1. Η σοσιαλιστική λαϊκή ενότητα στην πρόκληση της οικονομικής και πολιτικής συγκυρίας.
Η εμβάθυνση σ' αυτά και η επίλυση τους είναι καθοριστικής σημασίας για το αν η υπέρβαση της καπιταλιστικής κρίσης θα πραγματοποιηθεί με την ισχυροποίηση των θέσεων του κεφαλαίου ή με την ανάδειξη μιας αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα διεξόδου απ' αυτήν: Η παρουσία του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στην κεντρική πολιτική σκηνή σαν το κατ' εξοχήν κοινωνικό υποκείμενο ανάπτυξης της λαϊκής αντιπαλότητας στη μονεταριστική διαχείριση της κρίσης, και η συγκρότηση της πολιτικής της Αριστερής Εναλλαγής με τη συσπείρωση ολόκληρου του φάσματος των λαϊκών αντικαπιταλιστικών δυνάμεων, συνιστούν τα δύο κύρια ζητούμενα της αριστερής εργατικής προβληματικής στην περίοδο που έχουμε μπει. Αν μια τέτοια προοπτική δεν αποδειχθεί υλοποιήσιμη, οι συνέπειες θα είναι σχεδόν καταστρεπτικές για μακρό χρόνο, με τη μαζική προσαύξηση της ανεργίας, με το θρυμματισμό των ιστών της κοινωνικής συλλογικότητας και εργατικής αλληλεγγύης, με την ανεπανόρθωτη φθορά των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων, με την ενδυνάμωση της κυριαρχίας των αστικών δυνάμεων, με την οριστική περιθωριοποίηση της αριστερής πολιτικής προοπτικής, με δυο λόγια με μια καινούργια ήττα του όποιου μαζικού πολιτικού κινήματος στάθηκε δυνατό να διαμορφωθεί στην προηγούμενη περίοδο.
Απ' όλες τις πλευρές της Αριστεράς γίνεται επίμονα επίκληση στην ενότητα των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών δυνάμεων, εφ' όσον χωρίς αυτό το μέτωπο του αριστερού κινήματος θεωρείται ανέφικτη η οποιαδήποτε δυνατότητα ανάδειξης της Αριστεράς σε πρωταγωνιστική πολιτική δύναμη. Δίχως αυτή την προϋπόθεση είναι άλλωστε αδύνατη η διατήρηση του κεντρικού πολιτικού ρόλου του εργατικού κινήματος, η διεύρυνση του και η πολιτική του αποτελεσματικότητα. Είναι όμως δυνατή η ενότητα του αριστερού κινήματος, των λαϊκών δυνάμεων του ΚΚΕ, του πολιτικού δυναμικού του ΚΚΕεσ., του διαφοροποιημένου απ' το ΠΑΣΟΚ αριστερού συνδικαλιστικού ρεύματος και των ανένταχτων στρατευμένων αριστερών μορφοποιήσεων στην σημερινή συγκυρία; Και κάτω από ποιους όρους και με ποιες προοπτικές, - σε συνάρτηση πάντα με τη δραστήρια αντιμετώπιση της ολομέτωπης φιλελεύθερης επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη και σε συνδυασμό με τη σταθεροποίηση ενός ηγεμονικού ρόλου του αυτοδύναμου και ταξικού εργατικού συνδικαλισμού. Γιατί βέβαια καμία ρεαλιστική αριστερή εναλλακτική διέξοδος δεν είναι νοητή αν δεν εδράζεται στις πιο προωθημένες επαναστατικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις αυτών των συνιστωσών του αριστερού κινήματος: εννοούμε βέβαια κατ' εξοχήν τις αντίστοιχες λαϊκές δυνάμεις κι όχι αναγκαστικά τους κομματικούς μηχανισμούς και πρακτικές, που ακριβώς έχουν συμβάλλει στη διαμόρφωση του αδιεξόδου μιας τέτοιας προοπτικής.
Η υπαγωγή του αριστερού κινήματος - στο πολιτικό και συνδικαλιστικό επίπεδο - στη στρατηγική της «αλλαγής» όπως την διέγραφε το ΠΑΣΟΚ, με την επιζήτηση της «βελτίωσης» ή «αυθεντικής» και «αταλάντευτης» εφαρμογής της, απόρροια της ίδιας του της αναπηρίας να εκφράσει μια αυτοτελή αντικαπιταλιστική - σοσιαλιστική στρατηγική, οδήγησε στην πολυσήμαντη και καθοριστική ήττα της παραδοσιακής Αριστεράς στις βουλευτικές εκλογές του Ιούνη 1985. Ήττα στο επίπεδο της πολιτικής γραμμής, εφ' όσον η τακτική της «δημοκρατικής κυβερνητικής συμπαράταξης της αλλαγής» με την απώλεια της κυβερνητικής αυτοδυναμίας του ΠΑΣΟΚ, δεν κατόρθωνε να πείσει τις λαϊκές δυνάμεις για την αναγκαιότητα της. Ήττα στο πεδίο της εκλογικής εμβέλειας όπου τα αριστερά κόμματα δεν στάθηκαν ικανά να μετατρέψουν τη δυνητική πολιτική τους επιρροή σε υλική πολιτική δύναμη, παραμένοντας καθηλωμένα μέσα στις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις στα ποσοστά του 10% και του 2%. Ήττα ακόμη στο χώρο της ιδεολογικής επιρροής, στο βαθμό που το ΠΑΣΟΚ επιτύγχανε την εδραίωση της ιδεολογικής του ηγεμονίας σ' ολόκληρο το αριστερό μαζικό κίνημα, καταδείχνοντας την κρίση ιδεολογικής φυσιογνωμίας της κομμουνιστικής Αριστεράς. Με βάση αυτή τη συγκεκριμένη εμπειρία είναι δυνατό στη σημερινή πρόκληση της οικονομικής συγκυρίας το αριστερό κίνημα να αναδειχθεί σε πρωταγωνιστική και εναλλακτική πολιτική δύναμη, εφ' όσον συνεχίσει να κινείται πάνω στις ίδιες συντεταγμένες της προηγούμενης περιόδου, μέσα στον κύκλο της «αλλαγής» της οποίας επιζητεί την «ουσιαστική» της εκδοχή; Σ' αυτή την περίπτωση, η αναπόφευκτη αδιέξοδη κατάληξη δεν θα είναι μια καινούργια ήττα ολόκληρου του λαϊκού εργατικού κινήματος με ανυπολόγιστες συνέπειες για την μελλοντική πορεία της Αριστεράς;
