Ο ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ, Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ, ΤΑ "ΚΑΘΑΡΑ ΧΕΡΙΑ"
ΚΑΙ Η ΧΑΜΕΝΗ ΑΘΩΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΜΑΖΩΝ
Η διεθνοποίηση του κρετινισμού στην εποχή της παγκοσμιοποίησης-Η ισχύς του "κομμουνισμού"
Η περίοδος που διανύουμε απέδειξε περίτρανα την ανθεκτικότητα του "κομμουνισμού": η κατηγορία της κατασκοπίας υπέρ "κομμουνιστικού καθεστώτος" που πλανάται πάνω από τον πλέον "επώνυμο" επιχειρηματία δείχνει ότι το πολιτικό παρελθόν εξακολουθεί να είναι ζωντανό και να παράγει αποτελέσματα στη συγκυρία. Και με αφορμή αυτό εικονογραφείται για μια ακόμα φορά πόσο διαμεσολαβημένη και στρεβλή είναι η πολιτική ως συμπύκνωση των ταξικών αντιθέσεων σε μια εποχή ήττας του εργατικού κινήματος και απόλυτης κυριαρχίας του κεφαλαίου. Διότι αυτό που σήμερα γίνεται κατανοητό ως πολιτική στη συγκυρία είναι κατά μεγάλο ποσοστό οι οξυνόμενες αντιθέσεις μεταξύ των στενών ιδιαιτέρων συμφερόντων των μεμονωμένων κεφαλαίων και λιγότερο η αμβλεία αντιπαράθεση με τις κυριαρχούμενες τάξεις αναφορικά με τον τρόπο που επιβάλλεται η κυριαρχία της σχέσης του κεφαλαίου στον κοινωνικό σχηματισμό.
Αν σήμερα το βασικό επίδικο αντικείμενο της συγκυρίας αναφορικά με το συσχετισμό δύναμης μεταξύ κεφαλαίου - εργασίας είναι η κοινωνική ασφάλιση, η περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, η συμπίεση του εργασιακού κόστους στην υπηρεσία της "ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας", αυτό φαίνεται να έχει περάσει σε καθεστώς "τεχνικής επεξεργασίας λύσεων". Αντιθέτως, αυτό που εμφανίζεται ως το πραγματικό "μήλον της έριδος" είναι το ουδέτερο της κρατικής διαχείρισης, η καταπολέμηση της "διαπλοκής", η αποστασιοποίηση της πολιτικής από τα "συμφέροντα", η καταπολέμηση του "απολίτικου" των μαζών που απεργάζεται δεινά και συμφορές εφόσον προετοιμάζει το έδαφος για κάθε λογής καισαρίσκους....
Η αυτονομία του πολιτικού
Ας υπενθυμίσουμε αρχικά ότι το κλίμα αυτό δεν είναι νέο: αποτελεί σταθερά της πολιτικής ζωής τα τελευταία 15 τουλάχιστον χρόνια και συνδέεται με τις φάσεις που διανύει η εξέλιξη του συσχετισμού δύναμης κεφαλαίου-εργασίας. Ούτε πάλι είναι καθολικό: μολονότι η σχετική αυτονόμηση του πολιτικού αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την οργάνωση της κυριαρχίας της κεφαλαιακής σχέσης -του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου- στον κοινωνικό σχηματισμό, και την εμφάνισή της ως "κοινού εθνικού συμφέροντος", ο βαθμός αυτής της σχετικής αυτονομίας ποικίλει από χώρα σε χώρα και επιπλέον μεταβάλλεται ανά ιστορική περίοδο. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα η αποδοχή της ιδεολογικής μονοκρατορίας της κεφαλαιακής σχέσης επιτρέπει τη δημιουργία ενός στελεχιακού συνεχούς που μεταπηδά από τις επιχειρήσεις στα υπουργεία και τανάπαλιν, ενώ η Ιταλία εμπιστεύτηκε τις τύχες της σε έναν πρωθυπουργό-επιχειρηματία που εξακολουθεί να διοικεί τις πολυεθνικές επιχειρήσεις του από τη θέση της κρατικής διαχείρισης με όλες τις σχετικές προνομίες
