1. Το ΚΚΕ αλλάζει
Κάτι κινείται στο πολιτικό μόρφωμα που έχει αυτοχριστεί ως ο «θεματοφύλακας» των «αντικαθεστωτικών» παραδόσεων του κινήματος. Αφού το ΚΚΕ επί πολλά χρόνια αναβαπτιζόταν στην αποστείρωση του απομονωτικού αυτισμού του, μια φάση που ακολούθησε τα «πρωτότυπα» ανοίγματα στο τέλος της δεκαετίας του ’80, οπότε και διεκδίκησε την συνδιαχείριση της αστικής εξουσίας προκειμένου να «καθάρει» τους κανόνες του παιχνιδιού που «βάζουν το λαό στη γωνία», κάτι φαίνεται πως συνέβη πρόσφατα: το κόμμα οπλίστηκε με νέα αυτοπεποίθηση, γεγονός που φάνηκε και στην προεκλογική εκστρατεία για τις ευρωεκλογές.
Το φοβικό σύνδρομο που χρωμάτιζε τη δημόσια εικόνα του ΚΚΕ, εξωθώντας ακόμη και τους όποιους εν δυνάμει συμμάχους στην αντίθετη άκρη του πολιτικού φάσματος (1000 κόμματα, δυο πολιτικές), έδωσε τη θέση του σε μια ανοιχτή, κοσμίως διδακτική επίκληση των αισθημάτων μετανοίας, αλλά και «ανεξαρτησίας χαρακτήρος» που κρύβουν βαθιά μέσα τους όλοι οι πιστοί εκλογείς: «διορθωτική» ψήφος, αντίσταση στην «ευρω-υποταγή», ανυπακοή στα κελεύσματα των Βρυξελλών. Παράλληλα, παρατηρήθηκε μια πρωτοφανής για τα μέτρα του ΚΚΕ διεύρυνση της θεματολογίας κρούσης του, ακόμα και με μη «πολιτικά» ζητήματα (μεταλλαγμένα, διοξίνες), ενώ επανήλθε ο «εξοδισμός» ως πολιτική πυξίδα και συμπύκνωση της «άλλης» γραμμής, όπου η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση συνδυάζεται και με το όραμα της «Σοσιαλιστικής Ευρώπης». Η οποία άλλωστε δεν είναι κάτι το νέο, μιας και έως πρόσφατα αυτή η πολιτική Ατλαντίδα φώτιζε τον ορίζοντα των αγώνων, προτού διεθνείς συνομωσίες τη βυθίσουν ανεπιστρεπτί.
Ποια ήταν λοιπόν η πηγή αυτής της δυναμικής ανάκαμψης του ΚΚΕ στην πολιτική σκηνή, κάτι που είχε και αντικειμενικό αντίκρυσμα στην αύξηση της εκλογικής του δύναμης στις ευρωεκλογές; Ποιοι είναι όλοι αυτοί που αισθάνθηκαν την ανάγκη να «διορθώσουν» αμαρτίες του παρελθόντος, ποιοι αντιστέκονται σθεναρά και σε τι, ποιο είναι το κίνημα της ανυπακοής που βρήκε τον πολιτικό εκφραστή του; Ποια είναι η κρυφή δύναμη που έδωσε τη νέα ζωτική ισχύ στο ΚΚΕ ώστε να χαμογελάει αυτάρεσκα στη γωνία, συνδυάζοντας «το παλιό με το καινούργιο, την παράδοση με την ανανέωση, τα ιδανικά με την καθημερινότητα»;
Δεν χρειάζεται να πάμε πολύ πίσω στο παρελθόν για να εντοπίσουμε τα συμβάντα που συνέβαλαν στο πολιτικό λίφτινγκ της ένδοξης «αντικαθεστωτικής» παράδοσης.
