Σχέδια Νόμου για την Εκπαίδευση 1870-1880. ΜΕΡΟΣ Γ'
του Αποστόλη Ανδρέου

9. Νομοσχέδια του Α. Αυγερινού α. Γενική Αιτιολογική Έκθεση

Ο Ανδρέας Αυγερινός1 αναλαμβάνει στις 26.10.1878 το υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως στην κυβέρνηση Α. Κουμουνδούρου και στις 13.2.1880 καταθέτει στη Βουλή πέντε νομοσχέδια. (Α ' «Περί στοιχειώδους ή δημοτικής παιδεύσεως», Β ' «Περί επιτόπιου εποπτείας και επιθεωρήσεων των δημοτικών σχολείων», Γ' «Περί διδασκαλείων», Δ'«Περί Παρθεναγωγείων», Ε'«Περί συστάσεως ταμείου της δημοτικής εκπαιδεύσεως»)2. Τα νομοσχέδια συνοδεύονται από τη Γενική Αιτιολογική Έκθεση και τις επιμέρους Αιτιολογικές Εκθέσεις. Η σημασία της γενικής αιτιολογικής έκθεσης είναι μεγάλη γιατί γίνονται διαπιστώσεις και διαγράφονται αρχές και κατευθυντήριες γραμμές για αλλαγές και βελτιώσεις στην εκπαίδευση. Κοντολογίς διαγράφεται η «φιλοσοφία» περί εκπαίδευσης των συντακτών τους.

Διαπιστώσεις

Ο χαρακτήρας του δημοτικού σχολείου - σύμφωνα με τη Γενική εισηγητική του Α. Αυγερινού - «εν ταις νεωτέραις κοινωνίαις ου μόνον ο κύριος παράγων της υλικής ευημερίας, της ευνομίας και της ισχύος αυτών, αλλά και το ασφαλές έρεισμα της ελευθερίας και του κοινωνικού καθεστώτος, απειλουμένων σήμερον ουχί υπό του δεσποτισμού, όσα» υπό της πολυκεφάλου τυραννίας των πολλών ευπλανήτων και ευαπατήτων δι αμάθειαν».

Στη γενική έκθεση επισημαίνεται: «μετά μακρούς κοινωνικούς σπαραγμούς και αγώνας επελθούσαν κατά τους νεωτέρους χρόνους χειραφέτησιν των πολυπληθέστερων και απορωτέρων τάξεων του λαού από της κληροκρατίας και των προνομιούχων τάξεων, και την επικράτησιν εν ταις νεωτέραις πολιτείαις του δόγματος της καθολικής ψηφορίας, δι ης συμμετέχουσι πάντες· της των κοινών διοικήσεως, η ανισορροπία του πλούτου και της πνευματικής αναπτύξεως των ανωτέρων κοινωνικών τάξεων προς τας χειραφετηθείσας πολυπληθεστέρας του λαού, ανοίγουσι ρήγμα εν τω κοινωνικώ σώματι, δεν είναι όλως ακίνδυνος άνευ της από του σχολείου επικουρίας, του ηθικώς μορφούντος και πνευματικώς αναπτύσσοντας τους πολλούς προς διάγνωσιν του αληθούς κοινωνικού συμφέροντος, εν ω και το ίδιον αυτών».

Οι επισημάνσεις αυτές και οι αρχές που εμπεριέχουν έχουν τεθεί ήδη από τους θεωρητικούς του αγώνα της ανεξαρτησίας, και την περίοδο αυτή, αλλά και στη συνέχεια με τους δημοτικιστές, θα ξαναπροβληθούν. Υποστηρίζουν δηλ. ότι η διάδοση της μόρφωσης αποτελεί προϋπόθεση τόσο για την οικονομική ανάπτυξη όσο και για τη σωστή λειτουργία των κοινοδουλευτικών θεσμών.

Προσπαθώντας ο συντάκτης της έκθεσης να συνδέσει την ύπαρξη και ανάπτυξη του εκπαιδευτικού μηχανισμού με τους πολιτικούς θεσμούς και τη λειτουργία τους, πράγμα που επιτάσσει η άνοδος των αστικών στρωμάτων και η εισαγωγή νέων πολιτικών θεσμών και ηθών, διαπιστώνει ότι:

«Η δημαγωγία υψώσασα την σημαίαν της του λαού κυριαρχίας και της ισότητος και δύναμιν εκ της αμάθειας και ευπιστίας των πολλών αντλούσα, που μεν επιβουλεύεται την τάξιν και δια της αθετήσεως των νόμων απεργάζεται την κακοδαιμονίαν, που δε απειλεί και αυτό το κοινωνικό καθεστώς, τας βάσεις αυτού εντέχνως υποσκάπτουσα. Του δεινού τούτου κινδύνου απαίσια συμπτώματα ήρξαντο εκδηλούμενα πολλαχού. Η αμάθεια λαού ανατραφέντος εν δουλεία και επί αιώνας μακρούς εθισθέντος να υπάκουη και πράττη κατά την θέλησιν του ενός ή των ολίγων και να στέργη αγογγύστως το παρόν δι ασυνειδησίαν της προσωπικής αυτού ανεξαρτησίας, είναι τω όντι θέαμα οικτρόν αλλ' ακίνδυνον, ως μαρτυρεί η ιστορία των αρχαίων και πολλών νέων εθνών.

Των λαών τούτων τα συμφέροντα και τας τύχας διείπον ως των εν απαγορεύσει ατόμων, οι κύριοι των αυτοί δε ουδεμίαν ούτε των δικαιωμάτων είχον συνείδησιν, ούτε επί των συμφερόντων των εξήσκουν επιρροήν, σκοπίμως κρατούμενοι προς τούτο εν απαιδευσία. Αλλ' η αμάθεια λαού κυριάρχου, ασυνείδητος παρασυρόμενου κατά την ενάσκησιν της κυριαρχίας του, και το ίδιον συμφέρον παραγνωρίζοντας και εκ παράφορος παρακρούοντος, είναι οικτρόν και φοβερόν συνάμα. Άνευ αναπτύξεως της κοινωνικής συνειδήσεως, άνευ ηθικής ελευθερίας του λαού δια προσηκούσης ανθρωπιστικής μορφώσεως, αϊ φωτεινοί της ελευθερίας ακτίνες είναι δυστεπίολεπτοι και οδυνηροί ή και όλως αόρατοι και ανωφελείς, ως αϊ ηλιακοί τοις πάσχουσιν οφθαλμίαν ή τοις τυφλοίς. Δια τούτο οι καιροί της από δουλείας εις την ελευθερίαν μεταβάσεως λαού τινός ομολογούνται χαλεποί και κινδυνώδεις, χρήζοντες άγρυπνου προνοίας και ενδελεχούς επιμελείας ως οι παιδικοί και νεανικοί του ανθρώπου».

