1. Το «εργοστάσιο» στην ημερήσια διάταξη
1. «Στη φάση που ακολουθεί, έμφαση δίνεται πλέον στην ανασυγκρότηση του παραγωγικού μας συστήματος».
2. «Η έμφαση στο στοιχείο της παραγωγής, της ανταγωνιστικότητας και των διαρθρωτικών αλλαγών οροθετεί και την αναπτυξιακή στρατηγική που θα ακολουθήσουμε τα επόμενα χρόνια».
3. «Η κυβέρνηση θα στηρίξει κάθε πρωτοβουλία του ιδιωτικού τομέα, η οποία θα εντάσσεται στη λογική των στρατηγικών της στόχων, δηλ. το μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας σε οικονομία παραγωγής.
4. Στόχος μας είναι η παραγωγή και οι παραγωγικές διαδικασίες, η επίτευξη κέρδους μέσα απ' αυτές και όχι με αναδιανεμητικές παρεμβάσεις του κράτους».
5. «Μέχρι σήμερα, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας στηρίζεται, κατά κύριο λόγο, στο κόστος εργασίας. Οι επιχειρήσεις, η παραγωγή, δεν προχώρησαν ουσιαστικά προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού, της ενίσχυσης της ανταγωνιστικής τους δύναμης με άλλα στοιχεία, όπως η τεχνολογία, η οργάνωση, το μάνατζμεντ, η αυτοχρηματοδότηση της επιχειρηματικής δράσης από τα κέρδη και όχι από δάνεια, η συστηματική και σοβαρή παρουσία στην αγορά, οι δημοκρατικές εργασιακές σχέσεις»..
(Εισήγηση του Κ. Σημίτη στην 1η Ειδική Σύνοδο της ΚΕ του ΠΑΣΟΚ για την οικονομική πολιτική).
6. «Στη σημερινή δύσκολη οικονομική συγκυρία που περνάει η χώρα μας, και στην ανάγκη μιας ευρείας αναδιάρθρωσης του παραγωγικού της δυναμικού στηρίζεται η αυριανή μας δυνατότητα για μια αυτοδύναμη ανάπτυξη».
(Α. Παπανδρέου, πρόταση στα πολιτικά κόμματα για εθνικό διάλογο, 15/3/86).
Η 1η ειδική σύνοδος της ΚΕ του ΠΑΣΟΚ διατύπωσε για πρώτη φορά ολοκληρωμένα τις «κατευθύνσεις» της νέας φιλοσοφίας στην οικονομική πολιτική, που υιοθέτησε η Κυβέρνηση με τα μέτρα του Οκτωβρίου. Τα αποσπάσματα που παραθέτουμε είναι μια κατηγορηματική βεβαίωση για τη διαπίστωση που έγινε και στο προηγούμενο τεύχος των θέσεων, δηλαδή ότι: «Η επίθεση ενάντια στο εισόδημα των εργαζομένων που εγκαινίασε με τα πρόσφατα οικονομικά μέτρα το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν ένας "αναγκαίος πρόσκαιρος ελιγμός" λόγω της επιδείνωσης του εμπορικού ισοζυγίου το 1985. Πολύ περισσότερο πρόκειται για μια νέα φιλοσοφία οικονομικής πολιτικής, στην υπηρεσία ενός μόνιμου μακροπρόθεσμου στόχου: την καπιταλιστική αναδιάρθρωση της παραγωγής για την ανάκαμψη του ελληνικού καπιταλισμού. Μέχρι σήμερα το ΠΑΣΟΚ προσπαθούσε να υλοποιήσει αυτή τη στρατηγική μέσα από ένα σοσιαλδημοκρατικού τύπου συμβιβασμό της κρατικής πολιτικής με το εργατικό κίνημα. Σήμερα στρέφεται ανοιχτά προς μια πολιτική άμεσης αντιπαράθεσης με τα οικονομικά, συνδικαλιστικά και πολιτικά "κεκτημένα" της εργατικής τάξης». (Βλ. και Ιωακείμογλου - Μηλιός, Θέσεις 14). Η προφανής πλέον αδυναμία της αστικής - μεταρρυθμιστικής στρατηγικής να οδηγήσει τον ελληνικό καπιταλισμό στην ανάκαμψη, «έπεισε» την πολιτική εξουσία ότι οφείλει πλέον να υποκλιθεί (για το χατίρι και πάλι της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας) στην «εναλλακτική πρόταση» των βιομηχάνων: το τσάκισμα του εργατικού κινήματος και τη συρρίκνωση των λαϊκών εισοδημάτων. Βέβαια, κυβέρνηση και καπιταλιστές υπολογίζουν (όπως συνήθως) χωρίς τον «ξενοδόχο», το λαϊκό κίνημα. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η «ανάκαμψη» που (και πάλι) οραματίζονται, δεν θα εξαρτηθεί από τα μέτρα τους (βλ. και το άρθρο του Γ. Σταμάτη σ' αυτό το τεύχος), αλλά από τη συνολική - στο εσωτερικό και διεθνώς - έκβαση της ταξικής πάλης. Τα νέα κυβερνητικά «οράματα» εξακολουθούν δηλαδή να είναι τόσο χιμαιρικά όσο και τα παλιά.
2. Νέα μακροχρόνια ιστορική φάση: Η επίθεση του κεφαλαίου
«Οι επιλογές που κάνουμε σήμερα σηματοδοτούν την πορεία της οικονομίας όχι μόνον άμεσα, αλλά κύρια μακροπρόθεσμα. Η αλλαγή των δομών στον οικονομικό τομέα απαιτεί χρόνο και συνολική προσπάθεια».
Α. Παπανδρέου, (Πρόταση για εθνικό διάλογο 15 3 86).
Όχι «στάση» λοιπόν στην πορεία προς το «σοσιαλιστικό μετασχηματισμό», αλλά μια νέα ιστορική περίοδος ανοίγεται μπροστά μας (ουσιαστικά τα επόμενα 510 χρόνια), το κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η συνολική και ολομέτωπη επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία.
Στο «Μανιφέστο του ΣΕΒ» που κατέθεσαν οι εκφραστές των βιομηχάνων στο Εθνικό Συμβούλιο Ανάπτυξης και Παραγωγικότητας (ΕΣΑΠ) αναφέρεται: «2. Εκείνο που χρειάζεται πριν απ' όλα και που σε τελευταία ανάλυση θα καθορίσει και την επιτυχία, είναι να παύσουν οι ταλαντεύσεις, οι υπαναχωρήσεις και η καλλιέργεια της εντύπωσης πως η φάση που περνάμε είναι απλώς ένα μικρό, αναγκαίο διάλειμμα. Αλλιώς, είναι βέβαιο ότι κανένα μέτρο, όσο θετικό κι αν είναι, δεν θα έχει αποτελεσματικότητα» (Κέρδος 8/3/86).
Η εκατοντασέλιδη έκθεση για την Ελλάδα του ΟΟΣΑ, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 6 Φεβρουαρίου, προτείνει «στενωπό μακράς διαρκείας», παράταση των μέτρων λιτότητας πέρα του 1986 (Κέρδος 7/2/86).
Ο ίδιος άλλωστε ο υπουργός θα αναιρέσει ολόκληρη την κυβερνητική φιλολογία για το συγκυριακό χαρακτήρα των μέτρων με την παρακάτω - εκπληκτικά απομυθοποιητική και για τα όρια της κρατικής οικονομικής παρέμβασης - διατύπωση: «Εμείς δεν πιστεύουμε ότι κάποια μέτρα μπορούν να προσδώσουν το περιεχόμενο που εμείς δίνουμε στην έννοια της ανάπτυξης της οικονομίας και της κοινωνίας μας. Μια τέτοια σύλληψη δείχνει αδυναμία κατανόησης ότι οι σημερινές ανάγκες δεν αντιμετωπίζονται με μέτρα. Για την έξοδο από την κρίση(...) προτείνουμε, διαμορφώνουμε και εφαρμόζουμε μια στρατηγική που δεν εξαντλείται σε μεμονωμένα και σπασμωδικά μέτρα, τα οποία από τη φύση τους δεν μπορούν να έχουν συνολική και μακροπρόθεσμη προοπτική... Στα αναπτυξιακά μέτρα μετά την εξαγγελία της πολιτικής σταθεροποίησης της οικονομίας έχει προσδοθεί χαρακτήρας θαυματουργός(...) Τέτοια επιχειρήματα συγχέουν πραγματικότητα και επιθυμητό(...) Τα όσα αναφέρονται σήμερα για κατευθύνσεις και συγκεκριμένα μέτρα αποτελούν τη βάση για την περαιτέρω προσπάθεια..) Τα αναπτυξιακά μέτρα (Σ.Σ. που απαιτούνται επιπλέον) είναι μία υπόθεση που θα απαιτήσει χρονικό διάστημα περισσότερων μηνών», (ο.π.).
Καταρρίπτοντας και τις τελευταίες αυταπάτες, 2 μήνες αργότερα, σχολιάζοντας την έκθετη ΟΟΣΑ για την Ελλάδα θα τονίσει: «Τα μέτρα σταθεροποίησης έχουν διετή ισχύ. Αλλά αυτό δεν σημαίνει - και δεν το είπαμε ποτέ - ότι μετά την διετία θα υπάρξει παράδεισος»! (Ελευθεροτυπία 12 Φεβρουαρίου 1986)
Το 6μηνο που διανύσαμε δεν αφήνει πλέον καμιά αμφιβολία. Η οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε, τα μέτρα που συζητούνται και αυτά που προτείνονται, τώρα ανοιχτά, έχουν πάρει κυριολεκτικά την μορφή χιονοστιβάδας.
Η στροφή του ΠΑΣΟΚ τον Οκτώβριο - συμβολικά μπορεί να θεωρηθεί σημείο αφετηρίας της επίθεσης παρόλο που η προετοιμασία της άρχισε αμέσως μετά τις εκλογές - φαίνεται δρόμος χωρίς επιστροφή. Η εσωτερική λογική της δεν μπορεί να αναιρεθεί, ανεξάρτητα από κάποιες προεκλογικές παροχές ή υποχωρήσεις που ίσως προκύψουν.
