Η μαρξική θεωρία της υπεραξίας, η οποία θεωρεί την υπερεργασία πηγήτου κέρδους και ερμηνεύει το κέρδος ως την μορφή ύπαρξης της υπεραξίας,βασίζεται στη μαρξική θεωρία της αξίας. Τουλάχιστον αυτό έχουνκατανοήσει από τη θεωρία αυτή οι κριτικοί της. Γι αυτό και από τηνεποχή του Bohm Bawerk μέχρι σήμερα η κριτική τους είναι πρώτιστακριτική της μαρξικής θεωρίας της αξίας.
Η κριτική αυτή ανήκειστο πρόγραμμα υποχρεωτικών γυμνασμάτων των νεοκλασσικών κι εδώ και λίγαχρόνια και στις ελεύθερες ενασχολήσεις των νεορυκαρδιανών οικονομολόγων.
Στα ακόλουθα θα ασχοληθούμε με την προσπάθεια ενός νεορικαρδιανούοικονομολόγου, του lan Steedman, v' αποδείξει, πρώτον, καταδεικνύονταςτην δυνατότητα ύπαρξης αρνητικών αξιών εμπορευμάτων σε συστήματαπαραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων (join production systems)1, ότι η μαρξική ερμηνεία του κέρδους, κατά την οποίαν το κέρδος είναιπαράγωγο αποκλειστικά και μόνον της εργασίας και ειδικότερα τηςυπερεργασίας, δεν ευσταθεί, και, δεύτερον, ότι ο λόγος του κέρδουςείναι το υλικό πλεόνασμα, δηλ. το υπερπροϊόν.
Και πράγματι, αν,όπως ισχυρίζεται ο Steedman, ήταν δυνατόν να υπάρχουν αρνητικές αξίες,τότε - πλην άλλων εξ ίσου παραδόξων, αλλά όχι οπωσδήποτε και ευνοϊκώνγια την μαρξική θεωρία της αξίας και της υπεραξίας περιπτώσεων - δεν θαήταν δυνατόν ν' αποκλεισθεί και η περίπτωση, στην οποίαν αναφέρεται οίδιος ο Steedman, δηλ. η περίπτωση, η υπεραξία να είναι, καίτοι τοκέρδος είναι θετικό, αρνητική (Steedman 1975).
Αυτό θα σήμαινε προφανώς, ότι η μαρξική ερμηνεία του κέρδους δεν ευσταθεί.
Βέβαια, πριν από τον Steedman είχε ήδη «καταδείξει» ο Morishima(Morishima 1973, σελ. 181 κ.ε.) κι ακόμη πιο πριν - αν και έμμεσα - οSraffa (Sraffa 1960, §66,67,69 και 70) την δυνατότητα ύπαρξης αρνητικώναξιών σε συστήματα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων. Η τιμή, ότι αυτόςπρώτος ανέπτυξε τις συνέπειες αυτής της δυνατότητας για την μαρξικήθεωρία της αξίας και της υπεραξίας, ανήκει όμως αναμφισβήτητααποκλειστικά και μόνον στον Ιan Steedman.
Από τη δυνατότηταύπαρξης αρνητικών αξιών ο Steedman συνάγει τη δυνατότητα ύπαρξηςαρνητικής υπεραξίας για να συμπεράνει στην συνέχεια απ' αυτήν τηντελευταία δυνατότητα, «ότι η ύπαρξη θετικής υπεραξίας δεν είναι ούτεαναγκαία ούτε ικανή συνθήκη της ύπαρξης θετικού κέρδους» (Steedman1975, σελ. 123).
Κατά τον Steedman (Steedman 1977, σελ. 6467,147149 και 161162) τόσο οι αξίες όσο και οι τιμές κι επομένως τόσο τααξιακά μεγέθη, όπως π.χ. η υπεραξία, όσο και τα τιμιακά μεγέθη, όπωςπ.χ. το κέρδος, προσδιορίζονται από τα «φυσικά δεδομένα», δηλ. από τιςτεχνικές συνθήκες της παραγωγής και το πραγματικό ωρομίσθιο2, έτσι που ούτε για την ερμηνεία των τιμών χρειάζονται οι αξίες ούτε γιατην ερμηνεία του κέρδους η υπεραξία. Διότι οι τιμές και το κέρδοςμπορούν να προσδιορισθούν άμεσα με τη βοήθεια των «φυσικών δεδομένων»του συστήματος παραγωγής3.
Κατ' αυτόν τον τρόπο τοκέρδος ανάγεται στο υπερπροϊόν: Επειδή το κέρδος είναι τότε μόνονθετικό όταν υπάρχει (θετικό) υπερπροϊόν, το υπερπροϊόν αποτελεί το λόγοτου κέρδους.
Το υπερπροϊόν από τη μεριά του είναι όμως θετικό,όταν η μέση παραγωγικότητα της εργασίας (π), υπερβαίνει το ενιαίοπραγματικό ωρομίσθιο (w). Επομένως κατά τον Steedman το κέρδος είναιθετικό, όταν και επειδή π>w, δηλ. όταν και επειδή η μέσηπαραγωγικότητα της εργασίας είναι υψηλότερη από το ενιαίο πραγματικόωρομίσθιο.
Ό,τι όμως ισχύει για το κέρδος δεν ισχύει κατά τονSteedman και για την υπεραξία. Διότι λόγω της δυνατότητας ύπαρξηςαρνητικών αξιών, είναι δυνατόν στην περίπτωση που ισχύει π>w, δηλ.στην περίπτωση που το κέρδος είναι θετικό, η υπεραξία να είναι θετική ήαρνητική ή ίση με το μηδέν. Αν είναι θετική, αυτό προφανώς δενσημαίνει, ότι το κέρδος είναι θετικό επειδή η υπεραξία είναι θετική·διότι το κέρδος είναι - αδιάφορο, αν η υπεραξία είναι θετική, αρνητικήή ίση με το μηδέν - θετικό, επειδή το υπερπροϊόν είναι θετικό. Κιεπειδή τέλος, το υπερπροϊόν είναι θετικό λόγω του ότι ισχύει π>w,είναι και το κέρδος θετικό λόγω του ότι ισχύει π>w, δηλ, επειδή ημέση παραγωγικότητα της εργασίας είναι υψηλότερη από το ενιαίοπραγματικό ωρομίσθιο.
Μ' αυτές τις απόψεις του Steedman θ' ασχοληθούμε σ' αυτήν εδώ την εργασία.
Στο ΙΙο μέρος της θα διερευνήσουμε τη δυνατότητα ύπαρξης αρνητικώναξιών σε συστήματα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων. Η διερεύνηση αυτήςτης δυνατότητας θα δείξει, πρώτον, ότι στα συστήματα αυτά οι αξίεςείναι πάντα θετικές, αλλά μη μονοσήμαντα προσδιορισμένες, και,δεύτερον, ότι τα μεγέθη, που ο Steedman ονομάζει αξίες, (α) δεν είναιοι αξίες και (β) θα ήσαν τότε μόνο πράγματι οι αξίες, εάν - όπωςπροϋποθέτει άρρητα και αυθαίρετα ο Steedman - η παραγωγικότητα τηςεργασίας στην παραγωγή καθενός εμπορεύματος ήταν σε όλες τιςδιαδικασίες παραγωγής ίση κι επομένως ίση με την μέση παραγωγικότητατης εργασίας στην παραγωγή αυτού του εμπορεύματος και συνεπώς (επειδή ηπαραγωγικότητα της εργασίας στην παραγωγή ενός εμπορεύματος είναι ίσημε το αντίστροφον της αξίας αυτού του εμπορεύματος) εάν οι ατομικέςαξίες καθενός εμπορεύματος ήσαν ίσες κι επομένως ίσες με την μέση αξίααυτού του εμπορεύματος.
