Η ιστορική ήττα της Αριστεράς συμπυκνώνεται λοιπόν1 σε τούτο: ότι οι εργαζόμενες τάξεις και οι πολιτικές οργανώσεις που τις εκπροσωπούν δεν είναι σε θέση να απειλήσουν πλέον την αστική ηγεμονία, διότι η έκβαση της ιδεολογικής μάχης της δεκαετίας του '80 απαξίωσε το βασικό επιχείρημα της Αριστεράς, σύμφωνα με το οποίο, η βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας των εργαζόμενων τάξεων είναι συμφέρον ολόκληρης της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, όντας κινητήρας της "ανάπτυξης" (δηλαδή της συσσώρευσης κεφαλαίου). Και για να δούμε το ίδιο πράγμα από την άλλη άκρη του, η ιστορική ήττα της Αριστεράς συμπυκνώνεται σε τούτο: ότι το κεφάλαιο πείθει πλέον, με σχετικά μεγάλη άνεση, πως το συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας, το "εθνικό συμφέρον", είναι οι χαμηλότεροι μισθοί, η περιστολή των δημοσίων δαπανών, η επιδείνωση των συνθηκών ζωής και εργασίας, η λιτότητα και η αποδυνάμωση του Κράτους Πρόνοιας. Εμπεδώνει έτσι την ηγεμονία του.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, το ερώτημα που τίθεται, ευθύς αμέσως, είναι αν η Αριστερά έχει τη δυνατότητα να ανασυγκροτηθεί όχι μόνον κατά μήκος των δυνάμεων του αστικού τεχνοκρατικού ολοκληρωτισμού, σε ένα ενιαίο αντιφασιστικό αντιεθνικιστικό αντιρατσιστικό μέτωπο, αλλά και σε ένα έδαφος το οποίο να της επιτρέπει να αμφισβητεί και πάλι την αστική ηγεμονία. Ένα έδαφος, δηλαδή, το οποίο θα της επιτρέπει να αναπτύσσει τον περί του κοινού συμφέροντος λόγο, ή ακόμη καλύτερα, να εκφράζει το συμφέρον των εργαζόμενων τάξεων ως συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας. Η συγκυρία της οικονομικής κρίσης αναδεικνύει το μέτωπο της αναδιάρθρωσης της παραγωγής για το οποίο οι θέσεις έχουν δημοσιεύσει σειρά άρθρων2 . Σ' αυτό, λοιπόν, το μέτωπο νομίζουμε ότι η Αριστερά μπορεί να αποδείξει εκ νέου ότι είναι σε θέση να αμφισβητεί την αστική ηγεμονία.
1. Οι μεταβολές τον στρατηγικού τοπίου και το ζήτημα της ηγεμονίας
• Οι αντιτιθέμενες κοινωνικές τάξεις3
Η αμφισβήτηση της αστικής ηγεμονίας από την Αριστερά4 στην Ελλάδα φθάνει στο απόγειο της, κατά το προπό ήμισυ της δεκαετίας του '80, ή ακόμη καλύτερα, κατά την πρώτη τετραετία διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ. Κατά την περίοδο αυτή, "το Μπλοκ της Αλλαγής", δηλαδή η πολιτική εκπροσώπηση των εργαζόμενων τάξεων, πραγματοποιεί την τελική του επίθεση ενάντια στις δυνάμεις των κυρίαρχων τάξεων από τη θέση της κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, τα χρόνια εκείνα, χάρη στην αναποτελεσματικότητα της πολιτικής των δυνάμεων της εργασίας, εγκαθίσταται σταδιακά και μια ισορροπία δυνάμεων, ή μάλλον, μια σταθεροποίηση του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων. Εντούτοις, οι δυνάμεις των εργαζόμενων τάξεων, όντας στην επίθεση, διατηρούν τη στρατηγική πρωτοβουλία.
Μετά από μια παρατεταμένη και σοβαρή σύγκρουση, η πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ καταλήγει σε μια ήττα των εργαζόμενων τάξεων. Η σύγκρουση αυτή έλαβε τη μορφή του πολέμου θέσεων ανάμεσα σε έναν άτακτο επιτιθέμενο στρατό και σε μια ρωμαϊκή λεγεώνα που ακολουθεί την τακτική του "κελύφους της χελώνας": πράγματι, οι κυρίαρχες τάξεις συγκροτούνται, τότε, σε ένα ενιαίο, αρραγές, πειθαρχημένο κόμμα ικανό να αναπτύξει τη μέγιστη αμυντική δύναμη, ενώ οι δυνάμεις της εργασίας επιτίθενται χωρίς να γνωρίζουν, τελικά, "περί τίνος πρόκειται". Διότι, πρόκειται για την ικανότητα τους να αναλάβουν τη διαχείριση της παραγωγής, για την οποία αποδείχθηκε ότι δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένες: η διαχείριση της παραγωγής των "προβληματικών" ή και των εν γένει δημοσίων επιχειρήσεων, απέδειξε ότι το Μπλοκ της Αλλαγής, ήταν ανίκανο, εξαιτίας της ίδιας της ιστορικής του προέλευσης, να αναλάβει τέτοιου είδους ιστορικά καθήκοντα5 .
