Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗΣ:
ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
του Βασίλη Δρουκόπουλου
«[…] Ο παππούς μου ο Ζερόνιμο, τις τελευταίες του ώρες, πήγε και αποχαιρέτησε τα δένδρα που είχε φυτέψει, αγκαλιάζοντάς τα και κλαίγοντας γιατί ήξερε πως δεν θα τα έβλεπε ξανά. Είναι καλό μάθημα. Αγκαλιάζω λοιπόν τις λέξεις που έγραψα, τους εύχομαι μακροζωία και ξαναπιάνω το γραφτό στο σημείο όπου το είχα αφήσει. Δεν υπάρχει άλλη απάντηση». Ζοζέ Σαραμάγκου, Το Τετράδιο , μτφρ. Αθηνά Ψύλλια, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2010: 90.
Ξαναπιάνω λοιπόν τα γραπτά μου απ’ εκεί που τα είχα αφήσει πριν δέκα χρόνια περίπου.1 Ο λόγος: το σχετικό ζήτημα συνέχισε να εξελίσσεται ερευνητικά και όπως είχε πει κάποτε ο Ντοστογιέφσκι: «Δεν υπάρχει κανένα θέμα όσο και παλιό να είναι για το οποίο δεν μπορεί να λεχθεί κάτι καινούργιο». Βέβαια, δε θα αναφερθώ στην αναλυτική παρουσίαση των επιχειρημάτων, ευρημάτων και σχολίων που προέκυψαν από τις οικονομικές μελέτες που ακολούθησαν μετά το 2013. Θα αναφερθώ όμως σε μία ιδιαίτερη πτυχή του θέματος της «Πολιτικής Οικονομίας», διαφορετική από αυτές που είχαν καταγραφεί στα προηγούμενα άρθρα. Πριν όμως από αυτό, επιβάλλεται να υπενθυμίσω το κύριο ζήτημα που είχε συζητηθεί τότε, καθώς επίσης να επισημάνω πολύ συνοπτικά μερικά σημεία που απορρέουν από την πιο πρόσφατη ερευνητική δραστηριότητα.
“There is a crack, a crack in everything,
That’s how the light gets in.”
Απόσπασμα από το “Anthem” του LeonardCohen
Η αρχή τοποθετείται το 2010, χρονιά που δημοσιεύονται δύο άρθρα (σχεδόν ταυτόσημα) των Reinhart andRogoff (R+R) όπου καταλήγουν στη διαπίστωση ότι όταν ο λόγος του Δημόσιου Χρέους προς το ΑΕΠ ξεπεράσει το 90% τότε αυτός ασκεί μια αρνητική δυναμική στην οικονομική μεγέθυνση. Για λίγα χρόνια, αμέσως μετά, δημοσιεύονται μελέτες που είτε υποστηρίζουν το κύριο «εύρημα», είτε άλλες επισημαίνουν αδυναμίες και τρωτά σημεία της ανάλυσης των R+R. Όμως η συζήτηση διατηρείται σε ένα σχετικά ήπιο πλαίσιο όπως και οι ανταπαντήσεις των δύο συγγραφέων. Την ίδια όμως περίοδο αναδύεται ισχυρά μια πρώτη όψη της Πολιτικής Οικονομίας του θέματος.
Είναι γενικά αποδεκτό ότι: «Τα Οικονομικά δεν είναι συνηθισμένο γνωστικό αντικείμενο. Χρησμοδοτούν με στόμφο και επηρεάζουν την άσκηση πολιτικών. Προπαγανδίζουν συγκεκριμένες κοινωνικές δομές. Προσφέρουν μεγάλη διανοητική αποδοχή στην πολιτική πράξη. Διαθέτουν λοιπόν μια πελώρια δύναμη» (Radford, 2013). Ιδιαίτερα όταν τα διδάγματά τους δεν παρουσιάζονται ανοιχτά ως απόψεις με πολιτική βάση και προσανατολισμό (Hobsbawm, 1998: 170).
