«Πύρρειος Νίκη»:
Η ήττα της πολιτικής και ο θρίαμβος των διαδικασιών
Χαρακτηριστικά της συγκυρίας
Αναζητώντας το στίγμα των πολιτικών διεργασιών που ανοίγονται μπροστά μας στη δεύτερη περίοδο της κυβερνητικής θητείας του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του '90, μπορούν να εντοπιστούν μερικά βασικά σημεία καμπής που σφράγισαν τις σημερινές πολιτικές εξελίξεις. Τα σημεία αυτά εντοπίζονται τόσο εντός όσο και εκτός της σημερινής πολιτικής πραγματικότητας, με την έννοια ότι είτε αποτελούν άμεσα αποτελέσματα των σημερινών πολιτικών συσχετισμών, είτε συνιστούν μόνιμες επιπτώσεις κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών που παγιώθηκαν σε προηγούμενες φάσεις εξέλιξης της συγκυρίας.
Ως στοιχεία του μόνιμου πλαισίου κρατικής διαχείρισης θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τα ακόλουθα:
Η απαξίωση της πολιτικής "κοινωνικών παροχών" της πρώτης τετραετίας του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του '80, ως αποσταθεροποιητικού παράγοντα για την "οικονομία" και η εμπέδωση του κλασικού πολιτικοοικονομικού δόγματος ότι "η καλύτερη κοινωνική πολιτική είναι μια υγιής οικονομική πολιτική".
Η εμπέδωση της συναίνεσης και η παγίωση των κοινωνικών συσχετισμών σε συντηρητικές κατευθύνσεις μετά την κυβερνητική αλλαγή του '89 και την τετραετή κυβερνητική θητεία της ΝΔ, ιδίως αφότου εξέλειπαν οι αφορμές πολιτικής πόλωσης που ανάγονται στις παραπομπές του '90 και τις δίκες που ακολούθησαν.
Οι συνθήκες επανόδου του ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική διαχείριση που δεν συνδέθηκαν με ένα ευρύτερο πλαίσιο "νέου μεταρρυθμισμού", παρά το γεγονός ότι στηρίχθηκαν στην καταγγελία της κοινωνικής αναλγησίας του νεοφιλελευθερισμού της ΝΔ. Αυτό που προέκυψε μετά την κυβερνητική αλλαγή ήταν ένας ήπιος νεοφιλελευθερισμός με πολύ περιορισμένο και αρκετά διαμεσολαβημένο "κοινωνικό πρόσωπο".
Τα στοιχεία που συνθέτουν τη σημερινή πολιτική και κοινωνική συγκυρία εστιάζονται γύρω από τις ακόλουθες βασικές θέσεις:
Πρωταρχικότητα της διαχείρισης του υπάρχοντος έναντι οποιασδήποτε απόπειρας μεταβολής των συχετισμών.
Εμπέδωση της λιτότητας και του "λιγότερου κράτους" ως μόνιμου προσανατολισμού της κρατικής πολιτικής.
Άμβλυνση των "κοινωνικών ευαισθησιών" ακόμη και έναντι των πλέον συμπιεζόμενων κοινωνικών κατηγοριών.
Αμηχανία του πολιτικού προσωπικού μπροστά στο νέο ορίζοντα "διαχείρισης χωρίς πολιτική" και όξυνση των εσωτερικών αντιφάσεων στο κυβερνητικό κόμμα, και κατά προέκταση σε όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς.
Ρευστότητα παρά τον φαινομενικό ορίζοντα πολιτικής σταθερότητας μετά την πρόσφατη Προεδρική εκλογή.
Τα ζητήματα αυτά θα εξετάσουμε αναλυτικότερα στη συνέχεια.
