SUMMERTIME BLUES
Η νομοτελειακή κατάρρευση του παγκόσμιου καπιταλισμού;
Αν πάρουμε στα σοβαρά όσα διαβάζουμε καθημερινά στον τύπο ή ακούμε στα δελτία των απανταχού κινδυνολόγων, πρέπει να βρισκόμαστε στα πρόθυρα της καπιταλιστικής δεύτερης παρουσίας. Διότι σε μια οικονομία που έχει πλήρως και απολύτως «παγκοσμιοποιηθε», στην οποία μάλιστα εντάχθηκαν πρόσφατα και οι πρώην «σοσιαλιστικοί» ουραγοί, τα πάντα είναι διασυνδεδεμένα σε τέτοιο βαθμό ώστε όπως λέει και η θεωρία του χάους «το φτερούγισμα μιας πεταλούδας στο χρηματιστήριο του Χογκ-Κογκ, προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις στη Γουόλ Στρητ». Και φαίνεται πως πρόσφατα υπήρξαν αρκετά φτερουγίσματα σε διάφορα μέρη της υφηλίου, γιατί διαπιστώνεται γενικευμένη ανησυχία στο φόντο μιας φαινομενικής βεβαιότητας για το ρόδινο μέλλον των αγορών.
Γεννάται λοιπόν το ερώτημα: Μήπως αυτή η ολοκληρωτική «παγκοσμιοποίηση» δένει αναμεταξύ τους τις επιμέρους μεμονωμένες κρίσεις στον «επιθανάτιο ρόγχο» του καπιταλισμού, προάγγελο της τελειωτικής κατάρρευσης; Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό οφείλει να εξετάσει τα επιμέρους φαινόμενα και να συνθέσει τη δομή της σημερινής συγκυρίας. Ενδεικτικά παραθέτουμε μερικά από τα σπουδαιότερα:
Μείωση των ρυθμών ανάπτυξης: είναι φανερό ότι σε κάθε ιστορική φάση και στην εκάστοτε ισχύουσα κλίμακα, ρόλο κινητήριας δύναμης για την ανάπτυξη έπαιζαν ορισμένες χώρες οι οποίες και διαμόρφωναν σε μεγάλο βαθμό τις περιοχικές ή παγκόσμιες ισορροπίες δυνάμεων. Στη σημερινή περίοδο έντονου συντονισμού των βασικών καπιταλιστικών οικονομιών, με ηγεμονική τη θέση των ΗΠΑ, αλλά συμπληρωματική/ανταγωνιστική τη θέση των βασικών ευρωπαϊκών χωρών και της Ιαπωνίας, φαίνεται ότι η ύφεση ξεκινά από την Ιαπωνία και τις αναπτυσσόμενες καπιταλιστικές οικονομίες της Ν.Α. Ασίας. Δεν πρόκειται όμως για πρωτοφανή σε έκταση και υφή κρίση, αλλά απλώς για το (μερικό) συντονισμό των οικονομικών κύκλων των βασικών καπιταλιστικών οικονομιών, που παράγει μια καθοδική πορεία των ρυθμών ανάπτυξης του παγκόσμιου ΑΕΠ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάποια ή κάποιες οικονομίες δεν θα διαφοροποιηθούν τώρα ή στο μέλλον από αυτό τον κανόνα και θα παίξουν το ρόλο κινητήριας δύναμης ανέλιξης από την ύφεση Κρίση στις αναπτυσσόμενες χώρες και κρίση των Τραπεζών: το σενάριο αυτό έχει παιχθεί ξανά στα μέσα της δεκαετίας του '80, όταν εθεωρείτο και πάλι βέβαιο ότι διανύουμε την τελική κρίση του «παγκόσμιου καπιταλισμού» λόγω κρίσης και «κατάρρευσης» του χρηματιστικού κεφαλαίου, που έπαιξε επικίνδυνα παιχνίδια με τις αναπτυσσόμενες χώρες του «Τρίτου Κόσμου» οδηγώντας τις σε αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους τους. Τελικά γνωρίζουμε από την έκβαση της τότε «τελικής» κρίσης ότι ούτε οι χώρες, αλλά ούτε βέβαια και οι τράπεζες κατέρρευσαν, οι οποίες άλλωστε έχουν μάθει να διασπείρουν τον κίνδυνο κατά τρόπο που να μη προκαλείται μείζον πρόβλημα (ένα μικρό και απλοϊκό παράδειγμα είναι η κρατική εγγύηση για μεγάλα διακρατικά δάνεια «πολιτικού» ενδιαφέροντος). Άλλωστε, είναι γνωστό ότι η διόγκωση του κινδύνου σε οποιοδήποτε τομέα του χρηματοπιστωτικού συστήματος γεννά αμέσως μια δευτερογενή αγορά διαχείρισης αυτού του κινδύνου, διευρύνοντας έτσι τους έως τότε ορίζοντες του καπιταλιστικού συστήματος.
