Η Ιστορία
Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται πάντα ως φάρσα ή ως τραγωδία. Υπάρχουν απτά παραδείγματα στα οποία διακρίνεται μια εμμονή της να μην υποτάσσεται στα φιλόδοξα θεωρητικά σχήματα των «αλάθητων» ερμηνειών αλλά ούτε και στα πρακτικά εγχειρήματα διευθέτησης των «παντοδύναμων» διαχειριστών. Με μια μονοσήμαντη ροπή προς το απροσδόκητο και με σύμβουλο την εξέγερση και την ανατροπή.
Κάπως σαν το deja vu των φοιτητικών και πανεπιστημιακών εξεγέρσεων της τελευταίας περιόδου, ως απάντηση σε ακόμη μία απόπειρα από πλευράς των κρατούντων να διευθετήσουν τις «συνολικά» συσσωρευμένες οφειλές του παρελθόντος.
Με μια «διαδικασία εν εξελίξει» η οποία δεν προδίκαζε αυτό που ακολούθησε: «εθνικός διάλογος» με επιτροπές «σοφών», ορισμένοι από τους οποίους κατείχαν ιστορικές «αριστερές» περγαμηνές, αλλά και με την απόλυτη διάθεση των κομμάτων εξουσίας να εξαλείψουν εξισωτικές ανισορροπίες του παρελθόντος, με όπλα τη σύγχρονη ανταγωνιστική άλω, την «κοινωνική συναίνεση» στις «ώριμες» αλλαγές και με το κατάλληλο κλίμα να έχει σφυρηλατηθεί επί έτη από τα μόνιμα παπαγαλάκια των διαδρόμων της εξουσίας. Με δυο λόγια, η προσπάθεια εξουθένωσης των αντιστάσεων ξεκίνησε με τη συμπαράταξη όλων των δυνάμεων της «μεταρρύθμισης», με την ενεργό παρουσία όλων των στρατευμένων στον «εκσυγχρονισμό» για την αντιμετώπιση της «νεοελληνικής καθυστέρησης».
Και τι εισέπραξε αυτή η «μεγαλειώδης» προσπάθεια να «εναρμονιστεί» το θεσμικό πλαίσιο της εκπαίδευσης με αυτό που ο κοινωνικός συσχετισμός δύναμης είχε θεωρητικά από καιρό σφραγίσει;
Αντίσταση, εξέγερση, «βία».
Εισβολή του απροσδόκητου στο σκηνικό της συγκυρίας.
Υπενθύμιση ότι το αστάθμητο εξοβελίζεται από την πραγματικότητα μόνο στα νοητικά σχήματα ιδιοποίησής της από τους αυλοκόλακες της εξουσίας.
Σε πείσμα μιας «ιστορίας τελειωμένης», σύμφωνα με την υψηλή διανόηση των λακέδων του κεφαλαίου, τον επίλογο της οποίας υποτίθεται ότι παρακολουθούμε όλα τα τελευταία χρόνια.
Το φάντασμα της ελευθερίας
Η αμηχανία απέναντι στις εξελίξεις στο χώρο της εκπαίδευσης έχει σημαδέψει αποφασιστικά κάθε πλευρά της κρατικής διαχείρισης.
Η αμηχανία αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι η προσέγγιση την οποία ακολουθούν οι κρατούντες στηρίζεται σε σταθερές συνυφασμένες με τη «δυναμική των ιδεών».