Διαχείριση τον υπάρχοντος
Μάταια θα αναζητήσει κανείς κάποιο μείζον όραμα που να συνοδεύει τη δεύτερη επάνοδο του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ στην πολιτική σκηνή. Η "εν λευκώ εξουσιοδότηση" της κυβερνητικής εντολής ήταν απλώς συνδεδεμένη με προσδοκίες κοινωνικής ευαισθησίας και νεφελώδεις υποσχέσεις για αντιστροφή του νεοφιλελεύθερου κατήφορου. Και πράγματι, το ΠΑΣΟΚ των πρώτων ημερών φρόντισε να εξαργυρώσει αυτές τις υποσχετικές με συμβολικές και ουσιαστικές παρεμβάσεις που λειτούργησαν ως εγγύηση για τις αμοιβαίες προεκλογικές δεσμεύσεις: η επάνοδος της Ε ΑΣ υπό κρατικό έλεγχο και η ακύρωση ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ έδρασαν καταλυτικά για την εμπέδωση μιας σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ ΠΑΣΟΚ και κοινωνικών στηριγμάτων του. Μόνο που το όλο εγχείρημα ήταν ένα απλό προκάλυμμα για τη βαθμιαία ανάδυση του άλλου προσώπου της κυβερνητικής διαχείρισης, εκείνου που "σέβεται" τις αναγκαιότητες και τους περιορισμούς της αναδιάρθρωσης:
Το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων που αναγγέλθηκε ή άρχισε να υλοποιείται, είτε με τη μορφή της πώλησης προβληματικών, είτε με την ενδιάμεση φόρμουλα της "μετοχοποίησης", αποτελεί διαρκή ορίζοντα της κυβερνητικής διαχείρισης του τελευταίου χρόνου.
Η περιστολή των δημοσίων δαπανών, αδιακρίτως του κοινωνικού αντίκτυπου που ορισμένες από αυτές μπορούν να έχουν, συνιστά μια ακόμα σταθερή παράμετρο του κυβερνητικού έργου.
Η πολιτική αύξησης των κρατικών εσόδων φαινομενικά έδειξε - στο επίπεδο των προθέσεων - να αντιστρέφει τη μόνιμη τάση διόγκωσης του μεριδίου των μισθωτών και συνταξιούχων, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν φάνηκε να θίγει το καθεστώς φορολόγησης του μεγάλου κεφαλαίου: οι αντιδράσεις των αυταπασχολούμενων μικροαστικών στρωμάτων δίνουν μια πρώτη - αν και αβέβαιη προς το παρόν - εικόνα των προσανατολισμών που επικράτησαν.
Η μόνιμη πλέον "σταθεροποίηση της οικονομίας" αναμένει εδώ και καιρό τις αναπτυξιακές ωθήσεις από τα "μεγάλα έργα", τα οποία φαίνεται ότι έχουν κατά μεγάλο μέρος εμπλακεί στα γρανάζια των αντιτιθέμενων ευρωπαϊκών συμφερόντων και της κυβερνητικής πολιτικής και διαχειριστικής ανεπάρκειας.
Η διαχείριση του υπάρχοντος έχει φθάσει σήμερα στα όρια της εμβέλειας της, είτε επειδή οι κρίσιμες αποφάσεις για τον τελικό πρακτικό προσανατολισμό των διαχειριστικών επιλογών (ιδιωτικοποιήσεις, μετοχοποιήσεις, περιορισμός των κοινωνικών παροχών) είναι προ των πυλών, είτε διότι οι κοινωνικές συμμαχίες πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η επάνοδος του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση αρχίζουν να εμφανίζουν με ευκρίνεια την αδυναμία σύγκλισης σε κοινό στρατηγικό παρονομαστή. Η κατάσταση βρίσκεται σήμερα σε ασταθές σημείο ισορροπίας, το οποίο αργά ή γρήγορα θα κλίνει προς τη μια ή την άλλη πλευρά, με ή χωρίς το ΠΑΣΟΚ.