Πράγματι, όπως ήδη είχε επισημανθεί στα δύο προηγούμενα άρθρα μου, υπήρξε μια σωρεία παρεμβάσεων από πολιτικούς, οικονομικά υπουργεία, διεθνείς οργανισμούς κλπ. με άμεση και υποστηρικτική αναφορά στο «εύρημα» των R+R για την «επιστημονικοφανή» κάλυψη των πολιτικών τους επιλογών και επιδιώξεων.2 Σχετικά, αποτολμώ την επανάληψη καίριων αποσπασμάτων που ανατρέχουν και μετά τον Απρίλιο του 2013 (σημείο σταθμός όπως θα αναφερθεί και πιο κάτω). Έγραφα:
α. «Ο κύριος σκοπός ήταν να καταδειχτεί ότι είναι επιτακτική η μείωση του χρέους, ακόμα και στη διάρκεια οικονομικής ύφεσης, και γι’ αυτό πρέπει να συμπιεσθεί το γρηγορότερο δυνατό το έλλειμμα του προϋπολογισμού (ιδίως μέσω της περικοπής των δημόσιων δαπανών, και των όποιων αναδιανεμητικών τους αποτελεσμάτων, στην οποία αποδίδεται η ιδιότητα του φυσιολογικού στόχου), έτσι ώστε να επιτευχθεί η αύξηση του ρυθμού μεγέθυνσης εφόσον ο λόγος Δημόσιο Χρέος/ΑΕΠ θα είναι πλέον χαμηλότερος από το 90%» (125: 19).
β. «Φάνηκε από μια πρώτη ματιά ότι οι R+R επιχειρηματολόγησαν ως ουδέτεροι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και ερευνητές μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες. Φάνηκε ότι δεν χειρίζονταν ιδεολογικά όπλα κι ούτε ενστερνίζονταν ακραίες θέσεις. Γι’ αυτό οι απόψεις τους είχαν γίνει τόσο πολύ βολικά αποδεκτές και γι’ αυτό αποδείχτηκαν τελικά πολύ επικίνδυνοι (Weisenthal, 2011). Πρόσφεραν την “επιστημονική” κάλυψη σ’ όλους αυτούς που αδημονούσαν να περικόψουν τις δημόσιες δαπάνες με όλες τις απορρέουσες συνέπειες. Αυτοί δεν περίμεναν να επιβεβαιωθεί η “φορά” και το “όριο” από οποιονδήποτε για να σχηματίσουν άποψη. Η τελευταία είχε ήδη από παλιά διαμορφωθεί, απλά η επένδυσή της με το επιστημονικοφανές της επικόλλημα κατέφθασε έγκαιρα και αποδείχτηκε εξαιρετικά βολική, μιας και οι R+R διαλαλούσαν εκείνο που αυτοί ήθελαν ν’ ακουστεί (Krugman, 2013)» (125: 29).
γ. «[…] δεν ήταν τα “αντικειμενικά” ευρήματα που πυροδότησαν τις ανάλογες οικονομικές αποφάσεις των κυβερνήσεων αλλά αντίστροφα, δηλαδή αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως η “ακριβής και αυστηρή” πανεπιστημιακή επιβεβαίωση που διακαώς αναζητούνταν» (126: 17).
δ. «Η συζήτηση που προηγήθηκε έδειξε ότι το θέμα το οποίο αναπτύχθηκε δεν αφορούσε μια άδολη ακαδημαϊκή ανταλλαγή επιστημονικών απόψεων. Πρόκειται για σημαντική διένεξη με σαφείς πολιτικές προεκτάσεις, μια διαμάχη που δεν περιορίζεται στο απρόσβλητο καταφύγιο της πανεπιστημιακής κοινότητας, όπου ο εγκλεισμός των ιδεών συχνά τις καθιστά άνευρες και ανούσιες (R.A., 2013 και Hirschman, 2013). Πόσο πράγματι αφελής είναι η διαβεβαίωση των R+R που παραπονούνται ότι “οι κριτικοί μας πολιτικοποίησαν το ζήτημα” (2013c) ωσάν οι ίδιοι να μην είχαν κάνει τα πάντα για να πολιτικοποιήσουν δημόσια τις απόψεις τους!» (126: 35).