Η κινητήρια δύναμη των εξελίξεων είναι κατ’ αυτούς η δυναμική του «εκσυγχρονισμού», η «απελευθέρωση» του ατόμου από τα δεσμά του συλλογικού, η πορεία προς την «ελευθερία», στην οποία παρεμβάλλουν εμπόδια οι συλλογικότητες, οι ιστορικοί αναχρονισμοί του οποιουδήποτε συλλογικού. Πώς άλλωστε να νοηθεί μια κοινωνία «ανταγωνιστική» αν δεν υπάρχει σε καθαρή μορφή η μονάδα του ανταγωνισμού, το «άτομο», απαλλαγμένο από οποιεσδήποτε ιστορικές ή κοινωνικές «στρεβλώσεις»;
Κάθε απόπειρα ρύθμισης, σύμφωνα με την εν λόγω λογική, κατατείνει στη διασφάλιση της πορείας προς την «ελευθερία», ύψιστο στάδιο της οποίας είναι ο καθαρός και ανόθευτος ανταγωνισμός. Αναστολές και παρεκκλίσεις από αυτή την πορεία προκύπτουν μόνο από την αδυναμία ελέγχου των αντιστάσεων: στην καλύτερη περίπτωση είναι αποτέλεσμα παρανοήσεων ή παρεξηγήσεων, συχνά είναι συνδεδεμένες με απόπειρες υπονόμευσης όσων έχουν επενδεδυμένα «συμφέροντα στη διατήρηση του status quo», ενίοτε δε και με την υποδαύλιση αντιστάσεων από εκείνους που βρίσκονται ταγμένοι στο αντίπαλο προς την ελευθερία στρατόπεδο, εκείνο του «ολοκληρωτισμού». Γι’ αυτό και ο αγώνας για την «ελευθερία» αναγκαστικά συνδέεται με την αυξημένη καταστολή, με τη χρήση του κράτους και των μηχανισμών του ως εργαλείου για την «απελευθέρωση» του ατόμου, μια αθέλητη «παρενέργεια» που προκύπτει από τη λυσσαλέα αντίδραση όσων δεν προσαρμόζονται στη μεγάλη κίνηση των ιδεών.
Μια κίνηση συνεχή, γραμμική, με ενδεχομένως προσωρινές αναστολές και ανασχέσεις, αλλά μια κίνηση απόλυτα προβλέψιμη και ορατή στις διαστάσεις του ιστορικού χρόνου.
Το βασίλειο της αναγκαιότητας
Η αμηχανία απέναντι στο απροσδόκητο των αντιδράσεων δεν περιορίζεται, όμως, μόνο στο χώρο των «μαχητών της ελευθερίας». Περνάει και στην αντίπερα όχθη, στους λογιστές της ιστορικής και κοινωνικής προόδου, οι οποίοι έχουν από πολλές δεκαετίες τώρα «λύσει» τα προβλήματα που παρουσιάζονται στην προσπάθεια να ταιριάξει η ατίθαση καθημερινή πραγματικότητα της κοινωνικής εξέλιξης με τα μεγαλειώδη σχήματα της προκαταβολικά δεδομένης ερμηνείας και της πορείας προς την πρόοδο «του λαού και του τόπου». Για να κατανοηθεί η συγκυρία (όπως και όποια συγκυρία) δεν γίνεται καν η προσπάθεια συγκεκριμένης ανάλυσής της, μιας και το αποτέλεσμα προδικάζεται πάντοτε ως το αναμενόμενα θετικό: είναι «δεδομένη» η πορεία της «ανθρωπότητας» προς την «πρόοδο», όπως επίσης «γνωστή» είναι και η αντίδραση του «μεγάλου κεφαλαίου», των «μονοπωλίων», της «πλουτοκρατίας» (έννοιες ισοδύναμες, αν όχι ταυτιζόμενες, μεταξύ τους) στη μάχη οπισθοφυλακής που δίνουν, μια μάχη καταδικασμένη να κερδηθεί από τις δυνάμεις της «προόδου»: ιστορική αναγκαιότητα και νομοτέλεια, η οποία αργά η γρήγορα θα κατασταλάξει ως πραγματικότητα.
Γρήγορα: αν οι δυνάμεις της προόδου αποδυθούν στους αναγκαίους «αγώνες».
Αργά : αν υπονομευθούν από «συμβιβασμούς» και «προδοσίες» ή έστω από την αφέλεια των εύπιστων απέναντι στις φρούδες υποσχέσεις των κρατούντων.