2. Χρυσοπράσινα φύλλα στο άκρο του πολιτικού φάσματος
Τους τελευταίους μήνες πριν το καλοκαίρι ζούμε την αναβάπτιση των «αντιστασιακών» και «αντικαθεστωτικών» παραδόσεων που ελάνθαναν στα καθημερινά ειρηνικά έργα του «λαού», την ευθεία συνέχεια των «ελεύθερων κοινοτήτων» που έγραψαν ιστορία σε μαύρα χρόνια «υποδούλωσης του γένους», μια μοναδική ανάταση που προέκυψε αυθόρμητα, ακριβώς όπως αυθόρμητα ανάβουν οι σπίθες των γνήσιων επαναστάσεων που υιοθετούν τα δίκαια της εξέγερσης. Και αυτό που εξεγέρθηκε είναι μάλλον το αδάμαστο πνεύμα όλων εκείνων που σε κρίσιμες στιγμές αισθάνθηκαν ότι ήρθε η ώρα να υπερασπιστούν αξίες και οράματα που έχουν ως πυρήνα τους την πάλη του «έθνους» για ανεξαρτησία: Μιλάμε για την αποτροπή της εξωτερικής απειλής που συμπυκνώθηκε στην αντίσταση προς το Σχέδιο Ανάν, αυτή την απειλή κατά της «Κυπριακής Δημοκρατίας». Όλα αυτά που αποτέλεσαν μια πρόγευση των σχεδίων «συρρίκνωσης του Ελληνισμού»: ένα ιμπεριαλιστικό εγχείρημα που θα χρησίμευε ως γενική δοκιμή των ΗΠΑ προκειμένου να επιβάλουν την ανίερη «Νέα Τάξη» σε όλους τους «μαχόμενους λαούς», από την Ιράκ έως το Αφγανιστάν, και από το Ιράν έως τη Βόρεια Κορέα.
Το Κυπριακό αναδείχθηκε λοιπόν ως το προνομιακό πεδίο όπου οι αντιφάσεις του ιμπεριαλισμού και των αδηφάγων σχεδίων του παράγουν διαχωριστικές γραμμές, οι οποίες για πρώτη φορά συνενώνουν τους «απορριπτικούς πατριώτες» του «Προέδρου Παπαδόπουλου» και του Λυσσαρίδη στην Κύπρο με το «γνήσιο πατριωτικό ΠΑΣΟΚ» και το πάλαι ποτέ ΔΗΚΚΙ στην Ελλάδα, αλλά και με τους «αντιιμπεριαλιστές» του ΚΚΕ και του ΑΚΕΛ, των «μ-λ» οργανώσεων ή τους «διεθνιστικής» απόχρωσης πολέμιους της νέας τάξης πραγμάτων. Και το αρχικό αποτέλεσμα ήταν θεαματικό: Συντριπτική καταδίκη του σχεδίου Ανάν στην Κύπρο, διάσπαση των «ενδοτικών», υποχώρηση των συμβιβαστικών απόψεων και των φορέων τους. Με λίγα λόγια: η πρώτη φορά που ο «λαός νίκησε», βάζοντας «φραγμό στα σχέδια των ιμπεριαλιστών», «απειθαρχώντας στα κελεύσματα και τις απειλές των ισχυρών», αναδεικνύοντας την «ανυπακοή» ως πολιτική στάση στη συγκυρία. Και οι νίκες εγγράφουν υποθήκες για το μέλλον, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια νέα νικηφόρα πορεία των «συμμάχων». Μόνο που δεν στερείται ενδιαφέροντος να δούμε ποιοι είναι και ποια ιστορική πορεία έχουν οι «σύμμαχοι», σε ποια ζητήματα παρατηρήθηκαν μετατοπίσεις και ποιους αφορούσαν.
