη εποχή να είναι ένας μεμονωμένος ήρωας, αλλά μόνο το πολιτικό κόμμα» (Gramsci 1992: 147).
Θα επανέλθω πιο κάτω στο Ενιαίο Μέτωπο. Πιο πριν απαιτείται να εξεταστεί περισσότερο η έννοια της ηγεμονίας στον Γκράμσι. Όπως είδαμε, «η χρήση του όρου ηγεμονία από τον Γκράμσι δεν περιοριζόταν […] στην αστική τάξη ως κοινωνική τάξη.Τον χρησιμοποίησε επίσης για να ανιχνεύσει τα μονοπάτια ανόδου του προλεταριάτου στη Δύση» (Anderson 1976: 45). Ένα από τα ζητήματα που αποτέλεσαν αντικείμενο θεωρητικής συζήτησης πάνω στην έννοια της ηγεμονίας στον Γκράμσι (και που θεωρώ ότι είναι κρίσιμο για την κατανόηση της πολιτικής του πολέμου θέσεων) είναι το κατά πόσο θεωρούσε ότι «η εργατική τάξη μπορεί να είναι ηγεμονική […] πριν γίνει η άρχουσα τάξη πολιτικά, μέσα σε έναν καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό» (όπ.π. : 45). Κατά τον Άντερσον, «[τ]ο κείμενο από τα Τετράδια της Φυλακής στο οποίο γίνεται συνήθως αναφορά, ωστόσο, δεν το υποστηρίζει» (Anderson, όπ.π.: 45).
Γράφει ο Γκράμσι:
«Μια κοινωνική ομάδα κυριαρχεί σε ανταγωνιστικές ομάδες, τις οποίες τείνει να “εκκαθαρίσει” ή να υποτάξει ίσως ακόμη και με ένοπλη βία·ηγείται συγγενικών και συμμαχικών ομάδων. Μια κοινωνική ομάδα μπορεί, και πράγματι πρέπει, να ασκεί ήδη “ηγεσία” πριν κερδίσει την κυβερνητική εξουσία (κάτι τέτοιο πράγματι είναι μια από τις βασικές προϋποθέσεις για να κερδίσει αυτήν την εξουσία)· ακολούθως γίνεται κυρίαρχη όταν ασκεί την εξουσία, αλλά ακόμα και εάν κρατά σταθερά αυτήν την εξουσία που πήρε, πρέπει να συνεχίσει επίσης να “ηγείται”» (Gramsci 1992: 57-58).
Το επιχείρημα του Anderson (1976:45) είναι ότι ο Γκράμσι διακρίνει εχθρικές και συμμαχικές κοινωνικές ομάδες, με την ηγεμονία να ασκείται στις δεύτερες και όχι στις πρώτες. Άρα, συμπεραίνει ο Άντερσον, δεν τίθεται θέμα άσκησης γενικής ηγεμονίας από την εργατική τάξη. Γράφει συγκεκριμένα:
«ο Γκράμσι εδώ προσεκτικά διακρίνει την αναγκαιότητα για καταναγκασμό των εχθρικών τάξεων, 4 και συναινετική διεύθυνση των σύμμαχων τάξεων. Η “ηγεμονική δραστηριότητα” που “μπορεί και πρέπει να ασκηθεί πριν από την ανάληψη της εξουσίας” συνδέεται σε αυτό το πλαίσιο μόνο με το πρόβλημα των συμμαχιών της εργατικής τάξης με άλλες εκμεταλλευόμενες και καταπιεσμένες ομάδες· δεν είναι μια απαίτηση για ηγεμονία πάνω σε όλη την κοινωνία, ή την ίδια την κυρίαρχη τάξη, κάτι εξ ορισμού αδύνατο σε αυτό το στάδιο».
Θα διαφωνήσω εν μέρει με το συλλογισμό του Άντερσον. Πράγματι δεν προκύπτει από το συζητούμενο απόσπασμα ότι ο Γκράμσι θεωρεί πως η εργατική τάξη θα μπορούσε να ηγεμονεύσει πάνω στην αστική τάξη και στο σύνολο της κοινωνίας σε συνθήκες εξουσίας της αστικής τάξης. Ωστόσο, είναι σαφές ότι, ο Γκράμσι θεωρεί πως η εργατική τάξη μπορεί και πρέπει να ηγεμονεύσει πριν την κατάληψη της εξουσίας επί των σύμμαχων κοινωνικών τάξεων, και μάλιστα αυτή η ηγεμονία είναι «μια από τις βασικές προϋποθέσεις για να κερδίσει αυτήν την εξουσία». Σε αυτό δεν ασκεί κριτική ο Άντερσον, αποδέχεται μια τέτοια θέση.
Ο Πουλαντζάς (1980: 35) ακολουθεί την ερμηνεία της ανάλυσης του Γκράμσι στην οποία ασκεί κριτική ο Άντερσον, γράφοντας:
«Σύμφωνα με τον Γκράμσι, μια τάξη μπορεί και πρέπει να γίνει άρχουσα τάξη πριν να γίνει πολιτικά κυρίαρχη τάξη, μπορεί να κατακτήσει την ηγεμονία πριν κατακτήσει την πολιτική εξουσία […] μια τάξη επιβάλλει σ’ ένα σχηματισμό τη δική της κοσμοαντίληψη, κατακτά λοιπόν μ’ αυτή την έννοια τη θέση της κυρίαρχης ιδεολογίας, κι αυτό πριν την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας».
Νομίζω ότι ο Πουλαντζάς κάνει λάθος ως προς την αναγωγή της έννοιας της ηγεμονίας του Γκράμσι στο επίπεδο ενός σχηματισμού και όχι στο πλαίσιο της ταξικής συμμαχίας που θα οικοδομήσει η εργατική τάξη (βλ. και Χρύσης 1992: 69). Αλλά, σε αυτό το τελευταίο είναι το πρόβλημα, δηλαδή στο αν η εργατική τάξη μπορεί να ηγεμονεύσει επί των άλλων «εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων τάξεων» – δηλαδή επί των «συγγενικών και συμμαχικών ομάδων» – σε μη επαναστατικές συνθήκες πριν την κατάληψη της εξουσίας, δηλαδή να κατακτήσει τη θέση της κυρίαρχης ιδεολογίας στο κατά Γκράμσι «ομοιογενές πολιτικοοικονομικό ιστορικό μπλοκ, χωρίς εσωτερικές αντιφάσεις» που πρέπει να συγκροτηθεί.
Ο Πουλαντζάς (1980: 36) αναδεικνύει τη διαφορά ανάμεσα αφενός «στην αναγκαιότητα αυτόνομης ιδεολογικής οργάνωσης της εργατικής τάξης», ενάντια στην κυρίαρχη ιδεολογία, και αφετέρου στην κατάκτηση από την εργατική τάξη «της θέσης της κυρίαρχης ιδεολογίας πριν την κατάκτηση της εξουσίας».
«Ο Λένιν […] έχει επιμείνει στην αναγκαιότητα αυτόνομης ιδεολογικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, που άλλωστε είναι μια απ’ τις όψεις της πολιτικής της οργάνωσης. Μ’ αυτή τη βασική διαφορά, ότι όχι μόνο αυτή η ιδεολογική οργάνωση δεν έχει τίποτα το κοινό με την κατάκτηση απ’ το προλεταριάτο της θέσης της κυρίαρχης ιδεολογίας πριν την κατάληψη της εξουσίας, αλλά την αντιλαμβάνεται σαν ιδεολογική οργάνωση ενάντια στην κυρίαρχη ιδεολογία: η τελευταία, ακόμα και μετά την κατάληψη της εξουσίας, συνεχίζει να είναι για μεγάλο διάστημα η αστική και μικροαστική ιδεολογία».
Η πλήρης σύνδεση των κυρίαρχων ιδεών, της κυρίαρχης ιδεολογίας, με τις κυρίαρχες υλικές σχέσεις παραγωγής (ορθότερα η εξάρτηση των κυρίαρχων ιδεών από τις κυρίαρχες υλικές σχέσεις παραγωγής) διατυπώνεται ξεκάθαρα από τους Μαρξ και Ένγκελς. Οι κυρίαρχες ιδέες όχι μόνο παράγονται από την «τάξη που έχει στη διάθεσή της τα μέσα της υλικής παραγωγής», αλλά και εκφράζουν τις κυρίαρχες υλικές σχέσεις παραγωγής.
«Οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι σε κάθε εποχή οι κυρίαρχες ιδέες. Με άλλα λόγια, η τάξη που είναι η κυρίαρχη υλική δύναμη της κοινωνίας, είναι ταυτόχρονα η κυρίαρχη πνευματική της δύναμη. Η τάξη που έχει στη διάθεσή της τα μέσα της υλικής παραγωγής, διαθέτει ταυτόχρονα τα μέσα της πνευματικής παραγωγής, έτσι ώστε, μιλώντας γενικά, οι ιδέες αυτών που δεν έχουν τα μέσα της πνευματικής παραγωγής υποτάσσονται σ’ αυτά. Οι κυρίαρχες ιδέες δεν είναι τίποτα άλλο από την ιδεατή έκφραση των κυρίαρχων υλικών σχέσεων, είναι οι κυρίαρχες υλικές σχέσεις που συλλαμβάνονται σαν ιδέες, άρα είναι η έκφραση των σχέσεων που κάνουν μια τάξη κυρίαρχη, επομένως οι ιδέες της κυριαρχίας της» (Μαρξ και Ένγκελς 1994: 94).