Ασκώντας κριτική στις αντιλήψεις για το σκοπό του δημοτικού ·σχολείου και

τις πρακτικές σ' αυτό σημειώνεται στην εισηγητική έκθεση ότι «Σκοπός του σχολείου τότε, και επί μακρόν εφεξής χρόνον, ετίθετο η προς του παίδας του λαού μετάδοσις της εμπειρίας της αναγνώσεως, της γραφής και της μηχανικής τριβής εις τας τέσσερας της αριθμητικής πράξεις. (...) Αλλ ούτε αϊ μηχανικοί της αναγνώσεως και γραφής εμπειρίαι, ούτε η μετάδοσις πολλών και ποικίλων γνώσεων, άνευ ρυθμού και εσωτερικής ενότητας μεταδιδομένων, τίθεται σήμερον του σχολείου ο κύριος σκοπός, αλλ·' η των πνευματικών δυνάμεων του νέου ανθρώπου, δι ευμεθόδου διδασκαλίας και ασκήσεως ανάπτυξις και η του χαρακτήρος αυτού διάπλασις δια προσηκούσης αγωγής, κατά κανόνας και τρόπους επί της ψυχικής αυτούς ζωή ερειδομένους τελούμενη. Αι δε προκαταρκτικοί θρησκευτικοί, ηθικοί και φυσικοί γνώσεις διδάσκονται ούτως, ώστε να χρησιμεύωσι μάλλον προς ανάπτυξιν και μετά κέντρου επί της βουλήσεως μεταδιδόμενοι προς μόρφωσιν αυτού ή προς αύξησιν γνώσεων. (...) Εν τούτω δε κείται η μεγάλη δύναμις και ο ουσιώδης χαρακτήρ ο διακρίνων το σημερινόν σχολείον από του παλαιού. Αι μηχανικοί εμπειρίαι οι δι αψύχου και μηχανικής διδασκαλίας αποκτώμενοι άνευ της επί του πνεύματος και της καρδίας του παιδός επιδράσεως ου μόνον κωλύουσι την του πνεύματος ανάπτυξιν δια της ακινησίας αυτού και αναιρούσιν ούτω τον κύριον του σχολείου σκοπόν, αλλά το χείριστον συντελούσιν εις απόσβεσιν του προς το ειδέναι φυσικού έρωτος και εις πώρωσιν της καρδίας, καθιστώσαι την εν τω σχολείω ενασχόλησιν αηδεστάτην και φορτικήν, κατά μικρόν δ' απεργάζονται εν τη ψυχή του παιδός το μίσος και την αποστροφήν προς το σχολείον και τον διδάσκαλον. Ώστε ευθύς, ως κατά τινά τρόπον ο παις απαλλαγή της υποχρεώσεως του σχολείου, ρίπτει τα βιβλία, αποστρέφεται ως αηδή την ανάγνωσιν και την του πνεύματος ενασχόλησιν, και μετ' ου πολύ και τας εν λύπη και δακρύοις αποκτηθείσας εν τω σχολείω εμπειρίας της ασυνειδήτου αναγνώσεως και γραφής απομανθάνει ουδόλως υπό του σχολείου ουδ ηθικώς βελτιωθείς. (...) Ενώ δε τοιαύτην είχεν ανθρωπιστικήν το σχολείον παρ' ημίν αποστολήν και τοσαύται ήσαν απ' αυτού ανηρτημένοι των πατέων ημών ελπίδες, η περί αυτού μέριμνα ήκιστα συνετέλεσε προς άρσιν των πολλών κολυμάτων και εις παραγωγήν του· και απόδειξις, ότι ενώ κατά τίνας όψεις τα καθ' ημάς προήχθησαν όπως δήποτε, το σχολείον ου μόνον έμεινε στάσιμον, αλλά και παρά τον νόμον της προόδους εχειροτέρευσεν».

Από όσα παρατέθηκαν παραπάνω διαπιστώνουμε ότι η εκπαίδευση για τους συντάκτες συμβάλλει: στην υλική ευημερία, στην οικονομική ανάπτυξη, στην ανακατανομή του πλούτου, στην ανάπτυξη των πολιτικών θεσμών, στη δημιουργία κοινωνικών και πολιτικών αντιστάσεων. Την εκπαίδευση την αντιλαμβάνονται ως ζήτημα εθνικό και αναγκαία για το ατομικό και το κοινό κοινωνικό συμφέρον.

Τα παραπάνω συνιστούν τις βασικές αρχές και κατευθυντήριες γραμμές της αστικής σκέψης για την εκπαίδευση που για πρώτη φορά εκφράζονται με πληρότητα και συστηματικά στο υπό νομοθέτηση κείμενο.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχουν εγκαταληφθεί ο ηθικοπλαστικός προσανατολισμός του σχολείου, ούτε η εμμονή στις αξίες της πατρίδας με «ισχύ και μεγαλείο», αλλά ότι αυτές τροποποιούνται.

Αρχές

Απόρροια των παραπάνω διαπιστώσεων είναι και οι αρχές που διατυπώνονται και που διέπουν τα νομοσχέδια που προτείνονται.

«Κατά του κοινωνικού και πολιτικού κινδύνου της αμάθειας το σχολείον εν ω αναπτύσσονται και μορφούνται ηθικώς πάσαι αϊ κοινωνικοί τάξεις, και οι αποτελούντες ταύτας πολίται λεαινόμενοι κατά την απαλήν και εύπλαστον ηλικίαν δια της παιδαγωγικής γλυφάνης, καθιστώνται, ως οι σύννομοι λίθοι, εν τη τοιχοποιία, ευφάρμοστοι εις το κοινωνικόν οικοδόμημα, απεδείχθη εν ταις νεωτέραις κοινωνίας της σωτηρίας η άγκυρα. Πάνυ δε εικότως ερρέθη υπό των νεωτέρων σοφών ότι η ελευθερία και η καθολική ψηφοφορία άνευ σχολείου άγουσιν εις την αναρχίαν και τον όλεθρον». Για το ρόλο και το σκοπό του σχολείου αναφέρεται ότι «κοινόν και ίδιον συμφέρον είναι να συμβαδίζη η ελευθερία μετά της τάξεως· η δε πολιτεία μετά των διεπόντων αυτήν νόμων θεωρείται υπ' αυτού ως η κοινή μήτηρ πάντων, υφ ης την φιλόστοργον θαλπωρήν σώζεται και προάγεται η κοινή ευημερία· και η εθνική δε φιλοτιμία και η προς την πατρίδα αγάπη δια της διδασκαλίας της εθνικής ιστορίας εν τω σχολείω υποτρεφομένη, κουφίζει τα υπέρ του κοινού βάρη και καθιστά προαιρετικός τα προς την πατρίδα θυσίας, έξων η ισχύς και το μεγαλείον αυτής. Εν τω σχολείω κρατύνεται το θρησκευτικόν αίσθημα, εν αυτώ σπείρονται και φυτοκομούνται και εις άφθονον όλάστησιν και καρποφορίαν εν τω εφεξής βίω επείγονται η ευσέβεια και πάσαι αϊ κοινωνικοί και πολιτικοί αρεταί. Το σχολείον είναι υπό πολιτικήν και ηθικήν άποψιν μικρά πολιτική κοινωνία υπό νόμων διεπομένη και υπό το πατρικόν σκήπτρον του διδασκάλου συντηρούμενη και προαγόμενη πνευματικώς και ηθικώς. Εναυτώ ο μικρός παις ασκείται λεληθότως και εν σμικρώ προς τον κοινωνικόν και πολιτικόν οίον».

Από το παραπάνω απόσπασμα διαπιστώνουμε την κυριαρχία των ιδεών του συνεργατισμού, την ενοποίηση αντιθετικών κοινωνικών συμφερόντων στο όνομα του έθνους και της πατρίδας. Απόψεις που και σήμερα είναι κυρίαρχες. Ακόμη υπολανθάνει - όπως και σ' άλλα σημεία της αιτιολογικής έκθεσης - ο μεγαλοϊδεατισμός.

Τέλος σημαντική είναι η άποψη ότι το σχολείο είναι «μικρή πολιτική κοινωνία», άποψη που θα βρίσκεται στο κέντρο της σκέψης των εκπαιδευτικών δημοτικιστών στις αρχές του 20ου αιώνα.

Διαφορετική, από την κυρίαρχη άποψη της εποχής, είναι η αντίληψη για το θρησκευτικό αίσθημα που δεν είναι «θρησκευτική αγωγή», αλλά έχει σχέση με τις κοινωνικές και πολιτικές αρχές. Δηλαδή διαπιστώνουμε την απουσία της θρησκευτικής διδαχής και τον προσανατολισμό του θρησκευτικού αισθήματος σε μια αστική κοσμοαντίληψη. Προσανατολισμός που θα εμφανιστεί το 1917 στα νομοθετήματα και στα σχολικά βιβλία.

Η συμβολή της εκπαίδευσης στην οικονομική ανάπτυξη και στην ανακατανομή του πλούτου αποτελεί βασικό στοιχείο της αντίληψης που εισηγείται ο Α. Αυγερινός.

