1. Τοποθέτηση του προβλήματος
Τα τελευταία χρόνια η θεωρητική συζήτηση για την ανάπτυξη εμπλουτίσθηκεμε τον όρο «χώρες που βρίσκονται στο κατώφλι της ανάπτυξης» ή «νέεςβιομηχανικές χώρες» στον αγγλοσαξωνικό χώρο1. Μ' αυτόν τονόρο υπονοούνται εκείνες οι χώρες, οι οποίες λόγω του αυξανόμενουκατακεφαλήν εισοδήματος, των ρυθμών βιομηχανικής ανάπτυξης, τουποσοστού βιομηχανικών εμπορευμάτων στις εξαγωγές, ή λόγω κοινωνικώνδεικτών ανάπτυξης, όπως μέσος όρος ζωής, μορφωτικό επίπεδο κατανομήεισοδημάτων, ποσοστό απασχολουμένων στους εκτός γεωργίας τομείς κ.ά.,παρουσιάζουν μια μορφολογία που έχει την τάση να προσεγγίζει εκείνη τωνβιομηχανικών κοινωνιών. Παρά το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν υφίσταταιακόμη ένας γενικά αποδεκτός ορισμός του όρου αυτού2 και ότιοι αντίστοιχα προτεινόμενοι κατάλογοι χαρακτηριστικών και συνακόλουθαοι απαριθμήσεις χωρών, σημαδεύονται βασικά από το γνωστικό ενδιαφέροντου εκάστοτε συγγραφέα, εντούτοις βρίσκονται σε όλες τις λίστες τοΧονγκ Κονγκ, η Σιγκαπούρη, η Ταϊβάν και η Νότια Κορέα. Παρά τη διαφοράτων προτεινόμενων ερμηνειών, εντούτοις υπάρχει τουλάχιστον κατά τούτοομοφωνία, ότι πρόκειται εδώ για χώρες, που έχουν να επιδείξουν στατελευταία 20 χρόνια θεαματικές διαδικασίες εκβιομηχάνισης, (πρβλ. Chen1979, Hofheinz Calder 1982/3. Το ίδιο ισχύει, αν και του δόθηκελιγότερη προσοχή στη συζήτηση, για τη Βόρεια Κορέα και τις τρειςβορειοανατολικές επαρχίες της Λ. Δ. της Κίνας, την πρώην Μαντζουρία,περιοχές που οπωσδήποτε θα ανταποκρίνονταν στα περισσότεραχαρακτηριστικά γνωρίσματα του ορισμού των νέων βιομηχανικών χωρών.
Αν και θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι για τις δύο πόλεις κράτη ΧονγκΚονγκ και Σιγκαπούρη ισχύουν ειδικές συνθήκες, όπως π.χ. η απουσίααγροτικού ζητήματος και ο ρόλος τους ως διεθνών χρηματιστηριακώνκέντρων και κέντρων παροχής υπηρεσιών, παρόλα αυτά παραμένει έναγεγονός άξιο απορίας, ότι δηλ. συναντά κανείς στην περιοχή τηςανατολικής Ασίας μια αξιοπρόσεκτη συσσώρευση από «χώρες στο κατώφλι τηςανάπτυξης». Έτσι, εκτός από τη γενική προβληματική, του πώς δηλ. μπορείκαν να εξηγηθεί το φαινόμενο των νέων βιομηχανικών χωρών, τίθεται ακόμηκαι το ιδιαίτερο πρόβλημα, για ποιο λόγο συναντάται αυτό το φαινόμενομαζικά στην ανατολική Ασία. Το τελευταίο συμβαίνει ιδιαίτερα για τολόγο ότι εδώ πρόκειται για χώρες με πολύ διαφορετικά κοινωνικάσυστήματα και αντίστοιχα επίσης πολύ διαφορετικές στρατηγικέςανάπτυξης. Εάν θεωρούνται σαν παραδειγματικές περιπτώσεις χώρες όπως ηΝότια Κορέα και η Ταϊβάν στις οποίες μια βαθιά ενσωμάτωση στηνπαγκόσμια αγορά, η εκμετάλλευση συγκριτικών πλεονεκτημάτων, η μαζικήεισαγωγή κεφαλαίων και τα ευρέα περιθώρια για την ιδιωτικοοικονομικήπρωτοβουλία οδήγησαν στην εκβιομηχάνιση, τότε θα μπορούσε κανείς γιακαιρό να ισχυρισθεί για τη Βόρεια Κορέα και τη Λ. Δ. της Κίνας ακριβώςτο αντίθετο, δηλ. σχεδόν ολοκληρωτική απόσχιση από την παγκόσμια αγοράκαι αντ' αυτού εκμετάλλευση των ιδίων πηγών και δεξιοτήτων(«εμπιστοσύνης στις δικές μας δυνάμεις») καθώς και κρατική διεύθυνσητης οικονομίας4.
Αυτή η ιδιαίτερη προβληματική θα μπορούσε ναοδηγηθεί στα άκρα, εάν συμπεριλάβει κανείς και τις γειτονικές χώρες τηςπεριοχής ως μέσο αντιπαραβολής. Υπάρχουν λοιπόν εκεί σοσιαλιστικές(Βιετνάμ, Λάος) καθώς και καπιταλιστικές κοινωνίες, (χώρες ASEAN) χώρεςμε υψηλή ενσωμάτωση στην παγκόσμια αγορά (Ινδονησία) ή και σχεδόν πλήρηαποκλεισμό (Μπούρμα), χωρίς να μπορεί να διαπιστώσει κανείς μέχρισήμερα συγκρίσιμες διαδικασίες εκβιομηχάνισης. Έτσι λοιπόν το σύστημαοικονομίας της αγοράς ή σχεδιαζόμενης οικονομίας και η στρατηγικήσυνάρθρωσης ή απόσχισης από την παγκόσμια αγορά δεν προσφέρουν καθ'εαυτά μια επαρκή εξήγηση.
Όλες οι χώρες που αναφέραμε έχουνκοινό το αποικιακό παρελθόν και σήμερα, εφ' όσον δεν ανήκουν στοσοσιαλιστικό στρατόπεδο, διακρίνονται από μια λιγότερο ή περισσότεροέντονη εξαγωγική εξειδίκευση και διείσδυση από πολυεθνικές επιχειρήσεις(Π.Ε.). Και τα δύο αυτά είναι φαινόμενα που κατά κανόνα θεωρούνται απότους εκπροσώπους μιας κριτικής θεωρίας της ανάπτυξης ως ουσιαστικέςαιτίες για φραγμούς στην ανάπτυξη και για μια προϊούσα υπανάπτυξη. Απόαυτές τις παρατηρήσεις προκύπτουν μια σειρά από θεωρητικά προβλήματα!
(1) Πώς εξηγείται το φαινόμενο των χωρών «στο κατώφλι της ανάπτυξης»;Στη βιβλιογραφία υποστηρίζονται ουσιαστικά τρεις θέσεις. Οι νεοκλασικοίσυγγραφείς αποδίδουν την ερμηνεία του φαινομένου στον προσανατολισμότων χωρών αυτών στην παγκόσμια αγορά, στη βάση του δεδομένου εξοπλισμούσε παραγωγικούς συντελεστές, με εκμετάλλευση των διεθνών συγκριτικώνπλεονεκτημάτων και μιας αντίστοιχα ενισχυτικής οικονομικής πολιτικής(Balassa 198Γ Donges Muller - Ohlsen 1978' Frank 1975· Westphal 1978).Εξ αιτίας του κακού φυσικού εξοπλισμού σε πρώτες ύλες, της άφθονης καισχετικά ειδικευμένης εργατικής δύναμης, του χαμηλού επιπέδου μισθών,της έλλειψης κεφαλαίων και του μικρού όγκου της εσωτερικής αγοράς, ηπροσιτή και μοναδική στρατηγική με προοπτικές επιτυχίας ήταν ηεξειδίκευση στην κατασκευή προϊόντων εντάσεως εργασίας στα πλαίσια τηςελαφράς βιομηχανίας με στόχο τις εξαγωγές. Η επιτυχία τηςεκβιομηχάνισης είναι λοιπόν το αποτέλεσμα, σύμφωνα μ' αυτή την άποψη,βασικά της απλής επεξεργασίας των εισαγομένων πρώτων υλών και τωνημιεπεξεργασμένων προϊόντων με βάση μια παραγωγική διαδικασία έντασηςεργασίας, καθώς και των πλεονεκτημάτων στο διεθνή ανταγωνισμό λόγωχαμηλού κόστους για μισθούς ανά παραγόμενο προϊόν. Ιστορικά ιδωμένο,πρόκειται εδώ για μια ξεκάθαρη ρήξη με το αποικιακό παρελθόν.
Οιεκπρόσωποι των θεωριών της εξάρτησης ή και της θεωρίας τουπεριφερειακού καπιταλισμού αντίθετα, αρνούνται στη βάση του το γεγονός,» ότι η στρατηγική που σκιαγραφήθηκε μπορεί να οδηγήσει σε μιαδιαδικασία ολοκληρωμένης ανάπτυξης με χρονική υστέρηση (Frobel et al.1977 - Luther 198l· Sunoo 1978 - Halliday 1977 - Long 1977 - Gates1979). Οι διαδικασίες εκβιομηχάνισης στον Τρίτο Κόσμο και ειδικά στηνΑνατολική Ασία θεωρούνται ότι είναι απλά η έκφραση ενόςμετασχηματισμένου διεθνούς καταμερισμού εργασίας, στον οποίο δενανταλλάσσονται μόνο πρώτες ύλες με έτοιμα εμπορεύματα, αλλά έτοιμαεμπορεύματα διαφορετικής έντασης των συντελεστών παραγωγής. Λόγωαυξανόμενου κόστους μισθών και περιβαλλοντολογικών περιορισμών στιςβιομηχανικές χώρες, μετατίθενται ορισμένες παραγωγικές διαδικασίεςέντασης εργασίας που επιβαρύνουν ιδιαίτερα το περιβάλλον στον ΤρίτοΚόσμο, με στόχο την επανεξαγωγή των παραγόμενων προϊόντων. Φορείς αυτήςτης διαδικασίας είναι βασικά οι πολυεθνικές εταιρίες (Π.Ε.) που είναιευκολότερα σε θέση να εκμεταλλεύονται τα διεθνή χωροθετικάπλεονεκτήματα. Επειδή όμως στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται απλά καιμόνον για την παραγωγή επιμέρους τμημάτων κάποιων προϊόντων, ενώεπιπλέον η παραγωγή συγκεντρώνεται κατά μεγάλο μέρος σε ειδικέςοικονομικές ζώνες (βιομηχανικά πάρκα, ελεύθερες βιομηχανικές ζώνες),πράγμα που ακόμη και οπτικά υποδεικνύει νεοϊμπεριαλιστικές συνθήκες, τοαποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται θύλακες ανάλογοι με τις φυτείες καιτα ορυχεία παλιότερα που δεν είναι ενσωματωμένοι στην εσωτερική αγορά.Αυτή η στρεβλή μορφή εκβιομηχάνισης, που κάθε στιγμή μπορεί πάλι ναπεριορισθεί ή να μετατοπισθεί σε άλλες χώρες αν αλλάξουν οι παγκόσμιοιοικονομικοί συσχετισμοί, οδηγεί λοιπόν μόνο στην περιφερειακήκαπιταλιστική οικονομία και όχι σε συνεκτικές και αυτοδύναμεςοικονομίες όπως αυτές που υφίστανται στις βιομηχανικές χώρες. Η τυπικήεξάρτηση των πρώην αποικιακών περιοχών έχει αντικατασταθεί απλά από μιαάτυπη εξάρτηση που εγκαθιδρύεται μέσω του ασύμμετρου διεθνούςκαταμερισμού εργασίας, της δράσης των Π.Ε. και κατά περίπτωση μέσω τηςοικονομικοπολιτικής επιρροής διεθνών οργανισμών, όπως π.χ. της ΔιεθνούςΤράπεζας. Ιστορικά λοιπόν διαπιστώνεται μια συνέχεια με το αποικιακόπαρελθόν.
Μια τρίτη, περισσότερο κλασική μαρξιστική τοποθέτησηδεν αποδέχεται, σε αντίθεση με τα παραπάνω, έναν θεμελιακό διαχωρισμόανάμεσα σε περιφερειακό και μητροπολιτικό καπιταλισμό (πρβλ. ιδιαίτεραWarren 1980 για την Κορέα Harris 1978-79 Amsden 1979). Σε αντίθεση μετη περίφημη θέση του Λένιν, υποστηρίζεται ότι ο καπιταλισμός δεν έχειακόμη εξαντλήσει τη δύναμη του. Οι «χώρες στο κατώφλι της ανάπτυξης»είναι πολύ περισσότερο η ορατή έκφραση της αρχής μιαςκαπιταλιστικοποίησης του Τρίτου Κόσμου. Ανάλογα όπως ο Μαρξ στα 1850μπορούσε να διαβλέψει ακόμη και θετικές όψεις της βρετανικής κυριαρχίαςστις Ινδίες, μια και κατά τη γνώμη του αυτή θα κατέστρεφε τη βάση τηςασιατικής δεσποτίας και θα άνοιγε το δρόμο στον καπιταλισμό,υποστηρίζεται ότι ο ιμπεριαλισμός και ο νεοϊμπεριαλισμος ή οι Π.Ε.έχουν κατά τούτο προοδευτικό χαρακτήρα, διότι οδηγούν στην επικράτησητου καπιταλισμού στον Τρίτο Κόσμο. Αυτή η τοποθέτηση βλέπει συνακόλουθαεπίσης μια ιστορική συνέχεια, την οποία, σε αντίθεση με τη τοποθέτησηπου μόλις σκιαγραφήσαμε, αξιολογεί θετικά.
(2) Η θεωρητικήδιαμάχη για την ερμηνεία του φαινομένου των «χωρών στο κατώφλι τηςανάπτυξης» αναδεικνύει μια δεύτερη, θεμελιακότερη διαμάχη. Είναι οιχώρες αυτές η απόδειξη μιας διαδικασίας εκσυγχρονισμού σε παγκόσμιοεπίπεδο του στυλ Rostow και Lerner (Rostow 1978; Lerner 1958), που τώραεπεκτείνεται και στις πρώην αποικιακές περιοχές; Καταρρίπτεται μ' αυτότον τρόπο η θέση των θεωριών της εξάρτησης, που αμφισβητεί στη βάση τηςτη δυνατότητα ανάπτυξης, με χρονική υστέρηση, των υπανάπτυκτων χωρών(αλλιώς την προσπάθεια των υπανάπτυκτων χωρών να προλάβουν τιςαναπτυγμένες). Όμως, οι θεωρητικοί του εκσυγχρονισμού και των σταδίωνθα πρέπει να απαντήσουν στο ερώτημα, γιατί διαπιστώνεται σε άλλα μέρητου Τρίτου Κόσμου κατ' εξακολούθηση οικονομική ύφεση ή προϊούσαεξαθλίωση και σε καμιά περίπτωση πολιτικός εκσυγχρονισμός στηνκατεύθυνση της ανάδυσης δυτικών δημοκρατιών. Οι εκπρόσωποι των θεωριώντης εξάρτησης αντιμετωπίζουν το επιστημολογικό ερώτημα πόσες εξαιρέσειςεπιτρέπει μια θεωρία η οποία έχει ερμηνευτικές φιλοδοξίες για το σύνολοτων ζητημάτων που τίθενται, μέχρις ότου θεωρηθεί ότι έχει διαψευσθεί.Γι αυτό και η διεύρυνση του αρχικού παραδείγματος από τον Wallerstein,με την έννοια της «ημιπεριφέρειας» (Wallerstein 1979), που είναιαναγκαία για τη λειτουργία του παγκόσμιου συστήματος, μπορεί νααξιολογηθεί ως εκ των υστέρων προσπάθεια να σωθεί το παλιό θεώρημα καιπαρόλα αυτά να ληφθούν υπ' όψη οι νέες τάσεις.
Σ' όλες τιςπροαναφερθείσες ερμηνευτικές προσπάθειες και συνολικές θεωρίες πρέπεινα τεθεί το ερώτημα, γιατί το φαινόμενο των «χωρών στο κατώφλι τηςανάπτυξης» συγκεντρώνεται ειδικά στην περιοχή της νοτιανατολικής Ασίας.Φθηνή εργατική δύναμη, εξαγωγικός προσανατολισμός, εισαγωγές κεφαλαίωνκαι η δράση των Π.Ε. υπάρχουν τελικά παντού στον Τρίτο Κόσμο, χωρίς ναέχουν εμφανισθεί αλλού συγκρίσιμοι ρυθμοί ανάπτυξης και διαδικασίες ειςβάθος εκβιομηχάνισης.