Αλλά όμως δεν αρκούν όλα τα παραπάνω. Σ’ ένα FAQmemo (1/10/13) ο Rogoff αναρωτιέται και παρατηρεί: «Υποκρύπτει η έρευνά μας πολιτικό κίνητρο όπως οι Herndon, Ash και Pollin συμπεραίνουν; Όχι, είμαστε κεντρώοι, η ακαδημαϊκή μας έρευνα υπήρξε πάντοτε εντελώς απολιτική» (αναφέρεται στο Pollin, 2014: 3). Σχετικά, είχα σχολιάσει (126: 34, 5): «Τα συντηρητικά γεράκια της δημοσιονομικής πολιτικής δε φαίνεται να ενοχλούνται τώρα που οι R+R όψιμα τους αποκαλούν “συντηρητικούς πολιτικούς” (2013d) και πασχίζουν να διαχωρίσουν τη θέση τους από αυτούς. Αν πράγματι είχε θεωρηθεί ότι οι R+R δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των οικονομολόγων που ενστερνίζονται και προωθούν συντηρητικές δημοσιονομικές απόψεις, τότε θα ήταν δυνατόν οι οπαδοί της λιτότητας να τους είχαν υπερασπιστεί, έστω αδέξια και αναποτελεσματικά, στην πρώτη αντίδρασή τους στην κριτική που οι R+R είχαν δεχθεί;». Τέλος, πόσο πολύ πράγματι αρμόζει στον πιο πάνω ισχυρισμό του Rogoff η σοφή διαπίστωση του γενετιστή και βιολόγου J.B.S. Haldane: «Κι αν ακόμα οι καθηγητές δεν αγγίζουν την πολιτική, η πολιτική δε θα αφήσει ανέγγιχτους τους καθηγητές» (αναφέρεται στο Subramanian, 2020)!
«Το να αφήνεις το λάθος αναντίρρητο σημαίνει ότι ενθαρρύνεις την πνευματική ανηθικότητα». (Έχει αποδοθεί στον Κ. Μαρξ από τον HenryHyndman).
Ατμόσφαιρα κόλασης όμως δημιουργείται με τη δημοσιοποίηση (Απρίλιος 2013) της μελέτης ενός διδακτορικού φοιτητή (Herndon) και δύο καθηγητών του (Ash και Pollin) του Universityof Massachusettsat Amherst όπου αμφισβητείται έντονα η ορθότητα των μετρήσεων των R+R ενώ οι επανυπολογισμοί των τριών καταλήγουν σε αντίθετα συμπεράσματα. Από τότε η ροή των δημοσιεύσεων αρχίζει να μετατρέπεται σε μια πλημμυρίδα άρθρων και κριτικών σχολίων.3 Τα σχετικά άρθρα βρίσκουν βήμα στα οικονομικά ακαδημαϊκά περιοδικά, διατηρώντας με αυτόν τον τρόπο αμετάπτωτη την παρουσία τους ως τις μέρες μας, ενώ πιο πρόσφατα, τα κριτικά σχόλια έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Επίσης, τείνουν να εκλείψουν και οι συναφείς πολιτικές αναφορές και παρεμβάσεις. Φαίνεται λοιπόν ότι η εργαλειοποίηση του κύριου, και συνάμα αβανταδόρικου, μηνύματος έχει σημαντικά αποδυναμωθεί, κάτι που ίσχυε από το 2013 και είχε ήδη επισημανθεί και επεξηγηθεί (126: 34).