«Αλλά πλην της υψηλής ταύτης πολιτικής και κοινωνικής σημασίας το σχολείον θεωρείται νυν και μέγιστος παράγων και υπό οικονομολογικήν άποψιν. (...) Ως

γνωστόν, τα πορίσματα των φυσικών επιστημών, εφαρμοσθέντα κατά τον παρόντα αιώνα εις την γεωργίαν, την δενδροκομίαν, την κτηνοτροφίαν, την βιομηχανίαν και το εμπόρων κατέστησαν την πλήρωσιν των υλικών του ανθρώπου χρειών τοσούτον ευχερή, και διέχυσαν άφθονα τα υλικά αγαθά εις την πρότερον ταλαιπωρουμένην ανθρωπότητα, η διάδοσις των προκαταρκτικών φυσικών γνώσεων εις τας εν τω σχολείω πνευματικώς ανταπτυσσομένας κοινωνικός τάξεις (...) συντελεί τα μάλα εις προαγωγήν των υλικών πόρων και της υλικής ευημερίας εν συνδυασμώ προς την φιλοπονίαν και την οικονομίαν ων η αξία δια της εν τω σχολείω αναπτύξεως και αγωγής δύναται να κατανοηθή. (...) Η έννοια δ' αυτή του σχολείου εχρηοίμευσεν ως γνωστόν παρά τισιν εν Αμερική Επικρατείαις ως δικαιολογική βάσις του δικαιώματος της υπέρ του σχολείου φορολογίας της ακινήτου περιουσίας και του κεφαλαίου ως συντελούντος εις την συντήρησιν και προαγωγήν αυτών, δια της παρασκευής νοημόνων δραστήριων και ικανών εν γένει εργατών, ή και εις τας συναλλαγάς εντίμων κτηματιών ή γεωργών. Κατά ταύτα οι εν σχολείω μορφούμενοι (...) αυξάνουσι την παραγωγήν των και τους πόρους των, αλλά και την κοινωνίαν εν η εξασφαλίζουσι τα εκ της εργασίας και της οικονομίας αγαθά, και τους νόμους της πολιτείας ως φρουρούς τούτων σέδονται και τηρούσιν εκόντες και ουχί τω φόβω της εκ του νόμου κολάσεως. (...) Προς τούτοις η εκ της πεφωτισμένης εργασίας και της λελογισμένης οικονομίας ευπορία, διαδιδομένη κατ' αναλογίαν εις πάσας τας κοινωνικός τάξεις και μειούσα την του πλούτου ανισορροπίαν, συντελεί εις καταστολήν του φυσικού των αποροτέρων φθόνου και εις εξομάλυνσιν των απότομων αντιθέσεων».

Οι νέες ιδέες που εισάγονται είναι η εκβιομηχάνιση, η επιστήμη, η οικονομική ανάπτυξη, ο ορθολογισμός, η ερευνητικότητα, η λειτουργική γνώση, η ανακατανομή του πλούτου και η εθνική πολιτική. Εμφανίζεται η αντίληψη ότι η εκπαίδευση συμμετέχει στην παραγωγή του κοινωνικού εισοδήματος και ότι η ευημερία μιας χώρας εξαρτάται αποφασιστικά από την επιστήμη και την τεχνική. Κατά συνέπεια εισάγονται τα κριτήρια της σκοπιμότητας, της αποδοτικότητας και της παραγωγικότητας - και ο εκπαιδευτικός προγραμματισμός. Ήδη η αντίληψη αυτή· κυριαρχεί στη Γαλλία από το 1833, ενώ στον Αγγλοσαξονικό χώρο γύρω στα 1880 (και μετά) σημειώνεται αλλαγή στους στόχους και τις κατευθύνσεις της εκπαίδευσης που επιβάλλει η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση, δηλαδή ανταπόκριση της εκπαίδευσης στις ανάγκες της οικονομίας και της νέας κοινωνικής πραγματικότητας3.

Στην Ευρώπη η αστική τάξη ξαναβρίσκει στο μέσο του 19ου αιώνα τον εγκαταλλημμένο προοδευτισμό της και μπαίνει στην πρωτοπορία της οικονομικής, της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής. Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες αρχίζουν να αναπτύσσονται νέες τάσεις στην εκπαίδευση.

Μια πρώτη έκφραση αυτών των νέων τάσεων είναι το βιβλίο «ποιες γνώσεις αξίζουν να έχουμε»4 του Herbert Spencer εκφραστή του κοινωνικού Δαρβινισμού το 1859.

Οι απαραίτητες γνώσεις κατά τον Η. Spencer είναι:

1. Αυτά που χρειάζεται να ξέρουμε για άμεση συντήρηση.

2. Αυτά που χρειάζεται να ξέρουμε για να σιγουρέψουμε τις απαραίτητες ανάγκες της ζωής, τροφή, κατοικία κ.τ.λ.

3. Αυτά που χρειάζεται να ξέρουμε για να αναθρέψουμε και να πειθαρχήσουμε τα παιδιά μας.

4. Αυτά που χρειάζεται να ξέρουμε για να διατηρήσουμε αρμονικές κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις.

5. Αυτά που χρειάζεται να ξέρουμε για να γεμίσουμε τον ελεύθερο χρόνο μας δημιουργικά5.

Κατά συνέπεια οι γνώσεις που προτείνει ο Η. Spencer είναι γνώσεις επιστημονικές: βιολογικές, φυσικές και κοινωνικές. Τις απόψεις αυτές με μεγαλύτερη αρτιότητα θα υποστηρίξει ο 'Αγγλος βιολόγος Thomas Huxley το 1881, όταν θέτει το πρόβλημα του προσανατολισμού της εκπαίδευσης στη διομηχανική κοινωνία.

Οι απόψεις αυτές φτάνουν αχνά και μέχρι τον ελληνικό χώρο. Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο του Σ. Ε. Στεφάνου: «Η ωφελιμώτερη της εκπαιδεύσεως τροπή κατά Herbert Spencer» στην «Οικονομική Επιθεώρηση», που κατάληξη του έχει: «Ούτως επί της σημαίας της προόδου αναγραφείτω η επιστημονική εκπαίδευσις».

Εμφανείς είναι ακόμη και οι έννοιες της «ισοτιμίας» και της «αξιοκρατίας». Η «βράβευσις και αϊ ηθικαί αμοιβαί των το καθήκον αποτελούντων άνευ διακρίσεως καταγωγής ή πλούτου και ο θαυμασμός των παίδων, των περικυκλούντων τον βραβευόμενον, δεν είναι η πρώτη εν μικρώ, αλλά ζωηρά της αληθούς δόξης εικών, η την ψυχήν του παιδός αφυπνίζουσα και κινούσα προς πάσαν αγαθήν και ευγενή πράξιν».

Από όλα όσα εκτέθηκαν παραπάνω διαμορφώνεται η παρακάτω πρόταση: «η παιδαγωγική μετά της ψυχολογικής επιστήμης συμβαδίζουσα και την διδακτικήν διδαχούσα ανοίγει νέας οδούς καθ' ας ο άνθρωπος φυσικώτερον και απονώτερον αναπτύσσεται και μορφούται, η δε σχολεία και νομοθεσία πασών των επικρατειών μεταρρυθμίζεται εντός της τελευταίας εικοσαετίας επί τα κρείττω και ως προς την αύξησιν των σχολικών πόρων την προπαρασκευήν και μόρφωσιν διδασκάλων ευπαιδεύτων και ευμεθόδων και ως προς την διοίκησιν, εποπτείαν και επιθεώρησιν των σχολείων».

Σημαντική μαρτυρία για την κατάσταση της εκπαίδευσης την περίοδο αυτή είναι η έκθεση των επιθεωρητών το 1879. Αντί για τις αναφορές του Α. Αυγερινού στην γενική έκθεση σχετικά με την επιθεώρηση αυτή παραθέτουμε - χωρίς σχολιασμούς - το πόρισμα που συντάχτηκε μετά από αυτήν.

