ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ:

ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ Ή «ΠΑΡΑΣΙΤΙΚΟ»;1

των Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου, Γιάννη Μηλιού και Σπύρου Λαπατσιώρα

μετάφραση Φάνης Εμμανουήλ

1. Εισαγωγή

Ας συνοψίσουμε τι έχουμε συζητήσει μέχρι τώρα στα δύο προηγούμενα κεφάλαια. Πρώτον, η ιδέα του καπιταλιστή ως απόντος και χωρίς ρόλο ιδιοκτήτη, ο οποίος εισπράττει έσοδα με τη μορφή προσόδου, εκμεταλλευόμενος τη σπανιότητα κεφαλαίου, υπάρχει ήδη στο έργο του Ricardo. Δεύτερον, ο χωρισμός των καπιταλιστών-ιδιοκτητών από την παραγωγική διαδικασία ανοίγει το δρόμο σε προσεγγίσεις που τους αντιλαμβάνονται ως εκπροσώπους της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, οι οποίοι επωφελούνται και παράγουν κέρδος μέσω της απόσπασης εισοδημάτων που δημιουργούνται στην «πραγματική» παραγωγή. Κατ’ αυτή την έννοια, οι απόντες [από την παραγωγική διαδικασία σ.τ.μ.] ιδιοκτήτες-καπιταλιστές λειτουργούν σαν παλιομοδίτες τοκογλύφοι που παρακάμπτουν τη συσσώρευση αξιών χρήσης κατά την αναζήτηση κερδών στη σφαίρα της κυκλοφορίας (αρπαγή και κερδοσκοπία). Σε γενικές γραμμές, ένα σημαντικό μέρος της μαρξιστικής βιβλιογραφίας διαβάζει μ’ αυτόν τον τρόπο τον μαρξικό τύπο Χ-Χ΄.

Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η κερδοφορία στον καπιταλισμό μπορεί να προκύψει μέσα από δύο διακριτούς δρόμους: αυτόν της παραγωγής (Χ-Ε-Χ΄, όπου Χ είναι το χρήμα, Ε είναι τα εμπορεύματα και Χ΄= Χ+ΔΧ) και εκείνον της κερδοσκοπίας ή τον παρασιτικό δρόμο (Χ-Χ΄΄, με Χ΄΄ = Χ + ΔΧ). Ο Ricardo, βεβαίως, δεν έφτασε ποτέ σε αυτό το συμπέρασμα και δεν έκανε ποτέ αυτήν την κατηγοριοποίηση. Παρ’ όλ’ αυτά, αυτή η κατηγοριοποίηση μπορεί να θεωρηθεί άμεση συνέπεια της συλλογιστικής του, αν προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τις εξελίξεις της σύγχρονης οικονομίας βασιζόμενοι και επεκτείνοντας αυτή τη συλλογιστική. Από αυτή την άποψη, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι εάν οι απόντες από την παραγωγική διαδικασία ιδιοκτήτες γίνουν κυρίαρχοι στην οργάνωση της καπιταλιστικής ζωής, οι «παραγωγικές» πτυχές της τελευταίας συνθλίβονται, ενώ οι κερδοσκοπικές και αρπακτικές-καταχρηστικές δραστηριότητες καταλαμβάνουν δεσπόζουσα θέση. Σύμφωνα με αυτή τη συλλογιστική, αυτό ισχύει διότι το κυρίαρχο κίνητρο του καπιταλισμού γίνεται η αναζήτηση κερδών στον χρηματοπιστωτικό τομέα, δηλαδή στην ιδιοποίηση κερδών που δημιουργούνται από άλλες μερίδες (παραγωγικού) κεφαλαίου, ή ακόμη και στην ιδιοποίηση του εισοδήματος των (παραγωγικών) εργαζομένων. Έτσι η κυκλοφορία γίνεται το κύριο μέσο απόσπασης κέρδους, το οποίο παράγεται σε προηγούμενο στάδιο στην παραγωγή. Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να προκαλέσει στασιμότητα και αστάθεια της διαδικασίας παραγωγής αξιών χρήσης.

Ειδικά στον παραδοσιακό (ρικαρδιανό) μαρξισμό, όλες οι εργασιακές διαδικασίες στην χρηματοπιστωτική σφαίρα και στη σφαίρα της κυκλοφορίας θεωρούνται μη παραγωγικές, πράγμα που σημαίνει ότι τα κέρδη που ιδιοποιούνται τα ατομικά κεφάλαια στους τομείς αυτούς θεωρούνται απλώς μεταβιβάσεις εισοδήματος από τις παραγωγικές (βιομηχανικές) καπιταλιστικές δραστηριότητες.2 Παρ’ όλα αυτά, η βιομηχανική παραγωγή έχει πάψει να είναι η καρδιά του σύγχρονου καπιταλιστικού κόσμου. Ένα σημαντικό μέρος της πρόσφατης βιβλιογραφίας χρησιμοποιεί το συμπέρασμα αυτό ως σημείο εκκίνησης για την περαιτέρω ανάλυση του σύγχρονου καπιταλισμού ως υπερβολικά αρπακτικού και δυσλειτουργικού.

Σ’ αυτό το κεφάλαιο θα αμφισβητήσουμε αυτή την επιχειρηματολογία με δύο τρόπους. Οι επενδύσεις κεφαλαίου σε χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις σίγουρα δεν είναι «μη παραγωγικές». Ταυτόχρονα, είναι εξίσου λανθασμένη η παραδοχή ότι η λογική του λεγόμενου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου είναι ανεξάρτητη απ’ αυτήν του βιομηχανικού κεφαλαίου, ή αντιθετική με αυτήν, ή ότι κυριαρχεί έναντι της λογικής του βιομηχανικού κεφαλαίου. Με άλλα λόγια, θα υπερασπιστούμε τη θέση ότι η ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής σφαίρας δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσλειτουργική και κατασταλτική για τις παραγωγικές δυνατότητες της καπιταλιστικής οικονομίας. Αυτό το κεφάλαιο αποτελεί εισαγωγή για μια εναλλακτική ανάγνωση του Μαρξ σχετικά με το ρόλο της χρηματοπιστωτικής σφαίρας. Η ανάγνωση αυτή αναπτύσσεται περαιτέρω στο υπόλοιπο βιβλίο.

2. Η χρηματική θεωρία του Μαρξ στο Κεφάλαιο:

Tι είναι η καπιταλιστική παραγωγή και ποιος είναι παραγωγικός καπιταλιστής;

Συνοψίζοντας όσα έχουμε αναπτύξει στο κεφάλαιο 2, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ένας περιεκτικός εισαγωγικός ορισμός του καπιταλισμού και της καπιταλιστικής παραγωγής είναι ο εξής: μια ιστορικά καθορισμένη κοινωνική σχέση που εκφράζεται στη μορφή του χρήματος ως αυτοσκοπού, που σημαίνει του χρήματος που δημιουργεί περισσότερο χρήμα, σύμφωνα με τον τύπο Χ-Ε-Χ΄ (όπου Χ χρήμα και Ε εμπόρευμα – σημειώνουμε εδώ ότι κατά την άποψή μας αυτός ο τύπος περιγράφει το κύκλωμα κάθε ατομικού κεφαλαίου, ανεξάρτητα από τον κλάδο που ανήκει αυτό το κεφάλαιο). Ο Μαρξ έχει δείξει ότι αυτός ο τύπος της κυκλοφορίας του χρήματος είναι στην πραγματικότητα η έκφραση των καπιταλιστικών οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων και ότι ενσωματώνει και τη διαδικασία της άμεσης εμπορευματικής παραγωγής, η οποία τώρα γίνεται παραγωγή-για-την-ανταλλαγή και παραγωγή-για-κέρδος. Στο πλαίσιο των καπιταλιστικών οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων η κίνηση του χρήματος ως κεφαλαίου προσδένει την παραγωγική διαδικασία στη διαδικασία κυκλοφορίας: η εμπορευματική παραγωγή γίνεται μια φάση ή στιγμή (και πράγματι, για τη συνολική διαδικασία αξιοποίησης, η αποφασιστική στιγμή) του κυκλώματος του κοινωνικού κεφαλαίου:

Χ--Ε ( = Mπ+Εδ) [ΠΕ΄]--Χ΄

Ο καπιταλιστής εμφανίζεται στην αγορά ως ιδιοκτήτης του χρήματος X, αγοράζει εμπορεύματα E που αποτελούνται από μέσα παραγωγής Μπ και εργασιακή δύναμη Εδ. Κατά τη διαδικασία της παραγωγής (Π) αυτά τα εμπορεύματα Ε χρησιμοποιούνται παραγωγικά κατά τρόπο ώστε να δημιουργήσουν άλλα εμπορεύματα, την «εκροή» Ε΄, της οποίας η αξία πρέπει να είναι μεγαλύτερη από εκείνη των εμπορευμάτων Ε. Τέλος, ο καπιταλιστής πουλάει τα παραγόμενα αυτά εμπορεύματα με σκοπό να αποκομίσει μια ποσότητα χρήματος M΄ μεγαλύτερη από την ποσότητα Μ.

Σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, είναι μικρής θεωρητικής αξίας το τετριμμένο ερώτημα: «Ποια ανθρώπινη εργασία είναι γενικά παραγωγική;», η οποία παίρνει συνήθως την επίσης τετριμμένη και επαναλαμβανόμενη απάντηση ότι μόνο η «χρήσιμη εργασία» (η εργασία που παράγει χρήσιμα πράγματα ή αξίες χρήσης) είναι «παραγωγική». Αυτή η απάντηση υπαινίσσεται ότι πρέπει να τίθενται συγκεκριμένα ηθικά ή άλλα δεοντολογικά κριτήρια όσον αφορά το τι πρέπει να θεωρείται «χρήσιμο» και τι όχι. Η ερώτηση σχετικά με την παραγωγική και τη μη-παραγωγική εργασία πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια ερώτηση σχετικά με την καπιταλιστική παραγωγή: Τι είναι παραγωγικό για τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και στο πλαίσιό τους;

Όταν η ερώτηση τίθεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, η απάντηση είναι μάλλον απλή: παραγωγικές είναι όλες οι μορφές της εργασίας που παράγουν υπεραξία, με άλλα λόγια, κάθε εργασία που ανταλλάσσεται με (μεταβλητό) κεφάλαιο και ως εκ τούτου παράγει κέρδος για το κεφάλαιο. Αντίθετα, καπιταλιστικά μη παραγωγικές είναι όλες οι μορφές εργασίας που δεν ανταλλάσσονται με (μεταβλητό) κεφάλαιο: Η μη αμειβόμενη εργασία (π.χ. οικιακή εργασία που παράγει αξίες χρήσης για την κατανάλωση αυτού που την εκτελεί), η αμειβόμενη εργασία που δεν ανταλλάσσεται με κεφάλαιο, αλλά με ιδιωτικό εισόδημα (π.χ. εργασία υπαλλήλων, κηπουρών, οικιακών βοηθών κλπ. σε ιδιωτικά νοικοκυριά), η εργασία δημοσίων υπαλλήλων ή υπαλλήλων σε κρατικούς μηχανισμούς που δεν πωλούν αγαθά ή υπηρεσίες (π.χ. υπουργεία, αστυνομία, δημόσια σχολεία κ.λπ.), η εργασία των αυτοαπασχολούμενων παραγωγών που πωλούν «απλά» εμπορεύματα (δηλαδή εμπορεύματα που δεν παράγονται με καπιταλιστικούς όρους και ως εκ τούτου δεν περιέχουν υπεραξία που θα πραγματοποιηθεί στην αγορά). Όπως το θέτει ο Μαρξ:

«Μια που ο άμεσος σκοπός και το βασικό προϊόν της καπιταλιστικής παραγωγής είναι η υπεραξία (...) ο εργάτης είναι παραγωγικός όταν επιτελεί παραγωγική εργασία και η εργασία είναι παραγωγική, όταν δημιουργεί άμεσα υπεραξία, δηλαδή όταν αξιοποιεί το κεφάλαιο. Χρειάζεται όλη η αστική στενοκεφαλιά, που θεωρεί την καπιταλιστική μορφή της παραγωγής σαν την απόλυτη μορφή της, άρα σαν τη μοναδική φυσική μορφή της παραγωγής για να μπερδέψει την ερώτηση, τι είναι παραγωγική εργασία και παραγωγικός εργάτης από τη σκοπιά του κεφαλαίου, με την ερώτηση τι είναι παραγωγική εργασία γενικά και επομένως να ικανοποιηθεί με την ταυτολογική απάντηση, ότι κάθε εργασία είναι παραγωγική, όταν γενικά παράγει, όταν απολήγει σε ένα προϊόν ή κάποια αξία χρήσης, γενικά σε ένα αποτέλεσμα» (Μarx 1969: 64-65 ή σε ελληνική μετάφραση, Μαρξ 1983: 128-129).

Θα θέλαμε να επιμείνουμε σε ένα σημείο, το οποίο διατυπώνεται σαφώς στην ανάλυση του Μαρξ. Κάθε καπιταλιστική επιχείρηση είναι ταυτόσημη με οποιαδήποτε άλλη, ως ο τόπος της δραστηριότητας που δημιουργεί χρήμα, ως αξία σε κίνηση, χρήμα σε κίνηση. Οι αξίες χρήσης που εμπλέκονται στη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου είναι μόνο μέσα για την επίτευξη ενός στόχου ο οποίος δεν εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Το σημείο αυτό είναι εμφανές στο ακόλουθο απόσπασμα:

«Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν είναι μόνο παραγωγή εμπορευμάτων, είναι στην ουσία παραγωγή υπεραξίας. Ο εργάτης δεν παράγει για τον εαυτό του, αλλά για το κεφάλαιο. Γι’ αυτό δεν είναι πια αρκετό ότι γενικά παράγει. Πρέπει να παράγει υπεραξία. Παραγωγικός είναι μονάχα ο εργάτης εκείνος, που παράγει υπεραξία για τον κεφαλαιοκράτη ή που εξυπηρετεί την αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου. Αν έχουμε το δικαίωμα να διαλέξουμε ένα παράδειγμα έξω από τη σφαίρα της υλικής παραγωγής, τότε ένας δάσκαλος είναι παραγωγικός εργάτης, όταν, όχι μόνο επεξεργάζεται παιδικά κεφάλια, μα τσακίζεται κι ο ίδιος στη δουλιά για να πλουτίζει ο επιχειρηματίας. Το ότι ο τελευταίος έχει τοποθετήσει τα κεφάλαιά του σ’ ένα εργοστάσιο εκπαίδευσης αντί σ’ ένα εργοστάσιο λουκάνικων δεν αλλάζει τίποτα στη σχέση. Η έννοια λοιπόν του παραγωγικού εργάτη καθόλου δεν περικλείνει μονάχα μια σχέση ανάμεσα στη δράση και στο ωφέλιμο αποτέλεσμα, ανάμεσα στον εργάτη και στο προϊόν εργασίας, αλλά περικλείνει και μια σχέση παραγωγής ειδικά κοινωνική, που έχει γεννηθεί ιστορικά και βάζει στον εργάτη τη σφραγίδα του άμεσου μέσου αξιοποίησης του κεφαλαίου» (Μαρξ 1978-α: 525).

Κάθε καπιταλιστής είναι πάντα την ίδια στιγμή και «χρηματιστής» και «έμπορος» (ο οποίος ως ιδιοκτήτης και διαχειριστής χρήματος αγοράζει εμπορεύματα [που αποτελούν εισροές της επιχείρησης: μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη], προκειμένου να πωλήσει εμπορεύματα [την παραγόμενη εκροή ή προϊόν]), και «μάνατζερ» μιας εργασιακής και παραγωγικής διαδικασίας, η οποία καθιστά δυνατή την αποτελεσματικότητα της «εμπορικής» διαδικασίας. Η παραγωγική διαδικασία δημιουργεί μια τέτοια τιμή για τον όγκο των εμπορευμάτων που πωλούνται (εκροή της επιχείρησης), η οποία δεν είναι μόνο υψηλότερη από τις δαπάνες για τα αγαθά που αγοράζονται (εισροές της επιχείρησης), κατά την ίδια χρονική περίοδο, αλλά είναι, επίσης, τόσο υψηλότερη, ώστε να εξασφαλίζεται η «μέση» προσαύξηση της ποσότητας χρήματος που προκατέβαλε η επιχείρηση κατά την έναρξη της όλης διαδικασίας (ένα μέσο ποσοστό κέρδους).

Η παραπάνω ανάλυση σημαίνει ότι κάθε καπιταλιστική επιχείρηση, ανεξάρτητα από τον οικονομικό τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται (πρωτογενή, δευτερογενή, κυκλοφορία, χρηματοπιστωτικό τομέα) είναι εξίσου μια διαδικασία αγοράς εμπορευμάτων («δημιουργία κόστους»), δηλαδή μέσων παραγωγής και εργασιακής δύναμης, με σκοπό την πώληση εμπορευμάτων διαφορετικής μορφής και αξίας χρήσης (συμπεριλαμβανομένων των sui generis χρηματοπιστωτικών εμπορευμάτων, όπως θα υποστηρίξουμε παρακάτω). Πρόκειται για μια διαδικασία ενοποίησης της παραγωγής και της κυκλοφορίας της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής ως ολότητας.3 Όπως γράφει ο Μαρξ στα Grundrisse:

«Ωστόσο, στο μέτρο που η ίδια η κυκλοφορία δημιουργεί κόστη και απαιτεί υπερεργασία, εμφανίζεται η ίδια να περιλαμβάνεται στην παραγωγική διαδικασία [...] η κυκλοφορία εμφανίζεται σαν συνθετικό στοιχείο της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας» (Μαρξ 1990: 397).

Η χρηματοπιστωτική σφαίρα «δημιουργεί κόστη». Απασχολεί εργασιακή δύναμη και μέσα παραγωγής για να δημιουργήσει και να πουλήσει ορισμένα (sui generis) εμπορεύματα (ανταλλακτικές αξίες που είναι αξίες χρήσης για άλλους). Με άλλα λόγια, μπορεί μεν η χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση να λαμβάνει διάφορες μορφές και να περιλαμβάνει διαφορετικούς τύπους ιδρυμάτων, αλλά σε κάθε περίπτωση συνδέεται με ένα συγκεκριμένο τύπο χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, οι οποίες είναι στην πραγματικότητα καπιταλιστικά εμπορεύματα. Δεν θα εμπλακούμε στη συζήτηση σχετικά με τους οργανισμούς χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης. Σε γενικές γραμμές, οι τελευταίοι διαμεσολαβούν τη διαδικασία επένδυσης κεφαλαίου υπό συγκεκριμένους όρους που ακολουθούν τις θεσμικές τάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας.4 Η διαμεσολάβηση είναι πώληση μιας sui generis υπηρεσίας και ως εκ τούτου μια παραγωγική δραστηριότητα σκοπός της οποίας είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, όπως και σε κάθε άλλο τομέα της καπιταλιστικής οικονομίας. Πρέπει, επομένως, να θεωρείται παραγωγική δραστηριότητα.

3. Μια σύντομη παρέκβαση. Η δεύτερη θεωρητική εκδοχή του Μαρξ:

Παραγωγική είναι μόνο η δημιουργία «υλικών» αξιών χρήσης

Η παραπάνω ανάλυση του Μαρξ για την παραγωγική εργασία συνυπάρχει, όμως, στα ώριμα γραπτά του και ειδικά στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου με μια άλλη προσέγγιση. Σύμφωνα με αυτή τη δεύτερη προσέγγιση η καπιταλιστική παραγωγή, η διαδικασία αξιοποίησης, είναι παραγωγική μόνο αν καταλήγει στη δημιουργία απτών υλικών προϊόντων. Συνεπώς, η εργασία δεν μπορεί να νοηθεί ως παραγωγική στον τομέα υπηρεσιών, ιδιαίτερα στο εμπόριο και στη χρηματοπιστωτική σφαίρα. Σε αυτό το μέρος του έργου του ο Μαρξ τηρεί αποστάσεις από τη δική του ανάλυση, που υποστηρίζει ότι το κεφάλαιο είναι «αυτοαξιοποιούμενη αξία», ανεξάρτητα από τον οικονομικό τομέα ή τον κλάδο δραστηριοποίησής του, και δηλώνει ότι «στο προτσές της κυκλοφορίας δεν παράγεται καμιά αξία, επομένως και καμιά υπεραξία» (Μαρξ 1978-β: 353). Ως εκ τούτου, «επειδή ο έμπορος σαν απλός πράκτορας της κυκλοφορίας δεν παράγει ούτε αξία ούτε υπεραξία [...] έτσι και οι μισθωτοί που απασχολούνται από αυτόν στις ίδιες λειτουργίες, δεν μπορούν να δημιουργούν γι’ αυτόν άμεσα υπεραξία» (όπ. π.: 371).

Έχουμε ήδη συζητήσει στο προηγούμενο κεφάλαιο ότι η αμφιθυμία στα γραπτά του Μαρξ δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο το θέμα της παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας στον καπιταλισμό. Στα ώριμα γραπτά του Μαρξ συνυπάρχουν στην πραγματικότητα δύο θεωρητικοί λόγοι, ο καθένας από τους οποίους είναι ασυμβίβαστος με τον άλλο. Από τη μία πλευρά, υπάρχει το θεωρητικό σύστημα που ονόμασε «κριτική της πολιτικής οικονομίας» (και περιλαμβάνει τη χρηματική θεωρία της αξίας και του κεφαλαίου). Από την άλλη πλευρά, συναντάμε μια εξελιγμένη εκδοχή της κλασικής (κυρίως ρικαρδιανής) πολιτικής οικονομίας της αξίας ως «δαπανώμενης εργασίας», η οποία συναντάται κυρίως σε τμήματα του 3ου τόμου του Κεφαλαίου και σε άλλα σημεία των χειρόγραφων της περιόδου 1861-65. Με άλλα λόγια, τα γραπτά του Μαρξ έχουν δύο ψυχές και οι λογαριασμοί του με την κλασική πολιτική οικονομία δεν έχουν διευθετηθεί οριστικά.5 Η ύπαρξη αυτών των εννοιολογικών αντιφάσεων στα γραπτά του Μαρξ έχει προκαλέσει την ύπαρξη διαφορετικών τάσεων μεταξύ των μαρξιστών. Το γεγονός αυτό αντανακλά τη δυσκολία, αλλά, επίσης, τη σημασία και το εύρος της θεωρητικής επανάστασης του Μαρξ και αποτελεί κοινό στοιχείο κάθε θεωρητικής ρήξης του είδους (ακόμη και στις φυσικές επιστήμες), δηλαδή κάθε προσπάθειας δημιουργίας μιας νέας επιστήμης, στη βάση της κριτικής ενός ισχυρά εδραιωμένου συστήματος σκέψης.

Σε ορισμένες αναφορές στα κείμενά του για το ζήτημα της παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας, ο Μαρξ φαίνεται να έχει προσωρινά «κληρονομήσει» από τους κλασσικούς οικονομολόγους ένα στοιχείο της φυσιοκρατικής θεωρίας, το οποίο είναι πολύ συχνά παρόν στις αναλύσεις τους. Σύμφωνα με αυτό, η καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής αξίας (και υπεραξίας) μπορεί να λάβει χώρα μόνο όταν δημιουργεί μια απτή αξία χρήσης, ένα φυσικά απτό προϊόν! Σε ό, τι ακολουθεί πρόκειται να στηρίξουμε την ανάλυσή μας στη μη-ρικαρδιανή χρηματική θεωρία του Μαρξ για την αξία και το κεφάλαιο, τηρώντας αποστάσεις από τα στοιχεία της κλασικής ή/και φυσιοκρατικής θεωρίας που εμφανίζονται σε ορισμένα σημεία του έργου του. Εκείνο όμως που είναι πιο σημαντικό να τονιστεί είναι το γεγονός ότι πολλοί μαρξιστές συμπεριφέρονται σαν να αγνοούν τις αντιφάσεις στο έργο του Μαρξ, και περαιτέρω, ότι οι περισσότεροι από αυτούς παρουσιάζουν τον δεύτερο θεωρητικό λόγο του Μαρξ (το φλερτ του με την κλασική εργασιακή θεωρία της αξίας και τη φυσιοκρατική θεωρία) ως τη μόνη γνήσια μαρξιστική προσέγγιση.

4. Η ιστορικιστική ανάγνωση του Μαρξ και η κριτική της

Ένα από τα βασικά σημεία αυτού του βιβλίου είναι ότι η ανάλυση του Μαρξ για το τοκοφόρο κεφάλαιο δεν αναφέρεται σε ένα μόνο τμήμα της καπιταλιστικής τάξης, αλλά αποτυπώνει την πιο απτή και συγκεκριμένη μορφή του ίδιου του κεφαλαίου. Έχουμε ήδη συζητήσει την ιδέα αυτή στο πλαίσιο του προηγούμενου κεφαλαίου και θα επιστρέψουμε σ’ αυτήν στη συνέχεια. H ανάλυση του ζητήματος υπό το φως των πρόσφατων οικονομικών εξελίξεων, πραγματοποιείται στο Μέρος ΙΙΙ του παρόντος βιβλίου.

Σύμφωνα με τη χρηματική αξιακή ανάλυση του Μαρξ, το χρήμα είναι μια ανεξάρτητη μορφή εμφάνισης της αξίας. Ως εκ τούτου, καθίσταται δυνητικά κεφάλαιο και συνεπώς εκφράζει την ίδια τη σχέση του κεφαλαίου. Με τον τρόπο αυτό, εισάγονται νέοι αναλυτικοί προσδιορισμοί και κατηγορίες εντός του υφιστάμενου εννοιολογικού πεδίου. Αυτές οι κατηγορίες δεν αναιρούν ή αντιστρέφουν το περιεχόμενο των παλαιών. Ενισχύουν το αναλυτικό περιεχόμενο των ήδη εισαχθεισών κατηγοριών και παρέχουν ένα πιο ολοκληρωμένο προσδιορισμό της έννοιας του χρήματος, έτσι ώστε ο τελευταίος να μπορεί να συλλάβει πλήρως την πολυπλοκότητα των φαινομένων της χρηματοπιστωτικής σφαίρας. Από την άποψη αυτή, το κύκλωμα του τοκοφόρου κεφαλαίου Χ-[Χ-Ε-Χ΄]-Χ΄΄, συλλαμβάνει την πιο εξελιγμένη μορφή του κεφαλαίου σε μια καπιταλιστική κοινωνία.

Θα επιστρέψουμε σε αυτήν την ιδέα στην επόμενη ενότητα, αλλά όπως έχει γίνει εμφανές από τις παρατηρήσεις μας στο προηγούμενο κεφάλαιο, πολλοί μαρξιστές ή μη-μαρξιστές μελετητές δεν συμμερίζονται την παραπάνω άποψη.6 Είναι αρκετά κοινή στις μαρξιστικές συζητήσεις η κατανόηση της έννοιας του τοκοφόρου κεφαλαίου στη βάση μιας εσφαλμένης ερμηνείας της ανάλυσης που αναπτύσσει ο Μαρξ στον 2ο τόμο του Κεφαλαίου.7 Φυσικά, αυτή η παρερμηνεία συνδέεται με μια συγκεκριμένη αντίληψη της μεθόδου έκθεσης που χρησιμοποιεί ο Μαρξ, αλλά δεν θα επεξεργαστούμε αυτό το θέμα εδώ.8

Στην αρχή του 2ου τόμου του Κεφαλαίου, ο Μαρξ επικεντρώνεται στην γενική κύκληση του κεφαλαίου ως διαδικασίας που περιλαμβάνει την ενότητα τριών στιγμών ή ατομικών μορφών κύκλησης. Αυτές οι στιγμές απεικονίζονται στο Σχήμα 1. Η ιστορικιστική ανάγνωση του Μαρξ υποστηρίζει ότι κάθε ιδιαίτερη στιγμή της όλης διαδικασίας είναι η επιτομή της λειτουργίας μιας μερίδας του κεφαλαίου: αποτελεί και συγκροτεί μια συγκεκριμένη μερίδα (βιομηχανική, εμπορική και χρηματιστική) της καπιταλιστικής τάξης (που απεικονίζεται στην αριστερή πλευρά του σχήματος 1) η οποία και βρίσκεται σε αντίθεση με τις υπόλοιπες.

Σχήμα 1: Ενώ ο Μαρξ περιγράφει τις τρεις «μεταμορφώσεις» του κεφαλαίου, η ιστορικιστική ανάγνωση του κειμένου του αντιλαμβάνεται κάθε ιδιαίτερη στιγμή ως ξεχωριστή καπιταλιστική μερίδα.

Σύμφωνα με την ίδια γραμμή σκέψης, το «σημείο εκκίνησης» και το «σημείο επιστροφής» κάθε ανεξάρτητου τμήματος του κεφαλαίου διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στον καθορισμό συγκεκριμένων (εντός της καπιταλιστικής τάξης) συμφερόντων, οικονομικών σχεδίων, στρατηγικών προοπτικών αλλά και εμπειρικής αντίληψης της πραγματικότητας. Για παράδειγμα, η μερίδα των εισοδηματιών του τοκοφόρου κεφαλαίου ή των μεσαζόντων (οι καπιταλιστές «του χρήματος», σε αντίθεση με τους «βιομηχάνους» και τους «εμπόρους») βασίζεται στη μορφή Χ-Χ΄ της κύκλησης και αποκτά την αντίστοιχη ενιαία συνείδηση. Κατά τον ίδιο τρόπο, το εμπορικό κεφάλαιο ορίζεται ως ξεχωριστή μερίδα που εμπλέκεται με τη μορφή της κύκλησης Ε-Ε΄, ενώ, οι βιομήχανοι «παραγωγικοί» καπιταλιστές αποκτούν τη δική τους οικονομική συνείδηση από τη μορφή Π-Π. Ο Pijl (1998: 52) συνοψίζει με ακρίβεια αυτή τη γραμμή σκέψης:

«Κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο ενός φανταστικού επιχειρηματία που δραστηριοποιείται σε ένα από αυτά τα κυκλώματα, μπορεί κανείς να υποθέσει μια συγκεκριμένη φαινομενολογία. Ο έμπορος, η οπτική του οποίου δίνει προτεραιότητα στην κερδοφόρα κυκλοφορία εμπορευμάτων και συγκρίνει πιθανές αγορές όσον αφορά την ικανότητά τους να απορροφούν συγκεκριμένα εμπορεύματα, ο εισοδηματίας χρηματικού κεφαλαίου, που για την οπτική του η χρηματική απόδοση είναι το μοναδικό κριτήριο απόφασης και η οποία επίσης, λόγω της ικανότητάς της να καθολικοποιεί και να διευθετεί τον ανταγωνισμό μεταξύ παραγωγικών και εμπορικών επιχειρήσεων, αναδιανέμει κεφάλαιο μεταξύ τους και, τέλος, ο παραγωγικός καπιταλιστής, ο οποίος είναι επικεντρωμένος στην εξασφάλιση των ειδικών ανθρωπίνων και υλικών εισροών του επόμενου, διευρυμένου κύκλου παραγωγής».

Σε αυτό το αναλυτικό σχήμα, η ενότητα της τάξης των καπιταλιστών δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένη, αλλά πάντοτε βασίζεται στην ηγεμονική παρουσία μιας συγκεκριμένης μερίδας του κεφαλαίου. Αυτή η ηγεμονική μερίδα επιβάλλει τη δική της οικονομική «λογική» στις άλλες ως γενικό πρότυπο της οικονομικής ζωής. Η ίδια μερίδα επιπλέον επιβάλλει στην κοινωνία τις μορφές συσσώρευσης και πολιτικής κυριαρχίας που τη συμφέρουν (στη βάση ενός συγκεκριμένου «ιστορικού μπλοκ»). Είναι σαφές ότι αντιμετωπίζουμε εδώ έναν τύπο ιστορικιστικής συλλογιστικής που αναλύει κάθε καπιταλιστική μερίδα ως ενδογενώς συνεκτικό και αυτοτελές κοινωνικό «υποκείμενο», που αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Στο πλαίσιο αυτό, η νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού, που έχει αναδυθεί σε συνδυασμό με τη χρηματιστικοποίηση, νοείται ως η εποχή της ηγεμονίας του απόντος από την παραγωγική διαδικασία καπιταλιστή του χρήματος. Ο νεοφιλελευθερισμός ενσαρκώνει τη νίκη του «χρήματος» πάνω στην παραγωγή, της κερδοσκοπίας πάνω στις επενδύσεις, της αναζήτησης εισοδήματος πάνω στην «υγιή» επιδίωξη κέρδους. Με άλλα λόγια, η καπιταλιστική ζωή διέπεται από την παρασιτική λογική της μορφής Χ-Χ΄ και όχι από το παραγωγικό πρότυπο της μορφής Π…Π΄. Φυσικά, το επιχείρημα αυτό συναντάται με πολλές διαφορετικές μορφές και σε πολλά αναλυτικά σχήματα στη βιβλιογραφία. Παρ’ όλα αυτά, το τελικό μήνυμα είναι πάντα το ίδιο: οι καπιταλιστές του χρήματος (ή η χρηματοπιστωτική μερίδα του κεφαλαίου Χ…Χ΄΄) έχουν περιορίσει την επέκταση τόσο του παραγωγικού βιομηχανικού κεφαλαίου (Π...Π΄) όσο και του εμπορικού κεφαλαίου (Ε...Ε΄).

Η ίδια συλλογιστική συναντάται επίσης με μια ελαφρώς διαφορετική αφήγηση σε σχέση με την κύκληση του τοκοφόρου κεφαλαίου.9 Σε αυτή την περίπτωση, η βιομηχανία ή η παραγωγική εκδοχή του κεφαλαίου αναπαριστάται με τη μορφή Χ-Ε-Χ΄ αντί του Π...Π΄, αλλά η ιδέα είναι λίγο πολύ η ίδια. Η μορφή Χ-Ε-Χ΄ θεωρείται ότι περιγράφει ένα «πρότυπο» καπιταλισμού, μια «παραγωγική» μορφή, στην οποία η παραγωγή κέρδους (η αξιοποίηση του κεφαλαίου ως διαδικασία που παράγει περισσότερη αξία) συνδέεται άμεσα με την κατασκευή αξιών χρήσης και είναι υποταγμένη σ’ αυτήν. Αν είναι να υπάρχει ένας καπιταλισμός «υγιής» και ικανός να παρέχει απασχόληση, κοινωνική συνοχή και σταθερότητα, τότε χρήμα και αξία χρήσης πρέπει να ταξιδεύουν σε παράλληλες τροχιές. Αντίθετα η χρηματιστικοποίηση μέσω της μορφής Χ-Χ΄΄ διαστρεβλώνει το «φυσικό» ή «ιδανικό» πνεύμα του καπιταλισμού με την εμβάθυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, την κατάργηση του κοινωνικού χαρακτήρα του κράτους, και τελικά οδηγεί σε παρά φύση οικονομική αστάθεια. Τα φαινόμενα αυτού του είδους φαίνεται να είναι άμεσες συνέπειες της νεοαποκτηθείσας ικανότητας της παγκόσμιας οικονομίας να παράγει χρήμα μόνο από το χρήμα (Χ-Χ΄΄), παρακάμπτοντας την παραγωγή χρήσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Σύμφωνα μ’ αυτή την προσέγγιση, η οικονομία δεν συνδέεται πλέον με την παραγωγή αξιών χρήσης, ούτε βρίσκεται σε παράλληλη τροχιά με την τελευταία. Αντίθετα, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο παρακάμπτει τη συσσώρευση των αξιών χρήσης για την αναζήτηση κερδών στη σφαίρα της (χρηματοπιστωτικής) κυκλοφορίας. Ως εκ τούτου, ό, τι απομένει από το παραπάνω κύκλωμα είναι η νέα μορφή Χ-Χ΄΄ η οποία εμφανίζεται χωρίς την αξία χρήσης, που μένει απ’ έξω και δεν λειτουργεί ως διαμεσολαβητικός παράγοντας: οι «παραγωγικές» πτυχές του καπιταλισμού καταστέλλονται. Η σύγχρονη ανάδυση της χρηματιστικοποίησης υποδηλώνει την κυριαρχία μιας συγκεκριμένης μερίδας της καπιταλιστικής τάξης, οι στόχοι της οποίας είναι αντιπαραγωγικοί, σε αντίθεση με τους στόχους της βιομηχανικής μερίδας. Με αυτό τον τρόπο, οι ενδο-καπιταλιστικές συγκρούσεις έχουν επιλυθεί σε ένα περιβάλλον που δεν προωθεί τις επενδύσεις, την απασχόληση, την καινοτομία και τη βιομηχανική κερδοφορία, σε αντίθεση με τις επιθυμίες των Veblen, Keynes, Schumpeter, Minsky, και Χίλφερντιγκ.

Η παραπάνω ιστορικιστική γραμμή ανάλυσης αποκλίνει ριζικά από το πνεύμα της ανάλυσης του Μαρξ. Στην πραγματικότητα, υποτάσσει την προβληματική του Μαρξ στις προσεγγίσεις του Keynes και του Veblen. Όπως υποστηρίξαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, αυτό το αναλυτικό πλαίσιο απορρίπτει μια κρίσιμη έννοια του μαρξικού θεωρητικού πλαισίου: την έννοια του συνολικού-κοινωνικού κεφαλαίου (Gesamtkapital).10 Σε ό, τι ακολουθεί, θα επισημάνουμε εν συντομία δύο κρίσιμα σημεία που σχετίζονται με την έννοια αυτή.

Κατ’ αρχάς, σε αντίθεση με τη λογική του ιστορικισμού,11 τα ατομικά κεφάλαια (καπιταλιστικές επιχειρήσεις) ή τμήματα του κεφαλαίου, στο πλαίσιο ενός κοινωνικού σχηματισμού, δεν είναι ανεξάρτητες και αυτο-συνειδητές οντότητες πριν την ενότητα τους σε κοινωνική τάξη. Μετατρέπονται μέσω του καπιταλιστικού ανταγωνισμού (και όχι μέσα από την πολιτική επιρροή του κράτους που ασκείται εξωτερικά, σε αντιστοιχία με το ηγεμονικό ιστορικό μπλοκ μιας συγκεκριμένης μερίδας της καπιταλιστικής τάξης) σε στοιχεία του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Μέσω αυτής της αμοιβαίας εξάρτησης, δηλαδή της δόμησής τους σε συνολικό-κοινωνικό κεφάλαιο, τα ατομικά κεφάλαια ή οι μερίδες του κεφαλαίου αποκτούν από κοινού τη δομή της κοινωνικής τάξης και λειτουργούν ως μια ολοκληρωμένη κοινωνική δύναμη που αντιτίθεται στην εργασία, και κυριαρχεί επί της εργασίας. Σε αντίθεση, λοιπόν, με ό, τι υποστηρίζεται ως συμπέρασμα από την προσέγγιση του ιστορικισμού, υπάρχει σίγουρα ένα συμπαγές γενικό ταξικό συμφέρον του κοινωνικού-εθνικού κεφαλαίου, παρά τη δυνατότητα για σημαντικές ενδο-καπιταλιστικές συγκρούσεις.

Δεύτερον, η γενική κύκληση του βιομηχανικού κεφαλαίου που παρουσιάζει ο Μαρξ στον 2ο τόμο του Κεφαλαίου, δεν μπορεί να αναχθεί σε επιμέρους αυτο-συνείδητα στοιχεία. Πριν από την εισαγωγή των πιο συγκεκριμένων αναλυτικών προσδιορισμών του 3ου τόμου του Κεφαλαίου, ο Μαρξ θέλει να αναδείξει δύο σημαντικά σημεία κατά την έναρξη του 2ου τόμου. Από τη μία πλευρά, τονίζει ότι η αξιοποίηση του κεφαλαίου προϋποθέτει την κυκλοφορία και τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές, χωρίς να καθοδηγείται από αυτά. Από την άλλη, κάνει σαφές ότι το μελετώμενο κύκλωμα του «βιομηχανικού» κεφαλαίου αντιστοιχεί στο κύκλωμα του κοινωνικού κεφαλαίου στο σύνολό του και αποτελεί ένα πρότυπο του κυκλώματος του κάθε κεφαλαίου, ανεξάρτητα με τη μερίδα ή τον κλάδο που ανήκει το κάθε ξεχωριστό κεφάλαιο.

Θα αναπτύξουμε αυτό το τελευταίο σημείο. Ο Μαρξ γράφει στο δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου:

«Ας εξετάσουμε τώρα την κίνηση Χ–Ε...Π...Ε΄–Χ΄ στο σύνολό της […] Το κεφάλαιο εμφανίζεται εδώ σαν μια αξία που διατρέχει μια σειρά συναρτημένων και αλληλοκαθοριζόμενων μετατροπών […] Δυο απ’ αυτές τις φάσεις ανήκουν στη σφαίρα της κυκλοφορίας και μια στη σφαίρα της παραγωγής […] Έτσι το συνολικό αυτό προτσές είναι προτσές κύκλισης […] Το κεφάλαιο που στην πορεία της συνολικής του κύκλισης περιβάλλεται και αποβάλλει πάλι αυτές τις μορφές, και που στην καθεμιά απ’ αυτές εκπληρώνει την αντίστοιχη σ’ αυτήν λειτουργία, είναι βιομηχανικό κεφάλαιο – η λέξη βιομηχανικό χρησιμοποιείται εδώ με την έννοια ότι αγκαλιάζει κάθε κεφαλαιοκρατικά ασκούμενο κλάδο παραγωγής. Επομένως οι όροι χρηματικό κεφάλαιο, εμπορευματικό κεφάλαιο, παραγωγικό κεφάλαιο δε χαρακτηρίζουν εδώ αυτοτελή είδη κεφαλαίου, που οι λειτουργίες τους αποτελούν επίσης αυτοτελείς και χωριστούς ο ένας από τον άλλο κλάδους επιχειρήσεων [Geschäftszweige]. Χαρακτηρίζουν εδώ μόνο ειδικές μορφές λειτουργίας του βιομηχανικού κεφαλαίου, που παίρνει διαδοχικά και τις τρεις αυτές μορφές» (Μαρξ 1979: 49).

Σε αυτό το μακροσκελές απόσπασμα, σε μεγάλο βαθμό και αντίθετα με την παραπάνω ιστορικιστική λογική, ο Μαρξ ορίζει ως «βιομηχανικό» κεφάλαιο κάθε μορφή ατομικού κεφαλαίου, ανεξάρτητα από τη σφαίρα παραγωγής στην οποία δραστηριοποιείται. Εξηγεί επίσης, ότι στην κύκλησή του, κάθε «βιομηχανικό» κεφάλαιο περνά συνεχώς από τις φάσεις του χρηματικού κεφαλαίου, του παραγωγικού κεφαλαίου, και του εμπορικού κεφαλαίου. Με αυτή την έννοια, η ιστορικιστική ανάγνωση του Μαρξ είναι μάλλον αυθαίρετη. Κάθε ατομικό κεφάλαιο, ανεξάρτητα από την προέλευσή του, χρησιμοποιεί εργασιακή δύναμη, την εκμεταλλεύεται και παράγει υπεραξία. Ακόμη και αν λειτουργεί στη χρηματοπιστωτική σφαίρα και παράγει χρηματοοικονομικά προϊόντα και υπηρεσίες, περνά μέσα από όλα τα στάδια. Λαμβάνει τη μορφή χρηματικού κεφαλαίου, εμπορικού κεφαλαίου (με τη μορφή των μέσων παραγωγής και εργασιακής δύναμης πριν από την παραγωγική διαδικασία και τη μορφή του μετά την έξοδο από αυτήν) και παραγωγικού κεφαλαίου (κατά τη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας).

5. Εισαγωγή στην έννοια του πλασματικού κεφαλαίου

Το Κεφάλαιο του Μαρξ είναι κατά βάση ένα δύσκολο και απαιτητικό βιβλίο. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι απρόσμενες εννοιολογικές δυσκολίες που θα συναντήσει κανείς διαβάζοντας το, είναι και οι πολλές εναλλακτικές ερμηνείες που έχουν προταθεί στη δευτερογενή βιβλιογραφία. Από αυτή την άποψη, είναι πράγματι ένα ενεργό κείμενο: σαγηνεύει εύκολα ακόμη και τον πιο ευφυή αναγνώστη. Και όμως, την ίδια στιγμή, αντιστέκεται στην εύκολη κατηγοριοποίηση, διαφεύγει της κοινής ερμηνείας, φέρει κάτι μοναδικό, κάτι που δεν επιδέχεται απλούστευση. Όσο σκληρά και να προσπαθεί κανείς, αυτό το κομμάτι του κειμένου δεν μπορεί να ταιριάξει με το σχήμα της ρικαρδιανής σκέψης, την επιχειρηματολογία του Χέγκελ, τις κεϋνσιανές προθέσεις ή τις λακανικές έννοιες. Έτσι, υπάρχει μόνο μία διέξοδος: να προσεγγίσει κανείς το κείμενο από την προοπτική της μοναδικότητάς του, προσπαθώντας να ανακαλύψει τη νέα, πρωτοφανή ιδέα που θέτει σε εφαρμογή ο Μαρξ στα γραπτά του.

Σε ό, τι ακολουθεί θα επικεντρώσουμε στην έννοια του τοκοφόρου κεφαλαίου το οποίο είναι μια μορφή του πλασματικού κεφαλαίου, γεγονός που σημαίνει ότι αποκτά την αξία του από τη διαδικασία της κεφαλαιοποίησης (τιτλοποίηση). Το 21ο κεφάλαιο του 3ου τόμου του Κεφαλαίου, όπου η εν λόγω έννοια εισάγεται για πρώτη φορά, έχει τίτλο «Το τοκοφόρο κεφάλαιο». Η ανάλυση του εμπορικού κεφαλαίου έχει ολοκληρωθεί και το βιβλίο προχωράει στο ζήτημα της χρηματοπιστωτικής σφαίρας. Το κύκλωμα του τοκοφόρου κεφαλαίου δεν περιγράφει ένα συγκεκριμένο τμήμα του κεφαλαίου, αλλά είναι μάλλον η πιο γενική και ανεπτυγμένη μορφή του κεφαλαίου. Συνεπώς, το πραγματικό ερώτημα αυτού του μέρους του 3ου τόμου αφορά στο ρόλο του χρηματοπιστωτικού σε σχέση με το ατομικό κεφάλαιο, όταν το τελευταίο προσεγγίζεται σε πιο συγκεκριμένο επίπεδο ανάλυσης. Στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου κεφαλαίου διαβάζουμε:

«Το χρήμα – εδώ το παίρνουμε σαν αυτοτελή έκφραση ενός αξιακού μεγέθους, αδιάφορο αν αυτό υπάρχει στην πραγματικότητα με τη μορφή χρήματος ή εμπορευμάτων – μπορεί πάνω στη βάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής να μετατραπεί σε κεφάλαιο, και με τη μετατροπή αυτή γίνεται από μια αξία δοσμένου μεγέθους, σε αυτοαξιοποιούμενη, αυτοαυξανόμενη αξία. Παράγει κέρδος [...]. Έτσι το χρήμα, εκτός από την αξία χρήσης που έχει σαν χρήμα, αποκτάει μια πρόσθετη αξία χρήσης, συγκεκριμένα, την αξία χρήσης να λειτουργεί σαν κεφάλαιο. Η αξία χρήσης του συνίσταται εδώ ακριβώς στο κέρδος που παράγει, όταν έχει μετατραπεί σε κεφάλαιο. Με την ιδιότητα αυτή του δυνητικού κεφαλαίου, του μέσου για την παραγωγή του κέρδους, το χρήμα γίνεται εμπόρευμα, ένα εμπόρευμα όμως sui generis. Ή πράγμα που καταλήγει στο ίδιο, το κεφάλαιο σαν κεφάλαιο γίνεται εμπόρευμα» (Μαρξ 1978-β: 427-28).

Αυτό το απόσπασμα προειδοποιεί εμμέσως τον αναγνώστη ότι η σωστή κατανόηση της επιχειρηματολογίας που ακολουθεί προϋποθέτει την ανάλυση της αξιακής μορφής. Το χρήμα λαμβάνεται ως ανεξάρτητη έκφραση της αξίας και το κεφάλαιο έχει γίνει εμπόρευμα το ίδιο, όταν το θεωρήσουμε στην πιο αναπτυγμένη μορφή του. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι: «Στο τοκοφόρο κεφάλαιο η σχέση του κεφαλαίου φθάνει την πιο εξωτερική και την πιο φετιχιστική μορφή της» (Μαρξ 1978-β: 493, η υπογράμμιση δική μας). Για άλλη μια φορά συναντάμε τους όρους: χρήμα, εμπόρευμα και φετιχισμός. Ως εκ τούτου, η αποσαφήνιση της επιχειρηματολογίας του Μαρξ σε αυτό το μέρος του 3ου τόμου περνά αναγκαστικά μέσα από το προβληματική του 1ου τόμου του Κεφαλαίου.

Η θεωρία του Μαρξ για το κεφάλαιο δεν είναι μια ανάλυση των ψυχολογικών ενεργειών του καπιταλιστή. Δεν είναι μια κατανόηση πράξεων ενός προϋπάρχοντος υποκειμένου. Αντίθετα, είναι το κύκλωμα του κεφαλαίου που προσδίδει «συνείδηση» στον καπιταλιστή. Η εξουσία του κεφαλαίου είναι απρόσωπη. Στην πραγματικότητα, είναι η δύναμη του χρήματος ως τέτοια (Μαρξ 1978-α: 86). Προχωρώντας σε ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο ανάλυσης, ο Μαρξ αναγνωρίζει στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου ότι η θέση του κεφαλαίου (μπορεί να) καταλαμβάνεται από δύο υποκείμενα. Από τη μία πλευρά ο ιδιοκτήτης ή ο καπιταλιστής του χρήματος (που κατέχει τους τίτλους ιδιοκτησίας της επιχείρησης) και, από την άλλη, ο ενεργός καπιταλιστής (ο μάνατζερ). Αυτό σημαίνει ότι μια λεπτομερής περιγραφή του καπιταλισμού δεν μπορεί να αγνοήσει την κυκλοφορία του τοκοφόρου κεφαλαίου. Η επιχειρηματολογία του Μαρξ παρουσιάζεται στο παρακάτω Σχήμα 2:

Κατά τη διαδικασία δανεισμού, ο ιδιοκτήτης καπιταλιστής Α κατέχει ένα χρεόγραφο, δηλαδή μια γραπτή υπόσχεση πληρωμής (που έχει ενδεχομενικό χαρακτήρα) που προέρχεται από τον μάνατζερ-καπιταλιστή Β. Η υπόσχεση αυτή πιστοποιεί ότι ο Α παραμένει ιδιοκτήτης του χρηματικού κεφαλαίου Χ. Δεν μεταφέρει το κεφάλαιό του στον Β, αλλά του εκχωρεί το δικαίωμα να κάνει χρήση του για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Για λόγους απλότητας, υποθέτουμε δύο γενικές κατηγορίες χρεογράφων: ομόλογα ΧΟ και μετοχές ΧΜ. Στην περίπτωση των πρώτων η επιχείρηση (που διαχειρίζεται ο Β) αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιστρέψει στον Α καθορισμένα και προσυμφωνημένα χρηματικά ποσά ανεξάρτητα από την αποδοτικότητα των λειτουργιών της. Στην περίπτωση των δεύτερων, εξασφαλίζει δανειακά κεφάλαια από την πώληση ενός μέρους της ιδιοκτησίας της, αναλαμβάνοντας τη δέσμευση να καταβάλλει μερίσματα ανάλογα με τα κέρδη της (δεδομένων των μελλοντικών επενδυτικών σχεδίων). Εάν η εταιρεία έχει εισέλθει στο χρηματιστήριο και το διακύβευμα είναι η έκδοση μετοχών, τότε ο καπιταλιστής Β αντιστοιχεί στον μάνατζερ-διευθυντή και ο καπιταλιστής Α στο νόμιμο ιδιοκτήτη.

Το χρήμα λαμβάνεται ως ανεξάρτητη έκφραση της αξίας των εμπορευμάτων και επιτρέπει στον ενεργό καπιταλιστή Β να αγοράσει τα απαραίτητα μέσα παραγωγής και την απαραίτητη για την οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας, εργασιακή δύναμη Εδ. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η παραγωγική διαδικασία λαμβάνει χώρα υπό καθεστώς συγκεκριμένων παραγωγικών σχέσεων (μια συγκεκριμένη ιστορική μορφή των σχέσεων εκμετάλλευσης) και με αυτόν τον τρόπο μετατρέπεται σε διαδικασία παραγωγής υπεραξίας. Το χρηματικό αποθεματικό που ο Β έχει τώρα στη διάθεσή του είναι η υλική έκφραση της κοινωνικής εξουσίας που διαθέτει για να θέσει σε κίνηση την παραγωγική διαδικασία (οικονομική κυριότητα) και για να την ελέγχει (κατοχή).

Θα επιστρέψουμε στην ανάλυση του τοκοφόρου κεφαλαίου στα κεφάλαια 7 και 8 του βιβλίου. Προς το παρόν, αρκεί να παρουσιάσουμε μια γενική περιγραφή των βασικών συνεπειών που έχει η έως τώρα ανάλυσή μας.

Πρώτον, η θέση του κεφαλαίου (η ενσάρκωση των εξουσιών που απορρέουν από τη δομή των παραγωγικών σχέσεων) καταλαμβάνεται τόσο από τον ιδιοκτήτη (κεφαλαιοκράτη του χρήματος) όσο και από τον ενεργό καπιταλιστή. Με άλλα λόγια, η θέση του κεφαλαίου καταλαμβάνεται από παράγοντες που είναι «εσωτερικοί» στην επιχείρηση (μάνατζερ) και «εξωτερικοί» (κάτοχοι χρεογράφων). Η γενική αντίληψη του Μαρξ διαφοροποιείται από τη βασική διάκριση των Κέυνς και Veblen ανάμεσα στην παραγωγική τάξη «εντός» της επιχείρησης και την παρασιτική τάξη των «εξωτερικών» εισοδηματιών. Με τα δικά του λόγια: «Στο προτσές της αναπαραγωγής ο ενεργός κεφαλαιοκράτης αντιπροσωπεύει απέναντι στους μισθωτούς εργάτες το κεφάλαιο σαν ξένη ιδιοκτησία, ο δε κεφαλαιοκράτης του χρήματος, αντιπροσωπευόμενος από τον ενεργό κεφαλαιοκράτη, συμμετέχει στην εκμετάλλευση της εργασίας» (Μαρξ 1978-β: 480). Οι δευτερεύουσες αντιθέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μάνατζερ και των μεγάλων επενδυτών σίγουρα υπάρχουν, αλλά προφανώς αφορούν ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο ανάλυσης.

Δεύτερο, η καθαρή μορφή της ιδιοκτησίας κεφαλαίου (είτε πρόκειται για χρήμα είτε για παραγωγικό κεφάλαιο) είναι το χρηματοπιστωτικό αξιόγραφο, που αντιστοιχεί, δηλαδή, σε «φανταστική χρηματική περιουσία» (όπ.π.: 602). Ο τίτλος ιδιοκτησίας είναι ένα «χάρτινο διπλότυπο», είτε του χρηματικού κεφαλαίου που εκχωρήθηκε στην περίπτωση των ομολόγων ΑΟ, είτε του «υλικού» κεφαλαίου στην περίπτωση των μετοχών ΑΜ. Ωστόσο, η τιμή του χρεογράφου δεν προκύπτει ούτε από την αξία του χρήματος που διατίθεται ούτε από την αξία του «παγίου» υλικού κεφαλαίου. Όπως έχει ήδη αναφερθεί στο πρώτο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου, οι τίτλοι ιδιοκτησίας τιμολογούνται στη βάση του (μελλοντικού) εισοδήματος που θα αποφέρουν στο πρόσωπο που τους κατέχει (κεφαλαιοποίηση σύμφωνα με το τρέχον επιτόκιο το οποίο ενσωματώνει τον κίνδυνο), το οποίο φυσικά είναι μέρος της υπεραξίας που θα παραχθεί. Με αυτή την έννοια οι τίτλοι ιδιοκτησίας είναι sui generis εμπορεύματα που χαράσσουν τη δική τους πορεία. Ο Μαρξ χρησιμοποίησε τον όρο «πλασματικό κεφάλαιο» για να συλλάβει αυτή την πτυχή του τοκοφόρου κεφαλαίου (όπ.π.: 600-3, 590 επ.).

Τρίτο, ο χρηματοπιστωτικός «τρόπος ύπαρξης» της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας – ως υπόσχεση και ταυτόχρονα ως απαίτηση αναμενόμενης υπεραξίας που θα παραχθεί στο μέλλον – καθιστά τη μορφή ύπαρξης του ίδιου του κεφαλαίου ένα (χρηματοπιστωτικό) «παράγωγο», υπό την έννοια ότι η αποτίμησή του εξαρτάται από (καθορίζεται από) την ικανότητα παραγωγής κέρδους της ατομικής επιχείρησης. Εν συντομία, το κεφάλαιο εμφανίζεται στην οικονομική εμπειρία ως «τιτλοποιημένη» κοινωνική σχέση. Οι μετοχές και τα ομόλογα, τα δύο οχήματα ιδιοκτησίας στο γενικό αναλυτικό πλαίσιό μας, μπορούν εύκολα να θεωρηθούν ως πρωτόλεια δικαιώματα προαίρεσης (primitive options).12 Υπό την υπόθεση της περιορισμένης ευθύνης (limited liability), ο καπιταλιστής του χρήματος αγοράζει δικαιώματα προαίρεσης επί των κερδών της καπιταλιστικής επιχείρησης, ενώ η μέγιστη απώλειά του μπορεί να είναι ίση με την τιμή αγοράς του τίτλου ιδιοκτησίας. Όπως θα εξηγήσουμε στο μέρος ΙΙΙ του βιβλίου, αυτό μπορεί να φαίνεται τεχνικό ζήτημα, αλλά στη μαρξιστική ανάλυση δεν είναι, πρόκειται για ένα αυθεντικό αποτέλεσμα της πραγμοποίησης της κοινωνικής σχέσης σε εμπόρευμα. Ο Μαρξ είναι πολύ σαφής ως προς το ότι η εμπορευματοποίηση της σχέσης του κεφαλαίου συνδέεται με τον φετιχισμό. Με άλλα λόγια, η αποτίμηση του κεφαλαίου βασίζεται σε μια συγκεκριμένη αναπαράσταση της καπιταλιστικής οικονομίας και η αναπαράσταση αυτή είναι δραστική για την οργάνωση της κύκλησης του κεφαλαίου. Αυτό το αποτέλεσμα της προβληματικής του Μαρξ έχει περάσει εντελώς απαρατήρητο σε πολλές μαρξιστικές συζητήσεις. Και όμως, είναι κρίσιμο για την κατανόηση της λειτουργίας της χρηματοπιστωτικής σφαίρας.

Τέταρτο, ένα απλό αποτέλεσμα του προηγούμενου είναι ότι η «εμπορευματοποίηση του κινδύνου» με τη μορφή των παραγώγων βρίσκεται στην καρδιά του κυκλώματος του κεφαλαίου. Η τιμή του κεφαλαίου (ως τιμή του χρεογράφου) βασίζεται σε μια συγκεκριμένη (ιδεολογική) εκτίμηση των αναμενόμενων αποτελεσμάτων της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης που δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί. Πρόκειται για μια διαδικασία, η οποία εκτιμά και αξιολογεί εκ των προτέρων μελλοντικά γεγονότα της ταξικής πάλης (κατά κύριο λόγο), ως κινδύνους (η εσωτερική λειτουργία μιας επιχείρησης αποτελεί ένα πολιτικό έδαφος και άρα παραγωγή της υπεραξίας ως κατάσταση μάχης είναι κάτι που ποτέ δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο, καθώς πάντα υπάρχει η αντίσταση των εργαζόμενων). Η ανάδυση των χρηματοπιστωτικών παραγώγων επιτρέπει την επίτευξη των αποδόσεων των χρεογράφων μέσα από εναλλακτικές διαδρομές και ως εκ τούτου, την εμπορευματοποίηση των «κινδύνων» που συνδέονται με την κυριότητα επί του κεφαλαίου.13 Την ίδια στιγμή, ό,τι μπορεί να εμπορευματοποιηθεί μπορεί επίσης και να αποτιμηθεί, και αυτή η τιμολόγηση δεν είναι καθόλου κοινωνικά ουδέτερη και αυθαίρετη. Βασίζεται σε μια συγκεκριμένη ερμηνεία της καπιταλιστικής πραγματικότητας που φέρνει στο προσκήνιο τις συμπεριφορές και στρατηγικές που απαιτούνται για την αποτελεσματική αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο Μαρξ αναλύει τη χρηματοπιστωτική σφαίρα υπό το πρίσμα της θεωρίας του φετιχισμού. Θεωρούμε ότι το «μυστικό» της χρηματιστικοποίησης βρίσκεται στην πτυχή της αποτίμησης κινδύνου, μια πτυχή που είναι βαθιά ριζωμένη στο κύκλωμα του κεφαλαίου. Από την άποψη αυτή, η χρηματοπιστωτική σφαίρα μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι είναι μια τεχνολογία εξουσίας που οργανώνει τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας. Οι τεχνικές διαχείρισης κινδύνου, που συνδέονται με τη λειτουργία της «απελευθερωμένης» αγοράς χρήματος, είναι πράγματι ένα κρίσιμο στοιχείο διαχείρισης της αντίστασης της εργασίας.

Επιπλέον, ο Μαρξ υποστήριξε ρητά ότι το ίδιο αναλυτικό πλαίσιο ισχύει και για κάθε μελλοντική ροή εσόδων, η οποία μπορεί έτσι να θεωρηθεί ως έσοδο που αντιστοιχεί σε πλασματικό κεφάλαιο και έχει τη δυνατότητα να βρει μια διέξοδο στις δευτερογενείς αγορές (όπ.π.: 597-9). Αυτό ισχύει για τις επιχειρήσεις (ατομικά κεφάλαια), ανεξάρτητα από τον κλάδο στον οποίο λειτουργούν. Για παράδειγμα, οι μετοχές μιας επενδυτικής τράπεζας ή μιας ασφαλιστικής εταιρείας μπορεί να είναι ιδιοκτησία μιας άλλης τράπεζας, μιας αλυσίδας εστιατορίων ή μιας βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα, ενός συνταξιοδοτικού ταμείου ή ενός καλοπληρωμένου δημοσίου υπαλλήλου.

Πέμπτον, η θεμελιώδης προϋπόθεση για μια εξελιγμένη χρηματοπιστωτική σφαίρα είναι η λειτουργία της δευτερογενούς αγοράς, που να εξασφαλίζει υψηλή ρευστότητα στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Η διαδικασία καθορισμού των τιμών, τόσο των πρωτογενών χρεογράφων όσο και κάθε καινοτόμου χρηματοπιστωτικού προϊόντος (παράγωγα), υπό το φως των προλεχθέντων, απαιτεί «συνεχή» χρηματοπιστωτική αποτίμηση, και η εν λόγω «συνεχής» τιμολόγηση εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα χρηματοδοτικής ρευστότητας. Παρά το γεγονός ότι η επίδραση αυτή έχει πολλές συνέπειες για τη μορφή του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού τοπίου (δεν έχουμε το χώρο να το επεξεργαστούμε εδώ), θα αναφέρουμε μόνο το εξής: «Η ομαλή λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος στηρίζεται στην υπόθεση ότι η δυνατότητα συναλλαγής μπορεί να γίνει ακόμη και υπό κρίσιμες συνθήκες αγοράς» (Borio 2007: 7. Βλ. επίσης Persaud 2002, Dooley 2009). Αλλά αυτό ακριβώς αποτελεί τη θεμελιώδη αντίφαση του σύγχρονου καπιταλισμού. Η επέκταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος καθιστά την καπιταλιστική εκμετάλλευση πιο αποτελεσματική, αλλά ταυτόχρονα την καθιστά σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τη ρευστότητα της αγοράς. Όταν η τελευταία εξατμίζεται, όλο το σκηνικό διαταράσσεται γρήγορα. Με άλλα λόγια, η ζήτηση για περισσότερη πειθαρχία στις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας καθιστά το οικονομικό περιβάλλον πιο ευάλωτο και πιο ευαίσθητο. Αυτός είναι ένας αναπόφευκτος συμβιβασμός, η ρίζα της χρηματοοικονομικής αστάθειας των σύγχρονων κοινωνιών. H ρευστότητα αποτελεί ενδογενές στοιχείο του συστήματος. Σε περιόδους πίεσης, η αποτίμηση του κινδύνου μεταβάλλεται (για λόγους που σχετίζονται με την ταξική πάλη), οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως εγγύηση καταρρέουν, οι δανειστές κόβουν τη ροή της πίστωσης και/ή αυξάνουν τα επιτόκια για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους απέναντι στο ρίσκο που αναλαμβάνει ο αντισυμβαλλομένος, η ρευστότητα εξαφανίζεται ακριβώς όταν χρειάζεται περισσότερο, και ουσιαστικά η όλη διαδικασία τιμολόγησης καταρρέει (βλ. Borio 2007, Dooley 2009). Αυτή είναι μια ανάγνωση εκείνου που μπορεί να ονομαστεί υπόθεση «χρηματοοικονομικής αστάθειας» του Μαρξ: «Η καπιταλιστική εκμετάλλευση είναι αποσταθεροποιητική».

6. Χρηματοπιστωτική σφαίρα, κρίση,

καινοτομία και παραγωγή σχετικής υπεραξίας

Αυτό το βιβλίο θα επανεξετάσει τη σύγχρονη χρηματοπιστωτική σφαίρα σύμφωνα με το παραπάνω αναλυτικό πλαίσιο. Φυσικά, το επιχείρημα που έχει αναπτυχθεί ως εδώ δεν εξαντλεί το θέμα, θέτει μόνο ένα σημείο εκκίνησης για περαιτέρω ανάλυση. Ρητά ή σιωπηρά, ο Μαρξ τοποθετεί τη χρηματοπιστωτική σφαίρα στην καρδιά του καπιταλισμού, ανεξάρτητα από την ιστορική φάση του τελευταίου. Όπως θα γίνει σαφές στα επόμενα κεφάλαια, ένας άλλος περιεκτικός ορισμός της καπιταλιστικής οικονομίας θα μπορούσε να είναι «η οικονομία του υποσχετικού γραμματίου», με όλες τις αναλυτικές επιπτώσεις αυτής της θέσης. Σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ: «Αυτός ο κοινωνικός χαρακτήρας του κεφαλαίου πετυχαίνεται και πραγματοποιείται πέρα για πέρα μόνο με την πλήρη ανάπτυξη του πιστωτικού και τραπεζικού συστήματος» (Μαρξ 1978-β: 758).

Μια από τις σημαντικότερες συνέπειες της κεντρικότητας της χρηματοπιστωτικής σφαίρας στον καπιταλισμό είναι ο επιρρεπής σε κρίσεις χαρακτήρας της. Στο 32ο κεφάλαιο του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου ο Μαρξ παρατηρεί:

«Όσο καιρό ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας θα εμφανίζεται ως η χρηματική ύπαρξη του εμπορεύματος, και, επομένως, ως ένα πράγμα έξω από την πραγματική παραγωγή, είναι αναπόφευκτες οι χρηματικές κρίσεις, είτε ανεξάρτητα από τις πραγματικές κρίσεις είτε σαν όξυνση πραγματικών κρίσεων». (Μαρξ 1978-β: 650).

Όπως γνωρίζουμε, οι κρίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι συχνά το προοίμιο, και μερικές φορές το αποτέλεσμα, των κρίσεων υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Μερικές φορές πάλι, η χρηματοπιστωτική κρίση εκδηλώνεται ανεξάρτητα από την ευρύτερη οικονομική συγκυρία, δηλαδή δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο αποτέλεσμα στο επίπεδο κερδοφορίας και το επίπεδο απασχόλησης των συντελεστών παραγωγής στους άλλους τομείς της οικονομίας πέρα από την χρηματοπιστωτική σφαίρα ή κάποια συγκεκριμένα τμήματά της. Αυτό, για παράδειγμα, συνέβη στην περίπτωση της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 1987, όταν κατέρρευσαν οι τιμές των μετοχών στα διεθνή χρηματιστήρια, παρέχοντας στον τύπο την ευκαιρία να μιλήσει για την επιστροφή «του 1929 και της Μεγάλης Ύφεσης». Αλλά αυτό συνέβη επίσης στις περισσότερες από 124 κρίσεις στο τραπεζικό σύστημα που καταγράφηκαν μεταξύ των ετών 1970 και 2007. Στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ σημειώνει επίσης:

«Πρέπει φυσικά να γίνει διάκριση ανάμεσα στη χρηματική κρίση, έτσι όπως καθορίζεται στο κείμενο σαν ιδιαίτερη φάση κάθε γενικής κρίσης παραγωγής και εμπορίου, και στο ειδικό βάρος της κρίσης, που την ονομάζουν επίσης χρηματική κρίση, που μπορεί όμως να εκδηλωθεί ανεξάρτητα, έτσι που μόνο σαν αντίχτυπος επιδρά στη βιομηχανία και το εμπόριο. Πρόκειται για κρίσεις που το κινητό τους κέντρο είναι το χρηματικό κεφάλαιο και που για το λόγο αυτό έχουν σαν άμεσή τους σφαίρα δράσης την τράπεζα, το χρηματιστήριο και τη χρηματική κυκλοφορία» (Μαρξ1978-α: 150-51).

Συνεπώς, είναι προφανές ότι κάθε ειδική χρηματοπιστωτική κρίση πρέπει να εξεταστεί τόσο σε σχέση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της όσο και σε σχέση με την αλληλεπίδρασή της με άλλους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας και την ευρύτερη οικονομική συγκυρία, πριν καταστεί δυνατό να εξαχθούν συμπεράσματα ως προς τις αιτίες της, την έκταση και τις συνέπειές της.

Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, στο πλαίσιο της ανάλυσης του παρόντος κεφαλαίου, η χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση είναι σίγουρα μια «παραγωγική» καπιταλιστική δραστηριότητα: εκμεταλλεύεται εργασία και παράγει υπεραξία σύμφωνα με τις καθιερωμένες καπιταλιστικές συνθήκες. Αυτή η αντίληψη έχει μια σειρά από σημαντικά αποτελέσματα για την κατανόηση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας. Για παράδειγμα, οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις κυριαρχούνται από τους δύο μηχανισμούς απόλυτης και σχετικής αύξησης του ποσοστού της υπεραξίας (ως αναλογίας του μεταβλητού κεφαλαίου), ήτοι: «την παραγωγή της απόλυτης και σχετικής υπεραξίας» (βλ. Μαρξ 1978-α, Κεφ. 10, 14).

Αυτό σημαίνει ότι όπως και σε κάθε άλλη ατομική επιχείρηση, η εισαγωγή καινοτομιών στις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις αποτελεί έκφραση του ανταγωνισμού που πηγάζει από την παραγωγή επιπλέον υπεραξίας. Οι ανταγωνιστικοί μεταξύ τους χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί πάντα επιδιώκουν να εισαγάγουν καινοτομίες για να δώσουν στον εαυτό τους ένα συγκριτικό πλεονέκτημα που εξασφαλίζει επιπλέον κέρδος. Αυτή η τάση, η οποία είναι έμφυτη στη λειτουργία του κεφαλαίου, διαδίδει εύκολα τις χρηματοπιστωτικές καινοτομίες σε ολόκληρο τον κλάδο, μειώνοντας το κόστος των προσφερόμενων υπηρεσιών και κάνει τη χρηματοοικονομική καινοτομία ενδογενές στοιχείο του κυκλώματος του κεφαλαίου. Δεδομένων των κοινωνικών συσχετισμών δύναμης, οι τεχνικές αλλαγές και καινοτομίες στον χρηματοπιστωτικό τομέα πρέπει να θεωρηθούν ως προκύπτουσες από τις εγγενείς τάσεις που καθορίζουν το καπιταλιστικό σύστημα στο σύνολό του, δηλαδή, από τις τάσεις που ρυθμίζουν τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου.

Για παράδειγμα, όσον αφορά τη διαδικασία παραγωγής σχετικής υπεραξίας,14 ο Μαρξ υποστήριξε ότι η τεχνολογική καινοτομία μειώνει την αξία των αγαθών διαβίωσης και ως εκ τούτου την αξία του εκάστοτε δεδομένου μισθιακού καλαθιού εμπορευμάτων (το οποίο έχει προκύψει ως αποτέλεσμα της ταξικής πάλης). Έτσι, ο ίδιος «πραγματικός» μισθός (μισθιακό καλάθι εμπορευμάτων) κοστίζει λιγότερο στον καπιταλιστή και αυξάνει την υπεραξία που παράγεται. Αυτό είναι, πράγματι, ένα γενικό αναλυτικό σχήμα, το οποίο θα πρέπει να επεκταθεί και στη χρηματοπιστωτική σφαίρα. Η καινοτομία επιτρέπει στη χρηματοπιστωτική σφαίρα να αγγίξει διάφορες κατηγορίες νοικοκυριών (ακόμη και εκείνα που αγωνίζονται να επιβιώσουν με επισφαλείς θέσεις εργασίας) και μειώνει την ποσότητα των χρημάτων που ο καπιταλιστής πρέπει να πληρώσει για τον πραγματικό μισθό, δηλαδή το καθιερωμένο καλάθι των αγαθών που εξασφαλίζει την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Με απλά λόγια, αν ένα αυτοκίνητο είναι μέρος αυτού του καλαθιού, ένα μέσο νοικοκυριό μπορεί να το αντέξει οικονομικά με χαμηλότερο χρηματικό μισθό στη βάση της τραπεζικής πίστωσης. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί όσον αφορά την εκπαίδευση των παιδιών, την οικογενειακή στέγη, την ασφάλιση της υγείας, κλπ. Η χρηματοπιστωτική καινοτομία μειώνει την αξία του καλαθιού που αντιπροσωπεύει ο μισθός και ως εκ τούτου αυξάνει το καπιταλιστικό κέρδος (φυσικά αυτή είναι μόνο μια πτυχή της όλης διαδικασίας της χρηματοπιστωτικής καινοτομίας αφού ο δανεισμός δεν αφορά μόνο νοικοκυριά).

Στην πραγματικότητα, αυτή ακριβώς είναι η πτυχή της λεγόμενης χρηματιστικοποίησης15. Μια πολυσυζητημένη εξέλιξή της αφορά τη μεταφορά υψηλότερου κινδύνου στον τομέα των νοικοκυριών (βλ. Borio 2007: 5-4). Οι ισολογισμοί των νοικοκυριών έχουν αυξηθεί σημαντικά (και όχι μόνο το χρέος τους). Αυτό σημαίνει ότι τόσο το χρέος των νοικοκυριών όσο και τα περιουσιακά τους στοιχεία έχουν αυξηθεί σε σχέση με τα οικογενειακά εισοδήματα. Υπό το πρίσμα της παραπάνω ανάλυσης είναι προφανές ότι οι χρηματοοικονομικές καινοτομίες (τα subprime δάνεια ήταν απλά ένα μικρό μέρος τους) δημιούργησαν τη δυνατότητα για σχετικές μειώσεις των χρηματικών μισθών. Οι πρόσφατες τάσεις δείχνουν ότι τα υψηλά χρέη δημιουργούνται παράλληλα με τη συμπίεση των μισθών, τη μείωση του μεριδίου εισοδήματος [σ.τ.μ. της εργασίας] και την αύξηση της ανισότητας.16 Παρ’ όλα αυτά, στο πνεύμα της ανάλυσης του Μαρξ, εμείς υποστηρίζουμε μια διαφορετική φορά αιτιότητας από αυτήν που είναι κυρίαρχη στις συζητήσεις των ετεροδόξων οικονομολόγων. Το αυξημένο χρέος που βασιζόταν στον ανταγωνισμό των χρηματοπιστωτικών καινοτομιών δίνει τη δυνατότητα ύπαρξης χαμηλότερων μισθών και όχι το αντίθετο.17 Από μαρξιστική άποψη είναι απολύτως παραπλανητικό να ανάγεται η σύγχρονη αύξηση του χρέους με την υποκατανάλωση των εργαζομένων ή τις κακές οικονομικές καπιταλιστικές επιδόσεις στις δυτικές κοινωνίες.18 Όπως θα γίνει φανερό στο υπόλοιπο του βιβλίου, η ανάδυση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας δεν συνεπάγεται έναν αδύναμο, αλλά έναν ισχυρό και βαθιά εμπεδωμένο καπιταλισμό, όταν ο τελευταίος γίνεται αντιληπτός ως σύστημα ταξικής εκμετάλλευσης και αξιοποίησης κεφαλαίου, σε αντιστοιχία με την ανάλυση του Μαρξ.

Ένα άλλο λάθος που γίνεται στη σύγχρονη συζήτηση είναι ότι αυτό που έχει αυξηθεί δεν είναι το χρέος καθαυτό, αλλά η εξάρτηση επίσης του τομέα των νοικοκυριών από συναλλαγές χρηματοπιστωτικού ισολογισμού. To τονίζουμε αυτό, γιατί η έμφαση αποκλειστικά και μόνο στο χρέος κρύβει άλλες σημαντικές πλευρές της ίδιας της διαδικασίας χρηματιστικοποίησης. Η χρηματιστικοποίηση των νοικοκυριών βασίζεται στην κεφαλαιοποίηση τόσο του κόστους όσο και των εσόδων των νοικοκυριών. Ένα νοικοκυριό μπορεί να δανειστεί για να αγοράσει ένα ακίνητο, αλλά η συναλλαγή αυτή προσθέτει ένα περιουσιακό στοιχείο (σπίτι) και μια υποχρέωση (τραπεζικό δάνειο) στον ισολογισμό της οικογένειας. Αλλά πάνω απ’ όλα, η ίδια συναλλαγή βασίζεται κατά κύριο λόγο στην κεφαλαιοποίηση (τιτλοποίηση) των μισθιακών ροών (μισθιακή σχέση), η οποία εμφανίζεται ως περιουσιακό στοιχείο του χαρτοφυλακίου των νοικοκυριών. Η ύπαρξη του μισθού ως μιας μορφής πλασματικού κεφαλαίου αναφερόταν ρητά ως δυνατότητα από τον Μαρξ στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου.19

Από μόνη της, η εξέλιξη αυτή έχει τέσσερις σημαντικές συνέπειες. Κατ’ αρχάς, ένα μεγαλύτερο ποσοστό του πλούτου των νοικοκυριών εμφανίζεται με τη μορφή ρευστών διαθεσίμων (συμπεριλαμβανομένης της ακίνητης περιουσίας), δηλαδή σε μια μορφή που είναι ευάλωτη στους κινδύνους της αγοράς. Δεύτερον, στο ιδεολογικό επίπεδο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης εμφανίζονται ως ταυτόσημα με αυτά των καπιταλιστών καθώς οι ιδιοκτήτες κεφαλαίου και οι εργαζόμενοι όλο και περισσότερο διατηρούν και αντιλαμβάνονται τον πλούτο τους με τη μορφή ρευστού περιουσιακού στοιχείου. Τρίτον, συνολικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα γίνεται όλο και πιο ευάλωτο και επιρρεπές σε κρίσεις, και τα νοικοκυριά επηρεάζονται περισσότερο από χρηματοπιστωτικά γεγονότα.

Όμως, τέταρτο και πιο σημαντικό, η κοινωνική αναπαραγωγή των νοικοκυριών των εργαζομένων γίνεται ολοένα και πιο εξαρτημένη από τη διαχείριση κινδύνου. Αυτή είναι η πιο σημαντική στιγμή της χρηματοπιστωτικής καινοτομίας ως κοινωνικής διαδικασίας. Είναι μέσω αυτού του καναλιού «διαχείρισης του κινδύνου» που η χρηματοπιστωτική σφαίρα εν γένει (όχι μόνο η χρηματιστικοποίηση των νοικοκυριών) μορφοποιεί και πειθαρχεί την κοινωνική συμπεριφορά σύμφωνα με τους κανόνες του κεφαλαίου. Σε έναν επισφαλή κόσμο, η διαχείριση του κινδύνου σημαίνει τόσο αντιστάθμιση του κινδύνου όσο και «εκμετάλλευσή» του. Όμως, κάποιος μπορεί να «εκμεταλλευτεί» τον κίνδυνο μόνο αν «παίζει καλά» και σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού. Από την άποψη αυτή, η χρηματοπιστωτική σφαίρα μπορεί επίσης να θεωρηθεί μια τεχνολογία εξουσίας που οργανώνει την αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας στην καπιταλιστική κοινωνία. Η διαχείριση του κινδύνου δεν δαμάζει το μέλλον, αλλά κάνει την εργασία «όμηρο του δικού της μέλλοντος», δηλαδή, όμηρο των απαιτήσεων του κεφαλαίου. Στο υπόλοιπο του βιβλίου αναπτύσσεται αυτό το επιχείρημα.

Βιβλιογραφία

Althusser, L. (1976) Essays in Self-Criticism, London: New Left Books.

Althusser, L. (2006) Philosophy of the Encounter: Later Writings, 1978-1987, London and New York: Verso.

Atkinson, A. B., Piketty, T. and Saez, E. (2011) “Top Incomes in the Long Run of History,” Journal of Economic Literature, 49(1): 3–71.

Borio, C. (2007) “Change and constancy in the financial system: implications for financial distress and policy,” BIS Working papers, no. 237. Online. Available HTTP: http://www.bis.org/publ/work346.pdf (accessed 12 August 2012).

Callinicos, A. (2010) Bonfire of Illusions. The Twin Crises of the Liberal World, Cambridge: Polity Press.

Davidson, P. (2002) Financial Markets, Money and the Real World, Cheltenham (UK) and Northampton (USA): Edward Elgar.

Dooley, M. (2009) “Central Bank Responses to Financial Crises,” BIS working paper. Online. Available HTTP: https://www.bis.org/publ/bppdf/bispap51g.pdf (accessed 5 August 2012).

Duménil, G. and Lévy, D. (2011) The Crisis of Neoliberalism, Cambridge (USA) and London (UK): Harvard University Press.

Goodhart (1989) Money, Information and Uncertainty, 2nd edition, London: McMillan Education ltd.

Hoffman, P. T., Postel-Vinay, G. and Rosenthal, J.-L. (2007) Surviving Large Losses: Financial Crises, the Middle Class, and the Development of Capital Markets, Cambridge (USA) and London: Harvard University Press.

LiPuma, E. and Lee, B. (2004) Financial Derivatives and the Globalization of Risk, Durham and London: Duke University Press.

Marx, K. (1969) Resultate des unmittelbaren Produktionsprozesses. Das Kapital. I. Buch. Der Produktionsprozess des Kapitals. VI. Kapitel, Frankfurt/M.: Verlag Neue Kritik.

Μαρξ , K. (1978-α) To Κεφάλαιο, τ. 1ος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ, K. (1978-β) To Κεφάλαιο, τ. 3ος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ, K. (1979) To Κεφάλαιο, τ. 2ος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ, Κ. (1983) Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής [VI ανέκδοτο κεφάλαιο], Αθήνα: Α/συνέχεια.

Μαρξ, Κ. (1990), Grundrisse. Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος Β΄. Αθήνα: Στοχαστής.

Μηλιός, Γ., Δ. Δημούλης, και Γ. Οικονομάκης (2005) Η θεωρία του Μαρξ για τον καπιταλισμό. Πλευρές μιας θεωρητικής και πολιτικής ρήξης, Αθήνα: Νήσος.

Μηλιός, Γ. και Δ. Π. Σωτηρόπουλος (2011) Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση, Αθήνα: Νήσος.

Milanovic, B. (2011) The Haves and the Have-Nots, New York: Basic Books.

Milios, J. and Sotiropoulos, D. P. (2009) Rethinking Imperialism: A Study of Capitalist Rule, London and New York: Palgrave Macmillan.

Minsky, H. P. (1993) “Schumpeter and Finance,” in S. Biasco, A. Roncaglia and M. Salvati (eds) Market and Institutions in Economic Development: Essays in Honor of Sylos Labini, New York: St. Martin’s Press.

Mohun, S. (2006) “Distributive Shares in the U.S. Economy, 1964-2001,” Cambridge Journal of Economics, 30: 347-370.

O’Hara, P. A. (2006) Growth and Development in the Global Political Economy, London and New York: Routledge.

Onaran, O., Stockhammer, E. and Grafl, L. (2011) “Financialization, Income Distribution and Aggregate Demand in the USA,” Cambridge Journal of Economics, 35(4): 637-661.

Palloix, C. (1977) “The Self Expansion of Capital on a World Scale,” Review of Radical Political Economics, 9(2): 1–28.

Persaud, A. (2002) “Liquidity Black Holes,” World Institute for Development Economics Research, working paper, no. 2002/31. Online. Available HTTP: http://archive.unu.edu/hq/library/Collection/PDF_files/WIDER/WIDERdp2002.31.pdf (accessed 30 November 2012).

van der Pijl, K. (1998) Transnational Classes and International Relations, London and New York: Routledge.

Shaikh, A. M. and Tonak, A. E. (1994) Measuring the Wealth of Nations: A Political Economy of National Accounts, New York: Cambridge University Press.

Steinherr, A. (2000). Derivatives: The Wild Beast of Finance. A Path to Effective Globalization, Chichester: John Wiley and Sons Ltd.

Stockhammer, E. (2012) “Financialization, Income Distribution and the Crisis,” Investigacion Economica, 71(279): 39-70.

Stockhammer, E. and Sotiropoulos, D. (2012) “The costs of rebalancing the Euro area,” Working Paper, Post-Keynesian Economics Study Group. Online. Available HTTP: http://www.postkeynesian.net/downloads/wpaper/PKWP1206.pdf (accessed 21 November 2012).

Streeck, W. (2009) “Four Books on Capitalism,” Socio-Economic Review, 4(7): 741-754.


1 Μετάφραση του Κεφαλαίου 3, του υπό έκδοση βιβλίου A Political Economy of Contemporary Capitalism: Demystifying Finance, που θα κυκλοφορήσει τον Ιούνιο του 2013 από τον εκδοτικό οίκο Routledge.

2 Όπως συζητήσαμε στο κεφάλαιο 2, αυτή η γραμμή σκέψης υπάρχει ήδη σαφώς στον Χίλφερντιγκ. Για παράδειγμα, ακολουθώντας τους Shaikh και Tonak (1994), ο Mohun (2006: 350) υποστηρίζει τα εξής: «Δραστηριότητες που περιλαμβάνουν μόνο την πώληση της παραγωγής και την αγορά εισροών (εμπορικές δραστηριότητες), ή την κινητοποίηση χρηματικών ποσών και πιστώσεων με σκοπό τη χρηματοδότηση της παραγωγής (χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες) δεν αποτελούν μέρος της παραγωγής. Αυτές οι δραστηριότητες απασχολούν μεγάλο αριθμό εργαζομένων με σχέσεις μισθωτής εργασίας, αλλά συνιστούν τροποποίηση της μορφής ύπαρξης της αξίας που έχει ήδη παραχθεί, ή οργανώνουν δεσμεύσεις και αξιώσεις πάνω σε αξία που θα παραχθεί στο μέλλον. Επειδή θέτουν σε κυκλοφορία αξία, χωρίς να την δημιουργούν, είναι μη παραγωγικές δραστηριότητες».

3 Η επιχείρηση (δηλαδή το ατομικό κεφάλαιο, σύμφωνα με την ορολογία του Μαρξ), και όχι ο μεμονωμένος εργαζόμενος, είναι ο πραγματικός παραγωγός. Είναι αδύνατο να γίνει διάκριση μεταξύ «παραγωγικών» και «μη παραγωγικών» εργαζομένων της κάθε επιχείρησης. Όπως το θέτει ο Μαρξ (1983: 129-140): «Με την ανάπτυξη της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο ή του ειδικά καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ο πραγματικός λειτουργός του συνολικού προτσές εργασίας παύει να είναι ο μεμονωμένος εργάτης, αλλά γίνεται ολοένα και περισσότερο μια κοινωνικά συνδυασμένη ικανότητα εργασίας και […] οι διάφορες ικανότητες εργασίας, που ανταγωνίζονται, και που αποτελούν τη συνολική παραγωγική μηχανή, παίρνουν μέρος με πολλούς διαφορετικούς τρόπους στο άμεσο προτσές της διαμόρφωσης των εμπορευμάτων, ή εδώ καλλίτερα των προϊόντων».

4 Για μια γενική συζήτηση γύρω από τη χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση δες Goodhart (1989), Hoffman et al (2007), Steinherr (2000), Borio (2007).

5 Βλ. Μηλιός, Δημούλης και Οικονομάκης (2005). Για μια διεξοδική συζήτηση σχετικά με την επιστημολογική τομή στο έργο του Μαρξ βλ. Althusser (1976).

6 Για παράδειγμα, μπορούμε να αναφέρουμε ενδεικτικά εδώ τις ακόλουθες παρεμβάσεις: Minsky (1993), Palloix (1977), O’Hara (2006), Pijl (1998), Duménil και Lévy (2011), LiPuma και Lee (2004), Davidson (2002). Η ακόλουθη διατύπωση του Callinicos (2010: 30) είναι χαρακτηριστική: «ο Μαρξ διακρίνει τρία είδη του κεφαλαίου - παραγωγικό, εμπορικό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. [...] Οι έμποροι και οι καπιταλιστές του χρηματοπιστωτικού τομέα εξασφαλίζουν ένα μερίδιο της υπεραξίας που δημιουργείται στην παραγωγή χάρη στις οικονομικές λειτουργίες που επιτελούν».

7 Δεν συναντάμε ένα ενιαίο επιχείρημα στη βιβλιογραφία. Αυτό που βλέπουμε είναι ένα φάσμα προσεγγίσεων που συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό στην ίδια αναλυτική γραμμή. Σε αυτή την ενότητα, θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε το περίγραμμα του «μέσου όρου» τους και να εντοπίσουμε τα κοινά στοιχεία της προβληματικής τους.

8 Για μια πρώτη συζήτηση για το θέμα της μεθόδου παρουσίασης του Μαρξ και τις δυσκολίες που δημιουργεί βλ. Althusser (2006).

9 Για μια πολύ καλή επισκόπηση αυτής της προβληματικής βλ. Streeck (2009).

10 Για μια συστηματική επεξεργασία αυτών των ζητημάτων βλ. Μηλιός και Σωτηρόπουλος (2011) και το προηγούμενο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου.

11 Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο η καταγωγή της ιστορικιστικής ή θεσμική (institutionalist) πρσέγγισης στις μαρξιστικές συζητήσεις μπορεί να βρεθεί στην παρέμβαση του Hilferding.

12 Αυτή είναι πράγματι μια βασική ιδέα της σύγχρονης χρηματοοικονομικής θεωρίας στην οποία βασίζονται τα μοντέλα αποτίμησης των παραγώγων (βλ. Steinherr 2000: 18). Θα επανέλθουμε σε αυτό το ζήτημα στο Μέρος ΙΙΙ αυτού του βιβλίου.

13 Βλ. το μέρος III του βιβλίου, και Borio (2007), Steinherr (2000).

14 «Η αξία των εμπορευμάτων είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την παραγωγική δύναμη της εργασίας. Το ίδιο ισχύει και για την αξία της εργατικής δύναμης επειδή καθορίζεται από αξίες εμπορευμάτων. Αντίθετα, η σχετική υπεραξία είναι απευθείας ανάλογη προς την παραγωγική δύναμη της εργασίας. Αυξάνεται όταν ανεβαίνει και ελαττώνεται όταν πέφτει η παραγωγική δύναμη. [...] Γι’ αυτό εσωτερικό κίνητρο και μόνιμη τάση του κεφαλαίου είναι να ανεβάζει την παραγωγική δύναμη της εργασίας, για να φτηναίνει τα εμπορεύματα και το φτήναιμα των εμπορευμάτων να φτηναίνει τον ίδιο τον εργάτη» (Μαρξ 1978-α: 334).

15 Θα επανέλθουμε σ’αυτά τα θέματα στο μέρος ΙΙΙ του βιβλίου.

16 Για παράδειγμα βλ. Borio (2007), Atkinson et al (2011), Milanovic (2011), Stockhammer (2012), Onaran, Stockhammer and Grafl (2011).

17 Στη συνέχεια, στο 7ο κεφάλαιο, θα εξετάσουμε κάποιες ετερόδοξες προσεγγίσεις για την χρηματιστικοποίηση.

18 Είναι πράγματι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς μια διαφορετική αιτιολογία για μεγάλο χρονικό διάστημα: αν τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν μια συνεχή συμπίεση των εισοδημάτων τους, το τελευταίο πράγμα που θα κάνουν είναι να συσσωρεύσουν περισσότερο χρέος.

19 «Η μορφή του τοκοφόρου κεφαλαίου συνεπάγεται ότι κάθε καθορισμένο και τακτικό χρηματικό εισόδημα εμφανίζεται σαν τόκος ενός κεφαλαίου, αδιάφορο αν προέρχεται από ένα κεφάλαιο ή όχι. [...] Ας πάρουμε για παράδειγμα το κρατικό χρέος και το μισθό εργασίας. [...] Σε αντίθεση προς το κεφάλαιο του κρατικού χρέους, όπου ένα πλην εμφανίζεται σαν κεφάλαιο […] θα εξετάσουμε τώρα την εργατική δύναμη. Ο μισθός εργασίας εννοείται εδώ σαν τόκος και επομένως η εργατική δύναμη σαν κεφάλαιο που αποφέρει αυτό τον τόκο. [...] Ο παραλογισμός του κεφαλαιοκρατικού τρόπου αντίληψης φτάνει εδώ στο αποκορύφωμά του, γιατί, αντί να εξηγήσει την αξιοποίηση του κεφαλαίου με την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, εξηγάει αντίστροφα, την παραγωγικότητα της εργασίας με το ότι η ίδια η εργατική δύναμη είναι το μυστηριώδες αυτό πράγμα, είναι τοκοφόρο κεφάλαιο» (Μαρξ 1978-β: 586-88).