Και καθώς στον καπιταλισμό η αστική τάξη είναι «η τάξη που έχει στη διάθεσή της τα μέσα της υλικής παραγωγή» ως πραγματική οικονομική κυριότητα, ο σκληρός πυρήνας της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας είναι η ατομική ιδιοκτησία (βλ. και πιο πριν).
Εδώ θα πρέπει να προσέξουμε και το εξής, που επισημαίνει ο Πουλαντζάς (1980: 35). Η αστική τάξη μπορούσε σε ορισμένες περιπτώσεις να οικοδομεί όψεις της ηγεμονίας της προ-καπιταλιστικά, από τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό (για παράδειγμα η αστική τάξη στη Γαλλία), καθώς εντός της φεουδαρχίας αναφύονταν αυθόρμητα αστικές παραγωγικές σχέσεις. Ωστόσο, κάτι ανάλογο δεν ισχύει για την εργατική τάξη (κάτι που δεν βλέπει η «αυθορμητικιστική παρέκκλιση του μαρξισμού»), καθώς εντός του καπιταλισμού δεν αναφύονται αυθόρμητα σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Γράφει η Harnecker (χ.χ.έ.: 157, 159):
«Το ιδιαίτερο, στο πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, είναι ότι στους κόλπους της καπιταλιστικής κοινωνίας [...] είναι αδύνατο να ξεπηδήσουν, αυθόρμητα, σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής. Η περίπτωση είναι άρα διαφορετική από όλες τις προηγούμενες κοινωνίες, όπου οι σχέσεις παραγωγής γεννιούνταν μέσα σ’ ένα κοινωνικό σχηματισμό, όπου κυριαρχούσαν άλλες κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. […] Η αυθορμητικιστική παρέκκλιση του μαρξισμού δε βλέπει [αυτή] τη ριζική διαφορά».
Ο Γκράμσι δεν αγνοεί την οικονομική διάσταση της ηγεμονίας. Αναφερόμενος στη «συμβιβαστική ισορροπία» της ηγεμονίας, και στις «θυσίες»-«παραχωρήσεις» που απαιτούνται γι’ αυτήν από την ηγεμονική τάξη (βλ. πιο πριν), γράφει:
«Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τέτοιες θυσίες και ένας τέτοιος συμβιβασμός δεν μπορούν να αγγίξουν το ουσιαστικό·γιατί καίτοι η ηγεμονία είναι ηθικο-πολιτική, πρέπει να είναι και οικονομική, πρέπει απαραίτητα να βασίζεται στην αποφασιστική λειτουργία που ασκεί η ηγετική ομάδα στον αποφασιστικό πυρήνα της οικονομικής δραστηριότητας» (Gramsci 1992: 161).
Επομένως, η οικονομική διάσταση της ηγεμονίας (ο έλεγχος των μέσων παραγωγής) είναι απαραίτητη προϋπόθεση της ίδιας της ηγεμονίας – χωρίς αυτήν τη διάσταση η ηγεμονία στερείται νοήματος. Αυτή η διάσταση – που ο ίδιος ο Γκράμσι θέτει – ακυρώνει όμως θεωρητικά την έννοια της εργατικής ηγεμονίας εντός του καπιταλισμού.
Θεωρώντας ότι, σύμφωνα με τον Γκράμσι, το ΚΚ συγκροτεί πρωταρχικά την ηγεμονία, που θα εκφραστεί ως ηγεμονία της εργατικής τάξης μέσω του Ενιαίου Μετώπου, από τα παραπάνω προκύπτει πως το ΚΚ δεν μπορεί να συγκροτήσει την ηγεμονία – πριν την «κατάληψη της εξουσίας». Όπως υποστηρίζει ο Αλτουσέρ (2020: 37), η αντίληψη για «συγκρότηση της ηγεμονίας […] πριν από τη συγκρότηση ενός νέου κράτους» από το ΚΚ οδηγεί τον «Γκράμσι να λέει: το κόμμα είναι ο “Νέος Ηγεμόνας”»· ο Γκράμσι «κάνει λάθος […] το κόμμα δεν είναι Ηγεμόνας». Απέναντι στο σχήμα του Γκράμσι «η ανάδυση του Ηγεμόνα θα παράγει την ιδεολογία που θα επιτρέψει την έλευσή του» ο Αλτουσέρ αντιλαμβάνεται ως γόνιμη την αντίστροφη συλλογιστική: «ότι θα πρέπει να προηγηθεί η ηγεμονία (ή ένα ορισμένο είδος ηγεμονίας) προκειμένου να καταστεί εφικτός ο Ηγεμόνας» (όπ.π.: 37-38).
Ο Anderson (1976: 46) διαβλέπει ένα ζήτημα ασάφειας στην ανάλυση του Γκράμσι σχετικά με τη διαφορετική ιστορική δομική θέση της αστικής τάξης στη φεουδαρχία και της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό, σημειώνοντας ότι «όσο η έλλειψη δομικής αντιστοιχίας μεταξύ των θέσεων της αστικής τάξης στη φεουδαρχική κοινωνία και της εργατικής τάξης στην καπιταλιστική κοινωνία δεν καταγραφόταν συνεχώς, ο κίνδυνος μιας θεωρητικής διολίσθησης από τη μία στην άλλη ήταν πάντα δυνητικά παρών στηνκοινή χρήση του όρου ηγεμονία γι’ αυτούς». Ωστόσο, ο Άντερσον δεν βγάζει τα αναγκαία συμπέρασμα επ’ αυτού για την έννοια της εργατικής ηγεμονίας στην ανάλυση του Γκράμσι.
Αλλά – αν παραβλέψουμε τις αντιφάσεις της γκραμσιανής ανάλυσης – υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα αναφορικά με την ηγεμονία της εργατικής τάξης επί της «αγροτιάς».
Έχουμε δείξει (Μηλιός και Οικονομάκης 2007) ότι οι μεσαίες κοινωνικές τάξεις αφενός δεν είναι ένα ομοιογενές ταξικό σύνολο ούτε δομικά, δηλαδή από την άποψη της ταξικής τους θέσης (οικονομικό επίπεδο, επίπεδο τρόπου παραγωγής και σχέσεων παραγωγής), ούτε ιδεολογικοπολιτικά, δηλαδή από την άποψη της δυνητικής τους ταξικής τοποθέτησης, και σε κάθε περίπτωση οι μεσαίες τάξεις είναι ταξικά διακριτές από την εργατική τάξη (και στο επίπεδο της ταξικής θέσης και της δυνητικής ταξικής τοποθέτησης). Παραβλέποντας την περίπτωση της νέας μικροαστικής τάξης (που συγκροτείται κυρίως στη βιομηχανία, στο εμπόριο - υπηρεσίες και στο κράτος), οι άλλες μεσαίες κοινωνικές τάξεις είναι η παραδοσιακή μικροαστική τάξη και η μεσαία αστική τάξη. Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη, οι αυτοαπασχολούμενοι, δηλαδή, μικροϊδιοκτήτες (που κατά κύριο λόγο, αν και όχι αποκλειστικά συνθέτουν την κοινωνική κατηγορία «αγροτιά») είναι η τάξη που συγκροτείται στο πλαίσιο της απλής εμπορευματικής παραγωγής. Η άλλη κοινωνική τάξη που συναπαρτίζει το σύνολο των μεσαίων τάξεων είναι η μεσαία αστική τάξη, οι μικροί εργοδότες, που συγκροτείται στο πλαίσιο του υβριδικού τρόπου παραγωγής. Τόσο η παραδοσιακή μικροαστική τάξη όσο και η μεσαία αστική τάξη στη σημαία τους γράφουν με μεγάλα γράμματα «ΑΤΟΜΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ», για χάρη της οποίας μπορούν και να συμπιέσουν το εισόδημά τους (ιδιαίτερα η παραδοσιακή μικροαστική τάξη) στο ελάχιστο όριο της επιβίωσης. Ιδεολογικοπολιτικά έλκονται από τις «παραδοσιακές αξίες» και τις ακροδεξιές πολιτικές τάσεις ακόμα και τον φασισμό και είναι ενάντια στο «μεγάλο κεφάλαιο» καθώς τις απειλεί με προλεταριοποίηση.
«Ειδικότερα, αναφορικά προς τον φασισμό αυτή η υποστήριξη θα μπορούσε να ερμηνευτεί από τα ειδικά στοιχεία του κοινού χαρακτήρα του αντικαπιταλισμού-εντός-του-καπιταλισμού, τον οποίο μοιράζονται τόσο η μεσαία αστική όσο και η παραδοσιακή μικροαστική τάξη, αναφορικά με τις “αντιπλουτοκρατικές” διακηρύξεις του φασισμού» (Μηλιός και Οικονομάκης 2007: 48).