«Γενική επιθεώρησις των Δημοτικών Σχολείων κατά το έτος 1789. «... Α' Το των διδασκάλων απαράσκευον προς παιδαγωγικήν και πεφωτισμένην διδασκαλίαν.

Β' Η των πλείστων κοινοτήτων και μάλιστα των αγροτικών απαιδευσία, εξ ης τε παντελής έλλειψις εποπτείας επί της λειτουργίας του σχολείου και η των γονέων προς αυτό αδιαφορία, και

Γ' Η των διοικητικών και δημοτικών αρχών μεγίστη περί των σχολείων αφροντισία, εξ ης η των διδακτηρίων ακαταλληλότης και πενιχρότης και η παντελής έλλειψις διδακτικών οργάνων και σκευών, οις επιπροστίθεται πολλαχού και η του απρόθυμου διδασκάλου αμέλεια.

α) Εξεπέμφθηκαν δε Επιθεωρηταί ένδεκα· ως τοις μεν μη έχουσι δημοσίαν υπηρεσίαν ανετέθη η επιθεώρησις των σχολείων Νομού" τοις δ' έχουσι δημοσίαν θέσιν hüü, προς της πρώτης Ιουλίου, ότε άρχονται αϊ κεκανομισμέναι διακοπαί των μαθημάτων, μη δυναμένοις να εξέλθωσιν εις επιθεώρησιν, ανετέθη η επιθεώρησις των σχολείων Επαρχίας. Επιθεωρηταί ήσαν οι εξής:

1. Δημ. Γ. Πετρίδης, Γεν. Διευθυντής και επιθεωρητής των Δημοτικών σχολείων, παντός του Βασιλείου, επιθεωρήσας τα του Νομού Κερκύρας και Κεφαλληνίας σχολεία.

2. Βλάσιος Σκορδέλης, Διδάκτωρ και Παιδαγωγός, ω ανετέθη η επιθεώρησις των εν τω Νομώ Φθοιώτιδος και Φωκίδος σχολείων.

3. Μιλτ. Βρατσάνος, Καθηγητής νυν του Διδασκαλείου, ω ανετέθη η επιθεώρησις των του Νομού Ευοοίας σχολείων.

4. Γεώργ. Παπασιλείου (;), Διδάκτωρ, επιθεωρήσας τα εν Αρκαδία.

5. Ιωάννης Πάνος, αρχαίος νομαρχ. δημοδιδάσκαλος, τα εν Αιτωλία και Ακαρνανία.

6. Κωνστ. Γραμματικόπουλος, Γυμνασιάρχης Αθηνών, τα εν Ζακύνθω και Ηλεία.

7. Νικ. Κωνσταντόπουλος, Γυμνασιάρχης Ναυπλίου, τα των Σπετσών και Ερμιονίδων και τα των Κυθήρων.

8. Παν. Παπαναστασίου, Γυμνασιάρχης Καλαμών, τα εν Τριφυλία.

9. Σπυρ. Μωραίτης, πρώην Καθηγητής του Διδασκαλείου, τα της Άνδρου.

10. Πετρ. Παυλάτος, νορμαρχ. δημοδιδάσκαλος, τα της Ιθάκης.

11. Θωμάς Ιωαννίδης, αρχαίος νομαρχ. δημοδιδάσκαλος, τα της Κορινθίας. 6' Επεθεώρησαν τα σχολεία εξ (6) ολοκλήρων Νομών και εξ (6) επαρχιών, εν όλω δε επεθεώρησαν σχολεία 552. Τα ήμισυ δηλαδή σχεδόν των σχολείων του Βασιλείου.

Πορίσματα επιθεωρήσεως

Εκ των 580 διδασκάλων των διδασκόντων εν τοις επιθεωρηθείσι σχολείοις, αναγνωρίσθησαν τοιούτοι οι πλείονες υπό επιτροπειών εξεταστικών άνευ της ελαχίστης προπαρασκευής προς το διδασκαλικόν έργον δι ειδικής θεωρητικής διδασκαλίας και πρακτικής ασκήσεως εν προτύποις σχολείοις. Δια τούτο διδάσκουσι πρακτικώς και μάλιστα κατά το δουκούν αυτοίς, άνευ εφαρμογής ουδεμιάς μεθόδου. Οι εν ταις πρωτεύουσας των νομών και των επαρχιών μόνον και ολίγιστοι άλλοι διδάσκουσι κατά τον εν χρήσει οδηγόν της αλληλοδιδακτικής μεθόδου. Αι δε πλείστοι κοινότητες δεν δύναται να ενασκήσωσι δια των επιτροπειών των υπό του νόμου τεταγμένων την νόμιμον και απαραιτήτως αναγκαίων εποπτείαν επί των σχολείων αϊ δε διοικητικοί αρχαί συνήθως ήκιστα περί σχολείων μεριμνώσι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Δια τούτο τα πλείστα διδακτήριο εισίν ακατάλληλα προς διδασκαλίαν είτε ως μη ευρύχωρα, είτε ως μη ευάερα και ευήλια, είτε και ως ερειπωμένα και σεσαθρωμένα. Αι υπό των δημάρχων προεδρευόμεναι επιτροπείαι, αις είναι ανατεθειμένη υπό του νόμου η προμήθεια του διδακτικού υλικού και η περί καταλλήλων διδακτηρίων πρόνοια, ουδένως ως επί το πλείστον ενδιαφέρον υπέρ του σχολείου έχουσι. Τους δε δημοτικούς πόρους διατιθείσιν οι δήμαρχοι και τα δημοτικά συμβούλια.

Φοίτησις των παίδων

Κατά γενικόν λόγον η φοίτησις των παίδων εις τα σχολεία ευρέθη το καθ' όλου άτακτος και ο αριθμός των φοιτώντων μικρός συγκριτικώς προς τον αριθμόν των κατοίκων. (...) η οελτίωσις των διδασκάλων είναι απαραίτητος όρος και της επεκτάσεως των δημοτικών γραμμάτων εις τα τάξεις του λαού και της καρπιμότητος των σχολείων. Το τελευταίον τούτο αλλαχού εμφαντικώτατα εκφράζεται δια του αξιώματος (...) τόσον δύναται το σχολείον, όσον δύναται ο διδάσκαλος.

Συμπέρασμα

Συμφώνως προς τας εκθέσεις των επιθεωρητών το Υπουργείον εξέφρασευπουργικήν μεν ευαρέσκειαν προς τριάκοντα και πέντε Διδασκάλους και προςπέντε Διδασκαλίσας βασιλικήν δ' ευαρέσκειαν προς τον εν πειραιεί Διευθυντήντης Β' δημοτικής σχολής των αρρένων. Ετιμώρησε δε δια διαρκούς μεν παύσεως διδασκάλους 31 Ετιμώρησε δε δια προσωρινής παύσεως διδασκάλους 44 Ετιμώρησε δε δια ζημίας (προστίμου) διδασκάλους 67 Ετιμώρησε δε δι επιπλήξεως διδασκάλους3

Εν όλω διδασκάλους 145»

Στο τέλος της γενικής έκθεσης το Α. Αυγερινός ομολογεί ότι «βάσιν δ' έλαβαν εν μέρει τον εν ισχύι νόμον, εξ ον παρέλαβαν όσας διατάξεις πεντηκονταετής πείρα απεδειξεν εφαρμόσιμους και ωφελίμους και εν μέρει τον βελγικόν και τον πρωσαικόν και τον του L. Lerry τον αρτίως επϊψηφισθέντα υπό της Βουλής της Γαλλίας».

Υποσημειώσεις

1. Βουλευτής Ηλείας, Πολιτευόμενος από το 1850. Νομάρχης Αττικοβοιωτίας, Υπουργός: Εσωτερικών, Ναυτικών, Εκκλησιαστικών και Οικονομικών, Πρόεδρος της Βουλής.

2. Παράρτημα της «Εφημερίδας των Συζητήσεων της Βουλής» έτος 1880, σ. υλστ' κ. εξ.