2. «Συμμαχία της πραγματικής αλλαγής»;
Ο καθοριστικός ρόλος των συνδικαλιστικών δυνάμεων του ΚΚΕ στην ανάπτυξη της εργατικής αντιπαλότητας προς την πολιτική της μονόπλευρης λιτότητας, καθώς και οι διεργασίες που συντελούνται κατά τη σημερινή συγκυρία στο αριστερό κίνημα, έφεραν αναπότρεπτα στο πολιτικό προσκήνιο την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ για τη δημιουργία του «αριστερού μετώπου», τη συμμαχία των «κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της αλλαγής», την κυβερνητική προοπτική της «πραγματικής αλλαγής», μέσα απ' την ενότητα των αριστερών δυνάμεων, που θ' ανοίξει «νέους ορίζοντες για την υπόθεση της αλλαγής». Πρόταση στην οποία φιλοδοξεί να ανταποκριθεί το ρεύμα της «μετεξέλιξης» του ΚΚΕεσ., καθώς και ορισμένες δυνάμεις του αποδεσμευόμενου απ' το ΠΑΣΟΚ σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος, με την επαναλαμβανόμενη διακήρυξη μάλιστα ότι «λυδία λίθος για τις προθέσεις κάθε δύναμης σε σχέση με την αλλαγή αποτελεί η στάση της απέναντι στο ΚΚΕ». Πράγματι, το ΚΚΕ έχοντας αντιμετωπίσει την ολόπλευρη ήττα της πολιτικής του γραμμής στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές (ενίσχυση της «συνεπούς» δύναμης της «αλλαγής» - σύμπραξη των «δυνάμεων της αλλαγής» με καθοριστική την παρουσία του ΚΚΕ), οδηγήθηκε στην αναζήτηση πολιτικών και κοινωνικών διεξόδων (που επιταχύνθηκαν από την εφαρμογή της μονεταριστικής οικονομικής πολιτικής) στα ίδια του τα αδιέξοδα: Η απεμπλοκή απ' τη λογική της αντιπαράθεσης «δεξιάς αντίδρασης - δημοκρατικών δυνάμεων», η σταθεροποίηση της εκτίμησης για τον αστικό - διαχειριστικό χαρακτήρα της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, η συνειδητοποίηση της λήξης της ιστορικής περιόδου του «κράτους εθνικοφροσύνης» και η ανάδειξη σε κεντρικό άξονα της πολιτικής όχι αποκλειστικά της «ολόπλευρης (καπιταλιστικής) ανάπτυξης», αλλά και ορισμένων αιτημάτων του αντικαπιταλιστικού αγώνα, συνιστούν μια ορισμένη τομή στη μεταπολιτευτική του πορεία, στα πλαίσια της οποίας τοποθετείται και η προτεινόμενη «συμμαχία της πραγματικής αλλαγής».
Η τομή όμως αυτή που είναι το αναγκαστικό προϊόν της πολιτικής του ασφυξίας, ακυρώνεται συνεχώς απ' την επίμονη και πάγια διατήρηση των χαρακτήρων του εκείνων που το έχουν οδηγήσει στο χρόνιο πολιτικό παροπλισμό του: Η πρόταση του συνεχίζει να παραμένει ο σχηματισμός της «δημοκρατικής κυβέρνησης της αλλαγής», η «συνεπής» εφαρμογή της αλλαγής απ' την οποία η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ «πήρε οριστικά πια διαζύγιο», η απαλλαγή απ' το «σύστημα της εξάρτησης και της κυριαρχίας των μονοπωλίων», η «σωτηρία της εθνικής μας οικονομίας», η «παραγωγική αναπτυξιακή προοπτική της πατρίδας μας» κλπ. Παράλληλα, η ολοκληρωτική δική του πρόσδεση στο μοντέλο του «υπαρκτού σοσιαλισμού» με όλες τις σταθερές ιδεολογικοπολιτικές της συνέπειες στη φυσιογνωμία και τη στρατηγική του, ματαιώνουν κάθε δυνατότητα για να αποκτήσει αυτός ο εκ των πραγμάτων «αναγκαστικός» του προσανατολισμός ένα συγκεκριμένο θετικό, από σοσιαλιστική - επαναστατική άποψη, περιεχόμενο. Η απουσία δηλαδή απ' την πλευρά του ΚΚΕ μιας σοσιαλιστικής εναλλακτικής στρατηγικής που να ουσιαστικοποιεί την υποτιθέμενη αντικαπιταλιστική του τοποθέτηση και η ταυτόχρονη μόνιμη παραπομπή του ως προς την φύση της «απώτερης» σοσιαλιστικής οικοδόμησης στο μοντέλο των ανατολικών κοινωνικών σχηματισμών, ναρκοθετούν την οποιαδήποτε δυνατότητα του να συμβάλει στη διαμόρφωση του «αριστερού μετώπου» με την παρουσία του μάλιστα σαν του «αποφασιστικού (αντικειμενικά πλέον σήμερα...) φορέα της αλλαγής».
