Κοινωνική και γεωγραφική προέλευση των μάχιμων αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού (1957-1982)
του Θωμά Μαλούτα

Εισαγωγή

Ο μυθολόγος βρίσκεται έξω από το κοινό του μύθου1 αποστασιοποιούμενος λόγω της εξηγητικής του ιδιότητας δυνατότητας. Οπραγματικός μυθολόγος βέβαια  - σε αντίθεση με το μυθολόγο εννοιολογικόεργαλείο - βρίσκεται σε μια καθαρά αντιφατική θέση λόγω της τάσηςαποστασιοποίησης του από τη μια και από την άλλη της τάσης ενσωμάτωσηςτου που προκαλεί το βίωμα.

Η στρατιωτική δομή και ζωή, που αποτελούνπρονομιακό πεδίο ανάλυσης για το στρατευμένο (με την άμεση έννοια)μυθολόγο (με έννοια συναφή με τη σημειολογική ανάλυση) τείνουν ναστενεύουν ασφυκτικά τα περιθώρια αποστασιοποίησης μέσω του ιδιαίτεραέντονου βιώματος. Το βίωμα λειτουργεί ως μείγμα επανάληψης, συνήθειας,διάφανης λογικής της επιφάνειας, οικειότητας και συναισθηματικήςφόρτισης που αποστραγγίζει το οποιοδήποτε αντικείμενο από τιςκοινωνικές συνθήκες διαμόρφωσης του και, άρα, από τον κοινωνικό τουχαρακτήρα για να το μετουσιώσει σε πράγματα και πράξεις αιώνια καιφυσικά, σε συστατικά στοιχεία της «κοινής λογικής»2.

Το κείμενο που ακολουθεί, στα πλαίσια του οποίου επιχειρείταιεπιστημονική θεώρηση και άρα δυνάμει απομυθοποιητική, ενός τμήματος τηςελληνικής στρατιωτικής δομής, εντάσσεται στην προσωπική μου προσπάθειααποστασιοποίησης από την στρατιωτική εμπειρία, προσπάθεια που κατ'άλλους είναι μάταιη γιατί το σχετικό βίωμα είναι ανεξίτηλο3.

Η κοινωνική προέλευση

Η μικρή έρευνα της οποίας τα αποτελέσματα παρουσιάζονται στο κείμενοαυτό έχει ως θέμα τη διερεύνηση της κοινωνικογεωγραφικής προέλευσης τωνμάχιμων αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού. Η επιλογή του Ναυτικούυπήρξε αποτέλεσμα της προσωπικής μου στράτευσης σ' αυτό τον κλάδο τωνΕνόπλων Δυνάμεων  - είναι φανερό ότι μια αντίστοιχη έρευνα στο στρατόξηράς θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον αλλά και σημαντικά μεγαλύτερηδυσκολία διεξαγωγής λόγω του πολλαπλάσιου αριθμού των προς διερεύνησηστοιχείων. Η επιλογή των μάχιμων αξιωματικών έγινε λόγω του κυριαρχικούειδικού τους βάρους στη στελέχωση του κλάδου.

Βασική και μόνη πηγή στοιχείων αποτέλεσαν οι φάκελοι που διατηρεί ηΥπηρεσία Μητρώων του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού. Ως δείκτη κοινωνικήςπροέλευσης εκλάβαμε το επάγγελμα του πατέρα, που αναφέρεται στην αίτησηεισαγωγής στην Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (ΣΥΔ)4 και ως δείκτεςγεωγραφικής προέλευσης τους τόπους καταγωγής και κατοικίας.Αποδελτιώσαμε επίσης και τη σειρά κατάταξης των αποφοίτων της Σχολήςγια να ελέγξουμε κατά πόσο η συσχέτιση της με την κοινωνική προέλευσηθα έδινε κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία.

Με βάση το επάγγελμα του πατέρα οι 632 απόφοιτοι της ΣΥΔ στη διάρκεια της 25ετίας που εξετάσαμε κατατάσσονται ως εξής:

 

Μπορείκανείς άμεσα να παρατηρήσει με βάση τον παραπάνω πίνακα ότι η σύνθεσητων αποφοίτων αυτών δεν είναι καθόλου αντιπροσωπευτική της σύνθεσης τουενεργού πληθυσμού της χώρας. Τα σχετικά στοιχεία της ΣτατιστικήςΥπηρεσίας, χωρίς να είναι απόλυτα συγκρίσιμα με τα παραπάνω, κάνουνολοφάνερο το γεγονός αυτό.