Η ανάληψη της διευθυντικής εξουσίας από τη σοσιαλιστική γραφειοκρατία και η ισχύς των συνδικαλιστικών οργανώσεων στις επιχειρήσεις αυτές, δεν κατόρθωσαν να συνδυάσουν τη βελτίωση της θέσης των εργαζομένων με την αποτελεσματική οργάνωση της παραγωγής και τη βιώσιμη λειτουργία των επιχειρήσεων. Αυτή η αποτυχία, σε συνδυασμό και με τη στρατηγική της εργοδοσίας, η οποία αναδιπλώνεται τότε στο "όστρακο της χελώνας" και επιδίδεται σε μια στρατηγική φθοράς6 του αντιπάλου, απολήγει στο τέλος της περιόδου σε μια σειρά μακροοικονομικών ανισορροπιών7.
Το βασικό σφάλμα των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών, της περιόδου εκείνης, ήταν ότι θεώρησαν ως κεντρικό ζήτημα της εποχής την αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων, και όχι τη συγκρότηση ενός μαζικού κινήματος για την ανάληψη της οικονομικής διαχείρισης από τις ίδιες τις εργαζόμενες τάξεις, καταρχήν, και το μετασχηματισμό της οικονομικής βάσης στη συνέχεια.
Οι κυρίαρχες τάξεις, κατά την πρώτη τετραετία, δεν έχουν την πρωτοβουλία, αλλά αποτελούν την "ήρεμη δύναμη" που ετοιμάζεται για την επίθεση, όταν ο αντίπαλος θα έχει εξασθενήσει αρκετά. Η στιγμή αυτή έρχεται όταν οι σοσιαλιστές, έντρομοι μπροστά στην αναποτελεσματικότητα της διαχείρισης τους και την ανατροπή βασικών μακροοικονομικών ισορροπιών του συστήματος, προχωρούν στην ανάκληση του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου8. Μετατρέπεται, τότε η σχέση εκπροσώπησης του ΠΑΣΟΚ με τις εργαζόμενες τάξεις: ενώ ήταν το μαζικό κόμμα των τάξεων αυτών, μετατρέπεται έκτοτε σε αστικό κόμμα που απλώς αντλεί τις ψήφους του από τις λαϊκές τάξεις. Η σχέση εκπροσώπησης δεν διαρρηγνύεται τότε, το 1985-1986, αλλάζει όμως χαρακτήρα.
Η ανάκληση του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου, τον Οκτώβριο του 1985, ανοίγει μια νέα περίοδο, τόσο στην ιστορία των κοινωνικών συγκρούσεων της Ελλάδας, όσο και στην οικονομική της ιστορία.
Καταρχήν, οι κοινωνικές συγκρούσεις: από τις αρχές του 1986, οι δυνάμεις της εργασίας βρίσκονται χωρίς κεντρική διεύθυνση, αφού οι σοσιαλιστές τις εγκαταλείπουν και οι κομμουνιστές παραμένουν, κατά τη συνήθεια τους, εκτός τόπου και χρόνου. Η "λεγεώνα" των δυνάμεων του κεφαλαίου ξεδιπλώνεται και περνάει στην επίθεση. Ο συσχετισμός δυνάμεων αρχίζει πλέον να μεταβάλλεται σταδιακά σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας. Η Αριστερά δεν υπάρχει πλέον ως πολιτικός σχηματισμός αμφισβήτησης της ηγεμονίας του κεφαλαίου και οι κοινωνικές δυνάμεις που την στήριζαν αρχίζουν προοδευτικά να παροπλίζονται.
Αλλά και για την οικονομική ιστορία της Ελλάδας, το 1986 αποτελεί σημείο τομής. Έχουμε, έκτοτε, ανάκαμψη της επενδυτικής προσπάθειας, παρά το γεγονός ότι, σε σύγκριση με τις δεκαετίες του '60 και του '70, παραμένει σχετικά άτονη9. Το 1986 αποτελεί, επίσης, σημείο μεταστροφής στη διαδικασία εκμηχάνισης και αυτοματοποίησης, δηλαδή στη διαδικασία του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού. Από το έτος αυτό αρχίζει μια διαδικασία επιταχυνόμενης υποκατάστασης της εργασίας από λειτουργίες των μηχανών (αύξηση της έντασης κεφαλαίου)10. Η κερδοφορία αυξάνεται χάρη στις πολιτικές λιτότητας και η πίεση που ασκείται επί των επιχειρήσεων από την ανατιμημένη δραχμή και τα υψηλά επιτόκια μετατρέπεται σε κινητήρα του εκσυγχρονισμού του ελληνικού καπιταλισμού.
Οι σοσιαλιστές στην κυβέρνηση προσπαθούν, τότε, να μετατραπούν σε πρωταθλητές του εκσυγχρονισμού και να στηριχθούν σε ορισμένους κύκλους του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, όμως, προσπαθούν να αποκαταστήσουν και την κλονισμένη σχέση τους με τις λαϊκές τάξεις. Αλλά αυτή τη φορά, η ιστορική πρωτοβουλία ανήκει στους κομμουνιστές.
Η οριστική συνθηκολόγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος και η υπαγωγή της πολιτικής του επιρροής στα σχέδια του Μαύρου Μετώπου, κατά το 1989, έφεραν τις συντηρητικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας στη διεύθυνση της οικονομίας.
