Η έννοια του οικονομικού νόμου στο «Κεφάλαιο»
του Louis Althusser
Μετάφραση: Χρ. Θεοχαράς

Οι εκδόσεις της σειράς θεωρία έχουν συνηθίσει τους αναγνώστες τους (από το Να διαβάζουμε «το Κεφάλαιο», το 1965, μέχρι τις Πέντε μελέτες του Ιστορικού Υλισμού, το 1974) σ' ένα ορισμένο τρόπο προσέγγισης του Κεφαλαίου. Ακριβώς γι' αυτό κρίναμε ενδιαφέρουσα την παρουσίαση του βιβλίου ενός ερευνητή, του G. Dumenil που ακολούθησε, μόνος, ένα πολύ διαφορετικό δρόμο στην ερευνά του.

Μπορούμε λοιπόν να ελπίζουμε σε μια αντιπαράθεση και σε υποθέσεις γόνιμες, σε μια περίοδο όπου η ιστορική και θεωρητική αναδρομή καθιστά δυνατή την επανεξέταση του προφανούς ορισμένων διατυπώσεων του Κεφαλαίου, για να ανακατανεμηθεί έτσι το περιεχόμενο και οι εσωτερικές του συσχετίσεις.

Παραδόξως, το βιβλίο του Dumenil, ενώ θέτει σαν στόχο να αξιολογήσει το Κεφάλαιο με βάση τη δική του ιδιαίτερη λογική και «να μην διαβάσει σ' αυτό τίποτα περισσότερο απ' ό,τι γράφεται εκεί», να μην υπερβεί δηλ. ποτέ τα όρια του θεωρητικού του πεδίου, μπορεί να συνεισφέρει σε μια τέτοια υπόθεση.

Δεν θα είχα την πρόθεση να παρουσιάσω ένα τέτοιο έργο που, και πλήρως αυτοδύναμο είναι, και όλους τους τίτλους αυστηρότητας και σαφήνειας δικαιούται. Βέβαια, ένα έργο που διατρέχει το Κεφάλαιο «προς όλες τις κατευθύνσεις» που, διαχωρίζει και συλλέγει χωρία από διαφορετικούς τόμους και κεφάλαια, περνώντας επανειλημμένα, αλλά από διαφορετικές οπτικές γωνίες, πάνω από τα ίδια προβλήματα, πιθανόν να αιφνιδιάζει με το απροσδόκητο της μεθοδολογίας του. Ακόμα όμως κι έτσι, εισάγει γρήγορα τον αναγνώστη στη λεπτολόγο, υπομονετική και παθιασμένη επιχειρηματολογία του που συγκροτείται «βήμα - βήμα», για να υπηρετήσει ένα ερευνητικό σχέδιο του οποίου ο συγγραφέας δεν αποκρύβει ούτε την φιλοδοξία ούτε τη σημασία: την ανακάλυψη της λογικής της μαρξικής σκέψης.

Πράγματι ο Dumenil δεν επαναλαμβάνει μια «ανάγνωση» του Κεφαλαίου ανάλογη με αυτήν που επιχειρήσαμε πριν από δώδεκα χρόνια. Από τη δική μας πλευρά, θελήσαμε τότε να εντοπίσουμε στο κείμενο του Κεφάλαιου κάποιες σημαίνουσες εννοιολογικές διαφορές, που σε σχέση με την προϊστορία του (που πολύ απλοϊκά ονομάζαμε «ιδεολογική»), σε σχέση με τον Smith, τον Ricardo και τον Say, το όριζαν σαν «κριτική της πολιτικής οικονομίας», θελήσαμε συγχρόνως, στον άκομψο χαρακτήρα ενός όρου, στην απουσία μιας έννοιας, στην ανακύκλωση μιας απόδειξης, να προαισθανθούμε τις εκδηλώσεις είτε μιας αποσβενώμενης γενεαλογικής συνέχειας, είτε ενός μη αντιληπτού προβλήματος, είτε ακόμα μιας θεωρητικής αυταπάτης. Με το παίξιμο της παρεμβολής και της απόρριψης της πολιτικής οικονομίας και του Χέγκελ, η ερμηνεία μας, παρ' ότι δέσμια ενός ορισμένου θεωρητικισμού, διεκδικούσε εν δυνάμει τη σχέση μεταξύ των εννοιών του Κεφαλαίου και των αντίστοιχων προς αυτές πραγματικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο Μαρξ.

Ο Dumenil δηλώνει: «Δεν διαβάζουμε το Κεφάλαιο, το μελετάμε». Ας το διατυπώσουμε διαφορετικά: Οφείλουμε να το μελετήσουμε προκειμένου να το διαβάσουμε. Ποιο είναι όμως ακριβώς το περιεχόμενο αυτής της «μελέτης»; Κατ' αρχήν, δεν πρόκειται για την εκ του σύνεγγυς μελέτη του Κεφαλαίου με σκοπό την ανεύρεση μέσα στο σαφές, ή συγκεχυμένο, ή ημιτελές κείμενο του την απάντηση σε «οικονομικά» ζητήματα όπως η θεωρία των τιμών παραγωγής, η θεωρία της κρίσης (κυκλικής ή γενικής) κλπ. Ούτε ακόμα πρόκειται για τη μελέτη με σκοπό την εξακρίβωση του τι σκέφτηκε ο Μαρξ σε σχέση με εκείνο ή το άλλο πρόβλημα. Ο Dumenil μελετά το Κεφάλαιο για τα γνωρίσει πώς σκέφτεται ο Μαρξ. Οτιδήποτε άλλο προκύπτει δευτερογενώς. Η θέση του Dumenil θα μπορούσε τελικά να διατυπωθεί ως εξής: Η ανάγνωση του Κεφαλαίου με την έννοια της αιτιακής γνώσης, ο καθορισμός δηλαδή του περιεχομένου του, αυτού που «δικαιωματικά» του ανήκει, αυτού που του διαφεύγει και που αποκλείεται, είναι δυνατός μόνο εφ' όσον γνωρίσουμε προηγούμενα πώς σκέφτεται ο Μαρξ, μόνον εφ' όσον γνωρίσουμε τη λογική που ορίζει το αντικείμενο του και καθοδηγεί του αποδεικτικούς συλλογισμούς του.

Το κλασικό, πλέον, ερώτημα «πώς σκέφτεται ο Μαρξ στο Κεφάλαιο;» μας παραπέμπει, αν ξεχάσουμε τους περίφημους αφορισμούς του Λένιν και όλη εκείνη την περισσότερο απολογητικού παρά κριτικού χαρακτήρα «φιλολογία», σε στοιχεία απάντησης που πριν απ' όλα βρίσκουμε στον ίδιο τον Μαρξ.

Η πιο απλή και πιο «προφανής» απάντηση συνίσταται στην ταύτιση της λογικής της μαρξικής σκέψης (λογικής που υποτίθεται ενιαία) με την «σειρά ανάπτυξης των συλλογισμών του Κεφαλαίου», με την «σειρά δηλ. παρουσίασης» ή, για να χρησιμοποιήσουμε τις εκφράσεις του Μαρξ με την «μέθοδο παρουσίασης» ή «τρόπο παρουσίασης» (Darstellungsmethode, Darstellungsweise).

Δεν είναι μόνο η εντυπωσιακή εννοιολογική ενότητα της «σειράς ανάπτυξης των συλλογισμών» του Κεφαλαίου που μας υποβάλλει αυτή την απάντηση. Είναι και ο ίδιος ο Μαρξ που το υπογραμμίζει ρητά στον Επίλογο της δεύτερης γερμανικής έκδοσης του Κεφαλαίου1, όταν, το 1873, έξι χρόνια δηλ. μετά την έκδοση του πρώτου Τόμου, παραθέτει τις δικές του σκέψεις σε σχέση με τις αντιδράσεις των αναγνωστών και των κριτικών του. Παρά το γεγονός όμως ότι η σειρά παρουσίασης μας υποβάλλεται μέσω της παρουσίας της και μόνο, χωρίς καμία εκ των προτέρων υπόθεση, μια δεύτερη σειρά ανάπτυξης εμφανίζεται στο κείμενο του Επιλόγου, σειρά ανάπτυξης που στην πραγματικότητα είναι πρώτη: η σειρά ανάπτυξης της έρευνας. Πράγματι ο Μαρξ υπογραμμίζει την ανάγκη διάκρισης μεταξύ της μεθόδου ή τρόπου έρευνας (Forschungsmethode ή - weise) και της μεθόδου ή τρόπου παρουσίασης (Darstellungsmetboder} - weise). Και διευκρινίζει: Το έργο της «ιδιοποίησης (sich aneignen) της ύλης (Stoff) σε κάθε λεπτομέρεια, της ανάλυσης των διαφόρων μορφών ανάπτυξης της και της αποκάλυψης της εσωτερικής (μεταξύ των μορφών) σχέσης, ανήκει ακριβώς στον τρόπο έρευνας».

Η εννοιολογική παρουσίαση ακολουθεί: «Μόνο εφ' όσον το έργο (αυτό) έρθει σε πέρας είναι δυνατόν να παρουσιαστεί (dargestellt) με τον αρμόζοντα τρόπο (entsprechen)». H σειρά παρουσίασης προϋποθέτει λοιπόν τη σειρά ανάπτυξης της έρευνας. Προηγείται η έρευνα για την ιδιοποίηση της ύλης στην κίνηση της και η παρουσίαση έρχεται μόνο εκ των υστέρων για να «αναπαραγάγει» την πραγματική κίνηση στην κίνηση των εννοιών.