Με την πάροδο του χρόνου νέες οικονομετρικές μέθοδοι, νέα δείγματα χωρών και χρονικών περιόδων χρησιμοποιούνται και νέες υποθέσεις διατυπώνονται. Νέες μεταβλητές δοκιμάζονται και ελέγχονται για τη βαρύτητά τους στο πλέγμα Δημόσιο (αλλά και Ιδιωτικό) Χρέος και Οικονομική Μεγέθυνση, όπως π.χ. η κατανομή του εισοδήματος, το εμπορικό ισοζύγιο, οι δημόσιοι θεσμοί, η αβεβαιότητα και το ρίσκο, η διαφθορά, οι τιμές των πολλαπλασιαστών των δημόσιων δαπανών κ.ά. Κάποιες μελέτες καταλήγουν σε αδελφά αποτελέσματα που υποστηρίζουν το βασικό συμπέρασμα (ή με παραλλαγές) των R+R, δηλαδή βασικά την αρνητική σχέση μεταξύ Δημόσιου Χρέους/ΑΕΠ και του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ. Εντούτοις, άλλες διαψεύδουν τις αιτιάσεις των R+R και φθάνουν σε αντίθετα αποτελέσματα.4
Συνολικά προκύπτει μια πανσπερμία αποτελεσμάτων η οποία συνοψίζεται στο ότι όχι μόνον σταθερό όριο-κατώφλι (tippingpoint-threshold) 90% ή κάτι άλλο δεν υφίσταται, αλλά ούτε ότι ένας αυξημένος λόγος Δημόσιου Χρέους/ΑΕΠ οδηγεί γενικά σε συρρίκνωση του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ, ενώ σε πολλές περιπτώσεις η αιτιότητα αλλάζει κατεύθυνση, δηλαδή από ένα χαμηλό ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ οδηγούμαστε σε έναν υψηλό λόγο Δημόσιου Χρέους/ΑΕΠ.5 Η απομυθοποίηση των κύριων θέσεων των R+R και των ακραιφνών υποστηρικτών τους είναι προφανής.
Έως ότου πρόσφατα εμφανίζεται η μελέτη του Heimberger (2022) στην οποία εφαρμόζεται η στατιστική τεχνική της μετα-παλινδρόμησης (meta-regressionanalysis) που έχει αξιοποιηθεί και για την εξέταση πολλών οικονομικών σχέσεων στη μακροοικονομία, φορολογία και αλλού. Ο συγγραφέας ξεχώρισε, χρησιμοποιώντας διάφορα κριτήρια που παρουσιάζονται στο παράρτημα της ηλεκτρονικής έκδοσης του άρθρου, σαράντα επτά οικονομετρικές μελέτες που πραγματεύονταν τη σχέση Δημόσιο Χρέος και ΑΕΠ και τις υπέβαλε συνολικά και συνδυασμένα στον έλεγχο της meta-regression τεχνικής. Κατέληξε δε στα ακόλουθα ενδιαφέροντα συμπεράσματα:
α. Δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη ενός μοναδικού «μαγικού» όριου-κατωφλιού πάνω από το οποίο ο λόγος Δημόσιου Χρέους/ΑΕΠ οδηγεί σε μειωμένη οικονομική μεγέθυνση.
β. Βρέθηκε ότι εκείνες οι μελέτες που διαπιστώνουν την υποτιθέμενη αρνητική σχέση κερδίζουν περισσότερες αναφορές (citations) ενώ εκείνες οι μελέτες που δημοσιεύονται σε επιστημονικά περιοδικά μεγαλύτερης απήχησης (impactfactor) τείνουν να παρουσιάζουν λιγότερα αποτελέσματα με αρνητική σχέση.
γ. Δεν διαπιστώθηκε διάκριση στην επίδραση του δημόσιου χρέους στη μεγέθυνση μεταξύ βραχυχρόνιας και μακροχρόνιας περιόδου, παρόλο που η συμβατική θεωρητική άποψη τονίζει τη βέβαιη ύπαρξη αρνητικής σχέσης μακροχρόνια.
