Το τέλος του ΚΚΕεσ.
Γιάννη Μηλιού και Μάκη Σπαθή

Η επικράτηση του Λεωνίδα Κύρκου στο πρόσφατο Συνέδριο του ΚΚΕεσ. μοιάζει να επιβεβαιώνει την τάση των κομμάτων της «Αλλαγής» να βασίζουν όλο και περισσότερο την κεντρική πολιτική τους έκφραση και τον πολιτικό τους λόγο στην εμβέλεια και την προσωπική ακτινοβολία ενός χαρισματικού ηγέτη, ο οποίος καλείται έτσι να αποδώσει, σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα, το πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα του κόμματος του.

Όμως, η ανάδειξη του Κύρκου ως «χαρισματικού ηγέτη» του ευρύτερου προοδευτικού και αριστερού χώρου, μετά το μεσουράνημα του Ανδρέα Παπανδρέου, δεν μπορεί παρά να μας φέρει στο μυαλό την πασίγνωστη διατύπωση ότι τα γεγονότα που εμφανίζονται την πρώτη φορά σαν τραγωδία, εμφανίζονται τη δεύτερη φορά σαν φάρσα: Αν ο Ανδρέας Παπανδρέου συσπείρωσε πίσω του το μεταπολιτευτικό λαϊκό ριζοσπαστισμό για να τον οδηγήσει τελικά, μαζί με το ρεφορμιστικό όραμα του «τρίτου δρόμου», στην πολιτική της απροκάλυπτης λιτότητας και της ωμής καταστολής, ο Λεωνίδας Κύρκος είναι ο «χαρισματικός ηγέτης» της συμμετοχής στις εκλογές και τη νομιμότητα της χούντας, της «αντιδικτατορικής» ενότητας με τον Καραμανλή, της κοινωνικής εξειρήνευσης και του συμβιβασμού με τη Δεξιά και την εργοδοσία (ΑΣΔΗΣ), των παρακλήσεων και νουθεσιών προς την εκάστοτε κυβέρνηση, της απολίτικης ηθικολογικής ρητορείας υπέρ του «φιλότιμου» του «μέσου έλληνα». Είναι ο «χαρισματικός ηγέτης» του 1,52%.

Η επικράτηση λοιπόν του «χαρισματικού ηγέτη» μέσα στο «μετεξελισσόμενο» ΚΚΕεσ. δεν συναρτάται μόνο μ' αυτή καθεαυτή τη «χαρισματικότητά» του. Συναρτάται με την πολιτική και ιδεολογική ανεπάρκεια των απόψεων που συγκρούστηκαν με την πολιτική στρατηγική του «χαρισματικού ηγέτη» και των οπαδών του: Οι απόψεις αυτές δεν μπόρεσαν να πείσουν ότι αποτελούν μια πραγματική πρόταση αναβάθμισης της κομμουνιστικής ανανέωσης, ότι συγκροτούν μια εναλλακτική στρατηγική για το εργατικό και λαϊκό κίνημα, ότι δεν υποστηρίζουν απλώς τη διαιώνιση της σημερινής ιδεολογικής και πολιτικής καχεξίας του ΚΚΕεσ.

Δεν μπόρεσε η πρόταση της «αναβάθμισης» να αντιληφθεί ότι αν το ΠΑΣΟΚ απέτυχε να προωθήσει τις επαγγελίες του για «κοινωνικό μετασχηματισμό», αυτό δεν οφείλεται στις υπαναχωρήσεις του από τους στόχους της «Αλλαγής», αλλά στα ίδια τα πολιτικά και κοινωνικά όρια του κρατικού συνταγματικού «δρόμου στο σοσιαλισμό». Η «Αλλαγή» ακόμα και στην ιδεατή ιδανική της διατύπωση δεν αποτελεί παρά μια εναλλακτική«φιλολαϊκή» διαχείριση της καπιταλιστικής εξουσίας, η οποία όμως χαρακτηρίζεται αναγκαστικά από μια τέτοια αστάθεια, ώστε οι υπαναχωρήσεις και οι «μεταστροφές» να εγγράφονται πάντα στην ημερήσια διάταξη.