Θα νόμιζε κανείς πως η διάκριση αυτή θα μας οδηγούσε στην καρδιά της τόσο αποφασιστικής αυτής περιοχής της «μεθόδου της έρευνας», σ' αυτή την εργασία «ιδιοποίησης» της «ύλης» όπου και κρίνεται καθοριστικά η τύχη του έργου, εφ' όσον η παρουσίαση που όλοι αντιλαμβάνονται στο Κεφάλαιο δεν κάνει τίποτα άλλο από το να «αναπαράγει» τα αποτελέσματα της έρευνας. Και όμως. Αν είναι πράγματι αλήθεια ότι ο Μαρξ μπόρεσε να υπαινιχτεί αυτήν την εργασία σύνθεσης (Verarbeitung) στο κεφάλαιο της Εισαγωγής του 57 «για την μέθοδο της πολιτικής οικονομίας», αντίθετα, δεκάξι χρόνια αργότερα, στον Επίλογο, δεν αναφέρει τίποτα, και δεν θα αναφέρει τίποτα πια στο μέλλον. Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ δεν σκοπεύει να υπεισέλθει στην ανάλυση των όρων μιας διάκρισης που άλλωστε την θεωρεί «τυπική». Δεν τον ενδιαφέρει η ανάλυση των όρων αυτών αλλά μόνο η απλή υπογράμμιση της μεταξύ τους διάκρισης.

Αυτή η διάκριση του επιτρέπει να δώσει «μορφή» στον υλισμό του. Αν η μέθοδος διχοτομείται, αν πίσω από τη σειρά παρουσίασης εμφανίζεται μία άλλη σειρά, αυτή της έρευνας, αυτό γίνεται για να υποστηριχτεί η σύζευξη δύο όρων και να προταθούν, μέσα σ' αυτό το ζεύγος, τα πρωτεία του ενός όρου απέναντι στον άλλο: τα πρωτεία της μεθόδου έρευνας απέναντι στη μέθοδο παρουσίασης. Όλα λοιπόν κρίνονται στην ιδιοποίηση της ύλης, της λεπτομέρειας της, της πραγματικής της κίνησης: Η εννοιολογική κίνηση της παρουσίασης απλά «αναπαράγει» την πραγματική κίνηση, δεν αποτελεί παρά την απλή «ιδεατή αντανάκλαση» της, δεν έχει λοιπόν καμία σχέση με μια «εκ των προτέρων κατασκευή».

Όπως και να χει το ζήτημα η διάκριση για την οποία γίνεται εδώ λόγος, αποτελεί μια «θέση» και μέσω της αναφοράς στη λέξη «ύλη» (stoff) θα μπορούσε σαν τέτοια να δώσει κάποια ιδέα, για το νόημα του υλισμού του Μαρξ και συγχρόνως να ανοίξει δρόμους για την ανάλυση αυτής της εργασίας ιδιοποίησης. Ωστόσο ο Μαρξ στοχεύει εδώ σε διαφορετικό στόχο: Η θέση αυτή «τίθεται σε κίνηση» και διατυπώνεται προκειμένου να αποκρουσθεί η κατηγορία για χεγκελιανισμό που του απηύθυναν οι «συντάκτες απολογισμών» στις κριτικές τους του Κεφαλαίου.

Ο διχασμός της μεθόδου ανάγεται επομένως στην προσπάθεια του Μαρξ να εξηγήσει στους βιαστικούς αναγνώστες του ότι δεν μπόρεσαν να διακρίνουν, πίσω από την μέθοδο της παρουσίασης, την καθοριστική παρουσία μιας άλλης μεθόδου, αυτής της έρευνας και της ιδιοποίησης της ύλης. Ο ρώσος κριτικός του Ευρωπαίου απεσταλμένου αντιλήφθηκε μεν τη διάκριση αλλά την αντιλήφθηκε σαν αντίθεση μεταξύ του «γερμανικού χεγκελιανού (διαλεκτικού) τρόπου σκέψης» της μεθόδου παρουσίασης του Κεφαλαίου, και του «αυστηρού ρεαλισμού» της «ερευνητικής του μεθόδου».

Δυστυχώς, και παρά τη διάκριση αυτή, έπεσε και αυτός επίσης στην παγίδα της «μεθόδου παρουσίασης» όπως και οι γερμανοί. Χρειάζεται λοιπόν μια περισσότερη σε βάθος διερεύνηση. Και ο Μαρξ καταφεύγει στην απλοϊκή ιδέα της εξήγησης του λάθους των κριτικών του μέσω μιας αυταπάτης, δείχνοντας πως μια μυστικιστική αυταπάτη είναι δυνατόν να οφείλεται σε... μια υλιστική παρουσίαση πραγματικά άψογη! «Όταν γίνεται κατορθωτή η αναπαραγωγή της ζωής της ύλης στην ιδεατή της αντανάκλαση, γίνεται τότε πιθανόν να σχηματίσει κανείς την εντύπωση μιας a priori θεωρητικής κατασκευής». Παράδοξο: Η ίδια η επιτυχία, επομένως η πιστότητα της υλιστικής αναπαραγωγής της πραγματικής κίνησης από την μέθοδο παρουσίασης, η κίνηση ή η διαλεκτική των εννοιών, είναι αυτή που τροφοδοτεί τη μυστικιστική αυταπάτη της παραγωγής («a priori κατασκευή») της πραγματικής κίνησης από την μέθοδο παρουσίασης, την κίνηση ή την διαλεκτική των εννοιών...

Με τη βοήθεια της διάκρισης αυτής, ο Μαρξ ξεμπερδεύει ίσως με τις κριτικές που του απευθύνονται υποδεικνύοντας τους, σαν φυσική αιτιολόγηση, την πηγή της μυστικιστικής τους αυταπάτης: την υποδειγματική «επιτυχία» του Κεφαλαίου. Ωστόσο, εμπλέκεται ταυτόχρονα σε κάποιες «εξηγήσεις» από τις οποίες δεν θα μπορέσει να εξέλθει παρά μόνο, τολμώ να πω, σιωπώντας: σιωπώντας για τον καθένα από τους δύο όρους της διάκρισης, ή μάλλον, δεδομένου ότι το Κεφάλαιο εκθέτει και υπογραμμίζει τη σειρά παρουσίασης του, σιωπώντας για τη σειρά ανάπτυξης της έρευνας, που ωστόσο καθοδηγεί τα πάντα. Και, κατά συνέπεια, σιωπώντας για τα διφορούμενα που καλλιεργεί έτσι το ασυγκράτητο «προφανές» μιας σειράς παρουσίασης που δεν μπορεί να αποτελέσει το φως που θα την κάνει ορατή ακριβώς γιατί εξαρτάται από κάποια άλλη.

Σ' όλη αυτή την εξήγηση ο Μαρξ εκστόμισε μια μικρή λέξη που βέβαια δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια λέξη, μπορεί όμως να οδηγήσει πολύ μακριά: «μέθοδος». «Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε στο Κεφάλαιο πολύ λίγο κατανοήθηκε». Μ' αυτές τις λέξεις αρχίζει. Για να δικαιολογηθεί επαναλαμβάνει τη μέθοδο και επικαλείται τη μυστικιστική αυταπάτη που παράγει η υλιστική «επιτυχία» του έργου του. Τέλος, έχοντας εκστομίσει τις λέξεις της μεθόδου και της μυστικοποίησης, πολύ φυσικά, επιχειρηματολογεί πάνω στη ριζική διαφορά μεταξύ της «δικής του διαλεκτικής μεθόδου» και της «διαλεκτικής μεθόδου» του Χέγκελ.

«Η δική μου διαλεκτική μέθοδος δεν είναι μόνο διαφορετική από την χεγκελιανή μέθοδο στη βάση της (Grundlage), είναι το άμεσο αντίθετο της (ihr directes Gegenteil)». «Για τον Χέγκελ η διαδικασία της σκέψης (Denkprozess), που άλλωστε, υπό το όνομα της Ιδέας νοείται σαν ανεξάρτητο υποκείμενο, είναι ο δημιουργός του πραγματικού (das Wirkliche). Το τελευταίο αυτό παριστά μόνο το εξωτερικό της επιφαινόμενο (Erscheinung). Για μένα, ακριβώς αντίστροφα (umgekert) , το ιδεατό δεν είναι τίποτα άλλο από το υλικό όπως αυτό μεταφέρεται και ερμηνεύεται στον ανθρώπινο εγκέφαλο».

Το πασίγνωστο αυτό απόσπασμα ορίζει μια αντίθεση και αντιστροφή όρου προς όρο, μεταξύ της ιδιαίτερης μορφής [modalite] της μεθόδου ή της Denkprozess του Χέγκελ, και της ιδιαίτερης μορφής της μεθόδου ή της Denkprozess του Μαρξ. Όπως ακριβώς λοιπόν από τη μια, η χεγκελιανή Denkprozess είναι «ο δημιουργός του πραγματικού» που αποτελεί το επιφαινόμενο της, όπως ωθώντας ελάχιστα στα άκρα τον όρο του «δημιουργού», μπορούμε να πούμε ότι η χεγκελιανή Denkprozess παράγει το πραγματικό, η Denkprozess του Μαρξ αρκείται στο να «αναπαράγει» στην κίνηση των εννοιών την κίνηση της ίδιας της ύλης. Και όπως ακριβώς για τον Χέγκελ το πραγματικό δεν είναι τίποτα άλλο από το επιφαινόμενο (Erscheinung) της Ιδέας που νοείται ανεξάρτητη, κατά τον ίδιο τρόπο και αντίστροφα (umgekehrt) για τον Μαρξ το ιδεατό (η Denkprozess) δεν είναι τίποτα άλλο από την «αντανάκλαση» του «υλικού».

Βλέπουμε αμέσως ότι η αντίθεση αυτή μέσα από την αντιστροφή των όρων υπερβαίνει αυτό που λέχτηκε προηγούμενα για να χαρακτηρίσει τη μυστικιστική αυταπάτη: Γιατί εδώ, δεν πρόκειται μόνο για μια «Konstruktion a priori» βασισμένη στη μορφή της εννοιολογικής παρουσίασης και μόνο (η εννοιολογική «κατασκευή» θα μπορούσε να είναι διαφορετική), αλλά περισσότερο για μια συγκρότηση, ή για μια παραγωγή βασισμένη αυτή τη φορά στο ίδιο το πραγματικό. Αυτό που σιωπηρά τίθεται σε αμφισβήτηση στην «αναστροφή» της μεθόδου, δεν είναι λοιπόν μόνο η μέθοδος, πολύ περισσότερο δεν είναι η μέθοδος παρουσίασης και μόνον, αλλά κάτι τελείως διαφορετικό: η φιλοσοφική θέση που πρέπει να ορίσουμε και να καταλάβουμε προκειμένου να φέρουμε σε πέρας ένα έργο γνώσης. Το αμφιλεγόμενο σημείο βρίσκεται στο ότι η θέση αυτή ορίζεται ακριβώς σε συνάρτηση προς την μέθοδο.