Η ανασύνταξη των δυνάμεων της εργασίας πραγματοποιείται, κατά τα επόμενα έτη, επί νέων βάσεων: το περιεχόμενο της λέξης "Αριστερά" σηματοδοτεί πλέον κάτι το εξωτερικό με την πολιτική ιδεολογία και την οικονομική πολιτική: αυτό που αρκετά πετυχημένα ονομάστηκε κοινωνική ευαισθησία. Η λέξη σηματοδοτεί εκείνο το κατώφλι ανοχής που μπορούν να επιδείξουν οι εργαζόμενες τάξεις στην εφαρμογή της νεοσυντηρητικής αντεργατικής πολιτικής που εφαρμόζεται πλέον από όλα τα κόμματα που βρίσκονται στην κυβέρνηση, σε όλες τις χώρες. Ο όρος "Αριστερά" υπάρχει πλέον ως σημαία ενός στρατού που έχει συνθηκολογήσει και προσπαθεί απεγνωσμένα να αναχαιτίσει τα νικηφόρα στρατεύματα του αντιπάλου.
Εν τω μεταξύ μεταβάλλεται το στρατηγικό πεδίο των κοινωνικών συγκρούσεων. Πρώτα απ' όλα, το Μαύρο Μέτωπο σχεδιάζει ένα καθεστώς "τεχνοκρατικού εθνικιστικού κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού". Δεύτερον, μεταβάλλεται ο σχηματισμός μάχης των κυρίαρχων τάξεων. Υπό το βάρος της έκθεσης του ελληνικού καπιταλισμού στην έντονη πίεση του ανταγωνισμού (του διεθνούς χάρη στην ανατιμημένη δραχμή και την άρση όλων των προστατευτικών φραγμών, και του εγχώριου χάρη στην άνοδο των πραγματικών επιτοκίων), δημιουργείται μια διαίρεση στους κόλπους του κεφαλαίου: Η "μεγάλη" βιομηχανία (> 10 απασχολούμενοι) εκσυγχρονίζεται τεχνολογικά και οργανωτικά, και η μικρή βιομηχανία καταφανώς καθυστερεί. Η διαφορά αυτή ανάγεται κυρίως στη μεγαλύτερη έκθεση της μεγάλης βιομηχανίας στο διεθνή ανταγωνισμό και την αυξημένη σημασία του εργατικού κόστους για τη μικρή βιομηχανία. Η μεν μεγάλη βιομηχανία τείνει να εκσυγχρονιστεί και να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας, η δε μικρή βιομηχανία, πέραν του ότι είναι σχετικά προστατευμένη, προσαρμόζεται κακήν κακώς στις απαιτήσεις του ανταγωνισμού με εκμετάλλευση της φθηνής εργασίας και τη συστηματική καταστρατήγηση του θεσμικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων.
• Το έδαφος των κοινωνικών συγκρούσεων12
Κατ' αντιστοιχία με τις παραπάνω εξελίξεις δημιουργείται και μια αγορά εργασίας που τείνει να διαιρεθεί σε δύο ξεχωριστά τμήματα: Ένα ανώτερο τμήμα (κυρίως άνδρες, ειδικευμένη εργασιακή δύναμη, ελληνικής υπηκοότητας, με μισθούς πάνω από το μέσο εθνικό όρο, των οποίων η εργασία διέπεται από σαφές θεσμικό πλαίσιο, εργαζόμενοι σε μεγάλες επιχειρήσεις, συνδικαλισμένοι), και ένα κατώτερο τμήμα (κυρίως γυναίκες, μετανάστες, νέοι, ανειδίκευτη εργασιακή δύναμη, με μισθούς κάτω από το μέσο εθνικό όρο, χωρίς θεσμικό πλαίσιο εργασιακών σχέσεων, σε μικρές επιχειρήσεις, μη συνδικαλισμένοι). Το ανώτερο τμήμα της αγοράς εργασίας, αυτό που τείνει να αντιστοιχεί όλο και πιο πολύ στον πόλο του εκσυγχρονιζόμενου τμήματος της ελληνικής βιομηχανίας, αποτελεί το πιο ευνοϊκό έδαφος συνδικαλιστικής παρέμβασης. Αλλά υπό τον όρο ότι θα γίνει αντιληπτή, από τις οργανώσεις των εργαζόμενων τάξεων, η σημασία των νέων επίδικων αντικειμένων που είναι οι αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας, τις ειδικότητες, το περιεχόμενο της εργασίας, την εκπαίδευση και κατάρτιση, την ιεραρχική οργάνωση της παραγωγής... Το κατώτερο τμήμα της αγοράς εργασίας έχει ήδη υποκύψει, σε μεγάλο βαθμό, στις απαιτήσεις της αντιρρύθμισης, λειτουργεί όλο και περισσότερο χωρίς θεσμικό πλαίσιο εργασιακών σχέσεων, με χαμηλές αμοιβές και φθίνουσα συνδικαλιστική οργάνωση. Το επίδικο αντικείμενο σ' αυτό το τμήμα της αγοράς εργασίας είναι η επιβολή του σεβασμού των εργασιακών δικαιωμάτων και η ουσιαστική αύξηση των πραγματικών μισθών.
Προτεραιότητα στην κατεύθυνση της αναδιάρθρωσης είναι, λοιπόν, δυνατό να δοθεί από τις μεγάλες επιχειρήσεις, δηλαδή το διεθνοποιημένο τμήμα της ελληνικής οικονομίας, για το οποίο το εργατικό κόστος αντιπροσωπεύει ένα σχετικά μικρό ποσοστό του συνολικού κόστους, και το οποίο δέχεται - μέσο) της ανατιμημένης δραχμής και της μεγάλης εξωστρέφειας - ολόκληρη την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού, άρα και έντονη πίεση για τεχνολογικές και οργανωτικές αναδιαρθρώσεις.