Σύμφωνα με τον Λένιν (1983-α: 6),
«η ισχύς της [της αστικής τάξης] δεν βρίσκεται μόνο στη δύναμη του διεθνούς κεφαλαίου, στη δύναμη και τη στερεότητα των διεθνών δεσμών της αστικής τάξης αλλά και στη δύναμη της συνήθειας, στη δύναμη της μικρής παραγωγής. Γιατί [...] η μικρή παραγωγή γεννά τον καπιταλισμό και την αστική τάξη συνεχώς, κάθε μέρα, κάθε ώρα, αυθόρμητα και σε μαζική κλίμακα».
Γράφει επίσης, σχετικά, ο Μαρξ (1982: 140)
«Ο τίτλος ιδιοκτησίας του αγρότη είναι το μαγικό μέσο, που μ’ αυτό, το κεφάλαιο τον κρατά κάτω από τη γοητεία του, το πρόσχημα, που μ’ αυτό τον διεγείρει ενάντια στο βιομηχανικό προλεταριάτο» (Μαρξ 1982: 140).
Επομένως, δεν μπορεί να υπάρξει εργατική ηγεμονία εντός του καπιταλισμού – ως «ενότητα οικονομικών και πολιτικών στόχων», όπως υποστηρίζει ο Γκράμσι (βλ. πιο πριν) – επί των τάξεων της μικρής παραγωγής που γεννούν «τον καπιταλισμό και την αστική τάξη, συνεχώς, κάθε μέρα, κάθε ώρα αυθόρμητα και σε μαζική κλίμακα», ενσαρκώνοντας στο μικροαστικό και μεσοαστικό τους σώμα (αντίστοιχα) το σκληρό πυρήνα της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, την ατομική ιδιοκτησία. Μπορούν ίσως οι τάξεις αυτές να «ταχθούν» με την εργατική τάξη αν κινδυνεύουν να απολέσουν την ταξική υλική τους βάση: την ατομική ιδιοκτησία.
«Οι μεσαίες τάξεις, ο μικροβιομήχανος, ο μικρονοικοκύρης, ο χειροτέχνης, ο χωρικός, όλοι ετούτοι πολεμούν τη μπουρζουαζία για να εξασφαλίσουν την ύπαρξή τους σα μεσαίες τάξεις από την καταστροφή. Δεν είναι λοιπόν επαναστατικές, μα συντηρητικές. Κι ακόμα πιο πολύ, είναι αντιδραστικές, ζητούν να γυρίσουν προς τα πίσω τον τροχό της ιστορίας. Αν καμιά φορά κάνουν τον επαναστάτη, αυτό γίνεται από φόβο μην ξεπέσουν στο προλεταριάτο. Έτσι δεν υπερασπίζουν τα τωρινά τους συμφέροντα, μα τα μελλοντικά τους, γι’ αυτό αφήνουνε τη δική τους άποψη για να ταχθούν με την άποψη του προλεταριάτου» (Μαρξ και Ένγκελς 1944: 68).
Ακόμα όμως και σε αυτήν την περίπτωση, δηλαδή του κινδύνου προλεταριοποίησης, οι μεσαίες τάξεις θα «ταχθούν» με το προλεταριάτο «όταν δεν μπορεί να εμφανιστεί ικανή εγγύηση απέναντι σε προλεταριακή (επαναστατική) αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας τους (το θέμα της ισχύος του προλεταριάτου ως επαναστατική κοινωνική δύναμη στον ταξικό συσχετισμό δύναμης)» (Οικονομάκης και Μπούρας 2007 : 70). Εδώ αναφερόμαστε στην επαναστατική κατάσταση. Σε αντίθετη περίπτωση, ιδίως υπό συνθήκες ήττας του προλεταριάτου, οι μεσαίες τάξεις μπορούν να εναντιωθούν στη «δημοκρατία των πλουσίων » στηρίζοντας καθεστώτα εκτάκτου ανάγκης. 5
Κατά συνέπεια, όχι μόνο δεν μπορεί να συγκροτηθεί κυρίαρχη προλεταριακή ιδεολογία (ηγεμονία) έναντι των μεσαίων τάξεων, σε οποιοσδήποτε ταξικές συνθήκες, και εντός του καπιταλισμού αλλά, όπως πολύ σωστά – στη βάση της λενινιστικής προβληματικής – υποστηρίζει ο Πουλαντζάς, η κυρίαρχη ιδεολογία «ακόμα και μετά την κατάληψη της εξουσίας, συνεχίζει να είναι για μεγάλο διάστημα η αστική και μικροαστική ιδεολογία».
Είναι ερώτημα, λοιπόν, σε τι συνίσταται η «ομοιογένεια» «χωρίς εσωτερικές αντιφάσεις» του «πολιτικοοικονομικού ιστορικού μπλοκ» που θα εκφράσει την εργατική ηγεμονία επί των «συγγενικών και συμμαχικών ομάδων», αλλά και ποιο είναι το ταξικό περιεχόμενο αυτού του μπλοκ, το ίδιο το περιεχόμενο της ηγεμονίας. Όπως επισημαίνει ο Anderson (1976: 20), αναφορικά με τη θέση αυτή του Γκράμσι, η αναβάθμιση του «σχήματος» «ομοιογένεια» «χωρίς εσωτερικές αντιφάσεις» του «πολιτικοοικονομικού ιστορικού μπλοκ» «αντιστοιχεί στη νέα φόρτιση που δόθηκε στην πολιτιστική και ηθική ακτινοβολία της ηγεμονίας στη χρήση της από τον Γκράμσι». Αλλά η «πολιτιστική και ηθική ακτινοβολία της ηγεμονίας» καθεαυτή δεν μπορεί να εξαφανίσει τις ταξικές αντιφάσεις μεταξύ διακριτών κοινωνικών τάξεων χωρίς άλλα οικονομικοκοινωνικά προαπαιτούμενα. Και ακόμα, η ίδια η «πολιτιστική και ηθική ακτινοβολία της ηγεμονίας» από εργατική σκοπιά θα έπρεπε να περιλαμβάνει πρώτα από όλα, στον πυρήνα της, την αμφισβήτηση της ατομικής ιδιοκτησίας – και επομένως, μπορεί να ασκηθεί επί των «συγγενικών και συμμαχικών ομάδων» υπό συγκεκριμένες ταξικές προϋποθέσεις.
Από την άποψη της αντικαπιταλιστικής πάλης, εφόσον σε ταξικό και οικονομικό επίπεδο μεταξύ αυτών των τάξεων δεν υπάρχει «ομοιογένεια» ούτε απουσία «εσωτερικών αντιφάσεων», το αντίθετο, δεν μπορεί να υπάρξει «ομοιογένεια» και απουσία «εσωτερικών αντιφάσεων» ούτε σε πολιτικό επίπεδο. Επομένως, και καμιά ηθικο-πολιτιστική ηγεμονία, χωρίς ταξικές προϋποθέσεις, δεν μπορεί να υπάρξει.
Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι ο Γκράμσι είχε επίγνωση των ταξικών διαφορών: «Το επίπεδο ανάπτυξης των υλικών δυνάμεων παραγωγής παρέχει τη βάση για την ανάδυση των διαφόρων κοινωνικών τάξεων, καθεμία από τις οποίες αντιπροσωπεύει μια λειτουργία και έχει μια συγκεκριμένη θέση μέσα στην ίδια την παραγωγή» (Gramsci 1992: 180-181)· και ειδικότερα των ταξικών διαφορών των υποτελών κοινωνικών τάξεων: «Οι υποδεέστερες τάξεις, εξ ορισμού, δεν είναι ενοποιημένες» (όπ.π.: 52).
Εκτός και αν δεν αναφερόμαστε σε αντικαπιταλιστική πάλη. Δηλαδή, αν η δράση του ΚΚ και το Ενιαίο Μέτωπο, αφορούν κυρίως την αντιφασιστική πάλη. Στο πεδίο αυτό (εντός του καπιταλισμού) θα μπορούσε ίσως να υπάρξει κάποια «ομοιογένεια» και περιορισμός των «εσωτερικών αντιφάσεων» υπό μια ηθικο-πολιτιστική-αντιφασιστική ηγεμονία. Την κεντρική σημασία του Ενιαίου Μετώπου, στον αγώνα κατά του φασισμού, στη σκέψη του Γκράμσι, ως τη θεωρητική και πολιτική απάντηση-αντίθεσή του στη γραμμή του «σοσιαλ-φασισμού» της «Τρίτης Περιόδου», επισημαίνει ο Άντερσον.
«Το Ενιαίο Μέτωπο απέκτησε έτσι μια νέα σημασία για τον Γκράμσι στη δεινή συγκυρία των αρχών της δεκαετίας του ’30.Πράγματι, μπορεί να ειπωθεί ότι ήταν η τρέλα της Τρίτης Περιόδου που τελικά τον βοήθησε να το καταλάβει.Η έμφαση που δίνει στο Ενιαίο Μέτωπο στα Τετράδια της Φυλακής του έχει επομένως ένα αναμφισβήτητο νόημα.Είναι μια άρνηση ότι οι ιταλικές μάζες είχαν εγκαταλείψει τις σοσιαλδημοκρατικές και αστικοδημοκρατικές ψευδαισθήσεις, ότι βρισκόταν σε επαναστατική ζύμωση κατά του φασισμού ή ότι μπορούσαν να κινητοποιηθούν αμέσως για τη δικτατορία του προλεταριάτου στην Ιταλία·και η επιμονή ότι αυτές οι ίδιες μάζες πρέπει να κερδηθούν στον αγώνα ενάντια στον φασισμό, ότι η ενότητα της εργατικής τάξης θα μπορούσε και θα έπρεπε να επιτευχθεί με συμφωνίες δράσης μεταξύ κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών και ότι η πτώση του φασισμού δεν θα ήταν αυτόματα η νίκητου σοσιαλισμού, γιατί πάντα υπήρχε η δυνατότητα αποκατάστασης του κοινοβουλευτισμού.Το Ενιαίο Μέτωπο, με άλλα λόγια, σήμαινε την ανάγκη για βαθιά και σοβαρή ιδεολογικοπολιτική δουλειά ανάμεσα στις μάζες, αμόλυντες από τον σεχταρισμό, προτού μπει στην ημερήσια διάταξη η κατάληψη της εξουσίας» (Anderson 1976: 60).