Βλέπουμε συγκεκριμένα ότι οικατηγορίες των ελεύθερων επαγγελματιών, των διευθυνόντων του Δημοσίουκαι των εμπόρων υπερεκπροσωπούνται. Ειδικά το ποσοστό των διευθυνόντωνείναι οκταπλάσιο από αυτό της ίδιας κατηγορίας στο σύνολο του ενεργούπληθυσμού, ενώ το ποσοστό των εμπόρων είναι περίπου ίσο με εκείνο τουσυνόλου εμπόρων και πωλητών στον ενεργό πληθυσμό.

Από την άλληπλευρά υπάρχει μια σαφέστατη υποεκπροσώπηση των αγροτών καιεργατοτεχνιτών, που παρουσιάζουν ποσοστά δέκα φορές μικρότερα περίπουαπό εκείνα που έχουν στο σύνολο του ενεργού πληθυσμού.

Όμως τοεντυπωσιακότερο στοιχείο του πίνακα Ι είναι το ιδιαίτερα διογκωμένοποσοστό της δημοσιοϋπαλληλίας. Η σύνθεση δε αυτής της κατηγορίας,ιδιαίτερα σε ότι αφορά το στρατιωτικό της σκέλος, παρουσιάζει αυξημένοενδιαφέρον γιατί δείχνει το βαθμό στον οποίο το στρατιωτικό επάγγελμααυτοαναπαράγεται, τουλάχιστον για τη συγκεκριμένη κατηγορία πουεξετάζουμε.

image004.jpg

Καθαρά στρατιωτικό επάγγελμα πατέραχαρακτηρίζει περισσότερους από το 1 4 των μάχιμων αποφοίτων της ΣΥΔ. Ηκατανομή κατά κλάδους δεν φαίνεται να παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερααξιοπρόσεκτο στοιχείο  - εκτός ίσως από το γεγονός ότι οι αξιωματικοίτου Στρατού Ξηράς δείχνουν να προτιμούν το Πολεμικό Ναυτικό για τησταδιοδρομία των παιδιών τους.

 

Ο βαθμός αυτοαναπαραγωγήςτου επαγγέλματος αυξάνεται σημαντικά αν συνυπολογίσουμε και τα συναφήεπαγγέλματα πατέρα όπως του αξιωματικού ή οπλίτη των Σωμάτων Ασφαλείας,των υπαλλήλων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, κλπ., φθάνοντας από 26,4%σε 34,6%.

Οι μη στρατιωτικοί δημόσιοι υπάλληλοι, πουαντιπροσωπεύουν το 23,9% του συνόλου, κατανέμονται σε υπαλλήλουςδιαφόρων δημόσιων οργανισμών (43,31%) στους οποίους θα πρέπει ναπροστεθεί και το ιδιαίτερα ψηλό ποσοστό των υπαλλήλων του ΥΕΘΑ (12,6%),σε δασκάλους και καθηγητές (11,9%), σε τραπεζικούς (11,1%) και σεδιευθυντικά στελέχη (10,6%).

Όσον αφορά τους ιδιωτικούςυπαλλήλους είναι αξιοσημείωτο ότι σημαντικό ποσοστό τους (39,0%)εξασκεί ναυτικό ή συναφές επάγγελμα  - αξιωματικοί εμπορικού ναυτικού,ναυτικοί, υπάλληλοι ναυτικών πρακτορείων, κλπ.

Οι ελεύθεροιεπαγγελματίες είναι κυρίως νομικοί (44,5%)  - και από αυτούς ησυντριπτική πλειοψηφία είναι δικηγόροι - τεχνικοί (30,5%) και γιατροί(25,0%).

Η κατηγορία των επιχειρηματιών απαρτίζεται σχεδόνολοκληρωτικά από εμπόρους (77,8%) ενώ τη δεύτερη και μόνη άλληευδιάκριτη υποκατηγορία αποτελούν οι εργολάβοι οικοδομών (11,1%).

Οι βιοτέχνες και οι αγρότες δεν παρουσιάζουν σημαντικές υποκατηγορίες,ενώ στους εργατοτεχνίτες κυριαρχούν οι οικοδόμοι (35,0%).

Τέλος η κατηγορία των εισοδηματιών αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από κτηματίες.

Μέχρι στιγμής ασχοληθήκαμε με τη δομή της κοινωνικής προέλευσης τωνμάχιμων αποφοίτων της ΣΥΔ στο σύνολο της εξεταζόμενης περιόδου. Στησυνέχεια θα εξετάσουμε τις ετήσιες διακυμάνσεις της ώστε να μπορέσουμενα διακρίνουμε τις τάσεις εξέλιξης της, που αποτελούν ίσως και τοσημαντικότερο θέμα.

Τα σχεδιαγράμματα που ακολουθούν παρουσιάζουν καθαρά την εικόνα αυτών των διακυμάνσεων.

 

 

Ταποσοστά των δημοσίων υπαλλήλων (Σχ. 1) διατηρούνται σε υψηλά επίπεδαχωρίς πολύ μεγάλες διακυμάνσεις. Φαίνεται πως αυτή η μεγάλη κατηγορία - που είναι αλήθεια ότι εμπεριέχει πολλές υποκατηγορίες, συχνά αρκετάδιαφορετικές - καλύπτει σε όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου τομεγαλύτερο μέρος των αποφοίτων. Μια ορισμένη κάμψη παρατηρείται από το1973, που φαίνεται όμως να ξεπερνιέται μετά το 1979.

Οιστρατιωτικοί (Σχ. 2) παρουσιάζουν και αυτοί σχετική σταθερότητα. Τοποσοστό τους φαίνεται αυξημένο στο διάστημα 19641970 όπου, σημειωτέον,ο αριθμός των αποφοίτων της Σχολής πέφτει στα χαμηλότερα επίπεδα τηςόλης περιόδου. Η κάμψη αρχίζει σταδιακά από το 1971 με τους αποφοίτουςπου ήταν πρωτοετείς κατά το ακαδημαϊκό έτος 196768 και φθάνει σταχαμηλότερα επίπεδα στη μεταπολίτευση, πράγμα που αποτελεί στοιχείο τηςαντιμετώπισης της ΣΥΔ και του Π.Ν. γενικότερα από τη δικτατορία. Ηανάκαμψη του ποσοστού αρχίζει ουσιαστικά και εδώ από το 1979 και όπωςφαίνεται από σύγκριση των Σχ. 2 και 3 η αύξηση των γόνων στρατιωτικώνσ' αυτή την περίοδο καθορίζει τη γενική αύξηση των δημοσίων υπαλλήλων.

Σχετικά με τις επί μέρους κατηγορίες των πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων,οι υπάλληλοι Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών, που αποτελούν και τοβασικό κομμάτι, διατηρούν σχετικά σταθερό ποσοστό με κάποια τάσηαύξησης στο τέλος της περιόδου. Οι τραπεζικοί κάνουν αισθητή τηνπαρουσία τους μετά το τέλος της δεκαετίας του 60 ενώ αντίθετα οιδάσκαλοι και καθηγητές καθώς και, σε μικρότερο βαθμό, οι διευθύνοντεςτου δημοσίου έχουν αισθητή παρουσία μόνο μέχρι τα πρώτα χρόνια τηςίδιας δεκαετίας. Τέλος οι υπάλληλοι του ΥΕΘΑ παρουσιάζουν μια εικόναανάλογη με εκείνη των τραπεζικών όπου όμως η συγκέντρωση στη δεκαετίατου 70 είναι ακόμη πιο έντονη. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι στοεπίπεδο των πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων παρουσιάζεται, από τα μέσα τηςπεριόδου, μια αύξηση των πιο χαμηλών και εξαρτημένων θέσεων ενώπαράλληλα οι λιγότερο εξαρτημένες και υψηλές θέσεις περιορίζονται, σεμεγάλο βαθμό, στην αρχή της περιόδου.

Οι επιχειρηματίες και οιεισοδηματίες (Σχ. 4 και 5) παρουσιάζουν σταθερό ποσοστό, αν εξαιρέσουμεμια κάμψη από τα μέσα της δεκαετίας του 60 μέχρι τις αρχές τηςεπόμενης, που αντιστοιχεί στα χρόνια με τους μικρότερους αριθμούςαποφοίτων. Δεν διαθέτουμε πιο συγκεκριμένα στοιχεία για τις κατηγορίεςαυτές  - δεν γνωρίζουμε δηλαδή κατά πόσο οι έμποροι που αποτελούν τημεγάλη πλειοψηφία των επιχειρηματιών, είναι κυρίως μικρομεσαίοι ήμεγαλέμποροι, όπως επίσης δεν έχουμε στοιχεία και για την οικονομικήεπιφάνεια των εισοδηματιών. Έτσι τα συμπεράσματα από τις διακυμάνσειςπου παρουσιάζονται στις δύο αυτές κατηγορίες είναι αναγκαστικάπεριορισμένα. Το ίδιο πρόβλημα, πιο οξυμένο, παρουσιάζει και ηκατηγορία των ιδιωτικών υπαλλήλων (Σχ. 10) λόγω της ιδιαίτερα μεγάληςανομοιογένειας των μελών της.

Αντίθετα οι κατηγορίες τωνεργατών  - τεχνιτών, αγροτών, ελεύθερων επαγγελματιών και βιοτεχνών(Σχ. 6,7,8 και 9), που είναι σαφώς πιο ομοιογενείς, παρουσιάζουνδιακυμάνσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε συγκεκριμένα συμπεράσματα. Οιπρώτες δύο κατηγορίες είναι τελείως απούσες μέχρι τις αρχές τηςδεκαετίας του 70 στη διάρκεια της οποίας γνωρίζουν μια σχετικάαξιοσημείωτη ανάπτυξη. Οι βιοτέχνες, χωρίς να είναι απόντες σε καμιάυποπερίοδο, γνωρίζουν και αυτοί σχετικά μεγαλύτερη ανάπτυξη στηδιάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Αντίθετα, οι ελεύθεροι επαγγελματίεςενώ παρουσιάζουν σημαντικά ποσοστά στα 'τέλη της δεκαετίας του 50 καιστις αρχές της επόμενης, βρίσκονται από εκεί και πέρα σε μια διαρκήπτωτική πορεία.

Βλέπουμε, δηλαδή, κυρίως στο επίπεδο τωντεσσάρων τελευταίων κατηγοριών, ότι υπάρχει μια αρκετά σαφής αύξηση τωναποφοίτων που προέρχονται από επαγγελματικές κατηγορίες συναφείς με ταλεγόμενα λαϊκά στρώματα. Παράλληλα ο αριθμός των αποφοίτων πουπροέρχονται από ελεύθερους επαγγελματίες, μειώνεται σταθερά. Αυτή ητάση εξέλιξης προς μια «δημοκρατικότερη» κοινωνική δομή των αποφοίτωντης ΣΥΔ  - που διακρίναμε και πιο πάνω εξετάζοντας την εξέλιξη τουειδικού βάρους των διαφόρων υποομάδων των δημοσίων υπαλλήλων - είναιμάλλον και το ουσιαστικότερο στοιχείο σ' ότι αφορά την εξέλιξη τηςσχετικής κοινωνικής δομής, παράλληλα με τη διαπίστωση του σταθερού καιμεγάλου ποσοστού αναπαραγωγής μάχιμων αξιωματικών του ναυτικού από τοστρατιωτικό επάγγελμα. Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει το γεγονός ότιη τάση αυτή που παρουσιάζεται δεν αλλοιώνει σημαντικά τη μεγάληαναντιστοιχία της κοινωνικής προέλευσης των αποφοίτων της Σχολής με τηγενικότερη κοινωνική δομή του πληθυσμού6, αφού τα λεγόμεναλαϊκά στρώματα υποεκπροσωπούνται πάντα σε μεγάλο βαθμό, ενώ δεσπόζουνορισμένες κατηγορίες των μικρομεσαίων στρωμάτων της πόλης  - στοεπίπεδο των οποίων υπάρχει σαφής μετακίνηση από μεσοαστικές σεμικροαστικές κατηγορίες και υπερεκπροσωπούνται μερικές πολύσυγκεκριμένες κατηγορίες της κυρίαρχης τάξης.

Η απόδοση

Αφού προσεγγίσαμε το θέμα της κοινωνικής δομής των αποφοίτων της ΣΥΔ θαπροσπαθήσουμε να το συσχετίσουμε με την απόδοση τους για την οποία θαπάρουμε ως δείκτη τη σειρά αποφοίτησης   αριθμός αποφοίτων7.

 

Είναιαναμενόμενο ότι οι μαθητές που προέρχονται από υψηλότερα κοινωνικάστρώματα έχουν, γενικά, καλύτερες σχολικές και μετασχολικές επιδόσεις.

Το αναμενόμενο αυτό δεν επιβεβαιώνεται καθόλου από τον παραπάνω Πίνακα που έρχεται αντίθετα σε πλήρη σύγκρουση μαζί του.

Οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι επιχειρηματίες, οι εισοδηματίες και οιδιευθύνοντες του Δημοσίου παρουσιάζονται με τις χειρότερες συγκριτικάεπιδόσεις, που βρίσκονται όλες κάτω από το μέσο όρο (500). Μόνο οιανώτατοι στρατιωτικοί διασώζονται κάπως με δείκτη λίγο πάνω από τηβάση. Τις καλύτερες επιδόσεις έχουν οι αγρότες και οι εργάτες τεχνίτες,ενώ οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, που βρίσκονται στις αμέσως επόμενεςθέσεις, περιορίζονται χρονικά, όπως είδαμε πιο πάνω, στην αρχή τηςπεριόδου, περιορίζοντας παράλληλα και το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν ωςκατηγορίες. Πώς μπορεί να εξηγηθεί ένα τέτοιο φαινόμενο; Η θεμελίωσητης σχετικής εξήγησης χρειάζεται αρκετά στοιχεία που δεν διαθέτουμε.Μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι στο επίπεδο της εισαγωγής στη Σχολή ηπροτίμηση που υπάρχει για προερχόμενους από συγκεκριμένεςεπαγγελματικές κατηγορίες  - κυρίως για γόνους στρατιωτικών -λειτουργεί πρώτ' απ' όλα ενάντια στους προερχόμενους από τα λεγόμεναλαϊκά στρώματα που είναι και οι πλέον αποκλεισμένοι από κοινωνικάκυκλώματα που παίζουν καθοριστικό πολλές φορές ρόλο σε τέτοιεςπεριπτώσεις. Έτσι, όσοι πετυχαίνουν από αυτά τα στρώματα είναι κατάτεκμήριο εκείνοι που δεν θα μπορούσαν να αποκλειστούν με άλλεςδιαδικασίες και λογικά βρίσκονται στις πρώτες θέσεις κατά τηναποφοίτηση. Παράλληλα για τα υψηλά κοινωνικά στρώματα η στρατιωτικήκαριέρα δεν αποτελεί συνήθως πρώτη επιλογή  - πλην των ανώτατωνστρατιωτικών για τους οποίους δημιουργείται κάποια οικογενειακήπαράδοση, πράγμα που εξηγεί, ίσως, σε κάποιο βαθμό και την καλύτερηεπίδοση τους  - με αποτέλεσμα τα στρώματα αυτά να μην εκπροσωπούνταιστη Σχολή από τους πιο «προικισμένους» εκπροσώπους τους.

Η γεωγραφική προέλευση

Το τελευταίο κομμάτι της μικρής αυτής έρευνας αναφέρεται στη γεωγραφικήπροέλευση των μάχιμων αποφοίτων της ΣΥΔ κατά την ίδια περίοδο. Ηβαρύτητα του παράγοντα αυτού δεν είναι οπωσδήποτε αντίστοιχη με αυτήτης κοινωνικής προέλευσης. Αποτελεί όμως σημαντικό στοιχείο γιατί,ανάμεσα στ' άλλα, η κατάδειξη των τυχόν ανισορροπιών σ' αυτό το επίπεδομπορεί ν' αποτελέσει ερέθισμα για τον εντοπισμό των κοινωνικών δομώνκαι πρακτικών που βρίσκονται στη βάση τους.

 

Οιδύο πιο αξιοσημείωτες ανισορροπίες που παρουσιάζονται είναι αφ' ενός ηυπερεκπροσώπηση της περιοχής της πρωτεύουσας, που συγκεντρώνει ποσοστόαποφοίτων πάνω από δύο φορές μεγαλύτερο από το ποσοστό της στο σύνολοτου πληθυσμού και η πολύ μικρή εκπροσώπηση της Μακεδονίας που δενσυγκεντρώνει ούτε το ένα δέκατο του ποσοστού της στο συνολικό πληθυσμό.Από το χαμηλό αυτό επίπεδο εκπροσώπησης δεν εξαιρείται, όπως φαίνεται,ούτε η πόλη της Θεσσαλονίκης. Πέρα από τις δύο αυτές οριακέςκαταστάσεις, σχετικά ισορροπημένη είναι η εκπροσώπηση της ΛοιπήςΣτερεάς και Εύβοιας (περισσότερο της Εύβοιας και λιγότερο της ΛοιπήςΣτερεάς), της Πελοποννήσου (κυρίως της Λακωνίας, της Αργολίδας και τηςΜεσσηνίας), των Ιόνιων νησιών (κυρίως της Κέρκυρας και κατόπιν τηςΛευκάδας) και της Κρήτης (κυρίως των Χανίων και του Ρεθύμνου, ενώ ονομός Ηρακλείου έχει πολύ χαμηλή εκπροσώπηση). Μικρή σχετικάεκπροσώπηση έχουν τα νησιά του Αιγαίου (όπου σε κάπως καλύτερη μοίραβρίσκονται οι Κυκλάδες, η Χίος, η Μυτιλήνη και η Σάμος), η Ήπειρος, ηΘεσσαλία και η Θράκη.

Η εσωτερική κατανομή του ποσοστού στηνπεριοχή της πρωτεύουσας δείχνει την ιδιαίτερη θέση του Δήμου της Αθήνας(39,9%) καθώς και τα σημαντικά ποσοστά των Βορείων προαστίων (14,6%)  -και ειδικά του Δήμου Παπάγου (5,1%) - και των νησιών Αργοσαρωνικού(10,0%) που οφείλουν το αυξημένο ποσοστό τους κυρίως στη Σαλαμΐνα(6,6%).

Η εξέλιξη της γεωγραφικής προέλευσης φαίνεται σταπαρακάτω σχεδιαγράμματα και, αν δεν παρουσιάζει κάποια στοιχεία που ναοδηγούν σε νέα συμπεράσματα, επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό εκείνα πουδιατυπώσαμε εξετάζοντας την εξέλιξη της κοινωνικής προέλευσης.

 

image026.jpg (456?126) 

Ημικρή κάμψη που παρουσιάζεται στο ποσοστό της Αθήνας στο τέλος τηςπεριόδου, φαίνεται να αντισταθμίζεται από τη μικρή άνοδο πουπαρουσιάζουν ορισμένες περιφέρειες (νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου,Μακεδονία και Ήπειρος), ενώ παράλληλα τα ποσοστά των άλλων μένουν είτεσχετικά σταθερά (Λοιπή Στερεά και Εύβοια, Πελοπόννησος, Κρήτη), είτεαμελητέα και άρρυθμα (Θεσσαλία και Θράκη).

Η τάση προς κάμψη τουποσοστού της Αθήνας δεν είναι πάντως ιδιαίτερα έντονη. Το σημείο όμωςπου η σχετική εξέλιξη παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον είναι ότι στηνπεριοχή της πρωτεύουσας παρατηρούμε μια μετακίνηση προς τις «λαϊκέςσυνοικίες» (βλέπε Σχ. 21,22 και 23) παράλληλη με τη μετακίνηση προς ταχαμηλότερα κοινωνικά στρώματα που είχαμε διακρίνει εξετάζοντας τηνεξέλιξη της κοινωνικής προέλευσης των αποφοίτων της ΣΥΔ.

 image028.jpg (453?267)

 

Συμπεράσματα

Η κοινωνική δομή των μάχιμων αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού, κατάτην περίοδο που εξετάσαμε, είναι βασικά μικροαστική και μεσοαστική. Σεμεγάλο βαθμό, οι αξιωματικοί αυτοί προέρχονται από οικογένειεςστρατιωτικών (26,4%) από τις οποίες οι περισσότερες είναι οικογένειεςανωτέρων και ανωτάτων (63,5%). Τα λεγόμενα λαϊκά στρώματαυποεκπροσωπούνται σαφώς, ενώ και η εκπροσώπηση πολλών κατηγοριών πουανήκουν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα είναι αρκετά περιορισμένη.

Η εξέλιξη αυτής της δομής στα χρόνια που εξετάστηκαν δείχνει μιασχετική στροφή προς τα λαϊκά στρώματα  - που αρχίζει κατά τα πρώταχρόνια της δεκαετίας του 70 - ενώ η θέση των μικρομεσαίων στρωμάτων τηςπόλης μένει σχετικά σταθερή, με σαφή μετατόπιση όμως του κέντρου βάρουςπρος τη μικροαστική συνιστώσα.

Η γεωγραφική προέλευσηπαρουσιάζει μια σειρά ανισορροπίες ανάμεσα στις οποίες τη μεγαλύτερηένταση παρουσιάζουν η υπερεκπροσώπηση της περιοχής της πρωτεύουσας καιη υποεκπροσώπηση της Μακεδονίας.

Η εξέλιξη της δομής τηςγεωγραφικής προέλευσης δείχνει μια μικρή και προοδευτική υποχώρηση τηςπεριοχής πρωτεύουσας προς όφελος της επαρχίας, ενώ η ίδια εξέλιξη στοπλαίσιο της περιοχής της πρωτεύουσας επιβεβαιώνει τη σχετική στροφήπρος τα λεγόμενα λαϊκά στρώματα εμφανίζοντας μια σχετική συρρίκνωση τουΔήμου της Αθήνας προς όφελος κυρίως των «λαϊκών συνοικιών».

Οιεξελίξεις όμως αυτές στην κοινωνική και γεωγραφική δομή δεν αποτελούνπαρά τις ενδείξεις μιας ασθενούς τάσης, οι γενεσιουργές αιτίες τηςοποίας θα πρέπει να διερευνηθούν για να μπορέσουμε ν' αποφανθούμε γιατη μελλοντική της εξέλιξη. Προς το παρόν, πάντως, η τάση αυτή δεναλλάζει σημαντικά την κοινωνικογεωγραφική δομή που παραμένειμικροαστική και αθηνοκεντρική.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ρ. ΜΠΑΡΤ, Μυθολογίες, Αθήνα, 1979, σ. 262.

2.. Για την αντίθεση ανάμεσα στην κοινή λογική και στην επιστημονικήανάλυση, βλέπε Ρ. ΒΟURDIEU, Le metier de sociologue, Παρίσι  -  Χάγη,1968.

3. Δ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ, Μεροληπτική κατάθεση, Αθήνα, 1982.

4.. Η αίτηση υποβάλλεται από το γονέα ή κηδεμόνα επειδή ο υποψήφιοςείναι ανήλικος. Τέτοια στοιχεία δεν υπάρχουν για άλλες ειδικότητες  -όπως οικονομικοί, γιατροί, κλπ. - γιατί όταν εισάγονται είναι πλέονενήλικες και υποβάλλουν οι ίδιοι τη σχετική αίτηση. Υπάρχουν όμως καιγια τους μηχανικούς που αποτελούν και τη δεύτερη σε αριθμό ειδικότητα.

5. ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίς της Ελλάδος 1979, Αθήνα, ΕΣΥΕ, 1980, σ. 60.

6.. Η αναντιστοιχία αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που διακρίνειτους φοιτητές των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, βλέπε, Μ.ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, «Κοινωνικά χαρακτηριστικά της φοιτητικής κοινότητας», ΤΟΒΗΜΑ, 11 5 1980.

7. Οι δείκτες που παρουσιάζονται στον πίνακα Vαποτελούν τους αριθμητές κλασμάτων με κοινό παρανομαστή το 1000. Οιχαμηλότερες τιμές των δεικτών αντιστοιχούν στις ψηλότερες αποδόσεις. Ηίδια σειρά (π.χ. 3ος) σε χρονιές με διαφορετικό αριθμό αποφοίτων (π.χ.20 και 30) βαθμολογείται διαφορετικά (150 και 100 αντίστοιχα).

8. Τα ποσοστά που αναφέρονται στο συνολικό πληθυσμό υπολογίστηκαν με βάση τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, ο.π., σς. 1718.