ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΕΞΟΥΣΙΑΣ:

ΜΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ1

των Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου, Γιάννη Μηλιού,

Σπύρου Λαπατσιώρα και Paul Auerbach

1. Εισαγωγή

Όταν το καλοκαίρι του 2007 διαβάζαμε στον ξένο κυρίως τύπο για τα προβλήματα που σταδιακά παρουσιάζονταν σε σημαντικές τράπεζες (όσον αφορά στο μέγεθος των χαρτοφυλακίων τους), όχι μόνο της αμερικανικής οικονομίας, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι τα πράγματα θα έφταναν ως εδώ. Εντούτοις η ίδια κρίση είχε και ένα ακόμα σημαντικό αποτέλεσμα που δεν έχει λάβει την απαραίτητη έμφαση: Αναζωπυρώθηκαν οι συζητήσεις περί ανταγωνιστικών ως προς τον καπιταλισμό μορφών κοινωνικής οργάνωσης στους χώρους της κριτικής διανόησης. Οι συζητήσεις αυτές συνδέονται σε κάποιο βαθμό (άλλα όχι αποκλειστικά) με πειράματα κοινωνικής αλληλεγγύης που λαμβάνουν χώρα κατά κύριο λόγο στις οικονομίες που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση.

Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί σύμπτωση. Όπως έχουμε υποστηρίξει στο παρελθόν, ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον καπιταλισμό είναι κεντρικός με έναν διπλό τρόπο. Θέτει σε κίνηση τις ροές χρηματοδότησης που είναι απαραίτητες για την καπιταλιστική παραγωγή αλλά κυρίως παρέχει ένα πλαίσιο οργάνωσης και αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας. Από αυτή την άποψη αποτελεί μία κεντρική στιγμή που συνδέεται με τον ίδιο τον πυρήνα της ταξικής πάλης. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος αυθόρμητα συνδέεται με θεωρητικές προσεγγίσεις και πολιτικά σχέδια που επιχειρούν να αμφισβητήσουν (επιτυχώς ή ανεπιτυχώς) τη φύση του καπιταλιστικού συστήματος.

Η συζήτηση αυτή, εντούτοις, δεν είναι τόσο απλή. Έχει να λάβει υπόψη της πάρα πολλές θεωρητικές, πολιτικές και ιστορικές προϋποθέσεις και εμπειρίες. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο επιλέξαμε να μην ασχοληθούμε με την πλούσια σύγχρονη συζήτηση, αλλά να ξεκινήσουμε κάπως ανορθόδοξα ανασύροντας από το ξεχασμένο αρχείο της διαμάχης για τον «σοσιαλιστικό υπολογισμό» που έλαβε χώρα κατά κύριο λόγο τη δεκαετία του 1930, δηλαδή σε μία περίοδο που από πολλές απόψεις μοιάζει με τη σημερινή. Η ανάλυσή μας θα επικεντρώσει σε δύο από τα βασικά πρόσωπα της διαμάχης: τον Oskar Lange και τον Friedrich Hayek. Θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε την εν λόγω διαμάχη από μία πρωτότυπη διάσταση. Το βασικό ζήτημα ήταν η αποτελεσματικότητα ή μη της κρατικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Οι οπαδοί του σοσιαλισμού (στο εσωτερικό της διένεξης) υιοθέτησαν τις αρχές του στατικού νεοκλασικού υποδείγματος για να υποστηρίξουν ότι ο κεντρικός σχεδιαστής μπορεί να αντιγράψει τις διαδικασίες της ελεύθερης αγοράς και να συντονίσει εξίσου αποτελεσματικά την παραγωγή. Χωρίς να το συνειδητοποιούν, εκείνο που υποστήριζαν ενάντια στους οπαδούς της ελεύθερης αγοράς ήταν η απλή θέση ότι το θεωρητικό υπόδειγμα που υποτιμά το ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος μπορεί εύκολα να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα υπέρ της κρατικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Η πρόκληση αυτή οδήγησε τους οπαδούς της «αυστριακής σχολής» να διαφοροποιηθούν από τη νεοκλασική ιδέα της στατικής ισορροπίας στο πλαίσιο ενός εναλλακτικού δυναμικού υποδείγματος για την υπεράσπιση της ελεύθερης αγοράς. Το υπόδειγμα αυτό, που δεν μπορούσε πλέον να χρησιμοποιηθεί από τους σοσιαλιστές της αγοράς, υπαινισσόταν (χωρίς να γίνει βέβαια κατανοητό από τους αυστριακούς) τον κρίσιμο ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη διαμόρφωση των καπιταλιστικών στρατηγικών δράσεων.