Σε κάθε περίπτωση, το σχέδιο για τη νίκη είναι εδώ για όσους θέλουν να δουν την «αόρατη χείρα» της νομοτέλειας, της αναγκαιότητας. Οι όποιες αποκλίσεις είναι προσωρινές και αμελητέες στον μεγάλο ιστορικό χρόνο, για τον οποίο μετράει μόνο ο ακαταμάχητος φαταλισμός των νομοτελειών.
Σε αυτή την αντίληψη, το κοινωνικό, οι συγκρούσεις, οι αγώνες είναι ακόμη μία προμελετημένη και προσχεδιασμένη κίνηση στη μεγάλη υπεριστορική σκακιέρα, η οποία ενισχύει τις εκ των προτέρων δεδομένες τάσεις σε ένα σκηνικό στο οποίο δεν υπάρχει χώρος για εκπλήξεις.
Το τυχαίο δεν είναι παρά μια επιφανειακή, εμπειριστική ανάγνωση στοιχείων που σε ένα βαθύτερο επίπεδο είναι και δείχνουν απόλυτα αιτιοκρατικά, όπως θα έλεγαν τα κάποτε παντοδύναμα εγχειρίδια εφαρμοσμένου σοβιετικού «μαρξισμού» για καθημερινή χρήση.
Ο εξοβελισμός των αντιφάσεων
Οι δυο προαναφερθείσες προσεγγίσεις έχουν κοινό παρονομαστή: την παντοδυναμία της διαχείρισης. Και στις δύο περιπτώσεις η διαχείριση είναι παθητική, έχει τα χαρακτηριστικά εκ των υστέρων «εξουσιοδοτημένων» παρεμβάσεων προκειμένου να αποκατασταθούν προσωρινές αποκλίσεις από την ισορροπία των πραγμάτων. Στη μια περίπτωση προβάλλεται η διαχείριση της ιδέας της ελευθερίας, στην άλλη η διαχείριση της νομοτέλειας της ιστορίας. Η πρώτη διαμεσολαβείται σε μεγάλο βαθμό από την κρατική διαχείριση των «σύγχρονων φιλελεύθερων δημοκρατικών κοινωνιών» με την καταστολή και την κρατική βία στην καθημερινή διάταξη, η δεύτερη, που εκπροσωπείται από τους θεματοφύλακες του «εθνοκομμουνισμού», είχε την ευκαιρία να επιδείξει παρόμοιες αρετές στο ένδοξο παρελθόν της, ενώ σήμερα αρκείται στην αυταρέσκεια του αποκλειστικού και προνομιακού θεματοφύλακα της αυθεντικής «γνώσης» των τάσεων του κοινωνικού, που άλλοι είτε παραβλέπουν είτε ως «εξωνημένοι» αποσιωπούν.
Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με την κίνηση της Ιδέας, είτε με τη μορφή της ελευθερίας είτε με την καρικατούρα του «υλισμού της αναγκαιότητας». Και στις δυο περιπτώσεις η Ιδέα κινείται μέσω μετασχηματισμών ή και μεγάλων «αντιθέσεων» («ελευθερία» εναντίον «ολοκληρωτισμού», «σοσιαλισμός» εναντίον «αντίδρασης») που α-ιστορικά ιχνηλατούν το ατσάλινα αναγκαίο πεπρωμένο τους. Μάλιστα, οι αριστεροί προπαγανδιστές της «προόδου» θα ισχυριστούν ότι αυτοί είναι οι μόνοι που έχουν ενσωματώσει στη σκέψη τους την κίνηση της αντίφασης, η οποία βεβαίως, ως άλλη Ιδέα, είναι μία, πανταχού παρούσα και αμετάβλητη μέχρι τη συντέλεια του τέλους-σκοπού της ιστορίας, στη μορφή της «βασικής αντίφασης» (παλαιότερα της αντίφασης κεφαλαίου και εργασίας, μετέπειτα της αντίφασης λαού και μονοπωλίων).