Και εδώ τα πράγματα είναι μάλλον ξεκάθαρα: η «απορριπτική κοινότητα» που αντιστέκεται σήμερα με την «ανένδοτη διπλωματία» της στον «ιμπεριαλισμό», πράττει το ίδιο διαχρονικά, υπερασπιζόμενη αδιαλείπτως τα «δίκαια της φυλής» με κάθε πρόσφορο τρόπο, αρχίζοντας μάλιστα τη δεκαετία του 1960 από την «κριτική των όπλων», με τις παραστρατιωτικές ομάδες των Γεωρκάτζη, Σαμψών, Παπαδόπουλου και Λυσσαρίδη, που προασπίστηκαν τα «δίκαια του έθνους» εξωθώντας και εγκλείοντας τους «αδελφούς» τουρκοκύπριους στους θύλακες. Είναι όλοι αυτοί που με απόλυτη σαφήνεια όμνυαν και ομνύουν πίστη στο «έθνος» και τη «φυλή», ορμώμενοι από τα υψηλά ιδανικά της αντίστασης στις «αντεθνικές προδοσίες», είτε αυτές προωθούνταν, προ δεκαετιών, από τον «ξενοκίνητο κομμουνισμό» και τους «συνοδοιπόρους» του, είτε αρθρώνονταν ως απειλή κατά της «μικράς Ελλάδος» από το «αλλοεθνές στοιχείο» των τουρκοκυπρίων, το οποίο ήταν μεν αγαπητό και ανεκτό να «πουλάει αραποφύστικα στους δρόμους», αλλά όχι να συμμετέχει στη συμφωνηθείσα συνταγματική τάξη, από την οποία το μέγιστο που θα μπορούσε να αποκτήσει ήταν ένα μειονοτικό status. Και όλοι γνωρίζουμε πόσο ελαστικά είναι τα ατομικά δικαιώματα των μειονοτήτων, ακόμη και σήμερα, στην εποχή των «δικαιωμάτων του Ευρωπαίου πολίτη».
Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι γιατί στο πλαίσιο του «πλειοψηφικού ρεύματος» που διαμορφώθηκε στην (και για την) Κύπρο, συμπαρατάχθηκαν άτομα και δυνάμεις που στο παρελθόν είχαν κρατήσει μια γενναία αντιεθνικιστική στάση (π.χ. για το Μακεδονικό), χωρίς τότε να προβάλλουν το επιχείρημα («βαρύ πυροβολικό» της σημερινής τους επιχειρηματολογίας), ότι η ορθότητα της θέσης τους «αποδεικνύεται» από το γεγονός ότι βρίσκονται στο αντίθετο στρατόπεδο από εκείνο του «ιμπεριαλισμού». Κάτι ιδιαίτερο φαίνεται πως υπάρχει στην «Κύπρο», που επιτρέπει με άνεση τη διολίσθηση από τον διεθνισμό στον ελληνοκεντρικό «αντιιμπεριαλισμό», αναδεικνύει την ηγεμονία του τριτοδιεθνιστικού «κομμουνισμού» πάνω σε όλες τις παραλλαγές του, επιτρέπει στο ΚΚΕ να «αντιστέκεται» γενικώς και χωρίς δεσμεύσεις, δίνει την ευκαιρία να συνδυαστεί η μεγαλόστομη «σοσιαλιστική» κενολογία με την καθημερινή «πολιτική» και με τις αυθόρμητες λαϊκές ιδεολογίες, όπου μεγάλες «ιδέες» αποκτούν ερείσματα στην καθημερινότητα και παράγουν «αποτελέσματα» στη συγκυρία.