Δεν είναι όμως πάντα δυνατόν ναπληρούται η αυθαίρετη αυτή προϋπόθεση. Υπάρχουν βέβαια συστήματαπαραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων, στα οποία η προϋπόθεση αυτή δύναται ναπληρούται. Υπάρχουν όμως κι άλλα, στα οποία δεν δύναται να πληρούται,επειδή αντιφάσκει στα τεχνικά δεδομένα αυτών των συστημάτων. Αλλ' ακόμηκαι στα συστήματα, στα οποία δύναται να πληρούται, δεν πληρούται ποτέαναγκαστικά. Συνεπώς, η προϋπόθεση αυτή είναι πάντα αυθαίρετη, και,συχνά, και αντιφατική.
Οι αρνητικές «αξίες» του Steedmanεμφανίζονται μόνον σε συστήματα, στα οποία η αυθαίρετη αυτή προϋπόθεσηδεν δύναται να πληρούται, σε συστήματα δηλ., στα οποία η προϋπόθεσηαυτή δεν είναι μόνον αυθαίρετη, αλλά και αντιφατική. Συνεπώς, οιαρνητικές «αξίες» του Steedman δεν είναι παρά μαθηματικοί όροι, υπότους οποίους η μη δυνάμενη να πληρούται και, Γι αυτό, αντιφατική αυτήπροϋπόθεση, σύμφωνα με την οποία οι παραγωγικότητες της εργασίας στηνπαραγωγή καθενός εμπορεύματος είναι σε όλες τις διαδικασίες παραγωγήςαυτού του εμπορεύματος ίσες και συνεπώς ίσες με την μέση παραγωγικότητατης εργασίας στην παραγωγή αυτού του εμπορεύματος, θα επληρούτο.Σημαίνουν λοιπόν οι αρνητικές αυτές «αξίες» το εξής: μόνον εάν υπήρχανπράγματι αρνητικές παραγωγικότητες εργασίας, θα ήταν δυνατόν η μηδυνάμενη να πληρούται και συνεπώς αντιφατική αυτή προϋπόθεση ναπληρούται και να μην είναι αντιφατική.
Στο ΙΙΙο μέρος θααναφερθούμε σύντομα σε ορισμένες προσπάθειες που έγιναν ν' αποδειχθείότι σε συστήματα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων οι αξίες είναι όχιμόνον θετικές ή μη αρνητικές (=ίσες ή μεγαλύτερες του μηδενός) αλλά καιμονοσήμαντα προσδιορισμένες.
Στο IVo και τελευταίο μέρος θαασχοληθούμε με την νεορικαρδιανή ερμηνεία του κέρδους που δίνει οSteedman, δηλ. με την ερμηνεία του κέρδους ως μορφής του υπερπροϊόντος.
II. Οι αξίες σε συστήματα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων
Εδώ θα εξετάσουμε, αν είναι δυνατόν σε συστήματα παραγωγής συνθέτωνεμπορευμάτων να εμφανιστούν αρνητικές αξίες. Για τον σκοπό αυτό θ'ασχοληθούμε πρώτα με τον προσδιορισμό των αξιών σε συστήματα παραγωγήςσυνθέτων εμπορευμάτων. Χάριν ευκολίας θα αγνοήσουμε την ύπαρξη παγίουκεφαλαίου4.
1. Οι αξίες σε συστήματα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων με μη συγκρίσιμες ολικές παραγωγικότητες εργασίας
Έστω το επόμενο, «τετράγωνο», «παραγωγικό», «γραμμικό» σύστημα σύνθετης παραγωγής5:
Οιεξισώσεις του συστήματος αυτού σχηματίζονται σύμφωνα με την αρχή, ότι ηαξία ενός σύνθετου εμπορεύματος, δηλ. ενός καλαθιού εμπορευμάτων, είναιίση με την ζωντανή και νεκρή εργασία, που απαιτήθηκε για την παραγωγήαυτού του εμπορεύματος, αλλά και σύμφωνα με την - άρρητη - προϋπόθεση,ότι οι ατομικές αξίες του καθενός απλού εμπορεύματος, δηλ., επί τουπροκειμένου, οι ατομικές αξίες του εμπορεύματος 1 Ι11 και 112 καθώς και οι ατομικές αξίες του εμπορεύματος 2 121 και 1226 είναι μεταξύ τους ίσες και κατά συνέπεια ίσες με την μέση αξία του εν λόγω εμπορεύματος, δηλ. ίσες με 1, και \2αντιστοίχως. Επειδή όμως η παραγωγικότητα της για την παραγωγή ενόςμεμονωμένου εμπορεύματος διατεθείσας εργασίας (την οποία ονομάζουμε«επιμέρους παραγωγικότητα της εργασίας», για να την διακρίνουμε από τηνπαραγωγικότητα της εργασίας, η οποία διατέθηκε για την παραγωγή τουσυνθέτου εμπορεύματος μιας παραγωγικής διαδικασίας και την οποίαονομάζουμε «ολική παραγωγικότητα της εργασίας») είναι ίση με τοαντίστροφο της αξίας του εν λόγω εμπορεύματος, η παραπάνω προϋπόθεσηείναι ταυτόσημη με την προϋπόθεση, ότι οι επιμέρους παραγωγικότητες τηςεργασίας στην παραγωγή καθενός εμπορεύματος είναι σε όλες τιςδιαδικασίες παραγωγής ίσες και επομένως ίσες με την αντίστοιχη μέσηεπιμέρους παραγωγικότητα της εργασίας, δηλ. με την προϋπόθεση, ότιισχύει:
γωγή ενός προϊόντος εργασίας, ναείναι ίση με το μηδέν. Αυτό φυσικά είναι αντιφατικό, διότι σημαίνει,ότι ένα προϊόν εργασίας είναι δυνατόν να μην δημιουργήθηκε από εργασία,δηλ., να μην είναι προϊόν εργασίας.
Το γεγονός, ότι οι επιμέρουςπαραγωγικότητες της εργασίας σε μια διαδικασία παραγωγής είναιάγνωστες, είναι συνέπεια του γεγονότος, ότι είναι άγνωστη η κατανομήτης ποσότητας εργασίας, που εισέρχεται συνολικά σε μια διαδικασίαπαραγωγής, στις επιμέρους ποσότητες εργασίας, που εισέρχονται στηνπαραγωγή των απλών εμπορευμάτων, από τα οποία αποτελείται το σύνθετοπροϊόν της εν λόγω διαδικασίας παραγωγής. Διότι, αν ήταν γνωστή, τότεδεν θα ήταν δεδομένη μια διαδικασία παραγωγής σύνθετων, αλλά έναςαριθμός διαδικασιών παραγωγής απλών εμπορευμάτων.