(3) Με αυτό τον τρόπο αναδεικνύεται σεκεντρικό το ζήτημα που θίξαμε, κατά πόσο δηλαδή μπορούν να διαπιστωθούνειδικές συνθήκες στην περιοχή της νοτιανατολικής Ασίας, που δεναπαντώνται καθόλου ή σχεδόν καθόλου σε άλλες περιοχές. Έτσι θίγεται καιτο ζήτημα της ιμπεριαλιστικής συνέχειας ή ασυνέχειας. Μια από τιςειδικές συνθήκες είναι σίγουρα το γεγονός ότι η Νότια Κορέα και ηΤαϊβάν (αλλά και η Β. Κορέα και η Μαντζουρία) αποτελούσαν τον πυρήνατης τέως ιαπωνικής αυτοκρατορίας, που έζησε από το 1895 την μακρύτερηκαι εντονότερη περίοδο ιαπωνικής εξουσίας. Η συνορεύουσα περιοχή,σχεδόν ταυτόσημη με τις σημερινές χώρες του ASEAN, έχει να επιδείξειαντίθετα ένα ευρωπαϊκό ή αμερικανικό αποικιακό παρελθόν και περιήλθεαπό το 1937 και μετά για σύντομο χρονικό διάστημα κάτω από ιαπωνικήκυριαρχία. Αυτό θέτει το ζήτημα, κατά πόσο ο ιαπωνικός ιμπεριαλισμόςήταν μη τυπικός ως προς τα κίνητρα και τις συνέπειες του για τιςκυριαρχούμενες περιοχές, σε σύγκριση με τον παλιότερο ευρωπαϊκό καιαμερικανικό ιμπεριαλισμό. Η δεύτερη ειδική συνθήκη συνίσταται στογεγονός, ότι η περιοχή της Ν. Α. Ασίας έγινε, δίπλα στην κεντρικήΕυρώπη, από την άνοιξη του 1945 βασικό θέατρο της διαμάχης Ανατολής -Δύσης. Ποιες συνέπειες είχε η ισχυρή ανάμειξη των δύο υπερδυνάμεων γιατα αντίστοιχα κράτη που διατελούσαν σε πελατειακή σχέση μαζί τους; Κατάπόσο δεν είναι η συνολική διαμάχη των δύο συστημάτων, που μετατοπίσθηκεμετά τη δεκαετία του '60 από το στρατιωτικό στο οικονομικό επίπεδο έναςουσιαστικός παράγοντας, που οδήγησε σε νέες εξαρτήσεις, αλλά και σεσημαντικά έξοδα σε κεφάλαιο και συμβουλευτικές διαδικασίες από τη μεριάτων υπερδυνάμεων και που με αυτό τον τρόπο έδωσε ουσιαστικές ωθήσειςγια ανάπτυξη;5 Σ' αυτό το πλαίσιο, η νεότερη ιαπωνική ανάμειξη στηνπαλιά περιοχή επιρροής της, από το αποκορύφωμα του πολέμου του Βιετνάμκαι μετά, μπορεί σίγουρα να ερμηνευθεί ως εντός του πνεύματος των ΗΠΑ,που επιθυμούν ένα ρόλο τοποτηρητή για την Ιαπωνία ώστε να απαλλαγούν οιΗΠΑ τουλάχιστον από τις οικονομικές υποχρεώσεις τους.
Τέλος, οι«χώρες στο κατώφλι της ανάπτυξης» της Ν.Α. Ασίας διακρίνονται όλες απόένα υψηλό και ευρέως διαδεδομένο επίπεδο μόρφωσης, υψηλά κίνητρα γιαεπιδόσεις και κοινωνική άνοδο του πληθυσμού, ένα «ισχυρό κράτος»(σύμφωνα με την προσέγγιση του Myrdal) και μια αποτελεσματικήγραφειοκρατία, που μπορεί να αναχθεί στην κοινή κομφουκιανή κληρονομιά.Παρ' όλο ότι δεν πρόκειται να εντρυφήσουμε στη συνέχεια σ' αυτή τηνόψη, πρέπει εντούτοις να τη λάβουμε απαραίτητα υπόψη στην αξιολόγησητου συνολικού σεναρίου. Τα ζητήματα που θίχθηκαν θα εξετασθούν στησυνέχεια διεξοδικά στις περιπτώσεις της Ν. Κορέας και της Ταϊβάν, ενώθα αναφερόμαστε σποραδικά μόνο στις άλλες χώρες.
2. Ιδιομορφίες του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού
Σε αντιδιαστολή με τις ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις, η Ιαπωνία ήτανακόμη στο τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα η ίδια αντικείμενοιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης, αναγκάσθηκε μετά το 1854 να αποδεχθείάνισες διεθνείς συμφωνίες και κατόρθωσε μόνο χάρη σε μια πολιτικήσυσπείρωση δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας κατά τη διάρκεια τηςπαλινόρθωσης της δυναστείας Meiji, και λόγω της απομονωμένης καιοικονομικά λιγότερο ενδιαφέρουσας περιθωριακής θέσης της να διαφύγει τημοίρα της γειτονικής Κίνας6. Επειδή συγκριτικά με άλλεςβιομηχανικές χώρες, η Ιαπωνία αποτελούσε έναν «ακόλουθο» σε μειονεκτικήθέση λόγω έλλειψης πρώτων υλών, έκανε μέχρι την αλλαγή του αιώνα ένανπόλεμο σε δύο μέτωπα: ενάντια στις αποικιακές περιοχές που έπρεπε ναυποταγούν, για να εξασφαλισθεί η βάση πρώτων υλών για τηνεκβιομηχάνιση, και απέναντι στις ήδη καθιερωμένες μεγάλες δυνάμεις, πουδεν ήθελαν να ανεχθούν την απότομη άνοδο της ή διεκδικούσανανταγωνιστικά τις περιοχές που εποφθαλμιούσε η Ιαπωνία. Σ' αυτούς τουςσυσχετισμούς πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια για δυο ιδιομορφίες τουιαπωνικού ιμπεριαλισμού, ενός «ιμπεριαλισμού χωρίς κεφάλαιο». Κατ'αρχήν προηγείτο πάντα ο στρατιωτικός επεκτατισμός της οικονομικήςεκμετάλλευσης (το εμπόριο ακολουθούσε τη σημαία) και ύστερα η αποικιακήκυριαρχία δεν περιοριζόταν μετά από την επιτυχή σταθεροποίηση τηςεξουσίας σε μια απλή λεηλασία, σε εμπορική διείσδυση ή εντέλει σε έναοπισθοδρομικό άνοιγμα θυλάκων, αλλά αναλάμβανε δραστηριότητες ευρείαςέκτασης για μια συστηματική αξιοποίηση των εξαρτημένων περιοχών.Ιδιωτικές δραστηριότητες και κέρδη στις αποικίες ήταν βέβαια επιθυμητά,ενσωματώνονταν όμως όλο και περισσότερο σε μακροπρόθεσμα σχέδιαανάπτυξης και μέσω Joint Ventures, στα οποία συνέταιροι των Zaibatzuήταν ο στρατός ή και ημικρατικές ή κρατικές επιχειρήσεις. Μόνο κατ'αυτό τον τρόπο είναι κατανοητός ο επίμονος, ταχύς και ιδιαίτερααποτελεσματικός εκσυγχρονισμός της γεωργίας και η εκβιομηχάνιση, πουαπέκλειε κατά μεγάλο μέρος τον αμοιβαίο ανταγωνισμό των ιδιωτικώνεπιχειρήσεων.
Στην Κορέα7 δημιουργήθηκαν κατ' αρχήν,μετά την τοποθέτηση του γενικού διοικητή (1910), οι διοικητικές καιπολιτικές συνθήκες - πλαίσια με την οικοδόμηση του συστήματος κρατικήςδιοίκησης και αστυνομίας. Τρία πέμπτα μάλιστα των κατώτερων υπηρεσιακώνβαθμίδων της αστυνομίας ήταν ιάπωνες! Η τοπογράφηση της χώρας και ηανίχνευση του εδάφους που περατώθηκε μέχρι το 1918, ήταν η προϋπόθεσηγια την εγκαθίδρυση αγροτοκαπιταλιστικών δικαιακών σχέσεων και η βάσηενός μακροπρόθεσμου σχεδιασμού για την αύξηση της παραγωγής ρυζιού.Κρατικός φορέας ήταν η «Oriental Development Company», που επέκτεινεαργότερα τις δραστηριότητες της στην Μαντζουρία, Β. Κίνα και τηνΜογγολία, και που έγινε ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας δίπλα στουςπαραδοσιακούς κορεάτες φεουδάρχες. Παρ' όλο ότι η προγραμματισμένηεποίκηση ιαπώνων αγροτών είχε μόνο μικρή επιτυχία και αποδείχθηκεαναγκαία η προσφυγή σε κορεάτες κολίγους, εντούτοις έγιναναξιοσημείωτες αγροτικές επενδύσεις για την επέκταση της καλλιεργήσιμηςεπιφάνειας από 4,5 σε 5 εκατ. εκτάρια (1930), για εγκαταστάσειςάρδευσης και εμπορευματική παραγωγή λιπασμάτων. Η παραγωγή ρυζιούσχεδόν διπλασιάσθηκε μεταξύ 1910 και 1940. Επειδή οι αυξήσεις τηςπαραγωγής εξάγονταν στην Ιαπωνία, δεν βελτιώθηκε σχεδόν καθόλου ητροφοδοσία του ντόπιου πληθυσμού. Αντίθετα όταν στη δεκαετία του '30βελτιώθηκε ο ιαπωνικός εσωτερικός εφοδιασμός και οι ιάπωνες παραγωγοίυπέστησαν την πίεση τιμών του εισαγόμενου ρυζιού από την Κορέα και τηνΤαϊβάν, έθεσαν τέλος στα παραπέρα μέτρα αύξησης της παραγωγικότηταςστην Κορέα. Από δω και στο εξής συντελούνταν αυξήσεις των εξαγωγών ειςβάρος της εσωτερικής κατανάλωσης που οδήγησαν σε μια ταχεία επιδείνωσητης τροφοδοσίας και σε διαφυγή προς είδη δημητριακών κατώτερης αξίας.
Η καθεαυτό εκβιομηχάνιση, ιδιαίτερα στην περιοχή της βαρείαςβιομηχανίας, άρχισε μόλις τη δεκαετία του '30, όταν η Ιαπωνία έζησεμετά το 1933 ένα νέο μπουμ εκβιομηχάνισης, που απαιτούσε ενισχυμένηπρομήθεια πρώτων υλών (άνθρακας, μεταλλεύματα σιδήρου). Επιπλέον, οιαπωνικός εξοπλισμός της δεκαετίας του '30 απαιτούσε μεγάλες ποσότητεςελαφρών και βαριών μετάλλων για την κατασκευή αεροπλάνων καιτεθωρακισμένων καθώς και χημικά προϊόντα, που μπορούσε να προμηθευθείαπό την Κορέα. Μεταξύ 1929 και 1940 ανέβηκε η αξία της βιομηχανικήςπαραγωγής στην Κορέα από 350 εκατ. σε 1,8 δις. γιεν, από τα οποίακατανέμονται 55% (!) στη βαρεία βιομηχανία και 37% μόνον στην χημικήβιομηχανία (τεχνητά λιπάσματα και εκρηκτικές ύλες). Όσον αφορά δε τουςτομείς, η γεωργία ξεπεράστηκε γύρω στο 1940 στη συνεισφορά της στοεθνικό προϊόν από τα ορυχεία και τη μεταποιητική βιομηχανία, ενώ το1910 είχε ένα μερίδιο της τάξης του 90% και ακόμη το 1933 ανερχόταν σε67%.
Αυτή η εξέλιξη έγινε δυνατή, γιατί προηγήθηκε μιααξιοσημείωτη για αποικιακές περιοχές επέκταση της υποδομής. Μέχρι το1940 κατασκευάστηκαν στην Κορέα 5.670 χλμ. σιδηροδρόμων (στηνΜαντζουρία το υπάρχουν σιδηροδρομικό δίκτυο επεκτάθηκε κατά το ίδιομήκος), που κύρια κατευθύνοντα από βορρά προς νότο και συντελούσαν στησύνδεση ανάμεσα στη Μαντζουρία και στα λιμάνια της Ν. Κορέας, με στόχοτην παραπέρα μεταφορά προς Ιαπωνία. Σ' αυτό προστίθενται επαρχιακοίδρόμοι, κατασκευές λιμανιών, δίκτυα επικοινωνιών, και υδροηλεκτρικάεργοστάσια στη Β. Κορέα, που τροφοδοτούσαν ταυτόχρονα τη Μαντζουρία μεενέργεια.
Μετά τις μεγάλες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας την Άνοιξητου 1919 ενάντια στην ιαπωνική κυριαρχία, που εντέλει ενθαρρύνθηκαν απότην Οκτωβριανή Επανάσταση και τη δήλωση από 14 σημεία του Γουΐλσον,εφαρμόσθηκε από τους Ιάπωνες τη δεκαετία του '20 ένα σχετικά«φιλελεύθερο» καθεστώς. Μόνο η προσαρμογή της κορεάτικης οικονομίαςστις απαιτήσεις εξοπλισμού (της Ιαπωνίας σ.τ.μ.) οδήγησε στις αρχές τηςδεκαετίας του '30 σε μια όξυνση της καταστολής. Όχι μόνο απαγορεύτηκανόλοι οι τρόποι πολιτικής ή δημοσιογραφικής ενασχόλησης στους Κορεάτες,αλλά οι προσπάθειες εξιαπωνισμού πήραν ιδιαίτερα ακραίες μορφές, με τογεγονός ότι όχι μόνο έγινε η ιαπωνική η επίσημη γλώσσα, αλλά και ότι οιΚορεάτες υποχρεώθηκαν να φέρουν ιαπωνικά ονόματα ενώ τους απαγορεύθηκενα χρησιμοποιούν την κορεάτικη γλώσσα ακόμα και μέσα στην οικογένεια.Παρ' ότι δεν συντελέσθηκε μια μαζική εποίκηση ιαπώνων οι μόνιμαδιαμένοντες ιάπωνες περιορίστηκαν σχεδόν σε διευθυντικές λειτουργίεςστη διοίκηση, βιομηχανία, εμπόριο και υπηρεσίες εντούτοις η Ιαπωνίαεφάρμοσε μια πολιτική συστηματικού εθνικού διαχωρισμού (Apartheid), μετο να διατηρεί όλες τις ειδικευμένες θέσεις σχεδόν αποκλειστικά σειαπωνική κατοχή. Αποτέλεσμα της σκληρής πολιτικής καταστολής και τωνσυνθηκών ζωής που χειροτέρεψαν στη δεκαετία του 1930 ήταν μια μαζικήμετανάστευση. Μαζί με τους 700.000 περίπου Κορεάτες σε καταναγκαστικάέργα στα ορυχεία και την πολεμική βιομηχανία της Ιαπωνίας, υπήρχαν στοτέλος του πολέμου, εκτός από τα 25 εκατ. Κορεάτες του εσωτερικού,περίπου 3,3 εκατ. που είχαν μεταναστεύσει στη Μαντζουρία, στην Κίνα,στη Σιβηρία και στην Ιαπωνία.
Ενώ η κορεάτικη οικονομία είχεκατευθυνθεί σχεδόν αποκλειστικά στην παραγωγή και εξαγωγή γεωργικών καιορυκτών πρώτων υλών και ενδιάμεσων προϊόντων βαρειάς βιομηχανίας, στηνπεριοχή Mandschukuo (Schumpeter 1940· Sun 1949· Chao 1982) Βρισκόταν τοκέντρο βάρουςτης εκβιομηχάνισης (που μετά το 1933 προωθήθηκε εξίσουεξαναγκασμένα και σχεδιασμένα), σε μια βαρειά βιομηχανία, που ήτανολοκληρωμένη από τα ορυχεία μετάλλου και άνθρακα στη μεταλλουργία καιτην επεξεργασία άνθρακα μέχρι την κατασκευή μηχανών και μεταφορικώνμέσων. Έτσι η Mandschukuo τροφοδοτούσε με τη σειρά της τη Β. Κίνα καιτην Κορέα με μηχανές. Η σχεδιασμένη εποίκηση Ιαπώνων αγροτών στη σχεδόνέρημη χώρα απέτυχε, γιατί οι πιθανοί έποικοι μειώθηκαν, λόγω τηςισχυρής ζήτησης στρατιωτών και έργων εξοπλισμού στην πορεία τηςπαραπέρα στρατιωτικής επέκτασης, και ακόμη διότι η προθυμία των ιαπώνωναγροτών ήταν μικρή. Στην Ταϊβάν (Ηο 1978, Menzel 1985a) συγκεντρώθηκανοι ιαπωνικές δραστηριότητες εκτός από την επέκταση της υποδομής, κύριαστη γεωργία, όπου δημιουργήθηκαν καλλιέργειες ρυζιού και ζάχαρης γιατις ιαπωνικές ανάγκες. Στη Β. Κίνα, όπου η ιαπωνική κατοχή διήρκεσελίγο και συνακόλουθα η επενδυτική δραστηριότητα ήταν μικρή, παράγοντανεκτός από τον άνθρακα, κυρίως υφαντικές πρώτες ύλες (μαλλί και βαμβάκι).