Εφόσον εκπληρωθούν οι αντιφασιστικοί στόχοι μέσω της πολιτικής ενότητας με τη σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή επανέλθει η αστική δημοκρατία, η ηγεμονία σε «μάζες, αμόλυντες από τον σεχταρισμό» θα προετοιμάσει την «κατάληψη της εξουσίας». Αλλά εδώ το πρόβλημα του περιεχομένου αυτής της ηγεμονίας επανέρχεται.
5. Ο πόλεμος θέσεων ως ρεφορμιστική στρατηγική
Γράφει ο Γκράμσι:
«στην πολιτική ο “πόλεμος θέσεων”, αφού κερδηθεί, είναι οριστικά καθοριστικός.Στην πολιτική, με άλλα λόγια, ο πόλεμος των ελιγμών υφίσταται όσο είναι ζήτημα κατάκτησης θέσεων που δεν είναι καθοριστικές, ώστε να μην μπορούν να κινητοποιηθούν όλοι οι πόροι της ηγεμονίας του κράτους.Όταν όμως, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, αυτές οι θέσεις έχουν χάσει την αξία τους και διακυβεύονται μόνο οι καθοριστικές θέσεις, τότε περνά κανείς στον πολιορκητικό πόλεμο.Αυτός είναι συγκεντρωμένος, δύσκολος και απαιτεί εξαιρετικές ιδιότητες υπομονής και εφευρετικότητας. Στην πολιτική, η πολιορκία είναι αμοιβαία» (Gramsci 1992: 239).
Η διατύπωση ότι «ο “πόλεμος θέσεων”, αφού κερδηθεί, είναι οριστικά καθοριστικός» σηματοδοτεί καθαρά την κύρια αντιστροφή στον επαναστατικό μαρξισμό που επιτελεί ο Γκράμσι: η επαναστατική σύγκρουση, η ένοπλη πάλη (πόλεμος ελιγμών ή κινήσεων) έχει τακτικό χαρακτήρα και κατά βάση μια τέτοια σύγκρουση είναι μάλλον περιττή αφού αφορά την κατάκτηση «θέσεων που δεν είναι καθοριστικές», αφορά «θέσεις [που] έχουν χάσει την αξία τους», ενώ μέσω του πολέμου θέσεων (ή «πολιορκητικού πολέμου», που αποτελεί ισοδύναμη έκφραση του πολέμου θέσεων, Gramsci 1992: 231-232) κατακτώνται οι καθοριστικές θέσεις.
Σύμφωνα με τον Anderson (1976: 70-71):
«Σε μια άμεση αντιστροφή της σειράς μάχης του Λένιν, ο Γκράμσι υποβίβασε ρητά τον “πόλεμο κινήσεων” σε έναν απλώς προκαταρκτικό ή επικουρικό ρόλο στη Δύση και προώθησε τον “πόλεμο θέσεων” στον τελικό και αποφασιστικό ρόλο στην πάλη μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου».
Αλλά το όλο ζήτημα εδώ δεν εξαντλείται απλώς στην επισήμανση αυτής της αντιστροφής. Προκύπτουν σοβαρότατα ζητήματα – με μεγάλες δυσκολίες ερμηνείας.
Ποιες είναι οι μη-καθοριστικές θέσεις, που έχουν χάσει την αξίας τους, και για τις οποίες θα απαιτείτο ένοπλη πάλη (πόλεμος ελιγμών); Ο Γκράμσι δίνει μια ασαφή απάντηση περί θέσεων που αφορούν στην κινητοποίηση όλων των «πόρων» της «ηγεμονίας του κράτους».
Από την άλλη, ποιες είναι οι καθοριστικές θέσεις που πρέπει να κερδηθούν μέσω του πολέμου θέσεων και η κατάκτηση των οποίων απαιτεί υπομονή κλπ., δηλαδή είναι μακροχρόνια; Και μάλιστα ο Γκράμσι αναφέρεται σε θέσεις που η κατάκτησή τους συντελείται αφού πιο πριν οι δευτερεύουσες θέσεις για τις οποίες θα απαιτείτο ίσως ένας πόλεμος ελιγμών (ένοπλη δηλαδή πάλη) έχουν χάσει την αξία τους. Γιατί αυτό λέει ο Γκράμσι όταν γράφει: «Όταν όμως, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, αυτές οι θέσεις έχουν χάσει την αξία τους και διακυβεύονται μόνο οι καθοριστικές θέσεις, τότε περνά κανείς στον πολιορκητικό πόλεμο». Αυτό επισημαίνει και ο Άντερσον όταν αναφέρεται σε «απλώς προκαταρκτικό» «πόλεμο κινήσεων».
Επίσης, τι σημαίνει ότι «η πολιορκία είναι αμοιβαία» στον πόλεμο θέσεων;
Όπως έχω επισημάνει, οι αναλύσεις του Γκράμσι διαπερνώνται από αντιφάσεις, ωστόσο, στη στρατηγική του πρόταση ο «οργανικός» διαχωρισμός κράτους και κοινωνίας των πολιτών είναι καθοριστικός. Από αυτό τον διαχωρισμό προκύπτει μια κρίσιμη θέση : «το κράτος είναι απλώς μια εξωτερική και περιττή επιφάνεια», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Άντερσον για τις θέσεις του Γκράμσι. Το κράτος (= πολιτική κοινωνία) καθίσταται περιττό με την ανάπτυξη της δημοκρατίας στον προηγμένο καπιταλισμό (Δύση). Με βάση τα παραπάνω μπορούν να διατυπωθούν οι κάτωθι προτάσεις:
-
Εφόσον καθίσταται περιττό το κράτος (στην «άμυνα» της εξουσίας του κεφαλαίου), με την ανάπτυξη της αστικής δημοκρατίας, καθίσταται περιττή και η άμεση ταξική κυριαρχία – βία.
-
Η όποια ταξική κυριαρχία – βία του κράτους – αφορά τις μη-καθοριστικές θέσεις, δηλαδή θέσεις οι οποίες καθίστανται περιττές με την ανάπτυξη της αστικής δημοκρατίας στον προηγμένο καπιταλισμό – της Δύσης. Έτσι χάνουν την αξία τους πιο πριν από τη διεκδίκηση των καθοριστικών θέσεων, που, συνακόλουθα, αφορούν την κοινωνία των πολιτών = ηγεμονία.
-
Καθώς το κράτος καθίσταται περιττό και ο κρατικός καταναγκασμός επίσης περιττός συνακόλουθα καθίσταται περιττός και ο πόλεμος ελιγμών. Ο πόλεμος ελιγμών διατηρεί ένα ρόλο προετοιμασίας της αστικής δημοκρατίας – αν και εφόσον αυτός απαιτείται. Γι’ αυτό είναι «προκαταβολικός» και «επικουρικός». Ίσως εδώ εντάσσονται όψεις του αντιφασιστικού αγώνα, εφόσον αυτός ο αγώνας αποτελεί προϋπόθεση της αστικής δημοκρατίας (βλ. πιο πριν).
-
Δεδομένου ότι το κράτος καθίσταται περιττό με την ανάπτυξη της δημοκρατίας και την πρόοδο του καπιταλισμού (άρα και ο καταναγκασμός περιττός), με βάση τη δεύτερη εκδοχή της σχέσης μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών προκύπτει ότι η ηγεμονία απαλλάσσεται «από την πανοπλία του καταναγκασμού», ενώ με βάση την τρίτη εκδοχή της σχέσης μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών προκύπτει ότι το κράτος απορροφάται από την κοινωνία των πολιτών, άρα οι μόνες καθοριστικές θέσεις αφορούν την ηγεμονία, την κατάκτηση της «καθαρής», απαλλαγμένης από τον καταναγκασμό, ηγεμονίας.
Δεδομένων των παραπάνω, όπως εξαιρετικά εύστοχα γράφει ο Αλτουσέρ (2020: 32),
«στο έργο του Γκράμσι [η βία] εμφανίζεται μόνο για να προετοιμάσει απλά και μόνο την εξάλειψή της στην έννοια του κράτους ως ηγεμονίας».