Η λύση λοιπόν,που προέκυψε μετά την εισαγωγή των αξιωμάτων (3α) και (4α) στο σύστημαεξισώσεων, είναι μια από τις άπειρες δυνατές λύσεις του συστήματος, ηοποία ανάχθηκε αυθαίρετα σε μοναδική λύση επειδή τέθηκε y = z = 1. Στηνπερίπτωση, που συζητήσαμε εδώ, υπάρχουν λοιπόν άπειρες λύσεις. Όμωςκάθε μια απ' αυτές δίνει, λόγω της θετικότητας των y και z, μόνονθετικές "τιμές" για τις αξίες των εμπορευμάτων. Επομένως υπάρχουνθετικές - και μόνον θετικές - αξίες, οι οποίες όμως δεν είναι δυνατόννα προσδιοριστούν μονοσήμαντα.
Οι συνθήκες (3α) και (4α) όμως,με την βοήθεια των οποίων παίρνει κανείς μονοσήμαντα προσδιορισμένεςαξίες, δεν είναι μόνον αυθαίρετες. Τις περισσότερες φορές είναι επίσηςμεταξύ τους ασυμβίβαστες και αντιφατικές. Διότι υπάρχουν περιπτώσεις,στις οποίες, όταν ισχύει η (3α), δεν είναι δυνατόν να ισχύει η (4α),και αντιστρόφως: όταν ισχύει η (4α), δεν είναι δυνατόν να ισχύει η (3α).
Στη συνέχεια θα δείξουμε σε ποιες περιπτώσεις μπορούν να ισχύουν και η (3α) και η (4α).
Εξετάζοντας το σύστημα παραγωγής, που παρουσιάσαμε, διαπιστώνει κανείς,ότι δεν είναι δυνατό, να διευκρινιστεί ποια διαδικασία παραγωγής είναιπαραγωγικότερη της άλλης. Οι ολικές παραγωγικότητες της εργασίας στιςδυο διαδικασίες παραγωγής είναι μη συγκρίσιμα μεγέθη. Και δεν μπορούννα συγκριθούν μεταξύ τους όχι μόνον απόλυτα, αλλά ούτε και τακτικά. Ηολική παραγωγικότητα της εργασίας είναι στην διαδικασία παραγωγής Ι ίσημε «1 μονάδα του εμπορεύματος 1 και 4 μονάδες του εμπορεύματος 2 ανάμονάδα εργασίας», στη διαδικασία παραγωγής II ίση με «3 μονάδες τουεμπορεύματος 1 και 2 μονάδες του εμπορεύματος 2 ανά μονάδα εργασίας».Μια μονάδα εργασίας παράγει στην διαδικασία παραγωγής Ι περισσότερεςμονάδες του εμπορεύματος 2, αλλά λιγότερες μονάδες του εμπορεύματος 1από αυτές που παράγει στην διαδικασία παραγωγής II. Οι ολικέςπαραγωγικότητες εργασίας στις δυο διαδικασίες παραγωγής δεν είναι ούτείσες ούτε άνισες.
Αυτό έχει σοβαρές συνέπειες για τις επιμέρουςπαραγωγικότητες της εργασίας στις δυο διαδικασίες παραγωγής. Από τις(Ια) και (2α) έπεται για τις επιμέρους παραγωγικότητες της εργασίαςστην παραγωγή του εμπορεύματος 1 στις διαδικασίες παραγωγής Ι και IIαντιστοίχως:
Από τις (9) και (10) φαίνεται, ότιμεταξύ των επιμέρους παραγωγικοτήτων καθεμιάς παραγωγικής διαδικασίαςυφίσταται μια αντίστροφη σχέση: όταν η μια αυξάνεται, η άλλη μειώνεται.Επίσης φαίνεται, ότι, όταν η μια είναι ίση με την ελάχιστη τιμή της, ηάλλη είναι ίση με το άπειρο, δηλ. ίση με τη μέγιστη τιμή της. Προφανώςη μέγιστη τιμή μιας επιμέρους παραγωγικότητας είναι ένα καθαράυποθετικό μέγεθος. Διότι μια επιμέρους παραγωγικότητα θα είναι τότεμόνον ίση μ' αυτό το μέγεθος, εάν η ποσότητα της εργασίας, πουαπαιτείται για την παραγωγή της εν λόγω ποσότητας του εμπορεύματος,ήταν ίση με το μηδέν. Το ότι αυτό το τελευταίο είναι αντιφατικό, τοτονίσαμε ήδη. Κατά συνέπεια είναι και η ελάχιστη τιμή μιας ορισμένηςεπιμέρους παραγωγικότητας ένα καθαρά υποθετικό μέγεθος, διότι η μια απότις δυο επιμέρους παραγωγικότητες μιας διαδικασίας παραγωγής είναι τότεμόνον ίση με την ελάχιστη της τιμή, όταν η δεύτερη επιμέρουςπαραγωγικότητα της ίδιας διαδικασίας παραγωγής είναι ίση με το άπειρο.
Από το σχήμα 1 φαίνεται, ότι οι ελάχιστες τιμές των 1 1,,, 1 1,2, 1 ΐ2ΐ και 1 122 είναιαντιστοίχως 1,3,4 και 2. Ενώ λοιπόν η ελαχίστη τιμή της επιμέρουςπαραγωγικότητας της εργασίας στην παραγωγή του εμπορεύματος 1 στηνδιαδικασία παραγωγής Ι είναι μικρότερη από την ελάχιστη τιμή της ίδιαςπαραγωγικότητας στην διαδικασία παραγωγής II, η ελάχιστη τιμή τηςεπιμέρους παραγωγικότητας της εργασίας στην παραγωγή του εμπορεύματος 2στην διαδικασία παραγωγής Ι είναι μεγαλύτερη από την ελάχιστη τιμή τηςίδιας παραγωγικότητας στην διαδικασία παραγωγής II. Αυτό προφανώςσημαίνει, πως οι ολικές παραγωγικότητες των δύο διαδικασιών παραγωγήςδεν είναι ούτε τακτικά συγκρίσιμες μεταξύ τους.???
Από τογεγονός, ότι, πρώτον, μεταξύ των επιμέρους παραγωγικοτήτων κάθε μιαςδιαδικασίας παραγωγής υπάρχει μια αντίστροφη σχέση, και ότι, δεύτερον,οι ολικές παραγωγικότητες των δύο διαδικασιών παραγωγής δεν μπορούνούτε τακτικά να συγκριθούν μεταξύ τους, συνάγονται τα εξής: Όταν I I,,= 1 1]2, όταν δηλ. ισχύει η (3α), τότε στην περίπτωση, που 1 1,, = 1 1]2 = - (t», το 1 12, και το 1 122 είναι αντιστοίχως ίσα με τις ελάχιστες τιμές
τας να ισχύουν και η (3α) και η (4α), μετατρέπει την παραπάνω αντίφαση σε μια νέα: στην εμφάνιση αρνητικών αξιών.