Στην ελληνική πολιτική σκηνή επικρατεί διαφορετική παράδοση. Η κοινωνική -πολιτική και ιδεολογική, πέραν της οικονομικής- υπεροπλία του κεφαλαίου που προέκυψε μετά από την ραγδαία επιδείνωση του συσχετισμού δύναμης εις βάρος της εργασίας κατά τα τελευταία 15 χρόνια, σε συνδυασμό με την ασφυκτική πίεση που δημιουργεί η μικρή αγορά και η ένταση του ανταγωνισμού, έδωσε τη δυνατότητα σε δυναμικές μερίδες του κεφαλαίου να αποδυθούν σε ανελέητο πόλεμο που μετέρχεται όλα τα μέσα για την επικράτηση στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Παράλληλα, η "ουδέτερη" κρατική διαχείριση δεν έχει δώσει τα καλύτερα διαπιστευτήρια αξιοπιστίας: οι αναταράξεις της εποχής Κοσκωτά προκαλούν δυσπιστία για το κράτος που τότε φάνηκε να παραβιάζει αυτή τη σχετική αυτονομία του πολιτικού εμπλεκόμενο στη διαδικασία συσσώρευσης άμεσα και όχι ως επιδιαιτητής και οργανωτής (και) της ενδοκεφαλαιακής συναίνεσης στη βάση του μακροπρόθεσμου συμφέροντος του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου.
Οι μνήμες από αυτό το "παραστράτημα" σε συνδυασμό με την ασφυκτικά μικρή για τις δυναμικές μερίδες του κεφαλαίου εσωτερική αγορά, επαναφέρουν σταθερά στη συγκυρία τη "διαπλοκή" και την προσπάθεια προσεταιρισμού ή αποσταθεροποίησης της κυβερνητικής διαχείρισης ανάλογα με τη θέση στη διελκυστίνδα των ενδοκεφαλαιακών συσχετισμών. Στην αντιπαράθεση αυτή εμπλέκεται κάθε φορά η αντιπολίτευση προκειμένου να ιππεύσει το άρμα της "κάθαρσης" και συνεχίσει ακριβώς την ίδια πολιτική, ενδεχομένως με περισσότερα προσχήματα, έως ότου εισέλθει στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Το ενδιαφέρον σε αυτή την ιστορία είναι όμως, πέραν των άλλων, η ανακατανομή των συσχετισμών δύναμης μεταξύ των κομβικών ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους: του τύπου, των ιδεολογικών αποτελεσμάτων που παράγει ο δικαστικός μηχανισμός, του θρησκευτικού ιδεολογικού μηχανισμού σε αντιπαράθεση και αντιπαραβολή με τον πολιτικό ιδεολογικό μηχανισμό, την κυβερνητική διαχείριση και τα κόμματα. Και σε αυτό το σημείο η πρόσφατη συγκυρία έχει ενδιαφέρουσες όψεις που άλλοτε προβάλλονται, άλλοτε όμως παραμένουν συγκαλυμμένες κάτω από τη στρεβλή πραγματικότητα που επιβάλλουν η δικτατορία του κοινού νου και οι κάθε λογής διαχειριστές της κοινοτοπίας.
"Ελέγχουν την εξουσία";
Ο τύπος ως ιδεολογικός μηχανισμός (η "τέταρτη εξουσία") επιτελεί ένα σημαντικό ρόλο μέσα στο συνολικό πλέγμα μηχανισμών άσκησης και αναπαραγωγής της κοινωνικής εξουσίας, καθώς συμβάλλει στο να συγκαλύπτεται η επιβολή των συμφερόντων του κεφαλαίου πάνω στην εργασία και να βιώνεται η ταξική εξουσία ως "λαϊκή κυριαρχία". Συμβάλλει, δηλαδή ("ελέγχοντας την εξουσία"), στο να βιώνονται οι ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας ως σχέσεις μεταξύ ίσων πολιτών, από τη "θέληση" των οποίων προκύπτει η "πολιτεία". Αν όμως για όλους τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους υπάρχει η επίφαση της "ουδετερότητας" και της αποστασιοποίησης από τις κοινωνικές αντιφάσεις, ο τύπος έχει εξαρχής ακόμη και στο συμβολικό πεδίο εγγεγραμμένη την αμφισημία της υπόστασής του: για να είναι "ελεύθερος" πρέπει να είναι ιδιωτικός, και ως ιδιωτικός συμμετέχει ευθέως στον κοινωνικό ανταγωνισμό, και μάλιστα στην προώθηση των στενών συμφερόντων συγκεκριμένων ομίλων.