Η διαμάχη αυτή μόνο οριακά τέμνεται με τις σύγχρονες συζητήσεις για την υπέρβαση του καπιταλισμού ή την υποκατάσταση επιμέρους μορφών οργάνωσής του. Θέτει εντούτοις κάποια κεντρικά ερωτήματα και με έμμεσο τρόπο υποδεικνύει ότι η αφετηρία της συζήτησης οφείλει να επιστρέψει (με φόντο τα «πλούσια» λάθη της ιστορικής εμπειρίας του κινήματος) στο ζήτημα της φύσης της καπιταλιστικής εξουσίας, της κεντρικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και του πώς στη βάση όλων αυτών η Αριστερά μπορεί να ξανατοποθετήσει το ερώτημα του κομμουνισμού, τουλάχιστον ως οραματική αφετηρία και κατεύθυνση δράσης.

2. Αναφορικά με μία γκροτέσκα συνάντηση: Hayek εναντίον Proudhon

Το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε ένα ριζοσπάστη στοχαστή είναι να ανακαλύψει συμμάχους στο αντίπαλο στρατόπεδο. Σε γενικές γραμμές, αυτό ήταν το παιχνίδι που η «μοίρα» επεφύλασσε στον Προυντόν (που τόσο πολύ έχει γοητεύσει κύκλους της αναρχίας). Ο τελευταίος απαιτούσε «ελεύθερη πίστη» ως θεραπεία στις ανισότητες του καπιταλιστικού συστήματος. Έναν αιώνα αργότερα, ο Χάγιεκ θα συμφωνήσει αρχικά με την ίδια διατύπωση προτείνοντας την εγκαθίδρυση μιας ελεύθερης τραπεζικής λειτουργίας (free banking). Προφανώς, οι δύο αυτές προσεγγίσεις δεν είναι και τόσο συγγενικές όσο φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Βασίζονται σε δύο διαφορετικές αντιλήψεις του προσδιορισμού «ελεύθερη». Για τον Προυντόν «ελεύθερη» πίστη σήμαινε απεριόριστο χρήμα σε όρους ποσότητας, ενώ για τον Χάγιεκ η «ελεύθερη» τραπεζική συνεπαγόταν τον εξορθολογισμό της έκδοσης πίστης σε αποκεντρωμένο επίπεδο, πέρα από κάθε πιθανή κυβερνητική παρέμβαση.2

Ο Προυντόν δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα με το θεσμό της ιδιοκτησίας καθ’ αυτόν, αλλά με τα προνόμια που απέρρεαν από την ύπαρξή του, δηλαδή με το εισόδημα ιδιοκτησίας υπό τη μορφή προσόδου. Το κλειδί συνεπώς στο μετασχηματισμό της κοινωνίας δεν έπρεπε να αναζητηθεί στην επαναστατική δράση αλλά στη θεμελιώδη μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη βάση μιας και μόνο αρχής: δωρεάν πίστη σε όλους. Στη σκέψη του Προυντόν η αρχή αυτή θα σήμαινε ουσιαστικά την κατάργηση της τεχνητής σπανιότητας του χρήματος που οι θεσμοί του καπιταλισμού επέβαλαν και κατά συνέπεια κάθε είδους εισοδήματος που θα εισέπρατταν υπό τη μορφή προσόδου οι δανειστές ή μέτοχοι μιας επιχείρησης, δηλαδή οι «απόντες ιδιοκτήτες» (absentee owners). Με άλλα λόγια, ελεύθερη παροχή πίστης ισοδυναμεί με πίστη χωρίς τιμή ή χρέος χωρίς επιτόκιο. Κρίσιμο σημείο σε αυτή την κατεύθυνση θα αποτελούσε η αντικατάσταση της Τράπεζας της Γαλλίας από την Τράπεζα του Λαού (Banque du Peuple) η οποία θα υπάκουε σε διαφορετικούς οικονομικούς κανόνες από την παραδοσιακή νομισματική πολιτική, δίχως να χρεώνει κανένα επιτόκιο. Το σχετικό επιχείρημα του Προυντόν θα μπορούσε να συνοψισθεί και ως εξής:

«Η Τράπεζα του Λαού θα έπρεπε να οργανωθεί ώστε να πάρει τη θέση της Τράπεζας της Γαλλίας. Αντίθετα από την τελευταία, η πρώτη δεν πρόκειται να έχει συνεισφερόμενο κεφάλαιο, ούτε μετόχους, ούτε αποθέματα χρυσού. Δεν πρόκειται ούτε να πληρώνει ούτε και να χρεώνει τόκο, εκτός από ένα ονομαστικό ποσό για την κάλυψη των γενικών εξόδων. Όλες οι επιχειρηματικές συναλλαγές στο έθνος θα συγκεντρωθούν στην Τράπεζα του Λαού, η οποία και θα είναι η τράπεζα συναλλαγών και η αγορά για όλα τα προϊόντα του έθνους. Θα εκδίδει γραμμάτια, τα οποία δεν θα βασίζονται ούτε σε νομίσματα ούτε και σε γη αλλά στις τρέχουσες επιχειρηματικές αξίες. Η βασική λειτουργία της τράπεζας θα είναι να γενικεύσει τη συναλλαγματική διευκολύνοντας την ανταλλαγή των αγαθών μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών μέσω της ανταλλαγής γραμματίων αντί χρήματος. [...] Το κυρίαρχο πλεονέκτημα του σχήματος αυτού, σύμφωνα με τον Προυντόν, ήταν η ελεύθερη πίστη υπό τη μορφή συναλλαγματικών, καθολικά αποδεκτών. Με την ελεύθερη πίστη μία νέα οικονομική τάξη θα προέκυπτε, περισσότερο ελεύθερη, περισσότερο επιχειρηματική, περισσότερο παραγωγική από τον καπιταλισμό. Η ατομική επιχείρηση θα παρέμενε, και ο ανταγωνισμός, η ζωτική δύναμη που κινητοποιεί όλη την κοινωνία, θα συνέχιζε να ρυθμίζει τις τιμές της αγοράς» (Schapiro 1945: 722).

Έχει υποστηριχθεί στη βιβλιογραφία ότι η προσέγγιση αυτή του Προυντόν τροφοδοτείτο από την αντίδραση των «πολυπληθών χαμηλότερων μεσαίων τάξεων στη Γαλλία, κατά κύριο λόγο καταστηματαρχών και τεχνιτών» ενάντια στο κύμα των σημαντικών χρηματοοικονομικών καινοτομιών της περιόδου που συνέβαλλαν στη διαμόρφωση της μεγάλης μετοχικής επιχείρησης και της συγκέντρωσης των μεταφορικών υπηρεσιών (βλ. Schapiro ό. π.: 719). Σωστή ή λάθος, μία τέτοια κριτική του χρηματοπιστωτικού συστήματος απηχεί στοιχεία από διαφορετικές θεωρητικές και πολιτικές παραδόσεις. Δεν είναι καθόλου παράλογο να υποστηρίξουμε ότι η εν λόγω επιχειρηματολογία μοιάζει σε κάποιο βαθμό με την παραδοσιακή βρετανική ιδέα της ελεύθερης τραπεζικής. Και οι δύο προσεγγίσεις απορρίπτουν το παραδοσιακό μονοπώλιο της κεντρικής τράπεζας στη διαχείριση του νομίσματος και δίνουν προτεραιότητα στην ελεύθερη (ιδιωτική) δημιουργία της πίστης. Στην πραγματικότητα, το επιχείρημα της ελεύθερης τραπεζικής δεν ήταν απλά αποτέλεσμα της λογικής του ελεύθερου εμπορίου, αλλά προερχόταν κυρίως από τη δυσπιστία των συντηρητικών οικονομικών κύκλων απέναντι στην κρατική διαχείριση της κυκλοφορίας του χρήματος (Goodhart 1991: 19). Από αυτή την άποψη, η ιδέα της ελεύθερης τραπεζικής έρχεται σε αντίθεση με το θεσμό των κεντρικών τραπεζών σε μία κατεύθυνση που δεν θα άφηνε αδιάφορο τον Προυντόν, για διαφορετικούς εντούτοις λόγους. Δεν πρόκειται να εισέλθουμε σε λεπτομερή ανάλυση των ζητημάτων αυτών, αλλά είναι σίγουρο ότι αγγίζουμε ένα πολύ κρίσιμο θέμα αναφορικά με το χρηματοπιστωτικό σύστημα, που θα πρέπει να τονιστεί.