Γράφει σχετικά ο Anderson (1976: 41):
«Η λειτουργία της αστικής δημοκρατίας φαίνεται να δικαιολογεί την ιδέα ότι ο προηγμένος καπιταλισμός βασίζεται βασικά στη συναίνεση της εργατικής τάξης σε αυτόν.Στην πραγματικότητα, η αποδοχή αυτής της αντίληψης είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της στρατηγικής του “κοινοβουλευτικού δρόμου προς το σοσιαλισμό”, κατά την οποία η πρόοδος μπορεί να μετρηθεί με τη μεταστροφή του προλεταριάτου στην προοπτική του σοσιαλισμού, μέχρι να επιτευχθεί μια αριθμητική πλειοψηφία, οπότε ο κανόναςτου κοινοβουλευτικού συστήματος καθιστά ανώδυνα δυνατή τη θέσπιση του σοσιαλισμού.Η ιδέα ότι η εξουσία του κεφαλαίου ουσιαστικά ή αποκλειστικά παίρνει τη μορφή πολιτιστικής ηγεμονίας στη Δύση είναι στην πραγματικότητα ένα κλασικό δόγμα του ρεφορμισμού».
Επομένως:
«Η απλή αντίθεση του “πόλεμου θέσεων” στον “πόλεμο ελιγμών” σε οποιαδήποτε μαρξιστική στρατηγική γίνεται τελικά μια αντίθεση μεταξύ ρεφορμισμού και τυχοδιωκτισμού» (Anderson 1976: 69).
Ωστόσο, «[η] ιδέα ότι η εξουσία του κεφαλαίου ουσιαστικά ή αποκλειστικά παίρνει τη μορφή πολιτιστικής ηγεμονίας στη Δύση» συμπληρώνεται από την γκραμσιανή «ιδέα» ότι είναι δυνατόν αυτή η ηγεμονία να αναιρεθεί μέσω της εργατικής αντι-ηγεμονίας επί των «συγγενικών και συμμαχικών ομάδων». Αυτή η αναίρεση θα οδηγήσει στο να κατακτηθεί η πλειοψηφία. Αλλά ποιοι μπορεί να είναι οι «υλικοί όροι» αυτής της αναίρεσης, δηλαδή της κατάκτησης «της θέσης της κυρίαρχης ιδεολογίας» από την εργατική τάξη επί των «συμμαχικών τάξεων»;
Γράφει επίσης σχετικά ο Anderson (1976: 69):
«Η επαναστατική στρατηγική στην αφήγηση του Γκράμσι γίνεται ένας μακρύς, ακίνητος πόλεμος χαρακωμάτων μεταξύ δύο στρατοπέδων σε σταθερές θέσεις, όπου το καθένα προσπαθεί να υπονομεύσει το άλλο πολιτιστικά και πολιτικά.“Η πολιορκία είναι αμοιβαία”, έγραψε ο Γκράμσι, “συγκεντρωμένη, δύσκολη, και απαιτεί εξαιρετικές ιδιότητες υπομονής και εφευρετικότητας ”».
Εδώ ο Άντερσον αναδεικνύει ένα σημαντικό ζήτημα, που έχω αφήσει ως ερώτημα: τι μπορεί να σημαίνει πως «η πολιορκία είναι αμοιβαία» στον πόλεμο θέσεων. Σημαίνει «κατάκτηση θέσεων» έναντι των θέσεων του αντιπάλου, οι οποίες «περιχαρακώνονται». Αυτές οι θέσεις, που είναι και οι καθοριστικές θέσεις, κατακτώνται στο πλαίσιο της στρατηγικής «του κοινοβουλευτικού δρόμου προς το σοσιαλισμό». Πιο πάνω έγραψα ότι οι μόνες καθοριστικές θέσεις αφορούν την ηγεμονία, την κατάκτηση της «καθαρής», απαλλαγμένης από τον καταναγκασμό, ηγεμονίας. Αυτή η διατύπωση, εντούτοις, είναι σχετικά ασαφής. Οι θέσεις αυτές δεν μπορούν παρά να αφορούν θέσεις εντός του αστικού κράτους (νοούμενου ως συναίνεση = ηγεμονία χωρίς καταναγκασμό), και γενικότερα του αστικού πλέγματος εξουσίας. Καθώς υπό απουσία «υλικών όρων» συγκρότηση κυρίαρχης ιδεολογίας δεν νοείται, αυτές οι θέσεις είναι οι «υλικοί όροι» που το θεωρητικό σχήμα του Γκράμσι υπονοεί άρρητα για τη σταδιακή συγκρότηση της εργατικής ηγεμονίας, δηλαδή για την κατάκτηση «της θέσης της κυρίαρχης ιδεολογίας πριν την κατάληψη της εξουσίας» από την εργατική τάξη έναντι των «συμμαχικών τάξεων». Θα διαφωνήσω με τον Άντερσον ότι πρόκειται για «σταθερές θέσεις» και ότι είναι «ακίνητος πόλεμος χαρακωμάτων». Μάλλον τα «χαρακώματα», στην αντίληψη του Γκράμσι, μετακινούνται έστω και πολύ αργά και οι θέσεις μεταβάλλονται. Δεν έχουμε μια στατική αλλά μια δυναμική διαδικασία κατάκτησης θέσεων (μέσω της κοινοβουλευτικής ενίσχυσης του KK – του πρωταρχικού πυρήνα της ηγεμονίας – και του Ενιαίου Μετώπου) που όσο αυξάνονται ποσοτικά τόσο μεταβάλλεται ποιοτικά (αναβαθμίζεται) η εργατική ηγεμονία, σε ένα χεγκελιανό σχήμα στο οποίο «σ’ ένα ορισμένο σημείο οι απλώς ποσοτικές αλλαγές μετατρέπονται σε ποιοτικές διαφορές» (Μαρξ 1978: 323).
Ποιο μπορεί είναι το περιεχόμενο αυτής της ηγεμονίας της εργατικής τάξης στις συνθήκες, και στο πλαίσιο, της αστικής δημοκρατίας, επί των μεσαίων («συμμαχικών») τάξεων; Καθώς το περιεχόμενό της δεν μπορεί να είναι αντικαπιταλιστικό, μπορεί ίσως να εκφράζει ένα «ρεφορμισμό της ευημερίας» (“welfarereformism”) (Anderson 1976: 29), ιδίως ως συμμαχία της εργατικής τάξης με την παραδοσιακή μικροαστική τάξη. Καθώς «[ο] “αντικαπιταλισμός” της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης συναντά τα όριά του στην επιθυμία της να αυτοαναπαραχθεί ως μια τάξη ιδιοκτήτρια των μέσων παραγωγής», το περιεχόμενο αυτής της ηγεμονίας-συμμαχίας θα μπορούσε να είναι η «αναδιανομή του πλούτου» και ίσως ο περιορισμός της ασυδοσίας του μεγάλου κεφαλαίου, που, επίσης αποτελεί στοιχείο της εν δυνάμει ταξικής τοποθέτησης της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης (βλ. Μηλιός και Οικονομάκης 2007: 49). Σε μια τέτοια πολιτική στρατηγική η ενότητα με τη σοσιαλδημοκρατία επεκτείνεται πέραν του αντιφασιστικού Ενιαίου Μετώπου.
Ο «ρεφορμισμός της ευημερίας» έχει δείξει τα όριά του (βλ. Anderson 1976: 29), όπως και η πολιτική στρατηγική που τον στηρίζει, ο «κοινοβουλευτικός δρόμος προς το σοσιαλισμό». Ο οπορτουνιστικός-ρεφορμιστικός εκφυλισμός (σοσιαλ-δημοκρατικοποίηση) των ΚΚ στη Γαλλία και στην Ιταλία (για να περιοριστώ στα δύο κορυφαία ευρωκομμουνιστικά κόμματα) τη μεταπολεμική περίοδο και ιδίως από τη δεκαετία του 1970 και μετά, με τη μετατροπή τους σε κεντρικό γρανάζι των ΙΜΚ, δηλαδή μηχανισμό ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στην εξουσία του κεφαλαίου (βλ. και Σκολαρίκος 2014-β: 18· Σκολαρίκος 2014-γ: 18), δείχνει τα πολιτικά αποτελέσματα της «επιλογής» της στρατηγικής του «ρεφορμισμού» ως απάντηση στον «τυχοδιωκτισμό».
Δεδομένων των παραπάνω, η προβληματική του Γκράμσι δεν έχει σχέση με τη «δυαδική εξουσία», διότι: πρώτον, η δυαδική εξουσία είναι αποτέλεσμα της επαναστατικής κατάστασης και κρίσης, είναι μια μεταβατική φάση της επαναστατικής διαδικασίας με δύο εξουσίες: «η επανάστασή μας δημιούργησε μια δυαδική εξουσία », γράφει ο Λένιν (2012: 100)· δεύτερον, η «δυαδική εξουσία» στηρίζεται στην πλειοψηφία του λαού, στα σοβιέτ, στο ένοπλο προλεταριάτο και στους στρατιώτες (όπ.π.: 39)· και τρίτον, η «δυαδική εξουσία» δεν μπορεί παρά να είναι βραχείας διάρκειας, και όχι μακρόχρονη: «Δε χωράει ούτε η παραμικρή αμφιβολία ότι μια τέτοια “σύμπλεξη” δεν μπορεί να κρατήσει πολύ καιρό. Δύο εξουσίες σε ένα κράτος δεν μπορεί να υπάρχουν » (όπ.π.: 40).