Λιτότητα και "λιγότερο κράτος"
Αν υπάρχει ένας τομέας της κρατικής πολιτικής όπου το δόγμα της ταυτότητας κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής αποκτά παραδειγματική ισχύ, αυτός είναι ο χώρος της εισοδηματικής πολιτικής. Με εξαίρεση την πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του '80, η οποία μάλιστα και από μεγάλο μέρος του ίδιου του ΠΑΣΟΚ στιγματίζεται ως περίοδος "καταχρήσεων του κρατισμού", η εισοδηματική πολιτική αποτέλεσε το βασικό μοχλό εξισορρόπησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Φαίνεται λοιπόν ότι η κοινωνική πολιτική είναι κλειστό συγκοινωνούν δοχείο: ό,τι δίνεται από τη μια πλευρά αφαιρείται αυτομάτως από την άλλη, ενώ η στάθμη του συμπιέσιμου "κοινωνικού υγρού" ισορροπεί αυτομάτως σε χαμηλότερο επίπεδο σε περίπτωση καταχρήσεων.
Υπάρχει παρά ταύτα μια σημαντική διαφορά σήμερα σε σχέση με την προ δεκαετίας συγκυρία που εγκαινίασε τον ατελείωτο ορίζοντα της λιτότητας. Τότε υπήρχε η σταθερή διαβεβαίωση που τηρήθηκε συμβολικά με την απομάκρυνση Σημίτη το 1987, ότι η λιτότητα αποτελεί "παρένθεση", μικρό διάλειμμα στη διαδικασία διαρκούς αναδιανομής της κοινωνικής "πίτας". Η καταστροφολογία του '89, που σταδιακά υιοθετήθηκε και από το ΠΑΣΟΚ έθεσε τέλος σε αυτό το παλιό ιδεολόγημα. Η λιτότητα είναι πλέον μόνιμο στοιχείο της κρατικής πολιτικής. Μάλιστα αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα επιβεβαίωσης της κυβερνητικής πολιτικής που αντανακλάται σε βελτίωση των δεικτών σταθεροποίησης της οικονομίας. Η εναρμόνιση με το σκεπτικό και τους στόχους της νομισματικής "σύγκλισης" στο πλαίσιο της ΟΝΕ έχει πλέον ενσωματωθεί ως εσωτερικό στοιχείο της λογικής των οικονομικών και πολιτικών χειρισμών της κυβέρνησης.
Παρά το γεγονός ότι οι παραπάνω επισημάνσεις είναι γνωστές και αντανακλούν κατασταλαγμένες πολιτικές θέσεις και επιλογές του κυβερνητικού σχηματισμού, εντούτοις συχνά αρθρώνονται με εντυπωσιακά παραδειγματικό τρόπο στην καθημερινή πολιτική πρακτική της κυβέρνησης. Η αντιμετώπιση των αιτημάτων, αλλά και των ίδιων των συνταξιούχων στις πρόσφατες κινητοποιήσεις τους, αλλά και οι παλινωδίες γύρω από την τύχη των ναυπηγείων του Σκαραμαγκά αποτελούν ισχυρές ενδείξεις για τη μονιμότητα των προσανατολισμών και τα μέσα που υιοθετεί η κυβέρνηση προκειμένου να διασφαλίσει την υλοποίηση τους. Ενδεικτικά παρατηρούμε τα ακόλουθα:
Η "εξωτερική" και "αθώα" διαπίστωση του Α. Παπανδρέου ότι "είναι απίστευτο το γεγονός πως υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα συνταξιούχοι με 36.000 δρχ. το μήνα", μπορεί να λειτουργούσε σε άλλες εποχές ως υποσχετική για άμεση μελλοντική παρέμβαση και συμβολική αλληλεγγύη της σοσιαλιστικής πολιτικής διαχείρισης προς τους εργαζόμενους που δοκιμάζονται από τους αμείλικτους νόμους της κεφαλαιακής συσσώρευσης, αλλά ο συνδυασμός της με τη βίαια καταστολή των κινητοποιήσεων τους από τα ΜΑΤ και η "ρεαλιστική" υπόσχεση της κυβέρνησης για αύξηση 10% των συντάξεων "μόλις η οικονομία το επιτρέπει" μαζί με τη χιλιοειπωμένη συγγνώμη της (που δε συνοδεύεται με παραίτηση και ανάληψη πολιτικών ευθυνών από τον αρμόδιο υπουργό) φαντάζει ολοένα περισσότερο ως γυμνός εμπαιγμός.
