1. Εισαγωγή
Όπως είδαμε στο προηγούμενο τεύχος η κρίση εμφανίζεται στις ΗΠΑ σανκρίση του τρόπου εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης (δηλαδή κρίση τουτρόπου παραγωγής υπεραξίας, κρίση του συστήματος της σχετικήςυπεραξίας) και ταυτόχρονα σαν κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου. Ταίδια χαρακτηριστικά της κρίσης μπορεί κανείς να τα εντοπίσει στηνΟμοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ) και στη Γαλλία.
2. Η κρίση στη Γερμανία και στη Γαλλία
2.1. Οι ΗΠΑ παίζουν και χάνουν (Chamsol 1984)
Η προσπάθεια γρήγορης εκβιομηχάνισης των χωρών παραγωγών πετρελαίουχάρη στην αύξηση της τιμής αυτής μεταφράστηκε σε μία σημαντική ζήτησημέσων παραγωγής. Οι ΗΠΑ είχαν μεταπολεμικά την αδιαμφισβήτητη υπεροχήστην παραγωγή μέσων παραγωγής και επιπλέον οι εξαγωγές τους ήτανευνοημένες εκείνη την εποχή από την υποτίμηση του δολαρίου. Όμως η Ο.Δ.Γερμανίας που είναι και αυτή ένας μεγάλος παραγωγός μέσων παραγωγής(και ιδιαίτερα μηχανών) κατορθώνει μέχρι το 1979 να αυξήσει τιςεξαγωγές της προς τις χώρες του ΟΠΕΚ από 2,2 σε 11,9 δις δολάρια. Το«επεισόδιο» αυτό φανερώνει και ένα από τα πιο βασικά στοιχεία τηςοικονομικής δύναμης της ΟΔΓ: την ισχυρή βιομηχανία και ιδιαίτερα τηνανάπτυξη του τομέα παραγωγής κύριων μέσων παραγωγής στη χώρα αυτή. Αλλάκαι στην επόμενη περίοδο η στρατιωτική, πολιτική και χρηματιστικήευρωστία των ΗΠΑ συνοδεύεται από μία σχετική μείωση της βιομηχανικήςτης δύναμης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Economist η παραγωγικήδύναμη της εργασίας στην ΟΔΓ και στη Γαλλία στα 1983 είχε πια ξεπεράσειτην αντίστοιχη των ΗΠΑ (πίνακας 1).
Εξάλλου όπως φαίνεταιστον πίνακα 1, και οι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικής δύναμης τηςεργασίας 1977-1983, είναι ψηλότεροι στις άλλες χώρες απ' ότι στις ΗΠΑ.
2.2. Modell Deutschland (Reiser 1979)
To 1945 το κυριότερο τμήμα της γερμανικής βιομηχανίαςβρίσκεται κάτω από τη βρετανική κατοχή. Οι Βρετανοί ενισχύουν την ιδέατης συνδιαχείρισης με στόχο να θέσουν υπό έλεγχο τους γερμανούςβιομηχάνους της περιοχής του Ruhr. Στα 1947 βάζουν σε λειτουργία τησυνδιαχείριση στον άνθρακα και το χάλυβα. Την ίδια εποχή οι γερμανοίεργάτες οργανώνονται - κατά το βρετανικό πρότυπο - σε ενιαίο συνδικάτοπου διατηρεί δεσμούς με το σοσιαλιστικό κόμμα. Η συνομοσπονδία DGBαποτελείται από 16 κλαδικές ομοσπονδίες και η γνωστή IG Metallσυγκεντρώνει γύρω στα 3 εκατομμύρια μέλη.