Δεν χρειάζεται για τα παραπάνω ιδιαίτερη απόδειξη, παρά η έμπειρη παρακολούθηση των όσων διαδραματίστηκαν το τελευταίο 6μηνο.
3. Το «κόκκινο νήμα» της οικονομικής πολιτικής του τελευταίου 6μήνου.
Τα μέτρα του Οκτωβρίου έχουν σαν βασικό τους άξονα την περικοπή της ΑΤΑ και την απαγόρευση των αυξήσεων με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Πρόκειται δηλαδή για μέτρα που στοχεύουν κατά κύριο λόγο στην κατάργηση του δικαιώματος των συλλογικών συμβάσεων. Είναι το πρώτο βήμα. Αποτελούν μια πρώτη νίκη του κεφαλαίου, στο βαθμό που υλοποιούνται, μέσα στην οικονομία, αλλά και στο βαθμό που υιοθετήθηκαν από την κυβέρνηση που τώρα «κατορθώνει να επιβάλλει όλο και πιο πολύ τη λογική της αποδυνάμωσης της εργατικής τάξης» (Η. Ιωακείμογλου, 3).
3.1. Πέρα από αυτήν την κρατική ρύθμιση (της εργατικής δύναμης) προς όφελος του κεφαλαιοκρατικου συμφέροντος, ακολούθησε (και συνεχίζει) το ολομέτωπο κτύπημα του συνδικαλιστικού κινήματος με άξονες:
α) Τη δικαστική παρέμβαση στη ΓΣΕΕ για την εγκαθίδρυση διορισμένης διοίκησης, παρέμβαση που εξασφαλίζει στους φορείς του κρατικού συνδικαλισμού την πρωτοβουλία των κινήσεων.
6) Την ποινικοποίηση των απεργιών, την αμφισβήτηση της συνδικαλιστικής ασυλίας, τη δικαστική δίωξη και απόλυση συνδικαλιστών (ΗΛΠΑΠ, ΕΑΣ, φορτηγά), την επίταξη - επιστράτευση των απεργών κλπ.
γ) Την πρόταση ενοποίησης ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, με στόχο τόσο την μεγαλύτερη γραφειοκρατικοποίηση και έλεγχο του συνδικαλιστικού κινήματος, όσο και την άμβλυνση του ταξικού του χαρακτήρα.
Η «επιχείρηση» αυτή, στην οποία σημαντικό σταθμό αποτελεί το νόθο 23ο "Συνέδριο" της ΓΣΕΕ, δεν στοχεύει απλώς στην επανάκτηση του ελέγχου αλλά στη διάλυση του συνδικαλιστικού κινήματος.
3.2. Ευδιάκριτη είναι επίσης η κλιμάκωση της καταστολής (με απαρχή το Πολυτεχνείο '85), η γενίκευση της σ' όλους τους κοινωνικούς χώρους.
Η ανοιχτή καταστολή είναι απαραίτητη για την εφαρμογή της λιτότητας και θα είναι κυρίαρχο στοιχείο στη νέα συγκυρία.
3.3. Εμφανής είναι και η στροφή στο ζήτημα των απολύσεων και της ανεργίας. Κανείς κυβερνητικός παράγοντας δεν μιλάει πλέον για την «πλήρη απασχόληση». Αντίθετα η μαζική απόλυση των 234 Πακιστανών εργατών στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά είναι προάγγελος για ό,τι θα ακολουθήσει.
3.4. Η κυβέρνηση επανεξετάζει την πολιτική της για τις προβληματικές επιχειρήσεις. Η νέα φιλοσοφία συνοψίζεται στο εξής: «Οι βιώσιμες επιχειρήσεις πρέπει να γίνουν ανταγωνιστικές. Επιχειρήσεις που δεν είναι βιώσιμες, ανεξάρτητα από το αμαρτωλό παρελθόν τους, δεν μπορεί να συνεχίσουν να λειτουργούν» (Βάσω Παπανδρέου, «το αναπτυξιακό πρόγραμμα για τη βιομηχανία - βιοτεχνία», 1η ειδική σύνοδος της ΚΕ).
Οι μελέτες «βιωσιμότητας» που έχουν ολοκληρωθεί και αναμένεται να ανακοινωθούν, είναι πια κοινό μυστικό ότι προβλέπουν κλείσιμο για περισσότερες από 6. «Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες το νούμερο «6» που είχε ανακοινωθεί σαν αριθμός επιχειρήσεων που κλείνουν, μάλλον βρίσκεται εκτός πραγματικότητας και θα αυξηθεί» (Κέρδος 9/3/86).
Οι τελευταίες πληροφορίες που υπήρχαν όταν γραφόταν αυτό το άρθρο - 17/3/86 - ανάφεραν ότι: «Η διαδικασία της εκκαθάρισης (λουκέτο 23 μήνες μετά τις ανακοινώσεις) αφορά αριθμό επιχειρήσεων οπωσδήποτε διψήφιο (όχι πάνω από 20)» (Κέδρος 16 3 86). «Απλά» και κυνικά δηλώνεται ότι η «λύση» αυτή «προσθέτει στις τάξεις των ανέργων 3.000 περίπου εργαζόμενους» (ο.π.).
Η ίδια «φιλοσοφία» εμπνέει και τις λύσεις για τις «προβληματικές» επιχειρήσεις εκτός Ο.Α.Ε. (Οι 15 αυτές επιχειρήσεις απασχολούν 12.000 εργαζόμενους). Ήδη έχει κλείσει π.χ. η ΕΘΥΛ με αποτέλεσμα 300 εργαζόμενοι να πεταχτούν στο δρόμο. Σ' αυτούς πρέπει να προστεθούν και 150 εργαζόμενοι της ΕΚΟ μετά το κλείσιμο τριών μονάδων που προμήθευαν πρώτες ύλες στην ΕΘΥΛ και 500 που απασχολούνταν στο κύκλωμα διάθεσης των προϊόντων της ΕΘΥΛ (Σοσιαλιστική Αλλαγή 26/2/86). Ενώ η ΛΑΡΚΟ ετοιμάζεται να κλείσει με ανάλογα αποτελέσματα. Αλλά και σε όσες επιχειρήσεις του ΟΑΕ κριθούν «βιώσιμες», «πρόκειται να γίνουν ευρύτατες ανακατατάξεις τόσο στη διάρθρωση του προσωπικού όσο και στον αριθμό του αφού η εξυγίανση και η επάνοδος στην ελεύθερη αγορά δε δικαιολογεί καμιά φιλανθρωπική αντιμετώπιση (υπ. ΓΜ!!!) η συνέχιση της οποίας μάλλον θα επισωρεύσει εκ νέου τα στοιχεία που οδήγησαν (σ' ένα μέτρο) στην προβληματικότητα» (ο.π.).
Για να είναι κατανοητό το μέγεθος αυτής της «αναγκαίας» - έστω όχι «φιλάνθρωπης» - «αναδιάρθρωσης του προσωπικού» ας αναφέρουμε απλά ότι στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά πρόκειται να απολυθούν 2.000 εργαζόμενοι, στην Πειραϊκή - Πατραϊκή 1000, στον Σκαλιστήρη 800, κ.α.
3.5. Η επίθεση περιλαμβάνει και το δημόσιο τομέα α) με το σταμάτημα των προσλήψεων και β) με την επανάκριση των έκτακτων που ένα μεγάλο μέρος τους θα βρεθεί άνεργο.
3.6. Εξαγγέλθηκε η «απελευθέρωση τον τραπεζικού συστήματος», συστήθηκε μάλιστα και «επιτροπή ομάδας υποδιοικητών των τραπεζών για την μελέτη του θέματος» (Κέρδος 27/2/86).
3.7. Αποδεκτό στοιχείο του «κλίματος εμπιστοσύνης» που θέλει να δημιουργήσει η κυβέρνηση για το κεφάλαιο είναι ότι: «αισθητά μειωμένος παρουσιάζεται το 1985 ο αριθμός των μηνύσεων που υπέβαλαν οι Επιθεωρήσεις Εργασίας στις επιχειρήσεις για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας» (Κέρδος 6/3/86), παρά το, κοινά παραδεκτό, γεγονός ότι έχει ενταθεί η εργοδοτική αυθαιρεσία. Αλλεπάλληλες είναι επίσης οι απαλλαγές επιχειρηματιών που κατηγορούνται για απάτες (π.χ. Τσάτσοι) και οι σκανδαλώδεις αθωώσεις των εφοπλιστών.
3.8. Συζητείται στη Βουλή η φορολογική πολιτική με το προτεινόμενο νομοσχέδιο που επιχειρεί μια αναδιάταξη των σχέσεων διανομής: Με την «πάταξη της φοροδιαφυγής», την εισαγωγή του ΦΠΑ, θα αυξηθεί σημαντικά το μερίδιο της κοινωνικής υπεραξίας που ιδιοποιείται το κράτος, όχι βέβαια για κάποιο «δικό του συμφέρον» αλλά για την εξυπηρέτηση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, μέσω της κρατικής παρέμβασης στην παραγωγή και κυκλοφορία (με την «βιομηχανική»,«εξαγωγική», «πιστωτική», πολιτική, τα «κίνητρα», την «πολιτική υποδομή» κλπ. που αποτελούν και το συντριπτικό ποσοστό των δημοσίων δαπανών σε σύγκριση με τις «κοινωνικές» δαπάνες).
3.9. Η απελευθέρωση των ενοικίων είναι ένα μέτρο που, αν και δεν συνδέεται άμεσα με την «τόνωση της παραγωγής», είναι ενταγμένο στη νέα λογική της οικονομικής πολιτικής.