Οι αρνητικές αξίες του Steedman είναι λοιπόν συνέπεια του γεγονότος,ότι ο Steedman στην προσπάθεια του να προσδιορίσει τις αξίεςμονοσήμαντα απαιτεί, σε συστήματα με τακτικά συγκρίσιμες ολικέςπαραγωγικότητες εργασίας να ισχύει και η (3α) και η (4α).
2. Οι αξίες σε συστήματα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων με συγκρίσιμες ολικές παραγωγικότητες
Είναιπροφανές, ότι στο σύστημα αυτό η ολική παραγωγικότητα της εργασίας στηνδιαδικασία παραγωγής II είναι μεγαλύτερη από την ολική παραγωγικότητατης εργασίας στη διαδικασία παραγωγής Ι. Αυτό φαίνεται από το γεγονός,ότι και η ελάχιστη τιμή της επιμέρους παραγωγικότητας της εργασίας στηνπαραγωγή εμπορεύματος 1 και η ελάχιστη τιμή της επιμέρουςπαραγωγικότητας της εργασίας στην παραγωγή του εμπορεύματος 2 είναι στηδιαδικασία παραγωγής II μεγαλύτερες από τις ελάχιστες τιμές τωναντιστοίχων επιμέρους παραγωγικοτήτων της εργασίας στην διαδικασίαπαραγωγής Ι.
Αυτό πάλι σημαίνει, πρώτον, ότι, εάν ισχύει:
κι επομένως πληρούται η (4α), τότε ισχύει \l \u >l ln κι επομένως δεν πληρούται και η (3α).???
Αν λοιπόν η (3α) πληρούται, τότε η (4α) δεν πληρούται, και αντιστρόφως:αν πληρούται η (4α), τότε δεν πληρούται η (3α) (δες σχήμα 2), αυτόείναι
συνέπεια του γεγονότος, ότι η ολική παραγωγικότητατης εργασίας στην διαδικασία παραγωγής II είναι μεγαλύτερη από τηνολική παραγωγικότητα της εργασίας στην διαδικασία παραγωγής Ι ή -πράγμα που είναι το ίδιο - ότι η ελάχιστη τιμή κάθε μιας των δύοεπιμέρους παραγωγικοτήτων της εργασίας είναι στην διαδικασία παραγωγήςII μεγαλύτερη από την ελάχιστη τιμή της αντίστοιχης επιμέρουςπαραγωγικότητας της εργασίας στην διαδικασία παραγωγής Ι.
Το σύστημα εξισώσεων για τον προσδιορισμό των αξιών, το οποίο αντιστοιχεί στο δεδομένο σύστημα παραγωγής, είναι9:
Τοσύστημα αποτελείται από 4 εξισώσεις με 6 αγνώστους. Συνεπώς οι αξίες -και οι σχετικές - δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν μονοσήμαντα. Οιαξίες είναι όμως, λόγω του θετικού και του πεπερασμένου των y και z,πεπερασμένα μεγέθη. Μόνον που δεν είναι μονοσήμαντα προσδιορισμένες.
Ο Steedman (δες Steedman 1975) προσδιορίζει τις αξίες με το ακόλουθο σύστημα εξισώσεων:
Η (16) ή η (1βα) είναι δυνατόν να ισχύει, αν παραβλέψουμε την τετριμένη περίπτωση όπου 1] = 12 = Ο, προφανώς μόνον, εάν ίσχυε είτε 1, > Ο και 12 < Ο
Ανληφθεί υπ' όψη, πως η (1βα) βασίζεται στην υπόθεση, ότι ισχύει και η(3α) και η (4α), τότε γίνεται κατανοητό, ότι η (1βα) και συνεπώς και οιλύσεις (17) και (18), που πήραμε με τη βοήθεια της, δεν είναι τίποτεάλλο παρά όροι, υπό τους οποίους οι προϋποθέσεις (3α) και (4α), οιοποίες αντιφάσκουν μεταξύ των αλλά και στις τεχνικές συνθήκες παραγωγήςτου δεδομένου συστήματος παραγωγής όπως αυτές εκφράζονται από τις (11)και (12), θα επληρούντο, που σημαίνει: δεν θα ήσαν αντιφατικές.
Οι λύσεις (17) και (18), οι οποίες φαινομενικά αποδεικνύουν την ύπαρξηαρνητικών αξιών, είναι στην πραγματικότητα ο όρος, υπό τον οποίο δυοαντιφατικές προϋποθέσεις, οι (3α) και (4α), θα επληρούντο, δηλ. δεν θαήσαν αντιφατικές. Οι (17) και η (18) είναι επομένως το αποτέλεσμα τηςαναδιατύπωσης μιας αξιωματικά διατυπωμένης αντίφασης στον - αντίθετοσε κάθε λογική όρο, υπό τον οποίο αυτή η αντίφαση δεν θα ήταν αντίφαση.
Οι (17) και (18) δηλούν λοιπόν το εξής: Μόνον εάν υπήρχαν αρνητικέςεπιμέρους παραγωγικότητες εργασίας (κι επομένως αρνητικές ποσότητεςχρήσιμης εργασίας, καθώς και αρνητικές αξίες), θα ήταν δυνατόν στηνπερίπτωση, που οι ολικές παραγωγικότητες της εργασίας των δεδομένωνδιαδικασιών παραγωγής είναι τακτικά συγκρίσιμες μεταξύ τους, οιεπιμέρους παραγωγικότητες της εργασίας στην παραγωγή ενός και του αυτούεμπορεύματος (κι επομένως και οι ατομικές αξίες ενός και του αυτούεμπορεύματος) να είναι ίσες σε όλες τις διαδικασίες παραγωγής, θα ήτανδηλ. δυνατόν να ισχύουν και η (3α) και η (4α)10.
Οι(17) και (18) θα αποδείκνυαν τότε και μόνον την δυνατότητα ύπαρξηςαρνητικών αξιών, εάν η ισχύς των (3α) και (4α) απόρρεε αναγκαστικά απότη θεωρία της αξίας. Οι (3α) και (4α) δεν απορρέουν από τίποτα, αλλάείναι δύο αντιφατικά αξιώματα που εισάγει αυθαίρετα στην θεωρία τηςαξίας ο Steedman". Συνεπώς η απόδειξη του Steedman της δυνατότηταςύπαρξης αρνητικών αξιών συνίσταται σ' ένα quid pro quo. Ο Steedmanεκλαμβάνει τους παράλογους όρους, υπό τους οποίους, οι δικές τουαντιφατικές προϋποθέσεις δεν θα ήσαν αντιφατικές, ως συνέπειες τηςθεωρίας της αξίας.
Αν προϋποθέσει κανείς τις (7) και (8) (αντί των (3α) και (4α) τότε μπορεί να
δείξει(κατά τον τρόπο που το δείξαμε εμείς για το πρώτο σύστημα παραγωγής),ότι υπάρχουν μόνον θετικές αξίες, οι οποίες όμως δεν είναι μονοσήμανταπροσδιορισμένες. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει, ότι σε συστήματα παραγωγήςσυνθέτων προϊόντων δεν υπάρχουν αξίες. Σημαίνει μόνον, ότι οι αξίες στασυστήματα αυτά δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν μονοσήμαντα, επειδήοι προς τούτο απαραίτητες πληροφορίες για τις μεμονωμένες διαδικασίεςπαραγωγής είναι ελλιπείς.