Αποτελέσματα με μια ιδιαίτερα χρήσιμη όψη: δίνουν υπόσταση στο κενό σύνολο (το μεγάλο ή μικρό ΟΧΙ) που απλώς υπάρχει «νικηφόρα», ως ανάχωμα στην «κυριαρχία του ιμπεριαλισμού», και όλα τα «συγκεκριμένα» που φαντασιακά υποσημειώνει. Συνδέοντας την Αριστερά με «όλους τους άλλους» που ανεξαρτήτως προέλευσης, ιδεολογίας και στόχευσης, συμπορεύονται και δίνουν χρώμα στο μεγάλο «κενό» που δεν μπορεί παρά να καταληφθεί από μια ιδέα, συνεκτική και συνδετική, μήτρα της ετερόκλητης «συμμαχίας», ιστό που αόρατα μα αποτελεσματικά οριοθετεί το ανάχωμα: αντίσταση, ανυπακοή, απειθαρχία: Του ΑΚΕΛ αλλά και του «Προέδρου Παπαδόπουλου», της Α. Παπαρήγα αλλά και του Στ. Παπαθεμελή, του ΜΕΡΑ αλλά και του Νεοκλή Σαρρή. Για πρώτη φορά το ύπουλο σχέδιο του «ιμπεριαλισμού» εξώθησε τους πολλούς από τη μια μεριά του αναχώματος, απέναντι στους λίγους και ισχυρούς από την άλλη. Και οι πολλοί, παρά τις διαφορές και τις διακρίσεις, έχουν όνομα και ταυτότητα: είναι ο «λαός». Και οι λίγοι επίσης: οι Αμερικάνοι, ο «ιμπεριαλισμός» ή τα «μονοπώλια» για τους πιο ψαγμένους. Και εκτός από όνομα ο «λαός» έχει και χαρακτήρα.
3. Η «εθνική» υπόσταση του λαού
Για να είμαστε δίκαιοι, η εξέλιξη αυτή δεν είναι ούτε ξαφνική μετάλλαξη, ούτε πρόσφατη ιδιοτυπία, αλλά αποτέλεσμα μακράς διεργασίας, την οποία άλλωστε είχαμε επισημάνει στις έως σήμερα εκφάνσεις της. Εδώ θα συνοψίσουμε και πάλι ορισμένες καμπές της ιστορικής διαδικασίας διολίσθησης της κομμουνιστικής Αριστεράς από το επαναστατικό πρόταγμα στην αστική εθνικο-λαϊκή στρατηγική. Διότι από την αδυναμία ριζικού μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων στη μετεπαναστατική Ρωσία της δεκαετίας του ’20 και την επικράτηση των ιδεολογιών που κήρυσσαν το τέλος της πάλης των τάξεων και τη δημιουργία του «παλλαϊκού κράτους» στη δεκαετία του ’30, λίγα βήματα απέμεναν για να οδηγηθεί όλο το οικοδόμημα του «κομμουνισμού» στη σημερινή του καρικατούρα:
· Η ανατροπή των αντικαπιταλιστικών σχέσεων κοινωνικού ελέγχου στην ΕΣΣΔ και η συρρίκνωση του επαναστατικού εγχειρήματος σε «εκσυγχρονισμό των παραγωγικών υποδομών» υπό καθεστώς μονοπωλιακής ρύθμισης, διαπλεκόταν αρμονικά με την ιδεολογία της «υπεράσπισης της πατρίδας», σημαδεύοντας ανεξίτηλα όλη την τριτοδιεθνιστική παράδοση.
· Στην Ελλάδα, η σχηματοποίηση του αγώνα για τον κοινωνικό μετασχηματισμό στη θεωρία των σταδίων, και η προβολή του «εθνικοαπελευθερωτικού» χαρακτήρα στην αντίσταση, αναδείκνυε την πρωτοκαθεδρία του «έθνους», όχι μόνο στην πρακτική πολιτική αλλά και στην ίδια τη θεωρητική σκέψη που λειτούργησε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως εκμαγείο των θεωρητικών τερατογενέσεων του σοβιετικής έμπνευσης «μαρξισμού».
· Στο μυαλό του μέσου Έλληνα αριστερού και κομμουνιστή του 20ού αιώνα είναι περισσότερο από δεδομένο και προφανές πως η επανάσταση είναι ταυτισμένη με την εθνική αντίσταση κατά του κατακτητή, Γερμανού στην αρχή της δεκαετίας του ’40 και Άγγλου-Αμερικανού στο τέλος της. Γεγονός που για την ίδια μέση συνείδηση επισφραγίστηκε από την αντίληψη ότι κάθε τίμιος αγώνας που ακολούθησε δεν ήταν στην πραγματικότητα τίποτε άλλο από αντίσταση, με το «έθνος» κατά των «κατακτητών» και υπέρ της «ανεξαρτησίας». Ο «μεγάλος πατριωτικός πόλεμος», η «εθνική αντίσταση» και η «δημοκρατία του βουνού» ήταν οι θετικές εκδοχές αυτής της αντίληψης. Η δεξιά ιδεολογία της «εθνικοφροσύνης», το στίγμα του «αντεθνικού μιάσματος» και ο εξοβελισμός από τον «εθνικό κορμό» αποτέλεσαν τη συμπληρωματική αρνητική εκδοχή: Και τα δυο εξέθρεψαν την αντίληψη μιας «ταξικότητας» που αρθρώνεται γύρω από το «έθνος» και επικαθορίζεται από αυτό.