Η σημερινή συγκυρία έχει αναδείξει αυτή την ιδιότυπη αμφισημία ως κεντρική έκφανση της ταυτότητας του τύπου. Ο τύπος, ως μέσο διαμόρφωση "κοινής γνώμης" και απόκτησης κοινωνικών και πολιτικών ερεισμάτων, χρησιμοποιείται κατά κόρον ως συμπλήρωμα ή και ως προμαχώνας στον οξύτατο ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό. Αυτό με τη σειρά του αναδεικνύεται ως σύμπτωμα κρίσης, στη λειτουργία του ως ιδεολογικού μηχανισμού: Καθώς το κάθε ισχυρό ιδιωτικό μέσο ενημέρωσης επιχειρεί να προωθήσει τα στενά-ιδιαίτερα συμφέροντα του εκάστοτε ιδιοκτήτη (και έτσι συγκρούεται με τα άλλα στενά-ιδιαίτερα συμφέροντα), καθώς προς το σκοπό αυτό προκρίνονται ευτελή μέσα εντυπωσιασμού, πολιτικών πιέσεων, καλυμμένης ή μη λασπολογίας (προς άλλα στενά-ιδιωτικά συμφέροντα ή πολιτικούς), "αποκαλύψεις" κ.ο.κ., καθώς η ακροαματικότητα και η θεαματικότητα γίνονται αυτοσκοπός, απαξιώνεται ο τύπος συνολικά.
Διότι το στενό-ιδιωτικό συμφέρον σπανίως μπορεί να εμπεδωθεί ως καθολικό συμφέρον της κοινωνίας. Χάνεται επομένως ο στρατηγικός ιδεολογικός ρόλος του τύπου: Η "αποστασιοποίηση" από το "μεμονωμένο" και στενά ιδιωτικό, ο προσανατολισμός προς τον "κοινό παρονομαστή" της κρατούσας τάξης πραγμάτων, δηλαδή το συλλογικό συμφέρον της καπιταλιστικής τάξης. Μόνο έτσι θα μπορούσε το ταξικό συμφέρον να εμφανιστεί ως καθολικό ("εθνικό") κοινωνικό συμφέρον.
Αλλά η κρίση αυτή δεν παραμένει στα στενά περιθώρια του τύπου και των ΜΜΕ. Εγκαλεί την πολιτική εξουσία για παρέμβαση ρύθμισης των κανόνων ανταγωνισμού, την περίφημη "δεοντολογία", γεγονός που αποδεικνύει απτά και καθαρά ότι δεν αποτελεί μηχανισμό εξισορρόπησης και ελέγχου, αλλά μέρος του προβλήματος, που δεν είναι άλλο από τα όρια και τους περιορισμούς του καπιταλιστικού ανταγωνισμού σε συνθήκες ήττας του εργατικού κινήματος και συντριπτικής υπεροπλίας του κεφαλαίου. Έτσι η όποια κρατική παρέμβαση δεν πρόκειται να φέρει το παραμικρό αποτέλεσμα διότι απλώς αναπαράγει τα αίτια που την δημιουργούν, ενώ ταυτόχρονα εγγράφει στο εσωτερικό τού σχετικά αυτόνομου πολιτικού ιδεολογικού μηχανισμού (το κοινοβουλευτικό σύστημα "αντιπροσώπευσης") τον οξύτατο ανταγωνισμό των δυναμικών κεφαλαιακών μερίδων, εγκαλώντας τους δρώντες παράγοντες του μηχανισμού αυτού (τα κόμματα, τη βουλή, τους πολιτικούς ...) να πάρουν θέση υπέρ της μιας ή της άλλης μερίδας. Υπονομεύουν, έτσι, την καταστατική λειτουργία του πολιτικού ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους. Με αυτό τον τρόπο η κρίση του τύπου τροφοδοτείται από, αλλά και τροφοδοτεί την, "κρίση της πολιτικής".