· Η κρίση στη Ρωσία: Η πρόσφατη οικονομική κρίση στη Ρωσία είναι ελάχιστα ένα αποτέλεσμα της «παγκοσμιοποίησης» της οικονομίας ή της παρέμβασης του περιώνυμου διεθνούς κερδοσκόπου. Κατά κύριο λόγο αποτελεί απότοκο των ιδιαίτερων δομών της ρωσικής οικονομίας και κοινωνίας, που αναπαράγουν τη στασιμότητα και δυσχεραίνουν τη στρατηγική των κυρίαρχων τάξεων για ομαλή μετάβαση από τις κρατικο-καπιταλιστικές δομές του παρελθόντος σε ένα καπιταλισμό δυτικού τύπου. Η κατάρρευση του σοβιετικού κρατικομονοπωλιακού οικονομικού συστήματος άφησε αναλλοίωτες τις δομές των επιχειρήσεων, καθώς και την κατάτμηση και μονοπωλιοποίηση της αγοράς, που είχαν διαμορφωθεί κατά τη σοβιετική περίοδο. Αυτό που αναδύθηκε από τη ρωσική «μετάβαση» ήταν μια μονοπωλιακή καπιταλιστική οικονομία απελευθερωμένη από τον κρατικό έλεγχο, η οποία είχε όμως ταυτόχρονα απολέσει την όποια ορθολογικότητα, αλλά και τα κίνητρα του παλιού οικονομικού συστήματος. Η διαδικασία της «μετάβασης» προβλέπεται επομένως να είναι μακρά και δύσκολη, καθώς η στασιμότητα και η οικονομική παρακμή θα συνεχίσουν να διατηρούνται όσο καιρό κυριαρχούν οι μονοπωλιακές δομές, ενώ η αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων και οι ανταγωνιστικές δομές αγοράς απαιτούν ριζικές αλλαγές στο συνολικό κοινωνικό επίπεδο που σήμερα δεν είναι εφικτές λόγω των υπαρχόντων συσχετισμών δύναμης.