Η σημαντικότερη έλλειψη του μπλοκ του γιεν (και συνεπώς μια σχετικήεξάρτηση από εισαγωγές) υπήρχε κυρίως σε πετρέλαιο, καουτσούκ καιβαμβάκι, όπου κύριος προμηθετής παρέμειναν οι ΗΠΑ μέχρι την επέκτασητης περιοχής της ιαπωνικής κυριαρχίας προς το νότο. Όλα αυτάεκαλύπτοντο από ένα πυκνό δίκτυο σιδηροδρόμων, λιμανιών και ακτοπλοϊκώνδιασυνδέσεων, που όμως, όσον αφορά τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας, τησύνδεση με την Ιαπωνία, ήταν ιδιαίτερα τρωτό από στρατιωτική άποψη,όπως έδειξε καθαρά η εξέλιξη του πολέμου αργότερα. Οι εισαγωγές καιεξαγωγές των επιμέρους τμημάτων κατευθύνοντα σχεδόν αποκλειστικά στομπλοκ του γιεν με κέντρο την Ιαπωνία. Μόνο η ίδια η μητρόπολη διέθετεεμπορικές σχέσεις με τρίτες χώρες.
Εάν πραγματοποιήσουμε ένανισολογισμό υπό το πρίσμα ποιο ενεργητικό κατέγραψαν οι εξαρτημένεςπεριοχές παρά την πολιτική καταστολή, τότε θα πρέπει να υποδείξουμε ότιπαρά τους εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης κάθε περιοχή καθεαυτή δενήταν βιώσιμη, λόγω της μονόπλευρης και εξειδικευμένης κατεύθυνσης τηςοικονομίας και είχε ανάγκη πάντοτε τις σχέσεις InputOutput με τηνΙαπωνία ή και τα άλλα μέλη του μπλοκ του γιεν. Ακόμη λόγω τουσυστήματος Apartheid θα πρέπει τα αποτελέσματα στην εκπαίδευση τηςεγχώριας εργατικής δύναμης να ήταν περιορισμένα, μια και οι Ιάπωνεςκατείχαν σχεδόν εξολοκλήρου τις εξειδικευμένες θέσεις των διευθυντώνκαι μηχανικών. Παρ' όλα αυτά θα πρέπει να τονισθεί, ότι υπό τιςδιαφορετικές πολιτικές συνθήκες, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά το 1945,οι σιδηρόδρομοι, τα λιμάνια τα ορυχεία κ.λπ. που χτίστηκαν προς όφελοςτων Ιαπώνων, μπόρεσαν να γίνουν ενεργητικοί παράγοντες στα χέριαΚινέζων και Κορεατών, που από τότε διέθεταν βιομηχανικές δυνατότητες,αλλά και δυνατότητες στη βαρειά βιομηχανία μοναδικές για τον ΤρίτοΚόσμο, ώστε μέχρι σήμερα να αποτελούν το κέντρο βάρους της Μαντζουρίαςκαι της Β. Κορέας. Επίσης και η αγροτική ανάπτυξη δεν ήταν ανάλογη μεάλλες αποικίες, μια και τα ιαπωνικά συμφέροντα συγκεντρώνονταν στο ρύζικαι τη σόγια, το μαλλί και το βαμβάκι, δηλ. είδη βασικής διατροφής καιυφαντικές πρώτες ύλες, που τότε όπως και τώρα αποτελούν τη βάση τηςτροφοδοσίας και του εγχώριου πληθυσμού. Τελείως διαφορετικές θα ήταν οιυποθήκες, εάν η Ιαπωνία έκανε την Ταϊβάν μια δεύτερη Κούβα καικαλλιεργούσε εκεί μόνο ζάχαρη. Το ότι στη δεκαετία του '50 η ανάπτυξητης Ταϊβάν συνδέθηκε με την αγροτική οικονομία και την επεξεργασίααγροτικών προϊόντων για εξαγωγή, ή ότι στη Β. Κορέα και τη Μαντζουρίαεπεκτάθηκε η βαρεία βιομηχανία φαίνεται ότι δεν ήταν και τόσο τυχαίο,λόγω της ιαπωνικής κληρονομιάς. Από τα κέντρα βάρους των αντίστοιχωνστρατηγικών ανάπτυξης στις επιμέρους περιοχές διαφαίνεται οπωσδήποτεμια συνέχεια από την εποχή της αποικιοκρατίας.
3. Η Ν. Κορέα και η Ταϊβάν στις αρχές της δεκαετίας του '80
Προτού αναλυθεί η στρατηγική ανάπτυξης των νέων βιομηχανικών χωρών τηςανατολικής Ασίας και προτού συναχθούν από αυτή την ανάλυση μερικέςπροεκτάσεις και θεωρητικά συμπεράσματα, θα παρουσιάσουμε κατ' αρχήνμερικούς κεντρικούς δείκτες, βάσει των οποίων αποσαφηνίζεται το ήδηπροχωρημένο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο ανάπτυξης των δύο χωρώνστην αρχή της δεκαετίας του '808. Τα στοιχεία γίνονται ακόμηεντυπωσιακότερα, αν αντιπαραβληθούν με τα αντίστοιχα μεγέθη τους στηναρχή της δεκαετίας του '60, οπότε και οι δύο χώρες ανήκαν ακόμη,σύμφωνα με τα τρέχοντα κριτήρια της Διεθνούς Τράπεζας, στο πτωχοκομείοτου κόσμου, στις ονομαζόμενες «Least developed countries».
Αςαρχίσουμε με ένα απόλυτο μέγεθος. Το εθνικό προϊόν και των δύο χωρώνεκινείτο στις αρχές της δεκαετίας του '60 μόνο μεταξύ 2 και 3 δις. US$, δηλ. αποτελούσε όσον αφορά τη σημασία του ένα αμελητέο μέγεθος μέσαστην παγκόσμια οικονομία. Μέχρι το 1982 αυξήθηκε στη Ν. Κορέα σε 65,7δις. $ ΗΠΑ και στην Ταϊβάν σε 48,3 δις. $ ΗΠΑ. Αντιστοιχούσε συνεπώςεξωτερικά περίπου στον όγκο των μικρών χωρών του ΟΟΣΑ όπως Δανία καιΦιυλανδία. Ακόμη περισσότερα μαρτυρεί η αύξηση του κατά κεφαλήνπροϊόντος. Εάν οι δύο χώρες βρίσκονταν το 1961 με 87 $ (Ν. Κορέα) και254 $ (Ταϊβάν) σε ένα επίπεδο, όπου κινούνται σήμερα οι περισσότερεςαφρικανικές και νοτιοασιατικές χώρες (Ινδία, Μπαυγκλαντές, Αφγανιστάν,Μπούρμα, Πακιστάν) αλλά και ΛΔ της Κίνας, βρίσκονται το 1982 με 1671 US$ (Ν. Κορέα) και 2.615 US $ (Ταϊβάν) στις υψηλές μεσαίες θέσεις τηςιεραρχίας της Διεθνούς Τράπεζας και συγκρίνονται με τις πλουσιότερεςχώρες της λατινικής Αμερικής και τις πτωχότερες χώρες της ΚΟΜΕΚΟΝ. Αυτήη σημαντική και ιδιαίτερα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα βελτίωση τηςθέσης τους στο παγκόσμιο φάσμα ήταν δυνατή, επειδή και οι δύο χώρες τατελευταία 20 χρόνια κατέγραψαν ένα μέσο πραγματικό ρυθμό αύξησης τουΑΕΠ κατά 8,1% και 9,3% αντίστοιχα. Αυτή η εξαιρετικά υψηλή κατά κεφαλήαύξηση επιτεύχθηκε, αν εξαιρέσει κανείς μερικές χώρες του ΟΠΕΚ, όπουαυτή πραγματοποιήθηκε μόνο με τις μονοπωλιακές αυξήσεις τιμών μόνο στιςπαρόμοιες περιπτώσεις του ΧουγκΚουγκ και της Σιγκαπούρης9 καθώς και απότην Ιαπωνία ως μοναδική χώρα του ΟΟΣΑ.
Αυτή η συνολικήοικονομική ανάπτυξη οφειλόταν κατά κύριο λόγο στη βιομηχανική ανάπτυξημε σχεδόν συνεχείς διψήφιους ρυθμούς, πράγμα που δεν επιτεύχθηκε ούτεαπό την Ιαπωνία μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο για τόσο μεγάλη χρονικήδιάρκεια. Συνέπεια ήταν ο διπλασιασμός της συνεισφοράς τηςμεταποιητικής βιομηχανίας στο εθνικό προϊόν σε 30% (Ν. Κορέα) και 35%(Ταϊβάν). Το γεγονός, ότι εντωμεταξύ και στις δύο χώρες πάνω από τομισό, στην Ταϊβάν σχεδόν δύο τρίτα της μεταποίησης καταμερίζεται στη«βαρεία βιομηχανία», δείχνει επιπλέον, ότι η εκβιομηχάνιση δενσταμάτησε καθόλου στις κλασικές ελαφρές βιομηχανίες (τρόφιμα, υφαντά,ρουχισμός κ.λπ.), αλλά επεκτάθηκε χωρίς μεγάλη καθυστέρηση στην περιοχήτων ενδιάμεσων προϊόντων αλλά και των επενδυτικών αγαθών.
Εδώόμως θα πρέπει να περιορίσουμε τα προηγούμενα παρατηρώντας ότι πίσω απότο χαρακτηρισμό «βαριά βιομηχανία», κυρίως στην περιοχή τηςηλεκτρολογίας, κρύβεται ένα μεγάλο μερίδιο βιομηχανικών καταναλωτικώναγαθών, που ορθότερα θα έπρεπε να καταχωρηθούν στις «νέες» ελαφρέςβιομηχανίες. Οι τελευταίες θα πρέπει να αποτελούν ένα τρίτο περίπου της«βαρείας βιομηχανίας». Εντούτοις, το υψηλό μερίδιο των κλάδωνΜηχανολογία – Ηλεκτρολογία - Κατασκευές Αυτοκινήτων που αναπτύχθηκεγρήγορα, καθιστά σαφές ότι ακόμη και τομείς που απαιτούν αυξημένεςκατασκευαστικές δεξιότητες απέκτησαν τεράστια σημασία. Σε κάθεπερίπτωση το μερίδιο τους βρίσκεται λίγο μόλις κάτω από τουςαντίστοιχους δείκτες των περισσότερων χωρών του ΟΟΣΑ.
Αυτά ταεντυπωσιακά στοιχεία για τη διαδικασία εκβιομηχάνισης απομάκρυνανπολλές φορές στη βιβλιογραφία την προσοχή από τον εκσυγχρονισμό τηςγεωργίας που συντελέσθηκε ταυτόχρονα. Παρ' όλο ότι η αγροτική οικονομίαγια φυσιολογικά αίτια δεν μπορεί να επιδείξει συγκρίσιμους ρυθμούςανάπτυξης, εντούτοις τα 34% ετήσια ποσοστά ανάπτυξης είναι επίσης σεπαγκόσμια κλίμακα στο πάνω μέρος του φάσματος. Μια απόδοση της τάξηςτων 4 τόνων δημητριακών ανά εκτάριο πρέπει να χαρακτηρισθεί ως πολύυψηλή. Η κατανάλωση τεχνητών λιπασμάτων και το αποθεματικό μηχανημάτωνέλκυσης ανά εκτάριο δείχνουν ότι και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται γιαμια πολύ εντατική και ήδη σε μεγάλο βαθμό εκμηχανισμένη αγροτικήοικονομία.
Εκείνο που δεν εκφράζεται στον εποπτικό πίνακα είναιότι η αγροτική ανάπτυξη στην Ταϊβάν άρχισε ήδη στη δεκαετία του '50,δηλ. περίπου 10 χρόνια νωρίτερα από τη Ν. Κορέα. Η εκβιομηχάνιση στηνΤαϊβάν εξελίχθηκε λοιπόν στο φόντο μιας διαδικασίας αγροτικούεκσυγχρονισμού που είχε ήδη προχωρήσει αρκετά, γεγονός που υποδεικνύειμια περισσότερο ομοιογενή συνολική εξέλιξη. Αυτό γίνεται περισσότεροφανερό στα στοιχεία για τη τομεακή μετατόπιση. Βέβαια ανέβηκε εν τωμεταξύ η συμβολή του δευτερογενούς τομέα στο ΑΕΠ και στις δύο χώρες σε44%. Όμως η σχετική υποχώρηση του πρωτογενούς τομέα ήταν κατά πολύισχυρότερη στην Ταϊβάν. Η συμβολή της γεωργίας, αλιείας και βασικήςοικονομίας αποτελείται εδώ από μόνο 8,7% έναντι 18% στη Ν. Κορέα. Ακόμηισχυρότερη είναι η τομεακή μετατόπιση της απασχόλησης που σημαδεύεταιαπό διαφοροποιήσεις. Το 1965 απασχολούντο και στις δύο χώρες περίπου54% του ενεργού πληθυσμού στον πρωτογενή τομέα. Το 1982 στην Ταϊβάνήταν μόνο 18,1%, στη Ν. Κορέα, όμως ακόμη 30%. Ανάλογο είναι το ποσοστόαπασχόλησης στο δευτερογενή τομέα παρά το κοινό σημείο εκκίνησης το1965: υψηλότερο στην Ταϊβάν με 41,2% έναντι 26,5% στη Ν. Κορέα.
Από αυτά μπορούμε να συνάγουμε, ότι η εκβιομηχάνιση που εκφράζεται μετην ισχυρή σχετική αύξηση της συμβολής του δευτερογενούς τομέα στο ΑΕΠ,και ο αγροτικός εκσυγχρονισμός, που εκφράζεται με την ισχυρή σχετικήμείωση των απασχολουμένων στη γεωργία, έχουν βέβαια έντονο χαρακτήρακαι στις δύο χώρες, όμως αυτή η διαδικασία ήταν πολύ περισσότεροπροχωρημένη στην Ταϊβάν. Η ισχυρότερη παραλληλότητα των δυο μεταθετικώνδιαδικασιών στην Ταϊβάν δείχνει μια πολύ περισσότερο ομοιογενή συνολικήεξέλιξη. Διότι εκφράζει το γεγονός ότι οι διαφορές παραγωγικότηταςανάμεσα σε βιομηχανία και γεωργία είναι πολύ μικρότερες στην Ταϊβάν απόότι στην Ν. Κορέα.
Το ότι έχει ήδη επιτευχθεί ένας αρκετάπροχωρημένος βαθμός διαπλοκής στο εσωτερικό και ανάμεσα σε επιμέρουςτομείς και κλάδους, αυτό φαίνεται από το ήδη υψηλό μερίδιο τωνενδιάμεσων αναλώσεων στην Ακαθάριστη Αξία Παραγωγής (ΑΑΠ)10. Αυτός ο κεντρικός δείκτης καταδεικνύει ότι στη βάση της υψηλήςανάπτυξης βρίσκεται και μια αύξουσα δικτύωση της οικονομίας. Για να τοεκφράσουμε διαφορετικά, δεν είναι παρούσα πλέον η χαρακτηριστική δομήτων χωρών του Τρίτου Κόσμου με τις υψηλές εξαγωγές πρωτογενών αγαθώνκαι τις υψηλές εισαγωγές έτοιμων εμπορευμάτων. Τα πιθανά δρώντα ήαναδρώμενα συμπτώματα σύζευξης που μπορούν να παραχθούν από τη γεωργίακαι τις εξαγωγικές βιομηχανίες, χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλη έκταση. Μ'αυτό έχει να κάνει και το ζήτημα του μεριδίου των πρώτων υλών καιτροφίμων στο σύνολο των εξαγομένων εμπορευμάτων, που έπεσε κάτω από10%. Ένα μερίδιο ενδιάμεσων αναλώσεων στην Α.Α.Π. της τάξης 5560% καιένα μερίδιο έτοιμων εμπορευμάτων στις εξαγωγές πάνω από 90% εκφράζουνακριβώς το αντίθετο, από αυτό που θα αναμενόταν για μια τυπικήπεριφερειακή οικονομία. Γι αυτό και θα πρέπει και οι δύο δείκτες νααξιολογηθούν ως καθαρή έκφραση αυτοκεντρισμού. Λεπτομερειακές αναλύσειςέδειξαν, ότι το γεγονός μιας αύξουσας δικτύωσης σημαδεύει κατά μεγάλομέρος και τις χαρακτηριστικές εξαγωγικές βιομηχανίες, που αντλούν ταπροκαταρκτικά προϊόντα από κατασκευή στο εσωτερικό και όχι απόεισαγωγές, όσο βέβαια δεν το εμποδίζει η δική τους έλλειψη πρώτων υλών.