Για πρώτη φορά ενοποιείται με βάση το κέρδος η ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία των ιδιοκτητών εισοδηματιών που μέχρι σήμερα δεν ήταν συγκροτημένη ενώ, «(...) ενισχύεται ο τομέας της ενοικιαζόμενης κατοικίας, ώστε να γίνουν ελκυστικότερες οι επενδύσεις σ' αυτόν. Προϋπόθεση είναι η αύξηση της απόδοσης επενδυμένων κεφαλαίων στον τομέα αυτό...» (Κ. Σημίτης, ο.π.). Πρέπει δηλαδή να πειστεί το κατασκευαστικό κεφάλαιο, στο οποίο βέβαια εξασφαλίζεται και το «αναγκαίο» κέρδος, να καλύψει τις κοινωνικές ανάγκες σε κατοικίες, («θα σταθεροποιήσουμε την αγορά στις 100.000 κατοικίες το χρόνο» Ε. Κουλουμπής συνέντευξη 6/3/86).
3.10. Οι συνέπειες από την υιοθέτηση της λιτότητας εκδηλώνονται και στην εκπαίδευση. Για πρώτη φορά φέτος το Συμβούλιο Ανώτατης Παιδείας (ΣΑΠ) αποφάσισε τη μείωση των εισακτέων στα ΑΕΙ (11 3 86) αν και τα τελευταία χρόνια η πρόταση αυτή απορριπτόταν συνεχώς σαν «αντιλαϊκή».
Η απαρίθμηση των μέτρων της οικονομικής πολιτικής του τελευταίου εξαμήνου είναι χρήσιμη γιατί αποκαλύπτει την εσωτερική λογική τους, που μπορεί να κρύβεται ή να μην γίνεται αντιληπτή λόγω της μερικότητάς τους, ή και της αντιφατικότητας τους (γενικότερο χαρακτηριστικό της οικονομικής πολιτικής του κράτους). Και επειδή αυτή η λογική, όπως διατυπώθηκε παραπάνω, συνίσταται στη συνολική ανατροπή του ταξικού συσχετισμού υπέρ του κεφαλαίου, είναι φανερό, ότι δεν σταματάει εδώ.
Οι πιέσεις των καπιταλιστών, οι προτάσεις«πακέτα» του ΟΟΣΑ και οι κυβερνητικές δηλώσεις συγκλίνουν στην «ανάγκη» να παρθούν πρόσθετα μέτρα για την «τόνωση της παραγωγής»: «Καταλήγοντας ο κ. Εφραίμογλου τόνισε ότι για να βγούμε από την κρίση και να οδηγηθούμε στην ανάκαμψη θα πρέπει να ληφθούν αμέσως και ορισμένα πρόσθετα μέτρα, όπως: Κατάργηση του διοικητικού προσδιορισμού των τιμών, αποκατάσταση των διευθυντικών δικαιωμάτων των επιχειρηματιών και απελευθέρωση του, τραπεζικού συστήματος» (Ομιλία στο Propeller Club, Κέρδος, 24/1/86).
«Αυτή την έννοια έχει και η επιμονή μας στην ανάγκη να ληφθούν πρόσθετα μέτρα που θα περιορίσουν στο ελάχιστο την περίοδο της στασιμότητας, θα απελευθερώσουν την παραγωγή και θα τονώσουν τις επενδύσεις» (Μανιφέστο του ΣΕΒ).
Η «απελευθέρωση των τιμών», η «απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος», οι φορολογικές απαλλαγές είναι οι άμεσες διεκδικήσεις των φορέων του κεφαλαίου (βλ. Δελτίο ΣΕΒ 476477), που η κυβέρνηση έχει πια αποδεχτεί. «Σε ένα μίνιμουμ πρόγραμμα συναίνεσης γύρω από φορολογικά, πιστωτικά και μέτρα πολιτικής τιμών... κατέληξε το χθεσινοβραδυνό ΕΣΑΠ, το δεύτερο στη σειρά με θέμα την Αναπτυξιακή Πολιτική στον τομέα της μεταποίησης». («Τα ψιλοβρήκαν στο ΕΣΑΠ οι κοινωνικοί εταίροι», Κέρδος, 6/3/86).
«Ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση θα έχουν τα κέρδη των επιχειρήσεων τα οποία - αποδεδειγμένα - θα επενδυθούν μέσα στο 1986, δήλωσε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας» Κέρδος 20/3/86.
Στα μέτρα που συζητούνται, περιλαμβάνονται επίσης όσα προτείνει η έκθεση ΟΟΣΑ: περικοπές επιδομάτων, δώρων, συντάξεων, εφάπαξ, αυξήσεις κρατήσεων ΙΚΑ κλπ.
Ιδιαίτερο βάρος στις πιέσεις των καπιταλιστών κατέχει η λεγόμενη «ελαστικότητα» της αγοράς εργασίας που εξετάζεται γι' αυτό χωριστά αμέσως παρακάτω.
4. Η «ελαστικότητα στην αγορά εργασίας»
(Ή αλλιώς η αποδοχή και νομιμοποίηση των άγριων μορφών εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο
«Η απασχόληση μπορεί να βελτιωθεί με αύξηση της κινητικότητας στην αγορά εργασίας. Τούτο δεν σημαίνει μόνο ότι η εξεύρεση ικανοποιητικής εργασίας μπορεί να απαιτεί τη μετακίνηση σε άλλο τόπο (!!, ΓΜ). Σημαίνει, επίσης, ότι πρέπει να βρεθούν σχήματα απασχόλησης, όπως η μερική απασχόληση, που να εξυπηρετούν ειδικές (!!, ΓΜ) ανάγκες των επιχειρήσεων, και να επιτραπεί στο νόμιμο πλαίσιο η προσαρμογή του εργατικού δυναμικού στις παραγωγικές συνθήκες της επιχείρησης» (Κ. Σημίτης, Υπουργός Εθνικής Οικονομίας).
«Συμφωνήθηκαν, τέλος, ειδικές συνεδριάσεις του ΕΣΑΠ με θέματα την αγορά εργασίας και το θεσμικό της πλαίσιο» (Συνεδρίαση ΕΣΑΠ, 5 Μαρτίου 1986).
Ποιες είναι όμως οι «μορφές εργασίας» που το κεφάλαιο θέλει να νομιμοποιήσει; (Νίκος Κωνσταντίνου, 1986). 1) Είναι πρώτα απ' όλα η μερική και προσωρινή απασχόληση (π.χ. 4ωρο το απόγευμα, 8ωρη νυχτερινή εργασία, 3ωρες κ.λπ., συμβάσεις εργασίας 2μήνου - 4μηνου). 2) Η «τέταρτη βάρδια», δηλαδή 12ωρη εργασία τα Σα6βατοκύριακα, 3) Η δουλειά στο σπίτι («εργασία εκτός επιχείρησης») δηλαδή το φασόν, που ήδη εφαρμόζεται πλατειά σε διάφορους κλάδους π.χ. ιματισμό. 4) Τα συστήματα «ακόρντ» (δηλαδή πληρωμή με βάση την παραγωγή καθορισμένου αριθμού κομματιών) και «πριμ» που εφαρμόζονται όλο και περισσότερο σε εργασίες που μπορούν να χρονομετρηθούν. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η προσπάθεια εισαγωγής του «πριμ παρουσίας» (ο.π.) που παίρνει ο εργαζόμενος όταν δεν απουσιάζει από τη δουλειά, που είτε στρέφεται ουσιαστικά ενάντια στην άσκηση του δικαιώματος της απεργίας, είτε σε αυθόρμητες μορφές αντίστασης της εργατικής τάξης (λούφα, αρρώστιες, κ.λπ.).
«Επανασύνδεση της αμοιβής της εργασίας με την παραγωγικότητα. Η αύξηση της παραγωγικότητας έχει τεθεί ως στόχος άμεσης προτεραιότητας της οικονομικής πολιτικής. Και σωστά... Η επιδείνωση αυτή της παραγωγικότητας οφείλεται στο γεγονός ότι έχουν επικρατήσει άλλα κριτήρια στον καθορισμό των εργατικών αμοιβών, οι οποίες έχουν έτσι αποσυνδεθεί από το μόνο παράγοντα που εξασφαλίζει σταθερή και διαρκή βελτίωση του πραγματικού εισοδήματος, την άνοδο της παραγωγικότητας». (Δελτίο ΣΕΒ 474, Οκτώβριος 1985).
Άλλες μορφές που συζητούνται είναι «η πλήρης απασχόληση για τρεις ή τέσσερις ημέρες, εργασία «κατόπιν κλήσεως» όπου ο εργαζόμενος περιμένει σπίτι του τη σχετική ειδοποίηση (!) τηλε-εργασία κ.λπ.» (Κέρδος 26/1/86). Τέλος η «ελαστικότητα στην αγορά εργασίας» είναι αντικείμενο «στις περισσότερες των συζητήσεων κυβερνητικών παραγόντων με Αμερικανούς και Ευρωπαίους επισήμους για οικονομικά θέματα, κυρίως επενδύσεων» οι οποίοι «θέτουν το ζήτημα της απελευθέρωσης της κίνησης κεφαλαίων και της «ελαστικότητας» στην αγορά εργασίας υπονοώντας την απόκτηση ευχέρειας για απολύσεις εργαζομένων όταν τούτο γίνεται αναγκαίο» (Κυριακάτικη 23 Φεβρουαρίου 1986).
Με αυτά τα μέτρα «τόνωσης της παραγωγής» το κεφάλαιο «απελευθερώνεται» στην κυριολεξία από κάθε δέσμευση, μπορεί να επιδοθεί στην ανεξέλεγκτη απομύζηση της εργατικής τάξης με τις πιο άγριες και απάνθρωπες μορφές εκμετάλλευσης.
Ο απολογητικός χαρακτήρας της πολιτικής οικονομίας δεν μπορεί να συγκαλύψει τον ταξικό στόχο της εκστρατείας. Να κατοχυρώσει δηλαδή για το κεφάλαιο τις «ελευθερίες» του: την «ελευθερία των απολύσεων», την κατάργηση κάθε κρατικής παρέμβασης για τα κατώτατα όρια στους μισθούς και στα ημερομίσθια, την κατάργηση της προστατευτικής νομοθεσίας και των κανονισμών εργασίας, την αφαίρεση των ιστορικών κατακτήσεων που επέβαλε η εργατική τάξη στη μεταπολίτευση και στην περίοδο της «Αλλαγής».