Η επιφύλαξη αυτή είναι δυνατό να εκφραστεί με διαφορετικές μορφές. Για παράδειγμα, είναι δυνατό, όπως το είχα κάνει στο παρελθόν, να δείξουμε ότι το σύνολο των θεωρητικών εργαλείων στο εσωτερικό του οποίου ο Μαρξ πραγματοποιεί την «αναστροφή» του παραμένει ίδιο με εκείνο με το οποίο ο Φόυερμπαχ είχε ορίσει τη μυστικοποίηση σαν την ολοκληρωμένη ουσία, επομένως σαν την αλήθεια, του ιδεαλισμού συνολικά, και ότι υπ' αυτή την έννοια ο Μαρξ παρέμενε εγκλωβισμένος στην φοϋερμπαχική ερμηνεία της χεγκελιανής «μυστικοποίησης», άρα εγκλωβισμένος στα όρια που θέτει ο υλισμός με την «αναστροφή» του, με την αναστροφή δηλ. της «μυστικοποίησης» και μόνο. Μπορούμε όμως να εκφράσουμε την ίδια επιφύλαξη με μια διαφορετική μορφή, που εξυπηρετεί καλύτερα τη συνειδητοποίηση του επίδικου αντικείμενου ενός ορισμού «της» λογικής της σκέψης του Μαρξ. Γιατί, αν προσέξουμε καλύτερα, θα δούμε ότι στην αναστροφή μορφής [modalite] (μεταξύ της χεγκελιανής μεθόδου και αυτής του Μαρξ) διακυβεύεται ένα δίπολο φιλοσοφικών κατηγοριών μεταξύ των οποίων ακριβώς επιχειρείται η αναστροφή: το πραγματικό ή ύλη ή υλικό από τη μια πλευρά, η ιδέα ή το ιδεατό από την άλλη. Μεταξύ των αντίστοιχων πρωτείων των δυο κατηγοριών αυτού του δίπολου κρίνονται ακριβώς οι φιλοσοφικές θέσεις αρχής: θέση υλιστική ή ιδεαλιστική. Να όμως που δίπλα σ' αυτό το φιλοσοφικό δίπολο παρεμβαίνουν δύο άλλοι όροι: η Denkprozess και η μέθοδος. Το ότι οι δυο αυτοί όροι καταλήγουν σε ένα, το ότι και οι δύο βρίσκονται στην πλευρά της ιδέας ή του ιδεατού, μπορούμε να το υποστηρίξουμε. Παραμένει όμως γεγονός ότι συγκροτούν τον άξονα ή το σταθερό θεμέλιο των αναστροφών μορφής που οδηγούν από τα πρωτεία του ενός στα πρωτεία του άλλου. Ας πούμε το πράγμα διαφορετικά: Η σταθερά αυτή μας αποκαλύπτει την άκριτη, χωρίς αμφισβήτηση υιοθέτηση από τον Μαρξ μιας ορισμένης ιδέας της Denkrpozess και της μεθόδου, μιας ιδέας που καθιστά δυνατή την αναστροφή τους χωρίς όμως την υπέρβαση των ορίων των θεωρητικών παραδοχών που καθοδηγούν αυτή τη διεργασία.

Μπορούμε να κρίνουμε εκ των αποτελεσμάτων. Αν τα πάντα κρίνονται από την αναστροφή της ιδιαίτερης μορφής της Denkprozess, είναι αρκετή, σύμφωνα με την κριτική, σύμφωνα δηλ. με την φοϋερμπαχική αντίληψη της μυστικοποίησης σαν αλήθειας του ιδεαλισμού συνολικά, η αναστροφή της ιδιαίτερης μορφής της «μυστικιστικής» Denkprozess για να καταλήξουμε σε μια «επιστημονική - υλιστική» Denkprozess; Δεν πρέπει, αντίθετα να πάρουμε τις αποστάσεις μας από αυτή την Denkprozess για να ανατρέψουμε εκ βάθρων τις μορφές αλλά και τις έννοιες τους, να ανατρέψουμε δηλ. την ιδέα της; Ακόμα, είναι αρκετή η αναστροφή της ιδιαίτερης μορφής της για να καταστεί η «διαλεκτική του Χέγκελ» «διαλεκτική μέθοδος» του Μαρξ; Δεν πρέπει αντίθετα να ανασκευάσουμε τις μορφές μέχρι και το περιεχόμενο της; Και για να έρθουμε στο βάθος του πράγματος, για ποιο λόγο και με τι αντίτιμο μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι κατέχει, ακόμα και «απελευθερωμένος» από τη χεγκελιανή μυστικοποίηση, «μια μέθοδο» που είναι πραγματικά μία και πραγματικά μέθοδος;

Κινδυνεύουμε έτσι να εμπλακούμε στη περιπέτεια μιας «μεθόδου» και μιας «διαλεκτικής» οι οποίες, εάν υποθέσουμε ότι απελευθερώνονται από αυτό που ο Φόυερμπαχ ερμηνεύει από την πλευρά του Χέγκελ σαν μυστικοποίηση, θα αναζητήσουν ακριβώς να ξαναβρούν αβίαστα την παλιά ιδεαλιστική μυστικιστική τους τάση. Είναι υπέρμετρα καθαρό ότι πρέπει να αμφισβητήσουμε την ίδια αυτή τη Denkprozess, την ίδια δηλ. την ιδέα της ύπαρξης μιας Denkprozess ενιαίας και κοινής, άρα υποδειγματικής, που παρουσιάζει σύμφωνα με τον Μαρξ το πλεονέκτημα να συντηρεί εξ ίσου καλά τη μυστικιστική αυταπάτη μιας εννοιολογικής παρουσίασης που «αναπαράγει» πραγματικά την ύλη και την αυθαιρεσία ενός μυστικιστικού λόγου που υποκρίνεται ότι την «παράγει».

Μπορούμε να κρίνουμε εκ των αποτελεσμάτων και να δείξουμε ότι όπως είναι δυνατό να υποπέσουμε σε μια μυστικιστική αυταπάτη, είναι δυνατό για λόγους πολύ πιο σοβαρούς, να υποπέσουμε σε μια «διαλεκτική αυταπάτη». Λέγοντας ότι η διαφορά μεταξύ της «διαλεκτικής μεθόδου του Χέγκελ» και της διαλεκτικής «του» μεθόδου έγκειται στην ιδιαίτερη μορφή της (διαλεκτική και όχι πλέον μυστικιστική), λειτουργώντας, δηλ. επενδύοντας την υλιστική του θέση στην ήδη υπάρχουσα ιδέα της μεθόδου, ο Μαρξ κινδυνεύει να χάσει τον έλεγχο της θέσης του. Δέχομαι ότι πρόκειται απλά για κάποιες λέξεις βεβιασμένες. Δεδομένου όμως ότι ο Μαρξ δεν επανήλθε στο θέμα, και κυρίως ότι οι λέξεις αυτές ελήφθησαν από τους αναγνώστες του σαν τα τελευταία του λόγια και σχολιάστηκαν με θρησκευτικότητα, πρέπει να τις πάρουμε στα σοβαρά. Στο κάτω-κάτω, και ο ίδιος ο Μαρξ τις είχε πάρει στα σοβαρά: Αρκεί να διαβάσουμε τα Grundrisse, για να αντιληφθούμε ότι, δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα είχε ενδώσει, αν όχι στον παραλήρημα, τουλάχιστον στον χεγκελιανό ίλιγγο, πριν να κατακτήσει το απαραίτητο πεδίο για να γράψει το Κεφαλαίο όπου, και πάλι, παραμένουν, παρ' όλες τις προφυλάξεις του βαθιά ίχνη του ίδιου αυτού πειρασμού. Και περισσότεροι από ένα σχολιαστές πλανημένοι από το αναγνωρισμένο «φλερτ» με τη χεγκελιανή «ορολογία» στο Μέρος Ι του πρώτου Τόμου, παρασύρθηκαν πολύ φυσικά στις «a priori θεωρητικές κατασκευές» του εμπορεύματος σαν «ενότητας των αντιθέσεων» (σε τι μπορεί να θεωρηθεί η «αξία χρήσης» που ονομάζεται «φορέας Träger» «αξίας» αντιφατική προς την αξία που «φέρει»; μυστήριο), στην συναγωγή του χρήματος σαν καθ' εαυτό-δι' εαυτό του καθ' εαυτού (εμπόρευμα) και του δι' εαυτού (ανταλλαγή), για να μη μιλήσουμε για τη συναγωγή του κεφαλαίου από το εμπόρευμα κλπ.