Η διαίρεση των δυνάμεων των κυρίαρχων τάξεων σε δύο τμήματα, ορίζει ταυτοχρόνως και δύο διακριτά πεδία ανταγωνισμού, τα οποία είναι τα δύο τμήματα της αγοράς εργασίας με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ, ότι οι δύο μερίδες της αστικής τάξης (μεγάλο κεφάλαιο / μικρό κεφάλαιο) δεν διατηρούν μεταξύ τους σχέση ανταγωνιστικής αντίθεσης, αλλά σχέση ηγεμονίας. Ο ηγεμόνας του αστικού συνασπισμού εξουσίας είναι η μερίδα του μεγάλου κεφαλαίου, και αυτό για δύο λόγους:
• Πρώτον, η μερίδα αυτή αναλαμβάνει να εκπροσωπήσει το συλλογικό κεφαλαιοκρατικό συμφέρον, και όχι μόνον το δικό της. Χαρακτηριστική από την άποψη αυτή είναι η εμμονή των συνδικαλιστικών οργανώσεων του μεγάλου κεφαλαίου στην ιδέα ότι η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται από το κόστος εργασίας, ενώ για τις μεγάλες επιχειρήσεις το κόστος αυτό δεν είναι σημαντικό. Έχουμε να κάνουμε εδώ με μια κλασική περίπτωση άσκησης ηγεμονίας: η μερίδα του μεγάλου κεφαλαίου εκπροσωπεί τα συμφέροντα των μικρών επιχειρήσεων, των πιο αδυσώπητων εκμεταλλευτών της φθηνής εργασίας, για να τους θέσει "κάτω από την ομπρέλα της". Εμφανίζεται, έτσι, το μεγάλο κεφάλαιο, ως εκπρόσωπος ολόκληρης της τάξης των κεφαλαιοκρατών.
• Δεύτερον, η μερίδα αυτή αναλαμβάνει να εμφανίσει το συμφέρον της τάξης της ως το συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας, ιδιαίτερα μέσω του (ιδεολογικού) ελέγχου των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και γενικότερα μέσω της δράσης των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους.
Τα επίδικα αντικείμενα των κοινωνικών συγκρούσεων13
Αν η παραπάνω ανάλυση - καθώς και αυτή της οικονομικής πολιτικής που ήδη παρουσιάσαμε στο πρώτο μέρος αυτής της σειράς άρθρων - είναι ορθή, οι πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων τάξεων θα έπρεπε να επιδιώξουν:
1. τον περιορισμό του δυϊσμού της αγοράς εργασίας, όπως και του δυϊσμού της παραγωγής, πρώτον, διότι το "κατώτερο" τμήμα της συνθλίβει τις δυνάμεις της εργασίας, και δεύτερον, διότι η ίδια η διαίρεση της αγοράς και της παραγωγής προκαλεί μια διαίρεση και στην ίδια την ταξική σύνθεση της εργατικής τάξης,
2. την πρόκριση της επιθετικής αναδιάρθρωσης14 της παραγωγής έναντι της αμυντικής αναδιάρθρωσης,
3. την ανάδειξη του εργατικού δυναμικού σε βασικό παράγοντα της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης ολόκληρης της ελληνικής (καπιταλιστικής) οικονομίας και όχι μόνον ενός τμήματος της,
4. την επιβολή του σεβασμού του θεσμικού πλαισίου εργασιακών σχέσεων και την ουσιαστική αύξηση των πραγματικών μισθών σε ολόκληρη την αγορά εργασίας,
5. την αύξηση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, απαραίτητο όρο της σύγκλισης μέσα σε συνθήκες ελεύθερου εμπορίου, με βασικό παράγοντα την αναβάθμιση τον εργατικού δυναμικού και την οργάνωση της εργασίας που στηρίζεται στην ανάπτυξη των ικανοτήτων του συλλογικού εργαζόμενου,
6. μια συναλλαγματική πολιτική που να αντιστοιχεί στην πραγματική παραγωγική ισχύ του ελληνικού καπιταλισμού,
7. μια στρατηγική
• αναβάθμισης των προϊόντων προς ποιότητες για τις οποίες η διεθνής ζήτηση προβλέπεται να αυξηθεί με ταχείς ρυθμούς, και
• εγκατάλειψης των δραστηριοτήτων που στηρίζονται στη φθηνή εργασία,
8. μια δραστήρια βιομηχανική πολιτική οικοδόμησης συγκριτικών πλεονεκτημάτων στα πλαίσια της ανάπτυξης του ενδοκλαδικού ευρωπαϊκού εμπορίου.