Οι αδιάφθοροι;
Καθώς ο τύπος προσπαθεί να διαχειριστεί την αντιφατική λειτουργία του ως εκφραστής του "κοινού συμφέροντος", ενώ αποτελεί ταυτόχρονα βραχίονα των μεμονωμένων κεφαλαιακών συμφερόντων και επιδιώξεων, οι δικαστές προβάλλουν καθαρά στη γωνία ως εγγυητές των κανόνων αναπαραγωγής του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, δηλαδή ως κατεξοχήν πολιτικό τμήμα του κατασταλτικού μηχανισμού του κράτους με έντονη ιδεολογική λειτουργία. Η αναζήτηση του "κατασκόπου", τα ανοίγματα λογαριασμών, η αντιμετώπιση της πολιτικής ως χώρου όπου σε τελική ανάλυση πρυτανεύουν οι κανόνες του αστικού και του ποινικού δικαίου, όπου οι συλλογικότητες κατακερματίζονται σε εξατομικευμένες ευθύνες που ανιχνεύονται "δικαστικά", όλα αυτά αποτελούν όψεις μιας διαχείρισης των αντιφάσεων που τείνει να αποστασιοποιηθεί από κάθε έννοια λαϊκής εκπροσώπησης και επιδιώκει να αντλεί τη νομιμοποίησή της ανεξάρτητα από τον όποιο συσχετισμό δυνάμεων στην πολιτική σκηνή.
Οι δικαστικές διευθετήσεις του πολιτικού έχουν ιστορία. Και εμπειρικά διαπιστωμένα αποτελέσματα. Στην Ιταλία ανατράπηκε το συνολικό πολιτικό σκηνικό και οι πολιτικές ισορροπίες δεκαετιών. Εξαφανίστηκαν από τον πολιτικό χάρτη κομματικοί σχηματισμοί και πολιτικό προσωπικό με μακρά θητεία στα κοινά. Ποινικοποιήθηκε η πολιτική ζωή και "αποκαλύφθηκαν" τα "σκάνδαλα" επιχειρηματικής και πολιτικής διαπλοκής. Για να εγκατασταθεί σήμερα ένα σύστημα άχρωμης εναλλαγής χωρίς επίδικο πολιτικό αντικείμενο, και να απονευρωθεί και ο τελευταίος ταξικός συμβολισμός που είχε απομείνει από τους εργατικούς αγώνες του 20ου αιώνα.
Παράλληλα στη διαδικασία αυτή προέκυψαν δευτερεύουσες αλλά αρκετά ενδιαφέρουσες όψεις. Η ένταξη φορέων του δικαστικού μηχανισμού στις δομές που υποτίθεται ότι είχαν πολεμήσει. Η "διαπλοκή" ως θεσμικός τρόπος διακυβέρνησης, με τον σημερινό πρωθυπουργό-επιχειρηματία να αντιμετωπίζει τους δυο ρόλους επί ίσοις όροις, ίσως και αλληλοβοηθούμενος από τη διφυή του υπόσταση, ενίοτε προτείνοντας νόμους για το κοινό καλό, ενίοτε να συζητά με ομόλογους επιχειρηματίες τρόπους διεύρυνσης της οικονομικής βάσης του ως μονοκράτορα των media. Αν το επίδικο αντικείμενο ήταν η "κάθαρση της πολιτικής", αυτή επιτεύχθηκε με την πλήρη όσμωση: η πολιτική αντιμετωπίζεται ως επιχείρηση και οι πολέμιοι της διαφθοράς εντάσσονται αρμονικά στο πλέγμα. Για να αρχίσει ο κύκλος ξανά σε κάποια άλλη συγκυρία, όταν και όποτε οι συνθήκες θα το επιτάσσουν
Φαντάζει λοιπόν τουλάχιστον αφελές να ακούγονται σήμερα στην Ελλάδα φωνές για "καθαρά χέρια". Μερικοί διαχειριστές της κοινοτοπίας πρόλαβαν μάλιστα και πήραν αποκλειστική συνέντευξη από το πιόνι της ιταλικής ανατροπής του πολιτικού σκηνικού, που ήταν αρκετά κρετίνος να επωφεληθεί ατομικά από τις "αποκαλύψεις" του.