Και το πιο εντυπωσιακό κατά τη γνώμη μου είναι ότι:
δ. Ενώ τα πρώτα αποτελέσματα της ανάλυσης δείχνουν να υποστηρίζουν παρουσία της αρνητικής σχέσης, αυτή εξαφανίζεται λόγω της ύπαρξης «μεροληπτικής επιλεκτικότητας δημοσιεύσεων» (“publicationselectivitybias”) που σημαίνει ότι προτιμάται η αναφορά σε στατιστικά σημαντικές εκτιμήσεις που είναι συνεπείς με την ορθόδοξη συμβατική θεωρία. Όπως σημειώνει ο Heimberger (2022: 11): «[…] θα αναμένουμε ότι οι αναφορές σε εμπειρικά ευρήματα να μεροληπτούν υπέρ των αρνητικών αποτελεσμάτων όταν οι ερευνητές και οι υπεύθυνοι των εκδόσεων προτιμούν να δημοσιεύονται τέτοια που να είναι συνεπή με τη συμβατική θεωρία». Με άλλα λόγια, με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται, προβάλλεται και μεταδίδεται μια πλασματική εικόνα που εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη πολιτική άποψη.6 Να λοιπόν μια άλλη, πέραν εκείνης που παρουσιάστηκε νωρίτερα στο άρθρο, πλευρά «Πολιτικής Οικονομίας», που είναι δυνατό βέβαια να βρίσκει την εφαρμογή της και σε άλλες οικονομικές θεωρίες!7Τέλος, ας σημειωθεί ότι η αμοιβαία επωφελής συμπαιγνία που μπορεί να προκύψει μεταξύ οργανισμών (κρατικών ή μη) και συμπαθούντων μελετητών σχολιάζεται από τον Padman (2022). Στο άρθρο του «δικαιολογείται» η προτίμηση και προβολή των υπερβολικά κατάλληλων και αποδεκτών οικονομετρικών αποτελεσμάτων που ευνοούν την προτεινόμενη, ορθόδοξη κατά κύριο λόγο προσθέτω, οικονομική πολιτική. Το επόμενο βήμα της ευρύτερης δημοσιοποίησής τους δεν απέχει και πάρα πολύ.
Την ίδια γραμμή πλεύσης ως προς την πλασματική εικόνα που επιχειρείται, ακολουθεί και το άρθρο του Salmon (2021) στο Cato Journal , περιοδική έκδοση του CatoInstitute, ενός ακροφιλελεύθερου αμερικανικού thinktank. Σ’ αυτό το κείμενο αναδύεται εξόφθαλμα η διαστρεβλωτική προσέγγιση της δεξιάς προπαγανδιστικής επιθετικότητας. Εδώ, σχολιάζονται σαράντα μελέτες συναφείς με το ζήτημα, των οποίων η συντριπτική πλειονότητα υποστηρίζει τη γραμμή R+R. Παραλείπεται η αναφορά σε πολλές άλλες μελέτες των οποίων τα αποτελέσματα αντικρούουν την «ορθοδοξία». Επιπλέον, ακροθιγώς μόνον γίνεται μνεία στη δυνατότητα ύπαρξης «αντίστροφης αιτιότητας» (reversecausality) χωρίς να παρουσιάζονται και να σχολιάζονται τα σχετικά άρθρα. Σ’ αυτό το άρθρο η «μεροληπτική επιλεκτικότητα δημοσιεύσεων», όπως φαίνεται, επεκτείνεται από τους εκδότες και τους ερευνητές πρωτογενών μελετών στην εκούσια πλημμελή και, ως εκ τούτου, μεροληπτική καταγραφή της εμπειρικής βιβλιογραφίας.
Το «πολιτικό» στοιχείο των Οικονομικών αναδεικνύεται τόσο έντονα πλέον που αποσκοπεί βέβαια στην κανονικοποίηση της δεξιάς θέσης και την άντληση του απαραίτητου νομιμοποιητικού υποβάθρου με το να κερδίζει «θεμιτά», και θεωρητικά τουλάχιστον, την αποδοχή της στα μάτια της κοινής γνώμης.8 Όλα αυτά μου θυμίζουν ένα απόσπασμα, με πιο διευρυμένο σκεπτικό, ενός άρθρου του Harman (2007): «Οι ιδεολογίες της άρχουσας τάξης σπάνια είναι μόνον ψεύδη που διασπείρονται με σκοπό την κατάκτηση της συναίνεσης των αρχόμενων. Είναι ένα σύνολο δοξασιών που προσφέρουν στην άρχουσα τάξη μια αίσθηση αναγνώρισης της σπουδαιότητάς της, που καθαγιάζουν την εξουσία της στα μάτια όσων ανήκουν σε αυτήν και σ’ εκείνα των υπολοίπων, που την εφοδιάζει με τη βεβαιότητα ότι μπορεί να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε προφανή ελαττώματα του συστήματός της».