3. ΡΑΣΗ Σπ. «Η εμφάνιση των κοινωνικών σπουδών στη σύγχρονη εκπαίδευση» περ. Σύγχρονη εκπαίδευση τ. 23, σ. 1622.

4. SPENCER, H., «Education, Intellectual, moral θ Physical», New Jersey, 1963.

5. ΡΑΣΗ Σπ., «Η τύχη των κλασσικών σπουδών στην εκπαίδευση των βιομηχανικών κοινωνιών: Η περίπτωση των Η.Π.Α 18801920.»

6. ΣΤΕΦΑΝΟΥ Σ. Ε., «Η ωφελιμωτέρα της εκπαιδεύσεως τροπή κατά Herbert Spencer» περ. «Οικονομική Επιθεώρησις», Φ. 82, Δεκέμβριος 1879, τομ. Ζ', σ. 463473.

6. ΤΥΠΟΙ ΣΧΟΛΕΙΩΝ - ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΦΟΠΉΣΗ - ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ - ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ - «ΠΕΡΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΩΝ» - «ΠΕΡΙ ΣΥΣΤΑΣΕΩΣ ΠΑΡΘΕΝΑΓΩΓΕΙΩΝ» - «ΠΕΡΙ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ».

ΤΥΠΟΙ ΣΧΟΛΕΙΩΝ. Οι τύποι σχολείων που θέλει να εισάγει το νομοσχέδιο είναι: τα «νηπιαγωγεία, κοινά δημοτικά σχολεία και πλήρη δημοτικά σχολεία. Όπου είναι αδύνατος η σύστασις δημοτικού σχολείου, οι παίδες επιτρέπεται να διδάσκωνται εν Γραμματοδιδασκαλείοις» (Α.1) Και στο νομοσχέδιο αυτό υπάρχει ο κατακερματισμός τύπων των δημοτικών σχολείων, πράγμα που. συναντήσαμε και σε προηγούμενα νομοσχέδια. Το «νέο» στοιχείο είναι η θεσμοθέτηση του νηπιαγωγείου, που το συναντήσαμε και στο νομοσχέδιο του Βαλασόπουλου. Στην αιτιολογική έκθεση αυτού του νομοσχεδίου σχετικά με το νηπιαγωγείο διαπιστώνεται ότι: «Περί συστάσεως νηπιαγωγείων ουδεμίαν διάταξιν περιέλαβεν ο νόμος του 1834. Και όμως τα νηπιαγωγεία, άνευ νόμου κανονίζοντας την σύστασιν τούτων, συσταθέντα ήδη πολλαχού του Βασιλείου δαπάνη δήμων ή ιδιωτών, υφίστανται. Φοιτώσι δε εν αυτοίς τα νήπια εκατέρου φύλου, και παίζοντα και άδοντα αναπτύσσονται διδασκόμενα δια των πραγμάτων ή των εικόνων εν αφέλεια και χάριτι. Αν και εν Γαλλία και εν Βελγίω και μάλιστα εν Πρωσία, ή τε κοινότης και η Κυβέρνησης προνοούσι και δαπανούσι προς συντήρησιν των μετ' ίσου ενδιαφέροντος, ως και περί των λοιπών δημοτικών σχολείων, παρ' ημίν, διότι ήτο ασύμφορον να αναγκασθώσιν ουχί εύποροι δήμοι προς ζημίαν των λοιπών σχολείων, αν συντηρώσι νηπιαγωγεία, έκρινα δίκαιον να κανονισθώσι δια νόμου τα περί συστάσεως και οργανισμού αυτών, συντηρουμένων υπό των γονέων. Αν δε δήμος τις πληρώσας πάσας τα λοιπός σχολικός χρείας του εύπορη, επετράπη να συντηρή και τοιαύτα σχολεία, ων τον οργανισμόν θα κανονίση Διάταγμα κατά τας νεωτέρας περί της νηπιαγωγείας σοφωτάτας μεθόδους».

Και στο νομοσχέδιο ορίζεται ότι «Τα νηπιαγωγεία, εν οις φοιτώσι παίδες εκατέρου φύλου ηλικίας δύω μέχρις εξ ετών συμπεπληρωμένων συνιστώνται αδεία του αρμοδίου Υπουργείου υπό ιδιωτών διδάσκουσι δε εν αυτοίς διδασκάλισαι ανεγνωρισμένοι. (...) Τα καθέκαστα περί μαθημάτων και μεθόδων διδασκαλίας εν τοις νηπιαγωγείοις ορίζονται δια Βασιλικού Διατάγματος» (Α.2)

Τα κοινά σχολεία - σύμφωνα με το νομοσχέδιο - συνιστώνται σε κάθε οικισμό με περισσότερους από 300 κατοίκους. Τα πλήρη δημοτικά σχολεία συνιστώνται στις πρωτεύουσες των δήμων (αν έχουν τη δυνατότητα της συντήρησης) και στις πόλεις. Ακόμη προβλέπεται ότι «Χάριν των απορωτερων τάξεων δύνανται να συστηθώσι και εν πόλεσι κοινά δημοτικά σχολεία» (Α.4)

Στους οικισμούς με λιγότερους από 300 κατοίκους και αν τα έσοδα της κοινότητας δεν είναι επαρκή για συντήρηση άλλου τύπου σχολείου, συνιστώνται Γραμματοδιδασκαλεία.

Τα πλήρη δημοτικά σχολεία έχουν 6 τάξεις, ενώ τα κοινά και τα Γραμματοδιδασκαλεία έχουν 4 τάξεις, με ετήσια μαθητεία.

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΦΟΙΤΗΣΗ. Η υποχρεωτική εκπαίδευση στο νομοσχέδιο του Α. Αυγερινού παρουσιάζεται διαφοροποιημένη σε κάθε περιοχή, ανάλογα με τον τύπο σχολείου που υπάρχει. Στο άρθρο 20 προβλέπεται ότι όσοι κατοικούν σε οικισμούς όπου «υπάρχει ιδρυμένον κοινόν ή πλήρες δημοτικόν σχολείον, οφείλουσι να προσάγωσιν εις αυτό και εγγράφωσιν ως μαθητάς τους παίδας των, άμα συμπληρώσαντος το πέμπτον έτος της ηλικίας των, να αποστέλλωσι δ' αυτούς τακτικώς εις το σχολείον μέχρις ου διανύσαντες την εν αυτώ τετραετή μεν εν κοινώ δημοτικώ σχολείω, εξαετή δ' εν πλήρες μαθητείαν των και εξετασθέντες αξιωθώσιν απολυτηρίου κοινού, ή πλήρους δημοτικού σχολείου».

Στις πόλεις όπου υπάρχουν και να πλήρη σχολεία «οι άποροι εξαναγκάζονται εις τετραετή μόνο εν τω κοινώ σχολείω φοίτησιν». (Α, 20).

Για την εκπαίδευση των θηλέων στο νομοσχέδιο προβλέπονται τα ακόλουθα:

«Αι περί κοινών και πλήρων δημοτικών σχολείων και γραμματοδιδασκαλείων (...) διατάξεις του παρόντος νόμου ισχύουσι και ως προς την σύστασιν δημοτικών σχολείων θηλέων» (Α, 45).