Από τους παραπάνω στόχους15, που θα μπορούσαν να υιοθετήσουν οι πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων τάξεων, ο μόνος που μπορεί16 να έχει ουσιαστική σημασία για την εκ νέου αμφισβήτηση της ηγεμονίας του συντηρητισμού, είναι η ανάδειξη του εργατικού δυναμικού σε βασικό παράγοντα της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Διότι, η διεθνής συγκυρία, στη δεκαετία του '90, με την εντυπωσιακή πρόοδο της οικουμενικής ολοκλήρωσης των αγορών και τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, έχει καταστήσει σαφές ότι οι εθνικοί καπιταλισμοί που ευνοούνται είναι εκείνοι που θα κατορθώσουν να αξιοποιήσουν το "ανθρώπινο κεφάλαιο" τους. Είναι, επομένως, πιο επίκαιρο από ποτέ, για τις πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων τάξεων, να επιδιώξουν τον περιορισμό του δυϊσμού της αγοράς εργασίας, όπως και του δυϊσμού της παραγωγής, και την ανάδειξη του εργατικού δυναμικού σε βασικό παράγοντα της ανταγωνιστικότητας. Με τον τρόπο αυτό, θα ανοίξει ένα νέο πεδίο κοινωνικού ανταγωνισμού, γύρω από την οργάνωση της παραγωγής, τη σημασία και το ρόλο του συλλογικού εργαζόμενου στη μεταφορά και τη διάχυση τεχνολογίας στο παραγωγικό σύστημα της Ελλάδας, στην εκπαίδευση και κατάρτιση, ή αν θέλετε να χρησιμοποιήσουμε περισσότερο σαφείς και ακριβείς όρους, θα ανοίξει ένα πεδίο κοινωνικού ανταγωνισμού γύρω από την διαίρεση της εργασίας σε χειρωνακτική και διανοητική, εργασία διεύθυνσης και εκτέλεσης, γύρω από τις ικανότητες του συλλογικού εργάτη και τη θέση του στην παραγωγή. Η ανάδειξη της εργασιακής δύναμης σε κύριο παράγοντα της ανταγωνιστικότητας μπορεί να προσφέρει στην Αριστερά μια νέα δυνατότητα να μετατραπεί ξανά σε πολιτική δύναμη που αμφισβητεί την αστική ηγεμονία, διότι το ταξικό συμφέρον (η αναβάθμιση της εργασιακής δύναμης μέσω της κατάρτισης και της εκπαίδευσης, η βελτίωση της εργασίας σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της, η συνακόλουθη άνοδος των μισθών, η σταθερότητα στην απασχόληση, η πολυειδίκευση και η ανάπτυξη της συλλογικής εργασίας....) είναι δυνατό να εμφανιστεί ως το συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας. Μπορεί, δηλαδή, η Αριστερά, να αναπτύξει έναν νέο περί κοινού συμφέροντος λόγο, με σημείο εκκίνησης την πρωτεύουσα σημασία του εργατικού δυναμικού στις νέες συνθήκες της παραγωγής.
Βεβαίως, δεν διαφεύγει από κανέναν το γεγονός ότι μια τέτοια κίνηση ανασυγκρότησης της Αριστεράς έχει σαφώς αμυντικό και μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα, θα πρέπει, όμως, να θυμηθούμε ότι η σημερινή συγκυρία δεν έχει τίποτε το επαναστατικό και ότι αυτό που προέχει είναι η ανασύνταξη των δυνάμεων της εργασίας, και πάνω απ' όλα, των πολιτικών της οργανώσεων - όχι στο έδαφος της όποιας κοινωνικής ευαισθησίας, ούτε σ' αυτό του "πολιτικού συνδικαλισμού", αλλά σ' ένα έδαφος από το οποίο θα είναι δυνατό να κλονισθεί η ηγεμονία του συντηρητισμού.
Ούτε διαφεύγει από κανέναν ότι το σχέδιο της αναδιάρθρωσης με ταυτόχρονη αναβάθμιση του ρόλου και της σημασίας της εργασιακής δύναμης ενδέχεται να εκφυλιστεί, τελικά, σε ένα ιδεολόγημα της εργοδοσίας για την αποτελεσματικότερη υπαγωγή των εργαζομένων στη διευθυντική εξουσία. Εντούτοις, κανένα πεδίο κοινωνικού ανταγωνισμού δεν προσφέρει εκ των προτέρων, από τη φύση του, την εγγύηση ότι οι όποιες δράσεις αναλάβουν οι δυνάμεις της εργασίας θα είναι αναγκαστικά νικηφόρες, ή ακόμη, ότι θα έχουν αναγκαστικά αντικαπιταλιστικό και όχι "ρεφορμιστικό" χαρακτήρα.
Και για να καταλήξουμε με τις τυχόν αντιρρήσεις που μπορεί να διατυπώσουν οι φίλοι μας "από τα αριστερά", αυτό που προέχει σήμερα, είναι οι τακτικές κινήσεις αμυντικού χαρακτήρα που αποσκοπούν στην ανασυγκρότηση του διαλυμένων σχηματισμών μάχης των εργαζόμενων τάξεων.
2. Για την ανάδειξη της εργασιακής δύναμης σε κύριο παράγοντα της ανταγωνιστικότητας
Η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού στην Ελλάδα πριν από το 1974 στηρίχθηκε στη συστηματική παραγνώριση της εργασιακής δύναμης ως παράγοντα αύξησης της ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης. Η ανυπαρξία ανεξάρτητων συνδικάτων, η παρουσία των καταπιεστικών μηχανισμών του "κράτους των εθνικοφρόνων" σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής και η δυνατότητα αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και της παραγωγής με την εκμετάλλευση άλλων "κοιτασμάτων παραγωγικότητας", εκτός από το εργατικό δυναμικό, οδήγησαν σε μια στρατιωτικού τύπου διοίκηση των επιχειρήσεων και μια συστηματική παραγνώριση της σημασίας του "ανθρώπινου κεφαλαίου" ως παράγοντα ανταγωνιστικότητας και οικονομικής ανάπτυξης.