Από το 1950, με τημείωση της βρετανικής επιρροής και την ευνοϊκή για το ιδιωτικό κεφάλαιοπολιτική της κυβέρνησης AdenauerErhard, η συνδιαχείριση περιορίζεταιστους κλάδους χάλυβα και άνθρακα. Από το 1960 περίπου, η ριζική αλλαγήστην αγορά εργασίας (έλλειψη εργατικής δύναμης) είχε σαν αποτέλεσμα τηνενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης των συνδικάτων, την αύξηση τουποσοστού των μισθών στην προστιθέμενη αξία (μετά από αφαίρεση τηςεπίδρασης που έχει πάνω σ' αυτό το ποσοστό η αύξηση του αριθμού τωνμισθωτών) και την αύξηση των πραγματικών μισθών με ρυθμούς μεγαλύτερουςαπ' ότι η παραγωγικότητα της εργασίας (Busch 1984).
Στα 1967περνάει στην ΟΔΓ ο νόμος «για τη σταθερότητα και την ανάπτυξη» πουορίζει ότι η κρατική παρέμβαση πρέπει να στοχεύει στη σταθερότητα τωντιμών, στην πλήρη (ή σχεδόν πλήρη) απασχόληση, και στην ισορροπία τουεξωτερικού - εμπορίου, και ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα προμηθεύειόλες τις απαραίτητες πληροφορίες για μία συντονισμένη δράση των τοπικώναρχών, των συνδικάτων και της εργοδοσίας. Η οικονομική πολιτική αποκτάτην εποχή εκείνη έντονο αντικυκλικό χαρακτήρα (ιδιαίτερα μέσω τουπροϋπολογισμού). Το συνολικό αποτέλεσμα είναι μία ισχυρή συνδικαλιστικήπαρουσία που μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίαςπιέζει βασικά για δύο πράγματα: αύξηση του πραγματικού μισθού καιμείωση του εργάσιμου χρόνου. Αυτά τα δύο αποτελούν μαζί με τη διεθνήθέση του γερμανικού καπιταλισμού το βασικό κινητήρα της ολοκλήρωσης καιτης σταθεροποίησης του συστήματος της σχετικής υπεραξίας. Ηισχυροποίηση της εργατικής τάξης στα πλαίσια που είδαμε αυξάνει από το1960 περίπου το διαθέσιμο εργατικό εισόδημα και διευρύνει την εσωτερικήαγορά, ενώ ταυτόχρονα ωθεί το γερμανικό κεφάλαιο σε παραπέρα ένταση τηςυποκατάστασης εργασίας από λειτουργίες του συστήματος των μηχανών. Όπωςφαίνεται στον πίνακα 2 μέχρι το 1955 οι ρυθμοί υποκατάστασης είναιχαμηλοί: αυτό οφείλεται
στο ότι η περίοδος ανοικοδόμησηςάρχισε με 'τρία περίπου χρόνια καθυστέρηση (εξαιτίας των συμμαχικώνπεριορισμών), και υπήρχε μεγάλη αχρησιμοποίητη παραγωγική δυναμικότητακαι στο ότι υπήρχε περίσσεια εργατικής δύναμης (μείωση της συμμετοχήςτων μισθών στην προστιθέμενη αξία). Από το 1960 περίπου τα δεδομένααυτά αλλάζουν και η ισχυροποίηση της εργατικής τάξης στα πλαίσια πουείδαμε, σε συνδυασμό με τη διεθνή ανταγωνιστική πίεση πάνω στο κεφάλαιοτης ΟΔΓ (πίεση που υπήρχε ευθύς εξαρχής μετά τον πόλεμο) οδήγησαν στιςψηλότερες για την Ευρώπη επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (% του ΑΕΠ) και σεψηλούς ρυθμούς υποκατάστασης της εργασίας από λειτουργίες τουσυστήματος των μηχανών (όπως φαίνεται στον διάγραμμα Ι οι ρυθμοί αυτοίήταν ψηλότεροι απ' ότι στη Γαλλία και τη Βρετανία
καιμικρότεροι απ' ότι στην Ιαπωνία). Τα πλαίσια μέσα στα οποία κινείται οσυνδικαλισμός στην ΟΔΓ είναι «υποδειγματικά» για τον καπιταλισμό τηςσχετικής υπεραξίας. Το ποσοστό των συνδικαλισμένων είναι διπλάσιο απ'ότι στις ΗΠΑ, αλλά ο αριθμός των ημερών εργασίας που χάθηκαν είναι πολύμικρός αν συγκριθεί με τα στοιχεία των άλλων χωρών (πίνακας 3). Ηαπεργία μπορεί να αρχίσει μόνο όταν έχουν εξαντληθεί όλες οιδυνατότητες διαπραγμάτευσης και εφόσον είναι υπέρ της απεργίας το 75%των εργαζομένων (σταματάει εξάλλου όταν το 25% πάει στη δουλειά).Τελικά η όλη επιχείρηση πετυχαίνει μείωση του χρόνου δουλειάς καιψηλούς μισθούς (1640 ώρες δουλειάς το 1979 δηλαδή περίπου όσο η Γαλλίακαι η Ιταλία, ενώ οι Ιάπωνες είχαν ετήσια διάρκεια εργασίας περίπου2000 και οι ΗΠΑ περίπου 1820).
Η ισχυροποίηση της εργατικήςτάξης μέσα στα πλαίσια αυτά γίνεται βασικός παράγοντας αύξησης τουδιαθέσιμου εργατικού εισοδήματος, και αλλαγής στα μέσα και τη μέθοδοεργασίας ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα της
εργασίας. ΗΟΔΓ είχε μαζί με την Ιταλία τις μεγαλύτερες αυξήσεις στην παραγωγικήδύναμη της εργασίας απ' όλες τις ηγεμονικές χώρες της Ευρώπηςμεταπολεμικά. Στην κατεύθυνση αύξησης του διαθέσιμου εργατικούεισοδήματος συνέβαλε σημαντικά η μείωση της αξίας των αγροτικώνπροϊόντων με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στη γεωργία.(Μόνο 5% του ενεργού πληθυσμού ασχολείται στον κλάδο αυτό πουχαρακτηρίζεται από ψηλή εκμηχάνιση, μεγάλη παραγωγή και εξαγωγές). Σεότι αφορά τις αλλαγές στα μέσα και τη μέθοδο εργασίας σημαντικό ρόλοέπαιξε και η έκθεση του γερμανικού κεφαλαίου στο διεθνή ανταγωνισμό. ΗΟΔΓ έγινε ο πρώτος εξαγωγέας βιομηχανικών προϊόντων στον κόσμο. Ησύνθεση των εξαγωγών της και η γεωγραφική κατανομή τους αντανακλούν τηθέση της ΟΔΓ στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας μαζί με τις ΗΠΑκαι την Ιαπωνία: εξάγει μέσα παραγωγής στις αναπτυγμένες χώρες. Αυτή ηδιεθνής εξειδίκευση της συνδυασμένη με την επιβράδυνση από το 1973 τηςανάπτυξης της γερμανικής εσωτερικής αγοράς για μέσα κατανάλωσηςσπρώχνει το γερμανικό νόμισμα σε ανατίμηση, η οποία όμως δε συνοδεύεταιαπό σημαντική μείωση των ποσοστών αγοράς που κατέχουν τα προϊόντα τηςΟΔΓ. Η ποιότητα των προϊόντων της ΟΔΓ, καθιστά τη ζήτηση τους σχεδόνανελαστική στις αυξήσεις των τιμών τους (Barou θ Keizer 1984).Ιδιαίτερα σημαντικός στην ΟΔΓ είναι ο ρόλος του τομέα Ι (παραγωγήςμέσων παραγωγής) τόσο στις αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας,όσο και στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της γερμανικής βιομηχανίας. Στοδιάγραμμα 2 φαίνεται το μέγεθος του τομέα Ι στην ΟΔΓ. Η διαρκήςανατίμηση του γερμανικού μάρκου από το 1969 δεν έχει υποβαθμίσει τηθέση της γερμανικής οικονομίας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Το μερίδιοτων εξαγωγών στις συνολικές γερμανικές πωλήσεις αυξήθηκε συνέχεια στα12 τελευταία χρόνια (από 20% σε 29% των ακαθάριστων εσόδων των ανώνυμωνεταιρειών). (The Economist 16.11.85). Τέλος, βρίσκει κανείς στην ΟΔΓκαι τα άλλα σημαντικά στοιχεία του καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας:
- Ο συλλογικός εργάτης είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός επειδή τοσχολικό σύστημα είναι καλά προσαρμοσμένο στις ανάγκες των επιχειρήσεων(στα 1970, 70% των εργαζομένων ανδρών είχαν δεχτεί κάποια επαγγελματικήεκπαίδευση), επειδή ο εργάτης αυτός συγκροτείται μέσα σε πλαίσιααποδοχής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και επειδή υπάρχει στηνΟΔΓ μιλιταριστική παράδοση (πειθαρχία και συλλογικότητα). Το 1979 είχαντελειώσει
την τριτοβάθμια εκπαίδευση 26,4% του ενεργού πληθυσμού ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 8,8% το 1965.
- Ο νόμος για τον περιορισμό του ανταγωνισμού (1957), που επιβλήθηκεστην εργοδοσία μετά από πολύχρονη προσπάθεια, προβλέπει τον έλεγχο τωνμονοπωλιακών τάσεων στον παρασιτισμό και το φρενάρισμα τηςπαραγωγικότητας. Ο νόμος συμπληρώθηκε το 1973.
- Η κρατικήπαρέμβαση είναι σημαντική και περιλαμβάνει τις δραστηριότητες ενόςισχυρού υπουργείου έρευνας και τεχνολογίας, τη διαχείριση της αγοράςεργασίας, την εξασφάλιση των συνθηκών διατήρησης του σοσιαλδημοκρατικούconsensus κ.α. Πολύ συχνά η αποτελεσματικότητα αυτής της παρέμβασηςαποδίδεται στο «μαγικό τετράγωνο» (Watkinson 1983): α) συνεργασίαεργοδοτών - εργαζομένων - κυβέρνησης β) αντικυκλική πολιτική - δαπάνες προϋπολογισμού γ) παρέμβαση στην πίστη και τα επιτόκια δ)ενίσχυση του εξωτερικού εμπορίου.
Αυτά είναι νομίζω τα πιοσημαντικά στοιχεία του γερμανικού καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας,δηλαδή αυτά που του προσδίδουν το γνωστό δυναμισμό του.
Η κρίσητου συστήματος της σχετικής υπεραξίας στην ΟΔΓ εκφράζεται ανοιχτά στα1973-74, οπότε και η κλασσική κεϋνσιανή - αντικυκλική πολιτικήαποτυγχάνει. Όμως η πορεία προς την ανοικτή εκδήλωση της κρίσης αρχίζειαπό τα 1960 περίπου, όταν αλλάζει η κατάσταση στην αγορά εργασίας καιεντείνεται η υποκατάσταση εργασίας από λειτουργίες του συστήματος τωνμηχανών (Busch 1984). Η έλλειψη εργατικής δύναμης έχει την εποχή εκείνησαν αποτέλεσμα την ισχυροποίηση της διαπραγματευτικής θέσης τωνσυνδικάτων και την ένταση της εκμηχάνισης. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα1 από το 1960 μέχρι το 1975 οι ρυθμοί εκμηχάνισης είναι ψηλότεροι απότην προηγούμενη και την επόμενη περίοδο, και το κεφάλαιο ανά εργάτητριπλασιάζεται περίπου, από το 1950 μέχρι το 1975. Έχουμε έτσισαφέστατα δοσμένη στα λογιστικά μεγέθη την αύξηση της τεχνικής σύνθεσηςτου κεφαλαίου. Εάν σ' αυτό προσθέσουμε και το ότι από το 1970επιβραδύνεται η παραγωγικότητα της εργασίας και το ότι ο τομέας Ιπρομηθεύει το παραγωγικό σύστημα με μέσα παραγωγής των οποίων η σχετικήτιμή (τιμή των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου προς τιμή της συνολικήςπροστιθέμενης αξίας) μένει πρακτικά σταθερή στην περίοδο 1958-1975 (σεαντίθεση με την Ιαπωνία και τη Γαλλία όπου μειώνεται έντονα), μπορούμε,μέχρις ότου υπάρξει κάποια λεπτομερής στατιστική ανάλυση, να στηρίξουμετην υπόθεση της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου μετά το1960 στην ΟΔΓ (Loiseau, Mazier, Winter 1977). Σε ότι αφορά το ποσοστότων μισθών στην προστιθέμενη αξία (μετά από αφαίρεση της επίδρασης τηςεπέκτασης της μισθωτής σχέσης) μένει σχεδόν σταθερό στην περίοδο 196067και αυξάνεται από το 1967 μέχρι το 1975, κάτω από την επίδραση (α) τηςμεταβολής της κατάστασης της αγοράς εργασίας (έλλειψη εργατικήςδύναμης, ισχυροποίηση των συνδικάτων) και (θ) της επιβράδυνσης τωναυξήσεων της παραγωγικής δύναμης της εργασίας από το 1970. Οι δύο αυτοίπαράγοντες είχαν σαν αποτέλεσμα την επιβράδυνση της υποτίμησης τηςεργατικής δύναμης: μπορούμε έτσι να στηρίξουμε την υπόθεση τηςεπιβράδυνσης των αυξήσεων του ποσοστού υπεραξίας στην ΟΔΓ μετά το 1967.Ο συνδυασμός της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και τηςεπιβράδυνσης των αυξήσεων του ποσοστού υπεραξίας στην ΟΔΓ οδήγησε στηνπτώση του ποσοστού του κέρδους, πτώση που μπορεί κανείς να αναγνώσει μεευκρίνεια σε όλους τους δείκτες αποδοτικότητας του κεφαλαίου από το1960 και μετά. Η κρίση λοιπόν στην ΟΔΓ είναι κρίση παραγωγικότητας τηςεργασίας, δηλαδή κρίση του καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας, κρίσητης εξαγωγής υπεραξίας μέσω αυξήσεων της παραγωγικής δύναμης τηςεργασίας, κρίση του τρόπου εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Από μίαάλλη γωνία ειδωμένα τα ίδια πράγματα εμφανίζονται βέβαια σαν κρίσηυπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου: η επιβράδυνση της παραγωγικότητας τηςεργασίας οδηγεί σε επιβράδυνση της υποτίμησης του σταθερού (ιδιαίτεραπάγιου) κεφαλαίου. Σε συνδυασμό με την αύξηση της τεχνικής σύνθεσης τουκεφαλαίου μέσω της εκμηχάνισης οδηγεί στο ότι χρειάζεται όλο καιπερισσότερο κεφάλαιο για να παραχθεί το ίδιο καθαρό προϊόν (η ίδιαπροστιθέμενη αξία). Η κρίση υπερσυσσώρευσης μεταφράζεται σε πτώση τουποσοστού του κέρδους επειδή ταυτόχρονα σταθεροποιείται ή μειώνεται τοποσοστό υπεραξίας. Η κρίση υπερσυσσώρευσης σε λογιστικό επίπεδοεμφανίζεται σαν σύγκλιση των δύο καμπυλών που φαίνονται στο διάγραμμα1, της καμπύλης κεφάλαιο εργάτη και της καμπύλης απόδοση της εργασίας =προστιθέμενη αξία εργάτη. Όπως φαίνεται στο ίδιο διάγραμμα, η.υποκατάσταση εργασίας από λειτουργίες των μηχανών προχωράει πιο γρήγορααπό την παραγωγικότητα της εργασίας στην ΟΔΓ από το 1960, στη Γαλλίακαι τη Βρεταννία από το 1965, στην Ιαπωνία από το 1970.
Στιςχρονιές αυτές ανοίγει για κάθε μία από τις χώρες αυτές η περίοδοςπροετοιμασίας της κρίσης που εκδηλώθηκε ανοιχτά πια στα μέσα τηςδεκειετίας του 70.
2.3. Γαλλία
αυξήσειςτης παραγωγικής δύναμης της εργασίας είναι από τις μεγαλύτερες στονκόσμο και πλησιάζουν αυτές της Γερμανίας (Πίνακας 4). Σήμερα η Γαλλίαβρίσκεται σε ότι αφορά την απόδοση της εργασίας πολύ κοντά στη Γερμανίακαι πάνω από τις ΗΠΑ (πίνακας 1). Οι αυξήσεις αυτές όπως φαίνεται καιστον πίνακα 4 οφείλονται σε μεγάλο βαθμό σε ψηλό ποσοστό επένδυσης καιστην ταχύρυθμη υποκατάσταση εργασίας από λειτουργίες του συστήματος τωνμηχανών με εφαρμογή νέων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων στηνπαραγωγή. Μεταπολεμικά αλλάζει και ο τρόπος ένταξης της Γαλλίας στηνιμπεριαλιστική αλυσίδα (Cedetim 1980): το γαλλικό κεφάλαιο απαλλάσσεταιαπό τις αποικίες που λειτουργούν σαν ένα φρένο στην ολοκλήρωση τουκαπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας και ρίχνεται στην παγκόσμια αγορά(εξαγωγή εμπορευμάτων και κεφαλαίου) με στόχο την ιδιοποίηση πρόσθετηςυπεραξίας. Οι εξαγωγές εμπορευμάτων μεγαλώνουν θεαματικά από το 1967ενώ οι εξαγωγές κεφαλαίου μεγαλώνουν ιδιαίτερα στην περίοδο μετά το1973, και το 1984 το 1 3 της συνολικής εργατικής δύναμης πουαπασχολούσαν οι γαλλικές πολυεθνικές βρισκόταν έξω από το γαλλικόέδαφος (Economist 15.9.84). Η ΕΟΚ, οι συνθήκες του GATT και η εν γένειφιλελευθεροποίηση των διεθνών ανταλλαγών ωθούν το γαλλικό κεφάλαιο στονεκσυγχρονισμό του παραγωγικού συστήματος και στο κυνήγι της πρόσθετηςυπεραξίας στην παγκόσμια αγορά μέσω των αυξήσεων της παραγωγικότηταςτης εργασίας. Η κρίση (Clerc, Lipietz, Satre Buisson 1983) του γαλλικούκαπιταλισμού αποδίδεται στην επιβράδυνση της παραγωγικότητας τηςεργασίας. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα 1, οι καμπύλες απόδοσης τηςεργασίας και υποκατάστασης εργασίας παρουσιάζουν το χαρακτηριστικόσχήμα της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Όσα αναφέρθηκαν πριν για τα δομικάχαρακτηριστικά της κρίσης στις ΗΠΑ και στη Γερμανία έχουν ισχύ και γιατη Γαλλία (αύξηση οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου, επιβράδυνση αυξήσεωνποσοστού υπεραξίας κλπ.). (Lipietz 1984). Ιδιαίτερο ρόλο στη Γαλλίαέπαιξε ο τομέας Ι παραγωγής μέσων παραγωγής: όπως έδειξε θεωρητικά οPalloix (1978) και στατιστικά ο
Bertrand (1978) το σύστημα τηςσχετικής υπεραξίας οδηγήθηκε αναγκαστικά μετά τον πόλεμο σε μίαανισομερή ανάπτυξη των τομέων παραγωγής, με αποτέλεσμα ο τομέας Ι ναμην είναι σε θέση να παίξει το ρόλο που του αντιστοιχεί, δηλαδή ναωθήσει παραπέρα την παραγωγική δύναμη της εργασίας. Εδώ αμέσως μετά τονπόλεμο η Γαλλία χτίζει το παραγωγικό σύστημα «προς τα πάνω» (τομέας Ι),από το 1970 περίπου αρχίζει να υστερεί στους κλάδους που κατασκευάζουνμέσα παραγωγής για την παραγωγή μέσων παραγωγής (βιομηχανικοίαυτοματισμοί, εργαλειομηχανές μετάλλων, υπολογιστές, ημιαγωγοί, υλικότηλεπικοινωνιών κλπ.). Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της κρίσηςπαραγωγικότητας είναι οι εργατικές αντιστάσεις στην ταιηλορική φορντικήοργάνωση της εργασίας (Linhart 1978, Κοριά 1985, Bonnafos 1983). Ηαυθόρμητη αμφισβήτηση της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας και ηπίεση για μισθολογικές αυξήσεις από τη μεριά του οργανωμένου εργατικούκινήματος, σε συνδυασμό με τη σχετική αναποτελεσματικότητα του τομέα Ιέσπρωξαν την αποδοτικότητα του κεφαλαίου προς τα κάτω.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Basic M., Bautier P., Mazier J., Vidai J.F., 1983, "Accumulation et regulation en longue periode". Economie et Prevision No 54
Baudelot C., Establet R., Malemort J., 1981, "La petite bourgeoisie en France" Maspero.
Beaud M., 1981, "Histoire du capitalisme", Seuil.
Bebermayer S., 1983, "La nostalgie du miracle allemand" L'Etat du Monde 1983, La Decouverte.
Bertrand H., 1978, "La croissance francaise de l'apresguerre: l'analyseen sections productives". Statistiques et etudes financieres. SerieOrange No 35
Billaudot B., Gauron A., 1985, "Croissance et crise" La Decouverte.
Bonnafos De, Chanaron J.J., Mautort De L., 1983, "L'industrie automobile" La Decouverte Maspero.
Boyer R., 1983, "L'introduction du Taylorisme en France" CEPREMAP, No 8313.
Busch K., 1984, "H Ευρωπαϊκή κοινότητα σε κρίση" θέσεις 8
Chamsol P., 1984, "Cette guerre que nul ne veut" Le Monde Diplomatique, Απρίλιος.
Cedetim, 1980, "L'imperialisme francais", Maspero.
Clerc D., Lipietz A., Satre Buisson J., 1983, "La crise", Syros.
Economist 15.9.84, "Le Defi francais".
Economist 16.11.85, "Helmut Schmidt plays Cassandra".
Keizer B., 1979, "Le Modele economique allemand: mythes et realites"
Notes et etudes documentaires No 45494550. Documentation francaise.
Κοριό M., 1985, «Ο εργάτης και το χρονόμετρο» Κομμούνα
Κυπριανίδης T., 1985, «Η λεωφόρος της δύσης», θέσεις 13.
Le Duc, 1982, "Les etats industriels et la crise", Le Sycomore.
Le Monde Dossiers et Documents, 1984, "Le Dollar roi", Μάιος.
Linhart R., "L'etabli", Les editions de Minuit.
Lipietz A., 1984, "L' audace ou l'enlisement" La Decouverte.
Loiseau B., Mazier J., Winter M.Β., 1977, "Rentabilite du capital dans les economies dominantes" Economie et Statistique No 86.
Menudier H., 1981, "L'effritement de la social - democratie" L'Etat du Monde 1981, La Decouverte.
Messine P., 1984, "L'espoir, la prosperite, et puis l'angoisse" Le Monde Diplomatique, Μάιος.
Muller W. θ Neususs Ch., 1982, «Σχετικά με τη θεωρία του κράτους κοινωνικής πρόνοιας» θέσεις 1.
Palloix C., 1978, "Travail et production" Maspero.
Watkinson C., 1983, "Qui a enterre le modele?", Le Monde Diplomatique, Μάρτιος.