Καθώς η αστική εξουσία δεν τεμαχίζεται, η κατάκτηση θέσεων εντός του αστικού κράτους, και γενικότερα του αστικού πλέγματος εξουσίαςπαραπέμπει στη γνωστή λογική των «διαρθρωτικών αλλαγών», στη βάση της λογικής του ύστερου Πουλαντζά ότι το κράτος είναι ένας συσχετισμός δυνάμεων (βλ. σχετικά και Κυπριανός 2022) και η παρέμβαση του εργατικού κινήματος πρέπει ακριβώς να αποσκοπεί στην αλλαγή αυτού του συσχετισμού με αλλαγές εντός του κράτους. Η διαπίστωση αυτή θέτει το ερώτημα της σύγκλισης της προβληματικής του Γκράμσι προς αυτή του ύστερου Πουλαντζά σε βασικές θέσεις του όπως: στη «στρατηγική […] αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στο Κράτος» και στον σκληρό του πυρήνα, τους κατασταλτικούς μηχανισμούς (Πουλαντζάς 1982: 369), στη «μακριά πορεία» του «δημοκρατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό» (όπ.π.: 286)· στην άρνηση της «δυαδικής εξουσίας» και της καταστροφής του μηχανισμού του κράτους· στη λογική του ριζικού μετασχηματισμού «του κρατικού μηχανισμού που κατευθύνεται προς το μαρασμό του Κράτους» (όπ.π.: 371-373), χωρίς δικτατορία του προλεταριάτου. Αν θεωρήσουμε ότι ο πόλεμος θέσεων ανάγεται σε έναν «κοινοβουλευτικό δρόμο προς το σοσιαλισμό», και σε κατάκτηση θέσεων εντός του κράτους, θα έλεγα ότι έχουμε σύγκλιση στη βασική στρατηγική πρόταση. Φυσικά, το ζήτημα αυτό απαιτεί ειδικότερη εξέταση. Ο ίδιος ο Πουλαντζάς (1982: 368), πάντως, διαφοροποιεί τη θέση του από εκείνη του Γκράμσι, θεωρώντας ότι ο «πόλεμος θέσεων» «κατά τον Γκράμσι, συνίσταται πάντα σε μια περικύκλωση του Κράτους-φρουρίου». Έχω τη γνώμη ότι ο Πουλαντζάς δεν λαμβάνει υπόψη του κρίσιμες όψεις της ανάλυσης του Γκράμσι, ιδίως το ότι το κράτος, με την ανάπτυξη της αστικής δημοκρατίας στον αναπτυγμένο καπιταλισμό καθίσταται «περιττό».
Μια ανάλογη με τη δική μου ερμηνεία της στρατηγικής πρότασης του Γκράμσι δίνει ο Ρούσης (2017: 144), αλλά με διαμετρικά αντίθετη αξιολόγηση του χαρακτήρα της.
Γράφει σχετικά:
«μια σύγχρονη δυαδική εξουσία [αποτέλεσμα του σύγχρονου επαναστατικού πολέμου θέσεων και της, επακόλουθης, ιδεολογικής ηγεμόνευσης της εργατικής τάξης επί των συμμάχων της] δεν μπορεί παρά να έχει το χαρακτήρα μιας διαπάλης ανάμεσα στα κατακτημένα οχυρά της αστικής τάξης και της συνολικής εξουσίας της, μέχρι την ανατροπή αυτής της τελευταίας και την κατάληψή της από την εργατική τάξη με στόχο την απονέκρωσή της».
Ο Ρούσης αναφέρεται στον γκραμσιανό «πόλεμο χαρακωμάτων» και σε «κατακτημένα [στο πλαίσιό του] οχυρά της αστικής τάξης και της συνολικής εξουσίας της». Αυτή η θέση ισοδυναμεί με τη δική μου ερμηνεία του Γκράμσι για την «κατάκτηση θέσεων» εντός του αστικού κράτους, και γενικότερα του αστικού πλέγματος εξουσίας. Πίσω από την «ακροαριστερή» διατύπωση «κατακτημένα οχυρά της αστικής τάξης», ο Ρούσης παρουσιάζει τον ρεφορμισμό των «διαρθρωτικών αλλαγών» ως επαναστατική στρατηγική. Για τον σκοπό αυτό σχετίζει αυτήν τη (ρεφορμιστική) «κατάκτηση οχυρών» με τη «δυαδική εξουσία», αγνοώντας τις λενινιστικές προϋποθέσεις της δυαδικής εξουσίας, που θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν ως επαναστατική κατάσταση.
Η «κατάκτηση [από την εργατική τάξη…] αντιπάλων οχυρών» είναι οι «υλικοί όροι» (κατ’ αντιστοιχία με τον Γκράμσι), που, στην ανάλυση του Ρούση, συγκροτούν τη «βάση διαμόρφωσης μιας διαφορετικής από τη μέχρι σήμερα κυρίαρχη ιδεολογία», δηλαδή, συγκροτούν την εργατική αντι-ηγεμονία στο επίπεδο ενός σχηματισμού· αυτή θα οδηγήσει «στη διαμόρφωση ενός τέτοιου συσχετισμού δυνάμεων που θα καθιστά, πέρα από αναγκαία, δυνατή και νικηφόρα τη σοσιαλιστική επανάσταση» (Ρούσης 2017: 144). Συνεπώς, ο Ρούσης αφενός υποστηρίζει την ηγεμονία του «ρεφορμισμού της ευημερίας», μια σοσιαλδημοκρατική προοπτική, και αφετέρου θεωρεί δυνατό να κατακτήσει η εργατική τάξη τη θέση της κυρίαρχης ιδεολογίας (άρα την ηγεμονία) στο επίπεδο ενός σχηματισμού, πριν την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, και ως προϋπόθεση για την κατάκτησή της (αντίληψη που παραπέμπει στην «αυθορμητικιστική παρέκκλιση του μαρξισμού», και αντιστοιχεί στην κατά Πουλαντζά ερμηνεία της γκραμσιανής ηγεμονίας, βλ. πιο πριν).
Παρά αυτές τις θέσεις, ο Ρούσης μένει σταθερά στη γραμμή της επαναστατικής, ένοπλης ρήξης, θεωρώντας, ωστόσο, λανθασμένα, ότι αυτή αποτελεί συνέχεια του πολέμου θέσεων της ανάλυσης του Γκράμσι. 6 Έτσι, δεν λαμβάνει υπόψη του τη «στροφή» του Γκράμσι, δηλαδή την αντιστροφή της σχέσης τακτική - στρατηγική. Γι’ αυτό, άλλωστε, και αναφέρεται (από τον τίτλο του άρθρου του) σε επαναστατική «στρατηγική» (και όχι τακτική) του «πολέμου θέσεων».
6. Αντί επιλόγου: η «διόρθωση» του Άντερσον και κάποιες παρατηρήσεις
Ο Anderson (1976: 69-70) προτείνει μια «διόρθωση»-αντιστροφή στη θεωρία του Γκράμσι με επαναεισαγωγή της ένοπλης επαναστατικής πάλης, η οποία θα αξιοποιούσε ό,τι θετικό συμπεριλαμβάνει η ανάλυση του Γκράμσι για την ηγεμονία:
«Σε αυτό το σχήμα, ο πόλεμος θέσεων του Γκράμσι θα αντιστοιχούσε στη φάση στην οποία ένα επαναστατικό κόμμα επιδιώκει να κερδίσει τις μάζες ιδεολογικά (συναινετικά) στην υπόθεση του σοσιαλισμού πριν από τη φάση στην οποία θα τις οδηγήσει πολιτικά σε μια τελική (καταναγκαστική) εξέγερσηενάντια στο αστικό κράτος.Η “ηγεμονία” θα ασκούνταν τότε πράγματι στην κοινωνία των πολιτών, στη διαμόρφωση ενός ταξικού μπλοκ εκμεταλλευόμενων, ενώ η “δικτατορία” θα επιβάλλονταν εναντίον των εκμεταλλευτών, στη βίαιη καταστροφή του κρατικού μηχανισμού που εξασφάλιζε την κυριαρχία τους».
Ο Άντερσον, έχει, όπως είδαμε, εντοπίσει την «άμεση αντιστροφή της σειράς μάχης του Λένιν», δηλαδή τη ρεφορμιστική μετατροπή της τακτικής σε στρατηγική, και τα θεωρητικά και πολιτικά αποτελέσματά της: ρεφορμισμός, «κοινοβουλευτικός δρόμος προς το σοσιαλισμό». Επιδιώκει, λοιπόν, μια «διόρθωση» της θεωρίας του Γκράμσι, που θεωρεί πως ανταποκρίνεται «στις κλασικές αρχές του ιστορικού υλισμού» (Anderson 1976: 70). Επαναφέρει έτσι τη σωστή «σειρά μάχης» εισάγοντας ως στρατηγική την επαναστατική σύγκρουση. Ωστόσο, ο Άντερσον εισάγει μια αναδιάταξη που είναι ασύμβατη με το όλο πλαίσιο της ανάλυσης του Γκράμσι. Δεν είναι ο Γκράμσι του πολέμου θέσεων. Ο Γκράμσι αναπτύσσει το θεωρητικό σχήμα του πολέμου θέσεων για να περιθωριοποιήσει τον πόλεμο ελιγμών-κινήσεων. Αυτό εξυπηρετεί η «διχοτομική» σχέση μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών – που αποτελεί τον πυλώνα της στρατηγικής του πρότασης.