Δεν μπόρεσε η πρόταση της «αναβάθμισης» να αντιληφθεί ότι αριστερή και κομμουνιστική στρατηγική σημαίνει πρώτα απ' όλα κριτική των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας (στη σημερινή, τη δημοκρατική τους μορφή) και πολιτική αντιπαλότητα με το πραγματικό «κόμμα» της αστικής τάξης, το αστικό κράτος και τους θεσμούς του. Μια πολιτική που επικεντρώνεται στις εκκλήσεις για «ανοικτές δημοκρατικές διαδικασίες» και σε «θετικές προτάσεις για την πρόοδο του τόπου» δεν πρόκειται ποτέ να πείσει ότι αποτελεί κάτι διαφορετικό από τη στρατηγική του «τρίτου δρόμου» του Παπανδρέου ή και του Σημίτη.

Η πρόταση της «αναβάθμισης» απέτυχε τέλος, κι αυτό είναι το περισσότερο σημαντικό, να αντιληφθεί τη σημερινή ολομέτωπη επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία, επίθεση που προωθείται με άξονα την ίδια την κυβερνητική πολιτική. Δεν αντιλήφθηκε έτσι ότι το κύριο πολιτικό καθήκον της Αριστεράς σήμερα είναι η συγκρότηση του πολιτικού πόλου που θα αντιπαρατεθεί στη στρατηγική της λιτότητας, των απολύσεων και του καπιταλιστικού «εξορθολογισμού» και θα μπολιάσει τους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες με την προοπτική του εργατικού ελέγχου της παραγωγής.

Οι υποστηρικτές της αριστερής πρότασης της «αναβάθμισης» έδωσαν έτσι τη μάχη στο τερέν του αντιπάλου. Αδιαφόρησαν για το αν π.χ. οι προτάσεις του Γιάνναρου λίγο απέχουν από την πολιτική που θέλει να υλοποιήσει ο Σημίτης και διακήρυξαν ότι θεωρούν τον κομμουνισμό επίκαιρο. Επέτρεψαν έτσι στον Κύρκο και στους οπαδούς του να εμφανίζουν την αλλαγή του τίτλου του ΚΚΕεσ. ως πολιτική διέξοδο.

Η εσωκομματική στρατηγική της ομάδας Κύρκου είναι λοιπόν από δω και πέρα ξεκάθαρη: Εκμετάλλευση των αδυναμιών των αντιπάλων της και ενσωμάτωση τους μέσα από τη ντε φάκτο αναγνώριση των «ρευμάτων» σ' ένα «νέο κόμμα», που στην ουσία δεν θα είναι παρά ένας εκλογικός μηχανισμός που θα εκπροσωπείται από το «χαρισματικό ηγέτη» του. Η προοπτική του «νέου φορέα» δεν είναι λοιπόν άλλη από την προοπτική που διαμορφώνουν οι κινήσεις κορυφής με τις άλλες «δυνάμεις της Αλλαγής», στα πλαίσια πάντα της ίδιας αδιέξοδης μεταρρυθμιστικής στρατηγικής. Είναι η προοπτική της υπαγωγής είτε στη «νέα» ενωτική εκδοχή της «πραγματικής Αλλαγής», είτε στα «οράματα» του ΠΑΣΟΚ.

Βεβαίως, οι πολιτικές απόψεις απηχούν κάποιους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, δεν γεννώνται αυτόματα στα κεφάλια των πολιτικών προσώπων. Όμως, η ηγεμονία κάποιων πολιτικών αντιλήψεων διασφαλίζεται πάντα μέσα από την ανάδειξη επικράτηση συγκεκριμένων προσώπων. Η κυριαρχία του Κύρκου στα πλαίσια του «νέου φορέα» δεν αφήνει κανένα περιθώριο για την ανάδειξη και έγκυρη κοινωνική και πολιτική καταγραφή μιας εναλλακτικής αριστερής πρότασης για το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Η συγκρότηση μιας τέτοιας πρότασης μέσα από τις διαδικασίες που πιθανώς να ανοίξουν μετά τις δημοτικές εκλογές, μιας πρότασης που να αντιπαρατίθεται στη σημερινή επίθεση του κεφαλαίου στην κατεύθυνση του εργατικού ελέγχου της παραγωγής, δεν μπορεί να επικυρωθεί παρά μόνο αν στοχεύει και αν πετύχει την πολιτική συντριβή και τον εξοβελισμό των απόψεων που προνομιακά εκφράζει ο Λεωνίδας Κύρκος.