Ας στραφούμε τώρα προς τους κοινωνικούς δείκτες. Η αύξηση του πληθυσμούανερχόταν στις αρχές της δεκαετίας του '60 στη Ν. Κορέα σε 3%, μάλισταστην Ταϊβάν σε 3,3% κατ' έτος. Έφθασε όμως και στις δύο χώρες σχεδόν ναυποδιπλασιασθεί μέχρι στις αρχές της δεκαετίας του '80.
Ηδημογραφική μετάβαση πέρασε λοιπόν ήδη στο τρίτο στάδιο της, όπουαρχίζει να υποχωρεί όχι μόνο το ποσοστό θανάτων αλλά και το ποσοστόγεννήσεων. Ενώ η υποχώρηση του ποσοστού θανάτων είναι έκφρασηβελτιωμένων συνθηκών διατροφής και ιατρικής περίθαλψης, η μείωση τουποσοστού γεννήσεων δείχνει μιαν αλλαγμένη γενεαλογική συμπεριφορά. Αυτόπάλι είναι αποτέλεσμα ανώτερης εκπαίδευσης, μεγαλύτερης ευημερίας,υψηλότερης κοινωνικής ασφάλειας, μετατοπίσεων αξιών κ.λπ. Παρά τογεγονός ότι η αύξηση του πληθυσμού είναι ακόμη καθαρά πάνω απ' αυτήντων χωρών του ΟΟΣΑ μπόρεσε μέχρι στιγμής να αντισταθμισθεί χωρίςδυσκολία από την υψηλή οικονομική ανάπτυξη. Η μέση προσδοκώμενηδιάρκεια ζωής των 72 χρόνων στην Ταϊβάν βρίσκεται μόνο κατά 23 χρόνιακάτω από αυτήν των χωρών του ΟΟΣΑ. Όμως στη Ν. Κορέα βρίσκεται με 64χρόνια ακόμη αισθητά πιο κάτω.
Η τομεακή μετατόπιση τηςαπασχόλησης άφησε ήδη να διαφανεί, ότι και η κοινωνική δομή στις δύοχώρες υπέστη μια σημαντική αλλαγή, στο βαθμό που επηρεάζεται από τομετασχηματισμό από αγροτική σε βιομηχανική απασχόληση. Μ' αυτόσυναρτάται η ισχυρή αστικοποίηση και στις δύο χώρες. Στη Ν. Κορέα ζουνεντωμεταξύ 55% και στην Ταϊβάν μάλιστα 77% του πληθυσμού στην πόλη11.Μ' αυτό συναρτάται όμως και η σημαντική αύξηση της μερίδας των μισθωτών(εργάτες και υπάλληλοι στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα) στη συνολικήαπασχόληση και η σοβαρή μείωση των τυπικά αυτοδύναμων (αγρότες,τεχνίτες, μικρέμποροι). Εδώ ιδιαίτερα τα στοιχεία για την Ταϊβάν μιλούνκαθαρά: Μικρό μερίδιο απασχόλησης στον πρωτογενή (18,9%), μεγάλομερίδιο μισθωτών (64,8%), υψηλό ποσοστό αστικού πληθυσμού (77%) καιμόνο μικρή μερίδα περιθωριακών (5,6%), όλοι αυτοί είναι δείκτες, πουυποδεικνύουν κοινωνική δομή ανεπτυγμένης βιομηχανικής χώρας12. Υπάρχειλοιπόν μια σαφής σύμπτωση μεταξύ οικονομικού και κοινωνικούμετασχηματισμού. Το μεγάλο ποσοστό αστικοποίησης και η μικρή μερίδααπασχολουμένων στον πρωτογενή τομέα, τότε μόνο θα έδειχνε μιαυπερτροφική διόγκωση του αστικού τομέα υπηρεσιών, μια μεγάλη μερίδα απόπληθυσμό σε slums και έντονο ανεπίσημο τομέα, εάν δεν τουαντιπαρατίθεντο άλλοι δείκτες (μεγάλη μερίδα επίσημα απασχολουμένων,υψηλό ποσοστό απασχολουμένων στο δευτερογενή τομέα, υψηλό ποσοστόαλφαβητισμού, υψηλή μέση προσδοκώμενη διάρκεια ζωής). Ταμακροοικονομικά και κοινωνικά στοιχεία οδηγούν όλα για την Ταϊβάν στηνίδια κατεύθυνση, ότι δηλ. εδώ έχει επιτευχθεί ένα διάγραμμα συνολικήςανάπτυξης τέτοιο, που προσεγγίζει ήδη αρκετά εκείνο των χωρών του ΟΟΣΑ.Όπως βέβαια περιμένει κανείς με βάση τα οικονομικά στοιχεία, στην Ν.Κορέα οι δείκτες κοινωνικής δομής οδηγούν βέβαια σε μια παρόμοιακατεύθυνση, όμως οι τιμές τους είναι αισθητά κατώτερες, με εξαίρεση τοβαθμό αλφαβητισμού.
Εάν εντέλει συμπεριλάβουμε και την κατανομήεισοδημάτων, τότε αναδεικνύεται, ότι προφανώς η υψηλή ανάπτυξη απέβηπρος όφελος μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Οι δείκτες Gini τηςκατανομής εισοδήματος βρίσκονται και για τις δύο χώρες μεταξύ 0,3 και0,4 και ως εκ τούτου όχι μόνο αισθητά πιο κάτω από τις περισσότερεςχώρες του Τρίτου Κόσμου, αλλά είναι και όμοιοι ή και ελαφρά καλύτεροιαπό χώρες με «σοσιαλδημοκρατική» κατεύθυνση. Γι αυτό είναι επιτρεπτό τοσυμπέρασμα, ότι η υψηλή ανάπτυξη του κατά κεφαλήν προϊόντος δεν είναιμόνο μια στατιστική φαντασίωση, που κρύβει πίσω της μια αρκετά άνισησυμμετοχή σ' αυτή την ανάπτυξη, αλλά ότι έχει πραγματικά κατανεμηθεί σεευρύτερα στρώματα.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι: Και οι δύο χώρες,υπέστησαν τα τελευταία 20 χρόνια μια σημαντική αλλαγή, από κοινωνικήκαι οικονομική άποψη, το διάγραμμα τους προσεγγίζει ήδη αρκετά τιςκοινωνίες του ΟΟΣΑ με πολύ υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα. Αυτή ηαλλαγή είναι κατά τούτο ιδιαίτερα αξιοσημείωτη, διότι συντελέστηκε σεένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Στην Ευρώπη χρειάστηκε γι' αυτόδιπλάσια ή τριπλάσια χρονική περίοδος. Αυτή η διαπίστωση επιτρέπει τοσυμπέρασμα, ότι η παραπέρα ή τελειωτική εξομοίωση είναι μόνο ζήτημαχρόνου. Πρέπει όμως να τονιστεί αποφασιστικά, ότι η Ταϊβάν είναι σεσχέση με τη Ν. Κορέα από κάθε άποψη κατά ένα μεγάλο μέρος πιο μπροστά.
Το επιχείρημα: «ζήτημα χρόνου» σχετικοποιείται από μια λεπτομερειακήκριτική, που κυρίως μπορεί να εκφρασθεί σε σχέση με τη Ν. Κορέα υψηλόςεξωτερικός δανεισμός, σχετική παραμέληση του αγροτικού τομέα απέναντιστη βιομηχανία, πολύ γρήγορη μετάβαση σε κλάδους εντάσεως κεφαλαίου,πολύ ισχυρός προσανατολισμός προς την παγκόσμια αγορά με όλους τουςκινδύνους που αυτό συνεπάγεται, ακόμη σχετικά αδύναμος κλάδος μηχανώνκ.λπ. Αυτή η κριτική λαμβάνει ως μέτρο σύγκρισης τις σημερινέςβιομηχανικές χώρες, που έζησαν το πέρασμα στην εκβιομηχάνιση πριν απόεκατό και περισσότερα χρόνια, που δηλαδή βρίσκονταν τότε στο «κατώφλι»και διέθεταν από τότε πολύ χρόνο για να ωριμάσουν. Όμως ως μέτροσύγκρισης θα πρέπει πολύ περισσότερο να ληφθεί η Ταϊβάν και η Ν. Κορέαστην αρχή της δεκαετίας του '50 ή ακόμη στην αρχή της δεκαετίας του'60, ή και χώρες του Τρίτου Κόσμου που κινούνται ακόμη σε ένα παρόμοιοεπίπεδο. Εάν επιχειρείται λοιπόν σύγκριση με σημερινές βιομηχανικέςχώρες, τότε θα πρέπει να παρατηρήσει κανείς την κατάσταση τους στα μέσαή στα τέλη του 19ου αιώνα. Μ' αυτό τον τρόπο σχετικοποιείται και η απόκοινωνικά κριτήρια ορμώμενη κριτική. Φυσικά και οι μισθοί είναι ακόμηχαμηλοί, οι κοινωνικές παροχές περιορισμένες, οι συνθήκες εργασιακήςπροστασίας ελλείπεις. Είναι όμως έτσι μόνο όταν χρησιμοποιηθούν ωςμέτρα σύγκρισης τα δυτικοευρωπαϊκά μέτρα της δεκαετίας του '80
Ιδιαίτερα βαρύνουσα σημασία διατηρούν όμως, η συνεχιζόμενη μικρή ήανύπαρκτη έκταση της δημοκρατικής συμμετοχής, η έλλειψη σεβασμού σταανθρώπινα δικαιώματα, η καταστελόμενη ελευθερία συνδικαλιστικήςοργάνωσης, η απουσία ελευθερίας της γνώμης κ.λπ. Και οι δύο χώρες είναιχαρακτηριστικές περιπτώσεις επιτυχημένων αναπτυξιακών δικτατοριών, στιςοποίες το κράτος διαδραματίζει έναν σε κάθε κατεύθυνση παντοδύναμορόλο. Αυτό το κράτος κυριαρχείται από μια στρατιωτική κλίκα (Ν. Κορέα)ή από ένα Κόμμα (Ταϊβάν), που δεν υφίσταται κανέναν έλεγχο από τηνπλευρά του λαού. Αυτή η ισχυρή απόκλιση ανάμεσα σε οικονομική καιπολιτική αλλαγή μπορεί να αποδειχθεί μακροπρόθεσμα δυσλειτουργική ακόμηκαι στην κατεύθυνση των φιλόδοξων οικονομικών στόχων. Ένας λαός, πουέχει υψηλό μορφωτικό επίπεδο, που ζει κατά μεγάλο μέρος σε αστικόβιομηχανικό περιβάλλον, που έχει μια έστω και περιορισμένη επαφή με τοδημοκρατικό έξω κόσμο, που κάθε άλλο παρά χαρακτηρίζεται από άγνοια καιπρόσδεση στο αγροτικό περιβάλλον, μακροπρόθεσμα δεν είναι δυνατό νακαταπιέζεται χωρίς αυτό να απολήξει σε μεγάλες εκρήξεις. Οι πολιτικέςαναταραχές που βρίσκονται σε οξεία αντίθεση με τις οικονομικέςκατακτήσεις και εμφανίζονται ξαφνικά με όλη τη δύναμη τους, όπωςτελευταία το 1974 στην Ταϊβάν και το 1980 στη Ν. Κορέα, μιλούν ξεκάθαρηγλώσσα. Κατά τούτο λοιπόν η συνολική αξιολόγηση των δύο χωρών αποφέρειένα διατηρούμενο παθητικό που δεν γεφυρώνεται. Αλλά θα μπορούσαμε πάλισχετικοποιώντας να παρατηρήσουμε, ότι στις σημερινές βιομηχανικές χώρεςσε πολύ λίγες περιπτώσεις ο εκδημοκρατισμός προηγήθηκε ή τουλάχιστονσυνόδευσε την εκβιομηχάνιση. Χαρακτηριστικά ας σκεφτούμε τη γερμανική,την ιταλική ή την ιαπωνική ιστορία, ή εκείνη των χωρών της ΚΟΜΕΚΟΝ, πουενεπλάκησαν στην εκβιομηχάνιση μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
4. Στοιχεία - κλειδιά για την «ιστορία της επιτυχίας»
Εάν είναι δυνατόν να συνάγει κανείς ένα κατά βάση θετικό συμπέρασμα,παρακάμπτοντας τους περιορισμούς που παραπάνω αναφέραμε, δηλ. εάν είναιδυνατόν να χαρακτηρισθεί στην ουσία η διαδικασία ανάπτυξης με υστέρησητων δύο χωρών ως επιτυχημένη, τότε βέβαια τίθεται το ερώτημα για τααίτια της. Κάθε απάντηση, που προτάσσει κάποιον μεμονωμένο παράγοντα,όπως π.χ. την ιαπωνική κληρονομιά, την ιδιαίτερη έκταση τηςαμερικανικής βοήθειας, τη συνεπή ακολούθηση μιας εξαγωγικήςστρατηγικής, ή την ιδιαίτερη εργατικότητα των κατοίκων είναι ανεπαρκής.Ο συνολικός συσχετισμός των πραγμάτων είναι κατά τι πολυπλοκότερος.
Θα πρέπει να τονίσουμε κατ' αρχήν ότι η φυσική αλλά και η πολιτικήκατάσταση εκκίνησης ήταν μάλλον δυσμενής και στις δύο περιπτώσεις.Κυρίως στην Ταϊβάν δεν εμφανίζονται σε αξιόλογη κλίμακα ορυκτός πλούτοςκαι ενεργειακές πηγές. Το ποσοστό καλλιεργήσιμης επιφάνειας είναι λόγωορεινής δομής και των δύο χωρών μάλλον μικρό, γεγονός που συνιστάαρνητική υποθήκη, που βαρύνει ιδιαίτερα λόγω του ότι σε παγκόσμιασύγκριση είναι πολύ πυκνοκατοικημένες χώρες. Εξαρχής αποκλειόταν μιαστρατηγική ανάπτυξης, που εν πρώτοις θα βασιζόταν στη διεθνή εμπορίατων φυσικών αποθεμάτων, όπως αυτό ήταν εφικτό στις αγγλοσαξονικέςμεταναστευτικές αποικίες, στη Σκανδιναβία ή στις χώρες του ΟΠΕΚ.Επιπλέον ιδιαίτερα αρνητικά επέδρασαν, η έκβαση του δεύτερου παγκόσμιουπολέμου και οι επαναστατικές ανατροπές στην ανατολική Ασία, πουσυνδέθηκαν και για τις δύο χώρες με τις καταστροφές του πολέμου, τακύματα των προσφύγων, τη διακοπή των παραδοσιακών εμπορικών σχέσεων καιεσωτερικές πολιτικές διαμάχες Το σημείο εκκίνησης σημαδεύτηκε λοιπόνκατά κύριο λόγο από ελλείψεις και δυστυχία, οι οποίες μόνο με κόπομπορούσαν να εξισορροπηθούν από την αμερικανική βοήθεια που άρχιζε μεπολύ γρήγορους ρυθμούς.
Στα πρώτα χρόνια μάλιστα αποδείχθηκεεπιπλέον, ότι η ροή ξένης βοήθειας ήταν μια πολύ αντιφατική «χάρη». Όσοκαιρό επαφιόταν κανείς στη βοήθεια αυτή, παρεμποδίζονταν οι προσπάθειεςστήριξης στις εσωτερικές δυνάμεις της χώρας και αυτή οδηγείτο σε μιαστρατηγική, που απέβλεπε στη μεγιστοποίηση της βοήθειας. Όμως θετικά θαπρέπει να υπογραμμίσει κανείς όσα άφησε πίσω η αποικιακή δύναμη, θαπρέπει να εκτιμηθεί ως σημαντικό ενεργητικό στοιχείο, η χρήση τους γιατο συμφέρον της χώρας μετά την ανεξαρτησία. Παρ' όλα αυτά είναι άξιοπροσοχής, ότι δεν ετέθη σε λειτουργία κάποιος αυτοματισμός, διότι ταπρώτα χρόνια μετά την ανεξαρτησία κάθε άλλο παρά χαρακτηρίζονταν απόμια ευημερούσα εξέλιξη. Για να εκμεταλλευθούν τα ενεργητικά αυτάστοιχεία, χρειαζόταν κατ' αρχήν η πολιτική πίεση από έξω και από μέσα.