Με τη νομιμοποίηση της 4ης βάρδιας καταργείται το κανονικό ωράριο, αναστατώνεται η καθημερινή ζωή των εργαζομένων με κατάργηση ουσιαστικά του ελεύθερου χρόνου, της ανάπαυσης του Σαββατοκύριακου κ.λπ.
Με τη γενίκευση της μερικής - προσωρινής απασχόλησης, της δουλειάς στο σπίτι, κ.λπ. αυξάνεται η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια των εργαζομένων, μειώνονται ή καταργούνται μισθοί, δώρα, ασφάλεια, αποζημίωση κ.λπ.
Έτσι διασπάται η εργατική τάξη, μεγάλα κομμάτια περιθωριοποιούνται κοινωνικά και πολιτικά αφού σπάει η συνοχή της ζωής στο εργοστάσιο αντικειμενική βάση για την ενότητα της εργατικής τάξης. Άλλα τμήματα πάλι γίνονται περισσότερο ευάλωτα στην εκμετάλλευση του κεφαλαίου (γυναίκες, νέοι, άνεργοι, συνταξιούχοι).
Καλλιεργείται ο ατομικισμός (π.χ. με τα πριμ), ο ανταγωνισμός, ο απεργοσπαστισμός και τελικά δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την υποταγή και πειθάρχηση της εργατικής τάξης, το κτύπημα των απεργιών και τη διάλυση των συνδικάτων.
Αυτά θα είναι τα αποτελέσματα από τη «φιλελευθεροποίηση της αγοράς εργασίας», που ήδη έχουν φανεί όπου εφαρμόστηκε.
5. Η καπιταλιστική στρατηγική εξόδου από την κρίση:
(αναβάθμιση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα με αναδιάρθρωση της παραγωγής).
«Πρέπει να κατορθώσουμε και είναι πεποίθηση μου ότι θα το πετύχουμε μέσα στο υπόλοιπο αυτής της δεκαετίας του 1980 να διαμορφώσουμε μια δυναμική ανταγωνιστική ελληνική βιομηχανία. Πρόκειται για ένα γιγαντιαίο έργο που έχουμε να επιτελέσουμε τα επόμενα πέντε χρόνια» (Α. Παπανδρέου, 1).
«Πρωταρχικός στόχος θα είναι η ανταγωνιστικότητα του παραγωγικού συστήματος... που θα αναβαθμίσει τη θέση της οικονομίας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας» (Κ. Σημίτης, 1).
«Αυτό που χρειάζεται να γίνει είναι να διεκδικήσουμε μέσα στα πλαίσια της ΕΟΚ το δικό μας μερτικό από το νέο καταμερισμό εργασίας». (Γ. Αρσένης, συνέντευξη τύπου 15/3/86).
Η καπιταλιστική συσσώρευση στην Ελλάδα, μετά από μια ραγδαία μεταπολεμική επέκταση έχει επιβραδυνθεί. Ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται σε κρίση. Οι όροι που εξασφάλισαν αυτήν την ταχύρυθμη επέκταση, αλλά και ο τρόπος ένταξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα (υπερανάπτυξη και διεθνοποίηση του εφοπλιστικού κεφαλαίου, σημαντική εξαγωγή εργατικής δύναμης, τουρισμός) δεν επιτρέπουν τη συνέχιση της.
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτάει η διαρκώς επιταχυνομένη ενσωμάτωση του ελληνικού κεφαλαίου στην παγκόσμια οικονομία: ένταξη στην ΕΟΚ, ανάπτυξη σημαντικών οικονομικών σχέσεων με άλλες χώρες μέσω των διακρατικών συμφωνιών (και της πολιτικής αντισταθμιστικών ωφελειών), εξαγωγές βιομηχανικού - παραγωγικού κεφαλαίου (διάφοροι βιομηχανικοί κλάδοι, κατασκευές, πολεμική βιομηχανία).
Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν να ενταθεί η πίεση του ανταγωνισμού πάνω στο ελληνικό κεφάλαιο, την τελευταία 5ετία. Η αδυναμία του να γίνει ανταγωνιστικό (που επιδεινώθηκε δευτερευόντως και από την ενίσχυση της εργατικής τάξης) οδήγησε στην οικονομική υποβάθμιση του στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, σε απώλεια θέσεων στην παγκόσμια αγορά και διατήρηση της «απόστασης» του ελληνικού καπιταλισμού από τις ηγεμονικές χώρες. Μάλιστα αυτή η τάση είναι αντίστροφη με την παράλληλη πολιτική αναβάθμιση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα που συντελέστηκε στην ίδια περίοδο: (π.χ. «6», ενίσχυση του ρόλου στα Βαλκάνια, στις αραβικές χώρες, διαφαινόμενη νέα συμμαχία με τις ΗΠΑ κ.λπ.)
Αυτή η ήδη μεγάλη πίεση πάνω στο ελληνικό κεφάλαιο, που καθιστά την αναδιάρθρωση της παραγωγής μια αναγκαιότητα για την «επιβίωση» του στην παγκόσμια αγορά, γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνη για τους εξής λόγους:
5.1. Στις περισσότερες (ανταγωνίστριες) αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες (π.χ. της ΕΟΚ) η αναδιάρθρωση της παραγωγής έχει προχωρήσει περισσότερο. «Το πρόβλημα που τίθεται σε μας ένα πρόβλημα που με ανησυχεί είναι ότι οι μεγάλες δυνάμεις στην ΕΟΚ σχεδιάζουν τώρα ένα νέο καταμερισμό εργασίας ανάμεσα τους, μα και στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο χώρο, με βάση την τεχνολογία του σήμερα και του αύριο. Σ' αυτόν τον σχεδιασμό της νέας κατανομής της εργασίας, εμείς δεν είμαστε παρόντες. Εάν αφήσουμε τα πράγματα να κυλήσουν έτσι όπως είναι, και δεν κάνουμε τίποτα εμείς, αυτός ο καταμερισμός της εργασίας, θα καταδικάσει αυτόν τον τόπο σε εθνικό μαρασμό, εθνική υποτέλεια, μείωση του βιοτικού επιπέδου και τρομακτική αύξηση της ανεργίας». (Γ. Αρσένης, συνέντευξη τύπου, ο.π.).
5.2. Η οργάνωση της εργασίας στην Ελλάδα, τόσο στην παραγωγή όσο και στις άλλες σφαίρες της οικονομίας (τράπεζες, εμπόριο, υπηρεσίες) υστερεί έναντι της αντίστοιχης των ηγεμονικών καπιταλιστικών χωρών. Για ιστορικούς λόγους, το κεφάλαιο στην Ελλάδα καθυστέρησε (τόσο χρονικά, όσο και σε έκταση) στην εισαγωγή νέων μορφών οργάνωσης και καταμερισμού της εργασίας που βασίζεται στην πληροφορική, την επέκταση της ταϋλορικής - φορντικής οργάνωσης της εργασίας, την ανάπτυξη σύγχρονης «διοίκησης επιχειρήσεων», την επιχειρησιακή έρευνα κ.λπ. σε μια εποχή που αυτά αναπτύσσονταν στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. (Ιωακείμογλου, 2).
Στη νέα συγκυρία η αναδιάταξη της οργάνωσης της εργασίας («το βάθεμα του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας») γίνεται επίσης όρος για την «επιβίωση» του. «Το ζητούμενο είναι λοιπόν μια νέα διάθεση του εργαζόμενου σε μια νέα βιομηχανική πειθαρχία, η οποία θα στηριχτεί σε διαδικασίες επιστημονικής οργάνωσης και συναινεσιακής ενσωμάτωσης» (Δουκάκης, 1986). Η αναζήτηση managers στο εξωτερικό (γιατί το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν «παράγει» τέτοιους), η ραγδαία διείσδυση της πληροφορικής τα τελευταία 3 χρόνια στην Ελλάδα που συνοδεύεται από μια καταπληκτική διάδοση της τεχνοκρατικής λατρείας των «νέων τεχνολογιών» (το άγχος «να προλάβουμε το τρένο της τεχνολογίας» Α. Παπανδρέου), συνιστούν εμπειρικές επαληθεύσεις αυτής της τάσης.
5.3. Νέες χώρες που έχουν αναδυθεί στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα (NICs), ανταγωνίζονται σκληρά τις ελληνικές εξαγωγές σε μια σειρά από βασικούς κλάδους (π.χ. κλωστοϋφαντουργικά, πλαστικά, κατασκευές, ναυτιλία κ.λπ.) με πιο ευνοϊκούς όρους.
5.4. Η δευτερεύουσα πλευρά της αστικής στρατηγικής (πέρα από την ένταξη στην ΕΟΚ), δηλαδή η ιμπεριαλιστική διείσδυση στις αραβικές - αφρικανικές χώρες, που άρχισε να υλοποιείται στις αρχές της δεκαετίας του '70 και στην οποία το ΠΑΣΟΚ στήριξε, για την περίοδο 1981-83, σημαντικές ελπίδες, μπήκε σε κρίση εξαιτίας της οικονομικής (και πολιτικής) κρίσης που πλήττει τον αραβικό κόσμο από το 1981. (Η επιταχυνόμενη από την πτώση της τιμής του πετρελαίου κρίση είχε σαν αποτέλεσμα να ανακοπεί η καπιταλιστική επέκταση, να σταματήσουν τα προγράμματα δημοσίων έργων, να μειωθούν οι εισαγωγές. Υπολογίζεται ότι η πρόσφατη μείωση της τιμής του πετρελαίου θα μειώσει κατά 150 εκατ. δολ. τις ελληνικές εξαγωγές στις αραβικές χώρες). Η διείσδυση αυτή ήταν πολύ προνομιακή για τον ελληνικό καπιταλισμό, όχι μόνο λόγω των γεωγραφικών πλεονεκτημάτων ή των ευμενών πολιτικών σχέσεων, αλλά γιατί προσιδίαζε στις ελληνικές ιδιομορφίες της μεταπολεμικής συσσώρευσης (π.χ. τεχνικές εταιρείες, βιομηχανίες κατασκευαστικών υλικών, ναυτιλία κ.λπ.). Ο επαναπροσανατολισμός της ελληνικής αστικής στρατηγικής (αν και φυσικά οι σχέσεις με τον αραβικό κόσμο εξακολουθούν να παραμένουν σημαντικές) που συνίσταται στη στροφή προς τις χώρες της ΕΟΚ, τις ΗΠΑ και τις αναπτυγμένες χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης (Σουηδία, Αυστρία κ.λπ.) επιτείνει και αυτός το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας.