Πέραν αυτού, ο Άντερσον αναπαράγει και στο απόσπασμα αυτό τις θέσεις του Γκράμσι αναφορικά με την εργατική ηγεμονία επί του «ταξικού μπλοκ των εκμεταλλευομένων». Έχω επισημάνει ότι ο Άντερσον αποδέχεται τη θέση του Γκράμσι για την «ηγεμονία του προλεταριάτου έναντι των συμμαχικών τάξεων» υπό οποιεσδήποτε ταξικές συνθήκες. Αποδέχεται έτσι μια προϋπόθεση της ρεφορμιστικής στρατηγικής του Γκράμσι.
Κλείνοντας προσθέτω τρεις παρατηρήσεις:
1) Η θεωρία της ηγεμονίας της αστικής τάξης, που αναπτύσσεται από τον Γκράμσι, ιδωμένη στη συνάρθρωσή της με τη βία (δηλαδή με απόρριψη της «διχοτομικής» σχέσης καταναγκασμού και συναίνεσης), είναι γόνιμη για το επαναστατικό κίνημα και το ΚΚ, ως «εργαλείο» επίγνωσης των όρων που καθορίζουν την επιρροή του ταξικού αντιπάλου επί της εργατικής τάξης.
2) Ο πόλεμος θέσεων ως στρατηγική σταδιακών μεταρρυθμίσεων, είναι αποσυνδεδεμένος από την επαναστατική κατάσταση και το αστάθμητο που αυτή ενέχει. Η γκραμσιανή θεωρία του πολέμου θέσεων οικοδομείται αγνοώντας τη μη-προβλέψιμη αλλά αντικειμενική «συσσώρευση “περιστάσεων” και “ρευμάτων”» – που όταν «“ συγχωνευτούν ” σε μια ενότητα ρήξης » ορίζουν μια «“επαναστατική κατάσταση”» στον «αδύναμο κρίκο στην αλυσίδα των ιμπεριαλιστικών κρατών» (Althusser 2015: 146, 149). Αγνοώντας το αστάθμητο που ενυπάρχει στην επαναστατική κατάσταση, ο πόλεμος θέσεων του Γκράμσι αποτελεί προνομιακό θεωρητικό πεδίο στρατηγικών που υποστηρίζουν ότι ο σοσιαλισμός θα «ωριμάσει» εντός του καπιταλισμού μέσα από μια ακολουθία («λογικών») μεταρρυθμίσεων, «κατακτημένων οχυρών», κλπ.
3) Η στρατηγική σταδιακών μεταρρυθμίσεων ενισχύει αντικειμενικά τον «κοινοβουλευτικό δρόμο προς το σοσιαλισμό», συνακόλουθα συντείνει στη σοσιαλδημοκρατική μετάλλαξη των ΚΚ. Συνεπώς, αποβάλλει την επαναστατική σύγκρουση (τον πόλεμο ελιγμών-κινήσεων) από την «αρχή του παιχνιδιού», ακόμα και αν την επικαλείται «στο τέλος του παιχνιδιού». Ο Γκράμσι από την άποψη αυτή ήταν περισσότερο συνεπής.
Ευχαριστίες
Στους καθηγητές Γιάννη Μηλιό και Αλέξανδρο Χρύση για τις γόνιμες συζητήσεις μας πάνω στον Γκράμσι.
Βιβλιογραφία
Althusser, L. (2014), On the Reproduction of Capitalism: Ideology and Ideological State Apparatuses, London – New York: Verso.
Anderson, P. (1976), “The Antinomies of Antonio Gramsci”, New Left Review, 1/100, November – December: 5-78.
Chrysis, A. (mimeo-2024), “The Modern Prince and Revolutionary Strategy”, in William K. Carroll (ed.) The Elgar Companion to Antonio Gramsci :Edward Elgar Publishing, Incorporated.
Gramsci, A. (1919), Lo Stato e il socialismo, https://redsails.org/it/the-state-and-socialism/ ; The State and Socialism, https://redsails.org/the-state-and-socialism/ ; Original publication: L’Ordine Nuovo 28 giugno – 5 luglio 1919, anno 1 n. 8, drapporosso.wordpress.com.
Gramsci, A. (1992), Selections from the Prison Notebooks, New York: International Publishers.
----
Αλτουσέρ, Λ.(1978), «Ιδεολογία και Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους», σε Θέσεις, Αθήνα: Θεμέλιο, 69-121.
Αλτουσέρ, Λ. «2010), «Γιατί το κράτος είναι μια μηχανή», Θέσεις, τ. 113, Οκτώβριος – Δεκέμβριος: 73-89.
Althusser, L. (2015), «Αντίφαση και επικαθορισμός (σημειώσεις για μια έρευνα)», Για τον Μαρξ, Αθήνα: Εκτός Γραμμής,133-189.
Αλτουσέρ, Λ. (2020), «Γκράμσι ή Μακιαβέλλι;», Θέσεις, τ. 151, Απρίλιος – Ιούνιος: 29-45.
Άντερσον, Π. (1985), Οι αντινομίες του Αντόνιο Γκράμσι, Αθήνα: Μαρξιστική Συσπείρωση.
Bambery, Ch. (2007), «Αντόνιο Γκράμσι», στοCh. Harman, και Ch. Bambery, Αντόνιο Γκράμσι: Η ζωή και οι ιδέες ενός επαναστάτη, Αθήνα: Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 11-58.
Βαζιούλιν, Β. Α. (2013), Η Λογική της Ιστορίας: Ζητήματα ιστορίας και μεθοδολογίας, Αθήνα: ΚΨΜ.
Γρηγορόπουλος, Δ. (2017), «Κριτική εξέταση βασικών αντιλήψεων του Αντόνιο Γκράμσι: Για την αντίθεση Δύσης-Ανατολής, την ηγεμονία και τον πόλεμο θέσεων», Τετράδια Μαρξισμού, τ. 05, Χειμώνας: 105-120.
Ένγκελς, Φ. (2000) «Εισαγωγή», στο Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 7-34.
Καράγιωργας, Δ. Π. (1979), Δημόσια Οικονομική 1: Οι Οικονομικές Λειτουργίες του Κράτους, Αθήνα: Παπαζήσης.
Κυπριανός, Π. (2022), «Διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις σε αντίξοα περιβάλλοντα», Εφημερίδα των Συντακτών, 26.09, https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/360690_diarthrotikes-allages-kai-metarrythmiseis-se-antixoa-periballonta.
Λένιν, Β. Ι. (1978), «Ο ρεφορμισμός στη ρωσική σοσιαλδημοκρατία», Άπαντα, τόμος 20, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 315-328.
Λένιν, Β. Ι. (1982), «Το Έβδομο Έκτατο Συνέδριο του ΚΚΡ (μπ) 6 – 8 του Μάρτη 1918», Άπαντα, τόμος 36, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1-76.
Λένιν, Β. Ι. (1983-α), «Ο “Αριστερισμός” παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», Άπαντα, τόμος 41, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1-104.
Λένιν, Β. Ι. (1983-β), «Το III Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, 22 του Ιούνη – 12 του Ιούλη 1921», Απάντα, τόμος 44, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1-61.
Λένιν, Β. Ι. (2021), Οι Θέσεις του Απρίλη, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ, Κ. (1978), Το Κεφάλαιο: Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, τόμος πρώτος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ, Κ. (1982), Η 18 η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Αθήνα: Θεμέλιο.
Μαρξ, Κ. (1990), Grundrisse : Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, τ όμος Β΄, Αθήνα: Στοχαστής.
Μαρξ, Κ. (2000), Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ, Κ. (2013), Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ, Κ. (χωρίς χρονολογία έκδοσης), Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής [VI ανέκδοτο βιβλίο], Αθήνα: Α/συνέχεια.
Μαρξ, Κ. και Φ. Ένγκελς, Φ. (1944), Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, Αθήνα: Αλφειός.
Μαρξ Κ. και Φ. Ένγκελς (1994), Η Γερμανική Ιδεολογία, Τόμος Πρώτος, Αθήνα: Gutenberg.
Μηλιός, Γ. και Γ. Οικονομάκης (1999), «Σημειώσεις για τη μαρξική οικονομική θεωρία». Θέσεις, τ. 68, Ιούλιος – Σεπτέμβριος: 121-150.
Μηλιός, Γ. και Γ. Οικονομάκης (2007), «Εργατική τάξη και μεσαίες τάξεις: ταξική θέση και ταξική τοποθέτηση. (Μια κριτική προσέγγιση στη θεωρία των κοινωνικών τάξεων του Νίκου Πουλαντζά)», Θέσεις, τ. 99, Απρίλιος – Ιούνιος: 19-55.
Οικονομάκης, Γ. και Φ. Μπούρας (2007), «Ο κοινωνικοοικονομικός και πολιτικός ρόλος των μικροϊδιοκτητών αγροτών στη Γαλλία των μέσων του 19ου αιώνα: Σημείωμα πάνω στη Μαρξική ανάλυση και πλευρές της θεωρητικής της αξιοποίησης από τον Νίκο Πουλαντζά», Θέσεις, τ. 99, Απρίλιος – Ιούνιος: 57-89.