Και όμως, αυτός ο «υλισμός» της αναγκαιότητας και των πανταχού παρουσών νομοτελειών δεν είναι τίποτε άλλο από τον ιδεαλισμό του Λόγου, της αποχρώσας (κρυφής, αλλά ίσως και φανερής για ολίγους «εκλεκτούς») «αιτίας» που οδηγεί και τελειώνει την αναγκαιότητα της νομοτέλειας.
Είναι αυτός ο ιδεαλισμός που έδωσε την αφορμή στον Λουί Αλτουσέρ να επαναδιατυπώσει θέσεις για την υλιστική προσέγγιση της πραγματικότητας που δεν μπορεί παρά να είναι συγκεκριμένη, ιστορική και βασισμένη στη κίνηση των αντιφάσεων, των πάσης φύσεως αντιφάσεων και όχι μόνο της «βασικής». Είναι αυτό που ονομάστηκε υλισμός της συνάντησης ή υλισμός του αστάθμητου, προκειμένου να αναδείξει την κυριαρχία του συγκεκριμένου, του υλικού απέναντι στον αφηρημένο κόσμο των Ιδεών, ενός συγκεκριμένου που, θεωρούμενο από την οπτική της ανατροπής, οφείλει να περιέχει καταστατικά και σε μη αναγώγιμη μορφή το αστάθμητο ως καθοριστικό παράγοντα διαμόρφωσης της συγκυρίας. Ένα αστάθμητο που, αν και όποτε προξενεί την έκπληξη των δυνάμεων της κοινωνικής ανατροπής, οφείλει να εκλαμβάνεται ως «θετική» υπενθύμιση του γεγονότος ότι οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος κινούνται προς κόμβους όπου η ρήξη με την εξουσία είναι ενδεχόμενη, υπαρκτή δυνατότητα και δυναμική διάσταση στις τάσεις της συγκυρίας
Η πολιτική του αστάθμητου
Ιδωμένες από αυτή την οπτική οι κινητοποιήσεις των φοιτητών και των πανεπιστημιακών, που προέκυψαν ως αναπάντεχο ξέσπασμα σε μια συγκυρία την οποία όλοι βιάζονταν να απαξιώσουν ως φέρουσα την σφραγίδα της ήττας, έχουν κάτι το θεμελιακά ενδιαφέρον και αισιόδοξο. Και τούτο όχι διότι αποδεικνύουν ότι «τίποτε δε χαρίζεται αλλά κατακτιέται με αγώνες», ούτε διότι αυτό που συνέβη «ενισχύει τις ιστορικές αναγκαιότητες με τους αγώνες και τις θυσίες των δυνάμεων της εργασίας», σε συνέχεια μιας πρωτοχριστιανικής αποχαυνωτικής τελεολογίας του υπερβατικού. Και μόνο το γεγονός ότι αναδεικνύουν το στοιχείο της κρίσης στην κοινωνική εξέλιξη αρκεί για να αναδείξει την αδιαμφισβήτητη αξία τους ως σημείων καμπής που επαναφέρουν στην ημερήσια διάταξη την πολιτική ως μέσο συμπύκνωσης των αντιφάσεων και παρέμβασης στην κρίση, ως πρακτική και μέτρο για τη συμμετοχή των δυνάμεων της κοινωνικής αμφισβήτησης στις επίκαιρες αναδιατάξεις, τομές και ρήξεις.
Αυτός ο υλισμός του αστάθμητου «έχει επινοηθεί προκειμένου να γίνει διανοητό το άνοιγμα του κόσμου προς το συμβάν, την ανήκουστη φαντασία και ακόμη κάθε ζωντανή πρακτική, συμπεριλαμβανομένης και της πολιτικής» (Αλτουσέρ). Είναι συνυφασμένος με την πρωταρχικότητα της δομής πάνω στα στοιχεία που δεν προϋπάρχουν αλλά ορίζονται μόνο στο εσωτερικό της, άρα την πρωτοκαθεδρία των σχέσεων, των διαδικασιών και των μετασχηματισμών, έξω από τους οποίους δεν είναι ασφαλής ο ορισμός των δεδομένων.