5.5. Επίκειται η παραπέρα φιλελευθεροποίηση της εσωτερικής αγοράς στα πλαίσια της ΕΟΚ (το 1992), που «μας επιβάλλει την ανάγκη για υψηλή ανταγωνιστικότητα και αξιοποίηση όλων των περιθωρίων» (Α. Παπανδρέου), και η «απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων (το 1988).
Συνοπτικά μπορούμε να διατυπώσουμε εδώ ορισμένες θέσεις που κατά τη γνώμη μας πρέπει να αποτελέσουν την αφετηρία για την ουσιαστικότερη (και στατιστική) ανάλυση της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού:
Η κρίση τον ελληνικού καπιταλισμού έχει τον ίδιο χαρακτήρα με την κρίση των άλλων βιομηχανικών χωρών: είναι κρίση του τρόπον (κερδοφόρας) εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο, που εκφαίνεται σαν κρίση κερδοφορίας του κεφαλαίου, σαν κρίση υπερσυσσώρευσης. Όπως ο ίδιος ο Μαρξ είχε την ευκαιρία να τονίσει, η καπιταλιστική κρίση υπερπαραγωγής είναι η φάση στην οποία το κεφάλαιο γίνεται «ανίκανο να εκμεταλλεύεται την εργασία στο βαθμό εκείνο της εκμετάλλευσης που απαιτεί η "υγιής", "ομαλή" ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής, στο βαθμό εκείνο της εκμετάλλευσης, ο οποίος, μαζί με την αυξανόμενη μάζα του χρησιμοποιούμενου κεφαλαίου, αυξάνει τουλάχιστον τη μάζα του κέρδους και αποκλείει, επομένως, την πτώση του ποσοστού του κέρδους στον ίδιο βαθμό που αυξάνει το κεφάλαιο, ή έστω που αποκλείει την πτώση του κέρδους γρηγορότερα από την αύξηση του κεφαλαίου» (Το Κεφάλαιο τόμος 3, σελ. 323).
Η καπιταλιστική έξοδος από την κρίση προϋποθέτει επομένως την αναδιάρθρωση της παραγωγής, την εισαγωγή νέων τεχνικών, δηλαδή νέων τρόπων εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, που θα επιτρέψουν εκ νέου * την «ομαλή ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής». Η κρίση λειτουργεί έτσι και σαν «εκκαθαριστικός μηχανισμός» της καπιταλιστικής παραγωγής. Αποτελεί την προϋπόθεση για μια ανανεωμένη συσσώρευση μέσω της αναδιάρθρωσης του υπάρχοντος κεφαλαίου, που σημαίνει καταστροφή των «αδύνατων» κεφαλαίων ή και κλάδων (απαξίωση) και συγκεντροποίησή τους (μέσω χρεωκοπιών, πτωχεύσεων κλπ.), μαζική εισαγωγή νέων επιστημονικών και τεχνολογικών γνώσεων στην παραγωγή που σημαίνει υποκατάσταση εργασίας από λειτουργίες του συστήματος των μηχανών (αυτοματοποίηση). (Ben Fine, 1986).
Στην Ελλάδα, μετά το 1981, η πολιτική εξουσία επιχείρησε να προωθήσει και να επιταχύνει την καπιταλιστική αναδιάρθρωση της παραγωγής με βάση ένα σοσιαλδημοκρατικού τύπου «συμβόλαιο με το λαό» που κατοχύρωνε το βιοτικό επίπεδο και τις βασικές ελευθερίες των εργαζομένων και επιζητούσε έτσι την «αυτοπειθάρχηση» της εργατικής τάξης και τη συναίνεση της στην καπιταλιστική «εκλογίκευση» και ανάπτυξη. Η παράταση της οικονομικής κρίσης απ' τη μια και η ένταση του διεθνούς ανταγωνισμού από την άλλη, που οδήγησαν στην εγκατάλειψη του σοσιαλδημοκρατικού «συμβολαίου» και στην ολομέτωπη επίθεση ενάντια στους εργαζόμενους, αποκάλυψαν ταυτόχρονα και την (ευθύς εξαρχής) κύρια όψη της κυβερνητικής στρατηγικής: την καπιταλιστική αναδιάρθρωση της παραγωγής. Από τη σκοπιά λοιπόν των στρατηγικών στόχων της εξουσίας, αυτό που άλλαξε δεν είναι οι ίδιοι οι στόχοι (π.χ., εγκατάλειψη της «σοσιαλιστικής προοπτικής») αλλά τα «μέσα»: Τώρα η πολιτική εξουσία πιστεύει ότι η συντριβή της εργατικής τάξης είναι η προϋπόθεση για την καπιταλιστική αναδιάρθρωση. Γι αυτό και είναι πρόθυμη να ασκήσει αυτοκριτική σχετικά με το πρόσφατο παρελθόν της, την μέχρι τώρα (μη) ικανότητα της να αυξήσει και να ανανεώσει τους τρόπους εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. «Αλλού η οικονομική κρίση αξιοποιήθηκε για να πραγματοποιηθεί η αναδιάρθρωση και ο επαναπροσδιορισμός της οικονομικής δομής.
Αυτό συνοδεύεται από μια ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη που οδηγεί σε ριζικές αλλαγές στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας.
Στη δική μας χώρα, αυτή η αναδιάρθρωση έχει καθυστερήσει επικίνδυνα με αποτέλεσμα τα χρονικά περιθώρια διαρκώς να στενεύουν.
Δεν είναι ώρα να επιμεριστούν οι ευθύνες για την καθυστέρηση αυτή. Όμως όσο αφορά εμάς, σήμερα, η ιστορία που θα μας κρίνει θα είναι ιδιαίτερα αυστηρή εάν δεν ανταποκριθούμε στο ύψος της εθνικής ανάγκης για ανάπτυξη». (Ομιλία Παπανδρέου στο ΕΒΕΑ, 11 3 86, Κέρδος).
6. Το «δικαίωμα» του κεφαλαίου: προϋπόθεση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης
Για να καταστεί λοιπόν δυνατή η αναδιάρθρωση της παραγωγής, κατά συνέπεια να πραγματοποιηθεί η καπιταλιστική έξοδος από την κρίση είναι αναγκαία είτε η πειθάρχηση είτε η συντριβή της εργατικής τάξης. Και αυτό γιατί: «Ο βασικός παράγοντας είναι να διασφαλίσει το κεφάλαιο μια τέτοια ηγεμονία πάνω στην παραγωγική και εργασιακή διαδικασία που να κάνει δυνατή την αναδιάρθρωση ολόκληρης της παραγωγής, να αποκαθιστά τους ρυθμούς συσσώρευσης, να αυξάνει το ποσοστό κέρδους ολόκληρης της καπιταλιστικής οικονομίας» (Η. Ιωακείμογλου, Γ. Μηλιός, Θέσεις 14).
Το κεφάλαιο διεκδικεί την πλήρη αναγνώριση σ' αυτό, του «δικαιώματος» να ελέγχει - διευθύνει - οργανώνει την άμεση διαδικασία παραγωγής, την εκμηδένιση κάθε αμφισβήτησης του διευθυντικού δικαιώματος από την εργατική τάξη που εκφράζεται είτε με λανθάνουσες είτε με ανοιχτές μορφές (Βλ. και Ιωακείμογλου, 3)
Η πολιτική της πρώτης τετραετίας, χωρίς να αφαιρεί την πραγματική εξουσία από τους καπιταλιστές, τους φοβίζει. Το «επιχειρηματικό κλίμα» εξηγεί σε ένα βαθμό βέβαια (όχι αποκλειστικά) την επενδυτική αποχή.
Το κεφάλαιο λοιπόν ζητάει το «δικαίωμα» του: «... αφήσαμε, σαν έθνος, τη λαϊκή δυσπιστία προς τους επιχειρηματίες να μετατραπεί σε κρατική πολιτική δυσμένειας ή και αδιαφορίας προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις (...) Νομίσαμε ότι κάθε πλήγμα που καταφέραμε στην ιδιωτική επιχείρηση ήταν πράξη κοινωνικής δικαιοσύνης, ενώ απεδείχθη αντίθετα πράξη κοινωνικής αδικίας, γιατί μείωσε τη δύναμη του έθνους να παράγει πλούτο και αύξησε την ανεργία. Νομίσαμε ότι μπορούμε να έχουμε επιτυχημένες επιχειρήσεις χωρίς τους ανεπιθύμητους επιχειρηματίες, ενώ κατά βάθος ξέραμε ότι μ' αυτό τον τρόπο θα αποκτούσαμε κι άλλους γραφειοκρατικούς οργανισμούς. Σπείραμε μέσα στις επιχειρήσεις ένα κλίμα αντιπαράθεσης, και τώρα αντιλαμβανόμαστε ότι μόνο με την ομόνοια μεταξύ επιχειρηματιών και εργατοϋπαλλήλων μπορούμε ν' αντιμετωπίσουμε το συναγωνισμό των ξένων (...). Το κύριο αίτιο της σημερινής μας αβελτηρίας είναι ότι δεν υπάρχει ο αμοιβαίος σεβασμός και η αμοιβαία εμπιστοσύνη, πάνω στην οποία στηρίζεται κάθε ειλικρινής συνεργασία». Ομιλία του Κ. Πετρόπουλου, μέλους του ΔΣ του ΣΕΒ, Δελτίο 475, Νοεμβρίου 1985).