Το κομφούζιο δηλώσεων και αντιδράσεων γύρω από το νομοσχέδιο ιδιωτικοποίησης του Σκαραμαγκά και τις απολύσεις μέρους των εργαζομένων στο ναυπηγείο, έδειξαν τον ορίζοντα των μελλοντικών κατευθύνσεων που παράγει η πολιτική του "λιγότερου κράτους". Μάλιστα, η εκπληκτική επιχειρηματολογία του αναπληρωτή υπουργού Βιομηχανίας Χ. Ροκόφυλλου, που είχε ενσωματώσει όλα τα βασικά στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού (αποτυχία του κράτους ως διαχειριστή, συσσώρευση χρεών από τη λειτουργία των ναυπηγείων που "πληρώνει το κοινωνικό σύνολο", αδυναμία του κράτους να υποχρεώσει τον εργοδότη να προσλάβει το σύνολο του προσωπικού, ο χαρακτηρισμός του ζητήματος των απολύσεων ως "λεπτομέρειας" που αφορά το Υπουργείο Εργασίας κλπ.), δείχνει το μέγεθος της απόστασης που χωρίζει την κυβέρνηση και την επίσημη πολιτική της από τον πυρήνα των κοινωνικών στηριγμάτων του ΠΑΣΟΚ.
Μήπως όμως όλα αυτά υποδηλώνουν ταυτόχρονα και την υποβάθμιση των παραδοσιακών κοινωνικών στηριγμάτων του κυβερνητικού χώρου, τη συρρίκνωση της επιρροής του και τους νέους συσχετισμούς που αναδύονται; Η εικόνα που προκύπτει δείχνει κάτι πιο σύνθετο.
Η συμμαχία κεφαλαίου εργασίας
Η αναδιάταξη των πολιτικών ισορροπιών μετά την ατελέσφορη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα της ΝΔ στηριζόταν σε μια επιλεκτική συμμαχία ηγεμονικών μερίδων του κεφαλαίου με τμήματα της εργατικής τάξης, προκειμένου να διασφαλιστεί μια ομαλή προώθηση της αναδιάρθρωσης με ήπιο και συντεταγμένο τρόπο. Η εκτίμηση πάνω στην οποία στηριζόταν αυτή η συμπόρευση, είχε ως βάση τις ακόλουθες κεντρικές παραδοχές:
Η συντεταγμένη αναδιάρθρωση των παραγωγικών διεργασιών όφειλε να στηρίζεται από μια διαδικασία υπέρβασης της μακράς ύφεσης και έναρξης της αναπτυξιακής πορείας.
Η πολιτική σταθερότητα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση της συντεταγμένης αναδιάρθρωσης, με συνέπεια να υπάρχει συμφωνία για την αποφυγή όλων εκείνων των ενεργειών που πριμοδοτούν τη ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού.
Κάθε ενέργεια επιμέρους ρευστοποίησης των πολιτικών διεργασιών θα πρέπει να υπηρετεί αυστηρά το συνολικότερο στόχο της μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης πολιτικής σταθερότητας.
Ο ρόλος της κρατικής διαχείρισης εντοπίζεται στη στήριξη αυτού του πλαισίου και τη διασφάλιση των γενικών όρων ευσταθούς αναπαραγωγής του.
Η πορεία αυτή όφειλε να προλαβαίνει τις ενδεχόμενες αντιδράσεις και αμφισβητήσεις με τρόπους που θα επιδρούσαν σταθεροποιητικά για το υπάρχον και ανασχετικά για όποια ουσιώδη τροποποίηση του.