«Εν τοις δημοτικοίς σχολείοις των θηλέων δύνανται να φοιτώσιν, αν ο χώρος του διδακτηρίου το επιτρέπη και άρρενα μέχρι ηλικίας εξ ετών συμπεπληρωμένων. Εν δε τοις δημοτικοίς σχολείοις αρρένων, όπου δεν υπάρχει σχολείον θηλέων, δύναται να φοιτώσι θήλεα, εν χωριστοίς θρανίοις καθήμενα, μέχρι της ηλικίας του ογδόου έτους» (Α, 47)

Αυτό που διαπιστώνουμε από όσα αναφέρθηκαν για τους τύπους των σχολείων και τη φοίτηση είναι πως και ο Α. Αυγερινός - όπως και οι προηγούμενοι υπουργοί - στηρίχτηκε στην κοινωνική διαίρεση της χώρας. Και τα άρθρα που ρυθμίζουν τη σύσταση και συντήρηση των σχολείων είναι στηριγμένα στα αντίστοιχα των νομοσχεδίων Μίληση και Δηλιγιάννη.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ Στην περίπτωση των νομοσχεδίων του Α. Αυγερινού, διαπιστώνουμε ότι στο Γραμματοδιδασκαλείο προβλέπονται περισσότερα μαθήματα από ό,τι προέβλεπαν τα νομοσχέδια που μελετήσαμε. Μπορούμε να υποστηρίξουμε πως πρόθεση ήταν η ενίσχυση των Γραμματοδιδασκαλείων που απευθύνονταν στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Επίσης διαπιστώνουμε:

α) Τη συνύπαρξη νέας και αρχαίας Ελληνικής γλώσσας και την παράλληλη διδασκαλίας τους.

6) Σημαντική είναι η παρουσία στο πρόγραμμα των μαθημάτων της Χημείας, της Φυσικής, των εφαρμογών στη γεωργία, την υγιειν ή· βιομηχανία και κτηνοτροφία. Οι «χρήσιμες γνώσεις» που απαιτούνται σύμφωνα με τη γενική αιτιολογική έκθεση εκφράζονται στο πρόγραμμα αυτό.

Μπορούμε να πούμε πως ο Α. Αυγερινός ακολούθησε στο θέμα του προγράμματος το νόμο ΧΘ 1878.




Εποπτεία της Δημοτικής Εκπαίδευσης

Στην Αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου «περί επιτόπιου εποπτείας και επιθεωρήσεως των Δημοτικών σχολείων» διατυπώνεται η άποψη πως «ο επιθεωρητής είναι η μόνη εγγύησις της ακριβούς εφαρμογής των σχολικών νόμων και της ερρύθμον των σχολείων και κανονικής κινήσεως (...) Άνευ πεφωτισμένης επιθεωρήσεως η εργασία τον διδασκάλου, ως δημοσίου λειτουργού, ήθελε μένει ανεξέλεγκτος, και η κοινωνία και η πολιτεία ήθελαν αγνοεί, αν και κατά πόσον το σχολείον πληροί τον προορισμόν τον».

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι σκοπός είναι η άσκηση ελέγχου του εκπαιδευτικού έργου, μέσω των επιθεωρητών. Αυτό που επιδιώκεται στο νομοσχέδιο αυτό είναι η αποκατάσταση της λειτουργικότητας του επιθεωρητικού θεσμού.

Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως η άσκηση του επιθεωρητικού ελέγχου για την εποχή αυτή είναι αναγκαία λόγω της κατάστασης που επικρατεί στην εκπαίδευση, και το αίτημα αυτό είχε διατυπωθεί με ιδιαίτερη έμφαση.

Τα καθήκοντα των επιθεωρητών περιγράφονται με γενικό τρόπο στο νομοσχέδιο και είναι τα ακόλουθα: α) Επιθεώρηση των δημοτικών σχολείων.

6) Με απόφαση του υπουργείου οι επιθεωρητές μπορούν να καλούν τους δασκάλους σε κοινές συνεδριάσεις «καθ' ας γίνονται μελέται και ασκήσεις δι υποδειγματικής διδασκαλίας (...) προς βελτίωσιν διδακτικών μεθόδων (...) (Β, 13)

«Τα καθέκαστα των καθηκόντων (...) ορισθήσονται δια Βασιλικού Διατάγματος».

Τα καθήκοντα των επιτροπών που παρουσιάζονται στο σχεδιάγραμμα (Σχεδιάγραμμα εποπτείας των δημοτικών σχολείων - Νομοσχέδιο Α. Αυγερινού). Είναι τα ακόλουθα:

«1. Επιτηρεί τους διδασκάλους του δήμου ως προς την επιμέλειαν και την συμπεριφοράν.

2. (...) Αποστέλλει δια της διοικητικής αρχής προς το επί της εκπαιδεύσεως Υπουργείον Πρακτικόν εν ω θέλει αναγράφει την περί επιμελείας και συμπεριφοράς του διδασκάλου, της προόδου των μαθητών, των ελλείψεων του διδακτηρίου και των εν αυτώ διδακτικών οργάνων και σκευών γνώμην αυτής».

3. Μεριμνά περί της εις το σχολείον πάντων των παίδων του δήμου (...) τακτικής φοιτήσεως (...).

4. Αποστέλλει (...) προς το δημοτικόν συμβούλιον έκθεσιν περιληπτικήν περί των σχολείων του δήμου, περί της φοιτήσεως και προόδου των μαθητών, περί της επι

μελείας των διδασκάλων και περί των αναγκών του σχολείου εν γένει.

5. Γνωμοδοτεί περί ενοικιάσεως καταλλήλων διδακτηρίων (...).

6. Γνωμοδοτεί (...) περί της επιμελείας και συμπεριφοράς δημοδιδασκάλου, καταγγελλομένου ως αμελούς ή ακόσμως διάγοντος.

7. Εις τον Ειρηνοδίκην (...) (ανατίθεται η) ανάκρισις κατά διδασκάλου, καταγγελθέντος επί παραβάσει των καθηκόντων του (...) (Β, 5).

Η διοικητική αυτή δομή, οι λειτουργίες και τα καθήκοντα που προσδιορίζονται στο νομοσχέδιο φιλοδοξούν να επιλύσουν αποτελεσματικά το πρόβλημα της εποπτείας και διοίκησης της δημοτικής εκπαίδευσης.

Σχεδιάγραμμα εποπτείας των Δημοτικών σχολείων (νομοσχέδιο Α. Αυγερινού)

«Περί Διδασκαλείων Νομοσχεδίον»

Στην Αιτιολογική Έκθεση «του περί Διδασκαλείων Νομοσχεδίου» επισημαίνονται τα ακόλουθα.

«Την του διδασκάλου δε δύναμιν, εν τω σχολείω ζωηρώς εκφράζει το αξίωμα tant vaut le Maitre tant 1 ecole, εφ' ου στηρίζεται η ενδελεχής των Κυβερνήσεων μέριμνα περί συστάσεως και επιμελούς εποπτείας αναλόγων διδασκαλείων, ων άνευ η παρασκευή διδασκάλων ικανών απεδείχθει αδύνατος. Τα πολυτελή διδακτήρια και διδακτικά όργανα, οι μέθοδοι και τα τέλεια Προγράμματα εισί νεκρά άνευ διδασκάλου (...) Επειδή (...) του διδασκάλου ειδικήν παρασκευήν ούτε τα Πανεπιστήμια, ούτε τα σχολεία της μέσης εκπαιδεύσεως ηδύναντο να χρησιμεύσωσιν, η ανάγκη εκίνησε τους περί της Εκπαιδεύσεως του λαού μεριμνώντας εις σύστασιν ειδικών σχολείων, άτινα ως εκ του εξαιρετικού μορφωτικού των δημοδιδασκάλων χαρακτήρας, ονομάσθηκαν (ecoles normales): (...). Ατυχώς, ουδέ σήμερον δυνάμεθα δι απορίαν και δι άλλους ακόμη λόγους να συστήσωμεν, και να συντηρήσωμεν τοιαύτα διδασκαλεία, εν οις ενοικούντες και τρεφόμενοι να μορφούνται οι διδάσκαλοι· διότι των τοιούτων καταστημάτων, η συντήρησις χρήζει υπέρογκου, και προς τους πόρους και τας ανάγκας του Κράτους δυσαναλόγου χορηγίας. Ανάγκη να αρκεσθώμεν τόγε νυν, εις σύστασιν απλών διδασκαλείων (...) Δια ταύτα φρονώ, ότι αν σκεπτώμεθα σπουδαίως περί δελτιώσεως της προκαταρκτικής του λαού Παιδεύσεως, ανάγκη άνευ αναδολής να σπεύσωμεν εις σύστασιν των προς τον πληθυσμόν της χώρας αναγκαιούντων διδασκαλείων, και περί του εν αυτοίς προσωπικού αποστέλλοντες κατ' έτος δύο ή και πλείους υποτρόφους εις την Γερμανίαν και Ελδετίαν, όπως σπουδάζωσι τα παιδαγωγικά και τας νεωτέρας μεθόδους».