Η κρίση των χρηματιστηρίων: Το καθημερινό ασανσέρ των χρηματιστηρίων προβάλλεται, όπως ήδη είπαμε, ως δομική αστάθεια του «παγκόσμιου» καπιταλισμού, ο οποίος δίνει τα πρώτα σημάδια κατάρρευσης στην εικονική πραγματικότητα των χρηματαγορών για να περάσει πολύ σύντομα, εκτιμάται, και στη σφαίρα των πραγματικών οικονομιών. Εδώ η διεθνής των διαχειριστών της κοινοτοπίας σκοπίμως συγκαλύπτει το διττό χαρακτήρα των χρηματαγορών ως χώρων άντλησης επενδύσεων και ως ναών της κερδοσκοπίας. Οι διαδοχικές πτώσεις και η σταθεροποίηση σε χαμηλότερα των έως σήμερα επιπέδων, δηλώνει απλά ότι οι «μικροεπενδυτές» της προηγούμενης φάσης ανάπτυξης των αγορών, «εκκαθαρίστηκαν» από τους μεγάλους παίκτες («θεσμικοί επενδυτές») οι οποίοι τελικά κερδοσκόπησαν σε βάρος τους ανακτώντας σε χαμηλότερη τιμή τίτλους που τους είχαν πωλήσει σε υψηλότερη. Αλλά θα ήταν μονομέρεια αν σταματούσε η περιγραφή σε αυτό το σημείο. Κάθε πτώση του χρηματιστηρίου είναι και μια νέα αφετηρία «επένδυσης» (=κερδοσκοπίας), εφόσον οι χαμηλές τιμές και οι φτηνές μετοχές είναι προσκλητήριο για τοποθέτηση χρημάτων από τον μικροκερδοσκόπο. Κατά τον ίδιο τρόπο που κάθε καπιταλιστική κρίση είναι εκκαθάριση παραγωγικών δυνάμεων και νέα αφετηρία για την έναρξη ενός νέου κύκλου συσσώρευσης.
Η κρίση της παγκόσμιας πολιτικής: Πρόκειται, κατά τη σύγχρονη μυθοπλασία, για το κομβικό σημείο που γενικεύει και καθιστά εξαιρετικά επικίνδυνη την τρέχουσα «τελική» κρίση. Διότι, κατά την τρέχουσα αντίληψη, όταν η οικονομία ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου η πολιτική είναι εκεί για να αποκαθιστά τις ισορροπίες. Σήμερα αντιθέτως, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ τραυματισμένος από τη ροζ σκανδαλολογία δεν είναι σε θέση να συμβάλει στην εκτόνωση της ρωσικής κρίσης, αλλά ούτε και να πιέσει την Ιαπωνία προς ουσιαστικές παραχωρήσεις στο θέμα του ελευθέρου εμπορίου, ενώ μάλλον προκαλεί επιπρόσθετους οικονομικούς κραδασμούς με τη νευρικότητα των αγορών για την έκβαση της προσωπικής περιπέτειάς του. Αντίστοιχη είναι η φιλολογία και για τους άλλους «ιστορικούς» ηγέτες που εκλείπουν (βλ. Χ. Κολ, για τον οποίο ουδείς χάνει τον παραμικρό χρόνο να μας πει σε τι συνίσταται η «ιστορικότητά» του), ή για την αδυναμία της Ιαπωνίας να σταθεροποιήσει μια ηγετική ομάδα στην κυβέρνηση, που να διασφαλίζει την προσωποποίηση της συνέχειας (χωρίς πάλι να λέγεται ότι κάτι αντίστοιχο συμβαίνει τα τελευταία πενήντα χρόνια, και αποτελεί στοιχείο ισορροπίας στο σύστημα πολιτικής αντιπροσώπευσης της χώρας).
Από τα όσα περιληπτικά θίγονται στα παραπάνω είναι προφανές ότι το καπιταλιστικό σύστημα πολύ απέχει από την κατάρρευση, ότι ο «παγκόσμιος καπιταλισμός» είναι ένα φανταστικό κατασκεύασμα στα μυαλά ορισμένων, ενώ η πραγματικότητα συνίσταται από ανταγωνιζόμενες καπιταλιστικές οικονομίες στην παγκόσμια αγορά, ότι η ενδεχόμενη ύφεση για ορισμένους μπορεί να αποτελέσει σημείο αναδιάταξης των ισορροπιών μεταξύ των βασικών καπιταλιστικών χωρών, ότι τελικά κάθε κρίση του καπιταλισμού είναι και εφαλτήριο για παραπέρα ανέλιξη εφόσον δεν υπάρξει «εξωτερική» επίδραση επί των κομβικών στοιχείων της κρίσης, εφόσον δεν συνδεθούν τα στοιχεία της εσωτερικής κρίσης του συστήματος με τον κόμβο των κοινωνικών αντιφάσεων, από τον οποίο και μόνο μπορεί να υπάρξει ανατροπή (και όχι απλά αναμονή για την υποτιθέμενη κατάρρευση).
Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν στο διεθνή περίγυρο, η Ελλάδα μένει ανεπηρέαστη στα ειρηνικά της έργα, ή μάλλον για την ακρίβεια προβαίνει σε ανεπαίσθητες διορθωτικές κινήσεις σε «δευτερεύοντα» ζητήματα (π.χ. νέος, νιοστός, σκληρός προϋπολογισμός λιτότητας σε απάντηση της διεθνούς κρίσης) για να μείνει ανεπηρέαστη στις βασικές κατευθύνσεις αναμέτρησης της «προόδου» με τη «συντήρηση», όπως δείχνει και η στενωπός των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών. Είναι ενδιαφέρον λοιπόν να ξεχωρίσουμε για τη σημερινή περίοδο τη διαχωριστική γραμμή προόδου και συντήρησης στο φόντο της εκλογικής αναμέτρησης. Η διάκριση αυτή μπορεί να ιδωθεί στις ακόλουθες όψεις:
την πολιτική, η οποία είναι ολοένα περισσότερο δυσδιάκριτη παρά τις εκλογές, για τον απλό λόγο ότι η κυβέρνηση Σημίτη εμφανίζεται ως απόλυτα προσδιοριζόμενη από τις υποχρεώσεις έναντι της Κοινότητας, οι οποίες αφορούν τα κριτήρια του Μάαστριχτ. Όπου όμως η μεταρρυθμιστική πολιτική πρωτοβουλία κατόρθωσε να διαπεράσει το τείχος του οικονομικού κομφορμισμού, το αποτέλεσμα φάνηκε ολοκάθαρα: το κοινωνικό πρόσωπο του ΠΑΣΟΚ στεγανοποιείται έναντι της κοινωνίας, αλλά ζωντανεύει σε κομματικές ημερίδες και συναντήσεις.
την οικονομική, με την εντεινόμενη λογιστική προσέγγιση στην ικανοποίηση των βασικών στρατηγικών επιλογών της κρατικής διαχείρισης, είτε με την πτώση του πληθωρισμού μέσω μείωσης της έμμεσης φορολογίας (η οποία παρεμπιπτόντως φαίνεται να είναι απόλυτα «παραγωγική», ενώ αντιθέτως η μείωση της άμεσης φορολογίας των χαμηλών εισοδημάτων θα είναι κατά πως φαίνεται «αντιπαραγωγική» για να μη γίνεται). Εδώ κομβικό ρόλο στη διάκριση προοδευτικής από συντηρητική πολιτική παίζει η διαδικασία των «μετοχοποιήσεων», η οποία σε αντίθεση με τις ιδιωτικοποιήσεις παράγει έναν προοδευτικό ορίζοντα προς τον οποίο προσανατολίζονται οι εργαζόμενες μάζες. Μάλιστα, η ιδιαίτερη κοινωνική ευαισθησία με την οποία δίνεται προτεραιότητα στο λαό να αποκτήσει τα προμέτοχα για τις υπό ιδιωτικοποίηση ΔΕΚΟ, θα αφήσει εποχή ως κατ' εξοχήν φιλολαϊκή πολιτική αναδιανομής εισοδήματος.