Η παρέμβαση των δικαστών αποτελεί τη δεύτερη συγκροτημένη απόπειρα, μετά το '89, να διαμορφωθούν πολιτικοί συσχετισμοί με τη βοήθεια του δικαστικού μηχανισμού. Μόνο που, με σεβασμό στην παράδοση, μάλλον θα αποδειχθεί φάρσα. Ο μηχανισμός του '89 είχε βάση σε υπαρκτές πτυχές της συγκυρίας και ειδικότερα στην άμεση εμπλοκή της κρατικής διαχείρισης στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Εκείνη η παρέμβαση (που χρησιμοποίησε τον δικαστικό μηχανισμό ως πολιορκητικό κριό) είχε συγκεκριμένο στόχο, την ανατροπή της τότε κυβέρνησης, και είχε και ενιαίο κέντρο συντονισμού των ενεργειών. Σήμερα πρόκειται για τυφλή απόπειρα εκμετάλλευσης των αντιφάσεων του συστήματος, χωρίς συγκεκριμένο στόχο και με κίνητρο τις ατομικές επιδιώξεις των πρωταγωνιστών.
Κορύφωση του κοινοβουλευτικού κρετινισμού;
Η προσπάθεια ανατροπής του πολιτικού σκηνικού προετοιμάζεται και από άλλους ιδεολογικούς μηχανισμούς. Η τεράστια κινητοποίηση στην οποία αποδύθηκαν όλοι σχεδόν οι εκκλησιαστικοί παράγοντες πρόσφατα για τη συλλογή και προπαγανδιστική αξιοποίηση των υπογραφών για τη "θρησκευτική ταυτότητα των Ελλήνων", έρχεται τώρα να βρει την ολοκλήρωσή της με την προαναγγελία της πολιτικής και εκλογικής ρευστοποίησης. Η εισαγωγή των ρωμαιοκαθολικών μεθόδων που μεταπολεμικά οδήγησαν στη δημιουργία των Χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων σε αρκετές χώρες της Ευρώπης υιοθετήθηκε από τον ακροδεξιό Αρχιεπίσκοπο προκειμένου αυτός να αποκτήσει απευθείας πρόσβαση στην πολιτική σκηνή και να επηρεάζει αποτελεσματικά όψεις του πολιτικού ιδεολογικού μηχανισμού.
Το όραμα που αναδύεται από την πρωτοβουλία αυτή συμπυκνώνει την εκμετάλλευση της μοναδικής γέφυρας και επικοινωνίας με το "Θείον" που διαθέτει ο εκκλησιαστικός μηχανισμός, η οποία θα του επιτρέπει να προβαίνει σε εκλογικές συστάσεις, ανάλογα με τον βαθμό ποδηγέτησης των υποψηφίων. Αν μέχρι σήμερα ήταν περιθωριακά προφανής η περιορισμένη επίπτωση της ισχύος των εκκλησιαστικών οργανώσεων σε ορισμένους υποψηφίους, σήμερα γίνεται η απόπειρα διεύρυνσής της με την άσκηση επιρροής επί της μικροδομής του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Ήδη το μενού των ζητημάτων για τα οποία θα ζητείται δήλωση των υποψηφίων και των κομμάτων έχει αρχίσει να διευρύνεται: δίπλα στην αναμενόμενη "μεγάλη παραγωγή" με τις ταυτότητες τέθηκαν ήδη και ζητήματα αμβλώσεων, αποχριστιανισμού της παιδείας, "υπονόμευσης" του 1821 κ.λπ. Ο κατάλογος είναι ανοικτός και τα αποτελέσματα μπορεί να γίνουν αισθητά όχι τόσο επί των συσχετισμών δύναμης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, όσο στη σύνθεση των κοινοβουλευτικών ομάδων που σε όλο το πολιτικό φάσμα μπορεί να γίνουν περισσότερο ελαστικές απέναντι στον ζηλωτικό, ακροδεξιό και θεοκρατικό κρετινισμό.