Η συμμαχία αυτή βάλλεται σήμερα αντικειμενικά από πολλές πλευρές, και κυρίως από την πλευρά των εγγυήσεων που παρείχε και προς τα δυο μέρη η κεντρική κρατική διαχείριση. Το έλλειμμα που παρουσίασε η τελευταία εντοπίζεται σε μια σειρά βασικών τομέων ευθύνης της:
Η ύφεση και το έλλειμμα αναπτυξιακών διαδικασιών επιδρά αποσταθεροποιητικά στο πλαίσιο σταθερότητας που εγκαινίασε η συντεταγμένη πορεία αναδιάρθρωσης. Η κυβέρνηση δεν φάνηκε να είναι σε θέση να προωθήσει εκείνους τους μηχανισμούς που θα διασφάλιζαν αναπτυξιακές ωθήσεις σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Η πολιτική του "λιγότερου κράτους" αρχίζει να προσλαμβάνει τη συνήθη νεοφιλελεύθερη χροιά, με την ένταση της ανεργίας και την ιδιωτικοποίηση χωρίς δυνατότητα απορρόφησης του "πλεονάζοντος" εργασιακού δυναμικού από την αγορά εργασίας.
Η κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να ελέγξει τις αντιδράσεις που προκαλεί η υποστήριξη αυτής της συμμαχίας, τουλάχιστον κατά την πλευρά που αφορά τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων είναι ότι, ενώ οι κυρίαρχες πολιτικές ισορροπίες διατηρήθηκαν στα προβλεπόμενα επίπεδα στο μακροσκοπικό επίπεδο των συσχετισμών στην πολιτική σκηνή, οι εσωτερικές αστάθειες του πλαισίου τροφοδότησαν σε αύξοντα βαθμό την εσωτερική κινητικότητα των κομμάτων με αποκορύφωμα εκείνη του
ΠΑΣΟΚ. Και παρ' όλες τις διαφορές στα αίτια και τα πιθανά αποτελέσματα που θα έχουν οι πολιτικές ανακατατάξεις στο εσωτερικό των κομμάτων, είναι εντούτοις φανερό ότι οι πολιτικές ισορροπίες στο σύνολο τους δεν διαθέτουν τη δυνατότητα επαρκούς αντιπροσώπευσης της νέας κοινωνικής δυναμικής, δηλαδή τη δυνατότητα οργάνωσης της συναίνεσης σε ένα δυναμικό και μεταβαλλόμενο πολιτικό πλαίσιο.
Στον αστερισμό της διαρκούς αμφισβήτησης
Η μερίδα του λέοντος στην εσωτερική αμφισβήτηση της λειτουργίας και πολιτικής αποτελεσματικότητας των πολιτικών διεργασιών αναλογεί στο κυβερνών κόμμμα. Οι εσωτερικές συγκρούσεις και αντιφάσεις έχουν προσλάβει σοβαρότατες διαστάσεις και τροφοδοτούνται σε σημαντικό βαθμό από την περιορισμένη δυνατότητα χειρισμών της ηγετικής μερίδας του κομματικού μηχανισμού. Σήμερα στο ΠΑΣΟΚ λειτουργούν ανοιχτά περισσότερες πτέρυγες με λιγότερο ή περισσότερο σαφή πολιτική και κοινωνική αναφορά, και ακόμη σαφέστερες επιδιώξεις και στοχεύσεις.
Από τη μια πλευρά διαπιστώνεται η συγκρότηση ενός πόλου "κοινωνικού και ριζοσπαστικού ΠΑΣΟΚ" με εκθέτη τον Δ. Τσοβόλα, ο οποίος είναι φορέας μιας πολιτικής κατεύθυνσης που συνθέτει την τεκμηριωμένη απόρριψη της σημερινής κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής του νεοφιλελευθερισμού με διάφορες νεφελώδεις "σοσιαλιστικές" ιδεολογίες εθνικιστικής χροιάς περί τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής.