Αυτήν την πειθάρχηση της εργατικής τάξης και τη συνολική εξασφάλιση στο κεφάλαιο της ηγεμονίας στο «παραγωγικό σύστημα» ήταν λοιπόν που δεν στάθηκε δυνατό να εξασφαλίσει η πολιτική του «σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου» της πρώτης τετραετίας.
Η «εναλλακτική» στρατηγική που αντικατέστησε το σοσιαλδημοκρατικό "συμβόλαιο", δηλ. ο μονεταρισμός, δεν εμφανίστηκε βέβαια ξαφνικά στις 14 Οκτωβρίου. Προϋπήρχε συγκροτημένη, είτε σαν πολιτικό πρόγραμμα (ΝΔ), είτε σαν συνεχείς πιέσεις των φορέων του κεφαλαίου, είτε σαν «εναλλακτικές προτάσεις» στα πλαίσια του κυβερνώντος κόμματος, πάντοτε όμως υποταγμένη στις προτεραιότητες του «σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου».
Η έκθεση της οικονομικής πολιτικής, του τελευταίου εξαμήνου, που επιχειρήσαμε παραπάνω, αλλά και το κλίμα που χαρακτηρίζει τις συζητήσεις των κυβερνητικών αρμοδίων με τις «παραγωγικές τάξεις», τα πρόσθετα μέτρα «τόνωσης» της παραγωγής κ.λπ. τεκμηριώνουν την εκτίμηση ότι απώτερος σκοπός όλης της εκστρατείας που έχει αρχίσει, και δεν μπορεί να ανακοπεί, είναι η ιστορική ήττα της εργατικής τάξης: Η αφαίρεση των κατακτήσεων της μεταπολιτευτικής περιόδου. Πρόκειται ασφαλώς για μια μακρόχρονη και πολυσύνθετη διαδικασία που η κρατική παρέμβαση ουδέποτε μπορεί «βουλησιαρχικά» να καθοδηγήσει. Η συνολική έκβαση της ταξικής πάλης είναι ακριβώς ο παράγοντας που θα κρίνει την επιτυχία (ή * αποτυχία) αυτής της επίθεσης και όχι τα όποια μέτρα «σταθεροποίησης» ή «ανάκαμψης». Η διαφορά με το παρελθόν είναι ότι τώρα η προοπτική της συντριβής της εργατικής τάξης έχει σαν βασικό μοχλό και την κυβερνητική (οικονομική) πολιτική.
7. Η ανεργία: μοχλός για την καπιταλιστική αναδιάρθρωση
1. «Η πρώτη και άμεση επίπτωση από την εφαρμογή της φιλελεύθερης πολιτικής θα είναι η σημαντική αύξηση της ανεργίας» (Κωστής Βαίτσος, αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Οικονομίας, ΤΟ ΒΗΜΑ, 5 Μαίου 1985).
2. «Πέρα απ' αυτό όμως, η ανεργία είναι πια πραγματικότητα και στη χώρα μας και η αντιμετώπιση της ανήκει στις πρώτες προτεραιότητες της κυβέρνησης» (Κώστας Σημίτης, 1).
3. «Μια όμως κι αναφερόμαστε στην Ελλάδα δεν μπορώ να μην εκφράσω μια ανησυχία γύρω από το νομοθετικό πλέγμα που προστατεύει ορισμένες κατά τη γνώμη μου αντιπαραγωγικές ρυθμίσεις (...) Στο εξωτερικό όπως ξέρετε επιτρέπονται παντού οι απολύσεις με καθαρά οικονομικά και ελεγχόμενα (sic! ! !, Γ.Μ) κριτήρια. Εδώ επιτρέπεται κανείς να απολύσει ένα 2% το μήνα, όποιον θέλει χωρίς όμως κριτήρια. Και τα δύο αυτά είναι λάθος. Αυτές δεν είναι οι απολύσεις οι απαραίτητες για την υγεία της βιομηχανίας... Βέβαια στην Ελλάδα επειδή η ανεργία είναι σχετικά πρόσφατο φαινόμενο ο άνεργος δεν έχει τρόπο να ζει. Η ουσία όμως βρίσκεται στο να πάνε καλά οι βιομηχανίες που δεν μπορούν να ζήσουν πολύ καιρό με ζημιά. Γιατί τότε ή θα κλείσουν ή θα γίνουν προβληματικές. Ασφαλώς δεν έχω αντίρρηση ότι κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε ειδική νομική προετοιμασία ώστε οι απολύσεις να γίνονται με αυστηρότερα κριτήρια κοινωνικά και νομικά. (Άρης Συμεώνογλου, πρόεδρος των ευρωπαίων αλευροβιομηχάνων, Κέρδος 12 Ιανουαρίου 1986). Κανείς κυβερνητικός αρμόδιος δεν αναφέρεται πια στο κεϋνσιανό ιδεολόγημα της «πλήρους απασχόλησης». Αντίθετα, η ανεργία είναι πλέον «ένα γεγονός».
Ακόμη πιο ξεδιάντροπα, διάφοροι κονδυλοφόροι απολογητές (όπως ο κ. Οικονόμου καθηγητής στο Παν. Αθήνας, οικονομικός σύμβουλος των τ. πρωθυπουργών Κ. Καραμανλή και Γ. Ράλλη) αναλαμβάνουν να εξωραΐσουν την αστική στρατηγική περιβάλλοντας την με τα δήθεν «ουδέτερα» καθαρά «οικονομικά» κριτήρια τους:,«Με δύο τρόπους μπορεί να αυξηθεί η παραγωγικότητα:. .. Δεύτερο με την παραγωγή ενός δεδομένου (στάσιμου) προϊόντος, αλλά με μείωση της απασχόλησης» (!) (Ελευθεροτυπία 3 Δεκεμβρίου 1985).
Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί έχει τόση σημασία και επιδιώκεται η αύξηση της ανεργίας, που ήδη έχει ξεπεράσει το 10%: «Η ανεργία είναι το κυριότερο όπλο της αστικής τάξης στην πάλη που διεξάγει για την επιβολή των καπιταλιστικών όρων εφαρμογής των νέων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων στην παραγωγή. Σπάει την ενότητα της εργατικής τάξης, εξουδετερώνει τις αντιστάσεις της, μειώνει τις δυνατότητες της οργανωμένης παρέμβασης της τόσο στο χώρο της παραγωγής όσο και στην πολιτική σκηνή, μετατρέπει το συσχετισμό δυνάμεων όλο και πιο πολύ υπέρ της αστικής τάξης» (Η. Ιωακείμογλου, 2).
Στην περίοδο που ανοίγεται, η μεγάλη αύξηση της ανεργίας πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Όσα αναφέραμε πριν: τόσο η «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας, όσο και η νέα πολιτική για τις προβληματικές επιχειρήσεις, που υιοθετεί η κυβέρνηση θα έχουν άμεσες επιπτώσεις.
Η αύξηση της εκμετάλλευσης με την πτώση των μισθών που θα παράγει η πίεση του διογκούμενου εφεδρικού στρατού στην αγορά εργασίας, όσο και η διάλυση της εργατικής αντίστασης, σαν όρος για να πραγματοποιηθεί η αναδιάρθρωση της παραγωγής, προσλαμβάνει στρατηγικό χαρακτήρα τόσο για την αστική όσο και για την εργατική τάξη.
Αν για το κεφάλαιο ο άμεσος στόχος είναι η αύξηση της ανεργίας, για την εργατική τάξη είναι η εξαφάνιση της. Είναι η ανάγκη να αντικρουστεί η επιχείρηση διάσπασης της εργατικής τάξης, σε ενεργούς ανέργους με την πάλη σήμερα για 35 ώρες δουλειάς χωρίς μείωση των μισθών.
8. «Αναζωογόνηση του εργοδοτικού συνδικαλισμού»: η πολιτική ανασύνταξη των μερίδων του κεφαλαίου
«Ο πρώτος στην τάξη του βιομηχανικού συνδικαλισμού, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών κ. Θόδωρος Παπαλεξόπουλος, θεωρεί ότι εκείνο που προέχει είναι να "νοικοκυρευτεί" ακόμη καλύτερα η διάρθρωση του συνδικαλισμού στην βιομηχανία (...) ο επιθετικός στόχος της στρατηγικής Παπαλεξόπουλου (επιδιώκει) στην συγκέντρωση όλων των δυνάμεων της βιομηχανίας κάτω από τη "Στέγη της Βιομηχανίας" της οδού Ξενοφώντος (Σ.Σ. τα γραφεία του ΣΕΒ) (...) Αλλά για να επιτύχει η εκστρατεία συγκεντρώσεως και όσων επιχειρήσεων δεν είναι μέλη, πρέπει η αποτελεσματικότητα των βιομηχάνων συνδικαλιστών να αυξηθεί (...). "Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει όταν αφήνουμε "πόρτες ανοιχτές" για κριτική και προσχωρήσεις ατόμων και ιδεών ξένων προς εκείνες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας"» έχει παρατηρήσει με θλίψη ο κ. θ. Παπαλεξόπουλος (...) (ΤΟ ΒΗΜΑ 19/1/86).
Το πρώτο πανεμπορικό συνέδριο που στοχεύει στη δημιουργία της «Ένωσης Ελληνικών Εμπορικών Επιχειρήσεων» συγκαλείται τον Μάιο στην Ξάνθη. «Για την αναβάθμιση του εργοδοτικού συνδικαλισμού κρίνεται επιβεβλημένη η συνένωση όλων των δυνάμεων του κλάδου, κάτω από ένα συλλογικό όργανο που θα μπορεί να ανταποκριθεί στις αναγκαιότητες των καιρών». (Το ΒΗΜΑ 19/1/86).