Το αστάθμητο είναι εχθρός κάθε τελεολογίας, που είναι ταυτόχρονα τελεολογία της Αρχής και του Τέλους-Σκοπού. Είναι η αξίωση να απορρίψει κανείς την πρωτοκαθεδρία του Λόγου, ο οποίος ως Λόγος αξιώνει από τη γέννησή του την Αρχή και την ύπαρξη του Τέλους-Σκοπού. Είναι η θέση ότι τα συμβάντα αναδύονται ως προσωρινά αποτελέσματα μιας συνάντησης σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο που κάλλιστα θα μπορούσε να μην είχε πραγματοποιηθεί, και η οποία πραγματοποιούμενη φαντάζει να παράγει κάτι που στη νοητική ιδιοποίησή του φαίνεται αντικειμενικό και «αναγκαίο». Είναι ο «αστάθμητος χαρακτήρας της εμπέδωσης αυτής της συνάντησης που προωθεί το συντελεσμένο γεγονός, για το οποίο μπορούμε να διατυπώσουμε νόμους» (Λ. Αλτουσέρ, Θέσεις 88, www.theseis.com). Και ακόμη περισσότερο, διατυπωμένο με θετικό τρόπο, η ίδια η συνάντηση «κατέληξε σε αποτέλεσμα που αυτοστιγμεί εξετράπη του πιθανού επίδοξου σκοπού του [...] Αυτή η εκτροπή είναι η ένδειξη της μη τελεολογίας της διαδικασίας και της εγγραφής του αποτελέσματός της σε μια διαδικασία [η οποία το] κατέστησε εφικτό και η οποία ήταν παντελώς ξένη ως προς αυτό» (Λ. Αλτουσέρ, Θέσεις 88, www.theseis.com).
Δεδομένου λοιπόν του «εύθραυστου» των διαδικασιών και των αποτελεσμάτων, καθώς και του αστάθμητου της συνάντησης, είναι φανερό ότι η μεταφυσική του «κόσμου των νομοτελειών» που κρύβεται πίσω από τη φαινομενολογία της τυχαιότητας δεν είναι παρά η προβολή μιας μετάθεσης, η οποία εδράζεται στην απλή και ακλόνητη πίστη στις βεβαιότητες του ιδεαλισμού, που θα αναζητήσει την ιδεολογική επικύρωση του συντελεσμένου μέσα από τις βεβαιότητες των «νομοτελειών».
Η εξέγερση έχει πάντα δίκιο
Η πολιτική, σε αντίθεση με την καθημερινή προπαγάνδα των μακαρίως «επαναστατικά αισιόδοξων», δεν είναι το εργαστήρι της ιστορίας όπου οι νομοτέλειές της σφυρηλατούνται από το υλικό του σήμερα. Η πολιτική είναι η συμπύκνωση των αντιφάσεων, είναι η αστάθμητη συνεύρεση των προϋποθέσεων για την έλευση αυτού που δεν υπάρχει και που ενδέχεται να καταστεί εφικτό, μέσα από την εκτροπή από τους επίδοξους σκοπούς που δηλώνονται κατά τη συνεύρεση των στοιχείων.
Δεν είναι λοιπόν προϋπόθεση να ενστερνίζεται κανείς τις δηλούμενες προθέσεις των πρωταγωνιστών των κινητοποιήσεων για να υποστηρίξει την κινητοποίηση.