Από την άλλη πλευρά εντοπίζεται ένα ετερόκλητο συνοθύλευμα νεοφιλελεύθερων και συντηρητικών πολιτικών κατευθύνσεων που εκπροσωπούνται από την "ομάδα των 4" και συναφείς πολιτικές τάσεις, οι οποίες συμφωνούν και υπερθεματίζουν στη συντηρητική κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής και διαφοροποιούνται σε ζητήματα τεχνικής της κυβερνητικής διαχείρισης ή ως προς την ανάγκη ακόμη ευκρινέστερης συντηρητικής στροφής στους κοινωνικούς και οικονομικούς προσανατολισμούς. Στο μέσο αυτών των δυο "άκρων" κινείται ένας εσμός στελεχών που αγωνιωδώς προσπαθούν να προσεταιριστούν μερίδες του κεφαλαίου ή εκπροσώπους τους, παράλληλα με την προσπάθεια τους για απόκτηση ερεισμάτων στα μέσα μαζικής επικοινωνίας.
Η όξυνση των εσωκομματικών ανταγωνισμών μετά την υπέρβαση και του τελευταίου "εμποδίου", που αποτελούσε η διαδικασία της προεδρικής εκλογής, αποτελεί ένδειξη ότι η μάχη αυτή θα συνεχιστεί με απρόβλεπτες συνέπειες στο μέλλον. Το γεγονός ότι η σύγκρουση αυτή συνδέεται με τη διαδοχή του Α. Παπανδρέου αποτελεί μάλλον επιφανειακό ζήτημα. Περισσότερο ενδιαφέρον αποκτά το γεγονός ότι ήδη προτού αποσυρθεί ο Α. Παπανδρέου από την ενεργό πολιτική, δεν είναι πλέον σε θέση να ελέγξει το εκρηκτικό μείγμα αντιθέσεων που έφερε στην επιφάνεια η δεύτερη κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ - άρα και η μονιμότερη και δομική φύση των ουσιωδών χαρακτηριστικών της σύγκρουσης, που δεν θεραπεύονται με τακτικούς ελιγμούς και μεσοπρόθεσμες στρατηγικές κινήσεις. Συνεπώς, αυτή καθεαυτή η διαδικασία διαδοχής απλώς θα επισφραγίσει την εκρηκτική διάσταση των αποκλίσεων που παρήγαγε η ιστορικά ενιαία μήτρα του ΠΑΣΟΚ.
Τα αντιπολιτευτικά μορφώματα μαστίζονται επίσης από παρόμοιες αμηχανίες και συγκρούσεις με επίδικο αντικείμενο τον επιδιωκτέο πολιτικό προσανατολισμό. Η ΝΔ φαινομενικά αντιμετωπίζει πρόβλημα ξεκαθαρίσματος με το αμαρτωλό παρελθόν, ή επί το απλούστερο τον παροπλισμό της πτέρυγας Μητσοτάκη, στην ουσία όμως καλείται να επιλέξει τη στρατηγική εκείνη που θα την φέρει πλησιέστερα στην εναλλαγή. Μέχρι σήμερα η πολιτική της εστιάστηκε σε μια αντιγραφή του ήπιου νεοφιλελευθερισμού του ΠΑΣΟΚ και την προσδοκία να καρπωθεί την κυβερνητική φθορά. Πλην όμως, η στρατηγική αυτή συγχέει τα μέτωπα και αφαιρεί το όποιο πλεονέκτημα εναλλακτικής φυσιογνωμίας και προσανατολισμού, υπονομεύοντας ταυτόχρονα το μονιμότερο στρατηγικό προσανατολισμό ενός αντιπολιτευτικού κόμματος, δηλαδή την προβολή μιας εναλλακτικής πρότασης κρατικής διαχείρισης, της οργάνωσης της συναίνεσης γύρω από διαφορετικούς άξονες στρατηγικού προσανατολισμού. Όμως, με τη σημερινή πολιτική του ΠΑΣΟΚ, είναι αμφίβολο κατά πόσο η υποστολή της νεοφιλελεύθερης σημαίας από τη ΝΔ εξυπηρετεί το στόχο αυτό, όταν είναι δεδομένο ότι η ΝΔ δεν μπορεί να οικειοποιηθεί τα παραδοσιακά λαϊκά στηρίγματα του κυβερνητικού χώρου. Όσο το ΠΑΣΟΚ μετατοπίζεται προς περισσότερο νεοφιλελεύθερες και αντιλαϊκές κατευθύνσεις, η πολιτική του δεξιού εκσυγχρονιστικού λαϊκισμού που ακολουθεί η ηγεσία της ΝΔ θα αναδεικνύεται ολοένα και περισσότερο αναποτελεσματική, και η νεοφιλελεύθερη αντιπολίτευση στο εσωτερικό της θα προβάλλει ευκρινέστερα ως αντίπαλο δέος στο πολιτικό προσκήνιο, με απρόβλεπτες εξελίξεις για τη συνοχή και αποτελεσματικότητα της.