Οικονομάκης, Γ. και Γ. Ζησιμόπουλος, (2021), «Η ταξική διάκριση εργατικής τάξης και δημοσίων υπαλλήλων», Θέσεις, τ. 156, Ιούλιος – Σεπτέμβριος: 103-145
Παπαδόπουλος, Μ. (2020), «Από την Οκτωβριανή Επανάσταση, στην οπισθοδρόμηση από την επαναστατική στρατηγική», στο Σοσιαλισμός: η απάντηση για τον 21 ο αιώνα, Αθήνα: Ιδεολογική Επιτροπή της ΚΕ του ΚΚΕ – Σύγχρονη Εποχή, 249-294.
Πουλαντζάς, Ν. (1980), Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, τόμος β΄, Αθήνα: Θεμέλιο.
Πουλαντζάς, Ν. (1982), Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Αθήνα: Θεμέλιο.
Ρούσης, Γ. (2017), «Επαναστατικός πόλεμος θέσεων: Ή η επικαιρότητα της γκραμσιανής στρατηγικής του πολέμου θέσεων απαλλαγμένης από τις ρεφορμιστικές της αντιφάσεις και ερμηνείες», Τετράδια Μαρξισμού, τ. 05, Χειμώνας: 127-144.
Σκολαρίκος, Κ. (2014-α), «Τα ΚΚ Ιταλίας και Γαλλίας στις “Εθνικές Κυβερνήσεις” (1944 - 1947)», Ριζοσπάστης, Κυριακή 12 Γενάρη: 16, https://www.rizospastis.gr/story.do?id=7778030.
Σκολαρίκος, Κ. (2014-β), «Ιστορικά Διδάγματα: Η συμμετοχή του Ιταλικού ΚΚ στην κυβέρνηση του “ιστορικού συμβιβασμού”», Ριζοσπάστης, Κυριακή 9 Φλεβάρη: 18, https://www.rizospastis.gr/story.do?id=7820845.
Σκολαρίκος, Κ. (2014-γ), «Ιστορικά διδάγματα: Η συμμετοχή του Γαλλικού ΚΚ στην κυβέρνηση Μιτεράν», Ριζοσπάστης, Κυριακή 16 Φλεβάρη: 18, https://www.rizospastis.gr/story.do?id=7830507.
Harnecker, M. (χωρίς χρονολογία έκδοσης), Βασικές Έννοιες του Ιστορικού Υλισμού, Αθήνα: Παπαζήσης.
Hoffman, J. (2017), «Η θεωρία της Ηγεμονίας του Αντόνιο Γκράμσι», Τετράδια Μαρξισμού, τ. 05, Χειμώνας: 79-90.
Χρύσης, Α. (1992), «Ηγεμονία και πολιτική συμμαχιών: Σκέψεις και σχόλια στο φως τηςγκραμισανής διάκρισης πολιτικής κοινωνίας και κοινωνίας των πολιτών», Θέσεις, τ. 40, Ιούλιος – Σεπτέμβριος: 63-74.
Χρύσης, Α. (2015), «Η κοινοβουλευτική δημοκρατία ως μετάβαση: Η σημασία της Εισαγωγής του Engels στους Ταξικούς Αγώνες στη Γαλλία για ένα σύγχρονο μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα προς το σοσιαλισμό», στο Θεωρία της μετάβασης και σοσιαλιστική εναλλακτική: Μαρξιστικές προσεγγίσεις, Αθήνα: Τόπος, 13-48.
1 Πρόκειται για την αποτυχημένη ένοπλη «δράση του Μάρτη» του 1921 του ΚΚΓ, που απετέλεσε έκφραση του «πολέμου ελιγμών», στη βάση της πρακτικής της λεγόμενης “ Teilaktionen ”, δηλαδή της «“μερικής” ένοπλης δράσης κατά του καπιταλιστικού κράτους» (βλ. Anderson 1976: 56-58).
2 Ο Anderson (1976: 35-39) συνδέει (κυρίως) την τρίτη αυτή εκδοχή της θεωρίας του Γκράμσι για τη σχέση κράτους και «κοινωνίας των πολιτών», δηλαδή την ταύτισή τους, με τη θεωρία των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους του Αλτουσέρ (βλ. και Γρηγορόπουλος 2017: 111-112). Η σχέση της θεωρίας του Γκράμσι και του Αλτουσέρ δεν θα με απασχολήσει στο παρόν άρθρο.
3 Δεν πρόκειται για το ανάλογο της ανάλυσης του Ένγκελς (2000) του 1895 στην «Εισαγωγή» του έργου του Μαρξ Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, σχετικά με τις νέες τεχνικές δυνατότητες του στρατού (τουφέκια με δεσμίδες) στις οδομαχίες και μάχες οδοφραγμάτων, κατά την άποψή μου. Ο Ένγκελς αναφέρεται στην ανάγκη αποφυγής του ένοπλου τυχοδιωκτισμού («απροπαρασκεύαστη επίθεση»), χωρίς τη συγκέντρωση ταξικών δυνάμεων, την εκμετάλλευση, γι’ αυτό το σκοπό, των διαθέσιμων νόμιμων μέσων, μέχρι «την αποφασιστική μέρα». Δεν απεμπόλησε ο Ένγκελς την παράνομη δράση και την ένοπλη βία. (Για μια θεώρηση της «Εισαγωγής» του Ένγκελς βλ. Χρύσης 2015).
4 Ο Άντερσον, σωστά κατά τη γνώμη μου, δεν σπεύδει από την πρώτη πρόταση του σχετικού αποσπάσματος του Γκράμσι να συναγάγει κάποιο συμπέρασμα περί ένοπλης βίας ως προέκτασης του πολέμου θέσεων. Και αυτό γιατί το σχετικό απόσπασμα αναφέρεται σε μια γενική διάσταση ανταγωνιστικών και συμμαχικών-συγγενικών ομάδων, που μπορεί να αναχθεί στην αστική και την εργατική τάξη, ως προς το ερώτημα της ηγεμονίας ειδικά.
5 Ο Μαρξ στα έργα του Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850 (Μαρξ 2000) και Η 18 η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη (Μαρξ 1982) ανέλυσε την αγροτική μικροαστική στήριξη στο βοναπαρτικό καθεστώς ως ταξική αντίθεση ενάντια στη «δημοκρατία των πλουσίων» (Μαρξ 2000: 82).
6 Ο Ρούσης κάνει μια αυθαίρετη «συγκόλληση» θέσεων διατυπωμένων σε διαφορετικές φάσεις στην εξέλιξη της σκέψης του Γκράμσι (πριν και μετά τη «στροφή» προς το Ενιαίο Μέτωπο και τον πόλεμο θέσεων). Στη βάση του «διχοτομικού» σχήματος Ανατολής - Δύσης της θεωρίας του Γκράμσι, θεωρεί ότι, σύμφωνα με τον Γκράμσι, «στην πρώτη θα πρέπει να εφαρμόζεται άμεσα η κίνηση και η μετωπική επίθεση, στη δεύτερη η παρατεταμένη πάλη και ο πόλεμος θέσεων μέχρι την τελική επίθεση» (Ρούσης 2017: 134). Εδώ ο Ρούσης συνάγει μια σύνδεση του πολέμου θέσεων με την «τελική επίθεση» χωρίς τεκμηρίωση. Η αναφορά που δίνει στο πιο πάνω απόσπασμα δεν είναι από τα Τετράδια της Φυλακής, αλλά από κεφάλαιο του Chris Bambery «Αντόνιο Γκράμσι», στο βιβλίο των ChrisHarman και ChrisBambery (2007). Στις συγκεκριμένες σελίδες στις οποίες παραπέμπει δεν υπάρχει τίποτα σχετικό με τη σύνδεση πολέμου θέσεων και «τελικής επίθεσης». Ειδικότερα, στη σελίδα 29 αναφέρονται οι απόψεις του Γκράμσι υπέρ του ένοπλου αγώνα στη συγκυρία του 1920 των καταλήψεων εργοστασίων στην Ιταλία και των εργοστασιακών συμβουλίων στο Τορίνο. Το ίδιο κάνει και λίγο πιο κάτω γράφοντας: «Με άλλα λόγια, ο πόλεμος θέσεων συμπεριλαμβάνει και, μάλιστα ως κορύφωσή του, τη μετωπική επίθεση και δη με την ένοπλη μορφή της» (Ρούσης 2017: 135). Παραπέμπει σε προγενέστερο των Τετραδίων της Φυλακής κείμενο – του Γκράμσι αυτή τη φορά. Πράγματι, ο Γκράμσι φαίνεται στο κείμενο αυτό να αντιλαμβάνεται τη σημασία της ένοπλης πάλης (Gramsci 1919). Αν και ο Ρούσης έχει αναφορές στο άρθρο του Άντερσον για τον Γκράμσι του διαφεύγει κάτι πολύ σημαντικό. Ο Άντερσον, επισημαίνει ότι στο όλο έργο του Γκράμσι στα Τετράδια της Φυλακής υπάρχει μόνο μια «έμμεση και διφορούμενη» διατύπωση (βλ. στο Gramsci 1992: 236) που ίσως θα μπορούσε να παραπέμψει στην κλασική μαρξιστική αντίληψη για τη στρατηγική (Anderson 1976: 70).