Η σύνολη πολιτική γειτνίαση και οι προκλήσεις που συνδέονται μ' αυτήνανταγωνισμός συστημάτων με το τμήμα της χώρας υπό κομμουνιστικήκυριαρχία, ζητήματα νομιμοποίησης των κρατούντων, σφαιρικά συμφέροντατης αμερικανικής προστάτιδας δύναμης οδήγησαν προφανώς στα τέλη τηςδεκαετίας του '50 σε μια τέτοια ένταση, ώστε η μόνη λύση ήταν ηυιοθέτηση μιας στρατηγικής οικονομικής ανάπτυξης που υποστηρίχθηκεμαζικά από την αμερικανική πλευρά. Σ' αυτή την πορεία φάνηκαν χρήσιμεςστην ουσία οι ακόλουθες συνθήκες: Οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις πουπραγματοποιήθηκαν για πολιτικούς λόγους πολύ γρήγορα και με συνέπεια, ηεκβιομηχάνιση για υποκατάσταση εισαγωγών στη φάση της ανάπτυξης με βάσητην ελαφριά βιομηχανία, που κατά μεγάλο μέρος τερματίσθηκε, ηαμερικανική προθυμία, να παρασχεθεί αντικειμενική, οικονομική και κύριατεχνική - στελεχιακή στήριξη, το προηγμένο μορφωτικό επίπεδο τουπληθυσμού, που έγινε δυνατό να μετατραπεί σε ανθρώπινο κεφάλαιο, και ηύπαρξη ενός «ισχυρού» κράτους, του οποίου η ηγεσία εκφράζει, για τουςπολιτικούς λόγους που αναφέραμε, μια ανυποχώρητη βούληση γιαεκσυγχρονισμό.
Σημείο εκκίνησης για τη νέα στρατηγική - λίγονωρίτερα στην Ταϊβάν, λίγο αργότερα στην Νότια Κορέα - ήταν ηαξιοποίηση του σημαντικότερου, πραγματικά υπαρκτού συγκριτικούπλεονεκτήματος, δηλ. της άφθονης, συγκριτικά ειδικευμένης και χαμηλάαμοιβόμενης εργατικής δύναμης, για την παραγωγή εκείνων των εξαγωγικώνεμπορευμάτων, για τα οποία το κόστος μισθού ανά κομμάτι, ήταν χαμηλό σεπαγκόσμια σύγκριση. Στην πρώτη φάση της υποκατάστασης εισαγωγών, οιελαφρές βιομηχανίες που αρχικά είχαν στραφεί αποκλειστικά στηνεσωτερική αγορά, και που έφθασαν στα τέλη της δεκαετίας του '50 σταόρια απορρόφησης της εσωτερικής αγοράς, μπόρεσαν να επεκταθούν καιπάλι, γιατί τους ανοίχθηκε η σχεδόν «απέραντη» παγκόσμια αγορά. Για ναυποβοηθηθεί αυτός ο επαναπροσανατολισμός των ελαφριών βιομηχανιών,μετασχηματίσθηκε η αρχικά καθαρά προστατευτική πολιτική σε μια πολιτικήεπιλεκτικού διαχωρισμού. Από τη μια πλευρά βελτιώθηκε σημαντικά ηδιεθνής ανταγωνιστικότητα των εξαγωγικών βιομηχανιών μέσω υποτιμήσεων,εξαγωγικών επιδοτήσεων, και με τελωνειακές απαλλαγές για τις εξαγωγικάαναγκαίες εισαγωγές, από την άλλη πλευρά οι μαζικοί εμπορικοί φραγμοί,κυρίως με μη δασμολογικά μέσα διατηρούνταν, για τις βιομηχανίες τηςεσωτερικής αγοράς και για τους κλάδους που προτάσσονταν στις εξαγωγικέςβιομηχανίες.
Η εξαγωγική εκβιομηχάνιση χρηματοδοτήθηκε κατ'αρχήν από τρεις πηγές: τις υψηλές εισαγωγές κεφαλαίου (δάνεια όχιάμεσες επενδύσεις), την έμμεση φορολόγηση της αγροτικής οικονομίας μέσωμιας συστηματικής υποτίμησης στων αγροτικών τιμών και τα υποθετικάυψηλά περιθώρια κέρδους στις εξαγωγικές βιομηχανίες, που συντελούντολόγω χαμηλού επιπέδου μισθών με σχεδόν ανύπαρκτες κοινωνικές παροχές.Το χαμηλό επίπεδο μισθών ήταν δε εντέλει και στις δύο χώρες αποτέλεσματης κρατικής πολιτικής ρυζιού, και των χαμηλών τιμών των ειδώνδιατροφής που αυτή συνεπάγονταν.
Η ανατακανομή των κρατικώνπαροχών προς όφελος παραγωγικών στόχων και τα μέτρα για την τόνωση τηςαποταμίευσης μέσω επιτοκιακών κινήτρων, οδήγησαν ταυτόχρονα στο γεγονόςότι σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα ο κρατικός και ιδιωτικόςσχηματισμός εσωτερικού κεφαλαίου ξεπέρασε κατά πολύ σε σημασία τηνεισαγωγή κεφαλαίων από το εξωτερικό.
Όμως η εξαγωγικήεκβιομηχάνιση δεν περιορίσθηκε καθόλου στις κλασικές ελαφρέςβιομηχανίες. Αντίθετα από νωρίς κατεβλήθη κάθε προσπάθεια, ναυποστηριχθούν οι συνέπειες σύνδεσης της με άλλους κλάδους, κυρίως στηνπεριοχή των ενδιάμεσων προϊόντων, δηλ. να μετατραπεί η μη ισορροπημένηανάπτυξη. Η αναρρίχηση στη λεγόμενη δεύτερη φάση της υποκατάστασηςεισαγωγών ήταν σχετικά χωρίς προβλήματα, γιατί η ραγδαία ανάπτυξη τωνεξαγωγικών ελαφρών βιομηχανιών οδήγησε σε υψηλή ζήτηση για ενδιάμεσαπροϊόντα.
Έτσι μπόρεσαν να συνυπολογισθούν κλιμακωτάαποτελέσματα που δεν θα παρουσιαζόντουσαν στην περίπτωση μιας απευθείαςμετάβασης από την πρώτη στη δεύτερη φάση της υποκατάστασης εισαγωγών.Όμως αυτές οι νέες βιομηχανίες ενδιαμέσων προϊόντων καθόλου δεν έμειναναποκλειστικά προσανατολισμένες στην εσωτερική αγορά, αλλά κατευθύνθηκανεξίσου χωρίς πολλή καθυστέρηση στις εξαγωγές. Η οικονομική πολιτικήεξασφάλισε τη δεύτερη φάση της υποκατάστασης εισαγωγών μέσω μιαςπροστατευτικής πολιτικής από τη μια και μιας άμεσης κρατικής παρέμβασηςαπό την άλλη. Και στις δύο χώρες παρατηρούμε έναν κρατικό ιδιωτικόκαταμερισμό εργασίας τέτοιας υφής ώστε το κράτος να αναλαμβάνει υπό τηδική του διεύθυνση τις μεγάλες βαρείες και πετροχημικές βιομηχανίεςεντάσεως κεφαλαίου που συνδέονται με μεγαλύτερους κινδύνους, ενώ οιατομικοί επιχειρηματίες αναλαμβάνουν υποχρεώσεις περισσότερο στιςμικρότερες, ελαφρές βιομηχανίες εξαγωγικών κλάδων εντάσεως εργασίας. Ησυνύπαρξη τέτοιας μορφής είναι ένα τυπικό χαρακτηριστικό τηςβιομηχανικής δομής και των δύο χωρών, παρόμοια μ' αυτήν που απαντάταικαι στην Ιαπωνία πριν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Τέλος ηπαραγωγή για εξαγωγές και για την εσωτερική αγορά επεκτάθηκε και σεκλάδους κατασκευής έτοιμων προϊόντων έντασης κεφαλαίου (Ηλεκτροτεχνία,Μηχανολογία, Αυτοκινητοβιομηχανία). Αυτό κατέστη δυνατό με τηνεκμετάλλευση πρόσθετων αποτελεσμάτων συνάρθρωσης, με την επέκταση τηςεγχώριας ζήτησης για καταναλωτικά είδη και εργαλειακό εξοπλισμό καιλόγω του ότι η προϊούσα έλλειψη εργατικής δύναμης και οι συνακόλουθεςαυξήσεις μισθών κατέστησαν παράλογη την εμμονή σε κατασκευές έντασηςεργασίας.
Η σημασία της αγροτικής μεταρρύθμισης και τωνσυνοδευτικών μέτρων κρατικής πρωτοβουλίας για τον αγροτικόεκσυγχρονισμό αποδείχθηκε σημαντική για πολλούς λόγους. Η κατάργηση τωνπαλιών συστημάτων εκμίσθωσης και των εν μέρει υπερβολικών εισοδηματικώνεισφορών που συνδέονται μ' αυτά, απελευθέρωσε ένα κομμάτι των αγροτικώνπλεονασμάτων. Η αναδιανομή οδήγησε σε διεύρυνση της αγοραστικής δύναμηςτων αγροτών για καταναλωτικά αγαθά και τους άφησε ένα περιθώριο γιαεπενδύσεις, για τις οποίες υπήρχαν τα αντίστοιχα κίνητρα, λόγω τηςαλλαγής των σχέσεων ιδιοκτησίας. Πρόσθετες δυνατότητες απορρόφησηςπερισσευμάτων ανοίχθηκαν για το κράτος, που μπόρεσαν να χρησιμοποιηθούνμε άλλους τρόπους. Τα μέτρα αύξησης της παραγωγικότητας που ακολούθησαντην αγροτική μεταρρύθμιση ανέβασαν την αγοραστική δύναμη των αγροτώνκαι απελευθέρωσαν εργατική δύναμη, που βρήκε απασχόληση στις νέεςβιομηχανίες. Η αρκετά ομοιογενής κατανομή του εισοδήματος, σαν συνέπειατης αγροτικής μεταρρύθμισης και της κρατικής εισοδηματικής πολιτικής,εξασφάλισε ώστε οι αυξήσεις εισοδημάτων από την παραγωγή για τηνεσωτερική αγορά και τις εξαγωγές να διασπαρθούν πλατειά και ναεπαγάγουν ένα πλαίσιο ζήτησης, που κατευθυνόταν κύρια προς την περιοχήτων μαζικών καταναλωτικών αγαθών, αλλά και των αγαθών αγροτικούεξοπλισμού. Έτσι συνεισέφερε αρχικά η αγροτική οικονομία σημαντικά στηνεκβιομηχάνιση λόγω των θεσμικών μεταρρυθμίσεων και της αύξησης τηςαποδοτικότητας της και μέσω των μ' αυτήν συνδεδεμένων δευτερογενώναποτελεσμάτων, έστω και αν εντωμεταξύ μετατοπίσθηκαν τόσο πολύ οιοικονομικές ισορροπίες ώστε τώρα μάλλον να επιχορηγείται η αγροτικήοικονομία από τη βιομηχανία.
Όλα αυτά έγιναν δυνατά, γιατί εξαρχής το κράτος κατεύθυνε σε όλες τις περιοχές (μέσω μαζικής άμεσης καιέμμεσης παρέμβασης) τις δραστηριότητες των μεμονωμένων οικονομικώνυποκειμένων, αλλά και ανέλαβε υπό τη δική του διεύθυνση στρατηγικούςτομείς. Μ' αυτό τον τρόπο συντελέστηκε η ειδική αυτή ανάμειξη απόστοιχεία σχεδιαζόμενης οικονομίας και οικονομίας της αγοράς. Εκεί όπουαρχικά ήταν πανίσχυρος ο εξωτερικός ανταγωνισμός, φρόντιζε το κράτοςγια αποτελεσματικά μέτρα προστασίας. Σε αντίθεση όμως με ένα καθαρόσύστημα σχεδιαζόμενης οικονομίας, οι εξαγωγικές επιχειρήσεις ήταναναγκασμένες να σταθούν στο διεθνή ανταγωνισμό, και υφίσταντο διαρκώςτη συναγωνιστική πίεση που προκρίνει την ανανέωση του τεχνικούεξοπλισμού. Μ' αυτό τον τρόπο αποφεύχθηκε τόσο μια αρχική πίεση που θαυπερέβαινε τα όρια οικονομικής αντοχής, όσο και μια υποπίεση διαρκείαςπου θα εμπόδιζε την ανανέωση, και που είναι το αποτέλεσμα ενόςπροστατευτισμού από θέση αρχής, όπως σε κράτη με κεντρικά σχεδιαζόμενηοικονομία.13
5. Στα χνάρια της Ευρώπης;
Οι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε άλλο σημείο για τους δρόμους ανάπτυξης στην Ευρώπη14 έδειξαν,ότι οι ευρωπαϊκές χώρες δεν ακολούθησαν σε καμιά περίπτωση μια κοινήπορεία ανάπτυξης. Στην Ευρώπη του 19ου αιώνα υπήρχαν μικρές και μεγάλεςχώρες πλούσιες ή φτωχές σε αποθέματα πρώτων υλών, με μεγάλο ή μικρόπληθυσμιακό όγκο· χώρες, στις οποίες η εκβιομηχάνιση ήταν στραμμένηκύρια στην εσωτερική αγορά, και άλλες στις οποίες στράφηκε προς τιςεξαγωγές· χώρες με μια πολιτική συν1 δέσης με την παγκόσμια αγορά υπόκαθεστώς ελεύθερου εμπορίου ή άλλες με μια προστατευτική πολιτικήαποσύνδεσης καθώς και χώρες στις οποίες εμφανίσθηκε ένα μίγμα και τωνδύο στρατηγικών χώρες, στις οποίες το κράτος διαδραμάτισε κατά τηνεκβιομηχάνηση ένα ισχυρό ρόλο αρωγού, και άλλες στις οποίες η έκτασητου κρατικού παρεμβατισμού ήταν λιγότερο αισθητή. Πριν από τηνεκβιομηχάνιση (ή τουλάχιστον συνοδευτικά μ' αυτήν) προηγήθηκαν πάντοτεμετασχηματισμοί της έγγειας τάξης πραγμάτων, που είχαν σαν συνέπεια ναυπάρξουν σημαντικές αυξήσεις της γεωργικής αποδοτικότητας.
Όσοαργότερα λάμβανε χώρα μια διαδικασία εκβιομηχάνισης, τόσο περισσότεροαυξανόταν ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους. Παρόμοια, μπορούσε ναπαρατηρήσει κανείς, ότι εξετάζοντας το μακροπρόθεσμα, αυξανόταν ηέκταση μιας επιμέρους επιλεκτικής πολιτικής στους νεοφερμένους (τηςεκβιομηχάνισης σ.τ.μ). Μικρότερες χώρες, που ήταν περισσότερο εξαγωγικάπροσανατολισμένες εξαρτώντο από την παγκόσμια επέκταση της ζήτησης, πουξεκινούσε ιδιαίτερα από τις μεγάλες χώρες Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία καιΗΠΑ.
Απ' αυτό το γεγονός έπεται και ένας σαφής χρονικόςσυσχετισμός μεταξύ των μακρών φάσεων ανάκαμψης της παγκόσμιαςοικονομίας και των αναπτυξιακών αλμάτων των μικρών εξαγωγικώνοικονομιών. Εντέλει η ενασχόληση με την Ευρώπη και τις αγγλοσαξωνικέςαποικίες εποικισμού είχε ως αποτέλεσμα, να φανεί ότι η ανάπτυξη μευστέρηση είναι ένα πρόβλημα, που ετέθη ήδη από την αρχή του 19ου αιώνα,ακριβέστερα από το χρονικό σημείο εκείνο, όπου με τη βιομηχανικήεπανάσταση στην Αγγλία, μια χώρα επέτυχε για πρώτη φορά ένα ουσιαστικόαναπτυξιακό άλμα, που σύντομα μετετράπη σε πίεση περιφερειοποίησεςαπέναντι σε όλες τις άλλες χώρες. Κατά τη διάρκεια όλου του 19ου αιώνα,αλλά και κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, κατόρθωσε πια η μια χώραμετά την άλλη, να συνδεθεί μ' αυτή τη διαδικασία. Μάλιστα πολλάσυνηγορούν υπέρ του ότι, ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως π.χ. ηΦιλανδία ή και οι χώρες της ΚΟΜΕΚΟΝ στη νοτιοανατολική Ευρώπηολοκλήρωσαν το αποφασιστικό αναπτυξιακό άλμα μόλις μετά το δεύτεροπαγκόσμιο πόλεμο.