· Η «ξενοκίνητη» χούντα, «δημιούργημα των αμερικανο-νατοϊκών ιμπεριαλιστών», η «τραγωδία της Κύπρου» που ήταν άλλωστε και η «αιτία της εκτροπής του ’67, η οποία οργανώθηκε από πράκτορες της CIA», μαζί και με την κατευθυνόμενη ελληνοτουρκική κρίση (καθώς η Τουρκία δεν είναι παρά απλό ενεργούμενο – «στρατηγική επιλογή» του επιθετικού ιμπεριαλισμού), τα πάντα ανάγονται στην επιβουλή του αδίστακτου «ιμπεριαλισμού» κατά των «λαών» και «εθνών» που αντιστέκονται.
· Τέλος, ακόμη και εκεί που δεν παρατηρείται ανοικτή εκτροπή, επιβουλή και επιθετικότητα, αυτό συμβαίνει επειδή οι χώρες της «περιφέρειας» είναι τόσο εξαρτημένες ώστε έχουν υποταχθεί στην εκμετάλλευση από τις «πλούσιες χώρες», τον «ιμπεριαλισμό», με τοποτηρητές που φροντίζουν να απομυζούν το «μόχθο» των φτωχών, το υστέρημα των «λαών» της περιφέρειας, για να συσσωρεύουν πλούτο οι μητροπόλεις.
Αυτό υπήρξε το έδαφος πάνω στο οποίο ευδοκίμησε και αναπτύχθηκε στη συνέχεια η «εθνική» (δηλαδή στηριγμένη στην πάλη μεταξύ κρατών) αντίληψη της αριστερής στρατηγικής.
Οι Θέσεις από την αρχή της κυκλοφορίας τους ανέδειξαν τη σημασία που έχει η κριτική και η αντιπαράθεση στις απόψεις αυτές, τόσο για τη μαρξιστική θεωρία όσο και για την καθημερινή πολιτική συγκυρία. Η κριτική του κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού και του «σοβιετικού μαρξισμού», των κυρίαρχων θεωριών για τον ιμπεριαλισμό και την εξάρτηση, αποτέλεσε βασικό θεωρητικό άξονα της παρέμβασής μας. Όμως αυτές οι θεωρίες έχουν απίστευτη αντοχή και ανθεκτικότητα, όχι μόνο στην κριτική αλλά και στον ίδιο το χρόνο ή τις μεταβαλλόμενες συνθήκες αναπαραγωγής τους. Και η αιτία είναι μια: αρθρώνονται όλες με καταστατικό τρόπο γύρω από τη θεμελιακή έννοια του «έθνους», που ως κατοπτρικό είδωλο του σύγχρονου κράτους του κεφαλαίου, εγχαράσσεται υλικά και αυθεντικά σε κάθε φαντασιακή σχέση των ατόμων με τους πραγματικούς όρους ύπαρξής τους. Το κλειδί βρίσκεται λοιπόν στην κυριαρχία μιας αυθόρμητης αριστερής λαϊκής εθνικιστικής («αντιμπεριαλιστικής») ιδεολογίας, η οποία συνιστά τον «μόνο» αυθόρμητο τρόπο να τοποθετηθεί το εγκαλούμενο υποκείμενο πρακτικά απέναντι στην καθημερινότητα ή το συγκεκριμένο. Και θα παραμένει ο μόνος τρόπος, όσο οι ταξικοί αγώνες δεν αναδεικνύουν έμπρακτους, δηλαδή νικηφόρους τρόπους αντιπαράθεσης που να στηρίζονται σε άλλα συλλογικά υποκείμενα που αναδεικνύονται μέσα από τη σύγκρουση, σε υποκείμενα που τη συγκρότησή τους διαπερνά η πραγματική ταξική διαχωριστική γραμμή και όχι το φαντασιακό «εθνικό» και «λαϊκό» πέπλο που τη συγκαλύπτει.