Και για να παρακάμψουμε κάποιους σχολιαστές των οποίων το ιστορικό βάρος είναι, στο κάτω κάτω συζητήσιμο, ο ίδιος ο Λένιν πάνω στην έκπληξη που δοκίμαζε διαβάζοντας την Μεγάλη Λογική του Χέγκελ έγραφε αυτές της απίστευτες λέξεις: «ο Μαρξ αναλύει στο Κεφάλαιο κατ' αρχήν τα πιο απλά [...] την ανταλλαγή των εμπορευμάτων. Η ανάλυση αποκαλύπτει στο φαινόμενο αυτό όλες τις αντιφάσεις, ακριβέστερα το έμβρυο όλων των αντιφάσεων της σύγχρονης κοινωνίας. Ακολουθεί στη συνέχεια η περιγραφή σημείου προς σημείο της εξέλιξης (της ανάπτυξης και της κίνησης) αυτών των αντιφάσεων και αυτής της κοινωνίας, από την αρχή μέχρι το τέλος. Τέτοια πρέπει να είναι η μέθοδος παρουσίασης (ακριβέστερα η μελέτη) της διαλεκτικής γενικά (γιατί η διαλεκτική της αστικής κοινωνίας για τον Μαρξ αποτελεί απλά μια ειδική περίπτωση της διαλεκτικής γενικά)»3. Και ο Λένιν συνεπής προς μια τολμηρότητα, την οποία προφανώς δεν ελέγχει, επιμένει: «Είτε αρχίσουμε από το πιο απλό, το πιο συνηθισμένο, το πιο γενικό κλπ., είτε από οποιαδήποτε πρόταση, [...] είναι δυνατό (και οφείλουμε) να αποκαλύπτουμε, σε κάθε πρόταση, όπως σε κάθε «κύτταρο» τα σπέρματα όλων των στοιχείων της διαλεκτικής...». Είναι βέβαια μια αυτοσχέδια σημείωση για προσωπική χρήση. Δεν είναι όμως η μόνη του είδους της. Την ίδια στιγμή ο Λένιν έγραφε: «Ούτε ένας μαρξιστής δεν κατάλαβε τον Μαρξ μισό αιώνα ήδη μετά απ' αυτόν!» γιατί κανείς δεν διάβασε τη Λογική του Χέγκελ. Δεν υπάρχει ποτέ ίλιγγος χωρίς κενό.

Αυτή λοιπόν η «γενική» διαλεκτική, θα είναι αρκετό να χαρακτηριστεί γενική και πανταχού παρούσα για να τη δούμε απελευθερωμένη πλήρως από κάθε «μυστικοποίηση» και υπηρετώντας απρόσκοπτα τον, αρχαιότερο από την «μυστικοποίηση», θεωρητικό λόγο ύπαρξης της, να αιωρείται σταθερά ανάμεσα σε δύο συμπληρωματικές τάσεις στις οποίες ενέχονται τόσο ο Ένγκελς όσο και ο Λένιν. Είτε λοιπόν θα αναχθεί σ' εκείνη την «επιστήμη» που εκθέτει τους «νόμους» της «κίνησης της ύλης» και της «σκέψης» όπως χαρακτηριστικά λέγεται. Και θα ήθελα πολύ να μην πάρω κατά γράμμα τις λέξεις (νόμοι, καθολικοί) αλλά τότε γιατί αυτές οι λέξεις; Και θα είναι ακόμα χειρότερα όταν την «καθολικότητα» της θα μπορεί να την επικαλεστεί κανείς κατά βούληση, δηλ. αυθαίρετα, προκειμένου να εγγυηθεί με το κύρος του «νόμου» το αληθές της οποιασδήποτε άποψης που θα έπρεπε να αναγνωριστεί σαν αληθής, για να την παραπέμψει μετά εκ νέου στη χειμέρια απραξία της. Είτε, αντίθετα, θα αποτελεί αυτή τη «μέθοδο» για την οποία μιλά ήδη ο ίδιος ο Μαρξ, αυτή τη «μέθοδο» για την οποία αργότερα ο Ένγκελς θα πει, ρίχνοντας ένα βλέμμα προς το παρελθόν ότι είχε χρειαστεί να διαχωριστεί από το χεγκελιανό «σύστημα», για να σωθεί. «Επιστήμη» για να παρέχει τη βεβαιότητα ότι είναι αληθής, «μέθοδος» για να είναι εκ των προτέρων ο σίγουρος δρόμος της επιστήμης, με δυο λόγια επιστήμη προηγούμενη του εαυτού της, η διαλεκτική θα ονομαστεί «επιστημονική μέθοδος».

Και δεν είναι εντελώς τυχαίο ότι ο ίδιος ο Χέγκελ που την κριτικάρει απερίφραστα, την αναπαράγει αλλά με την μορφή της «απόλυτης» μεθόδου σαν εγγύηση της έλευσης κάθε αποτελέσματος στην πορεία του γίγνεσθαι, σαν a priori εγγύηση του τελεολογικού νοήματος κάθε διαδικασίας. Αφαιρέστε το «απόλυτη» που προφυλάσσει τον Χέγκελ από ένα νέο κατρακύλισμα στη θεωρία της γνώσης, προσθέστε τον χαρακτηρισμό «γενική ή καθολική», και θα έχετε τη «διαλεκτική μέθοδο», που είναι σε θέση να λειτουργεί σαν το υπέδαφος μιας καλής γνωσιολογικής θεωρίας σ' όλους τους τομείς, είτε δηλ. κατ' επιταγήν, είτε μόνη της.

Ωστόσο, αυτή η ιδέα της μεθόδου που έρχεται από τα βάθη των φιλοσοφικών αιώνων και που απαντά (χωρίς αυτό να είναι σίγουρο γιατί η απάντηση προηγείται κατά τόσο πολύ της ερώτησης) στο ερώτημα αυτών που θέλουν να γνωρίζουν εκ των προτέρων το μονοπάτι που έχουν μπροστά τους για να μπορέσουν να το ακολουθήσουν, αυτών που θέλουν, όπως λεει ο Χέγκελ, να γνωρίζουν εκ των προτέρων να κολυμπούν για να μάθουν να κολυμπούν, εκείνων που θέλουν να είναι εκ των προτέρων βεβαιωμένοι για την αλήθεια που θα ανακαλύψουν, όταν ξεκινούν σε αναζήτηση της, αυτή η ιδέα της μεθόδου που απορρίφθηκε από τον Σπινόζα (κόντρα στον Descartes) και από τον Χέγκελ (κόντρα στον Καντ), αυτή η ιδέα της μεθόδου είναι τόσο πολύ συνυφασμένη με τη φανταστική και ωστόσο εντυπωσιακή εγγύηση που προσφέρει κάθε καλή «θεωρία της γνώσης», ώστε δεν θα ήταν δυνατόν να μη μας κινήσει το ενδιαφέρον.

Η υλιστική λοιπόν θέση, ανοίγοντας μέτωπο κατά της μυστικιστικής μορφής [modalite] και μόνο, μιας Denkprozess που υποτίθεται ενιαία, απελευθερώνει τη διαλεκτική μέθοδο. Και αυτή σε «ελεύθερη κατάσταση» λειτουργεί πλέον αυθόρμητα είτε σαν απλή διαλεκτική, δηλ. σαν επιστήμη των «πλέον γενικών» «νόμων» της κίνησης, σαν οντολογία ταυτόχρονα διαλείπουσα και καθολική, είτε σαν μέθοδος που για τον ερευνητή ή τον θεωρητικό, παίζει το ρόλο μιας γνωσιολογικής θεωρίας εγγυούμενης εκ των προτέρων, δηλ. κατόπιν εορτής, τις προτάσεις της. Όπως περίπου το έλεγε ο Leibniz: Για να φθάσεις στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να εργαστείς με εκείνο τον τρόπο που εκ του ασφαλούς οδηγεί σ' αυτό.

Ωστόσο ο Μαρξ δεν προβάλλει μόνο αυτήν την υλιστική θέση που απελευθερώνει τη διαλεκτική μέθοδο μόνο για να την παραδώσει στις παραδοσιακές της τάσεις. Συνεχίζοντας, δίνει όλες τις εξηγήσεις γύρω από το πλέον κρίσιμο σημείο της Denkprozess, δεκαπέντε χρόνια πριν από τον επίλογο της δεύτερης έκδοσης του Κεφαλαίου στην Εισαγωγή (που έμεινε ανέκδοτη, αφού «το να προεξοφλείς τα συμπεράσματα που δεν έχεις ακόμα αποδείξει είναι πάντα ενοχλητικό») της Συμβολής, το 1857.

Η Εισαγωγή αυτή, σύγχρονη της πρώτης εκδοχής του Κεφαλαίου (της Συμβολής) του οποίου ο πρώτος τόμος έμελλε να εκδοθεί το 1867 επικεντρώνει την κριτική της ακριβώς στη μυστικιστική αντίληψη της Denkprozess από τον Χέγκελ. «Ο Χέγκελ, γράφει ο Μαρξ, υπέπεσε στην αυταπάτη να αντιλαμβάνεται το πραγματικό (das Reale) σαν αποτέλεσμα της σκέψης. Στην αυταπάτη να θεωρεί ότι το πραγματικό συνοψίζεται στην ίδια τη σκέψη, ότι εμβαθύνει σ' αυτήν την ίδια και τίθεται σε κίνηση από αυτήν την ίδια». Ο Χέγκελ είναι λοιπόν ο ίδιος θύμα της μυστικιστικής αυταπάτης που θα αποκηρυχθεί στον Επίλογο του 73: «Αντίθετα, η μέθοδος που συνίσταται στην ανύψωση (aufsteigen) από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο δεν είναι τίποτα άλλο από τον τρόπο που η σκέψη ιδιοποιείται (aneignen) το συγκεκριμένο, το αναπαράγει σαν ένα συγκεκριμένο - της - σκέψης (ein geistig - Konkretes)» 1857: οι λέξεις του 1873 βρίσκονται ήδη μπροστά μας.

Έχουμε να κάνουμε εδώ με κάποιες πολύ γενικές θέσεις που αναφέρονται στην Denkprozess σαν τέτοια. Και ήδη από τώρα πρόκειται για ένα ζήτημα ιδιαίτερης μορφής [modalite]: Ή υποστηρίζετε τη θέση ότι παράγει το πραγματικό μέσω της ιδιαίτερης της κίνησης, ή ότι αποτελεί απλά και μόνο ένα τρόπο ιδιοποίησης του πραγματικού (μεταξύ πολλών άλλων τρόπων ιδιοποίησης του ίδιου αυτού πραγματικού: του θρησκευτικού, του αισθητικού, του μέσω της πρακτικής). Η αναστροφή ιδιαίτερης μορφής είναι λοιπόν αρκετή για να περάσουμε από τη μυστικοποίηση στην αληθινή θεωρία. Στην πραγματικότητα όμως είναι σαν να έχουμε μια Denkprozess την οποία μπορούμε να εντείνουμε σε μυστικοποίηση, ή να αναστρέψουμε σε επιστήμη.