Ποιες πληροφορίες λείπουν φαίνεται απότις υποθέσεις που συνήθως γίνονται - αν και όχι ρητά - για ναπαρακαμφθεί η έλλειψη αυτών των πληροφοριών, δηλ. από τις υποθέσεις(3α) και (4α): είναι πληροφορίες που αφορούν την κατανομή της ποσότηταςτης ζωντανής και νεκρής εργασίας, που εισέρχεται στην κάθε διαδικασίαπαραγωγής, στις ποσότητες εργασίας τις αναγκαίες για την παραγωγή τωναπλών εμπορευμάτων, από τα οποία αποτελείται το σύνθετο προϊόν της κάθεδιαδικασίας παραγωγής δηλ. πληροφορίες, που αφορούν τις ποσοτικέςαναλογίες μεταξύ των επιμέρους παραγωγικοτήτων εργασίας στην παραγωγήτων διαφόρων απλών εμπορευμάτων σε κάθε διαδικασία παραγωγής καισυνεπώς τις ποσοτικές αναλογίες μεταξύ των επιμέρους παραγωγικοτήτωνεργασίας στην παραγωγή ενός και του αυτού απλού εμπορεύματος στιςδιάφορες διαδικασίες παραγωγής του συστήματος.
Εάν η κατανομήτης ποσότητας ζωντανής και νεκρής εργασίας που απαιτεί η παραγωγήκαθενός συνθέτου εμπορεύματος στις ποσότητες ζωντανής και νεκρήςεργασίας που απαιτεί η παραγωγή της ποσότητας καθενός από τα απλάεμπορεύματα, από τα οποία αποτελείται το σύνθετο αυτό εμπόρευμα, ήτανγνωστή, τότε (α), επειδή οι ποσότητες αυτές εργασίας είναι ίσες με τιςαξίες των εμπορευμάτων, οι αξίες των εμπορευμάτων θα ήσαν μονοσήμανταπροσδιορισμένες και (β) κάθε διαδικασία παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτωνθα διεσπάτο σε τόσες διαδικασίες παραγωγής απλών εμπορευμάτων, όσαείναι και τα απλά εμπορεύματα, από τα οποία αποτελείται το σύνθετοεμπόρευμα που παράγει αυτή η διαδικασία, έτσι που, τελικά, δεν θαείχαμε παραγωγή συνθέτων, αλλά παραγωγή απλών εμπορευμάτων.
Έτσιλοιπόν ένα από τα δυο είναι δυνατόν να συμβαίνει κάθε φορά: Είτε έχουμεπράγματι παραγωγή συνθέτων εμπορευμάτων, οπότε οι αξίες τωνεμπορευμάτων δεν είναι μονοσήμαντα περιορισμένες, είτε οι αξίες τωνεμπορευμάτων είναι μονοσήμαντα προσδιορισμένες, οπότε δεν έχουμε, όπωςεκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι έχουμε, παραγωγή συνθέτων εμπορευμάτων,αλλά στην πραγματικότητα παραγωγή απλών εμπορευμάτων. Απ' αυτό έπεταιπροφανώς, ότι σε συστήματα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων οι αξίες δενείναι μονοσήμαντα προσδιορισμένες, διότι, αν ήσαν, τότε τα συστήματααυτά θα ήσαν στην πραγματικότητα συστήματα παραγωγής όχι συνθέτων, αλλάαπλών εμπορευμάτων.
3. Συμπεράσματα
Ας συνοψίσουμε τ' αποτελέσματα μας.
Ιο. Δεν υπάρχουν αρνητικές αξίες.
2ο. Οι αρνητικές «αξίες» του Steedman είναι αποτέλεσμα μιας αφελούς και αβασάνιστης εφαρμογής των μαθηματικών.
3ο. Σε συστήματα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων - ακόμη και σε«τετράγωνα» - οι (απόλυτες και σχετικές) ατομικές αξίες και συνεπώς καιοι (απόλυτες και σχετικές) μέσες αξίες των εμπορευμάτων δεν είναιμονοσήμαντα προσδιορισμένες. Το γεγονός, ότι σ' αυτά τα συστήματα οιαξίες δεν είναι μονοσήμαντα προσδιορισμένες, δεν σημαίνει, ότι σ' αυτάτα συστήματα δεν μπορεί να γίνει λόγος για αξίες. Σημαίνει μόνον, ότισ' αυτά τα συστήματα οι αξίες, λόγω ελλείπων πληροφοριών για τιςδιαδικασίες παραγωγής, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν μονοσήμαντα.Όπως δείξαμε, αυτές οι μη μονοσήμαντα προσδιορισμένες αξίες είναι πάνταθετικές.
Κατά συνέπειαν εκπίπτουν κι όλα τα συμπεράσματα, πουεξάγει ο Steedman από την δυνατότητα ύπαρξης αρνητικής υπεραξίας,αρνητικής εργασιακής δύναμης, αρνητικού ποσοστού υπεραξίας, αρνητικούσταθερού κεφαλαίου και αρνητικού ποσοστού κέρδους. Διότι, αφού δενυπάρχουν αρνητικές αξίες, η δυνατότητα αυτή δεν υπάρχει.
Προφανώς, το μη μονοσήμαντον των αξιών των εμπορευμάτων και συνεπώςμεγεθών και λόγων όπως η υπεραξία, το ποσοστό υπεραξίας κ.τ.λ., δενθίγει την κατηγορία της αξίας ούτε τις κατηγορίες της υπεραξίας και τουποσοστού υπεραξίας. Διότι το γεγονός, ότι κάτι, που νοείται και ωςποσότητα, δεν μπορεί - για οποιουσδήποτε λόγους - να προσδιοριστεί ωςποσότητα μονοσήμαντα, δεν σημαίνει κατά κανένα τρόπο, ότι, επειδήακριβώς δεν μπορεί να προσδιοριστεί μονοσήμαντα, δεν υπάρχει.
III. Προσπάθειες, να προσδιορισθούν μονοσήμαντα οι αξίες
σε συστήματα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων
Γεγονός είναι όμως ότι, επειδή οι αξίες σε συστήματα παραγωγής συνθέτωνεμπορευμάτων δεν είναι μονοσήμαντα προσδιορισμένες, στα συστήματα αυτά(τα οποία βέβαια ανταποκρίνονται περισσότερο στην πραγματικότητα απ'ό,τι τα συστήματα παραγωγής απλών εμπορευμάτων) δεν υφίσταται μεταξύτων αξιακών και των αντιστοίχων τιμιακών μεγεθών, όπως π.χ. μεταξύ τηςαξίας και της τιμής ενός εμπορεύματος, μεταξύ της υπεραξίας και τουκέρδους, μεταξύ τους ποσοστού υπεραξίας και του λόγου κερδών προςμισθούς, μεταξύ του σε αξίες και του σε τιμές υπολογισμένου ποσοστούκέρδους, μια προσδιορισμένη και αμφιμονοσήμαντη σχέση όπως στασυστήματα παραγωγής απλών εμπορευμάτων. Αυτό όμως δεν σημαίνει, ότι οιτιμές και τα τιμιακά μεγέθη δεν είναι πλέον μορφές ύπαρξης των αξιώνκαι των αξιακών μεγεθών (Δες Stamatis 1979, σελ. 62 κ.ε., και Σταμάτης1982).