Όμως, η προσπάθεια "υπονόμευσης" του πολιτικού σκηνικού δεν περιορίζεται μόνο στην ακροδεξιά και θεοκρατική ανατροπή. Το ΠΑΣΟΚ, στην προσπάθειά του να ανατρέψει τον δυσμενή συσχετισμό δύναμης και τις επερχόμενες εκλογικές ήττες, έχει αποδυθεί σε πολιτικές ακροβασίες με στόχο να εκμαιεύσει από τους μηχανισμούς αυτό που είναι αδύνατο να πετύχει στο επίπεδο της κοινωνικής δυναμικής και της πολιτικής συμπύκνωσής της. Ο γραμματέας του και αυτοχρισθείς "μεγάλος επικοινωνιολόγος" έχει αναλάβει δυο "μεγάλες" πρωτοβουλίες, μια φανερή και μια διαρρέουσα, αναφορικά με το εμφανές πολιτικό πρόβλημα της κυβέρνησης. Η μια είναι η "πρόταση συνεργασίας" με την Αριστερά. Η άλλη είναι τα σενάρια εκλογικής ήττας που ταχυδακτυλουργικά μετατρέπεται σε πολιτική νίκη με την κατάλληλη αξιοποίηση του εκλογικού νόμου.
Τουλάχιστον από το '89 και μετά οι νεότεροι, αλλά και από τη δεκαετία του '60 οι παλαιότεροι γνωρίζουν ότι ουδέποτε εκλογικά μαγειρέματα κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν κοινωνικά ρεύματα και δυναμικές. Ακόμη και αν αυτό επιτεύχθηκε με νοθεία σε εκλογές, σύντομα κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος "δι' ασήμαντον αφορμήν". Τώρα γιατί όλα τα φερέφωνα της κυβέρνησης επιμένουν στις ανοησίες περί "σύντομης δεξιάς παρένθεσης" το 2004 έως την εκλογή του νέου προέδρου της Δημοκρατίας, αυτό μάλλον οφείλεται είτε σε τάσεις παθολογικής ψευδολογίας είτε σε πιο απτά υλικά κίνητρα.
Από την άλλη, η όποια λογική βάση για την εξέταση αυτών των καθαρά υποθετικών σεναρίων - ασκήσεων επί χάρτου, σχετίζεται με την αξιοποίηση ενός εκλογικού αποθέματος και ενός κοινοβουλευτικού προγεφυρώματος κάποιας "αριστεράς" διεύρυνσης. Εξ' ου και η πρόταση συνεργασίας, πράγμα λογικό για τον προτείνοντα. Αλλά είναι δυνατόν να συζητείται καν από τον αποδέκτη; Το άνοιγμα αυτής της συζήτησης μόνο ένα πράγμα πιστοποιεί: την πρωτοκαθεδρία του κοινοβουλευτικού κρετινισμού επί της όποιας πολιτικής σκέψης και μεθόδευσης στο πολιτικό παιχνίδι. Μόνο που όταν έρθει η ώρα υλοποίησης των όποιων συμπεφωνημένων πρωτοβουλιών, μπορεί να μην υπάρχει "αριστερό" κοινοβουλευτικό έρεισμα για την υλοποίηση των σεναρίων....
Οι μάζες στο προσκήνιο
Και ενώ στο πολιτικό σκηνικό και το σύνολο των ιδεολογικών μηχανισμών διανύουμε περίοδο τυχοδιωκτικής αναψηλάφησης των ισορροπιών, στο κοινωνικό πεδίο οι μάζες έχουν βγει στο προσκήνιο. Με δυο διακριτούς τρόπους και υιοθετώντας διαφορετικά πρότυπα αντίδρασης στην προέλαση του κεφαλαίου. Από τη μια πλευρά διακρίνουμε το κίνημα της τηλεοπτικής ενσωμάτωσης στις ανθρωπιστικές αξίες του αρχέγονου καπιταλισμού, και από την άλλη την υστερική αντίσταση μεμονωμένων απροσάρμοστων στις αναπτυξιακές απόπειρες της παγκοσμιοποίησης.