Το νομοσχέδιο αυτό είναι το μόνο που ψηφίστηκε από τη σειρά των νομοσχεδίων του Α. Αυγερινού, χωρίς όμως να εφαρμοσθεί κανονικά.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το μισθολόγιο των δασκάλων και δασκαλισσών που προτείνει.

Σε σχέση με το μισθολόγιο των νομοσχεδίων του Γ. Μίληση, το μισθολόγιο που προτείνει ο Α. Αυγερινός ενισχύει το μισθό των δασκάλων Γ' και Β' τάξης και τα επιδόματα ενοικίων και χορηγεί επίδομα ενοικίου στους δασκάλους Γ' τάξης.

Από τον παραπάνω πίνακα προκύπτει και η ανισοτιμία αμοιβής σε βάρος των δασκαλισσών (20 δρχ. λιγότερες από τον αντίστοιχη κατά κατηγορία αμοιβή των δασκάλων).




«Περί Συστάσεως Παρθεναγωγείων»

Στην Αιτιολογική Έκθεση του νομοσχεδίου «περί Παρθεναγωγείων» ο εισηγητής δηλώνει: «Εισαγάγων ήδη τα περί ρυθμίσεως της παρ' ημίν δημοτικής εκπαιδεύσεως νομοσχέδια έκρινα επίκαιρον και αναγκαίον συνάμα και υποβάλω εις την Βουλήν και σχέδιον νόμου, καθ' ο κανονίζονται τα περί συστάσεως παρθεναγωγείων ανωτέρων δημοτικών σχολείων (ecoles secondaires des filles). Κατ' αυτό τα Παρθεναγωγεία (...) επιδιώκοντα ένα μόνον σκοπόν, την συμπλήρωσιν της εκπαιδεύσεως νεανίδων απολυομένων από δημοτικών σχολείων θηλέων, και τα επιδιώκοντα προς τούτω και την μόρφωσιν διδασκαλισσών. (...) Ωσαύτως δια του εισαγομένου νόμου κανονίζονται τα περί των παρθεναγωγείων των εχόντων και χαρακτήρα διδασκαλείου, εισαγομένων εν αυτοίς των ειδικών Παιδαγωγικών μαθημάτων, δι ων διδασκάλισσαι, παρασκευαζόμενοι δια τε θεωρητικής διδασκαλίας και δια πρακτικής ασκήσεως υπό την επιτήρησιν επιστήμονας, εμπείρου της διδακτικής και των νεωτέρων μεθόδων διδασκαλίας εν προτύπω, προσηρτημένω αναγκαίως παντί παρθεναγωγείω έχοντι χαρακτήρα διδασκαλείου, θα αποκτώσιν ικανήν διδακτικήν ικανότητα. Και ταύτα συμφώνως προς τα περί διδασκαλείων αρρένων κεκανονισμένα δια του εν ισχύ Χθ'νόμου (...).» Όπως δείχνει και το παρακάτω σχεδιάγραμμα τα παρθεναγωγεία έχουν 5 τάξεις. Οι απόφοιτες των πλήρων δημοτικών σχολείων μετά από εξετάσεις κατατάσονται στη δευτέρα τάξη του παρθεναγωγείου και όσες αποδεικνύουν ότι διδάχτηκαν τα μαθήματα των δυο κατωτέρων τάξεων μετά από εξετάσεις εισάγονται και στην τρίτη τάξη του Παρθεναγωγείου. Και στη α' τάξη, μετά από εξετάσεις, κατατάσονται οι απόφοιτες του κοινού δημοτικού σχολείου.

Η απονομή «πτυχίου» δασκάλας και η κατάταξη στις κατηγορίες Α', Β' και Γ' των δασκάλων/σων γίνεται από επιτροπή μετά από εξετάσεις.

Σχεδιάγραμμα λειτουργίας του Παρθεναγωγείου (νομοσχέδιο Α. Αυγερινού)

10. Τα Πολιτικά Κόμματα και η Εκπαίδευση

Ένα σχόλιο

Από τις 4 περιπτώσεις νομοσχεδίων που μελετήσαμε - εκτός απ' αυτό του Βαλασόπουλου - τα 3 συντάχτηκαν σε κυβερνήσεις του Αλ. Κουμουνδούρου και το ένα, του Βακαλόπουλου, ανήκει σε κυβέρνηση του Δ. Βούλγαρη.

Εξηγείται λοιπόν γιατί τα νομοσχέδια του θ. Δηληγιάννη στηρίχτηκαν στα νο«Περί Κεντρικού Συμβουλίου της Δημόσιας Εκπαιδεύσεως

Το κεντρικό συμβούλιο της δημόσιας εκπαίδευσης που συγκροτείται στο υπουργείο διαιρείται σε δύο τμήματα. Ένα της μέσης και ανωτέρας και το δεύτερο της δημοτικής.

Καθήκοντα του συμβουλίου, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, είναι:

1. Γνωμοδοτεί για τη βελτίωση της δημόσιας εκπαίδευσης.

2. Συντάσσει τα νομοσχέδια για τη βελτίωση της δημόσιας εκπαίδευσης.

3. Γνωμοτοδοτεί «περί ευρέσεως πόρων προς μείζονα διάδοσιν και βελτίωσιν της εκπαιδεύσεως».

4. Κατανέμει τις χορηγήσεις του δημοσίου.

Τα νομοσχέδια του Α. Αυγερινού αντλούν θετικά στοιχεία από τις προηγούμενες νομοθετικές απόπειρες και προτάσεις που διατυπώθηκαν από διάφορες πλευρές. Μπορούμε να πούμε ότι τα νομοσχέδια του Α. Αυγερινού εκφράζουν τις προοδευτικές τάσεις της εποχής του για τη λαϊκή εκπαίδευση. Ο Σ. Παπαδημητρίου παρατηρεί πως «Οποιαδήποτε όμως κι αν είναι τα επί μέρους μειονεκτήματα των νομοσχεδίων Αυγερινού, το γεγονός είναι, ότι, αν μπορούσαν να ψηφιστούν και να εφαρμοστούν κανονικά, η εκπαιδευτική μας κατάσταση θα ήταν σήμερα πολύ διαφορετική»2.

Ένα μήνα μετά την κατάθεση των νομοσχεδίων έχουμε κυβερνητική μεταβολή και τα νομοσχέδια δεν συζητήθηκαν νομοσχέδια του Γ. Μίληση και τα νομοσχέδια του Α. Αυγερινού ολοκληρώνουν τις αντιλήψεις που διατυπώθηκαν στα νομοσχέδια των δυο πρώτων υπουργών.

Σχετικά με την εκπαιδευτική πολιτική στη δεκαετία 1870 1880 μπορούμε να κάνουμε δυο διαπιστώσεις:

1. Τις σημαντικότερες αποφάσεις προς την κατεύθυνση επίλυσης προβλημάτων της εκπαίδευσης, που μάλιστα χρόνιζαν, πήραν οι κυβερνήσεις του Αλ. Κουμουνδούρου.

Συγκεκριμένα: Ο νόμος ΥΗ' που απαγόρευε τις μεταθέσεις των εκπαιδευτικών το 1871, το διάταγμα για τη σύσταση επιτροπής για έκριση διδακτικών βιβλίων το 1875, η εγκύκλιος με οδηγίες για τη συγγραφή αλφαβηταρίου των πέντε ανωτέρων τάξεων του δημοτικού σχολείου το 1879, η επιθεώρηση των δημοτικών σχολείων το 1879. Αλλά οι κυβερνήσεις Κουμουνδούρου πήραν και τις αποφάσεις για τη στολή των μαθητών. Το 1876 και την ίδια χρονιά απογόρευσαν την κυκλοφορία μεταξύ των μαθητών ορισμένων βιβλίων μετά από παρέμβαση της ιεράς συνόδου.