Η κινητοποίηση και ανασύνταξη όλων των μερίδων τον κεφαλαίου (βιομήχανοι, έμποροι, τραπεζίτες, εφοπλιστές) είναι απαραίτητη στη νέα φάση που διανύουμε.
Παράλληλα με την πολιτική ενοποίηση με βάση τον κοινό στόχο, την καπιταλιστική αναδιάρθρωση, το κεφάλαιο προσπαθεί να οργανώσει τις κοινωνικές τον συμμαχίες με τα μικροαστικά στρώματα, μέσα από το Εθνικό Συμβούλιο Ιδιωτικής Πρωτοβουλίας (ΕΣΙΠ), πολιτικό όργανο ουσιαστικά αυτής της συμμαχίας, «αντίβαρο στο ΕΣΑΠ στο χώρο του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα».
Αντιγράφοντας το γαλλικό πρότυπο, το κεφάλαιο φιλοδοξεί να ηγηθεί ι μιας ταξικής συμμαχίας που «να καλύψει συνδικαλιστικά ολόκληρο το φάσμα των παραγωγικών τάξεων και των μικρομεσαίων στο όνομα της ατομικής ιδιοκτησίας και της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας».
Έτσι στο πρώτο συνέδριο του ΕΣΙΠ που διεξάγεται στις 56 Απριλίου, καλούνται να συμμετάσχουν όλοι οι «επιχειρηματίες» από τον ιδιοκτήτη περιπτέρου, ως το βιομήχανο (Κέρδος 15/3/86).
9. Η ιδεολογική πλευρά της επίθεσης
Η επίθεση του κεφαλαίου, τα βασικά στοιχεία της οποίας προσπαθήσαμε να εκθέσουμε σ' αυτό το άρθρο, θα αποτελεί το κομβικό ζήτημα της ταξικής πάλης στην Ελλάδα μακροπρόθεσμα (στα επόμενα 5-10 χρόνια).
Ακριβώς επειδή η αστική στρατηγική στοχεύει σε συνολικές και μεγάλες αλλαγές, ουσιαστικά στην ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία που επιτεύχθηκε μεταπολεμικά: ιστορική ήττα της εργατικής τάξης, αναδιάρθρωση της παραγωγής, αναβάθμιση στην παγκόσμια αλυσίδα, μετασχηματισμός του κράτους· επειδή λοιπόν πρόκειται για αλλαγές που αναμφίβολα όξυναν (και θα οξύνουν) την ταξική πάλη, η ιδεολογική πλευρά αυτής της εκστρατείας δηλαδή η εξασφάλιση της συναίνεσης των λαϊκών τάξεων, η συντριπτική ηγεμόνευση τους από την κυρίαρχη σημερινή αστική ιδεολογία και ο παροπλισμός τους, αποκτούν καθοριστική σημασία.
Σ' όλες τις αναπτυγμένες ηγεμονικές καπιταλιστικές χώρες όπου η ιδεολογική προετοιμασία άρχισε από τη δεκαετία του '70, τα «θετικά» αποτελέσματα για την αστική στρατηγική είναι εμφανή. Ο συντηρητισμός των μαζών, η παθητικοποίησή τους και η εξατομίκευση, κατά κανόνα, έχουν εμπεδωθεί. Οι σύγχρονες μορφές της αστικής ιδεολογίας που αντιστοιχούν σ' αυτά είναι γνωστές: νεοφιλελευθερισμός, αναβίωση του αντικομμουνισμού, ρατσισμός, αυταρχισμός, κ.λπ.
Στην Ελλάδα, αν και οι ιδεολογίες αυτές είναι ήδη μια πραγματικότητα (και δυστυχώς όχι σπερματική), εντούτοις ο συντηρητισμός των μαζών έχει προχωρήσει λιγότερο. Αυτό αποδείχθηκε και στις τελευταίες εκλογές, αν όχι από οτιδήποτε άλλο, τουλάχιστον από την ίδια τη συμμετοχή και κινητοποίηση των μαζών στην κοινοβουλευτική διαδικασία, φαινόμενο πρωτοφανές αν το συγκρίνει κανείς π.χ. με την κατάσταση της Γαλλίας και τις πρόσφατες εκλογές. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι στις εκλογές του Ιουνίου οι λαϊκές τάξεις υπερψήφισαν το ΠΑΣΟΚ, ακριβώς στο όνομα της απόκρουσης της «επίθεσης του κεφαλαίου» που αποκλειστικός εκφραστής της θεωρήθηκε η Ν. Δημοκρατία.
Έξι μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο, η κυβερνητική στροφή στην οικονομική πολιτική αναγγέλλει την ανάληψη αυτής της στρατηγικής από το ΠΑΣΟΚ.
Το πολιτικό και ιδεολογικό κλίμα όμως στην Ελλάδα, αποτελεί σαφώς εξαίρεση από ό,τι επικρατεί σήμερα στην υπόλοιπη Ευρώπη. Σ' ένα μεγάλο βαθμό οφείλεται σε ιστορικούς λόγους (δικτατορία, μεταπολίτευση). Η «απόσταση» λοιπόν που πρέπει να καλυφθεί είναι μεγάλη. Οι λαϊκές μάζες δεν δείχνουν διατεθειμένες να συρθούν αμαχητί στη νέα «ανάπτυξη». Το μεγάλο απεργιακό κίνημα που συνεχίζεται αμείωτο και οι εξελίξεις στο συνδικαλιστικό κίνημα, παρά το γεγονός ότι μέχρι τώρα παραμένουν αναποτελεσματικές, είναι εντούτοις αποδεικτικό στοιχείο για τη διάθεση αντίστασης που εκδηλώνεται σ' όλους τους χώρους των εργαζομένων.
Στην κάμψη αυτής της αντίστασης, στην εξασφάλιση της πειθάρχησης της εργατικής τάξης στοχεύει λοιπόν η ιδεολογική εκστρατεία που παρατηρούμε καθημερινά να ξετυλίγεται μέσα από όλους τους ιδεολογικούς μηχανισμούς (τύπος, κόμματα, τηλεόραση κ.λπ.). Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στην εκατοντασέλιδη έκθεση του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα που μνημονεύσαμε πριν, η «κινητοποίηση της κοινής γνώμης για την οικονομική κατάσταση» θεωρείται όρος εκ των ων ουκ άνευ. «Οι πιθανότητες επιτυχίας θα αυξάνονταν» λεει ο ΟΟΣΑ «αν υπήρχε καλύτερη κατανόηση από το κοινό ότι το κοινωνικό σύνολο δεν μπορεί να συνεχίζει να ζει πέρα από τις δυνατότητες του και να αποκτήσει παράλληλα τη βούληση για αποδοχή των απαιτούμενων θυσιών» (οπ).
Η ιδεολογική νομιμοποίηση του καπιταλιστικού κέρδους και η αναβάπτιση της αίγλης της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» δηλαδή του διευθυντικού δικαιώματος των καπιταλιστών, είναι ο πρωταρχικός στόχος για την υλοποίηση του οποίου έχουν επιστρατευτεί λογής - λογής ιδεολόγοι, «επιστήμονες», «τεχνοκράτες», «ειδικοί», «οικονομολόγοι», κ.ά. «Η πραγματοποίηση κερδών δρα ως κινητήρια δύναμη της αναπτύξεως. Όταν λειτουργούν οι κανόνες ανταγωνισμού, το κέρδος στην βιομηχανία είναι συνώνυμο με τη συσσώρευση και όχι με την κατανάλωση, όπως λανθασμένα έχει οδηγηθεί να πιστεύει η κοινή γνώμη (...)
Πρώτη λοιπόν και απαραίτητη προϋπόθεση για την επενδυτική ανάκαμψη η αλλαγή αυτής της πολιτικής, η υιοθέτηση μιας νέας αναπτυξιακής νοοτροπίας και στάσεως απέναντι στην επιχείρηση και τον ιδιώτη επενδυτή. Ας συνειδητοποιηθεί επιτέλους ότι κέρδος θα πει επένδυση και ότι δεν μπορούμε να επιζητούμε τη δεύτερη, αρνούμενοι το πρώτο». (Δελτίο ΣΕΒ, 475, Νοέμβριος 1985, «Οι ιδιωτικές επενδύσεις προϋπόθεση για την ανάπτυξη»).
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και το ΚΚΕ αισθάνεται υποχρεωμένο για πρώτη φορά να υιοθετήσει ανοιχτά το αίτημα των φορέων του κεφαλαίου. Έτσι ο Χαρ. Φλωράκης σε συνέντευξη του στο περιοδικό Ισοζύγιο (τ. 2, Φεβρουάριος 1986) θα δηλώσει: «Στα πλαίσια της πραγματικής αλλαγής είμαστε κατά της ασυδοσίας και των προνομιών αλλά είμαστε υπέρ της πρωτοβουλίας των επιχειρήσεων, πάνω σε παραγωγικούς αναπτυξιακούς στόχους. Είμαστε κατά της ρεμούλας».
Οι εργαζόμενοι πρέπει να πειστούν για αυτό πρώτα απ' όλα στο ίδιο το εργοστάσιο, στα πλαίσια της «σύσφιξης σχέσεων της επιχείρησης με το προσωπικό». Διάφορες μέθοδοι χρησιμοποιούνται προς τούτο όλο και πλατύτερα από τις επιχειρήσεις: φιλικές συζητήσεις, σεμινάρια επιμόρφωσης και μάλιστα σε κοσμοπολίτικο περιβάλλον, συμμετοχή στα όργανα των επιχειρήσεων, γιορτές κοινωνικής φροντίδας, διενέργεια εκδρομών, κρουαζιέρων, καλλιστείων, χριστουγεννιάτικων εορτών, απονομή επάθλων, μοίρασμα προπαγανδιστικών εγχειριδίων, κ.λπ. (Νίκος Κωνσταντίνου).