Η μεταπολίτευση, η οποία ανέτρεψε τα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα της χώρας, μετέτρεψε ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος συσσώρευσης στην Ελλάδα. Εντούτοις, όλες οι αλλαγές της περιόδου έτειναν αποκλειστικά στη μετατροπή της διανομής του προϊόντος, και ουδόλως στον τρόπο λειτουργίας των μονάδων παραγωγής. Η αύξηση του μεριδίου της εργασίας στο προϊόν, σε συνδυασμό με την αύξηση των εξαγωγών, απετέλεσε έναν σημαντικό κινητήρα της οικονομικής μεγέθυνσης της περιόδου 19741979, μεγέθυνση αξιοσημείωτη, σε σύγκριση με αυτή των άλλων χωρών της Κοινότητας. Αυτό ακριβώς το γεγονός, δηλαδή ότι η αντίθεση κεφαλαίου εργασίας αμβλύνθηκε τότε, προσωρινά, στο επίπεδο της διανομής του προϊόντος, αλλά και το γεγονός ότι μέχρι το 1979 η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού δεν έχει ακόμη πάρει οξεία μορφή, επέτρεψε τη διατήρηση των ίδιων πειθαρχικών/στρατιωτικών μορφών οργάνωσης της εργασίας στις μονάδες παραγωγής και τη συνακόλουθη παραγνώριση του εργατικού δυναμικού ιός παράγοντα αύξησης της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας.
Η περίοδος 19791981, ουσιαστικά, αποτελεί παράταση της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι είναι μια περίοδος κατά την οποία ο ελληνικός καπιταλισμός προσπαθεί να αντιμετωπίσει την κρίση του, η οποία εκδηλώνεται πλέον όλο και πιο ανοικτά, με όρους χρηματοοικονομικούς αφενός, και μέσω μιας πολιτικής συμπίεσης των μισθών αφετέρου.
Αντιθέτως, το έτος 1981, με την ουσιαστική στροφή στην οικονομική και την κοινωνική πολιτική, εγκαινιάζει μια περίοδο οξυμένης κρίσης, στη διάρκεια της οποίας, η "μεγάλη" βιομηχανία17, για την οποία η οικονομική πολιτική της εποχής εκείνης είναι μη αποδεκτή, καταφεύγει18 σε δύο αμυντικές πολιτικές: σε μια πολιτική "επενδυτικής αποχής", και σε μια πολιτική οργανωτικού εξορθολογισμού.
Αυτές οι δύο πολιτικές συγκροτούν μιαν αμυντική αναδιάρθρωση: όλο και μικρότερες επενδύσεις που συνοδεύονται από αυξανόμενο οργανωτικό εξορθολογισμό. Σαν αποτέλεσμα της αμυντικής αναδιάρθρωσης, η ένταση κεφαλαίου αυξάνεται, και μαζί μ' αυτήν η (φαινόμενη) παραγωγικότητα της εργασίας, παρά το γεγονός ότι η συσσώρευση του κεφαλαίου επιβραδύνεται.
Χάρη σ' αυτή την πολιτική, της αμυντικής αναδιάρθρωσης, μετατρέπεται σταδιακά, στη διάρκεια της περιόδου 1981-1986, ο συσχετισμός δυνάμεων υπέρ της εργοδοσίας: η μεν επενδυτική αποχή ανατρέπει τις μακροοικονομικές ισορροπίες του συστήματος, ο δε οργανωτικός εξορθολογισμός, σε συνδυασμό με την πτώση της παραγωγής, προκαλεί μείωση της απασχόλησης.
Αλλά και οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας, στις αρχές της δεκαετίας του '80 ισχυροποιούν τις θέσεις της εργοδοσίας: η απασχόληση στο σύνολο της οικονομίας αυξάνεται, αλλά ταυτόχρονα, ακόμη ταχύτερα αυξάνεται ο ενεργός πληθυσμός (το εργατικό δυναμικό) συνακόλουθα αυξάνεται και η ανεργία, η οποία δημιουργεί έναν δυσμενή για τον κόσμο της εργασίας συσχετισμό δυνάμεων.
Σε συνδυασμό και μια σειρά άλλων παραγόντων, που δεν ανήκουν στην σφαίρα της παραγωγής19, ο συνολικός συσχετισμός δυνάμεων μετατρέπεται αποφασιστικά υπέρ της εργοδοσίας από τα μέσα της δεκαετίας του '80.
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, δηλαδή του πρώτου ημίσεως της δεκαετίας του '80, η κατάσταση των πραγμάτων, δηλαδή η σκληρή αντιπαράθεση στη σφαίρα της διανομής του προϊόντος και η αμυντική στάση της εργοδοσίας, συνοδεύονται αναγκαστικά, εκ μέρους της, από μια παραγνώριση της σημασίας του "ανθρώπινου κεφαλαίου", βοηθούσης, βεβαίως, και της παράδοσης της εν λόγω κοινωνικής τάξης. Αλλά και οι συνδικαλιστικές (όπως και οι πολιτικές) οργανώσεις των εργαζομένων τάξεων, εξακολουθούν, κατά την περίοδο αυτή, να περιορίζουν τις διεκδικήσεις τους στη σφαίρα της διανομής, φαινόμενο που ανάγεται σε σειρά ιστορικών και πολιτικών παραγόντων, των οποίων η ανάλυση υπερβαίνει τους στόχους και τα όρια αυτού του άρθρου.
Από το 1986, στη "μεγάλη" βιομηχανία, την αμυντική αναδιάρθρωση διαδέχεται η επιθετική αναδιάρθρωση, που συνδυάζει:
• αυξήσεις των επενδύσεων (ιδίως σε μηχανολογικό εξοπλισμό), επομένως και επιτάχυνση της συσσώρευσης, και
• τεχνολογικό και οργανωτικό εκσυγχρονισμό, που προκαλεί αυξήσεις στην ένταση κεφαλαίου, την παραγωγικότητα της εργασίας, την παραγωγικότητα του κεφαλαίου, και συνακόλουθα την κερδοφορία.