Και πρέπει λοιπόν να πιστέψουμε ότι η μεγάλη πρωτοτυπία του Μαρξ στην εισαγωγή αυτή βρίσκεται στο ότι υπεισέρχεται στην ανάλυση και μας παρουσιάζει ανάγλυφα αυτό που αποτελεί την «υλιστική» Denkprozess; H τόλμη του Μαρξ, που εγοήτευσε και μας όπως εγοήτευσε τον Dumenil θα συγκεντρωνόταν έτσι στην απόδειξη του ότι, σε αντίθεση με κάθε εμπειρισμό, στην αληθινή Denkprozess το συγκεκριμένο δεν βρίσκεται στην αφετηρία αλλά στο τέρμα, στην απόδειξη του ότι δεν «ξεκινάμε» επομένως από το συγκεκριμένο για να φθάσουμε στην αλήθεια σαν αφαίρεση, αλλά από την αφαίρεση για να παραγάγουμε σιγά σιγά το συγκεκριμένο, την «συγκεκριμένη ολότητα σαν ολότητα της σκέψης», και του ότι η ολότητα αυτή είναι «ένα προϊόν του σκεπτόμενου εγκέφαλου». Αναμφίβολα, το πραγματικό βρίσκεται σταθερά (stets) εκεί, παρόν, έξω από την Denkprozess σαν για να παρακολουθεί από κοντά αυτή την «παραγωγή» που σύμφωνα με τις υλιστικές θέσεις δεν είναι τίποτα άλλο από την «αναπαραγωγή» του, στο τέλος της μακράς συγκρότησης (Verarbeitung) της αντίληψης και της αναπαράστασης «σε έννοιες». Είναι όμως, πέρα από μιαν άλλη προφύλαξη (που αναφέρεται στην αρχική αφαίρεση: τους απλούστερους προσδιορισμούς που μπορούν να προσεγγιστούν από την «ανάλυση») η μόνη ένδειξη που θα μας απέτρεπε από μια μυστικιστική Denkprozess.

Ωστόσο η διαδικασία που αρχίζει με το αφηρημένο για να παραγάγει το συγκεκριμένο δεν έρχεται σε ρήξη με τη χεγκελιανή Denkprozess. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι, τυπικά, αυτή η Denkprozess της «συγκεκριμενοποίησης» σηματοδοτεί από μακριά τη διαδικασία της Λογικής του Χέγκελ. Ασφαλώς, σημείο κεφαλαιώδες που δεν το πρόσεξε ο Λένιν, η Λογική δεν αρχίζει από τον «απλούστερο προσδιορισμό» (την απλότητα εκείνη που γοήτευσε τον Λένιν στη σημείωση του), γιατί «το απλούστερο» είναι πάντα ένα κάποιο πράγμα όπως το οτιδήποτε, επομένως ένα καθορισμένο ενώ αντίθετα η Λογική αρχίζει με το μη καθορισμένο, το Είναι. Συγχρόνως όμως μπορούμε να πούμε ότι η ίδια Λογική, μη αρχίζοντας από «το απλούστερο» αρχίζει ακριβώς απ' το Είναι με τη μεγαλύτερη αφαίρεση και ασφαλώς η όλη κίνηση της την φέρει από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. θα έπρεπε να δούμε λοιπόν εάν ο τρόπος εμφάνισης των εννοιών, των καθορισμών και των μετασχηματισμών τους στη χεγκελιανή Denkprozess καθορίζεται «a priori» όπως το θέλει ο Χέγκελ, από την «απόλυτη μέθοδο» από την «άρνηση της άρνησης» από την Aufhebung. Ωστόσο, με την επιφύλαξη αυτής της διαφοράς που θα ήταν διαφορά «κατασκευής» και όχι «παραγωγής», δεν μπορούμε να πούμε ότι το ζήτημα της σκέψης τον Μαρξ και τον διαχωρισμού της από τη σκέψη τον Χέγκελ εξοφλείται με μόνη την κίνηση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο.

Ακριβώς σ' αυτό το σημείο ο Dumenil υποστηρίζει ορισμένες καίριες θέσεις. Ελπίζω ότι δεν προδίδω τη σκέψη του λέγοντας ότι, χωρίς να έχει σχέση με οποιαδήποτε αντοπαραγωγή εννοιών, η σκέψη του Μαρξ αναπτύσσεται μάλλον με τη θέση μιας έννοιας, που εγκαινιάζει τη διερεύνηση (ανάλυση) του θεωρητικού χώρου που ανοίγεται και περικλείεται από τη θέση αυτή, εν συνεχεία από τη θέση μιας νέας έννοιας, που διευρύνει το θεωρητικό πεδίο, και ούτω καθ' εξής: μέχρι τη συγκρότηση θεωρητικών πεδίων μιας εξαιρετικά περίπλοκης δομής.

Το πλεονέκτημα της οπτικής αυτής έγκειται στο ότι εκφράζει με ευκρίνεια και συστηματικότητα τις επίμονες απαιτήσεις που χαρακτηρίζουν τον Μαρξ. Κατ' αρχήν ο χαρακτήρας της εσωτερικότητας των «νόμων». Ο Dumenil υποστηρίζει χωρίς κανένα ενδοιασμό την ιδέα πως, για τον Μαρξ το ζήτημα αυτό δεν έχει καμία σχέση με τις συνήθεις εμπειριστικές ορθολογιστικές αλληγορίες: Η εσωτερικότητα δεν προσδιορίζει την ουσία σε αντίθεση με τα επιφαινόμενα, αλλά την υπαγωγή των καθορισμών στο εσωτερικό μιας έννοιας ή ενός θεωρητικού πεδίον. Υπό την αυστηρή έννοια του πράγματος στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ, από μια έννοια, ή ακόμα από μια «φαινομενολογική ολότητα» θα συγκρατούσε πάντοτε ό,τι μπορεί να εγγραφεί στο εσωτερικό του δεδομένου θεωρητικού πεδίου, σε μια δεδομένη στιγμή της παρουσίασης, και μόνον αυτό. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Μαρξ, σχετικά με κάποιον καθορισμό που βρίσκεται εκτός πεδίου: «για μας δεν υπάρχει», οριοθετώντας μ' αυτό τον τρόπο τη θεωρητική εσωτερικότητα από την εξωτερικότητά της.

Αυτός ο ορισμός της εσωτερικότητας (ο Dumenil ξεκινά από ένα ορισμό του «νόμου», που δίνει ο Μαρξ στον τρίτο Τόμο: «η εσωτερική και αναγκαία σύνδεση μεταξύ δύο πραγμάτων...») οδηγεί στη συνέχεια σ' ένα αντίστοιχο ορισμό της εξωτερικότητας. Με τον όρο αυτό θα πρέπει να νοηθεί, όχι η φαινομενολογική επίφαση, την εσωτερική ουσία της οποίας θα αποτελούσε τάχα ο νόμος, αλλά μια «άλλη λογική ολότητα», που δεν τέμνεται με την προηγούμενη. Ας σταθούμε σ' ένα μόνο παράδειγμα: Η ανταλλακτική αξία (η αξία) ανήκει στο «θεμελιώδες» θεωρητικό πεδίο που εγκαινιάζεται από το Κεφάλαιο ενώ η αξία χρήσης («η άλλη όψη» του εμπορεύματος) παρ' όλον ότι είναι απαραίτητη για να στοχαστούμε το εμπόρευμα, δεδομένου ότι αποτελεί τον υλικό «φορέα» της αξίας, ανήκει σ' ένα άλλο θεωρητικό πεδίο (αυτό που θα μελετούσε τις φυσικές και διαλογικές ιδιότητες των χρήσιμων προϊόντων): κάθε μια «λογική ολότητα» καθίσταται έτσι αυτόνομη.

Οι θέσεις αυτές για την εσωτερικότητα και την εξωτερικότητα αναδεικνύουν όλη τη σημασία της ερμηνείας της αφαίρεσης από την πλευρά του Dumenil. Είναι γνωστό ποια προβλήματα θέτει η επιμονή του Μαρξ να δηλώνει ότι στην οικονομία η αφαίρεση είναι το μοναδικό «εργαλείο» της σκέψης για μια θεωρία που δεν διαθέτει τα εργαλεία των φυσικών επιστημών (μικροσκόπιο κλπ.). Είναι γνωστές οι μάχες του Μαρξ ενάντια σ' εκείνους που θεωρούσαν την αφαίρεση σαν μια αδύνατη μορφή: «Αυτοί που θεωρούν την κατάληξη σε μια ανεξάρτητη ύπαρξη της αξίας, σαν μια καθαρή αφαίρεση ξεχνούν ότι η κίνηση του βιομηχανικού καπιταλισμού είναι η αφαίρεση αυτή in actu». O Dumenil σχολιάζει: «Για πρώτη φορά, ένας οικονομολόγος αναγορεύει την αφαίρεση σε αρχή γνώσης και δημιουργεί ένα σύστημα βασισμένο στην ίδια τη συνείδηση της προοδευτικής συγκρότησης του θεωρητικού πεδίου». Ακριβώς γιατί η θεωρητική αφαίρεση στο Κεφάλαιο δεν έχει καθόλου το χαρακτήρα της υπεξαίρεσης μιας οποιασδήποτε γενικότητας από τα συγκεκριμένα αντικείμενα. Ανακλώντας μια αντικειμενική αφαίρεση, η θεωρητική αφαίρεση παίρνει τη θέση του αποκλειστικού τρόπου σκέψης του Μαρξ. Αν ο Μαρξ σκέφτεται μέσα στην αφαίρεση, η διαδικασία της οποίας είναι μια διαδικασία «συγκεκριμενοποίησης», είναι γιατί σκέφτεται δια μέσου της αφαίρεσης, είναι γιατί κάθε θέση μιας έννοιας, άρα κάθε άνοιγμα του «εσωτερικού» θεωρητικού πεδίου είναι την ίδια στιγμή αποκλεισμός από το εξωτερικό, δηλ. κλείσιμο του πεδίου. Το άνοιγμα του πεδίου σχετίζεται με το κλείσιμο του, με την σε κάθε στιγμή δηλ. αφαίρεση του εξωτερικού του.