4. Η «Κυπριακή τραγωδία» της Αριστεράς
Στην Αριστερά μερικά πράγματα, που φαντάζουν δύσκολα και κεφαλαιώδη, λύνονται άμεσα και με ελάχιστη προσπάθεια, ενώ άλλα, φαινομενικά απλά και προφανή, οδηγούν σε πολιτικά Βατερλώ.
Έτσι, ενώ για παράδειγμα οι αγκυλώσεις που χρειάστηκε να υπερβεί η συγκρότηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στην προηγούμενη φάση της συγκυρίας φάνηκαν να συνδέονται πολύ περισσότερο με τις ιστορικές καταβολές, τη διακριτή καταστατική συγκρότηση του κάθε ρεύματος, τη δυσπιστία του δικού του μικρού ακροατηρίου (της «βάσης» του) ως προς το χαρακτήρα και τα όρια των αμοιβαίων υποχωρήσεων, δεν υπήρξε εντούτοις κανένα ιδιαίτερο ζήτημα ασυμφωνίας επί της «γενικής πολιτικής» πλατφόρμας: Υπήρξε σύγκλιση αναφορικά με τη συγκυρία της πάλης των τάξεων, τη μάχη κατά του νεοφιλελευθερισμού, την απόρριψη των κεντοαριστερών στρατηγικών και του πολέμου, τα μέτωπα πάλης... Άρκεσε όμως ένα ζήτημα τρέχουσας πολιτικής, η τοποθέτηση σε ένα ζήτημα της συγκυρίας (η «Κύπρος») για να αναδειχθούν ασυμφωνίες και αντιθέσεις, να αναδυθούν ηγεμονισμοί και καχυποψίες, και να τιναχθεί τελικά στον αέρα το εγχείρημα συγκρότησης ενός ενιαίου ψηφοδελτίου στις Ευρωεκλογές. Και δυστυχώς για την Αριστερά, η «Κύπρος» συμπυκνώνει όλα τα σύνδρομα της «πάλης των κρατών» που έχουν εγγραφεί με ανεξίτηλο τρόπο στο σώμα της.
Η ελληνική Αριστερά φόρτωσε το Κυπριακό πρόβλημα με όλα τα ιδεολογήματα στα οποία είτε αναγνώριζε τα αίτια για την επαναλαμβανόμενη κακοδαιμονία της στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, είτε θεωρούσε ότι συγκροτούν τη μεγάλη ελκτική της δύναμη.
Κατ’ αρχάς, μια βασική παραδοχή είναι πως η «Κύπρος» ανάγεται στη διεθνοπολιτική σφαίρα, είναι ζήτημα «διεθνούς δικαίου». Η νομική αστική ιδεολογία ορίζει αμέσως ποια είναι τα «υποκείμενα» σε αυτή τη σφαίρα δικαιοπολιτικών αντιθέσεων και στρατηγικών: είναι τα κράτη και οι συσχετισμοί που παράγονται στη βάση των σχέσεων μεταξύ τους. Στο ιδεολογικό αυτό πλαίσιο δεν απαιτείται κανένα νοητικό ή λογικό άλμα για να ισχυριστεί κανείς (και στη συνέχεια να πιστέψει) πως βρήκε το χώρο όπου δρα προνομιακά ο «διεθνής ιμπεριαλισμός»: Εδώ εγκαθιδρύεται καταστατικά η «εκμετάλλευση» των ασθενών κρατών από τα ισχυρά έθνη, εδώ «υποφέρουν» οι «λαοί» από τον «ιμπεριαλισμό». Ακριβώς όπως στο εσωτερικό του κοινωνικού σχηματισμού το δίκαιο ανάγει τις ταξικές σχέσεις σε σχέσεις μεταξύ ελεύθερων υποκειμένων-πολιτών, έτσι και εδώ, στο επίπεδο του «διεθνούς δικαίου», τα κράτη υποκαθιστούν τις αιτιότητες που προκύπτουν από την πάλη των τάξεων.