Η κίνηση αυτή του εκσυγχρονισμού περιλαμβάνει μια, έστω περιορισμένη, αλλαγή στη νοοτροπία του "επιχειρηματικού κόσμου" σε σχέση με το εργατικό δυναμικό ως "ανθρώπινο κεφάλαιο", δηλαδή ως "κοίτασμα παραγωγικότητας", παράγοντα ανταγωνιστικότητας. Ως σχετικά ισχυρές ενδείξεις για το βάσιμο του ισχυρισμού αυτού, μπορούν να θεωρηθούν, εκτός από τα αποτελέσματα των ερευνών πεδίου, και το ύψος των μισθών στις μεγάλες επιχειρήσεις, ο σεβασμός του θεσμικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων από τις μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις, η σχετική σταθερότητα της απασχόλησης, η εφαρμογή σύγχρονων μεθόδων οργάνωσης της εργασίας που αναδεικνύουν την εργασία σε σημαντικό παράγοντα της αύξησης της παραγωγικότητας, η σταδιακή εγκατάλειψη του στρατιωτικού πατερναλιστικού μοντέλου διοίκησης των επιχειρήσεων.... Στην κατεύθυνση αυτή συμβάλλει η ίδια η φύση των νέων τεχνολόγων, των οποίων η βέλτιστη χρήση παροτρύνει σε μιαν αναβάθμιση του εργατικού δυναμικού20 .
Δίπλα σ' αυτό το τμήμα της "μεγάλης" βιομηχανίας, και χωρίς ουσιαστική οργανική21 σχέση με τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι μικρές μονάδες παραγωγής, παραμένουν προσκολλημένες στην απαίτηση τους για φθηνή εργασιακή δύναμη, αφού το εργατικό κόστος παραμένει πάντα το κυριότερο στοιχείο του κόστους τους, ενώ η παραγωγικότητα τους εξακολουθεί να παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Ιδιαίτερα, ο λόγος προϊόντος/κεφαλαίου (η "παραγωγικότητα του κεφαλαίου"), που εκφράζει την ικανότητα της επιχείρησης να εξοικονομεί πάγιο κεφάλαιο εκτιμάται ότι είναι πολύ μικρός. Είναι, έτσι, πολύ φυσικό, οι μικρές επιχειρήσεις να εναποθέτουν όλες τους τις ελπίδες, για αύξηση της κερδοφορίας, στη συμπίεση των μισθών. Τα διαδοχικά προγράμματα λιτότητας, από το 1986 μέχρι σήμερα, αλλά και η κατάσταση της αγοράς εργασίας, η οποία γίνεται όλο και πιο δυσμενής για τις εργαζόμενες τάξεις, δίνουν στο πλήθος αυτό των μικρών επιχειρήσεων τη δυνατότητα να επιζούν χάρη στη δραστική μείωση των μισθών και την καταστρατήγηση κάθε θεσμικού πλαισίου εργασιακών σχέσεων.
Η κατάσταση στην αγορά εργασίας επιδεινώνεται ιδιαίτερα από το 1990, χρονιά κατά την οποία η απασχόληση στο σύνολο της οικονομίας, που αυξανόταν μεταξύ 1983 και 1990, αρχίζει να μειώνεται. Αυτή η μείωση της απασχόλησης οφείλεται:
• αφενός στην οικονομική πολιτική της περιόδου 1990-1993, η οποία προκάλεσε παρατεταμένη ύφεση, συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης και μείωση του βαθμού απασχόλησης του παραγωγικού δυναμικού, και
• αφετέρου στην επιτάχυνση των διαδικασιών αναδιάρθρωσης της βιομηχανίας υπό το βάρος της ανταγωνιστικής πίεσης που αυξήθηκε λόγω της ύφεσης και της παρατεταμένης ανατίμησης της δραχμής.
Έτσι, παρά το γεγονός ότι το εργατικό δυναμικό, στις αρχές της δεκαετίας του '90, σταθεροποιείται, η μείωση της απασχόλησης προκαλεί μια δραστική άνοδο του ποσοστού ανεργίας. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου γίνεται βαθύτερη η διαίρεση της εργασίας σε δύο τμήματα, όπως τα περιγράψαμε παραπάνω.
Έτσι, ο δυϊσμός της ελληνικής βιομηχανίας, όπως και ο δυϊσμός της αγοράς εργασίας, ορίζει μια "σχιζοειδή" αντίληψη της εργοδοσίας για το εργατικό δυναμικό: ένα τμήμα της, αυτό της μεγάλης βιομηχανίας, το αντιμετωπίζει όλο και περισσότερο ως "ανθρώπινο κεφάλαιο", επομένως ως σημαντικό - αν όχι βασικό - συντελεστή αύξησης της παραγωγικότητας, ενώ ένα άλλο τμήμα της εργοδοσίας το αντιμετωπίζει απλά και μόνον ως φθηνή εργασία "μιας χρήσεως".
Αξίζει να σημειωθεί, ότι σε όλη τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας, όσο δηλαδή διαρκεί η κρίση της ελληνικής οικονομίας, οι συνδικαλιστικές και πολιτικές οργανώσεις των εργαζόμενων τάξεων περιόρισαν τους εαυτούς τους στη σφαίρα της (ανα)διανομής του προϊόντος, ενώ δεν θέλησαν (ή δεν κατόρθωσαν) να θέσουν κανένα από τα ζητήματα που σχετίζονται με τη θέση και το ρόλο του εργατικού δυναμικού στην παραγωγή. Η δεκαετία του '90 θέτει στις οργανώσεις αυτές την πρόκληση της αλλαγής προσανατολισμού στη στρατηγική τους, από την αναδιανομή του προϊόντος στο έδαφος της παραγωγής, με στόχο την ανάδειξη της εργασιακής δύναμης σε κύριο παράγοντα του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού - που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.