Ως κατάληξη.
Ας μεταφερθούμε στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, περίοδο γενικευμένης οικονομικής κρίσης με χαμηλά ή αρνητικά επίπεδα μεγέθυνσης του ΑΕΠ και υψηλά επίπεδα χρέους. Τότε, οι επικριτές (οικονομολόγοι, πολιτικοί και λοιποί) της δημοσιονομικής επέκτασης, όπως γνωρίζουμε, επέμεναν για την αρνητική επίδραση που αυτή θα είχε στην οικονομική δραστηριότητα.
Στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας η πανδημία του COVID-19 ανάγκασε πολλά κράτη να δανειστούν για να χρηματοδοτήσουν πολιτικές που θα κινητοποιούσαν και υποστήριζαν τις οικονομίες τους. Το 2020 στις «αναπτυγμένες» χώρες το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είχε φτάσει στο 120%, δηλαδή στο υψηλότερο ποσοστό από το 1970, ενώ στις «αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς» και στις «αναπτυσσόμενες» στο 63%, δηλαδή στο υψηλότερο ποσοστό από το 1987. Επίσης, η πρώτη ομάδα χωρών προχώρησε σε δημοσιονομική ενίσχυση της τάξης του 20% του ΑΕΠ (δεκαπλάσιο ποσοστό δημοσιονομικής ώθησης από εκείνο του 2007-9) ενώ η δεύτερη ομάδα σε 6% (τετραπλάσιο ποσοστό) (Koseetal., 2021: 4, 8).
Στην Ευρωζώνη, οι κανόνες του ορίου χρέους/ΑΕΠ (60%) και ελλείμματος/ΑΕΠ (3%) τοποθετήθηκαν (τουλάχιστον για κάποια χρόνια) στο περιθώριο (generalescapeclause) ενώ κάτι ανάλογο δεν είχε συμβεί την πρώτη περίοδο.
Δεν έχω πρόσφατα ακούσει (μπορεί και να μου έχει διαφύγει) κάποιον να επικαλείται το 90% των R+R. Μας κάνει εντύπωση;
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ash, Michael et al., “Public debt and growth: an assessment of key findings on causality and thresholds”, Political Economy Research Institute, University of Massachusetts Amherst, Working Paper No. 433, re-issued April 2020 (originally published April 2017).
Bentour, El Mostafa, “On the public debt and growth threshold: one size does not necessarily fit all”, Applied Economics , Vol. 53, No.11, 2021.
D’Andrea, Sara, “A meta-analysis on the debt-growth relationship”, Munich Personal RePEc Archive, Paper No. 114409, 1 September 2022.
De Vita et al., “Revisiting the bi-directional causality between debt and growth: evidence from linear and nonlinear tests”, Journal of International Money and Finance , Vol. 83, May 2018.
Harman, Chris, “Theorising neoliberalism”, International Socialism , Issue, 117, 18/12/2007.
Heimberger, Philipp, “Do higher public debt levels reduce economic growth?”, Journal of Economic Surveys , First published: 24 September 2022, https://doi.org/10.1111/joes.12536.
Herndon, Thomas, Michael Ash and Robert Pollin, “Does high public debt consistently stifle economic growth? A critique of Reinhart and Rogoff”, University of Massachusetts at Amherst, Political Economy Research Institute, Working Papers Series, No. 322, 15 April 2013.
Hirschman, Dan, “Debating the wrong Reinhart + Rogoff”, http://asociologist.com, 1 May 2013.
Hobsbawm, Eric, “Partisanship”, On History , Weidenfeld & Nicolson, London, 1997. ( Για
την Ιστορία , μτφρ. Π. Ματάλας, Θεμέλιο, Αθήνα, 1998).
Kose, M. Ayahan et al., “A mountain of dept: navigating the legacy of the pandemic”, Policy Research Paper 9800, World Βank Group, October 2021.
Krugman, Paul, “The Excel Depression”, The New York Times , http://www.nytimes.com/2013/04/19/opinion/krugman-the -excel-depression.
Linden, M., “It’s time to hit the reset button on the fiscal debate”, Center for American Progress, 6/6/2013.
Moore, Winston and Chrystol, Thomas, “A meta-analysis of the relationship between debt and growth”, International Journal of Development Issues , Vol. 9, No. 3, 2010.
Padman, Martin, “Meta-mining: the political economy of meta-analysis”, Kyklos , early view, Recordonline, 25 November 2022.
Panizza, Ugo and Andrea F. Presbitero, “Public debt and economic growth: is there a causal effect?”, Journal of Macroeconomics , Vol. 41, September 2014.
Pollin, Robert, “Response to charges concerning the Herndon/Ash/Pollin replication of Reinhart and Rogoff’s ‘Growth in a time of debt’”, Political Economy Research Institute, University of Massachusetts Amherst, Research Brief, January 2014.
R. A., “The ivory fortress”, http://www.economist, com/blogs/freeexchange, 18 April 2013.
Radford, Peter, “Error correction and ethics”, http://rwer.wordpress.com, 23 April 2013.
Rahman, Nur Hayati Abd et al., “How does public debt affect economic growth? A systematic review”, Cogent Business & Management , 6(1), 2019.
Reinhart, Carmen M. and Kenneth S. Rogoff, “Growth in a time of debt”, NBER
Working Paper Series, No. 15639, January 2010.
____________, “Growth in a time of debt”, The American Economic Review, Papers and Proceedings , Vol. 100, No. 2, May 2010.
____________, “Reinhart and Rogoff: responding to our critics”, The New York Times , 25 April 2013c.
____________, “Debt, growth and the austerity debate”, The New York Times , 25 April 2013d.
Salmon, Jack, “The impact of public debt on economic growth”, Cato Journal , Vol. 41, No. 3, Fall 2021.
Saungweme, T. and N. M. Odhiambo, “The impact of public debt on economic growth: a review of contemporary literature”, The Review of Black Political Economy , 45 (4), 2018.
Subramanian, Samanth, A dominant character: The radical science and restless politics of JBS Haldane , Atlantic Books, London, 2020.
Weisenthal, Joe, “Meet the two most dangerous economists in the world right now”, www.businessinsider.com, 2/8/11.
1 «Η πολιτική οικονομία του δημόσιου χρέους και της οικονομικής μεγέθυνσης: οι περιπέτειες μιας “αχρεωστήτως” καταβληθείσας μελέτης», Θέσεις , Πρώτο Μέρος, τ. 125, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2013 και Δεύτερο μέρος, τ. 126, Ιανουάριος-Μάρτιος 2014. Στο εξής για την αποφυγή περιττής επανάληψης θα αναφέρονται ως 125 και 126.
2 Εκτός από τη σχετική αναφορά στα δύο άρθρα επιπρόσθετες πληροφορίες περιέχονται στα Linden, 2013: 16, Bentour, 2021: 1281 και PanizzaandPresbitero, 2014, υποσ. 1: 21.
3 Οι DeVitaetal. (2018: 57) προβάλλουν μια απίθανη απορία και αναρωτιούνται πώς είναι δυνατό το «εύρημα» των R+R να έχει πυροδοτήσει μια τέτοια διαμάχη εφόσον οι προβλέψεις που βασίζονται στην παραδεδεγμένη θεωρία συνηγορούν υπέρ του «ευρήματος»! Αξίζει να επανέλθω αργότερα σ’ αυτό το σημείο. Από τη μεριά του, ο Krugman (2013) αποφαίνεται ότι η μελέτη των R+R αποτελεί αναμφισβήτητα την πιο επιδραστική οικονομική ανάλυση των πρόσφατων χρόνων. Η συνοπτική παρουσίαση των κύριων συμπερασμάτων των περισσότερων αναλύσεων της προ-Herndon και συνεργατών εποχής όπως και εκείνων ως το τέλος του 2013 έχει ήδη βρει τη θέση της στα δύο άρθρα των τευχών 125 και 126 των Θέσεων που προμνημονεύτηκαν.
4 Ας θυμηθούμε τα εμπόδια που πρόβαλαν στους Herndon, Ash και Pollin οι R+R για τη διάθεση των απαραίτητων στατιστικών στοιχείων για την επανεκτίμηση των υπολογισμών (125: 23, 4 και 126: 20). Αλλά δεν ήταν και οι μόνοι ερευνητές που υποστηρίζουν την ύπαρξη της αρνητικής σχέσης και που αντιδρούν συνάμα στη χορήγηση των απαιτούμενων στοιχείων. Φαίνεται ότι είναι αρκετά δημοφιλής και σ’ αυτόν τον τομέα η επίκληση της τήρησης του απορρήτου! Όπως αναφέρεται από τους Ashetal. (2020: 9) αυτοί δεν έτυχαν ούτε καν απάντησης στο ανάλογο αίτημα που απηύθυναν στους υπεύθυνους άλλων δύο μελετών που υποστηρίζουν την αρνητική σχέση.
5 Η αναφορά στο tippingpoint μου έφερε στη μνήμη το TurningPointUSA, μια αμερικανική οργάνωση που απευθύνεται στους φοιτητές και υποστηρίζει με ποικίλους τρόπους «τις αρχές της ελευθερίας, του περιορισμένου κράτους και των ελεύθερων αγορών». Θεωρείται ότι είναι η κυρίαρχη συντηρητική δύναμη στους πανεπιστημιακούς χώρους. Μετά το tippingpoint των R+R ακολουθεί η οικονομική πτώση ενώ μετά το turningpoint στις πανεπιστημιουπόλεις έρχεται η άνοδος!
6 Επιπρόσθετα, το άρθρο-επισκόπηση των Rahmanetal. (2019) καταγράφει, επίσης μ’ έναν μη-μεροληπτικό τρόπο, την ποικιλία των ευρημάτων οικονομετρικών μελετών (2017-9) που διερευνούν τη σχέση δημόσιου χρέους και οικονομικής μεγέθυνσης. Κοίτα επίσης και SaungwemeandOdhiambo (2018).
7 Επίσης, θα πρέπει να αναφερθεί και η εξ ίσου πολύ πρόσφατη μελέτη της D’Andrea (2022) όπου κι εδώ γίνεται χρήση της μετα-αναλυτικής τεχνικής. Μια πρώτη ανάγνωση αποκαλύπτει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα ευρήματα που απαιτούν νηφάλια και ολοκληρωμένη τοποθέτηση. Δεν κρίνω σκόπιμο λοιπόν να προβώ στην αναφορά των βασικών της συμπερασμάτων, γιατί δεν υπήρξε ως τα μέσα Νοεμβρίου 2022 η τελική δημοσίευσή της και παρέμενε ως τότε στο στάδιο του ερευνητικού δοκιμίου. Όμως, μπορώ να διατυπώσω πληροφοριακά τις παρακάτω μη-αμφισβητήσιμες διαπιστώσεις. Πρώτον, η συγγραφέας δεν πραγματεύεται: α. το ζήτημα της μη-γραμμικής σχέσης μεταξύ χρέους και οικονομικής μεγέθυνσης συνεπώς και της ύπαρξης ή μη ορίου-κατωφλίου αλλ’ ούτε και β. εκείνου της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των δύο κύριων μεγεθών. Δεύτερον, αναφέρεται στην πρώτη χρονικά μελέτη (MooreandThomas, 2010) που εξετάζει το σχετικό ζήτημα με τη βοήθεια της μετα-αναλυτικής τεχνικής. Όμως, απλά μόνον επισημαίνει την παλαιότητα και το μικρό δείγμα της μελέτης και παραλείπει να μας ενημερώσει (έστω απορριπτικά) ότι η ανάλυση καταλήγει στην εκτίμηση θετικής σχέσης μεταξύ χρέους και μεγέθυνσης. Παράξενο;
8 Αναμφίβολα και στην αναθέρμανση της πολιτικής ανάμιξης.