Τέλος, ο αστερισμός του Σαμαρά φαίνεται να δύει αφού εξεπλήρωσε τα κύρια καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί. Διασφάλισε την εναλλαγή ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική διαχείριση το 1993, εγγυήθηκε την προεδρική πλειοψηφία στις προεδρικές εκλογές και ταυτόχρονα αυτοαναίρεσε τη βασική αιτία της συγκρότησης του με την αφλογιστία του εθνικιστικού προφίλ του. Βεβαίως, παραμένει πάντοτε ως χάλκινη εφεδρεία για την περίπτωση που αχρηστευθεί όλο το οπλοστάσιο εναλλακτικών κινήσεων στο κέντρο της πολιτικής σκηνής, αλλά οι πιθανότητες να καταστεί αναγκαία η προσφυγή σε αυτή την παρωνυχίδα της πολιτικής πραγματικότητας, προκειμένου να θεραπευθούν ατέλειες των βασικών πολιτικών σχηματισμών, είναι εξαιρετικά περιορισμένες.
Γιατί, προκειμένου να ευοδωθούν τα όποια σενάρια πολιτικής φαντασίας καταστούν επίκαιρα στους μήνες που έρχονται, υπάρχει διαθέσιμη η απεριόριστη δεξαμενή της πολιτικής ρευστότητας που άνοιξε με την προεδρική εκλογή.
Η ρευστότητα της πολιτικής ομαλότητας
Η διαχείριση του υπάρχοντος μετά τις εκλογές του 1993, εντοπίστηκε για το ΠΑΣΟΚ στη διαρκή αναζήτηση ισορροπιών σε συνεχείς εκλογικές δοκιμασίες που έθεταν σε αμφισβήτηση τις εύθραυστες ισορροπίες μετά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Μέχρι σήμερα υπήρξαν τρεις διαδοχικές δοκιμασίες για το κυβερνών κόμμα, τις οποίες υπέστη με παραλλάσσουσα επιτυχία αλλά χωρίς σοβαρά προβλήματα. Μετά τις δυο βασικές εκλογικές αναμετρήσεις του Ιουνίου και του Οκτωβρίου του 1994, η τελευταία της προεδρικής εκλογής προσφερόταν για τη δοκιμή στρατηγικών και πολιτικών παιγνίων πρώτου μεγέθους. Δυο ήταν οι βασικές εναλλακτικές λύσεις που μπορούσαν να υιοθετηθούν:
- είτε μια ανοικτή πολιτική αναμέτρηση με το σύνολο της αμφισβήτησης, αντιπολιτευτικής και εσωκομματικής, με την πρόκληση βουλευτικών εκλογών και την αναβάπτιση σε επιβεβεαιούμενους κοινωνικούς συσχετισμούς,
- είτε η μεγιστοποίηση των συγκρούσεων μέσα σε ένα κλειστό πολιτικό παιχνίδι, χωρίς την παρέμβαση του κοινωνικού παράγοντα, με κριτήριο επιτυχίας ή αποτυχίας το φόβητρο μιας αβέβαιης εκλογικής αναμέτρησης.