Ο μη μονοσήμαντος προσδιορισμός των αξιών και των αξιακώνμεγεθών και η αδυναμία προσδιορισμού μιας αμφιμονοσήμαντης ποσοτικήςσχέσης μεταξύ αξιών και αξιακών μεγεθών αφ' ενός και αντιστοίχων τιμώνκαι τιμιακών μεγεθών αφ' ετέρου ανησυχεί εκείνους τους μαρξιστές και«καλοπροαίρετους» ερμηνευτές της μαρξικής θεωρίας της αξίας, οι οποίοιείτε την εννοούν θετικιστικά σαν μια θεωρία, που απλώς και μόνονπροσδιορίζει ποσοτικά τις τιμές δια των αξιών είτε, κατά ρικαρδιανικότρόπο θεωρούν τις αξίες και τα αξιακά μεγέθη συν τοις άλλοιςπραγματικές και έγκυρες μορφές ύπαρξης του ίδιου του περιεχόμενου τους(όπως π.χ. τον λόγο υπεραξίας πραγματικό δείκτη του βαθμούεκμετάλλευσης).
Προσπάθησαν λοιπόν να βρουν τρόπους ν' αποδείξουν, ότι σε συστήματα
παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων οι αξίες είναι θετικές, ή, τουλάχιστον, μη αρνητικές, και μονοσήμαντα προσδιορισμένες.
Για ν' αποδείξουν όμως ό,τι επιθυμούσαν ν' αποδείξουν, δηλ. κάτι μηορθό και συνεπώς αναπόδεικτο, αναγκάστηκαν είτε, όπως ο Morishima και οFlaschel (Morishima 1973, σελ. 134136, Morishima 1976, σελ. 600 κ.ε.,και Flashel 1977), να ορίσουν ως αξίες οικονομικά μεγέθη που δεν έχουνκαμιά σχέση με τις μαρξικές αξίες είτε, όπως ο Ochoa (Ochoa 1980), ναπροϋποθέσουν έμμεσα το προς απόδειξιν.
Έτσι ο Morishima ορίζειτις αξίες (που τις ονομάζει «άριστες αξίες») ως ένα είδος «σκιωδώντιμών», ως τις «σκιώδεις τιμές» που προκύπτουν από την υπό όρουςμεγιστοποίηση της «αρίστης αξίας» του καθαρού προϊόντος του συστήματος.Οι όροι αυτής της μεγιστοποίησης είναι δύο: (α) η «άριστη αξία» τουακαθάριστου προϊόντος του συστήματος να είναι μικρότερη ή ίση με τοάθροισμα της «αρίστης αξίας» των φθαρέντων μέσων παραγωγής και τηςζωντανής εργασίας και (β) οι «άριστες αξίες» των εμπορευμάτων να είναιμεγαλύτερες ή ίσες του μηδενός.
Το διασκεδαστικό της όληςπροσπάθειας του Morishima δεν είναι, ότι αυτές οι «άριστες αξίες» δενέχουν καμιά σχέση με τις μαρξιστικές αξίες, για τις οποίες βέβαια θέλειν' αποδείξει ότι είναι μη αρνητικές και μονοσήμαντα προσδιορισμένες(δες Stamatis 1979c, σελ. 4952), αλλά ότι με τον δεύτερο όρο τηςμεγιστοποίησης της «άριστης αξίας» του καθαρού προϊόντος, από την οποίαπαίρνει τις μη αρνητικές και μονοσήμαντα προσδιορισμένες αξίες,προϋποθέτει απλώς το προς απόδειξιν.
Κάπως έτσι έχει το πράγμακαι με την προσπάθεια του Flaschel. Και ο Flaschel προϋποθέτει, καίτοιόχι τόσο άμεσα όσο ο Morischima, το προς απόδειξιν, προϋποθέτονταςέμμεσα, ότι οι αξίες είναι ανάλογες των τιμών παραγωγής. Έτσι, επειδήοι τιμές είναι μονοσήμαντα προσδιορισμένες, είναι και οι «αξίες» τουFlaschel μονοσήμαντα προσδιορισμένες. Μόνον που, πρώτον, οι «αξίες»αυτές δεν είναι οι μαρξικές αξίες (οι οποίες δεν είναι ανάλογες τωντιμών παραγωγής, όπως αυτές του Flaschel) αλλά στην πραγματικότητα οιτιμές παραγωγής και, δεύτερον, δεν είναι θετικές ή, μάλλον, είναι τότεμόνον θετικές, όταν οι τιμές παραγωγής είναι θετικές. Σε συστήματαπαραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων όμως οι τιμές αυτές είναι πολύ συχνάαρνητικές. (Δες Sraffa 1960, §69). Συνεπώς και οι «αξίες» του Flaschelείναι, αντίθετα με ό,τι νομίζει ο ίδιος ο Flaschel, όχι αναγκαστικάθετικές, αλλά μπορούν να είναι και αρνητικές (Δες Stamatis 1979c, σελ.5361 καθώς και την συζήτηση μεταξύ Flaschel 1981 και Stamatis 1981).
Τέλος, και ο Ochoa προϋποθέτει έμμεσα το προς απόδειξιν, δηλ. ότι οι(θετικές) αξίες είναι μονοσήμαντα προσδιορισμένες. (Δες Stamatis 1981aκαθώς και την συζήτηση μεταξύ Funke Stamatis 198182 και Ochoa 198182).
IV. Η νεορικαρδιανή ερμηνεία το «κέρδους.
Όπως αναφέραμε ήδη, κατά τον Steedman αίτια του κέρδους είναι η ύπαρξηυπερπροϊόντος. Η ερμηνεία αυτή του κέρδους είναι τυπικάνεορικαρδιανική. Οι νεορικαρδιανοΐ οικονομολόγοι δεν θεωρούν λοιπόναιτία του κέρδους, όπως ο Μαρξ και οι Κλασσικοί, την υπερεργασία, ούτε,όπως οι Νεοκλασσικοί, την παραγωγικότητα του κεφαλαίου, αλλά την ύπαρξηυπερπροϊόντος.
Η ύπαρξη υπερπροϊόντος δεν είναι όμως η αιτία,αλλά παραγωγικοτεχνική προϋπόθεση του κέρδους. Σημαίνει απλώς καιμόνον, ότι η μέση παραγωγικότητα της εργασίας είναι μεγαλύτερη από τοπραγματικό ωρομίσθιο. Το υπερπροϊόν είναι μια παραγωγικοτεχνική, τοκέρδος μια οικονομική, δηλ. κοινωνική, κατηγορία.
Δεν παίρνεικάθε υπερπροϊόν την μορφή του κέρδους. Διότι, αν κάθε υπερπροϊόνέπαιρνε την μορφή του κέρδους, τότε δεν θα υπήρχε καμιά διαφορά μεταξύτων εισοδημάτων του δουλοκτήτη, του φεουδαρχικού γαιοκτήμοντα και τουκαπιταλιστή.
Δεν επιθυμούμε να αναλύσουμε εδώ την κατηγορία τουκέρδους. Εξ άλλου δεν είναι απαραίτητο να αναλύσουμε την κατηγορία τουκέρδους για να μπορέσουμε να δείξουμε, ότι η ερμηνεία του κέρδους πουδίνει ο Steedman είναι αβάσιμη. Διότι, ακόμη κι αν δεν υπήρχε καμιάδιαφορά μεταξύ των εισοδημάτων του δουλοκτήτη, του φεουδαρχικούγαιοκτήμονα και του καπιταλιστή, δεν θα ήταν δυνατόν το κέρδος ναερμηνευθεί στα πλαίσια της νεορικαρδιανής θεωρίας με το υπερπροϊόν. Κιαυτό, διότι σύμφωνα με την ίδια την νεορικαρδιανή θεωρία σε συστήματαπαραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων εμφανίζονται - πού συχνότερα απ' ό,τικατά τον Steedman εμφανίζονται αρνητικές αξίες - αρνητικές τιμέςεμπορευμάτων (Δες Sraffa 1960, §69).
Αν έτσι έχει το πράγμα,τότε δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθούν περιπτώσεις, στις οποίες, καίτοιτο υπερπροϊόν είναι θετικό, η ονομαστική αξία του υπολογισμένη σετιμές, δηλ. το κέδρος, είναι, λόγω ακριβώς των αρνητικών τιμών,αρνητικό (Δες Stamatis 1984, σελ. 404 κ.ε.). Αν όμως υπάρχουνπεριπτώσεις, στις οποίες, ενώ το υπερπροϊόν είναι θετικό, το κέρδοςείναι αρνητικό, τότε προφανώς δεν είναι δυνατόν το υπερπροϊόν ναθεωρηθεί η αιτία του κέρδους - και μάλιστα για τους ίδιους λόγους, γιατους οποίους, εάν υπήρχαν αρνητικές αξίες και συνεπώς και αρνητικήυπεραξία, δεν θα ήταν δυνατόν το κέρδος να ερμηνευθεί ως μορφή τηςυπεραξίας.
Απομένει ένα ακόμη σημείο που θάξιζε ναδιευκρινισθεί. Είναι γνωστό, ότι στα πλαίσια της νεορικαρδιανής θεωρίαςαρνητικές τιμές εμπορευμάτων εμφανίζονται όχι μόνον σε συστήματαπαραγωγής συνθέτων, αλλά και σε συστήματα παραγωγής απλών εμπορευμάτων(Δες Scraffa 1960, παράρτημα Β). Επίσης, όπως αναφέραμε ήδη, πρώτος οSraffa κατέδειξε την δυνατότητα ύπαρξης αρνητικών αξιών σε συστήματαπαραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων. Ο Sraffa δεν χρησιμοποιεί μεν τον όρο«αξία ενός εμπορεύματος», αλλά την έκφραση «ποσότητα εργασίας που είναιάμεσα και έμμεσα αναγκαία για την παραγωγή μιας επιπλέον μονάδας ενόςεμπορεύματος». Η ποσότητα αυτή εργασίας είναι όμως ίση με την αξίααυτού του εμπορεύματος κατά Steedman (Δες Stamatis 1982, These 6).Αξιοσημείωτον είναι εδώ το εξής: Ο Sraffa στο σημείο που καταδεικνύειτην δυνατότητα εμφάνισης αυτών των αρνητικών αξιών, πραγματεύεται τηνδυνατότητα εμφάνισης αρνητικών τιμών και αναπτύσσει σ' αυτό το πλαίσιοτην δυνατότητα εμφάνισης αρνητικών αξιών: οι αρνητικές αξίες είναι ίσεςμε τις τιμές, οι οποίες προκύπτουν, όταν το ονομαστικό ωρομίσθιο είναιίσο με τη μεγίστη «τιμή» του και συνεπώς το ποσοστό κέρδους ίσο μεμηδέν (καίτοι βέβαια ισχύουν για κάθε ύψος του ονομαστικού ωρομισθίουκαι συνεπώς για κάθε ύψος του ποσοστού κέρδους).
Ο Steedman καιοι νεορικαρδιανοί οικονομολόγοι γνωρίζουν λοιπόν από τον Sraffa πρώτον,ότι στα πλαίσια της θεωρίας τους αρνητικές τιμές είναι δυvατόv ναεμφανισθούν και σε συστήματα παραγωγής απλών και σε συστήματα παραγωγήςσυνθέτων εμπορευμάτων, και δεύτερον, ότι σε συστήματα παραγωγήςσυνθέτων εμπορευμάτων η δυνατότητα ύπαρξης αρνητικών αξιών αποτελείειδική περίπτωση της δυνατότητας ύπαρξης αρνητικών τιμών.
Εδώόμως γεννάται το εύλογο ερώτημα: Πώς ο Steedman, ο οποίος διέκρινε καιανέπτυξε τις συνέπειες της ειδικής περίπτωσης της δυνατότητας ύπαρξηςαρνητικών αξιών σε συστήματα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων για τηνμαρξική θεωρία της αξίας και της υπεραξίας και οι νεορικαρδιανοίοικονομολόγοι, οι οποίοι αποδέχθηκαν ως ορθές αυτές τις συνέπειες, δενδιανοήθηκαν καν να διευρευνήσουν τις συνέπειες της γενικής περίπτωσηςτης δυνατότητας ύπαρξης αρνητικών τιμών σε συστήματα παραγωγής συνθέτων(αλλά και σε εκείνα της παραγωγής απλών εμπορευμάτων) για την δική τουςθεωρία των τιμών και της ερμηνείας του κέρδους δια του υπερπροϊόντος;
Η απάντηση αυτού του αφελούς ερωτήματος είναι ίσως ταυτόσημη με την απάντηση του ερωτήματος για το επιστημονικό τους ήθος.
Βιβλιογραφία
• Flaschel, P., (1977) Zur technologischen Sicht weise desquantitativen Wertproblems inGleichgewischtmodelleneineAlternative,mehrwert, Heft 13, Berlin, σελ. 11139.
• Flaschel, P., (1981)Zur Reduktion einer partiell preisorientierten Arbeitswertdefinitionauf «Technologie» und...? Hefte fur Politische Okonomie, Heft 3,Gottingen, σελ. 7787
• Funke, M. Stamatis, G., (198182) Towardsan Unequivocal Definition of Labor Values in Joint Production asExamined by Ochoa, Economic Forum, Vol. XII:2, pp. 8591.
•Hangstenberg, J. Fay, M., (1980) Kuppelproduktion und «negative Werte»:Die Vergeblickheit der Steedmanschen Kritik an der Arbeitswerttheorie,Hefte fur Politische Okonomie, Heft l, Gottingen, S. 5579.
• Hodgson, G.M. Steedman, L, (1975) Fixed Capital and Value Analysis, Bulletin of the Conference of Socialist Economists, June
• Morishima, M., (1973) Marx's Economics, A Dual Theory of Value,Cambridge
• Morishima, M., (1974) Marx in the Light of Modern Economic Theory, Econometrica, vol. 42, pp. 611632
• Morishima, M., (1976) Positive Profits With Negative Surplus ValueA Comment, The Economic Journal, vol. 86, pp. 599603
• Ochoa, E.M., (1980) Steedman after Marx: A Marxian Analysis of FixedCapital and Joint Production, Economic Forum, Vol. XI, pp. 4861(γερμανική μετάφραση: Eine marxistische Analyse des fixen Kapitals undder Kuppelproduktion, Hefte fur Politische Okonomie Heft 3 =1981) S.4968
• Ochoa, E.M., (198182) Labor Values and Joint Production: Reply and Further Thoughts, Economic Forum, Vol. XII:2, pp. 93102
• 0rndorf, S., (1979) Om negative "arbeitsverdier": en kommentar, Nordisk Forum, Nr. 21, Kobenhavn, σελ. 114116
• Sraffa, P., (1960), Production of Commodifies by Means ofCommodities, London (Ελληνική μετάφραση παραγωγή εμπορευμάτων μέσωεμπορευμάτων, Θεσσαλονίκη 1985)
• Steedman, I., (1975) Positive Profits With Negative Surplus Value, The Economic Journal, vol. 85, σελ. 114123
• Steedman, I., (1977) Marx after Sraffa, London
• Stamatis, G., (1979a) Om negative "arbeidsverdier", Nordisk Forum, Nr. 21, Kobenhavn, σελ. 92113
• Stamatis, G., (1979b) Replikk, Nordisk Forum, Nr. 21, Kobenhavn, σελ. 116118
• Stamatis, G., (1979c) Kuppeloduktion und negative "Arbeitswerte",στου ίδιου, Beitrage zur Kritik der neoricadrianischen undneoklassischen Theorie, Gottingen, S. 1374
• Stamatis, G.,(1981) Zur eindeutigen Bestimmung der Warenwerte bei Kuppleproduktiondurch Ochoa, Hefte fur Politische Okonomie, Heft 3, Gottingen, σελ. 6975
• Stamatis G., (1981) zur Gleichsetzung des Wertes mit dem Preis, Hefte fur Politische Okonomie, Heft 3, Gottingen, σελ. 89117
• Σταμάτης, Γ., (1982) Το ποσοστό υπεραξίας και ο λόγος κερδών προςμισθούς - με αφορμή ένα άρθρο του θ. Λιανού, Αντιθέσεις, No 8
•Stamatis, G., (1982a) Zur Entmythologisierung SraffasAchtzehn Thesen,ArumentSonderband Nr. 89 (Alternative Wirtschaftspolitik, Nr. 4:Staatsgrenten Berlin. S. 168182
• Stamatis, G., (1983) On Negative Labor Values, Review of Radical Political Economics, Vol. 15:4 pp. 8191
• Σταμάτης, Γ., (1983α), Εισαγωγή στο «Παραγωγή Εμπορευμάτων μέσω Εμπορευμάτων» του P. Sraffa, Αθήνα
• Stamatis, G., (1984) Sraffa und sein Verhaltnis zu Ricardo und Marx, Gottingen
• Vassilakis, S. (1982), On the Positivity of Lobour Values in joint Production, mimeo
Σημειώσεις
* Ανακοίνωση που έγινε στο Συμπόσιο, «Προβλήματα Σοσιαλισμού, θεωρία και Πράξη», Χανιά 2325 Ιουνίου 1985.
* Η εργασία αυτή βασίζεται στις δημοσιευμένες το 1979 εργασίες του γράφοντος που παρατίθενται στην βιβλιογραφία.
1.) Σ' ένα σύστημα παραγωγής απλών (=μη σύνθετων) εμπορευμάτων κάθεδιαδικασία παραγωγής παράγει ένα μόνον (απλό) εμπόρευμα. Συνεπώς, εάν οαριθμός των παραγομένων απλών εμπορευμάτων είναι ίσος με τον αριθμό τωνδιαδικασιών παραγωγής, όχι μόνον κάθε διαδικασία παράγει ένα μόνονεμπόρευμα, αλλά και κάθε εμπόρευμα παράγεται σε μια και μόνονδιαδικασία παραγωγής. Σ' ένα σύστημα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτωνμια τουλάχιστον διαδικασία παραγωγής παράγει ένα σύνθετο εμπόρευμα,δηλ. περισσότερα του ενός απλά εμπορεύματα σε σταθερές ποσοτικέςαναλογίες. Συνεπώς, εάν ο αριθμός των παραγομένων απλών εμπορευμάτωνείναι ίσος με τον αριθμό των διαδικασιών παραγωγής, όχι μόνοτουλάχιστον μια διαδικασία παράγει περισσότερα του ενός απλάεμπορεύματα, αλλά και ένα τουλάχιστον απλό εμπόρευμα παράγεται σεπερισσότερες της μιας διαδικασίες παραγωγής.
2.) Οι αξίες μπορούννα προσδιορισθούν χωρίς τη γνώση του πραγματικού ωρομισθίου με τηβοήθεια των συνθηκών παραγωγής, διότι είναι ανεξάρτητες από τοωρομίσθιο. Αντίθετα η υπεραξία, επειδή εξαρτάται από το ωρομίσθιο,μπορεί να προσδιορισθεί μόνον, όταν είναι και το πραγματικό ωρομίσθιο(ή το ονομαστικό ωρομίσθιο, δηλ. η αξία της εργασιακής δύναμης) γνωστό.
3.) Όταν είναι δεδομένη η ποσότητα της ζωντανής εργασίας, μπορεί κανείςνα προσδιορίσει με την βοήθεια των «φυσικών δεδομένων» τις τιμέςπαραγωγής, το καθαρό προϊόν, το συνολικό πραγματικό μισθό και συνεπώςτο υπερπροϊόν. Το κέρδος προκύπτει κατόπιν ως το «εσωτερικό γινόμενο»του διανύσματος των τιμών παραγωγής και του διανύσματος τουυπερπροϊόντος.
4.) Προφανώς δεν αλλάζει τίποτα, αν λάβει κανείςυπ' όψη του το πάγιο κεφάλαιο κατά τον συνήθη νεορικαρδιανό τρόπο, δηλ.θεωρώντας το κομμάτι του συνθέτου προϊόντος του συστήματος. (ΔεςStamatis 1979c, σελ. 3642).
5.) Τετράγωνο ονομάζεται ένα σύστημα,όταν ο αριθμός των παραγομένων εμπορευμάτων είναι ίσος μ' αυτών τωνδιαδικασιών παραγωγής· παραγωγικό, όταν το καθαρό προϊόν του είναιθετικό, και γραμμικό, όταν η τεχνική παραγωγής δεν μεταβάλλεται με τούψος και τη σύνθεση της εκροής του συστήματος.
8.) Αυτό ισχύει κι όταν οι ολικές παραγωγικότητες εργασίας είναι απόλυτα συγκρίσιμες μεταξύ τους.
9.) Δες υποσημείωση 5.