Γιατί ακριβώς για ποιον εργατικό χειραφετητικό χαρακτήρα της πολιτικής του κάνει λόγο; Βέβαια οι λαϊκές του προσβάσεις και οι αντιπολιτευτικές του ανάγκες του επιβάλλουν την εναντίωση στη σημερινή καπιταλιστική λογική της αύξησης της «παραγωγικότητας» - ανταγωνιστικότητας (μέσα απ' τη μείωση του εργατικού κόστους και την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης). Ταυτόχρονα όμως προβάλλει σαν «σοσιαλιστικό» ιδανικό τη σύγχρονη νεκρανάσταση του σοβιετικού σταχανοβισμού, ενώ δεν αμφισβητεί την προοπτική της αύξησης της εκμετάλλευσης μέσα από τον «εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας». Για ποια επαναστατική φύση της πρακτικής του μιλάει όταν έχει αναδειχθεί στον πιο σκληρό πολέμιο της αυτοδύναμης εργοστασιακής συνδικαλιστικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, επιζητώντας την ανοιχτή υπονόμευση της πανελλαδικής οργανωτικής συγκρότησης των βιομηχανικών εργαζομένων; Ποιο είναι το λαϊκό περιεχόμενο της τακτικής του για την εργατική συμμετοχή και τον κοινωνικό έλεγχο, όταν σαν τέτοια μορφή ουσιαστικής παρέμβασης των παραγωγών - εργαζομένων προβάλλει σ' όλες τις κατευθύνσεις τη μετατροπή των συνδικάτων σε «εργατική αστυνομία», κατά τα πρότυπα της πολωνικής και σοβιετικής εμπειρίας; Ποια προοπτική αντικαπιταλιστικού αγώνα προωθεί, όταν οι πολιτικές του δυνάμεις αναδεικνύονται στο κοινωνικό επίπεδο ως οι συνεπέστεροι υπερασπιστές δομικών χαρακτηριστικών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, όπως η ιεραρχική δομή του εκπαιδευτικού συστήματος, της οργάνωσης της παραγωγής, του στρατιωτικού μηχανισμού κλπ.; Ποιο δρόμο για τον σοσιαλισμό προωθεί όταν υπερασπίζεται με «συνέπεια την αλλαγή», όταν η πολιτική του διεκδίκηση εξαντλείται στην απαίτηση ενός «πραγματικού ΠΑΣΟΚ», όταν εγκλωβίζεται στις σταθερές της «υπαρκτής αλλαγής» για την «εξορθολογισμένη παραγωγική ανάπτυξη» και τη «σωτηρία της εθνικής (καπιταλιστικής οικονομίας»; Σ' αυτό ακριβώς το επίπεδο εντοπίζεται η σημερινή κρίση στους κόλπους του ΚΚΕ: Απ' τη μια πλευρά η κοινωνική δυναμική και το πολιτικό του αδιέξοδο το ωθούν αναγκαστικά στο να θέσει το θέμα της αντικαπιταλιστικής πάλης (και άρα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού) σαν κυρίαρχο, ενώ απ' την άλλη ο βαθύτερος συντηρητισμός του, η κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας του οικονομισμού στο εσωτερικό του, όπως και ο εξαρτημένος χαρακτήρας της φυσιογνωμίας του ακυρώνει τη δυνατότητα να προσλάβει ο οποίος αντικαπιταλιστικός του προσανατολισμός ένα θετικό επαναστατικό περιεχόμενο. Η ανυπέρβλητη αυτή διάσταση ανάμεσα στην ανάγκη του αντικαπιταλιστικού αγώνα και στην απουσία σοσιαλιστικής στρατηγικής αναπαράγει συνέχεια την κρίση του, διαμορφώνοντας πρόσφορο έδαφος για τον επαναστατικό σοσιαλιστικό προσανατολισμό των λαϊκών εργατικών δυνάμεων που είναι δεσμευμένες στην πολιτική επιρροή του ΚΚΕ.