Η επιλογή όλων των πολιτικών δυνάμεων ήταν ευκρινέστατη και αποκαλυπτική: προτίμησαν να παίξουν το κλειστό παιχνίδι, επιβεβαιώνοντας το γεγονός ότι διερχόμαστε μια φάση ασταθών ισορροπιών όπου κανένας από τους παίκτες δεν είναι σε θέση να διεκδικήσει την ηγεμονία, ενώ κανείς επίσης δε μπορεί να δημιουργήσει νέο ευσταθές πλαίσιο ισορροπιών.
Αυτό δε σημαίνει ότι από τη διαδικασία δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Το αντίθετο είναι αληθές. Οι χειρισμοί του Α. Παπανδρέου είχαν σημαντικά πρόσκαιρα οφέλη για το ΠΑΣΟΚ και την κυβέρνηση διότι:
- παρόπλισαν την εθνικιστική πολιτική της Πολιτικής Άνοιξης, όταν την ανάγκασαν να στηρίξει την προεδρία Στεφανόπουλου, παρά τη συναίνεση στην τελωνειακή ένωση Τουρκίας ΕΕ,
- έδειξαν ότι η ΝΔ δεν ήταν σε θέση να επιδιώξει πρόωρες εκλογές, όπως θα μπορούσε να κάνει με την πρόταση ενός εντελώς ανεδαφικού υποψηφίου, αντί για τον πλέον συναινετικό που έριξε στη "μάχη" των προεδρικών εκλογών,
- επισφράγισαν την πολιτική αφλογιστία της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, η οποία δεν αποτόλμησε να εξωθήσει στα άκρα τη σύγκρουση και αναγκάστηκε να την περιορίσει σε διαδικαστικά και δευτερεύοντα ζητήματα.
Πρόκειται για τακτική νίκη εξαιρετικά σημαντική, η οποία σε πρώτη ανάγνωση φάνηκε να θέτει τέλος στη διαδικασία αμφισβήτησης της ηγεσίας και της πολιτικής της. Πλην όμως, η συνέχεια έδειξε ότι η νίκη αυτή ήταν μια προσωρινή ανακωχή, από εκείνες που είναι καταδικασμένες να παραβιαστούν ήδη από τη χρονική στιγμή της υπογραφής τους.
Ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίζεται λοιπόν, και ανεξάρτητα από την έκβαση του, εκείνο που μπορεί από τώρα να διαγνωστεί είναι ότι η πολιτική ενότητα του συνολικού χώρου του ΠΑΣΟΚ έχει βαθύτατα τρωθεί. Η αστάθεια που έγινε φανερή στο διάστημα που ακολούθησε την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας δεν είναι ένα τυχαίο περιστατικό που ανάγεται στο μανιώδη αγώνα διαδοχής του Α. Παπανδρέου, αλλά συμβολίζει και εξωτερικεύει βαθύτερες πολιτικές διεργασίες που έχουν λάβει χώρα τα τελευταία δέκα χρόνια. Διαδικασίες που ανάγονται στη συγκυρία ήττας του εργατικού κινήματος και επιτάχυνσης των ρυθμών της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, καθώς επίσης και στις μεταβαλλόμενες ισορροπίες μεταξύ των δυο πόλων του κοινωνικού ανταγωνισμού. Οι πολιτικοί σαλτιμπαγκισμοί που ζούμε αυτές τις μέρες μπορεί να είναι απλά η αντανάκλαση βαθύτερων ανακατατάξεων που είτε γίνονται αφανώς, είτε συγκαλύπτονται από τη σχετική αυτονομία των μηχανισμών του εποικοδομήματος.
Με αυτή την έννοια, η επίκληση της μακράς περιόδου πολιτικής ομαλότητας που το ΠΑΣΟΚ έσπευσε να πανηγυρίσει μετά την προεδρική εκλογή, μπορεί να είναι το πέπλο που συγκαλύπτει τη νέα φάση πολιτικής ρευστότητας και τακτικών τυχοδιωκτισμών που ανοίγεται διάπλατα μπροστά μας. Πύρρεια νίκη.