Τις θέσεις αυτές, όπως ακριβώς υποστηρίζονται από τον Dumenil, στο δικό τους επίσης οροθετημένο πεδίο, τις θεωρώ καίριες γιατί αποκλείουν κάθε επίφαση αυτοπαραγωγής της έννοιας (και a fortiori του πραγματικού από την έννοια) κατά το χεγκελιανό τρόπο. Ακόμα, γιατί μας υποχρεώνουν να στοχαστούμε τη θέση, την παρέμβαση σε μια δεδομένη στιγμή της παρουσίασης, εννοιών-κλειδιά γύρω από τις οποίες οργανώνεται η συγκρότηση και η εξερεύνηση του εννοιολογικού πεδίου στους πολλαπλούς του συνδυασμούς: η έννοια της αξίας («πρώτο θεμέλιο»), η έννοια του κεφαλαίου, και η έννοια της καπιταλιστικής παραγωγής, που ελέγχουν όλη την ανάπτυξη του Κεφαλαίου. Τελικά, η αναφορά στη θέση των εννοιών απαγορεύει την αντίληψη της εμφάνισης τους στη «σειρά ανάπτυξης των συλλογισμών» σαν αυτοπαραγωγή εννοιών: η φαινομενική συνέχεια της

σειράς παρουσίασης αποκρύβει θεωρητικές ασυνέχειες που υπογραμμίζονται από την θέση εννοιών-κλειδιά. θα διαβάσουμε, για παράδειγμα τις σελίδες όπου ο Dumenil δείχνει καθαρά γιατί είναι αδύνατο ξεκινώντας από την έννοια του εμπορεύματος να συναγάγουμε την έννοια του κεφαλαίου, παρά τον πειρασμό ενός παίξιμου ποσοτικής μεταβολής πάνω στην αξία της «εμπορευματικής παραγωγής» για να προεκταθεί η αξία σε υπεραξία. Ο Μαρξ το λεει εξ άλλου πολύ καλά στα ίδια τα Grundrisse: «H υπεραξία είναι πολύ απλά αξία πέρα από το ισοδύναμο. Το ισοδύναμο είναι εξ ορισμού η ταυτότητα και μόνο της αξίας με τον εαυτό της. Η υπεραξία δεν μπορεί λοιπόν ποτέ να αναβλύσει από το ισοδύναμο, ούτε να εμφανιστεί στην αρχή της κυκλοφορίας· προβάλει αναγκαστικά μέσα από τη διαδικασία παραγωγής του ίδιου του κεφαλαίου» (Mega II, 1.1.240). Εκεί ακριβώς όπου η σειρά παρουσίασης είναι δυνατό να δημιουργεί την εντύπωση της αυτοσυναγωγής μιας έννοιας, ο Dumenil μας αποκαλύπτει τη θέση μιας έννοιας που ανοίγει ένα νέο χώρο.

Αλλά, την ίδια στιγμή που ανοίγει το νέο χώρο, η θέση αυτή τον κλείνει. Ασφαλώς, η υπεράσπιση με σοβαρά επιχειρήματα της θέσης για τον πεπερασμένο χαρακτήρα της μαρξιστικής θεωρίας αποτελεί μια από τις όχι λιγότερο σημαντικές συνέπειες της ανάλυσης αυτής. Εδώ η διατύπωση του Λένιν βρίσκει ακριβώς το στόχο: Ο Μαρξ μας έδωσε μόνο τους «ακρογωνιαίους λίθους»... Πρέπει να προσθέσουμε: ενός πεπερασμένου θεωρητικού χώρου. Η μαρξιστική θεωρία δεν είναι δικαιωματικά καθολική ούτε αυθαίρετα επεκτάσιμη σε κάθε φαινόμενο που προσφέρεται στο πεδίο των κοινωνικών και ανθρώπινων «γεγονότων». Οι κρίσεις γίνονται πάντα με βάση αποδεικτικά στοιχεία. Να τι θα αποθαρρύνει ίσως τους μαρξιστές μεταφυσικούς από το να εμπλακούν στην περιπέτεια της επέκτασης της δικαιοδοσίας της μαρξιστικής θεωρίας σε αντικείμενα που αυτή αποκλείει από το ιδιαίτερο της πεδίο, ή σε αντικείμενα για την τύχη των οποίων επιφυλάσσεται σιωπώντας.

Τι να κρατήσουμε από την απόδειξη αυτή; Μια ορισμένη αναπαράσταση, πολύ καθαρή και αρθρωμένη, τον τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ συγκροτεί «συνειδητά» τη σκέψη του. Με μια αφαίρεση συνεχώς ελεγχόμενη, «σε ακριβή δοσολογία», και σε αντιστοιχία με τη θέση των ήδη ορισμένων εννοιών. Ο Dumenil γράφει κάπου: «Η πολιτική οικονομία δεν είναι μια αξιωματική». Αναμφίβολα, αν η αξιωματική νοείται εδώ σύμφωνα με μια ιδεολογική αντίληψη του όρου: Ο Μαρξ δεν θέτει ούτε προσθέτει την τάδε έννοια για να «εξερευνήσει» μέσω καθαρά υποθετικών συλλογισμών αυτό που θα επακολουθούσε, ή για να παραγάγει κάποια λογικά επακόλουθα. Δεν παραδίνεται σε αυθαίρετες παραλλαγές, ούτε στην «κατανόηση» της τάδε φαινομενολογικής ολότητας για το κέφι του. Είναι φανερό ότι η παρουσίαση του καθοδηγείται, εκτός σκηνής, από τις μεγάλες πραγματικότητες που απεκάλυψε με τη σιωπηλή «μέθοδο έρευνας» που επικαλέστηκε, όπως ακριβώς η αρχική αφαίρεση της αξίας στηρίζεται στην «in actu αφαίρεση της κίνησης του βιομηχανικού καπιταλισμού». Ωστόσο, στα όρια αυτά, τα οποία υποτίθεται ότι φυλάσσει η υλιστική θέση της «αναπαραγωγής» του πραγματικού μέσα στην αφαίρεση, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η θέση μιας έννοιας, το γεγονός του ανοίγματος κλεισίματος του θεωρητικού πεδίου, η πεπερασμένη αυτονομία του πεδίου αυτού που συγκροτείται από ένα εσωτερικό και τον σύγχρονο αποκλεισμό ενός εξωτερικού (δυο «λογικές ολότητες, θεωρητικά ανεξάρτητες»), η τροποποίηση του πεδίου από τη θέση μιας νέας έννοιας, που μεταθέτει τη σημασία και τα όρια του, επιτρέποντας πολλαπλές παραλλαγές και διασταυρώσεις, μέχρι την απεριόριστα πολύπλοκη ανάλυση της «εκδήλωσης» των νόμων και της «πραγμάτωσης» τους (που εισάγει ιστορικές μεταβολές) - τα πάντα μας υποβάλλουν αναπόφευκτα την εικόνα, σε σχέση με τη μορφή παρουσίασης, ενός τρόπου σκέψης που προσεγγίζει σ' ένα αξιωματικό στοχασμό. Ο Dumenil είναι κατηγορηματικός: το καθετί στο Κεφάλαιο προχωρεί βήμα βήμα και κάτω από το «συνειδητό» έλεγχο των εννοιών που έχουν τεθεί, και που καθορίζουν, δηλ. ανοίγουν και κλείνουν το θεωρητικό πεδίο σ' εκείνο ή το άλλο σημείο της παρουσίασης. Έτσι θα μπορούσε να οριστεί η Denkprozess του Κεφαλαίου.

Ο Dumenil αντλεί ακόμα από τις αντιλήψεις του αξιόλογες θεωρητικές συνέπειες αναφορικά με κάποιες περίφημες αντιλήψεις ή ερμηνείες. Για το σκοπό αυτό του αρκεί να εφαρμόσει στο ίδιο το Κεφάλαιο τη μέθοδο σκέψης που ανακαλύπτει σ' αυτό. Αυτή η απλή εφαρμογή αποκαλύπτει, σε συνάρτηση με την έκταση και τα όρια του πεδίου, υπερβάσεις ή ελλείψεις: δηλαδή είτε κάποιες θέσεις που δεν εγγράφονται στο Κεφάλαιο, είτε ορισμένες αναλύσεις που έχουν τη θέση τους εκεί, ωστόσο παραλείπονται. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο Dumenil μπορεί να επιχειρηματολογήσει κατά του «άτεγκτου νόμου των μισθών» τον οποίο ο Ένγκελς είχε επαναφέρει πριν τον εγκαταλείψει κατά το ήμισυ, κατά του «νόμου της απόλυτης» ή ακόμα της «σχετικής εξαθλίωσης», κατά της αντίληψης που βλέπει την υποκατανάλωση σαν «αιτία» της κρίσης κλπ. Ακόμα, κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να ανακαλύψει και να σχολιάσει μια αξιοσημείωτη απουσία: αυτήν του ρόλου της περιστροφής του κεφαλαίου στον καθορισμό του ποσοστού κέρδους κλπ. Σε άλλα σημεία, είναι σε θέση να εξηγείται καθαρά και κατηγορηματικά σε σχέση με διάφορα μεταφραστικά λάθη που αλλοιώνουν το νόημα, να αναδεικνύει την τάδε διαφορά (μεταξύ εμπορευματικού και καπιταλιστικού ανταγωνισμού, για παράδειγμα), να επιμένει στη θεωρητική γονιμότητα της διάκρισης που κάνει ο Μαρξ μεταξύ της Form, της Gestalt και της Gestaltung, κλπ.

Στην πορεία της εργασίας αυτής αρκείται στο να ελέγχει από κοντά τη σκέψη του Μαρξ, ιδίως τις σκέψεις που του προσάπτουν, χωρίς όμως να προσθέσει σ' αυτή το παραμικρό, αφού το μόνο που κάνει είναι να καθοδηγείται από τη μορφή σκέψης που ο Μαρξ επιβάλλει στον εαυτό του στη διαδικασία της Denkprozess. Είναι σε θέση να σημειώσει έτσι ότι ο Μαρξ μίλησε για την πάλη των τάξεων στο Κεφάλαιο μόνο στην έκταση που οι καθορισμοί της πηγάζουν από το εσωτερικό του εννοιολογικού πεδίου που ορίζεται από τις τρεις μεγάλες έννοιες του εμπορεύματος, του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής παραγωγής. Και δεν διστάζει να διαβεβαιώσει, ότι αν ο Μαρξ, είχε, όπως προέβλεπε, μιλήσει στο Κεφάλαιο για το Κράτος θα το είχε κάνει «αναγκαστικά» στα ίδια αυτά όρια.

Φυσικά, και δεν νομίζω ότι θα εκπλήξω τον Dumenil λέγοντας ότι, η ριζοσπαστικότητα των θέσεων του δεν παραλείπει να εγείρει σημαντικά προβλήματα. Οι θέσεις του, με το δικό τους τρόπο ενισχύουν μια πεποίθηση που προοδευτικά διαμορφώσαμε, και στην οποία θα μπορούσαμε να δώσουμε την εξής παράδοξη διατύπωση: Το Κεφάλαιο δεν έχει μόνο ούτε ακριβώς την ενότητα που το ίδιο διακηρύσσει.

Ότι από τις πρώτες ακόμα λέξεις ο Μαρξ κατέβαλε κάθε προσπάθεια να αποτυπώσει στην παρουσίαση του Κεφαλαίου μια μορφή όσο το δυνατόν ενοποιημένη και ομογενή· ότι κάθε φορά άνοιγε και σηματοθετούσε τους δρόμους του, ότι έλεγχε συνεχώς τα όρια του θεωρητικού πεδίου που εξερευνούσε, και ότι στο εσωτερικό του πεδίου αυτού, έρευνα και παρουσίαση εξ ανάγκης κάποτε συνέπεσαν, είναι περίπου βέβαιο. Το ότι ο Μαρξ στοχάστηκε για λογαριασμό του («συνειδητά» λεει ο Dumenil) την ενότητα αυτή μέσα από τις κατηγορίες της «μεθόδου» του Κεφαλαίου ή της «αναλυτικής» και «διαλεκτικής μεθόδου» το γνωρίζουμε χάρη στις δηλώσεις του. Το ότι συνέδεσε αυτή τη «μέθοδο» με μια ορισμένη αντίληψη της «διαδικασίας σκέψης» (Denkprozess) με ένα ορισμένο δηλ. πρότυπο σκέψης απαραίτητο για την σκέψη του αληθινού, ότι επομένως σχημάτισε έτσι, όπως το αντιλαμβάνεται ο Dumenil, μια ορισμένη ιδέα για «την» θεωρία της γνώσης είναι, αν πάρουμε στα σοβαρά την Εισαγωγή του 57 και τον Επίλογο του 73 περίπου βέβαιο.

Το ότι η ιδέα αυτή της Denkprozess χρησίμευσε τελικά σαν εγγύηση της ενότητας του Κεφαλαίου είναι δυνατό και πιθανό. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι τα αποτελέσματα.

Δεν μιλώ για τα μακρινά και έμμεσα αποτελέσματα που δύσκολα μπορούν να αποδοθούν κάπου, όπως αυτά που μπορούμε να εντοπίσουμε στα γραφτά του Λένιν: «Η διαλεκτική είναι (Χεγκελιανή και) μαρξιστική θεωρία της γνώσης». Μιλώ για αποτελέσματα παρατηρήσιμα στο ίδιο το Κεφάλαιο.

Έχουμε πραγματικά λόγους να πιστεύουμε, μέσα από τόσες προσπάθειες και εμπειρίες ότι η ενότητα της Denkprozess του Κεφαλαίου, η ενότητα της σειράς παρουσίασης του δεν είναι ταυτόσημη μ' αυτήν που μας προσφέρεται. Αντίθετα, είναι αξιοσημείωτα άνιση και δυσανάλογη. Λεω: αξιοσημείωτα γιατί η ανισότητα αυτή έχει ένα νόημα και μάλιστα σημαντικό.

Υπάρχει σαφώς, στο Κεφάλαιο μια πρωτεύουσα σειρά παρουσίασης, ορατή, εντυπωσιακή, μία και ομοιογενής (υπό την προϋπόθεση ότι αντιλαμβανόμαστε αυτή την ενότητα όπως ο Dumenil: συγκροτούμενη από τη θέση και σύνθεση εννοιών): από την αξία στο κεφάλαιο, την καπιταλιστική παραγωγή μέχρι τις «συγκεκριμένες» κατηγορίες του τρίτου Τόμου.

Παράλληλα όμως υπάρχουν κι άλλες πλάγιες «σειρές παρουσίασης» που έρχονται να διακόψουν και να διασχίσουν συχνά την πρώτη. Υπάρχουν υψηλής σημασίας, μακροσκελέστατα και ασυνεχή κεφάλαια όπου παρεμβάλλεται μια τελείως διαφορετική «ανάλυση» που για ευκολία ονομάστηκε «συγκεκριμένη» και «ιστορική» σε αντιδιαστολή με την πραγματικά «θεωρητική», πρωταρχικής σημασίας ανάλυση - λες και ήταν ποτέ δυνατόν να έχει η «θεωρία» μια μορφή αυστηρά αναγνωρίσιμη, ταυτοποιήσιμη και ολοκληρωμένη. Μια τέτοια ευκολία όμως δεν πρέπει να μας ικανοποιεί: οι αναλύσεις αυτές έχουν επίσης και μια αξία «θεωρητική» έστω και αν η ενότητα τους με την πρωτεύουσα σειρά παρουσίασης θέτει ένα πρόβλημα. Έτσι όπως μας προσφέρεται, παράδοξη και ωστόσο επίμονη, η διαφοροποίηση αυτή και η σημασία της δεν θα πρέπει να ξεφύγουν το ενδιαφέρον μας. Σε αντίθετη περίπτωση θα βρεθούμε εγκλωβισμένοι στον κύκλο που χαράσει η θεωρία γύρω της αναγκαστικά εφ' όσον για να είναι η «θεωρία» που είναι πρέπει να είναι και ανοικτή και κλειστή: εγκλωβισμένη στα όρια της. Ο Dumenil μας δείχνει ότι ο Μαρξ σε κάθε στιγμή είχε συνείδηση των ορίων αυτών και ότι τα προσδιορίζει με σαφήνεια. Για παράδειγμα, το όριο του θεωρητικού. Εκείθεν του θεωρητικού υπάρχει μόνο το μη θεωρητικοποιήσιμο. Για παράδειγμα, το όριο μεταξύ του εσωτερικού (θεωρητικού) και του «εξωτερικού» του που ξεκινά από την αξία χρήσης και φθάνει στην παραγωγικότητα της εργασίας και την πάλη των τάξεων! Σε όλες τις περιπτώσεις σκοντάφτουμε στα όρια της πρωτεύουσας σειράς παρουσίασης. Και δεδομένου ότι τα όρια αυτά είναι συνάρτηση των εννοιών που ανοίγουν και κλείνουν το πεδίο, σκοντάφτουμε στο γεγονός της θέσης των εννοιών αυτών. Πράγμα που σημαίνει ότι, σε τελευταία ανάλυση, σκοντάφτουμε στις συμπτώσεις που επέβαλαν στον Μαρξ να ανοίξει το θεωρητικό πεδίο της σειράς παρουσίασης του με την έννοια της αξίας. Κάθε δρόμος που ανοίγεται έτσι καθορίζει κάποια όρια, επομένως ένα «εξωτερικό». Το ότι το «εξωτερικό» αυτό βρίσκεται επίσης μέσα στο Κεφαλαίο διασχίζοντας και διακόπτοντας τη σειρά ανάπτυξης του για να την υποστηρίξει, μας διαφωτίζει σε σχέση τόσο με τη σειρά ανάπτυξης όσο και με το κλείσιμο της: σε σχέση με τις συμπτώσεις της, άρα σε σχέση και με τη σημασία της.

Το ότι η ενότητα του Κεφαλαίου είναι αξιοσημείωτα άνιση θα μας επέτρεπε ίσως να συλλογιστούμε σοβαρά τους λόγους για τους οποίους ο Μαρξ στο Κεφαλαίο παρενέβαλε «σφήνα», όπως λέγεται, τις αναλύσεις εκείνες για την «εργάσιμη μέρα», το κεφάλαιο εκείνο που πάνω του έχυσε «δάκρυα και αίμα» για να μελετήσει τη μανιφακτούρα και τη σύγχρονη βιομηχανία, το θαυμάσιο VIII Τμήμα για την πρωταρχική συσσώρευση, κλπ. με μια λέξη, όλα τα κεφάλαια και τις σελίδες όπου αυτό που ονομάζουμε «συγκεκριμένη ιστορία» εισβάλλει μέσα στην ανάλυση. Πρέπει να δεχτούμε ότι αυτό το «εξωτερικό» επικοινωνούσε με ένα μοναδικό τρόπο με το «εσωτερικό». Αν τώρα αυτή η επικοινωνία δεν κατανοήθηκε με σαφήνεια από τον Μαρξ, δεν θα έπρεπε να διακρίνουμε εδώ ένα αποτέλεσμα εξωτερικότητας που παράγει η σειρά παρουσίασης που επιβάλλεται στον Μαρξ; Ή, ακόμα καλύτερα, θα μπορούσαμε, υποψιασμένοι από τις μοναδικές «εξωτερικές» μορφές παρουσίασης, να προσδιορίσουμε, μέχρι και στο εσωτερικό της ίδιας της ανάλυσης, μεταξύ άλλων, τον παράξενο αυτό θεωρητικό «πυρήνα» που ανάγεται, χωρίς όμως ποτέ να ανάγεται πλήρως, στις έννοιες του Τμήματος Ι που τον καθορίζουν και τον αποκρύβουν: τη «θεωρία» της εργασιακής δύναμης και της αναπαραγωγής της. Στο αποφασιστικό αυτό σημείο (αφού από την ερμηνεία του εξαρτάται όλη η θεωρία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης) μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα του Dumenil: η «θεωρία» της εργασιακής δύναμης είναι παρούσα στο Κεφάλαιο μόνο στο βαθμό που εμπίπτει στα όρια, δηλαδή καλύπτεται από τις έννοιες του δεδομένου θεωρητικού πεδίου. Και εν προκειμένω, μόνο ως εμπόρευμα ικανό να παράγει αξία, επομένως και υπεραξία, ως εμπόρευμα πληρωνόμενο στην αξία του (= στην αξία των αναγκαίων για την αναπαραγωγή του εμπορευμάτων). Αν μείνουμε εδώ, αν δηλ. πιστέψουμε ότι ο Μαρξ δεν έχει τίποτα άλλο υπ' όψη του περισσότερο απ' ό,τι γράφει εδώ, γινόμαστε ευάλωτοι απέναντι στην ιδέα που βλέπει την (αναγκαστικά υπολογιστική) παρουσίαση της υπεραξίας σαν μια πλήρη θεωρία της εκμετάλλευσης. Για να πούμε το πράγμα καθαρότερα, κινδυνεύουμε να υποβιβάσουμε την εκμετάλλευση στον απλό υπολογισμό της υπεραξίας, αφήνοντας στο «εξωτερικό» και τις συνθήκες εργασίας (πρώτο «εξωτερικό») και τις συνθήκες της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης (δεύτερο «εξωτερικό»), του εμπορεύματος που ούτε παράγεται ούτε καταναλώνεται όπως τα άλλα εμπορεύματα, και το οποίο, όπως απέδειξε ο Μαρξ στην πολεμική του κατά του άτεγκτου νόμου των μισθών, είναι μέρος και επίδικο αντικείμενο της πάλης των τάξεων (τρίτο και τελευταίο «εξωτερικό»).

Δεν είναι επομένως παράδοξη η παρουσία του «εξωτερικού» στο Κεφάλαιο. Μέσα από τα κεφάλαια αυτά, που διασχίζουν και υπερβαίνουν τη σειρά παρουσίασης, το «εξωτερικό» παρεμβάλλεται σαν θεωρητικό στοιχείο απαραίτητο στο σχέδιο της «κριτικής της πολιτικής οικονομίας»: Παρεμβάλλεται για να προδίδει το νόημα του «υποβιβασμού» που πραγματοποιείται από τη σειρά παρουσίασης, της οποίας ο Μαρξ αποδέχτηκε τις θεωρητικές πιέσεις, για να βεβαιώσει την πραγματική σημασία της ανάλυσης που εκτυλίσσεται στο αυστηρό πεδίο αυτού του «υποβιβασμού», και επομένως για να υπερβεί τα αναγκαία του «όρια». Από τη στιγμή που αναγνωρίζεται το νόημα των διαφόρων αυτών σειρών παρουσίασης, η ενότητα της συνύπαρξης τους πιθανόν να δημιουργεί πρόβλημα: αυτό όμως είναι ένα άλλο ζήτημα που παραπέμπει στις συμπτώσεις της εκκίνησης και στη «μέθοδο» του Μαρξ.

Πρόκειται ακριβώς για την ενότητα της ίδιας της πρωτεύουσας σειράς παρουσίασης, όπως μας προσφέρεται και όπως θέλει να επιβληθεί στο Κεφάλαιο. Μια σειρά με την αυστηρή έννοια του όρου, θεμελιωμένη στο προφανές της εκκίνησης της και μια εκκίνηση εφοδιασμένη αμετάκλητα με το προφανές «του πιο απλού καθορισμού», το εμπόρευμα ή την αξία. Ολόκληρο το Τμήμα Ι περικλείεται σ' αυτή την απαίτηση που ορίζει το καθήκον της εκκίνησης από το απλό και το ομοιογενές πεδίο του όπως και από το προφανές, που κρίνεται απαραίτητο για την εκκίνηση δηλ. απαραίτητο για τη θεμελίωση της θεωρίας. Το ότι ο Μαρξ ξεκίνησε μ' αυτό το τρόπο, με μια δεδομένη ιδέα για την εκκίνηση, το ότι χρειάστηκε να ξεκινήσει μ' αυτό τον τρόπο, είναι ένα γεγονός που εκφράζει την αναγκαιότητα μιας σύμπτωσης όπου παρεμβαίνουν τα τεκμήρια, τα επίδικα αντικείμενα και οι προσφυγές μιας ανακάλυψης που θέλει να επιβάλει την αποδοχή της κόντρα σ' όλες τις προφανείς αλήθειες με τις οποίες έρχεται σε ρήξη, και μέσα από αυτές. Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί ο Μαρξ καταπιάστηκε τόσες φορές με τη σύνταξη του τμήματος Ι για να του αποδώσει τον οριστικό χαρακτήρα που όφειλε να έχει, καταλαβαίνουμε επίσης γιατί μετέθετε τη δυσκολία που αντιμετώπιζε, γενικεύοντας την: «σε κάθε επιστήμη η αρχή είναι επώδυνη» συγχέοντας την απόσχιση που εγκαινιάζει μια επαναστατική θεωρία όπως η δική του, με την απαίτηση να δώσει στην παρουσίαση μιας επιστήμης μια απόλυτη αρχή.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το ότι ο Μαρξ επικαλείται σ' όλους τους τόνους τη φιλοσοφική εγγύηση μιας υποδειγματικής Denkprozess και μιας μεθόδου κατάλληλης για τη θεμελίωση της προσπάθειας του. Αυτό που μας ενδιαφέρει, έχοντας ήδη αναγνωρίσει το ρόλο αυτής της εγγύησης είναι οι πραγματικές δυσκολίες τις οποίες είναι επιφορτισμένη να μεταθέτει και να καλύπτει. Οι δυσκολίες αυτές είναι ακριβώς τα προφανή: το προφανές του «πιο απλού καθορισμού» και το προφανές της αναγκαστικής εκκίνησης από το προηγούμενο προφανές.

Γιατί, αν εξαιρέσουμε την ιδέα που το επιβάλει σαν εγγύηση της και κάποια παρατηρήσιμα αποτελέσματα που παράγει η διαχείριση της (τα αποτελέσματα στα οποία απολήγει μια σειρά παρουσίασης που διασχίζεται και υποσκελίζεται από άλλες σειρές) ποιος μας υποχρεώνει να ξεκινήσουμε από αυτό το προφανές; Να ξεκινήσουμε δηλ. από το απλό και το ομοιογενές του πεδίο; Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μια φανταστική παραλλαγή. Αντίθετα, εντοπίζουμε στον Μαρξ ίχνη δισταγμών σχετικά με την εκκίνηση και κάποιους λόγους που μας επιτρέπουν να αμφιβάλλουμε για την υποχρέωση του αυτή. Για παράδειγμα, όταν ο Μαρξ, σε μια επιστολή στον Κούγκελμαν, ορίζει το «νόμο της αξίας» με όρους αναπαραγωγής και τον χαρακτηρίζει κατανοήσιμο «ακόμα και από ένα παιδί». Για παράδειγμα όταν στις Σημειώσεις για τον Wagner γράφει ότι «η ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων [...] υφίσταται μόνον εφ' όσον το εμπόρευμα υπάρχει στον πληθυντικό, διάφορα είδη εμπορευμάτων...» επιμένοντας στο εμπόρευμα σαν κοινωνική σχέση που δεν ανάγεται στην αξία. θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε τις ενδείξεις που μας υποβάλλουν την ιδέα να «πάρουμε» τα πράγματα, δηλ. να επαναλάβουμε την ανάλυση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο: την ιδέα ότι θα ήταν ίσως γόνιμο να αρχίσουμε όχι από το «απλό», αλλά από μια ορισμένη πολυπλοκότητα - ιδέα που, εμμέσως, δεν θα μπορούσε παρά να προσβάλει την ιδέα της εκκίνησης, από την οποία εξαρτάται, όπως επίσης και την έννοια που ενσαρκώνει την ομοιογένεια του απλού: την αξία.

Δεν είναι, προφανώς, στις προθέσεις μας να υποβάλλουμε, στη βάση των απλών αυτών κριτικών παρατηρήσεων που έρχονται να συγχρονιστούν με τις θέσεις του Dumenil, την ιδέα ότι θα έπρεπε να δώσουμε στο Κεφάλαιο μια άλλη «σειρά παρουσίασης», αυτήν που του ανήκει. Το έργο του Μαρξ είναι αυτό που είναι: Τα ηθελημένα όρια του είναι αυτά που μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε την αξία του. Αυτό που έχουμε εδώ υπ' όψη μας είναι, περισσότερο, να προσδιορίσουμε δια μέσου των θεωρητικών τους παραδοχών και να αντιπαλέψουμε τις δυσκολίες που εγγράφονται μέσα στην ενότητα και την ανισότητα της σειράς παρουσίασης του Κεφαλαίου, για να αναγνωρίσουμε, να συγκεντρώσουμε και απελευθερώσουμε τις δυνάμεις ενός στοχασμού που εγκλείει αλλά και υπερβαίνει την τυπική ενότητα που έπρεπε να προσλάβει για να υπάρξει, για περισσότερα από εκατό σήμερα χρόνια, σαν «θεωρία».

Να αντιπαλέψουμε αυτές τις δυσκολίες σημαίνει να θέσουμε το ερώτημα της αναγκαιότητας των συμπτώσεων των μορφών της σκέψης του Μαρξ: σημαίνει αναγκαστικά να επαναφέρουμε τη σκέψη του Μαρξ στην εποχή μας, και επομένως να την αναπτύξουμε για να την καταστήσουμε επίκαιρη.

Φεβρουάριος 1977

1. Βλ. Marx Engels Werke, τομ. 23, σελ. 18 και εξής.

2. Στο Για το Μαρξ και στο Να διαβάζουμε το Κεφάλαιο.

3. Τετράδια για τη Διαλεκτική, Editions Sosials, σελ. 28α.

Το κείμενο αυτό είναι ο Πρόλογος που έγραψε ο Λουί Αλτουσερ στο βιβλίο του G. Dumeml, "Le concept de loi economique dans le capital", Maspero 1978 (Σ.τ.μ.).