Αυτό που μετράει για την υποστήριξη των κινητοποιήσεων, και η επένδυση σε αυτές, δεν είναι η ρητή
· επιδίωξη του «ελεύθερου, δημοκρατικού δημόσιου πανεπιστήμιου» που μπορεί και να αποτελεί ιστορική ιδιομορφία,
· άρνηση των «ιδιωτικών πανεπιστημίων» με επιχειρήματα που επικαλούνται μαγικές εικόνες «δημόσιου συμφέροντος» υπέρ του λαού και του τόπου,
· προβολή μιας ανύπαρκτης ομοιογένειας ετερόκλητων συμφερόντων των παραγόντων της πανεπιστημιακής ζωής,
· εναντίωση σε διαδικαστικά και ουσιαστικά ατοπήματα στη διαδικασία «διαλόγου».
Αυτό που δεν επιτρέπεται να εμποδίζει τη συστράτευση στην κλιμακούμενη σύγκρουση δεν μπορεί να είναι
· το ετερόκλητο των δυνάμεων που «στηρίζουν» τις κινητοποιήσεις χωρίς να συμμετέχουν ουσιαστικά σε αυτές,
· η διαφωνία με κάποιες από τις προβαλλόμενες θέσεις.
Η πολιτική συγκροτείται στη βάση της αποδοχής του γεγονότος ότι το αστάθμητο και απροσδόκητο αποτελεί καταστατικό στοιχείο για τη λειτουργία και αποτελεσματικότητά της. Το αστάθμητο δεν είναι η κυριαρχία του βασιλείου της άγνοιας, είναι το αποτέλεσμα του επικαθορισμού της κίνησης των αντιφάσεων και της συγχώνευσής τους σε κομβικά σημεία από τα οποία αναδύεται η (ανάγκη για) αμφισβήτηση και ανάσχεση της στρατηγικής του κεφαλαίου. Είναι η ένδειξη ότι η ανατροπή είναι εφικτή ως επίδραση τυφλών και πλεοναζόντων αιτίων και όχι ως γραμμική προβολή του «επαναστατικού σχεδίου». Το αστάθμητο ως βασικό στοιχείο κοινωνικής ασυνέχειας, καθοριστικό στους κόμβους συνάρθρωσης των αντιφάσεων, καθιστά εφικτό και αποτελεσματικό τον «βολονταρισμό» της ανατρεπτικής πολιτικής, κάτι που σε ομαλές περιόδους μπορεί να φαίνεται (και να είναι εν μέρει) εμμονή και τυχοδιωκτισμός.
Για το λόγο αυτόν η διαφωνία δεν μπορεί να είναι πρόφαση διαφοροποίησης. Για όσους κατανοούν ότι το αστάθμητο είναι η «πύλη εισόδου» στη συγκυρία, ότι η εξέγερση δημιουργεί προϋποθέσεις για να ανατραπεί η συνέχεια και η εμπέδωση των συσχετισμών δύναμης υπέρ των κρατούντων, ότι η πολιτική εκτρέπει την μια ή την άλλη τελεολογία μέσα από τη συνεύρεση των τυφλών αιτίων στην παραγωγή ενός συχνά απροσδόκητου και μη αναγνωρίσιμου αποτελέσματος. Για όλους αυτούς υπάρχει η πρωταρχικότητα της εξέγερσης απέναντι στο Λόγο, απέναντι στο Σχέδιο, το Πρόγραμμα, την Αναγκαιότητα, τη Νομοτέλεια, το «επαναστατικό» πεπρωμένο.
Με τα λόγια του Μάο Τσε Τουνγκ: Η εξέγερση έχει πάντα δίκιο.
Με τα λόγια του Αλτουσέρ: Θα έρθει μια μέρα όπου θα πρέπει να ξαναμοιραστεί το παιχνίδι, και τα ζάρια να ριχτούν ξανά πάνω στο άδειο τραπέζι.
«La rencontre du materialisme et de l’aleatoire chez Louis Althusser», του Jean-Claude Bourdin, «Le materialisme comme politique aleatoire», του Yann Moulier Boutangστο περιοδικό Multitudes WEB.