τη συνδικαλιστική, όπου η προοδευτική γραμμή του συνδικαλιστικού ΠΑΣΟΚ είναι απόλυτα αντίθετη με τις ιδιωτικοποιήσεις και προχωρά σε δυναμικές και μακροχρόνιες απεργίες, αλλά ταυτόχρονα συναινεί στην αναμόρφωση του συνολικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, του 8ώρου κλπ. Εδώ διακρίνεται για άλλη μια φορά η προοδευτικότητα του κυβερνητικού συνδικαλισμού, που ευαισθητοποιείται μόνο οσάκις θίγεται ο κύκλος των προνομίων που του διασφαλίζει συμμετοχή στη νομή της οικονομικής και διοικητικής εξουσίας του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
την ιδεολογική, όπου συμπυκνώνεται συνολικά στη σημερινή συγκυρία η «προοδευτικότητα» του εκσυγχρονισμού, με έννοιες όπως «δυνατή Ελλάδα», ανταγωνιστικότητα, συμμετοχή στο κλαμπ των ισχυρών, ηγετική δύναμη στα Βαλκάνια, και επιχειρείται εις μάτην να συγκροτηθεί η πολέμια ιδεολογία που θα αναδείξει την προοδευτικότητα του εκσυγχρονιστικού λόγου. Τα αποτελέσματα αυτού του εγχειρήματος είναι έως σήμερα πενιχρά, με μόνη καρικατούρα αντιπαλότητας τη διαμάχη με τον ελληνοχριστιανικό εθνικισμό του Αρχιεπισκόπου, την οποία μάλιστα ανέλαβε να διεκπεραιώσει η λαμπρή μορφή του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος στις απεργίες της Ιονικής ανέλαβε να υπερασπίσει τα ΜΑΤ και να καταγγείλει τη βία των συνδικαλιστών.
Δεν είναι βέβαιο ότι οι παραπάνω ή και άλλες συμπληρωματικές όψεις της εσωτερικής ευημερίας και προοδευτικότητας πείθουν ακόμη και τους εμπνευστές της κυβερνητικής αυτής προπαγάνδας. Ίσως γι' αυτό το ΠΑΣΟΚ επέλεξε να υποστείλει ακόμη περισσότερο -- και μάλιστα ακόμα και συμβολικά -- τη σημαία της προοδευτικότητας, υποστηρίζοντας υποψήφιους από τον Συνασπισμό (π.χ. Μ. Δαμανάκη στην Αθήνα) με ιστορία που έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με την ίδια την πρόσφατη ιστορία του κυβερνώντος κόμματος. Πάντως τα εκλογικά αποτελέσματα θα στενέψουν ακόμη περισσότερο το περιθώριο ελιγμών ενός κόμματος που ήδη σήμερα βρίσκεται υπό πίεση από την πλευρά της εσωκομματικής αντιπολίτευσης και εμφανίζει φυγόκεντρες τάσεις σε όλα τα επίπεδα του στελεχιακού δυναμικού του με μοναδικό συνεκτικό ιστό την πραγματικότητα και προοπτική (;) νομής της κρατικής διαχείρισης.
Το καλοκαίρι πέρασε λοιπόν μέσα σε ένα κλίμα ανησυχίας και προβληματισμού τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα. Βρισκόμαστε στην αφετηρία μιας σειράς ανακατατάξεων στο πολιτικό σκηνικό με κινητήρια δύναμη τον εσωκομματικό συσχετισμό δύναμης στα μεγάλα κόμματα, που τείνει να διαμορφώνεται τόσο με όρους εσωκομματικής διαπάλης όσο και σε αναφορά με καίρια συμβάντα της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Αυτό που μέχρι στιγμής δε φαίνεται να αρθρώνεται με ευκρινή και σαφή τρόπο είναι οι κοινωνικές αντιστάσεις στη νεοφιλελεύθερη πολιτική του ΠΑΣΟΚ, οι οποίες μέχρι στιγμής εκπροσωπούνται με στρεβλό και αναποτελεσματικό τρόπο. Οι επερχόμενες πολιτικές ανακατατάξεις μπορεί να αποτελέσουν αφορμή για τη διαμόρφωση ενός πλαισίου που θα διευκολύνει τη συγκρότηση μιας λαϊκής αντιπολίτευσης που να μην παγιδεύεται στα ανόητα παιχνίδια των εσωκομματικών και μη αντιπολιτεύσεων.