3. «Εθνικοαναπτυξιακή πολιτική χωρίς αναστολή»;
Η ριζική εναντίωση της παραδοσιακής κομμουνιστικής Αριστεράς (ΚΚΕ) κι ακόμη η πολεμική της, καθ' όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, στην ανάπτυξη και τους προσανατολισμούς του εργοστασιακού εργατικού κινήματος και στην πανελλήνια δευτεροβάθμια συγκρότηση του (ΟΒΕΣ), στην προβληματική και τις επιδιώξεις του για τον εργατικό έλεγχο και την αντιιεραρχική οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας, για την κοινωνική εξουσία της εργατικής τάξης, κι απ' την άλλη πλευρά η οργανωτική και ιδεολογική ανεπάρκεια της ανανεωτικής κομμουνιστικής Αριστεράς (ΚΚΕεσ.), οδήγησαν πρωτοποριακές δυνάμεις του εργοστασιακού κινήματος του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα της οικονομίας στην ένταξη στο κίνημα της «αλλαγής» του ΠΑΣΟΚ. Ο πολιτικός μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ είχε ιδιαίτερη ανάγκη το εργατικό κίνημα για να εξασφαλίσει μαζικά δυναμικά ερείσματα. Η μόνιμου όμως χαρακτήρα ένταση ανάμεσα στις διεκδικήσεις χειραφέτησης των κοινωνικών αυτών δυνάμεων, που αποτέλεσαν την εργατική λαϊκή υποδομή της «αλλαγής» του 198185, και στις απαιτήσεις της κυβερνητικής διαχείρισης του ΠΑΣΟΚ (που αντικειμενικά απέβλεπε στη «δημοκρατική εκσυγχρονιστική» παρέμβαση στις οικονομικές και κοινωνικές δομές με απώτερο στόχο την «συνυπευθυνοποίηση» των εργαζομένων τάξεων στις διαδικασίες της «εθνικής οικονομικής ανάπτυξης», χωρίς τη δομική ανατρεπτική παρέμβαση στις ίδιες τις αστικές παραγωγικές σχέσεις), δεν μπορούσε παρά να οδηγηθεί σε κλυδωνισμούς. Στο βαθμό μάλιστα που οι καθοριστικές, σε τελευταία ανάλυση, ανάγκες της αστικής διαχείρισης της κρίσης επέβαλαν πλέον οριστικά τη μετωπική επίθεση ενάντια στο βιοτικό επίπεδο και τις κοινωνικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης και στις πολιτικές προοπτικές του εργατικού σοσιαλιστικού κινήματος, η ρήξη με τις πρωτοπόρες αυτές δυνάμεις του εργατικού κινήματος έγινε αναπόφευκτη. «Τα οικονομικά μέτρα βρίσκονται μέσα στη λογική της καπιταλιστικής αγοράς, που λέει ότι η αύξηση των κερδών των επιχειρήσεων είναι υποχρεωτική προϋπόθεση για να υπάρξουν επενδύσεις και οικονομική ανάπτυξη» ήταν η εκτίμηση των αριστερών αυτών κοινωνικών δυνάμεων που οδηγήθηκαν στη διαφοροποίηση τους απ' τη διαχειριστική κυβερνητική πολιτική του ΠΑΣΟΚ, εφ' όσον ακριβώς ήθελαν να διατηρήσουν τον εργατικό ταξικό τους χαρακτήρα.
Παρ' όλα αυτά όμως η αυτοδύναμη υποκειμενοποίηση του αριστερού συνδικαλιστικού ρεύματος γίνεται στην αποκλειστική βάση της εναντίωσης στη σημερινή μονεταριστική πολιτική, στο έδαφος δηλαδή της επιζήτησης της «προώθησης της αλλαγής χωρίς αναστολή». Η αιτία, σύμφωνα μ' αυτή την αντίληψη, της (δεξιάς) εκτροπής της κυβερνητικής πολιτικής βρίσκεται στην «έλλειψη μιας συγκροτημένης πολιτικής απ' την οποία να υλοποιούνται οι προγραμματικές θέσεις του ΠΑΣΟΚ για δομικές αλλαγές στο επίπεδο της παραγωγής και της οικονομίας γενικότερα», γιατί βέβαια, όπως συνεχίζει να υποστηρίζει αυτή η συνιστώσα του αριστερού κινήματος, «το Συμβόλαιο με το Λαό του 1981 αποτελεί τη μόνη εναλλακτική ρεαλιστική πρόταση για την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την κρίση, με: Εκσυγχρονισμό της βιομηχανικής παραγωγής..., τεχνικό εκσυγχρονισμό της αγροτικής παράγωγης..., κοινωνικό έλεγχο σ' όλους τους βασικούς οικονομικούς τομείς..., εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης..., χτύπημα της παραοικονομίας, των κυκλωμάτων των μεσαζόντων κλπ.». Μια τέτοια επίμονη αναφορά στον «αγώνα για να υλοποιήσει χωρίς ταλαντεύσεις η κυβέρνηση το Κυβερνητικό Πρόγραμμα και τις θέσεις του ΠΑΣΟΚ» προέρχεται κατευθείαν απ' την κεντρική αφετηριακή της εκτίμηση για τον ίδιο το χαρακτήρα της κρίσης και τη φύση της διεξόδου που επιζητά, θεωρώντας ότι «η δομή της ελληνικής οικονομίας έμεινε ιστορικά καθυστερημένη και εξαρτημένη», με την «ελληνική αστική τάξη να μην θέλει, ούτε να μπορεί να προχωρήσει στη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας..., αφήνοντας «ξέφραγο αμπέλι» την ελληνική οικονομία στα ξένα μονοπώλια και τη βιομηχανία μισοαναπτυγμένη, χωρίς την απαιτούμενη ανταγωνιστικότητα», και πιστεύοντας ότι ο χαρακτήρας της καπιταλιστικής κρίσης έγκειται στο «μονόπλευρο, στρεβλά αναπτυγμένο, εξωστρεφή και μεταπρακτικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας», καταλήγει στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι «το ζήτημα που μπαίνει για την ελληνική οικονομία είναι η ανάπτυξη της παραγωγικής βάσης της χώρας, είναι πρωταρχικά ζήτημα ανάπτυξης: πάνω απ' όλα εθνικοαναπτυξιακή πολιτική, μια πολιτική που θα βασίζεται στην αυτοδύναμη ανάπτυξη και την απεξάρτηση απ' τα ξένα μονοπώλια».
Αυτή η πολιτική στάση του ρεύματος που εναντιώθηκε στον οικονομικό φιλελευθερισμό της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ενώ ταυτόχρονα διατείνεται ότι «η μοναδική εναλλακτική λύση βρίσκεται μέσα στις διακηρυγμένες προγραμματικές θέσεις του ΠΑΣΟΚ», εδράζεται σε μια αποδυναμωμένη λογική που εμφανίζει πολύμορφες ανεπάρκειες: Αποφεύγει να επικεντρωθεί στην κυρίαρχη επιδίωξη της ανατροπής των αστικών παραγωγικών σχέσεων, των ιδιωτικών σχέσεων ιδιοκτησίας των παραγωγικών μέσων και αντίθετα εντοπίζει την παρέμβαση του στην «ανάπτυξη της παραγωγικής βάσης της χώρας», με στόχο ουσιαστικά την «αναβάθμιση της θέσης της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, με άνοδο της ανταγωνιστικότητας και τεχνολογικό εκσυγχρονισμό». Ξεχνάει δηλαδή πως πρόκειται για το διεθνή ιμπεριαλιστικό καταμερισμό εργασίας στον οποίο εντάσσεται ο ελληνικός καπιταλισμός. Παρακάμπτει ακόμα το ζήτημα της ερμηνείας του πώς έγινε δυνατό στη διάρκεια μιας ολόκληρης τετραετίας, με αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ, να μη συγκροτηθεί η πολιτική υλοποίησης των προγραμματικών θέσεων του ΠΑΣΟΚ, για μετασχηματισμό στις δομές και σχέσεις παραγωγής, θέσεων που συνεχίζουν να θεωρούνται σαν η «μοναδική εναλλακτική λύση». Ποιοι όροι απουσίασαν και ποιες προϋποθέσεις έλειψαν, και κάτω από ποιες ευνοϊκότερες συνθήκες η εξέλιξη θα ήταν προς τη σοσιαλιστική αλλαγή κι όχι στο σημερινό «άνοιγμα στη λογική της ελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας». Επιπλέον αρνείται να εξετάσει κριτικά τις συνολικές παρεμβάσεις της κυβερνητικής εξουσίας του ΠΑΣΟΚ σ' όλους τους χώρους της κοινωνικής ζωής (εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, στρατιωτικό καθεστώς, δημόσια διοίκηση, τεχνικές κατασκευές, μηχανισμοί καταστολής κλπ.), που δίνουν ένα συγκεκριμένο στίγμα στη συνολική κυβερνητική πολιτική «δημοκρατικού εκσυγχρονισμού», με στόχο τελικά τη διασφάλιση των όρων μακροπρόθεσμης εμπέδωσης των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, θα κατάφερνε έτσι να ερμηνεύσει σε βάθος αυτή την «ολόπλευρη (δεξιά) στροφή», αλλά και να διαπιστώσει τα βαθύτερα στοιχεία συνέχειας και συνοχής που διέπουν την κυβερνητική διαχείριση του ΠΑΣΟΚ. Υπεκφεύγει τέλος η ανάλυση του σοσιαλιστικού συνδικαλιστικού ρεύματος από τον πολιτικό αυτοπροσδιορισμό της απέναντι στην προοπτική του αριστερού κινήματος και στη διαμόρφωση μιας σοσιαλιστικής εναλλακτικής στρατηγικές ενάντια στην πολιτική εξουσία (του ΠΑΣΟΚ), περιορίζοντας έτσι την πολιτική εμβέλεια της κοινωνικής της δυναμικής. Η αυτοδύναμη πολιτική υποκειμενοποίηση του αριστερού συνδικαλιστικού ρεύματος είναι δυνατό να συμβάλει στην προώθηση του αντικαπιταλιστικού μετώπου των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων μόνο στο βαθμό που στοιχειοθετείται σε συνολική πολιτική αμφισβήτηση αυτής της ίδιας της «υπαρκτής αλλαγής» (γιατί είναι αυτές ακριβώς οι συντεταγμένες της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ της πρώτης τετραετίας που οδήγησαν μέσα από την όξυνση της οικονομικής κρίσης στην υιοθέτηση της φιλελεύθερης σημερινής οικονομικής πολιτικής).
4. «Δημοκρατική ανάπτυξη νέου τύπου»;
Ενώ οι αριστερές δυνάμεις του ΚΚΕεσ. αναπτύσσουν μια σημαντική δράση στην ανάπτυξη της συνδικαλιστικής αντίστασης απέναντι στη φιλελεύθερη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, σ' όλα τα επίπεδα του εργατικού συνδικαλισμού, εντούτοις είναι περιορισμένη η οργανωτική τους παρέμβαση στο κίνημα των εργαζομένων. Πρόκειται για ένα αποτέλεσμα που προέρχεται απ' την ίδια την «ιστορική ανεπάρκεια» της κομμουνιστικής ανανέωσης της προηγουμένης περιόδου (επικέντρωση στο τρίπτυχο «εκσυγχρονισμός (των κοινωνικών δομών) - ανάπτυξη (της εθνικής οικονομίας) - εκδημοκρατισμός (του πολιτικού εποικοδομήματος)», πριμοδότηση του εκλογικού σε σχέση με τον μαζικό αγώνα, «εθνική ενωτική» τακτική, πολλαπλά διαψευσμένη πολιτική γραμμή με τελευταία την πρόταση της κυβερνητικής συμπαράταξης των «δημοκρατικών - προοδευτικών» δυνάμεων, κλπ.), καθώς και από τη σημερινή του πολιτική αδυναμία να εκφράσει μια αυθεντική σοσιαλιστική στρατηγική κοινωνικής αλλαγής. Πολύ περισσότερο μάλιστα που το εναλλακτικό δίπτυχο που αποτελεί το αντικείμενο διαλόγου των πολιτικών δυνάμεων του ΚΚΕεσ. (αναβάθμιση ή μετεξέλιξη) στη σημερινή περίοδο εδράζεται σε κοινές συντεταγμένες, αντιλήψεις και πρακτικές, όπου αντί το επίκεντρο της συζήτησης να εστιάζεται κατ' εξοχήν στον προσδιορισμό ενός επαναστατικού περιεχομένου στην Αριστερή Εναλλακτική Λύση και στην ανάπτυξη μιας αντίστοιχης μαζικής εργατικής επαναστατικής πρακτικής, εξαντλείται στην κομματική «τυπολογία». Πράγμα που έχει σαν συνέπεια να μεταβιβάζεται εξολοκλήρου η προηγούμενη «αναπηρία» της αριστερής ανανέωσης στη σημερινή πρόταση του ΚΚΕεσ. για εναλλακτική πολιτική διεξόδου από την οικονομική κρίση.
Έτσι, η πολιτική κατεύθυνση που μεταφέρεται από τις δυνάμεις της κομμουνιστικής ανανέωσης στο αυτονομούμενο και πολιτικοποιούμενο σήμερα εργατικό κίνημα, συνεχίζει να χαρακτηρίζεται απ' την ίδια μόνιμη αντιφατικότητα που την καθιστά αδύναμη να συγκροτήσει μια στρατηγική αντικαπιταλιστικής προοπτικής. Η κυρίαρχη οικονομική πρόταση που συνεχίζει να προβάλλει το ΚΚΕεσ. είναι η «δημοκρατική ανάπτυξη νέου τύπου», με τη\ διασφάλιση της συναίνεσης των λαϊκών δυνάμεων μέσα απ' την καθιέρωση της εργατικής «συνυπευθυνοποίησης» στην «εθνική αναπτυξιακή» διαδικασία, με τον «εκσυγχρονισμό, την εξυγίανση, την αναδιάρθρωση» των οικονομικών παραγωγικών δομών, που δεν είναι άλλη απ' την «εξορθολογισμένη ανάπτυξη» της ιδιωτικής οικονομίας. Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια εντάσσεται ι λογική της επιδίωξης «εμφύτευσης» στον καπιταλιστικό μηχανισμό του κέρδους των «κοινωνικών» συμφερόντων, που και αναποτελεσματική είναι για τι κινητοποίηση της ιδιωτικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας και κοινωνικά ανέφικτη. Πρόκειται για μια ακόμα ουτοπική σοσιαλδημοκρατικού τύποι απόπειρα συμβίωσης ταξικά αντιτιθέμενων συμφερόντων, και φυσικά δε· ανοίγει το δρόμο για μια ανατρεπτική παρέμβαση του εργατικού κινήματος στις ίδιες τις αστικές παραγωγικές σχέσεις. Στην ίδια προοπτική κινείται η επίκληση της «συμμετοχής των εργαζομένων» μέσα από Συμβούλια Προσωπικού (αντίστοιχα με τις προγραμματισμένες Επιτροπές Εργαζομένων Επιχειρήσεων). στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, που χαρακτηρίζονται από τριμερείς συναινετικές λειτουργίες και από περιθωριακού χαρακτήρα εργατικές αρμοδιότητες, και που αντικειμενικά δρουν στην κατεύθυνση άμβλυνσης των ταξικών αντιθέσεων και στην ενίσχυση της παραγωγικότητας. Μια συμμετοχή τέτοιου τύπου κάθε άλλο παρά οδηγεί στην αποδυνάμωση του διευθυντικού δικαιώματος του κεφαλαίου και στη δομική αποδιάρθρωση των βασικών στοιχείων της καπιταλιστικής εξουσίας (ιδιοκτησιακές σχέσεις, ελεύθερος ανταγωνισμός, ιεραρχικός καταμερισμός εργασίας κλπ.). Στην ίδια λογική κινείται βέβαια και η αντίληψη της «αντιμονοπωλιακής συμμαχίας», που εμπερικλείει και τους επιχειρηματίες αγρότες, αντί της πρότασης πολιτικής συμμαχίας των μισθωτών εργαζομένων, της αριστερής διανόησης, των παραγωγών αγροτών και της νεολαίας στη βάση των υπαρκτών αντιθέσεων προς τις ίδιες τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις κι όχι στο έδαφος της υποθετικής αντίθεσης «λαού - μη προνομιούχων» στα «μονοπώλια - κατεστημένο». Οι αντιλήψεις αυτές ενισχύονται από την αντιμετώπιση και των άλλων βασικών παραμέτρων του κοινωνικού μετασχηματισμού, απ' την παρέμβαση στο εκπαιδευτικό σύστημα μέχρι το ρόλο των κρατικών μηχανισμών σαν «ουδέτερων - υπερταξικών» μηχανισμών, (που υπό όρους μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν εργαλεία στην υπηρεσία της «αυτοδύναμης οικονομικής ανάπτυξης»), κι όχι σαν καπιταλιστικής φύσης μηχανισμών και θεσμών που επιβάλλεται η ανατροπή της ταξικής - κοινωνικής τους λειτουργικότητας.
Στερημένο ενός κομμουνιστικού εναλλακτικού προγράμματος που θα άρθρωνε τις τακτικές παρεμβάσεις στην κρίσιμη συγκυρία με τους στρατηγικούς άξονες της απαλλοτρίωσης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, της εκπαιδευτικής χειραφέτησης της εργατικής τάξης, της γενικευμένης κοινωνικής διαχείρισης των εργαζομένων αδύναμο να συνθέσει και να αξιοποιήσει δημιουργικά την πολιτική συμβολή στο αριστερό κίνημα των κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών συνιστωσών της ίδιας της αριστερής ανανέωσης· βασίζοντας την κύρια πολιτική του πρόταση σε διαδικασίες «εκσυγχρονισμού, τεχνολογικής ενίσχυσης, κινήτρων» για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και προτρέποντας την εργατική τάξη να πρωτοστατήσει «σε μια πολιτική ποσοτικής και ποιοτικής αύξησης της υλικής παραγωγής, αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας» με καθεστώς ταξικής κυριαρχίας των αστικών παραγωγικών σχέσεων πριμοδοτώντας την «εθνική ανάπτυξη» μέσα από «αναδιαρθρώσεις, εξορθολογισμούς, αναβαθμίσεις» των καπιταλιστικών οικονομικών δομών, το ΚΚΕεσ. αποδυναμώνει τον κοινωνικό δυναμισμό των ίδιων των αριστερών του εργατικών δυνάμεων και υπονομεύει τη ροπή τους να αναδειχθούν σε πρωτοποριακή δύναμη αντικαπιταλιστικής συσπείρωσης και προσανατολισμού του εργατικού κινήματος.
5. Η αριστερή πολιτική και κοινωνική ενότητα προϋποθέτει την υπέρβαση της κρίσης του αριστερού κινήματος.
Η αναγωγή του εργατικού κινήματος στη σημερινή συγκυρία σε κεντρικό πολιτικό υποκείμενο με καθοριστική παρέμβαση στις εξελίξεις και η ανάδειξη στο πολιτικό επίπεδο μιας φερέγγυας σοσιαλιστικής εναλλακτικής λύσης, πράγματα αδιάσπαστα συνδεδεμένα μεταξύ τους, η αντικαπιταλιστική τελικά υπέρβαση της κρίσης, προϋποθέτει το ξεπέρασμα της κρίσης του ίδιου του αριστερού κινήματος. Προκειμένου ακριβώς να καταστεί ικανό να ανταποκριθεί στη σημερινή πρόκληση της οικονομικής και κοινωνικής συγκυρίας, σπάζοντας το δίπολο των αστικών μορφών διαχείρισης της κρίσης (ΠΑΣΟΚ - Νέας Δημοκρατίας), προβάλλοντας σαν δυναμικός πόλος αντιπαλότητας στις στρατηγικές της καπιταλιστικής διαχείρισης. Είναι φανερό κατά συνέπεια ότι η πολιτική υποκειμενοποίηση της εργατικής τάξης σε συνάρτηση με την ανάδειξη μιας αξιόπιστης αριστερής εναλλαγής, περνάει μέσα από βαθύτατες αναδιαρθρώσεις στην κατεύθυνση εμβάθυνσης της σοσιαλιστικής φυσιογνωμίας και προσδιορισμού της επαναστατικής στρατηγικής των συνιστωσών του αριστερού κινήματος. Απαιτεί την ολόπλευρη συγκεκριμενοποίηση του προσανατολισμού στον «αντικαπιταλιστικό αγώνα» των λαϊκών δυνάμεων του ΚΚΕ, πράγμα που η πραγματοποίηση του συνεπάγεται τη ριζική αναμόρφωση της ιδεολογίας και πολιτικής του. Απαιτεί την πολιτική αποκρυστάλλωση του σοσιαλιστικού συνδικαλιστικού ρεύματος και τη συγκρότηση του σε ρήξη με τις βασικές συντεταγμένες της κυβερνητικής διαχείρισης του ΠΑΣΟΚ. Απαιτεί την ολοκληρωτική εμβάθυνση στην κομμουνιστική φυσιογνωμία απ' τις εργατικές και πολιτικές δυνάμεις του ΚΚΕεσ. μέσα απ' την υπέρβαση της «ιστορικής ανεπάρκειας» του ανανεωτικού εγχειρήματος και τη μάχη για τον αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό της αριστερής εναλλακτικής του λύσης. Μόνο μέσα απ' αυτά τα αναγκαία σήμερα άλματα στους φορείς του αριστερού κινήματος είναι δυνατή η πολιτική σύγκλιση στη βάση της σοσιαλιστικής λαϊκής ενότητας (σ' αντιπαράθεση με την εθνική λαϊκή ενότητα του ΠΑΣΟΚ), σ' αυτήν την πολιτική που:
Διαμορφώνει τους όρους για να τοποθετηθεί το ζήτημα της αλλαγής του ίδιου του χαρακτήρα των σχέσεων ιδιοκτησίας, εφ' όσον χωρίς κοινωνικοποιημένες μορφές των παραγωγικών μέσων είναι ανέφικτη η στροφή της οικονομικής λειτουργίας σε κοινωνικές χειραφετητικές κατευθύνσεις. Δημιουργεί τις προϋποθέσεις ανατροπής του καπιταλιστικού μηχανισμού του κέρδους και του ελεύθερου ανταγωνισμού, που άλλωστε απ' όλες τις πλευρές αναγνωρίζεται σαν γενεσιουργός αιτία της κρίσης, ανοίγοντας τους δρόμους για την κοινωνική εργατική διεύθυνση και προγραμματισμό της κοινωνικής παραγωγής. Επιζητά την αποδόμηση του διευθυντικού δικαιώματος της εργοδοσίας και του κράτους, στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα της οικονομίας, αναδεικνύοντας τους ίδιους τους εργαζόμενους σε κυρίαρχα υποκείμενα οργάνωσης, εκτέλεσης και διαχείρισης της παραγωγικής διαδικασίας. Επιδιώκει την αποδιάρθρωση της ιεραρχικής κατανομής της εργασίας - γνώσης - εξουσίας, σ' όλες τις μορφές κοινωνικής οργάνωσης (εργοστάσιο, υπηρεσία, σχολείο κλπ.), που ακριβώς ανταποκρίνεται στην καπιταλιστική μορφή δόμησης της παραγωγής και των κοινωνικών μηχανισμών. Διεκδικεί τη μορφωτική χειραφέτηση των παραγωγικών εργαζομένων με την κοινωνικοποίηση της τεχνικής - θετικής και οικονομικής - κοινωνικής γνώσης, απαραίτητης προϋπόθεσης για την άσκηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. Οδηγεί στον τερματισμό της ταξικής κοινωνικής λειτουργικότητας των κρατικών μηχανισμών (καταστολής, διαχείρισης, χειραγώγησης), μέσα απ' την υπαγωγή τους στον λαϊκό κοινωνικό έλεγχο. Συλλαμβάνει τον ίδιο τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού και διαμορφώνει τους όρους εξωτερικής συμπεριφοράς στη βάση της ανατροπής αυτού του χαρακτήρα και εμπέδωσης της εργατικής διεθνιστικής αλληλεγγύης. Συσπειρώνει το πολύμορφο φάσμα των κοινωνικών δυνάμεων στα γερά θεμέλια των αντιθέσεων (οικονομικών, κοινωνικών, μορφωτικών) προς τις συνέπειες του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της παραγωγής κι όχι στην υποθετική βάση των «αντιμονοπωλιακών αντιθέσεων». Διαβλέπει τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα, μέσα στην όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης, της καπιταλιστικής κυριαρχίας και της προαγωγής των ταξικών συμφερόντων των εργαζομένων, συνειδητοποιεί τη συνεχή ένταση ανάμεσα στην κοινωνική απελευθερωτική δυναμική και στην αστική συνταγματική τάξη και επιδιώκει έτσι τη θεμελίωση της πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας των εργαζομένων.
Μόνο στο μέτρο που η αριστερή πολιτική παρέμβαση αρθρωθεί γύρω από τέτοιου είδους σοσιαλιστικούς κατευθυντήριους άξονες, θα είναι δυνατή η συγκρότηση της αριστερής πολιτικής ενότητας και ο προσδιορισμός μιας αντίστοιχης τακτικής στην σημερινή συγκυρία, που να συνδέει τους τακτικούς στόχους μ' αυτές τις στρατηγικές αντικαπιταλιστικές κατευθύνσεις, βασισμένη στην άμεση παρέμβαση του μαζικού - εργατικού κινήματος.
Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 1985
Σημείωση
α) Για το Κ.ΚΕ στις σχετικές αποφάσεις της ΚΕ του: «Μια νέα λαϊκή δυναμική για εξελίξεις στο δρόμο της πραγματικής αλλαγής και του σοσιαλισμού», ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 9 6 1985. Στο «Οι μετεκλογικές εξελίξεις και οι θέσεις του ΚΚΕ», ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 20 10 1985, στις τοποθετήσεις του Χ. Φλωράκη όπως, «Νέοι ορίζοντες για την υπόθεση της αλλαγής» (ομιλία στο Παλαί ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης), ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 3 12 1985, και στη σχετική αρθρογραφία του Μ. Ανδρουλάκη, όπως «Συγκεκριμένες απαντήσεις σε συγκεκριμένες ανάγκες», ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 10 11 1985 κλπ.
β) Σχετικά με το σοσιαλιστικό συνδικαλιστικό ρεύμα στις αναπτύξεις που περιέχονται στη «Διακήρυξη - Προγραμματικές θέσεις της Συνδικαλιστικής Αλλαγής για το 21ο Συνέδριο του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη, Δεκέμβρης 1985, καθώς και στις απόψεις που εκφράστηκαν στη ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ,από τον Γ. Αρσένη «Πρόγραμμα σταθεροποίησης χωρίς ανάπτυξη είναι συντηρητική πολιτική», ΑΝΤΙ, τ. 303, 8 11 1985.
γ) Σ' ό,τι αφορά το ΚΚΕεσ. στις αποφάσεις της ΚΕ: «Η νέα αυτοδυναμία οδηγεί σε πιο συντηρητικές επιλογές - Η Ανανεωτική Αριστερά πρέπει να ολοκληρώσει την εναλλακτική της πρόταση», ΑΥΓΗ 22 6 1985, καθώς και «Η κρίση αντιμετωπίζεται μόνο με την ανάπτυξη», ΑΥΓΗ, 17 10 1985, στις αναπτύξεις του Λ. Κύρου όπως «Η κυβέρνηση σε σύγκρουση με την εντολή του λαού» (ομιλία στην Ομόνοια), ΑΥΓΗ, 6 12 1985, στα κείμενα εργασίας της Επιτροπής θέσεων για την μετεξέλιξη ή αναβάθμιση του ΚΚΕεσ., ΑΥΓΗ, 24 10 1985, και στις «θέσεις της ΚΕ για το 4ο Συνέδριο», όπως πρωτοδημοσιεύτηκαν στην ΑΥΓΗ, 12 και 13 2 1985.
Σαν αναλυτικότερη βιβλιογραφία για τις θέσεις που αναπτύσσω εδώ δες: Α. Ταρπάγκου, «Το αριστερό κίνημα απέναντι στην "εργατική συμμετοχή"» θέσεις τ. 5 και «Επιτροπές εργαζομένων στις επιχειρήσεις» θέσεις τ. 10. Δες επίσης για τον ελληνικό καπιταλισμό το άρθρο του Γιάννη Μηλιού, «Οι αριστερές θεωρίες για την "εξάρτηση" και οι εξαρτήσεις του ελληνικού καπιταλισμού», θέσεις τ. 9.