Η αναθεματική "συζήτηση" για τα live τηλεοπτικά realities, η οποία έδωσε την ευκαιρία να αναδειχθεί σε όλο της το μεγαλείο η ηθικοπλαστική και πολιτιστική διάσταση της καταστολής, έχει συγκαλύψει την κύρια όψη αυτής της "επέλασης των μαζών" ως ηρώων της καθημερινότητας: την αποδοχή και θεοποίηση του κοινωνικού πυρήνα της σχέσης του κεφαλαίου, δηλαδή των ίσων ευκαιριών και του εξατομικευμένου ανταγωνισμού. Μόνο που τα "παιχνίδια" προβάλλουν και κάτι άλλο: την "καθαρή" όψη αυτών των σχέσεων μέσα στο αποστειρωμένο περιβάλλον των "σπιτιών" όπου η κοινωνία έχει αποκαθαρθεί από τον κοινωνικό ανορθολογισμό (την πολιτική, το ποδόσφαιρο, τη θρησκεία, το φυλετικό κ.λπ.). Και ο ανταγωνισμός έχει δυο βασικά επίδικα αντικείμενα: το χρήμα (=το μέτρο των αξιών) ως τέλος-σκοπό (άρα ως δυνάμει κεφάλαιο) και την κοινωνική ενσωμάτωση (τις ψηφοφορίες, τη συμμετοχή, την απόλυτη υπαγωγή στις απαιτήσεις του κοινού) ως μέσο για την επίτευξη του στόχου. Με αυτό τον τρόπο εκτίθεται συμβολικά η επαγγελία της ισότητας των ανίσων και οι όροι υλοποίησής της. Και αυτή η διάσταση της επέλασης των μαζών αποκρύπτεται συστηματικά από τον πληθωρισμό των σχολιασμών που αφιερώνονται στα realities. Οι μάζες στο προσκήνιο λοιπόν, αλλά οι αντισηπτικά απονευρωμένες και απόλυτα υποταγμένες μάζες των ακρωτηριασμένων ατόμων- υποκειμένων.
Και από την άλλη πλευρά, η "έμπρακτη κριτική των μαζών" προς τον καπιταλισμό, το λεγόμενο κίνημα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που έχοντας διανύσει ήδη κάποια χρόνια κινητοποιήσεων θέτει ήδη το ζήτημα της πρόσφορης μορφής πολιτικής του οργάνωσης που θα μεγιστοποιήσει την αποτελεσματικότητά του και θα παράγει πολιτικό αποτέλεσμα. Πέρα από τις προσπάθειες διαβολής και περιθωριοποίησης από την πλευρά του πολιτικού προσωπικού των διεθνοποιημένων κεφαλαιακών μερίδων, υπάρχουν αρκετά ζητήματα που θέτει το ίδιο το κίνημα αλλά και οι συνιστώσες που το συγκροτούν: η πολιτική στόχευση, το μοντέλο οργάνωσης, η μακροπρόθεσμη στρατηγική κατεύθυνση. Παρά τις αντιφάσεις, τις εθνικές ή εθνικιστικές αναδιπλώσεις, τις "διεθνιστικές" υπερβολές, τα "επαναστατικά" υποκατάστατα κ.λπ., είναι φανερό ότι στο κίνημα αυτό συμπυκνώνονται σειρά από εμπειρίες της Αριστεράς, αλλά και των κοινωνικών δυνάμεων που μάχονται την καπιταλιστική αθλιότητα με όπλο τη συλλογικότητα, τη μαζική κινητικότητα και τις πρακτικές των κοινωνικών αντιστάσεων. Αυτό και μόνο αρκεί για να αποκαταστήσει, έστω και μερικώς τη χαμένη αθωότητα των μαζών...