1. Βλέπε αναλυτικό στο προηγούμενο τεύχος των θέσεων.
2.. Βλέπε ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος αυτής της σειράς άρθρων: "Σε εχθρικό έδαφος. Οι αντικειμενικοί όροι των επερχόμενων συγκρούσεων", θέσεις, τ. 47.
3. Το σύστημα των αντιτιθέμενων κοινωνικών τάξεων, μερίδιον τάξεων και κοινωνικών δυνάμεων που διατάσσονται σε σχηματισμούς μάχης, πραγματοποιούν συμμαχίες, υφίστανται σχίσματα, συγκρούονται....
4. Με βάση τον ορισμό της Αριστεράς που έχουμε δώσει σε ένα παλαιότερο άρθρο που δημοσιεύτηκε στις θέσεις, τ. 30 ("Το τέλος της Αριστεράς και η ανάδυση των αντικαπιταλιστικών κινημάτων") στην Αριστερά ανήκουν και τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, επομένως και το ΠΑΣΟΚ.
5. Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται θα μπορέσει να βρει αρκετές αναλύσεις, σχετικά με το θέμα αυτό, στα τεύχη το>ν θέσεων της εποχής εκείνης.
6. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Π.Λ. Ρυλμόν στο άρθρο του "Η βιομηχανική αναδιάρθρωση και οι επιπτώσεις της για τους εργαζόμενους στη βιομηχανία" που συνοψίζει τα συμπεράσματα μιας ευρύτερης μελέτης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Δημοσιεύτηκε στο Ενημερωτικό Δελτίο του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ No 40-41, Ιούνιος Ιούλιος 1994.
7. Οι ισχνές παραγωγικές επιδόσεις σε συνδυασμό με την αύξηση των δαπανών για την ανάπτυξη του Κράτους Πρόνοιας απέληξαν, στα μέσα της δεκαετίας σε μια σοβαρή επιδείνωση της δημοσιονομικής κατάστασης.
8. Βλέπε το Ιωακείμογλου/Μηλιός: "Η ανάκληση του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου" στις θέσεις 14 του Οκτωβρίου του 1985.
9. Ιδιαίτερα μετά το 1991, ο ρυθμός συσσώρευσης παγίου κεφαλαίου στη βιομηχανία υποχωρεί υπό το βάρος της μειωμένης ζήτησης.
10.. Βλέπε αναλυτικά στη μελέτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ "Η αναδιάρθρωση της ελληνικής βιομηχανίας και η θέση της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό Καταμερισμό Εργασίας", 1994, καθώς και στο άρθρο "Σε εχθρικό έδαφος. Οι αντικειμενικοί όροι των επερχόμενων συγκρούσεων", ό.π.
11. Βλέπε στο προηγούμενο τεύχος, θέσεις τ. 48 "Το Μαύρο Μέτωπο".
12.. Το οποίο δεν είναι τίποτα άλλο από τις αντικειμενικές συνθήκες των ταξικών αντιθέσεων (Οικονομικές: συσσώρευση κεφαλαίου και εκμετάλλευση της εργασίας, πολιτικές: θεσμικό πλαίσιο και "κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού", ιδεολογικές: μορφή, κατάσταση και δραστικότητα των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους).
13. Ζητήματα σε αναφορά με τα οποία ül σχηματισμοί, μάχης συγκροτούνται και αναδιατάσσονται.
14.. Ως επιθετική αναδιάρθρωση εννοούμε την αναδιάρθρωση που στηρίζεται σε επενδύσεις σε αυτοματοποίηση και οργανωτικές καινοτομίες. Ως αμυντική αναδιάρθρωση εννοούμε την αναδιάρθρωση που πραγματοποιείται χωρίς επένδυση, με απλό "εξορθολογισμό" της παραγωγικής διαδικασίας. Βλέπε αναλυτικότερα στο "Σε εχθρικό έδαφος...." ό.π.
15. Αλλά και από αυτούς που εκθέσαμε στο προηγούμενο τεύχος σχετικά με την αντιμετόπιση του Μαύρου Μετώπου.
16.. Είναι προφανές ότι εντοπίζουμε το έδαφος από το οποίο μπορεί να αμφισβητηθεί εκ νέου η ηγεμονία του συντηρητισμού, με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής.
17.. Επιχειρήσεις που απασχολούν πλέον των 10 ατόμων.
18.. Στο χώρο της παραγωγής. Στο επίπεδο της πολιτικής, της ιδεολογίας και της οικονομίας με τη γενικότερη έννοια, η εργοδοσία υιοθετεί, φυσικά, και άλλες πολιτικές.
19.. Και οι οποίοι δεν αποτελούν επομένως αντικείμενο αυτής της ανάλυσης.
20.. Βέβαια, ούτε η Ιστορία, ούτε η Αγορά προκρίνουν πάντοτε τις οικονομικά βέλτιστες λύσεις. Οι νέες τεχνολογίες, φαίνεται ότι είναι ένα σημείο ιστορικής απροσδιοριστίας, και πιο απλά, ένα πεδίο παρέμβασης για τον καθορισμό των νέων μορφών οργάνωσης της εργασίας.
21.. Ως οργανική σχέση εννοούμε κυρίως τις σχέσεις υπεργολαβίας που αναπτύχθηκαν στις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης μεταξύ μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων.