Η έρημη χώρα. (Το παρελθόν και το παρόν του ΚΚΕεσ.)
του Θανάση Τσεκούρα

«Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη: το φάντασμα του κομμουνισμού».

Φαίνεται, ότι χρειάστηκαν πολλά χρόνια, για να απογυμνώσουν οι κομμουνιστές την πρόταση από κάθε μεταφορικό νόημα, ανακαλύπτοντας την πιο απλή και κυριολεκτική της σημασία: ο κομμουνισμός, πλέον, έγινε φάντασμα, όραμα τρομακτικό, ιδέα απωθητική, όχι βέβαια για τους πραγματικούς εχθρούς του, το αστικό κράτος και το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά για τους φορείς του, δηλ. εκείνους που ανέλαβαν να τον μετατρέψουν σε υλική δύναμη μέσα στις μάζες, τους ίδιους τους κομμουνιστές.

Η συνεχιζόμενη συζήτηση για το μέλλον του ΚΚΕ εσωτ., τη «μετεξέλιξη», την ίδρυση «νέου φορέα της Αριστεράς», την «αναβάθμιση» με βασικές τομές στην ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική φυσιογνωμία του, επικεντρώνεται τελικά στην ανάγνωση της πρώτης φράσης του Κομμουνιστικού Μανιφέστου και στα ανάλογα συμπεράσματα που προκύπτουν.

Βέβαια, όλη η συζήτηση «αποπνέει Ρωμιοσύνη», όπως θα 'λέγε και ο Λεωνίδας Κύρκος, οι απόψεις και οι προτάσεις μεταμφιέζονται, δεν εξαντλούνται στα όρια τους, κρύβονται στην έντεχνη σύγχυση των στοχεύσεων και των προοπτικών που διανοίγουν:

«Τούτη είναι η ώρα να κάνουν οι κομμουνιστές της ανανέωσης το μεγάλο άνοιγμα στις μάζες, στους ανένταχτους και τις αληθινά επαναστατικές σοσιαλιστικές δυνάμεις, για να διαμορφώσουν μαζί τη νέα προωθητική δύναμη προς το Σοσιαλισμό μέσα από τη Δημοκρατία. Γι αυτή την ιστορική πρωτοβουλία, προετοιμάζονταν το ΚΚΕεσ. χρόνια από τη διάσπαση του '68, τη μάχη για το ρίζωμα στην εθνική μας ζωή, την καλλιέργεια των ιδεών του δημοκρατικού δρόμου, της αυτονομίας απέναντι στα διεθνή κέντρα, της αυτοδιαχείρισης» (1).

Οι υποστηρικτές της μεταξέλιξης του ΚΚΕ εσωτ., ακόμη και οι πρακτικά συγκλίνοντες της ίδρυσης του «νέου φορέα της Αριστεράς», δεν κρύβουν τις μύριες όσες διαφορές τους: την ιστορική καταγωγή, τη διαφορετική πορεία στο εσωτερικό της ευρύτερης Αριστεράς, την ιδεολογική διαμόρφωση, καθώς και τον ιδιαίτερο επανακαθορισμό που επιζητούν για το χώρο της Ανανεωτικής Αριστεράς.

Η συνοχή εξασφαλίζεται από την κοινή αγωνία να αρχίσει επιτέλους το «κυνήγι των μαγισσών», η μόνιμη αναζήτηση του πολιτικού ρεαλισμού, της «αποτελεσματικής πολιτικής».

Η σκέψη και η αναζήτηση εξαντλούνται στην προφάνεια: «Ο κομμουνισμός απωθεί τις μάζες, αφού λοιπόν αποτύχαμε να αλλάξουμε τις μάζες, είναι καιρός να αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι. Τομή λοιπόν, αλλά μέσα στη συνέχεια και... το πλοίο φεύγει. Το νέο κόμμα θα είναι και αριστερό, και κομμουνιστικό, και σοσιαλιστικό, και ταξικό, και διαταξικό, και πολιτικό, και κοινωνικό, και οικολογικό, και φιλειρηνικό, και αναρχοαυτόνομο, και αντιεξουσιαστικό, και ότι άλλο ήθελε προκύψει, αρκεί να φαντάζει σύγχρονο, ωραίο και ελκυστικό».

Τα διαπιστευτήρια της άποψης της «μετεξέλιξης» του ΚΚΕ εσωτ., είναι ιδιαίτερα πεζά και απλά, και ίσως χάριν αυτής της απλότητας αποκτούν τη δύναμη τους.

Η πολυετής πλέον, στασιμότητα και καθήλωση του ΚΚΕεσ. δημιουργεί την ανάγκη, ενώ η ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού μετά τις εκλογές, παρουσιάζεται σαν η φαινομενικά ικανή συνθήκη για «να σπάσει το κέλυφος»:

«Πολλοί πήγαν στο ΠΑΣΟΚ, γιατί το ΠΑΣΟΚ αντέγραψε τόσα και τόσα συνθήματα γενικά της Αριστεράς, αλλά και ειδικότερα δικά μας, ακόμη και τον τρίτο δρόμο στο σοσιαλισμό, ενώ από την άλλη μεριά παρουσιάστηκε ως νέο αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα, που δεν είχε να κάνει με τα λάθη κλπ. της παραδοσιακής Αριστεράς. Λοιπόν, εμείς απέναντι σ' αυτόν τον κόσμο, θα μπορούμε να κινηθούμε με λυμένα χέρια, χωρίς τις απωθήσεις που δημιουργεί η εξάρτηση από τον ομφάλιο λώρο. Και προς τις δύο πλευρές λοιπόν θα είμαστε πιο αποτελεσματικοί» (2).

Η προοπτική της «μετεξέλιξης», πετυχαίνει να εμφανίζεται με πολύ προσεκτικό τρόπο. Ενώ, σε τελική ανάλυση, μετακαλεί το βαρύτερο ιδεολογικό και πολιτικό φορτίο, αφού η λογική της συνέπεια οδηγεί στην τυπική και ολοκληρωτική αναδιαμόρφωση του χώρου της Ανανεωτικής Αριστεράς με την αναγνώριση της ανυποληψίας της κομμουνιστικής προοπτικής, μοιάζει όπως συνηθέστερα εκφράζεται ουδέτερη και αποϊδεολογικοποιημένη, σαν ώριμη και προφανής κίνηση πολιτικής τακτικής που δίνει τη σαφή απάντηση στα διαφανή αιτήματα της συγκυρίας. Αυτός είναι και ο κυριότερος παράγοντας που απονευρώνει τη συζήτηση συνολικά.

Βαθύτατα και σημαντικότατα ζητήματα, που η αποσαφήνιση τους θα έπρεπε να αποτελέσει διαδικασία - σταθμό, στην ιστορία του αριστερού κινήματος και να καθορίσει για πολλά χρόνια τη μελλοντική προοπτική του, εμφανίζονται σαν «τσόντα» για να νομιμοποιήσουν άμεσες και επείγουσες σκοπιμότητες, όσων αγωνιούν για «αποτελεσματική πολιτική» και «άνοιγμα στις μάζες», και γι' αυτό η όλη συζήτηση εκφυλίζεται σε μια θλιβερή καρικατούρα.

Αλλά και ο αιτούμενος πολιτικός ρεαλισμός των ηγετικών φορέων της άποψης της «μετεξέλιξης» είναι γεννημένος από την ίδια μήτρα με τους προηγούμενους τον πολιτικό ρεαλισμό της Ενωμένης Αριστεράς, των «Στόχων του Έθνους», της ΕΑΔΕ, της Συμμαχίας, του Εθνικού Ακροατηρίου, της πράσινης ΕΑΔΕ. Είναι ο πολιτικός ρεαλισμός του 1,5% και της χρόνιας καχεξίας και αποτελμάτωσης του ΚΚΕεσ.

Ταυτόχρονα, ο σημερινός «πολιτικός ρεαλισμός» δικαιώνει τους διαδοχικά προηγηθέντες, διαβάζοντας την ιστορία της Ανανεωτικής Αριστεράς με νέο τρόπο, αφού με το «μαγικό ραβδί» του ανακάλυψε τη μόνη αλήθεια που αξίζει τον κόπο να παίρνουμε στα σοβαρά.

Και αυτή η αλήθεια, συομπάρει κάθε διαδικασία κριτικής και αυτοκριτικής για την πορεία της Ανανεωτικής Αριστεράς, δηλ. την ίδια την ιστορική μνήμη των αριστερών, και μεταμορφώνει, σαν σύγχρονη «πηγή της Κάναθου», την προφανή πολιτική υστεροβουλία σε γόνιμη και απελευθερωμένη από τις δεσμεύσεις του παρελθόντος αναζήτηση του καινούριου.

«Βεβαίως τα λάθη μας μας εμπόδισαν να συνδεθούμε με τον κόσμο. Το βασικότερο όμως που δεν μας αφήνει να προχωρήσουμε είναι η σημερινή μορφή» (3).

Και με μεγαλύτερη σαφήνεια:

«Θα μπορούσε κανείς λοιπόν ν' αρχίσει να αναδιφεί το παρελθόν και ν' αναζητά τα λάθη της πολιτικής γραμμής που κόστισαν στο κόμμα την καθήλωση του, τις παραλείψεις και τα ελαττώματα της κομματικής παρέμβασης, που δεν επέτρεψαν τη μεγιστοποίηση των ωφελημάτων από την τάδε ή τη δείνα πολιτική πρωτοβουλία... Το θέμα δεν είναι να εμπλακούμε σε άγονες ασκήσεις κριτικής και αυτοκριτικής σχετικά με τις επιπτώσεις που είχε η επιλογή της Ενωμ. Αριστεράς, της ΕΑΔΕ, της Συμμαχίας, της μεγαλύτερης ή μικρότερης δόσης αντιδεξιού ή αντιπασοκικού τόνου το θέμα είναι να αναρωτηθούμε γιατί οι κατά καιρούς νέες επιλογές αποδείχτηκαν εξίσου αναποτελεσματικές μ' αυτές που ειχαν προηγηθεί και άφησαν τελικά το Εσωτερικό καθηλωμένο στα όρια της επιβίωσης» (4). Ακολουθώντας, λοιπόν, τη συμβουλή της ισοπέδωσης, δεν θα διστάζαμε να προμαντεύσουμε τη μοίρα και του σημερινού «πολιτικού ρεαλισμού», καθώς ακυρώνεται από την συστατική σχέση του ΚΚΕεσ. με τη συγκυρία, δηλ. το μόνιμο ασυγχρονισμό της πολιτικής του.

Το επιτυχημένο πείραμα του «πολιτικού ρεαλισμού» και της κερδοφόρας εκμετάλλευσης της συγκυρίας, ολοκληρώθηκε στη μεταπολιτευτική άνδρωση του ΠΑΣΟΚ, που κατόρθωσε να συνταιριάσει το σύγχρονο ριζοσπαστισμό που δημιούργησαν οι ανακατατάξεις της δικτατορίας και της πτώσης της, με μια ακλόνητη αριστερή φυσιογνωμία, σχετικά ακηλίδωτη από το βεβαρυμένο και πραγματικά ιδιαίτερα απωθητικό σε πολλά σημεία, παρελθόν των δυνάμεων της παραδοσιακής Αριστεράς. Πράγματι, η «μετεξέλιξη» του ΚΚΕεσ. είναι το συνώνυμο του εκπασοκισμού του, αλλά στην κυριολεξία ενός «εκπασοκισμού χωρίς τις μάζες», που διατηρεί μόνο τα τυπικά χαρακτηριστικά του: ασαφές ιδεολογικό περίγραμμα, πολυσυλλεκτισμός, θολή στρατηγική στόχευση, αρχηγισμός, κ.λπ. Δεν είναι ανάγκη εδώ να θυμίσουμε, ότι κάθε ιστορικό γεγονός, εμφανίζεται τη δεύτερη φορά, σα φάρσα.

Παρ' όλα αυτά, η ισχυροποίηση της άποψης της «μετεξέλιξης» οφείλει πολλά στην αίσθηση «πολιτικής αποτελεσματικότητας» που προσπαθεί να πείσει ότι διαθέτει και το φαινομενικό συγχρονισμό της με την πολιτική συγκυρία.

Η μετεκλογική συγκυρία χαρακτηρίζεται από έντονη ρευστότητα σε όλους τους χώρους της πολιτικής σκηνής, οφειλόμενη σε μεγάλο βαθμό στις ανακατατάξεις που προκαλεί η κυβερνητική πολιτική.

Η στροφή του ΠΑΣΟΚ και η κινητικότητα που παρουσιάζεται στον ευρύτερο χώρο του, και σε δεύτερη μοίρα οι εξελίξεις στο ΚΚΕ, αποτελούν τα καλύτερα πειστήρια που δικαιώνουν τη «μετεξέλιξη» του ΚΚΕεσ.

Η λογική τους είναι απλή: ο διευρυμένος και ελαστικός νέος φορέας της Ανανεωτικής Αριστεράς, θα καταφέρει να εκμεταλλευτεί με καλύτερους. όρους το πολιτικό κενό που αφήνει ακάλυπτο η μόνιμη δεξιά στροφή του ΠΑΣΟΚ.

Η απλοϊκή αυτή πολιτική λογική, αποτυγχάνει σε δύο κυρίως σημεία:

α) Η δεξιά στροφή του ΠΑΣΟΚ δεν είναι σίγουρα μια διαδικασία χωρίς επιστροφή, καθώς το ΠΑΣΟΚ δεν αποκόπτεται οριστικά από τη μαζική βάση - στήριγμα της εξουσίας του, διατηρώντας τη δυνατότητα να αναβαπτίζει συνεχώς την αριστερή φυσιογνωμία του.

Η υπερεκτίμηση της συγκυρίας, ξεχνά ότι το ΠΑΣΟΚ διαθέτει απόλυτα την πρωτοβουλία των πολιτικών εξελίξεων, και μ' αυτή την έννοια γίνεται ο πρώτος τη τάξει μνηστήρας για να κινηθεί και να επικαλύψει το πολιτικό κενό που αφήνει η σημερινή πολιτική του.

β) Η υπερεκτίμηση της πολιτικής ρευστότητας της συγκυρίας, συμπορεύεται με τον εφησυχασμό και την ακινησία μπροστά στο κοινωνικό υπέδαφος που αναδεικνύει και την πολιτική ρευστότητα.

Οι κοινωνικές αντιστάσεις και συγκρούσεις με την κυβερνητική πολιτική καθρέπτισαν, ακόμη μια φορά, τα όρια και τις αδυναμίες της παρέμβασης της Ανανεωτικής Αριστεράς, που φάνηκε επαρκής μόνο, όσο το κοινωνικό κλίμα αναπαρήγετο αυθόρμητα με την απλή βοήθεια του συνδικαλιστικού διεκδικητισμού και ψήγματα πολιτικού λόγου από το παραδοσιακό συνταγολόγιο του «αριστερού κεϋνσιανισμού».

Και σ' αυτό το ζήτημα, οι προβληματισμοί της «μετεξέλιξης» και του «νέου φορέα της Αριστεράς» φαίνεται ότι είναι πλασμένοι από τα ίδια ακινητοποιημένα και ανάρμοστα υλικά, με τα οποία οικοδομήθηκε η, μέχρι τώρα, πολιτική φυσιογνωμία του ΚΚΕεσ.:

«Ο εξαναγκασμός λοιπόν, φαίνεται να απαιτεί επενδύσεις "εντάσεως κεφαλαίου" και αύξηση της παραγωγικότητας. Προφανές αποτέλεσμα η αύξηση της ανεργίας, για μια οικονομία σαν την ελληνική, εκτός κι αν μειωθούν οι ώρες εργασίας με παράλληλη μείωση και των αποδοχών, που σημαίνει μείωση και του πραγματικού εισοδήματος της εργατικής τάξης. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει δεκτό μόνο στα πλαίσια πολύπλευρης και αναλογικής λιτότητας, που θα επεκταθεί δηλαδή σ' όλες τις κοινωνικές τάξεις με αντίστοιχα μέτρα, και όχι μόνο αυτό: το κυρίαρχο πρόβλημα είναι ο ταξικός και πολιτικός έλεγχος των διαδικασιών συσσώρευσης, που θα έθετε σε κίνηση μια τέτοια διαδικασία. Γιατί, αν απαιτούνται πράγματι κάποιες άμεσες θυσίες για να εξασφαλιστούν πιο μακροπρόθεσμα συμφέροντα, το θέμα είναι να υπάρξουν οι εγγυήσεις ότι κάτι τέτοιο θα γίνει κι όχι το αποτέλεσμα τελικά να είναι η μεγαλύτερη υποδούλωση αυτών που θα σηκώσουν το βάρος των θυσιών» (5).

Με βάση σκέψεις σαν τις προηγούμενες και, έστω ότι πραγματικά η ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού εντείνεται, οι κοινωνικές συγκρούσεις και οι συνακόλουθες αποδεσμεύσεις πληθαίνουν, τι είναι αυτό που πείθει ότι η ύπαρξη ενός διευρυμένου, μη κομμουνιστικού φορέα της Αριστεράς θα συγκροτήσει αποτελεσματικό πόλο μαζικής συσπείρωσης;

Αν η Ανανεωτική Αριστερά δεν κατάφερε να αντιπολιτευθεί κριτικά και αποτελεσματικά το ΠΑΣΟΚ και την πολιτική εξουσία, σίγουρα δεν έφταιξε τόσο η κομμουνιστική και «κλειστή» φυσιογνωμία της, όσο η βαθειά και ουσιαστική συγγένεια της με το ΠΑΣΟΚ, οι θολές και απονευρωμένες ιδεολογικές και πολιτικές παρεμβάσεις της, οι ασαφείς και ανύπαρκτες κοινωνικές διασυνδέσεις με τις υπαρκτές, κάθε φορά, αντιστάσεις του κοινωνικού κορμού. Και προς την υπέρβαση αυτής της κατεύθυνσης οι προβληματισμοί και οι απόψεις των υποστηρικτών της «μετεξέλιξης» φαίνεται ότι μόνο αρνητικές υπηρεσίες μπορούν να προσφέρουν.

Η διαρκής κρίση του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος αποτελεί το εφαλτήριο που παρέχει την αναγκαία προωθητική δύναμη παρόμοιων απόψεων. Μετά από προσπάθειες τόσων χρόνων, η ηγεσία της Ανανεωτικής Αριστεράς κατάφερε να αποσκελετώσει πλήρως τη μαρξιστική σκέψη και θεωρία μετατρέποντας την σε Ευαγγέλιο της κοινωνικής ισορροπίας και του τεχνοκρατισμού. Πλέον, οι συνθήκες είναι ώριμες για την οριστική αποκοπή από τον «ομφάλιο λώρο», καθόσον σ' αυτό το απονευρωμένο, θνησιγενές υπολειμματικό κατασκεύασμα, που κατ' ευφημισμό δύναται να ονομασθεί ανανεωτικός μαρξισμός και ανανεωτική κομμουνιστική φυσιογνωμία, χρεώνεται η αποτυχία και η αποτελμάτωση της Ανανεωτικής Αριστεράς.

Το μονιμότερο σημείο αναφοράς είναι η εκμετάλλευση της πολυεπίπεδης κρίσης του κομμουνισμού, όχι βέβαια με στόχο την υπέρβαση της, αλλά τη ναρκοθέτηση και τελικά τη γελοιοποίηση κάθε διαφορετικής άποψης που επιμένει να αναφέρεται στο μαρξισμό και την κομμουνιστική προοπτική.

Το έδαφος είναι καλά προετοιμασμένο από την άμεση ιδεολογική επίθεση των κυρίαρχων ιδεολογιών, την αφυδάτωση του μαρξισμού, από τα επίσημα δόγματα των «υπαρκτών σοσιαλισμών», και τις συνεχείς αποτυχίες του εγχειρήματος της Ανανέωσης, και σ' αυτό το πλαίσιο ο αγώνας είναι πραγματικά άνισος και με βέβαιη έκβαση.

Βέβαια, τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕεσ., τόσο για λόγους ιστορικής παράδοσης, όσο και για τη διατήρηση κάποιων λεπτών ισορροπιών, αποφεύγουν τις ακραίες αναφορές, ακολουθώντας την «πεπατημένη»· κριτική των αιθεροβαμόνων «της εφόδου στα χειμερινά ανάκτορα» ή εξηγήσεις για την «προσφορά του Λένιν που είναι μεγάλη αλλά είναι μιας ορισμένης εποχής και όχι όπως του Μαρξ που είναι πολύ γενικότερη» κ.λπ. (6).

Στο χώρο των ανένταχτων και σχετικά αδέσμευτων από ανάλογες πολιτικές σκοπιμότητες, το τοπίο θυμίζει «τη νύχτα των μεγάλων μαχαιριών», μια και δηλώνεται καθαρά και αναμφισβήτητα, ότι «ο κομμουνισμός ανεξάρτητα από τις προθέσεις των κομμουνιστών, δεν προσλαμβάνεται ως απελευθερωτική ιδεολογία, αλλά ως συντηρητική και αυταρχική μέθοδος διακυβέρνησης» (7).

Και με μεγαλύτερη εμβάθυνση:

«Όμως η συνολική αυθεντία και η μοναδικότητα, χαρακτηριστικά με βάση τα οποία συστήνεται ακόμα και το καλύτερο δυνατόν κομμουνιστικό κόμμα, αποκαλύπτουν μια βαθύτερη αντιδημοκρατικότητα».

Στο τέλος με πατρική στοργή μας αποκαλύπτεται η πικρή αλήθεια: «Ας μη γελιόμαστε από τη συναισθηματική φόρτιση που έχουν οι λέξεις κομμουνιστικό κόμμα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια άποψη ιδεολογικά συντηρητική και πολιτικά αναποτελεσματική, και για τούτο οδηγεί στην ακινησία» (8).

Η όλη συζήτηση χρωματίζεται έντονα, από μια υποψία που αναστέλλει τη διάθεση παρέμβασης και τοποθέτησης στο πλαίσιο της. Ότι τα σημαντικότερα και, όντως υπαρκτά, ζητήματα που τίθενται, απλά συνοδεύουν και μακιγιάρουν ιδιαίτερες πολιτικές ανάγκες της στιγμής, χωρίς να υπάρχει η κοινή αγωνία που πρέπει να συντάσσει τους αριστερούς, όταν κρίνεται η βαθύτερη μορφή της πολιτικής ύπαρξης τους.

Κανένα κομμουνιστικό κόμμα δεν έθεσε σαν κεντρικό θέμα Συνεδρίου ενδεχόμενη «αποκομμουνιστικοποίηση» εκτός και αν στην προηγούμενη πορεία του είχε πλήρως «αποκομμουνιστικοποιηθεί» και αναμένετο πλέον και η τυπική επικύρωση της πράξης. Και μάλλον, περί αυτού πρόκειται, Το ΚΚΕεσ. διέγραψε την ιστορική πορεία του, με οδηγό τη σταδιακή και πλήρη τελικά «αποκομμουνιστικοποίηση» του.

Η ζητούμενη επισφράγιση της πορείας του, αφορά την προσπάθεια επανατοποθέτησης στην πολιτική σκηνή, την αναζήτηση μεγαλύτερης ευκινησίας απέναντι στις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, τη διευκόλυνση πιθανών μελλοντικών συμμαχιών με μερικές.

Μ' αυτή την έννοια, το σχετικό πλαίσιο της συζήτησης με κεντρικό αίτημα την «αποκομμουνιστικοποίηση» είναι εξ αρχής ναρκοθετημένο, και πριν απ' όλα στερείται αντικειμένου με δεδομένη την, μέχρι τώρα, ιστορική πορεία του ΚΚΕεσ.

Το ΚΚΕεσ. σαν πολιτικός οργανισμός

Το εγχείρημα της ανανέωσης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος σημαδεύτηκε από έντονες εγγενείς αδυναμίες, εξ αρχής. Η έλλειψη βαθιάς πολιτικοποίησης της διάσπασης, πέραν από υπαρκτές βέβαια αλλά σχετικά δευτερεύουσες και ανώδυνες αντιθέσεις της τρέχουσας πολιτικής πρακτικής, η θολή και χαλαρή ιδεολογική και θεωρητική δικαίωση της, η εναγώνια αναμονή του χρίσματος από τις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», μαραίνουν σιγά - σιγά τις ελπίδες που είχαν γεννηθεί για τη δυνατότητα υπέρβασης της κρίσης του αριστερού κινήματος.

Δεν είναι άστοχη η διαπίστωση, ότι την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο και σχηματικά μέχρι τις βουλευτικές εκλογές του 1977, η ιστορική δυναμική που απελευθέρωσε η διάσπαση του '68 φαίνεται οριστικά εξαντλημένη, όχι γιατί απλά και μόνο στέρεψαν οι θεωρητικές επεξεργασίες, τα ιδεολογικά μέτωπα, κ.λπ., αλλά γιατί όλες οι εγγενείς δυσπλασίες του εγχειρήματος παγιώθηκαν και καθρεπτίστηκαν στον τρόπο «εκκοινωνισμού» της Ανανεωτικής Αριστεράς, δηλαδή στη συγκεκριμένη οπτική και κατανόηση της ταξικής πάλης και στη θέση που επιζητούσε σ' αυτήν ο κύριος πολιτικός φορέας της, στη συγκυρία που ακολούθησε την πτώση της δικτατορίας.

Η πολιτική κρίση που οδήγησε στη δικτατορία, αλλά ακόμη περισσότερο η ίδια η περιπέτεια της δικτατορίας, και οι παράλληλες κοινωνικές ανακατατάξεις που αλλάζουν ραγδαία το χαρακτήρα της νεοελληνικής κοινωνίας και του συνόλου των κοινωνικών δυνάμεων, είχαν σαν αποτέλεσμα μια έντονη ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών μαζών. Η τελευταία, παρ' ότι ήταν συγκεχυμένη και κατακερματισμένη δημιουργούσε μια ελπιδοφόρα κοινωνική κίνηση που τελικά έκλινε, με αυθόρμητο τρόπο, προς όφελος των δυνάμεων της ευρύτερης Αριστεράς.

Η «χρυσή ευκαιρία» της Ανανεωτικής Αριστεράς ήταν η σύνδεση του λαϊκού ριζοσπαστισμού και της Ανανέωσης του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος. Μ' αυτό τον τρόπο, θα διευρύνετο το εγχείρημα της διάσπασης του '68 με την αγκύρωση στις κύριες αντιθέσεις και συγκρούσεις της ελληνικής κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα ο λαϊκός ριζοσπαστισμός θα διευκολυνόταν να αναπλασθεί σε αριστερή πολιτική πρόταση εξουσίας με πλούσιο κοινωνικό περιεχόμενο.

Αντίθετα όμως, ο κύριος πολιτικός φορέας της Ανανέωσης, καταγράφτηκε από την πρώτη στιγμή, σαν δύναμη συμβιβασμού και εξισορρόπησης, με μια μόνιμη επιφυλακτικότητα, και πολλές φορές σε ανοικτή αντίθεση, με την ριζοσπαστική κίνηση των μαζών.

Κατόρθωσε σταδιακά, και με μεγάλη συνέπεια, οφείλουμε να παραδεχτούμε να μετεξελιχθεί σε πολιτικό οργανισμό «αποκοινωνικοποιημένο», χωρίς σημαντικό ειδικό βάρος στην ταξική πάλη, αφού απουσίαζαν οποιεσδήποτε διαπλοκές με ενεργές κοινωνικές δυνάμεις, που στήριζε την μίζερη αναπαραγωγή του σε λόγους ιστορικής παράδοσης και στην ελκυστικότητα που διέθεταν ορισμένες από τις ιδέες του.

Σ' αυτή τη συγκυρία, το ΚΚΕεσ. σκιαγραφείται σαν πολιτικός οργανισμός με ιδιαίτερα αρνητικά χαρακτηριστικά. Χωρίς σοβαρές κοινωνικές αναφορές, με έντονη φοοία κάθε είδους εντάσεων και συγκρούσεων, διακρίνεται" από τις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς (ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ), οι οποίες ακολουθώντας το μοντέλο «κόμμα - συνδικάτο» επωφελούνται της συγκυρίας, και εκφράζουν με έντονο διεκδικητισμό τα κατακερματισμένα κοινωνικά συμφέροντα των μαζών, και κατ' αυτό τον τρόπο ανακαλύπτουν τις απαραίτητες κοινωνικές εκπροσωπήσεις για να ενισχύσουν το ειδικό πολιτικό τους βάρος.

Το ΚΚΕεσ., εξελίχθηκε κατά κύριο λόγο, στη μορφή «κόμμα - κράτος», αναθέτοντας στον εαυτό του καθήκοντα εθνικής πολιτικής, με βασικό άξονα αγκύρωσης, την προνομιακή σχέση με τους κρατικούς μηχανισμούς, την θετικότητα και τον τεχνοκρατικό χαρακτήρα της πολιτικής παρουσίας του. Αλλά, η προηγούμενη τυπικά ευρωκομμουνιστική κατεύθυνση απαιτεί ισχυρή κοινωνική παρουσία και αποτελεσματική ιστορική παράδοση, στοιχεία δηλ. που ουδέποτε διέθετε το ΚΚΕ εσωτ.

Έτσι λοιπόν, το ΚΚΕ εσωτ. αποκτά ένα ιδιαίτερο στίγμα στη συγκυρία, σαν πολιτικός οργανισμός, που προσομοιάζει με παραπολιτικό και παρακοινωνικό «εργαστήρι ιδεών και προτάσεων», με λειτουργία «ατομικού διανοούμενου», χωρίς να διαθέτει την ισχύ να διεκδικήσει την πατρότητα και την κληρονομιά ακόμη και των δικών του κατακτήσεων, που καταλήγουν τελικά έρμαιο των ορέξεων των ισχυρότερων πολιτικών δυνάμεων.

Η κοινωνικοποίηση της Ανανέωσης: μια παρένθεση

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν τον κύριο πολιτικό οργανισμό της Ανανεωτικής Αριστεράς στη συγκυρία, συνοψίζονται ως εξής:

- διεκδίκηση μιας νέας σχέσης του κομμουνιστικού κινήματος με το (αστικό) κράτος, βασισμένη στην ενεργή και πρωτεύουσα παρουσία στους κρατικούς μηχανισμούς, που κατευθύνεται στρατηγικά στη διαχείριση των βασικών κέντρων της κρατικής εξουσίας.

- αυτονομημένη και ιδιαίτερα αυξημένη επίδραση στο χώρο της θεωρίας και της διαμόρφωσης των ιδεολογιών, επιφορτίζει το κόμμα με λειτουργία «ατομικού διανοούμενου», που βλέπει τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις να διαχειρίζονται, πολύ εύκολα, τις «πάντα ενδιαφέρουσες» δικές του κατακτήσεις.

Η ισχνή και αναιμική κοινωνική αναφορά, αποτελεί το όριο και τον περιορισμό της πολιτικής του, ενώ παράλληλα δημιουργεί μια συγκλίνουσα σχέση με την κοινωνική μάζα των προοδευτικών διανοουμένων, που την ίδια περίοδο, αναδιαπραγματεύεται την δική της σχέση με την εξουσία και τους κρατικούς μηχανισμούς.

Αυτή η σύγκλιση δημιουργεί την προνομιακή σχέση της Ανανεωτικής Αριστεράς με την ευρύτερη μάζα των προοδευτικών διανοουμένων, και αποτελεί το βασικό χώρο κοινωνικής σύνδεσης και αναπαραγωγής των φορέων της.

Σε πολλές περιπτώσεις η Ανανεωτική Αριστερά αναλαμβάνει την εκπροσώπηση της ευρύτερης μάζας των διανοουμένων, όχι βέβαια με συντεχνιακό τρόπο, αλλά μέσω των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών που προσδίδει η συγκυρία στον κύριο πολιτικό οργανισμό της.

Καταλήγει, σε μια αμοιβαία αναγνώριση, ένα είδος αυθόρμητης και συνεχούς κοινωνικής όσμωσης με τη μάζα των διανοουμένων, που αποτελεί σχεδόν τη μοναδική και αποκλειστική κοινωνική ευαισθησία του ΚΚΕ εσωτ.

Δεν είναι βέβαια στις προθέσεις μας μια κοινωνιολογίζουσα «εργατίστικη» κριτική του χαρακτήρα του ΚΚΕεσ. Αλλά είναι αμέλεια η εξέταση της μικρής ιστορίας της Ανανεωτικής Αριστεράς, να γίνεται χωρίς την παραμικρή έρευνα του τρόπου και της ποιότητας της κοινωνικής αγκύρωσής της, που τελικά καθορίζει κύριες όψεις της πολιτικής και ιδεολογικής φυσιογνωμίας της.

Η «μικρή κλίμακα» του ΚΚΕεσ., η ανυπαρξία κάθε άλλης κοινωνικής αναφοράς, μετέτρεψαν τη βασική αυτή κοινωνική όσμωση, σε μια διαδικασία συνεχούς παρακολούθησης και συγχρονισμού με τα κυρίαρχα ρεύματα της μάζας των διανοουμένων και την αναδιαμόρφωση των γενικών όρων της κοινωνικής θέσης τους.

Η παρακαμπτήριος που διανοίγουμε, έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση των προβλημάτων και του σημερινού διαλόγου για τη φυσιογνωμία του ΚΚΕεσ. Ο πολιτικός φορέας της ανανέωσης, συγκροτημένος σαν πολιτικός και ιδεολογικός οργανισμός, σε μεγάλο βαθμό έξω από την ταξική πάλη και τις κοινωνικές συγκρούσεις, είναι φυσικό να εξετάζει με τον ίδιο τρόπο, και την πιθανότητα επανακαθορισμού του.

Η πρόταση για τη «μετεξέλιξη» του ΚΚΕεσ., συγχρονίζεται περισσότερο με μια πίεση «από τα έξω», με την επίθεση των κυρίαρχων ιδεολογιών και με τις ανησυχίες που αναπτύσσονται, σαν αποτελέσματα ιδιαίτερων κοινωνικών διεργασιών, στους προνομιακούς και αποκλειστικούς «συμμάχους» της Ανανεωτικής Αριστεράς, τη μάζα των προοδευτικών διανοουμένων.

Η μεταρρύθμιση του κράτους και των κυρίαρχων ιδεολογιών υπό την αστική ηγεμονία, μετά την πτώση της δικτατορίας καλλιέργησε και ευνόησε την «είσοδο» των προοδευτικών διανοουμένων στο κράτος, επικυρώνοντας έτσι τη φυσιολογική εξέλιξη της σχέσης των διανοουμένων με τη εξουσία και εξομαλύνοντας τον τυπικά καπιταλιστικό κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, που είχε διαταραχτεί σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο.

Οι διανοούμενοι, σαν φορείς συγκεκριμένων γνώσεων και δεξιοτήτων, προσκαλούνται πλέον να καταλάβουν τη φυσική κοινωνική θέση τους, στη διεύθυνση και τη στελέχωση των κρατικών μηχανισμών, των χώρων παραγωγής και διάδοσης των κυρίαρχων ιδεολογιών.

Η αποκατάσταση της διαταραγμένης ιστορικής σχέσης στηρίχτηκε στην «αποπολιτικοποίηση» και στην ανάδειξη των διανοουμένων απλά σαν φορέων ειδικευμένων και συγκεκριμένων κοινωνικών λειτουργιών, που ο χώρος ύπαρξης και εφαρμογής τους είναι θεσμοποιημένος απόλυτα στο εσωτερικό πλαίσιο των κρατικών μηχανισμών (9).

Το χρόνιο όνειρο της Αριστεράς έμοιαζε να δικαιώνεται γι' αυτό και με ενθουσιασμό απαντήθηκε θετικά η πρόκληση για «ουσιαστική παρέμβαση και πάλη μέσα στους θεσμούς», με πρωτοπόρα αιχμή, όπως αναμένετο, την Ανανεωτική Αριστερά.

Όμως οι διανοούμενοι, φορείς συγκεκριμένων κοινωνικών λειτουργιών που προσδίδουν εξουσιαστικό ρόλο στη θέση τους, σαν «κρατικοί λειτουργοί», καθορίζονται ταυτόχρονα από μια πραγματική σχέση υπαγωγής απέναντι στην εξουσία και στις σχέσεις μέσα από τις οποίες αυτή υλοποιείται.

Ο κάτοχος γνώσεων και δεξιοτήτων, ανεξάρτητα από προσωπικές πολιτικές και ιδεολογικές προθέσεις, καθώς ενστερνίζεται την κοινωνική λειτουργία του, εντάσσεται αναγκαστικά στις προτεραιότητες και τις ιεραρχήσεις της κυρίαρχης πολιτικής της εξουσίας και των κυρίαρχων ιδεολογιών, αφού μόνο μέσα απ' αυτές τις διαδικασίες, αναγνωρίζεται και βρίσκει υλική υπόσταση ο κοινωνικός ρόλος του.

Τα διευρυμένα πλαίσια άσκησης της πολιτικής εξουσίας, στη μεταπολιτευτική περίοδο, απέκρυψαν στην αρχή της «κακές» πλευρές της σχέσης των διανοουμένων με την εξουσία, μια και, όπου υπήρξε ανάγκη, εξηγήθηκαν με βάση τις «δυσμορφίες», που δεν απορρέουν αναγκαστικά από την ίδια την δομή αυτής της κοινωνικής σχέσης, αλλά από την ανελαστική εφαρμογή της στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Σιγά - σιγά όμως φάνηκε ότι ο μεταρρυθμιστικός λόγος της εξουσίας δεν ήταν τίποτε άλλο, από την ιδεολογική δικαίωση της διαδικασίας γραφειοκρατικοποίησης της ευρείας μάζας των προοδευτικών διανοουμένων. Η πρόταση της εξουσίας απευθυνόταν ουσιαστικά σε τεχνικούς και ειδικευμένους φορείς πνευματικών γνώσεων και δεξιοτήτων, που αναγνωρίζονταν μόνο χάριν της συγκεκριμένης ειδίκευσης, και στην πραγματικότητα αντιστοιχούσε σε μια πρωτοφανή πολιτικά, διεύρυνση της κρατικής γραφειοκρατίας, μέσα όμως στις ιεραρχημένες σχέσεις που επιβάλλει ο ιδιαίτερος κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας.

Η παγίωση του προοδευτικού διανοουμένου, στον κοινωνικό ρόλο του «τεχνικού» και «ειδικού» στελέχους των κρατικών μηχανισμών καθόρισε έντονα τη μορφή που προσέλαβε ο «ιδεολογικός και πολιτικός χάρτης», την ποιότητα των παραγομένων ιδεολογικών ρευμάτων.

Η γραφειοκρατικοποίηση και η απουσία κριτικής του κοινωνικού ρόλου που επιφυλάσσει για τους διανοούμενους η εξουσία συνδέεται με την αποτελμάτωση και την παρατεταμένη σύγχυση της αριστερής σκέψης και θεωρίας για μια μεγάλη περίοδο.

Αν δεν «είναι εύκολο να είσαι διανοούμενος στην Ελλάδα, σήμερα» σχετίζεται με τον κεντρικό τύπο διανοούμενου, που η εξουσία και οι θεσμοί της, χωρίς σοβαρές αντιστάσεις αναπαράγουν.

Η «κρίση των προοδευτικών διανοουμένων», σαν βίωση του αδιεξόδου της γραφειοκρατικής σχέσης των διανοουμένων με την εξουσία, όταν δεν συγκροτούνται ισχυρές δυνάμεις κοινωνικής κριτικής, υπέβοσκε, αλλά διευκολύνθηκε να εκφραστεί με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, καθώς συλλειτούργησαν δύο ουσιαστικοί παράγοντες:

Η παραδοσιακή αντιπάθεια της ευρύτερης μάζας των διανοουμένων απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, που σε μεγάλο βαθμό αναπαράγει με σύγχρονους όρους την αντίθεση μεταρρυθμισμού και ριζοσπαστισμού της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου.

Η πατερναλιστική πολιτική του ΠΑΣΟΚ απέναντι στους διανοούμενους, όπως εκφράστηκε σε κάθε περίπτωση, είτε με τη μορφή της υπεροχής του πολιτικού στελέχους στα πλαίσια των ιεραρχικών σχέσεων των κρατικών μηχανισμών, είτε με την αναδιάταξη των κυρίαρχων ιδεολογιών με άξονα έναν ιδιότυπο αριστεροειδή λαϊκισμό, «εξισωτικό» με αντιδιανοουμενίστικο χαρακτήρα.

Η διεύρυνση της μορφής του κράτους Δικαίου από το ΠΑΣΟΚ, φάνηκε να υποτιμά και να περιθωριοποιεί ακόμη περισσότερο την κοινωνική λειτουργία του διανοούμενου.

Σχηματικά μιλώντας, η πολιτική του μοιάζει να υλοποιείται σε μια διπλή κατεύθυνση: έναν αυξανόμενο συγκεντρωτισμό του «κέντρου» της εξουσίας και των μηχανισμών της, από τη μια, που συνοδεύεται από μια διεύρυνση και ελαστικότητα της «περιφέρειας» της.

Η αδύναμη πρόσβαση της ευρύτερης μάζας των διανοουμένων, σαν κοινωνική κατηγορία, στο «κέντρο» της εξουσίας, όπου οργανώνεται κύρια η γενική στρατηγική και συμπυκνώνεται το «γενικό συμφέρον» της κοινωνίας, δεν εξισορροπείται από την ανεμπόδιστη και καλλιεργούμενη πρόσβαση στην «περιφέρεια».

Μια παρόμοια στρατηγική, αντίθετα με ότι συμβαίνει στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη του αναπτυγμένου καπιταλισμού, με τον πλήρη συγκεντρωτισμό του κράτους, τον αυξανόμενο ρόλο της Διοίκησης και της τεχνοκρατίας, δεν προϋποθέτει ιδιαίτερη συμμαχία με την ευρύτερη μάζα των διανοουμένων.

Η διαμεσολάβηση της πολιτικής ηγεμονίας από διαφορετικά όργανα και πρακτικές και κυρίως άμεσα από το λαϊκισμό της πολιτικής εξουσίας, υπαλληλοποιεί και περιθωριοποιεί, ακόμη περισσότερο, τον εξουσιαστικό ρόλο των διάνου μένων συνολικά.

Η «αυθόρμητη ιδεολογία των διανοουμένων» προσανατολίζεται στην υπεράσπιση και διεύρυνση της υποτιμημένης κοινωνικής λειτουργίας τους,

μέσα από έναν συντεχνιακού τύπου, ιδεολογικό κομφορμισμό. Ενώ σε μια πρώτη ματιά, εμφανίζεται σαν γενικευμένη ανυπακοή των διανοουμένων και σύγκρουση με τις επίσημες κρατικές ιδεολογίες, στην πραγματικότητα αντανακλά την αγωνία μπροστά στην τρέχουσα αναδιοργάνωση της κοινωνικής θέσης τους, με αίτημα τελικά περισσότερο και συστηματικότερο διευθυντισμό.

Πολλά ζητήματα που ανακινούνται συνεχώς την τελευταία περίοδο και η αιτούμενη παρέμβαση, παρέχουν σημαντικές ενδείξεις.

Η αμφισβήτηση των όρων της κοινωνικής σχέσης των διανοουμένων με την εξουσία και των αντίστοιχων κυρίαρχων ιδεολογιών παίρνει μορφή έκδηλα εξουσιαστική σε μια κατεύθυνση επανοικειοποίησης του μύθου του διανοούμενου - αρχιστοχαστή, πνευματικού ταγού ενός απρόσωπου και αφηρημένου Λαού, κλειδοκράτορα και αποκλειστικά υπεύθυνου του «εθνικού» χώρου της κουλτούρας.

Η μαζική απήχηση που συναντούν, διαδοχικά, ομόκεντρα ιδεολογικά ρεύματα είναι χαρακτηριστική.

Η συζήτηση για τη γλώσσα με μόνιμη επωδό την ταξιθέτηση και τον ουσιαστικό ορισμό της «ορθής χρήσης» της, η για πολλοστή φορά ανακάλυψη των στοιχείων του «ελληνικού πνεύματος» («Η κιβωτός της Ρωμιοσύνης»). Ακόμα ρεύματα που μεταφράζονται άμεσα πολιτικά και εστιάζουν την κριτική στο ΠΑΣΟΚ, στον απρογραμμάτιστο και μη συστηματοποιημένο χαρακτήρα της πολιτικής του, και έτσι «βρέθηκαν να αντιτάσσουν τους δείκτες παραγωγικότητας στα εκσυγχρονιστικά πισωγυρίσματα του ΠΑΣΟΚ (προτείνοντας ακόμη και μαζικές απολύσεις), να πλειοδοτούν στην ενίσχυση της πολεμικής βιομηχανίας σαν κύριου εξαγωγικού κλάδου, να αποδέχονται τη λογική των εξοπλισμών συμβάλλοντας με τις τεχνικές τους γνώσεις στις σωστές επιλογές, να αντιπροτείνουν την «αξιοπρέπεια» των πτυχίων στα «κοινωνικά» μόρια του Κουτσόγιωργα, να προβάλλουν «νομικές» αντιρρήσεις σε πολιτικές επιλογές, να οργανώνουν τους τρόπους ενσωμάτωσης νέων κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων κ.α». (10).

Στο χώρο της ιδεολογίας, το αποτέλεσμα είναι η κατακόρυφη υποχώρηση της αριστερής σκέψης με ιδιαίτερο τρόπο· είναι φανερό ότι πλέον σπανίζουν οι απ' ευθείας επιθέσεις στο μαρξισμό, καθώς ο μαρξισμός υπάρχει στο θεωρητικό χώρο «δια της απουσίας του», με το λόγο του «προφανώς» ξεπερασμένο και μερικό, αδύναμο να κατανοήσει την «ιδιοπρόσωπη» νεοελληνική πραγματικότητα.

Η διαμορφωμένη «κοινότητα των διανοουμένων» εγκαθιδρύει την αρραγή της ενότητα με την ισχύ της επαγγελματικής και κοινωνικής ταυτότητας των φορέων της, την «καθ' εαυτή» και αυτονομημένη ιδιότητα του διανοουμένου, εξαφανίζοντας οποιεσδήποτε κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές τομές, στο εσωτερικό της.

Η «κοινότητα των διανοουμένων» αποποιείται κάθε συγκρουσιακή υπόσταση, συγκλίνει στα κεντρικά ζητήματα που απαιτούν ενότητα και πνευματική καθοδήγηση, αναδεικνύοντας τα πανάρχαια κεντρικά μοτίβα: γλώσσα, αξίες και πολιτισμός, ελληνικότητα, τάξη και συστηματικότητα του λόγου, το «εθνικό ζήτημα» της τεχνολογικής επανάστασης.

Οι μόνες τυπικές διαφοροποιήσεις, αναφέρονται στις ιδιαίτερες «εθνικές υπευθυνότητες» που αναλαμβάνει κάθε μερίδα της «κοινότητας». Π.χ. ο χώρος της «παράδοσης» με την υπεροχή των παραδοσιακών ιδεολόγων και γλωσσαμυντόρων, ο χώρος της «οικονομίας» με τις πιο σύγχρονες εκδοχές της τεχνοκρατίας και του εξορθολογισμού, ο χώρος της «διεθνολογίας» με τα ανεξάντλητα κηρύγματα εθνικισμού και μιλιταρισμού, ταγμένα στην απόκρουση της «εθνικής απειλής», κ.λπ.

Πέρα από ανάλογους εσωτερικούς καταμερισμούς, η επιδιωκόμενη απολιτικότητα και η κοινωνική συνείδηση της «κοινότητας των διανοουμένων», δημιουργεί την έντονα μη συγκρουσιακή συνδιαλλαγή, και με τη σειρά της, τη διαρκή αιμορραγία της αριστερής σκέψης, που είναι σαφές ότι δεν μπορεί να ευδοκιμήσει σε ανάλογο περιβάλλον.

Στην τελματώδη αυτή πορεία, με προεξάρχοντα ρόλο επιφορτίζονται οι αριστεροί διανοούμενοι της Ανανέωσης, καθώς η ιδιαιτερότητα που διαθέτουν, τους κάνει περισσότερο ευαίσθητους στην «κρίση των διανοουμένων»· στο χώρο τους λειτουργεί και παράγει αποτελέσματα η ανάμνηση της παραδοσιακής φιγούρας του «ελεύθερου» και «καθολικού» διανοουμένου της Αριστεράς, όπως εξελίχτηκε την προδικτατορική περίοδο. Εδώ, να εξηγηθούμε με συντομία.

Οι ιδιαίτερες συνθήκες της μετεμφυλιακής περιόδου και η αδυναμία σχηματισμού θετικής και εκλογικευμένης αστικής ιδεολογίας, οδήγησαν την πολιτική εξουσία στην κοχλίωση στις «παράλυτες αξίες» του αντικομμουνισμού και της εθνικοφροσύνης.

Ο μείζων χώρος έρευνας και παραγωγής ιδεολογίας έμεινε λοιπόν εκτός κράτους, ακόμη και για εμβρυώδεις μορφές της φιλελεύθερης αστικής ιδεολογίας.

Ο προοδευτικός διανοούμενος αντικειμενικά λειτούργησε, σε όλη την προδικτατορική περίοδο, σαν «ελεύθερος» διανοητής, με τη διπλή σημασία του όρου: «ελεύθερος» από τη γραφειοκρατική και υπαλληλική δέσμευση των κρατικών λειτουργιών και σε ανοικτή σύγκρουση με τις επίσημες κυρίαρχες ιδεολογίες.

Η ανοιχτή αντίθεση με τις ανελαστικές μορφές του αστυνομικού κράτους, πολιτικοποιούσε αυθόρμητα οποιαδήποτε πνευματική συζήτηση, αφού το περιεχόμενο της οδηγούσε στη γενίκευση και την καθολικότητα, μέσα από τη σχεδόν αντανακλαστική εκφορά των αιτημάτων για δημοκρατία, ελευθερία των ιδεών, κ.λπ.

Κατ' αυτόν τον τρόπο, η Αριστερά είχε δημιουργήσει το δικό της «λαϊκό μέτωπο» στο χώρο των διανοουμένων, ενώ οι προοδευτικοί διανοούμενοι είχαν κερδίσει μια ιδιότυπη συνάντηση με το λαό, χωρίς τη διαμεσολάβηση του κράτους, αλλά μέσα από την αντίθεση με αυτό. Ο μύθος του διανοουμένου, σαν εμπνευσμένου συμμάχου του λαού και η ταυτόχρονη ανυποληψία των επίσημων κυρίαρχων ιδεολογιών, δημιούργησε το ιδιόμορφο φαινόμενο, παρά την άγρια καταδίωξη από το αστυνομικό κράτος, οι προοδευτικές και αριστερές ιδέες να διατηρούν μια αξιοσημείωτη αίγλη και κυριαρχία σ' όλη την κλίμακα του πολιτισμικού χώρου, και οι φορείς τους αυξημένο κοινωνικό κύρος, μέσα από την ιδιότυπη συνάντηση και συνεχή επικοινωνία με το λαό.

Η ανάμνηση της παραδοσιακής φιγούρας του προοδευτικού διανοούμενου και η αναπόφευκτη σύγκριση με τη σημερινή μίζερη πραγματικότητα της γραφειοκρατικοποίησης και της υπαγωγής στο «γενικό συμφέρον» της

εξουσίας, δημιουργεί σε μεγάλο βαθμό την ευαισθησία και την αγωνία των αριστερών διανοουμένων, προσανατολισμένη όμως σε καθαρά, εξουσιαστική κατεύθυνση.

Οι ιδεολογικοί και κοινωνικοί μετασχηματισμοί που προσπαθήσαμε να περιγράψουμε συναποτελούν το καλύτερο περιβάλλον για τη συνεχή οπισθοχώρηση της μαρξιστικής σκέψης και της κομμουνιστικής προοπτικής, καθιστώντας ταυτόχρονα προνομιακό της δέκτη, το χώρο της Ανανεωτικής Αριστεράς.

Η «κοινότητα των διανοουμένων» αναζητά την ενότητα σε ιδεολογικές και πολιτικές παρεμβάσεις που καταξιώνουν τους γενικούς όρους της κοινωνικής της θέσης, και επιτρέπουν τη διεκδίκηση του μύθου του πνευματικού καθοδηγητή απέναντι στην καθημερινή «έκπτωση των αξιών» της νεοελληνικής κοινωνίας, το χαμένο της «πρόσωπο» ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, την πτωχευμένη γλώσσα (ιδίως των νέων), τη στέρηση «ήθους και ύφους», το ξέκομμα από την «εθνική ρίζα», την εκμαυλιστική λειτουργία της πολιτικής, την προχειρότητα και την ανευθυνότητα της σημερινής εξουσίας, την αναξιοπρέπεια του Πανεπιστημίου των «πτυχιούχων», κ.λπ.

Και ο στόχος ομολογημένος ή ανομολόγητος «αυτός που ήταν και θα είναι πάντα: η κριτική σκέψη, αυτή η κακορίζικη, αρνητική, «αρρωστημένη» διάθεση που δεν αφήνει κανένα αστό στη χώνεψη του, κανένα φασισμό στην ευτυχία του, κανένα πιστό στην ησυχία του ύπνου του. Αυτή η διάθεση είναι που πρέπει να χτυπηθεί παντού» (11).

Όσοι μπορούν να κάνουν τις αναγκαίες συναρμογές, δεν θα δυσκολευτούν να ανακαλύψουν τη σχέση που έχουν οι μετασχηματισμοί του χώρου των διανοουμένων και των ιδεολογιών με την πολιτική και ιδεολογική παρουσία της Ανανεωτικής Αριστεράς, καθώς και την «κρυφή γοητεία» της πιθανής μετεξέλιξης και αποκομμουνιστικοποίησης του φορέα της.

Η συμβολή μας στην τρέχουσα συζήτηση είναι ιδιαίτερα απλή: να αλλάξει το άγονο και ναρκοθετημένο πλαίσιο της.

Η πρόταση μας: η Ανανεωτική Αριστερά να αλλάξει, πριν απ' όλα, τη δική της σχέση με την κοινωνία, μέσα από την τίμια αυτοανάγνωση της ιστορίας της.

Η καθήλωση της συζήτησης στα ασφυκτικά πλαίσια που θέτουν οι κυρίαρχες απόψεις, διευκολύνει όσους επιθυμούν να παρακάμψουν τα σοβαρά προβλήματα της Αριστεράς και με το «μαγικό ραβδί» της μετεξέλιξης και της αποκομμουνιστικοποίησης να ξαναγράψουν την ιστορία της.

Δεν είναι τυχαίο, ότι οι απόψεις που αποπειρώνται να υποστηρίξουν την κομμουνιστική θεωρία και προοπτική, καταδικάζονται εύκολα στο στίγμα του «ξεπερασμένου» και ανίκανου να χαράξει νέα πολιτική προοπτική και ηγετικό όραμα για την Αριστερά.

Η αμηχανία γίνεται μεγαλύτερη, καθώς υπάρχει δίπλα μας μια πραγματικότητα, που είναι αδύνατο να καλυφθεί: η χρόνια κρίση του κομμουνιστικού κινήματος και η αποστέωση του επίσημου μαρξισμού δημιουργεί τη δυνατότητα εμφάνισης νέων επαναστατικών ρευμάτων, που δεν αναφέρονται ή διατηρούν βάσιμες επιφυλάξεις για το κομμουνιστικό όραμα.

Η γενική επίκληση της «επικαιρότητας του κομμουνισμού», όταν δεν ολοκληρώνεται με τη ρεαλιστική συγκεκριμενοποίηση της στην ανάλυση

της συγκυρίας, οδηγεί τους φορείς της σε αμυντική θέση και εκ των προτέρων, χαμένες μάχες οπισθοφυλακής.

Και εδώ υπάρχει το εξής αξιοσημείωτο: οι πολιτικές προτάσεις και η ανάλυση της συγκυρίας, όπως καταγράφονται στις «θέσεις για το Συνέδριο» και στην αρθρογραφία επώνυμων γραφίδων του ΚΚΕεσ. ή του χώρου των ανένταχτων, ομονοούν απόλυτα μεταξύ του.

Δηλαδή, η πολιτικοποίηση των απόψεων για τη μετεξέλιξη του ΚΚΕεσ. ή τη διατήρηση της κομμουνιστικής φυσιογνωμίας του, δεν συναντά ανάλογες κάθετες αντιπαραθέσεις. Φαίνεται, δηλ. ότι με τη μια ή την άλλη άποψη, διαφυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού, το προπατορικό αμάρτημα: η ταυτότητα της δομικής ακινησίας του.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) Λεωνίδας Κύρκος, ΑΝΤΙ, τχ. 308.

(2) Κ. Φιλίνης, Δεκαπ. Πολίτης, τχ. 61.

(3) Κ. Φιλίνης, οπ.π.

(4) «Η ανάγκη ενός νέου φορέα της Ανανεωτικής Αριστεράς», Η Αριστερά σήμερα, τχ. 12-13.

(5) Δ. Ψυχογιού «Ποιος ο ρόλος της Αναν. Αριστεράς», Η Αριστερά σήμερα, τχ. 12-13.

(6) Κ. Φιλίνης, οπ.π.

(7) Δ. Ψυχογιού, «Η Αριστερά χρειάζεται ένα καινούριο κόμμα» ΑΝΤΙ, τχ. 308.

(8) Δες, στα άρθρα των Χ. Προκοπακη «Ευρωκομμουνισμος χωρίς ΚΚ;», και Αρ. Μπαλτά «Το κόμμα "νέου τύπου" έχει ξεπεραστεί;» στον Δεκαπ. Πολίτη, τχ. 62, μια ολοκληρωμένη κριτική παρομοίων απόψεων.

(9) Σε πολλά σημεία που αναφέρονται εδώ, μας φάνηκε χρήσιμο το άρθρο του Δ. Κέκου «Από to μύθο των αριστερών στον εφιάλτη των διανοουμένων», Σχολιαστής, τ.χ. 27.

(10) Δ. Κέκου, οπ.π.

(11) Γερ. Λυκιαρδοπούλου, «Η "Ρωμιοσύνη" στον παράδεισο», σελ. 13.