Εάν ισχύουν αυτές οι διαπιστώσεις, τότετίθεται το θεμελιακό ερώτημα, κατά πόσο η ανάπτυξη είναι φαινόμενο πουπεριορίζεται στο 19ο αιώνα και που περατώθηκε με τη φάση του κλασικούιμπεριαλισμού μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι λοιπόνεπιτυχημένη η διατύπωση, ότι για τις χώρες εκείνες, που δεν επέτυχανμέχρι τότε το άλμα, απομένει μόνο η υπανάπτυξη; Ή μήπως συμβαίνειαντίθετα, ότι ανάπτυξη και υπανάπτυξη ήταν πάντοτε πιθανές εναλλακτικέςλύσεις, όμως αντίθετα η ανάπτυξη με υστέρηση είναι κάτω απόσυγκεκριμένες προϋποθέσεις εξίσου δυνατή στο τέλος του 20ου αιώνα, όπωςήταν στις αρχές του 19ου αιώνα; Σε μια παρόμοια ιστορική προοπτική, ηπαρούσα συζήτηση για τις «χώρες στο κατώφλι της ανάπτυξης» αποκτά μιανέα σημασία. Δε θα έπρεπε να τεθεί το ερώτημα, κατά πόσο το Βέλγιο καιη Ελβετία στα 1820, η Ολλανδία στα 1850, ο Καναδάς τα 1890, η Ιαπωνίαστα 1930 και η Φινλανδία στα 1950 δεν ήταν παρόμοιες «χώρες στοκατώφλι», με τον ίδιο τρόπο που αυτό σήμερα ισχύει για τη Ν. Κορέα καιΤαϊβάν, Βραζιλία και Μεξικό, Ισραήλ, Γιουγκοσλαβία, Ισπανία και Ελλάδα;
Με αυτό τίθεται το επόμενο ερώτημα, εάν τα αίτια, που στις σύγχρονεςπεριπτώσεις «χωρών στο κατώφλι της ανάπτυξης» θεωρούνται υπεύθυνα γιατις επιτυχίες τους, παριστάνουν από την οπτική της παγκόσμιας ιστορίαςόντως κάτι εντελώς πρωτότυπο, ή αν δεν γίνονται εδώ ορατοί κάποιοισχετικοί παραλληλισμοί, συνέχειες και συνεχιζόμενες τάσεις χωρίς βέβαιαμ' αυτό το τελευταίο να υπονοούμε κάποιο σχεδόν αναγκαστικό αυτοματισμό.
Όπως σε όλες τις ιστορικές περιπτώσεις μικρότερων χωρών, οι εξαγωγέςέπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο ως κινητήρια δύναμη ανάπτυξης, όπου οικύριοι καταναλωτές ήταν οι μεγάλες χώρες με μεγάλο πληθυσμιακό όγκο.Εάν τον 19ο αιώνα τέτοιες χώρες ήταν κυρίως η Αγγλία και η Γερμανία,σήμερα είναι για τις περιπτώσεις των χωρών της νοτιοανατολικής Ασίας,οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία. Όμοια όπως και στις ευρωπαϊκές χώρες με έλλειψηαποθεμάτων πρώτων υλών, δεν αποτελούντο ούτε και αποτελούνται οιεξαγωγές από πρωτογενή εμπορεύματα, που εξάγονται κατ' αρχήν σεακατέργαστη και μετά σε κατεργασμένη μορφή, αλλά από εργασιακή απόδοση,ακριβέστερα από την κατεργασία εισαγομένων πρώτων υλών και ημιτελώνπροϊόντων για εξαγωγές. Σ' αυτό το σημείο η παλιά περίπτωση τηςΕλβετίας συνιστά πραγματικά έναν παραλληλισμό. Ιδιαίτερα στην Ταϊβάνέχουμε επιπλέον, ότι κατ' αναλογία με τη Δανία και την Ολλανδία, ηπαραγωγή ειδών βασικής διατροφής συμπιέστηκε και αναλήφθηκε μιαεξειδίκευση σε αγροτικά προϊόντα υψηλής αξίας (λαχανικά, φρούτα) ή καιαυξήθηκε στη βάση εισαγομένων μέσων διατροφής η παραγωγή ζώων μεδιαδικασία επεξεργασίας στη συνέχεια. Εδώ λοιπόν εκμεταλλεύθηκαν μεπαρόμοιο τρόπο τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που συνεπάγεται η διεθνώςδιαφοροποιημένη συμβολή της αγροτικής οικονομίας. Όμως δεν πρέπει ναοδηγηθεί ο παραλληλισμός πολύ μακριά εξ αιτίας των διαφορετικών σχέσεωνμεγέθους. Οι μικρότερες ευρωπαϊκές χώρες ή οι εποικισμένες αποικίεςεκινούντο στον 19ο αιώνα μεταξύ 2 και 5 εκατομμυρίων κατοίκων. Η Ν.Κορέα έχει σήμερα σχεδόν 40 εκατ. και η Ταϊβάν εντέλει 18 εκατ.κατοίκους. Από αυτή την άποψη είναι λοιπόν περισσότερο συγκρίσιμες μετις μεσαίες ή ακόμη και τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες του 19ουαιώνα. Οι δυνατότητες για μια καθαρή εξαγωγική στρατηγική είναι λοιπόνλόγω της διαφοράς μεγέθους περιορισμένες, μια και το δυναμικό τηςεσωτερικής αγοράς των περιπτώσεων που εξετάσαμε εδώ είναι σημαντικάμεγαλύτερο, θα μπορούσε βέβαια να αντιτάξει κανείς ότι και η δυνατότητααπορρόφησης της παγκόσμιας αγοράς το 1960 ή 1976 είναι κατά έναπολλαπλάσιο μεγαλύτερη από τα χρόνια 1820 ή 1890, και ως εκ τούτουσήμερα οι εξαγωγικές δραστηριότητες μπορούν να προσλάβουν και ποσοτικάμια εντελώς διάφορη διάσταση. Αλλά η Ταϊβάν και ιδιαίτερα η Ν. Κορέαδεν ήταν σε καμιά χρονική στιγμή καθαρά εξαγωγικές οικονομίες, και δενβρίσκεται μια ουσιαστική διαφορά από τις μικρές, αρχικά ισχυράεξειδικευμένες ευρωπαϊκές εξαγωγικές οικονομίες. Πολύ περισσότεροπροσπαθούσαν διαρκώς, ταυτόχρονα με την εξαγωγική εκβιομηχάνιση, ναδιανοίξουν και το δυναμικό της εσωτερικής αγοράς τους και ναοικοδομήσουν κατά το δυνατόν πλήρεις βιομηχανικές δομές. Ως εκ τούτουπροκύπτουν παραλληλισμοί με τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη, κυρίως όμως καιμε την Ιαπωνία, που βάδισε αυτόν το δρόμο στη βάση εισαγομένων πρώτωνυλών. Δεν ενδιέφερε μόνο, όπως στην Ελβετία και τη Δανία, ναεκμεταλλευθεί κανείς τις άμεσες επιπτώσεις διασύνδεσης κλάδων, με τουςεξαγωγικούς τομείς, αλλά ξεκινώντας από τη ζήτηση των εξαγωγικών τομέωννα προωθηθεί ακόμη και σε εντελώς νέους και στη συνέχεια περισσότεροπροσανατολισμένους στην εσωτερική αγορά κλάδους, οι οποίοι βέβαια στησυνέχεια μπόρεσαν να συμβάλουν στη διεύρυνση του καλαθιού τωνεξαγωγικών εμπορευμάτων. Εξαγωγική εκβιομηχάνιση και υποκατάστασηεισαγωγών πήγαιναν χέρι χέρι. Ως εκ τούτου, το συνολικό σενάριο των«χωρών στο κατώφλι της ανάπτυξης» που εδώ εξετάσαμε είναι σημαντικάπολυπλοκότερο από εκείνο των ευρωπαϊκών εξαγωγικών οικονομιών στηνπρώτη τους φάση.
Επειδή πρωταρχικός στόχος ήταν η σε ευρεία βάσηεκβιομηχάνιση μέσω υποκατάστασης εισαγωγών, γι' αυτό και το ελεύθεροεμπόριο δεν ήταν θεμελιακή στρατηγική, σε αντίθεση με τις πρώτες καθαράσυνεκτικές ευρωπαϊκές εξαγωγικές οικονομίες. Πολύ περισσότεροακολουθήθηκε μια πολιτική επιλεκτικής αποσύνδεσης, όπως περίπου τηνπαρατηρούμε στην περίπτωση ανάπτυξης με υστέρηση (Πρωσία Γερμανία,Ιαπωνία, Ιταλία). Το φαινόμενο που παρατήρησε ο Alexander Gerschenkronσε ευρωπαϊκές χώρες, ότι ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους αυξάνεται,όσο αργότερα συμβαίνει το άλμα εκβιομηχάνισης, επιβεβαιώνεται λοιπόνκαι στις «χώρες στο κατώφλι της ανάπτυξης» της ανατολικής Ασίας στοδεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα (Cerschenkron 1966).
Επιπλέονμπορεί να επιβεβαιωθεί ένας συσχετισμός ανάμεσα σε τάσεις τηςπαγκόσμιας συγκυρίας και τη δυνατότητα ανάπτυξης με υστέρηση τωνεξαγωγικών οικονομιών. Χωρίς την παγκόσμια επέκταση στα 1960 και 1970δεν θα συντελείτο πιθανά η ταχεία αύξηση των εξαγωγών της Ν. Κορέας καιτης Ταϊβάν. Παρόμοια ζητήματα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς μετά το1896 στην περίπτωση των σκανδιναβικών χωρών, ή στις αγγλοσαξονικέςεποικιστικές αποικίες.
Τέλος θα πρέπει ακόμη να υπομνήσουμε ότικαι ο μετασχηματισμός του αγροτικού τομέα, που έχει ως συνέπεια τηντάση για κανονική κατανομή της έγγειας ιδιοκτησίας και κατά μεγάλομέρος μείωση των μη παραγωγικών και εκμεταλλευτικών συστημάτωνεκμίσθωσης, αναδεικνύει παραλληλισμούς με τις πρότερες περιπτώσεις. Εάντο κατά μέσο όρο μέγεθος της αγροτικής εκμετάλλευσης κυμαίνεται γύρωστα 100200 εκτάρια όπως στον Καναδά, 1020 εκτάρια όπως στη Δανία, ή 13εκτάρια όπως στην Ταϊβάν ή στη Ν. Κορέα εξαρτάται από την κατά κύριολόγο επεκτατική ή κύρια εντατική μορφή της έγγειας εκμετάλλευσης.Παρόμοια είναι όμως και στις τρεις αγροτικές οικονομίες η κυριαρχία τηςαυτοχρηματοδοτούμενης αγροτικής οικογενειακής επιχείρησης. Αυτήφαίνεται τότε όπως και τώρα να είναι η καλύτερη εγγύηση για έναεπιτυχημένο αγροτικό εκσυγχρονισμό. Εάν αυτή η δομή ιδιοκτησίαςπραγματοποιήθηκε με μια αγροτική μεταρρύθμιση από τα κάτω σαν συνέπειαπολιτικής διαμάχης όπως στη Δανία, με τη διατήρηση μιας ελεύθερηςαγροτιάς όπως στη Σουηδία, με τη νομοθεσία περί κατοικίας στις περιοχέςνεοεξερευνούμενης γης όπως στον Καναδά, ή με μια αγροτική μεταρρύθμισηεκ των άνω όπως στη Ν. Κορέα ή στην Ταϊοάν, φαίνεται να έχει μικρήσημασία για το οικονομικό αποτέλεσμα. Κοινή τόσο για τις ιστορικές όσοκαι για τις σύγχρονες περιπτώσεις είναι πάντως μια πολύ αποδοτικήγεωργία, που μπόρεσε να έχει σημαντική συνεισφορά ως συνολικήοικονομική πηγή συσσώρευσης, ως φορέας συναλλάγματος, ως εσωτερικήαγορά, ως αποθεματικό εργασιακής δύναμης με την έννοια του θεωρήματοςτου Lewis (πρβλ. Lewis 1954) κ.λπ.
Συγκεφαλαιώνοντας θα μπορούσελοιπόν να διαπιστώσει κανείς ότι η ανάπτυξη με υστέρηση ήταν δυνατήτόσο μετά τον πρώτο όσο και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Εξαιτίας του όλο και αυξανόμενου χάσματος ανάμεσα στις προπορευόμενεςχώρες και σ' αυτές που ακολουθούν, η διαδικασία αυτή έχει γίνει όλο καιπιο δύσκολη. Για να μπορέσει όμως να αποβεί επιτυχής, θα πρέπει νααυξηθεί παραπέρα το εύρος της ανάδρασης μέσω κρατικού παρεμβατισμού καιπολιτικής αποσύνδεσης παρά την ενσωμάτωση στην παγκόσμια αγορά. Μόνοστο βαθμό που έχει μεταβληθεί ο διεθνής καταμερισμός εργασίας, πουέχουν αναπτυχθεί νέες τεχνολογίες, που έχουν αλλάξει συγκριτικά σεδιεθνές επίπεδο οι σχέσεις των συντελεστών, υπήρξαν ή και υπάρχουνσήμερα νέες δυνατότητες εξειδίκευσης, προκύπτουν νέα κενά στηνπαγκόσμια αγορά, που έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τις χώρες πουιστορικά έπονται στην ανάπτυξη, όπως τα εκμεταλλεύονται σήμερα και οιχώρες που στη σημερινή συγκυρία αναπτύσσονται. Κατά τούτο βέβαιαβρίσκονται τέτοιες χώρες στα χνάρια της Ευρώπης. Μόνο που στη βάσηαυτού του γεγονότος δεν βρίσκεται κάποιος αυτοματισμός, όπωςαποδεικνύουν πολλές ιστορικές αποτυχίες (Αργεντινή, Ουρουγουάη κ.λπ)στον υπόλοιπο Τρίτο Κόσμο, αλλά και στην ευρωπαϊκή περιφέρεια(Βαλκάνια, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία). Η Ν. Κορέα και η Ταϊβάν τιςχειρίστηκαν κατά μεγάλο μέρος με επιτυχία για τους εσωτερικούς καιεξωτερικούς λόγους που αναφέραμε. Εάν μια τέτοια πορεία θα είναι δυνατήστο μεταξύ και σε άλλες χώρες, δεν θα 'πρεπε να αποκλεισθεί εξ' αρχής.Δεν είναι όμως σε καμιά περίπτωση αυτονόητη.
6. Παρατηρήσεις πάνω σε μερικές διαμάχες στις θεωρίες της ανάπτυξης
Αυτές οι διαπιστώσεις, δίνουν τη δυνατότητα να τοποθετηθεί κανείς πάνωσε μερικές βασικές διαμάχες στις θεωρίες της ανάπτυξης που οξύνθηκανιδιαίτερα σε συσχετισμό με τη συζήτηση για τις «χώρες στο κατώφλι τηςανάπτυξης». Ταυτόχρονα μπορούν να διαψευσθούν μερικοί μύθοι πουεπαναφέρονται διαρκώς στο προσκήνιο ειδικά σε αναφορά με τιςπεριπτώσεις των χωρών της Ν. Α. Ασίας. Δεν ισχυριζόμαστε βέβαια, ότι οιπροτάσεις μας ισχύουν για το σύνολο των παραδειγμάτων που έχουν κάποιασημασία στη γενική συζήτηση για τις «χώρες στο κατώφλι της ανάπτυξης».Δεν είναι τελείως αδιανόητο, να χρειάζεται μια χώρα του τύπου τηςΒραζιλίας ένα εντελώς διαφορετικό ερμηνευτικό σχήμα και συνεπώς νακαταλαμβάνει μια διαφορετική θέση στη γενική θεωρητική συζήτηση για τηνανάπτυξη με υστέρηση (πρβλ. Hurtienne 1981).
Μια κεντρικήδιαμάχη είναι σίγουρα το ζήτημα, ποιο ρόλο διαδραματίζουν η αγορά και ηφιλελεύθερη οικονομική πολιτική στη διαδικασία ανάπτυξης. Ιδιαίτερα οινεοκλασικοί και συντηρητικοί συγγραφείς τονίζουν* κατ' επανάληψη καιιδιαίτερα με το βλέμμα στραμμένο στις περιπτώσεις της Ν. Α. Ασίας, ότιη καλύτερη συνταγή για την πολιτική ανάπτυξης συνίσταται στην κατά τοδυνατό ανεμπόδιστη δράση των δυνάμεων της αγοράς και σε μια φιλελεύθερηεξωτερική οικονομική πολιτική. Μ' αυτό επίσης υποβάλλουν την αντίληψη,ότι η εξαγωγική στρατηγική που ακολουθήθηκε, που πρέπει φυσικά ναπροσανατολίζεται στις δυνατότητες που παρέχουν διεθνή συγκριτικάπλεονεκτήματα, συνιστά ήδη την απόδειξη των παραπάνω. Μια στρατηγικήπροσανατολισμού στην παγκόσμια αγορά ταυτίζεται εντέλει χοντρικά με μιαφιλελεύθερη πολιτική οικονομίας της αγοράς και ελεύθερου εμπορίου.