Από εκεί και πέρα είναι πολύ σύντομος ο δρόμος που οδηγεί στη «μικρή εξαρτημένη χώρα της περιφέρειας» που (υποτίθεται πως) είναι η Κύπρος, στις ιμπεριαλιστικές επιβουλές κατά του «ελληνισμού», στον καθοριστικό ρόλο των «ξένων» στις εξελίξεις, στο «αμερικανοκίνητο» του «προδοτικού πραξικοπήματος» του 1974 (αλήθεια, εφόσον η Κύπρος πρέπει να θεωρείται ως ανεξάρτητη χώρα μέλος του ΟΗΕ, γιατί άραγε η επέμβαση ενός ξένου στρατού, του ελληνικού, ήταν απλώς «πραξικόπημα»;) κ.ο.κ.
Αν η ελληνική Αριστερά κατόρθωνε να αναγνωρίσει το ελληνοκυπριακό «Όχι!» ως αυτό που πραγματικά είναι, ως αποτέλεσμα δηλαδή της ηγεμονίας μιας αντιδραστικής αστικής πολιτικής εξουσίας (του ελληνοκυπριακού αστισμού της Νότιας Κύπρου), η οποία, σε μια εποχή που το ζήτημα της έκτασης της επικράτειας παίζει δευτερεύοντα ρόλο, αρνείται πεισματικά να εκχωρήσει μερίδιο εξουσίας (έναντι εδάφους) στην τουρκοκυπριακή κοινότητα (αρνείται δηλαδή να αποδεχθεί την ομοσπονδοποίηση της Κύπρου, βλ. και το άρθρο του Ν. Τριμικλινιώτη στο παρόν τεύχος), τότε θα κατανοούσε ότι η «αντίσταση στον ιμπεριαλισμό» δεν είναι παρά η πλήρης υποταγή στις δουλείες που παράγει το ιδεολόγημα του «έθνους», ως εξάρτημα της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Θα αντιλαμβανόταν ότι κινδυνεύει να παρασυρθεί σε μια εθνικιστική κορύφωση, που σε λίγο θα πετάξει και το «αντιιμπεριαλιστικό» περίβλημα που για ιστορικούς λόγους συνοδεύει ακόμη το λόγο της.
5. Και πάλι ο «λαός»
Ο Πιερπάολο Παζολίνι έλεγε σε μια συνέντευξή του από τη δεκαετία του ’60 ότι στα εμπνευσμένα από το νεορεαλισμό έργα του επιχειρούσε να δείξει τη ζωή στις παραγκουπόλεις στα περίχωρα της Ρώμης, τη ζωή του λαού, «δηλαδή του υπο-προλεταριάτου των πόλεων». Σήμερα πια δεν υπάρχουν παραγκουπόλεις στη Ρώμη, και ο «λαός» βγήκε από το γκέτο για να εγκατασταθεί στον πυρήνα του σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους, στο «έθνος». Έτσι το «έθνος» έγινε η κοιτίδα όλου του «λαού», η σύγχρονη δυτική εκδοχή του «παλλαϊκού κράτους» της ΕΣΣΔ του ’36, αλλά και η λούμπεν ιδεολογία της Αριστεράς, που μετατρέπεται σε ιδεολογική παραφθορά του υποπρολεταριάτου.
Η αγκαλιά του έθνους είναι τόσο μεγάλη που χωράει όλους μέσα της.
Welcome to Hell, όπως γράφει κάθε στρατόπεδο πεζοναυτών που θέλει να σέβεται τον εαυτό του.