2. Η νομοθετική ακινησία για την εκπαίδευση θα σπάσει από τις κυβερνήσεις Κουμουνδούρου και Τρικούπη.

Συγκεκριμένα: Το 1878 ψηφίζεται ο νόμος Χθ' με τον οποίο ιδρύεται το διδασκαλείο και καθορίζονται τα διδακτέα μαθήματα στα δημοτικά σχολεία. (Κυβέρνηση Κουμουνδούρου), το 1880 ψηφίζεται ο νόμος ΩΝΘ' με τον οποίο ιδρύονται τα διδασκαλεία Πελοποννήσου και Επτανήσου και στις 3.9.1880 εκδίδεται το διάταγμα για την κατάργηση της αλληλοδιδακτικής. (Κυβέρνηση Τρικούπη).

Από τα νομοσχέδια που μελετήσαμε (και ιδιαίτερα αυτά των Γ. Μίληση, θ. Δηλιγιάννη και Α. Αυγερινού) διαπιστώνουμε πως τα κυριότερα εκπαιδευτικά ζητήματα που αντιμετώπιζαν είναι τα ακόλουθα:

1. Η επέκταση του σχολικού δικτύου της δημοτικής εκπαίδευσης και συνακόλουθα οι τύποι των σχολείων αυτής της βαθμίδας.

2. Η εκπαίδευση των δασκάλων.

3. Το πρόγραμμα του δημοτικού σχολείου και το ζήτημα της γλώσσας.

4. Η διοίκηση και η εποπτεία της εκπαίδευσης.

. Σχετικά με τους τύπους των σχολείων της δημοτικής εκπαίδευσης και οι τρεις υπουργοί με τα νομοσχέδια τους δέχονται ότι ανάλογα με τον πληθυσμό μιας περιοχής θα υπάρχει και ο ανάλογος τύπος σχολείου. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ τους θα μπορούσαν να εντοπιστούν στη σχέση τύπου σχολείου και πληθυσμού (ας θυμηθούμε τα νομοσχέδια του Γ. Μίληση και του θ. Δηλιγιάννη).. Σχετικά με την εκπαίδευση των δασκάλων όλοι αναγνωρίζουν την απαράδεκτη κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά το κλείσιμο το διδασκαλείου και προτείνουν διάφορους τύπους σχολών εκπαίδευσης και δασκάλων. Κοινή αντίληψη όλων είναι ότι η σχολή μόρφωσης των δασκάλων δεν θα είναι μεταγυμνασιακού επιπέδου, όπως είχε προτείνει ο Βαλασόπουλος και ούτε θέλουν την κατάργηση των διαβαθμίσεων των δασκάλων.

Ακόμη ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη μισθοδοσία των δασκάλων και καταγράφονται προσπάθειες για αύξηση των μισθών τους, πάντα μέσα στο πλαίσιο των διαβαθμίσεων και στους τόπους που διδάσκουν.

Σχετικά με το πρόγραμμα μαθημάτων του δημοτικού σχολείου, αυτό κλιμακώνεται ανάλογα με τους τύπους σχολείων. Τα προγράμματα που προτάθηκαν στα

νομοσχέδια, το πρόγραμμα που εισάγει ο νόμος Χθ' και όπως αυτό διαμορφώνεται ως το 1881 μάλλον είναι κοινά.

Θα πρέπει να σημειωθούν δύο σημεία:

α) Η προσπάθεια εισαγωγής φυσιογνωστικών και φυσικών γνώσεων στο πρόγραμμα του δημοτικού σχολείου και

6) Η εισαγωγή της νέας ελληνικής γλώσσας ως κύριας στο πρόγραμμα.. Σχετικά με τη διοίκηση και την εποπτεία της εκπαίδευσης, σ' όλα τα νομοσχέδια διατηρούνται οι τοπικές επιτροπές, ενισχύεται ο ρόλος του θεσμού του επιθεωρητή και καταγράφεται η τάση για ενίσχυση του ρόλου του υπουργείου της εκπαίδευσης και μιας συγκεντρωτικής άσκησης ελέγχου στο εκπαιδευτικό σύστημα.

Για τη μέση εκπαίδευση αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι δεν βρίσκεται στις προτεραιότητες της πολιτικής ηγεσίας. Από τα νομοσχέδια που εξετάσαμε μόνο δύο αναφέρονται σ' αυτή. Το νομοσχέδιο του Βακαλόπουλου που την θέλει σε δύο βαθμίδες και το νομοσχέδιο του Μίληση που την θέλει ενιαία.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στα δυο αυτά νομοσχέδια το πρόγραμμα που προβλέπεται για τη μέση εκπαίδευση κινείται στα επίπεδα του προγράμματος του 1867 και το μόνο σημαντικό που μπορούμε να καταγράψουμε είναι η θέση του Γ. Μίληση για διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας σ' όλες τις τάξεις του ότάξιου Γυμνασίου που προτείνει.

Η απουσία αναφοράς στη μέση εκπαίδευση και ιδιαίτερης μελέτης στα νομοσχέδια που ασχολούνται μ' αυτή δείχνει πως το ζήτημα της εκπαίδευσης σ' αυτή τη βαθμίδα δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης ούτε αίτημα των καιρών.

Πριν ολοκληρώσουμε τη μελέτη αυτή πρέπει να επισημάνουμε ορισμένα σημεία.

Το πρώτο έχει σχέση με το νομοσχέδιο του Βαλασόπουλου. Η απόπειρα για ανάληψη της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης από τον κλήρο αν και φαίνεται να είναι φυσικό να γίνεται από υπουργό της κυβέρνησης του Βούλγαρη, εντούτοις δεν ήταν και έξω από τις αντιλήψεις του κόμματος του Κουμουνδούρου. Κάτι τέτοιο άλλωστε προέβλεπε και ο Δ. Μαυροκορδάτος, αργότερα υπουργός εκπαίδευσης στην κυβέρνηση Επ. Δεληγεώργη, ηγέτη άλλοτε της «Χρυσής Νεολαίας».

Δεύτερο: Από τη μελέτη των διαφόρων πηγών διαπιστώσαμε πως υπάρχει μια διαφορά εκτιμήσεων των διαφόρων υπουργών στις εκθέσεις τους από τη μια στο Βασιλιά, όπου παρουσιάζεται η κατάσταση των εκπαιδευτικών πραγμάτων καλή και τα προβλήματα οδεύουν προς επίλυση, και από την άλλη σ' αυτές των νομοσχεδίων, όπου καταγράφονται αρκετές από τις αρνητικές πλευρές. Η εξήγηση βέβαια είναι εύκολη. Η διαφορά αυτή είχε επισημανθεί με ιδιαίτερη οξύτητα σε άρθρα του περιοδικού «Οικονομική Επιθεώρηση».

Τρίτο: Από την καταγραφή των πηγών διαπιστώθηκε ότι απουσιάζει από τον ημερήσιο τύπο της εποχής ο σχολιασμός των νομοσχεδίων, αν και για τα εκπαιδευτικά πράγματα υπάρχουν αρκετά δημοσιεύματα.

Απουσιάζουν επίσης από τις δηλώσεις των αρχηγών των κομμάτων οι αναφορές για την εκπαίδευση. Είναι σίγουρο πως «πρόγραμμα» ή διακηρύξεις δεν υπήρχαν.

Υποσημειώσεις

1.. Το Α δηλώνει το πρώτο νομοσχέδιο, το «περί σχολείων της στοιχειώδους ή δημοτικής Εκπαιδεύσεως». Ο αριθμός που ακολουθεί δηλώνει το άρθρο του νομοσχεδίου.

2. Σ. Ν. Παπαδημητρίου, «Ιστορία του δημοτικού μας σχολείου», Αθήνα 1950, σ. 104.