Σ' αντιπαράθεση μ' αυτά μπορεί κανείς να αποδείξει χωρίς αμφιβολία ότιτουλάχιστον στη Ν. Κορέα και την Ταϊβάν δεν μπορεί να γίνει λόγος γιακάτι τέτοιο. Αντίθετα, εάν χρειαζόταν μια παραπέρα απόδειξη για τηνπαλιά θέση του Gerschenkron περί του αυξανόμενου παρεμβατικού ρόλου τουκράτους, τότε αυτή την απόδειξη την παρέχουν η Ν. Κορέα και η Ταϊβάν.Τουλάχιστον σ' αυτές τις δύο περιπτώσεις φαίνεται σίγουρα ναπιστοποιείται πιο πολύ η θέση του Eisenhans (1981), ότι κρατικέςτάξεις, που δρουν σχετικά αυτόνομα, έχουν γίνει αποφασιστικοί φορείςδιαχείρισης της ανάπτυξης. Το κράτος παρεμβαίνει με πολλαπλούς τυπικούςκαι άτυπους τρόπους στον αγροτικό τομέα καθώς και στο βιομηχανικό, στηνεσωτερική καθώς και στην εξωτερική οικονομική πολιτική, στην πολιτικήενέργειας και τεχνολογίας και στην κοινωνική πολιτική κ.λπ. Μέσω ενόςπροοπτικού σχεδιασμού δεν θέτει μόνο τα συνολικά στοιχεία που συνθέτουντα πλαίσια ανάπτυξης καθώς επίσης δεν χρησιμοποιεί μόνο εκτεταμένα τοσυνολικό φάσμα έμμεσων χειρισμών, θέτει ακόμη το ίδιο τα κέντρα βάρουςσε στρατηγικούς τομείς μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, ή των κρατικώνεπενδύσεων και των κρατικών επιχειρήσεων. Ακόμη και εκεί, όπουδιακρίνει κανείς ορισμένες φιλελευθεροποιήσεις, δεν πρόκειται γιαλιγότερο ή περισσότερο αυθόρμητες αντιδράσεις σε δυνάμεις της αγοράς,αλλά αυτές πηγάζουν από τον υπολογισμό, που παρεμβάλλει την αγορά καιτο διεθνή συναγωνισμό ως στρατηγικό αλλά κάθε στιγμή αντιστρεπτόστοιχείο. Εάν είναι καν δυνατό να πραγματοποιήσει κανείς μια ταξινόμησησύμφωνα με τα ιστορικά δόγματα, τότε θα βρει κανείς περισσότεροχαρακτηριστικά στη Ν. Κορέα, λιγότερο στην Ταϊβάν ένα μίγμα απόστοιχεία σχεδιασμού, κεϋνσιανισμού και λιστιανισμού, αλλά όχινεοκλασική ή μονεταριστική πολιτική.
Αυτή η διαπίστωση οδηγεί σεμια παραπέρα διαμάχη, που πυροδοτείται από το ζήτημα, αν αρμόζειπερισσότερο στις χώρες του Τρίτου Κόσμου μια πολιτική κατά κύριο λόγοπροσανατολισμένη στην εσωτερική αγορά, που στηρίζεται δηλ. σευποκατάσταση εισαγωγών, ή μια πολιτική που προσανατολίζεται κατά κύριολόγο στην παγκόσμια αγορά, δηλ. μια στρατηγική που στηρίζεται στηνεξαγωγική εκβιομηχάνιση. Ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι αυτή η διαμάχημόνο από κανονιστική άποψη, δηλ. θεωρητικά και αφηρημένα, συγκροτείαντίθεση, μια αντίθεση, που δεν απαντάται σε καθαρή μορφή στηνπραγματικότητα, παρ' όλα αυτά παρέχουν οι δύο περιπτώσεις ένα σχετικόπαραστατικό υλικό.
Κατά βάση διαπιστώνει κανείς ότι σε μεγάλες,πυκνοκατοικημένες χώρες με αφθονία πρώτων υλών υπάρχει πάντοτε έναςφυσιολογικός προσανατολισμός στην εσωτερική αγορά. Επειδή όμως αυτές οιχώρες αποτελούν μειοψηφία μέσα στον Τρίτο Κόσμο, όχι ως προς το μέγεθοςτου σχετικού πληθυσμού, αλλά ως προς τον αριθμό των χωρών, το ζήτηματίθεται για τις μικρότερες χώρες με μικρή εσωτερική αγορά και κατάκανόνα ατελή εξοπλισμό σε πρώτες ύλες. Στην περίπτωση της Ν. Κορέας καιτης Ταϊβάν οι αναφερθείσες εναλλακτικές λύσεις δεν αποτελούν παρά μιαφαινομενική διαμάχη. Όχι μόνο δεν αλληλοαποκλείονται μεταξύ τους οι δύοστρατηγικές, αλλά πολύ περισσότερο αλληλοσυμπληρώνονται ή καιπροϋποθέτουν η μια την άλλη. Μια εσωτερική αγορά που είναι πολύ μικρήγια μια καθαρή υποκατάσταση εισαγωγών μπορεί και πρέπει να επεκταθεί μετην εξωτερική αγορά. Ο όγκος παραγωγής που αντίστοιχα αυξάνειδημιουργεί ζήτηση για παραπέρα υποκατάσταση εισαγωγών, που μπορεί στησυνέχεια να επεκτείνει τις εξαγωγές. Με αυτό τον τρόπο προκύπτει,πράγμα που μπορεί να διαπιστωθεί και στις δύο χώρες, μια πραγματολογικήκαι ιστορική ακολουθία του τύπου:
Για να στηριχθεί μια παρόμοιαακολουθία χρειάζεται ένα αντίστοιχο μίγμα εξωτερικής οικονομικήςπολιτικής με διαδοχή μέτρων ενσωμάτωσης και αποσύνδεσης από τηνπαγκόσμια αγορά. Προστατευτικά μέτρα για την υποστήριξη της εκάστοτεφάσης ΥΕ και μέτρα προώθησης των εξαγωγών της εκάστοτε φάσης ΕΕ δεναποτελούν αντίφαση, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται. Μια παρόμοια ανάπτυξηπου στο αποτέλεσμα είναι αυτόκεντρη, παρά την ενσωμάτωση στην παγκόσμιααγορά, δεν είναι σε καμιά περίπτωση περιορισμένη μόνο σε ιστορικέςπεριπτώσεις επιτυχημένων εξαγωγικών οικονομιών, αλλά αποτελεί έναβασικό στόχο αναπτυξιακής πολιτικής που συνεχίζει να είναι επιτεύξιμος.
Αυτή η συμβίωση εσωτερικού προσανατολισμού και προσανατολισμού στηνπαγκόσμια αγορά μας μεταφέρει και στην επόμενη διαμάχη, για το εάν μιαεξαναγκασμένη ενσωμάτωση στην παγκόσμια αγορά οδηγεί απλά και μόνο σεεξαγωγικούς θύλακες, όπως αυτό εκδηλώνεται πιο καθαρά στις ονομαζόμενεςζώνες ελεύθερης παραγωγής, ή αν είναι δυνατό να ενσωματωθούν οιεξαγωγικές βιομηχανίες στην εσωτερική αγορά. Και δεν μπορούν επίσης ναβρεθούν μονοσήμαντες απαντήσεις. Εκτός από λίγες εξαιρέσεις, οιχαρακτηριστικοί εξαγωγικοί κλάδοι, δηλ. εκείνοι του συναρμολογητικούτύπου με αντίστοιχα υψηλή αναλογία εργατικού κόστους, λαμβάνουν ταπροκαταρτικά προϊόντα κυρίως από το εσωτερικό. Σε καμιά περίπτωσηλοιπόν δεν είναι κλάδοι «προσκολημένοι». Μόνο σε ορισμένους κλάδουςηλεκτρονικής είναι το ποσοστό εισαγωγών στα προκαταρτικά ι προϊόντα(προσωρινά;) ψηλότερο. Επειδή αυτοί οι κλάδοι βρίσκονται κύρια στιςζώνες ελεύθερης παραγωγής (ΖΕΠ), μπορεί να δημιουργείται απ' αυτό ηεντύπωση ότι συνολικά η εξαγωγική βιομηχανία είναι λίγο μόνοενσωματωμένη στην υπόλοιπη οικονομία. Επειδή όμως ο εξαγωγικός όγκοςτων ΖΕΠ παρουσιάζει ένα πολύ μικρό μερίδιο στη συνολική εξαγωγικήπαραγωγή, σχετικοποιείται αυτό το επιχείρημα από μόνο του. θα πρέπει ναδιαπιστώσει κανείς βασικά ότι η μάζα των εξαγωγικών βιομηχανιών,ιδιαίτερα ο πολύ σημαντικός τομέας υφαντών και ένδυσης, κατόρθωσε,ξεκινώντας από την τελική κατασκευή, να πραγματοποιήσει όλα τααποτελέσματα μιας προς τα πίσω σύνδεσης. Και οι δύο χώρες εισάγουν πιακατά μεγάλο μέρος μόνο πρώτες ύλες, που οι εξαγωγικές βιομηχανίες τιςεπεξεργάζονται στη συνέχεια μέσα στη χώρα. Συνολικός δείκτης για τηναύξουσα διαπλοκή στην εσωτερική οικονομία και συνεπώς και για τηνενσωμάτωση των εξαγωγικών τομέων είναι το αύξων και στο μεταξύ υψηλόποσοστό ενδιάμεσων αναλώσεων στην ακαθάριστη αξία παραγωγής.
Ταυτόχρονα, πράγμα που οδηγεί στην επόμενη διαμάχη, παράγουν όμωςπολλές εξαγωγικές βιομηχανίες και για την εσωτερική αγορά, δηλ. έγινανεπίσης αισθητά τα αποτελέσματα σύνδεσης με την τελική ζήτηση. Αυτό ήτανδυνατό, γιατί και στις δύο χώρες η κατανομή του εισοδήματος ήταν πολύομοιογενής στις πόλεις και την επαρχία, παρά το συνολικά ακόμη χαμηλόμέσο κατά κεφαλήν εισόδημα. Αυτό το συμπέρασμα έχει δυο συνέπειες. Κατ'αρχήν καταρρίπτει κατά μεγάλο μέρος την επονομαζόμενη υπόθεση Kuznets(Kuznets 1955; του ίδιου 1963; Robinson 1976; Paukert 1973), σύμφωνα μετην οποία η οικονομική ανάπτυξη συνοδεύεται αρχικά από αύξουσαανισότητα στην κατανομή εισοδημάτων, που μειώνεται πάλι μόλις σε έναυστερότερο στάδιο. Η συνέπεια θα ήταν το να δεχθεί κανείς μιατουλάχιστον πρόσκαιρη μαζική σχετική ή απόλυτη εξαθλίωση. Παρ' όλο ότιυπάρχουν ιστορικά εμπειρικά παραδείγματα γι' αυτό, όπως επίσης καιιστορικά αντιπαραδειγματα, όμως οι περιπτώσεις της Ν. Α. Ασίαςδείχνουν, ότι αυτή η αύξουσα ανισότητα στην κατανομή εισοδημάτων μπορείνα αποφευχθεί με μέτρα αναδιανομής (μεταξύ άλλων μεταρρύθμιση στη γη).Ανάπτυξη με δίκαια κατανομή ή μάλιστα και δίκαια κατανομή προ τηςανάπτυξης είναι κατά βάση δυνατή (Chenery 1974; Ranis 1978; Adelman1980)
Αυτό το πόρισμα άπτεται στη συνέχεια της θέσης, πουπαρουσιάζεται επίσης και από τη μαρξιστική πλευρά, ότι η πρωταρχικήσυσσώρευση είναι δυνατή μόνο όταν υφίσταται άνιση κατανομή εισοδήματος.Μόνον έτσι είναι δυνατός ο σχηματισμός κεφαλαίου. Από την πλευρά τηςαξιοποίησης αποδίδεται γι' αυτό ένας αποφασιστικός ρόλος στην πολυτελήκαι κρατική κατανάλωση (εμπορεύματα εξοπλισμών κ.ά.)15. Οιπεριπτώσεις της Ν. Α. Ασίας πιστοποιούν αντίθετα, ότι η οικονομικήανάπτυξη μπορεί να στηριχθεί και από αντίστοιχα αποτελέσματα ζήτησηςπου εκκινούν από τον τομέα εμπορευμάτων μαζικής κατανάλωσης. Εδώ όμωςθα έπρεπε να λάβουμε υπόψη ότι η επέκταση της εσωτερικής αγοράςπραγματοποιήθηκε μέσω αύξησης των εισοδημάτων των μαζών, που κατ' αρχήνεπιτεύχθηκαν στους εξαγωγικούς τομείς. Η επονομαζόμενη πρωταρχικήσυσσώρευση τροφοδοτήθηκε από διάφορες πηγές: αρχικά υψηλές εισαγωγέςκεφαλαίων, απομάκρυνση από την αγροτική οικονομία μέσω εσωτερικώνσχέσεων τιμών και μέσω κερδών στους εξαγωγικούς κλάδους, που όμως ήτανκατανεμημένα ανάμεσα στις κρατικές και πολλές ατομικές μικρέςεπιχειρήσεις. Στο βαθμό που και η αγροτική οικονομία είναιπροσανατολισμένη εξαγωγικά, όπως συμβαίνει στην Ταϊβάν, ήταν επίσηςδεδομένη και μια πλατιά διασπορά των εισοδημάτων από εξαγωγές, λόγω τηςδιανομής της γης και της κατά κύριο λόγο μικροβιομηχανικής αγροτικήςεπεξεργασίας. Παρ' όλο ότι η περίπτωση της Βραζιλίας συνεπικουρεί τηνεπιχειρηματολογία για μαζική εξαθλίωση κατανάλωση πολυτελείας, οιπεριπτώσεις της Ν. Α. Ασίας, δείχνουν, ότι είναι δυνατός, και έναςισορροπημένος δρόμος με μεγαλύτερη δικαιοσύνη διανομής.
Ησχετικά μεγάλη αρχική σημασία των εισαγωγών κεφαλαίων και στις δύοχώρες δεν έπρεπε όμως να δημιουργήσει την εντύπωση ότι δήθεν ηεκβιομηχάνιση και στις δύο χώρες έγινε απλά και μόνον χάρη σεχρηματοδότηση από το εξωτερικό, όπως ενίοτε επιχειρηματολογείται: ότιοι βιομηχανίες τους δήθεν αποτελούνται μόνο από εγκαταστάσεις τωνπολυεθνικών εταιρειών. Το ποσοστό των άμεσων επενδύσεων είναι πολύ ψηλόμόνο στις ΖΕΠ, από συνολική οικονομική άποψη έχει όμως μόνο μικρήσημασία. Και στις δύο χώρες κατορθώθηκε όμως ταχύτατα, νααντικατασταθεί η εξωτερική χρηματοδότηση από αυξανόμενο σχηματισμόιδίου κεφαλαίου. Τα δάνεια και οι άμεσες επενδύσεις που έγιναν έξω απότις ΖΕΠ, υποτάχθηκαν σε ισχυρούς κρατικούς ελέγχους και ρυθμίσεις. Απόαυτό μπορεί να συναχθεί, ότι εισαγωγές κεφαλαίου και χρέωση, όπωςπιστοποιούν και ιστορικά παραδείγματα σημερινών χωρών του ΟΠΕΚ16, δενέχουν τίποτε το αρνητικό αφ' εαυτές.
Μόνο λόγω της ευκαιριακήςτης επικαιρότητας πρέπει να αναφερθεί μια επιχειρηματολογία, που από τημια πλευρά απορρίπτει εισαγωγές κεφαλαίων κάθε είδους, γιατί αυτό θαοδηγούσε σε εξάρτηση και μπλοκάρισμα της ανάπτυξης, στην περίπτωση όμωςτης Ταϊβάν και της Νότιας Κορέας θεμελιώνει τις επιτυχίες τους με τηνιδιαίτερα μεγάλη οικονομική ανάμειξη των ΗΠΑ. Αυτό θα σήμαινε ακριβώς:η μικρή βοήθεια είναι κακή η μεγάλη βοήθεια είναι καλή. Περισσότεροαποφασιστικό είναι το ζήτημα σχετικά με τη χρησιμοποίηση τωνκεφαλαιακών εισαγωγών και τον έλεγχο τους. Αυτό αγγίζει πάλι το ζήτημαπου τέθηκε εισαγωγικά, αν υπάρχουν δηλαδή όπως τονίζει ο Gunnar Myrdalαντίστοιχα ισχυρές και αποδοτικές διοικητικές βαθμίδες, που νααποτελούν (ένα) αντίβαρο στην ισχύ των αλλοδαπών τραστ και ναεμποδίζουν τον πλουτισμό της κρατικής τάξης με βάση τις κεφαλαιακέςεισαγωγές. Παρά την ύπαρξη μεμονωμένων παραδειγμάτων διαφθοράς,φαίνεται ότι στις περιπτώσεις που εξετάσαμε εδώ είναι εγγυημένη σεγενικές γραμμές η παραγωγική χρησιμοποίηση των δανείων. Ιδιαίτεραβέβαια για την Ταϊβάν, η σχετική σημασία τους έγινε στο μεταξύ πολύμικρή. Το αντίθετο μάλιστα και οι δύο χώρες προχώρησαν στην εξαγωγήκεφαλαίων και προκειμένου να σιγουρέψουν την προμήθεια των πρώτων υλώντους πραγματοποιούν και άμεσες επενδύσεις. Πάντως ο ισχυρισμός ότι οιβιομηχανίες τους είναι σε μεγάλο βαθμό κάτω από ξένη ιδιοκτησία είναιτόσο μύθος όσο και η θέση, ότι αποτελούνται βασικά από ελαφρέςβιομηχανίες. Τέτοιες θέσεις διατυπώνονται μόνο τότε, όταν θεωρεί κανείςτην ΖΕΠ σαν τυπικό χαρακτηριστικό για όλη την οικονομία και όχι σαν έναπολύ μικρό αν και θεαματικό τμήμα του συνόλου.
Τελικάαποδεικνύονται και οι δύο περιπτώσεις σαν σαφή παράδοξα της εξάρτησης(πρβ. σχετικά Amsden 1978; περαιτέρω επίσης Lued.de - Neurath 1980).Και οι δύο χώρες ήταν και είναι εδώ και 90 χρόνια περίπου εξαρτημένες.Αρχικά από την αποικιοκρατική δύναμη Ιαπωνία και μετά από τηνπροστάτιδα δύναμη Αμερική. Σημαντικές εξελίξεις - κλειδιά, αρχικά ηεπέκταση σε αποικιακή οικονομία, αργότερα η μεταρρύθμιση στη γη ή ημετάδοση προς τον εξαγωγικό προσανατολισμό πραγματοποιήθηκαν από τα έξωκαι με βάση τα συμφέροντα των εκάστοτε μητροπόλεων. Παρά τη μεγάλη αυτήεξάρτηση, που παραμένει ισχυρή σε πολιτική στρατιωτική κατεύθυνση, παρ'όλο που και εδώ είναι επίσης ορατές τάσεις απελευθέρωσης17 μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν και ο αγροτικός εκσυγχρονισμός και ηεκβιομηχάνιση, που κατάφερε να αποφύγει σε μεγάλο βαθμό τα συμπτώματατων οικονομιών της περιφέρειας. Αντίθετα μάλιστα η Νότια Κορέα και ηΤαϊβάν προκαλούν οι ίδιες στο μεταξύ κατά κάποιο τρόπο τις παλιές καιτις τωρινές μητροπόλεις και δεν καταξιώνονται στην παγκόσμια αγορά μόνοστα φθηνά προϊόντα, αλλά απειλούν να τις εκτοπίσουν ακόμα και σεπροηγμένους τομείς όπως π.χ. τη ναυπηγική.
Τουλάχιστο σ' αυτέςτις δύο περιπτώσεις αποδείχτηκε, ότι εξάρτηση και ανάπτυξη, όπωςιστορικά επίσης έδειξαν ήδη μερικές αποικίες εποικισμού ή οισκανδιναβικές χώρες, δεν αποκλείονται βασικά μεταξύ τους. Μ' αυτό τοντρόπο δεν τίθενται σε αμφισβήτηση μόνο απόψεις, που αρνούνται βασικάτην ανάπτυξη με χρονική υστέρηση κάτω από τους όρους του παγκόσμιουσυστήματος. Πρέπει επίσης να τεθεί το ζήτημα σχετικά με το πόσεςεξαιρέσεις επιτρέπει μια θεωρία, ώστε να θεωρείται σαν μηεπιβεβαιώσιμη. Κατά πόσο είναι ανεπαρκής μια επιχειρηματολογία, πουθεμελιώνεται αποκλειστικά με βάση εξωγενείς παράγοντες, όπως συμβαίνειμε μια παραλλαγή της θεωρίας της εξάρτησης και με μερικούς εκπρόσωπουςτης αντίληψης περί του παγκόσμιου συστήματος; Χωρίς να θέλουμε νααρνηθούμε τη σημασία τέτοιων παραγόντων, θα 'πρεπε οι περιπτώσεις στηνΑνατολική Ασία να αποτελέσουν εκ νέου την αφορμή, ώστε οι εσωτερικοίόροι, κάτω από τους οποίους συντελείται η ανάπτυξη με χρονική υστέρησηνα έρθουν πιο δυναμικά στο προσκήνιο. Σε ποιο βαθμό αυτοί οιπαράγοντες, που περιγράφηκαν σχετικά με τη Νότια Κορέα και την Ταϊβάνμπορούν να μεταφερθούν σε άλλες χώρες και άλλους πολιτιστικούς κύκλουςή μπορούν να πραγματοποιηθούν εκ των υστέρων αλλού, είναι ένα ανοικτόζήτημα το οποίο σίγουρα είναι πολύ προβληματικό. Οι δύο περιπτώσειςδείχνουν μόνο, ότι δεν υπάρχει λόγος για απαισιοδοξία από λόγους αρχήςσχετικά με την ανάπτυξη.
Σημειώσεις
(1979). Esser, K. Wiemann J. (1981). OECD (1979). Turner, L. ua. (1980). Yoffie, D. B.
(1983).
(2) Σύγκρινε τη συνοπτική παρουσίαση του Bergmann (1983). Επίσης τηδική μας αναλυτική προσέγγιση σ' αυτή την κατεύθυνση, Menzel Senghaas(1984).
(3) Η δικιά μας οπτική παρουσιάζεται εκτενέστερα στο Menzel (1985). Σε παρόμοια συμπεράσματα τείνει επίσης και ο Asche (1984).
(4) Για τη Β. Κορέα σύγκρινε JutkaReise (1979), Bruhn Hersh (1976). Για την Κίνα Menzel (1978).
(5) Εκτενέστερα σ' αυτό Menzel (1983), Menzel (1983 α).
(6) Σύγκρινε εδώ τις εργασίες του Moulder (1977) και του Halliday (1975), που βασίζονται στη θέση του Wallestrein.
(7) Bontroba Menzel (1978), Suh (1978), Park (1969). Από τιςπαλαιότερες εργασίες η ακόμα και σήμερα σημαντική του Grajdanzew (1944).
(8) Αναλυτικότερα στοιχεία για ότι ακολουθεί, ειδικότερα συγκεκριμένεςμονογραφίες, για τη Ν. Κορέα και την Ταϊδάν, στο Menzel (1985 α).
(9) Τα στοιχεία για το ΧουγκΚουγκ είναι, 19601981 = 6,9% κατά κεφαλήν και για τη Σιγκαπούρη 7,4% κατά κεφαλήν.
(10) Η ΑΑΠ είναι το άθροισμα των ενδιάμεσων αναλώσεων + αποσβέσεων καιτης προστιθέμενης αξίας (Καθαρό Εγχώριο Προϊόν) ή το Καθαρό ΕγχώριοΠροϊόν (συν αποσβέσεις = ΑΕΠ) είναι η ΑΑΠ μείον τις ενδιάμεσεςαναλώσεις+αποσβέσεις.
(11) Χαμηλή τιμή για τη Ν. Κορέα προκύπτειαπό το γεγονός ότι η νοτιοκορεατική στατιστική χαρακτηρίζει «πόλεις»μόνο τις περιοχές που συγκεντρώνουν πληθυσμό πάνω από 50.000 κατοίκους.
(12) Σ' αυτή τη διατύπωση έφθασε ο Asche (1984).
(13) Παράβαλε σ' αυτό το επιχείρημα την εργασία του Ruppke (1982).
(14) Εκτενώς γι' αυτό Menzel (1985 6), Senghaas (1982).
(15) Έτσι επιχειρηματολογούν για παράδειγμα οι Thomas Hurtienne (1981) και R. Schweers (1980).
(16) Εκτός από την Αγγλία και τη Γαλλία, όλες οι υπόλοιπες ευρωπαϊκέςχώρες, αλλά και μη ευρωπαϊκές χώρες όπως οι ΗΠΑ, ήταν κατά τον 19οαιώνα εισαγωγείς κεφαλαίου. Η κατάσταση αυτή άλλαξε μετά τον Α'Παγκόσμιο Πόλεμο.
(17) Αυτό εκφράζεται για παράδειγμα με τις προσπάθειες για αυτόνομη αμυντική ικανότητα.
Βιβλιογραφία
Adelman, I. (1980): Economic Development and Political Change in Developing Countries, στο: Social Research 47, 1980, 2
Amsden, A.H. (1979): Taiwan's Economic History. A Case ofEtatism and aChallenge to Dependency Theory, στο: Modern China 5, 1979, 3.
Asche, H. (1984): Industrialisierte Dritte Welt? Ein Vergleich vonGesellschaftsstrukturen in Taiwan, Hong Kong und Sudkorea, Hamburg.
Balassa, B. (1981): The Newly Industrialized Countries στο World Economy, New York.
Bergmann, Ch. (1983): Schwellenlander. Kriterien und Konzepte.
Blaschke, J. (Hrsg.) (1983): Perspektiven des Weltsystems, Materialien zu Immanuel Wallerstein, Frankfurter.
Bontroba, G. Menzel, U. (1978): Stagnation und Unterentwicklung inKorea. Von der YiDy nastie zur Peripherisierung unter japanischerKolonialherrschaft, Meisenheim.
Borner, S. (1981): DieSchwellenlander, Vorhut auf der Entwicklungsleiter oder wirtschaftlicheSonderfalle, στο: Wirtschaft und Recht 33 1981, 3 4.
Bradford, C. I. (1980): The Newly Industrializing Countrties in Global Perspective, οτο: New International Realities 5, 2.
Bruhn, E. Hersh, J. (1976): Socialist Korea: A Case Study in a Strategy of Economic Development, New York.
Chao, K. (1982): The Economic Development of Manchuria: The Rise of a Frontier Economy, Ann Arbor.
Chen, E.K.Y. (1979): HyperGrowth in Asian Economies. A ComparativeStudy of Hong Kong, Japan, Korea, Singapore and Taiwan, New York.
Chenery, Η. κ.α. (1974): Redistribution with Growth. Politics toImprove Income Distribution in Developing Countries in the Context ofEconomic Growth, New York.
Cline, B. R. (1982): Can this Asian Model of Development Be Generalised? στο: World Development 10, 1982, 2.
Donges, J. W. MullerOhlsen, L. (1978): Au?enwirtschaftsstrategien und Industrialisierung in Entwicklungslandern, Tubingen.
Edwards, A. (1979): The New Industrial Countries and Their Impact on Western Manufacturing, 2 τόμοι, London.
Eisenhans, H. (1981): Abhangiger Kapitalismus oder burokratischeEntwicklungsgesellschaft. Versuch uber den Staat in der Dritten Welt,Frankfurt.
Esser Wiemann, J. (1981): Schwerpunktlander in derDritten Welt. Konsequenzen fur die Sudbeziehung der BundesrepublikDeutshland, Berlin.
Frank, C. R. κ.α. (1975): Foreign Trade Regimes and Economic Development: South Korea, New York.
Frobel, F. κ.a. (1977): Die neue internationale Arbeitsteilung.Strukturelle Arbeitslosigkeit in den Industrielandern und dieIndustrialisierung der Entwicklunglander, Reinbek.
Gates, H. (1979): Dependency and the Part Time Proletariat in Taiwan, στο: Modern China 5, 1979, 3.
Gerschenkron, A. (1966): Economic Backwardness in Historical Perspective, Cambridge, Mass.
Grajdanzew, A. J. (1944): Modem Korea, New York.
Halliday, J. (1975): A Political History of Japanese Capitalism, New York.
Halliday, J. (1977): Recession, Revolution and Metropolis PeripheralRelations in East Asia, στο: Journal of Contemporary Asia 7, 1977, 3.
Harris, N. (1978 79): The Asian Boom Economies and the "Impossibility"of National Economic Development, στο: International Socialism Nr. 3.
Hofheinz, R. Calder, K. E. (1982): The East Asia Edge, New York.
Hu, S.T.S. (1978): The Economic Development of Taiwan 18601970, New Haven.
Hurtienne, Th. (1981): Peripherer Kapitalismus und autozentrierteEntwicklung. Zur Kritik des Erklarunsansatzes von Dieter Senghaas, στο:Prokla 51, 1981, 3.
Hurtienne, Th. (1981): Staat undindustrielle Kapitalakkumulation in halbindustrialisierten Landern, DerFall Brasilien, Manuskript, Berlin.
JutkaReise, R. (1979): Agrarpolitik und Kimilsungismus in der Demokratischen Volksrepublik Korea, Meisenheim.
Jutter, H. U. (1981): Sudkorea: (K)ein Modell fur die Dritte Welt? Wachstumsdiktatur und abhangige Entwicklung.
Kuznet, S. (1955): Economic Growth and Income Inequality, στο: The American Economic
Review 45, 1955.
Kuznets, S. (1963): Quantitative Aspects of the Economic Growth ofNations: VII, Distribution of Income by Size, στο: Economic Developmentand Cultural Change 11, 1963.
Learner, D. (1958): The Passing of the Traditional Society, Glencoe.
Lewis, W. A. (1954): Economic Development with Unlimited Supplies ofLabour, in: The Manchester School of Economic and Social Studies 22,1954, 2.
Lewis, W. A. (1979): The Economy Revisited, in: The Manchester School of Economic and Social Studies, 47, 1979, 3.
Long, D. (1977): Repression and Development in the Peripheries: SouthKorea, in: Bulletin of Concerned Asian Scholars 9, 1977, 2.
LueddeNeurath, R. (1980): Export Orientation in South Korea: HowHelpful Is Dependency Thinking to its Analysis? στο: IDSBulletin 12,1980, 1.
Menzel, U. (1978): Theorie und Praxis des chinesischenEntwicklungsmodells. Ein Betrag zum Konzept autozentrierterEntwicklung, Opladen.
Menzel, U. (1983): Schwellenlander undinternationales System. Zum Einflu? von Imperialismus, OstWestKonfliktund Neoimperialismus im Proze? Ostasiens, στο: InternationalesAsienforum 14, 1983, 2 3.
Menzel, U. (1983a): Konflikte iminternationalen System und nachfolgende Entwicklung in Ostasien, στο:Verfassung und Recht in Ubersee 16, 1983, 4.
Menzel, U.Senghaas, D. (1984): Indikatoren zur Bestimmung von Schwellenlandern,Ein Vorschlag zur Operationalisierung, Bonn (DGFKPapiere fur die PraxisNr.54).
Menzel, U. (1985a): In der Nachfolge Eutopas.Autozerntrierte Entwicklung in den ostasiatischen SchwellenlandernSudkorea und Taiwan, Munchen.
Menzel, U. (1985): Auswege aus der Abhangigkeit. Die entwicklungspolitische Aktualitat Europas.
Moulder, F. V. (1977): Japan, China, and the Modern World Economy:Toward a Reinterpretation of East Asian Development, Cambridge.
OECD (1979): The Impact of Newly Industrializing Countries on Production and Trade in Manufactures, Paris.
Park, S. J. (1969): Die Wirtschaftsbeziehungen zwischen Japan und Korea 19101968, Wiesbaden.
Ranies, G. (1978): Equity with Growth. How "Special" Is the "Special" Case? στο: World Development 6, 1978, 3.
Robinson, Sh. (1976): A Note on the UHypothesis Relationing IncomeInequality and Economic Development, στο: American Economic Review 66,1976.
Rostow, W. W. (1978): The World Economy: History and Prospect, London.
Senghaas, D. (1982): Von Europa lernen. Entwicklungsgeschichtliche Betrachtungen.
Suh, S. Ch. (1978): Growth and Structural Change in the Korean Economy, 19101940, Cambridge Mass.
Sun, K. C, (1969): The Economic Development of Manchuria in the First Half of the Twentieth Century, Cambridge.
Sunoo, H. H. (1978): Economic Development and Foreign Control in South Korea, στο: Journal of Contemporary Asia 8, 1978, 3.
Schumpeter, Ε. Β. (1940): The Industrialisation of Japan and Manchukuo, 1930-1940, New York.
Schweers, R. (1980): Kapitalistische Entwicklung und Unterentwicklung.Voraussetzungen und Schranken der Kapitalakkumulation in okonomischschwach entwickelten Landern, Frankfurt.
Turner, L. u.a. (1980): Living with the Newly Industrializing Countries, London.
Wallerstein, I. (1979): The Capitalist WorldEconomy: Essays, Cambridge.
Warren, B. (1980): Imperialism: Pioneer of Capitalism, London.
Westphal, L. E. (1978): The Republic of Korea's Experience with ExportLead to Industrial Growth, στο: World Development 6, 1978, 3.
Yoffie, D. B. (1983): Power and Protectionism. Strategies of the Newly Industrializing Countries, New York.