Αλλά και συνολικά η κοινωνία πρέπει να αποδεχθεί τα ιδεολογήματα της «εθνικής οικονομίας», «εθνικής ομοψυχίας"», του «ισοζυγίου πληρωμών», της «ανταγωνιστικότητας», της «παραγωγικότητας» κ.λπ. να γίνει παραδεκτό ότι χρειάζεται «εθνική σταυροφορία» (ομιλία Α. Παπανδρέου στην ΔΕΘ, 30 9 85) και, «εθνικός διάλογος» για την οικονομική πολιτική.
10. Η αναγκαιότητα ανασύνταξης της Αριστεράς απέναντι στην επίθεση
Αυτό το τελευταίο, «ο εθνικός διάλογος», η πρόταση που απηύθυνε δηλαδή πρόσφατα το ΠΑΣΟΚ προς τα άλλα κόμματα, είναι αποκαλυπτικό για τους κλυδωνισμούς που προκαλεί στο πολιτικό σύστημα, η κυρίαρχη σήμερα αστική στρατηγική διεξόδου από την οικονομική κρίση. Η σύγκλιση των πολιτικών κομμάτων, η αποδοχή, από κοινού, αυτής της στρατηγικής σαν της «μόνης λύσης» γίνεται επίκαιρη γιατί κανένα υπάρχον πολιτικό κόμμα δεν φαίνεται ικανό να στηρίξει «αυτοδύναμα» μια προοπτική τέτοιου κοινωνικού και πολιτικού βάρους.
Αν και είμαστε ακόμη στην αρχή, δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι τα διάφορα σενάρια για το μέλλον της πολιτικής σκηνής που βρίσκεται σε διαδικασία ριζικής αναδιοργάνωσης έχουν σαν υπόβαθρο την καπιταλιστική επίθεση και στόχο τη νικηφόρα έκβαση της.
Για τη συγκρότηση λοιπόν ενός νέον μπλοκ αριστερών δυνάμεων, η απόκρουση της επίθεσης του κεφαλαίου αποκτά θεμελιακή σημασία. Είναι μια αρχιακή θέση, ικανή α) να το οριοθετήσει κάθετα από τις σημερινές πολιτικές δυνάμεις, β) να μεταθέσει το πεδίο της συζήτησης που διεξάγεται σήμερα για την Αριστερά στα επίσημα κόμματα (ΚΚΕεσ., ΚΚΕ) από τις πλάνες (π.χ. το «δίλημμα» αναβάθμιση ή μετεξέλιξη) και τα ιδεολογικά αναμασήματα της «πραγματικής Αλλαγής» στο έδαφος των αυθεντικών, υπαρκτών, σημερινών κοινωνικών αντιθέσεων (δηλαδή την καπιταλιστική αναδιάρθρωση και τις συνέπειες της).
Είναι αναγκαιότητα τόσο η συνειδητοποίηση και εξήγηση της νέας περιόδου που ανοίγεται, όσο και η έκθεση των συνεπειών που θα έχει για την εργατική τάξη (και το λαϊκό κίνημα γενικότερα) η ιστορική της ήττα.
Αυτό όμως θέτει επί τάπητος τη συζήτηση για τη στρατηγική του αριστερού και εργατικού κινήματος, και ιδιαίτερα τον εργατικό έλεγχο.
Τον ταξικό αγώνα δηλαδή της εργατικής τάξης που αμφισβητεί την κυριαρχία του κεφαλαίου στην παραγωγική διαδικασία, αποσπώντας συνεχώς εξουσίες από αυτό, διαπαιδαγωγεί ταυτόχρονα το εργατικό κίνημα στην ανάληψη της οργάνωσης - διεύθυνσης της παραγωγής αλλά και στην αμφισβήτηση της αστικής κυριαρχίας συνολικά. (Βλέπε αναλυτικά για αυτό Α. Ταρπάγκος 1,2).
Αυτή η συζήτηση έχει ήδη τεθεί στο εργατικό κίνημα αφού με τη μια ή την άλλη μορφή (καταλήψεις εργοστασίων για να μην κλείσουν, απαίτηση για διαχειριστικό έλεγχο στις προβληματικές, προτάσεις για κρατικοποίηση κ.ά.) η εργατική τάξη επιβάλλει ορισμένες σπερματικές μορφές εργατικού ελέγχου.
Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα οδηγείται αυθόρμητα από την ίδια του τη σημερινή δράση στην αμφισβήτηση των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας, χωρίς όμως να συνειδητοποιεί τα ιστορικά καθήκοντα που κάτι τέτοιο συνεπάγεται, εγκλωβισμένο από τις αστικές λογικές (για την καπιταλιστική ανάπτυξη) που σήμερα ηγεμονεύουν μέσα σ' αυτό. Η ανασύνταξη της Αριστεράς, η διατύπωση μιας επαναστατικής αριστερής στρατηγικής δεν μπορεί παρά να έχει σαν βασικό κοινωνικό υπόβαθρο αυτό το εργατικό κίνημα, την εργατική αντίσταση ενάντια στη στρατηγική της καπιταλιστικής εξόδου από την κρίση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αποφάσεις ΑΣΟΠ 14/10/85.
Αποφάσεις ΚΥΣΥΜ 11/10/86, 14/10/85.
Αρσένης Γ., συνέντευξη τύπου 15/3/86, Ελευθεροτυπία.
Βαίτσος Κ., «Νεοφιλευθερισμός, μια παλιά συνταγή με καινούργιο ένδυμα», ΤΟ ΒΗΜΑ, 5 Μαΐου 1985.
Δελτίο ΣΕΒ, τεύχη 474, 475, 476, 477.
Δουκάκης ΥΛ., «Οι εργασιακές σχέσεις και ο τύπος μισθωτής σχέσης στη διάρκεια της μεταπολεμικής εκοιομηχάνισης και της κρίσης», Επιθεώρηση ΕΚΚΕ 59, 1986.
Έκθεση ΟΟΣΑ για την Ελλάδα, 6/2/86, εφ. Κέρδος.
Επιλογή (περιοδικό).
Εφραίμογλον Λ., ομιλία στο Propeller Club,24/l/86, Κέρδος.
Ιωακείμογλου Η., 1. «Ο μύθος της παραγωγικότητας», Σχολιαστής, τ. 13, 2.α «Ανεργία και καπιταλιστική αναδιάρθρωση», 6. «Η διαχείριση της ανεργίας και οι νέοι», Κριτική 9/10/1984, 3. «Από το κεϋνσιανό "όνειρο" στο φιλελεύθερο "ρεαλισμό"», Σχολιαστής, τ. 32.
Ιωακείμογλου Η. - Μηλιός Γ., «Κρίση και λιτότητα. (Η ανάκληση του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου)», θέσεις 14 (1986).
Κέρδος, εφημερίδα.
Κωνσταντίνου Νίκος, «Νέες μορφές και μέθοδες εκμετάλλευσης στην Ελλάδα», ΚΟΜΕΠ, 21 86.
Μαρξ Κ., Το Κεφάλαιο, τόμος 3, εκδ. Σ. Εποχή.
Οικονόμου Γ., «Μείωση της απασχόλησης για συγκράτηση του πληθωρισμού», Ελευθεροτυπία 3/12/85.
Παπανδρέου Α.,\. Εισήγηση στην 1η Ειδική Σύνοδο της ΚΕ του ΠΑΣΟΚ για την οικονομική πολιτική και ανάπτυξη, περιοδικό Σοσιαλιστική θεωρία και πράξη (ΣΘΠ), 1 86, 2. Ομιλία Ιστό ΕΒΕΑ 11/3/86, 3. Πρόταση για εθνικό διάλογο 15/3/86, 4. Ομιλία στην ΔΕΘ 30 /9/85.
Παπανδρέου Β., «Το αναπτυξιακό πρόγραμμα για την βιομηχανία - οιοτεχνία», εισήγηση οτην 1η Ειδική Σύνοδο, περ. ΣΘΠ, 1 86.
ΠΑΣΟΚ, 1η Ειδική Σύνοδος της ΚΕ του ΠΑΣΟΚ για την οικονομική πολιτική και την ανάπτυξη.
Πετρόπουλου Κ., Ομιλία στην ετήσια συνέλευση της Ομοσπονδίας Εργοδοτών και Βιομηχάνων Κύπρου, Δελτίο ΣΕΒ, 475.
Πρακτικά Βουλής, Συζήτηση για την πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου 35/2/86.
ΣΕΒ, «Μανιφέστο» στο ΕΣΑΠ, 7/3/86, εφημερίδα Κέρδος.
Σημίτης Κ., l. «Κατευθύνσεις αναπτυξιακής πολιτικής», εισήγηση στην 1η Ειδική Σύνοδο, της ΚΕ του ΠΑΣΟΚ οπ., 2. Δηλώσεις για την έκθεση ΟΟΣΑ, Ελευθεροτυπία 12/2/86.
Σμαiλης Λ., «Εξετάζεται το ενδεχόμενο της αποδοχής της ελαστικότητας στην αγορά εργασίας», Κέρδος, 26/1/86.
Σοσιαλιστική Αλλαγή, εφημερίδα, 26/2/86, «Έκλεισε η ΕΘΥΛ».
Σοσιαλιστική θεωρία και πράξη, 1/86, αφιέρωμα στην οικονομική πολιτική.,
Συμεώνογλου Α., πρόεδρος ευρωπαίων αλευροβιομηχάνων, συνέντευξη στο Κέρδος, 12/1/86.
Ταρπάγκος Α., 1. «Το αριστερό κίνημα απέναντι στην εργατική συμμετοχή», Θέσεις 5. 2. «Εργατικό κίνημα και "αριστερή πολιτική ενότητα": προοπτικές και όρια», θέσεις Θ14.
Ben Fine, (1985). Οικονομική θεωρία και ιδεολογία, κεφ 4, «Παγκόσμια οικονομική Χρίση και πληθωρισμός», εκδ. Κάλβος.
Φλωράκης Χ., «Δεν θέλουμε το κλείσιμο των ιδιωτικών επιχειρήσεων», συνέντευξη στο περιοδικό Ισοζύγιο, τεύχος 2, Φεβρουάριος 1986.