Η σύλληψη του Προυντόν περί ελεύθερης τραπεζικής αποσκοπούσε να απαλείψει την «τιμή» του κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα αποτελούσε ένα σχέδιο απο-εμπορευματικοποίησης της πίστης. Αν αφήσουμε προς το παρόν ασχολίαστες τις πρακτικές δυσκολίες ενός τέτοιου σχεδίου, η βασική ιδέα ήθελε την πίστη να ρέει προς κάθε κατεύθυνση χωρίς επιτόκιο και επομένως χωρίς τιμή. Ο Προυντόν δεν κατόρθωσε ποτέ με ουσιαστικό τρόπο να ορίσει τις θεωρητικές και πολιτικές προϋποθέσεις ενός τέτοιου σχεδίου, το οποίο βέβαια προαπαιτεί την αναδιοργάνωση των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας και κατά συνέπεια αποτελεί στόχο στο πλαίσιο μιας μαρξιστικής ατζέντας. Από την άλλη πλευρά, υποστηρίζοντας την ελεύθερη τραπεζική ο Χάγιεκ επεδίωκε βασικά να αποκλείσει κάθε δυνατότητα κρατικής παρέμβασης στην τιμολόγηση του κεφαλαίου.

Για τον Χάγιεκ η κρατική διαχείριση του χρήματος δεν επιτρέπει «τη διαμόρφωση των σχετικών τιμών που είναι απαραίτητες για την δια-χρονική (intertemporal) ισορροπία σε μία οικονομία της παραγωγής [...] στο πλαίσιο της ατελούς πρόβλεψης» (White 1999: 111, 109). Με άλλα λόγια, σε μία χρηματική οικονομία η νομισματική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει ουδέτερη προκειμένου να μην διαταράξει τα σήματα που εκπέμπουν οι τιμές και τα οποία αντιστοιχούν στις πραγματικές ανταλλακτικές σχέσεις. Ο Χάγιεκ στα γραπτά του αμφιταλαντευόταν αναφορικά με το ποιος θα ήταν ο κατάλληλος τρόπος να μεταφραστεί η συνθήκη ουδετερότητας σε μία ρητή ατζέντα οικονομικής πολιτικής. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για τη θεματική αυτού του άρθρου να μπούμε σε μία λεπτομερή ανάλυση των επιχειρημάτων του Χάγιεκ για το χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής.3 Στο πρώιμο θεωρητικό επιχείρημά του για το βιομηχανικό κύκλο (βλ. Hayek 1931), ο Χάγιεκ φαινόταν ότι υιοθετούσε την προσέγγιση του Wicksell υποστηρίζοντας ότι μία απροσδόκητη ένεση χρήματος μειώνει προσωρινά το επιτόκιο της αγοράς κάτω από την υπάρχουσα μακροχρόνια τιμή. Αυτή θα ήταν μία επικίνδυνη οικονομική εξέλιξη διότι τιμολογεί εσφαλμένα τα κεφαλαιακά αγαθά σε σχέση με τα καταναλωτικά αγαθά, γεγονός που διαστρεβλώνει τις πραγματικές σχετικές τιμές (βλ. White 1999: 114). Παρότι για πολλά χρόνια ο Χάγιεκ φλέρταρε ρητά με την ιδέα ότι ο χρυσός κανόνας της νομισματικής πολιτικής θα έπρεπε να συμπίπτει με το στόχο μιας σταθερής χρηματικής κυκλοφορίας M·V σε παγκόσμιο επίπεδο, τελικά κατέληξε (στην τελευταία παρέμβασή του σχετικά με τη νομισματική πολιτική: The Denationalisation of Money) υποστηρίζοντας ότι οι ιδιωτικές εταιρίες θα πρέπει να είναι ελεύθερες να «εκδίδουν γραμμάτια (fiat-type monies) στη βάση ότι ένα σύστημα εκδοτών χρήματος θα ήταν πιο αποτελεσματικό για την εξασφάλιση της σταθερότητας των τιμών από ό,τι μία κεντρική τράπεζα» (White 1999: 117). Για τον Χάγιεκ ο ελεύθερος ανταγωνισμός ανάμεσα σε διαφορετικούς τύπους ιδιωτικού χρήματος αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε τους ορθολογικούς οικονομικούς παράγοντες να επιλέξουν τα χαρτονομίσματα που θα επετύγχαναν σταθερή χρήματος (βλ. White 1999: 117).

Η παραπάνω πρόταση του Χάγιεκ στα ύστερα γραπτά του μοιάζει πολύ κοντινή με το σύνθημα του Προυντόν. Παρά όμως την επιφανειακή τους ομοιότητα, πρόκειται για δύο αντίθετα πολιτικά σχέδια. Για τον Χάγιεκ η νομισματική πολιτική δεν θα πρέπει να παραβιάζει το μηχανισμό των τιμών (ιδιαίτερα στην περίπτωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια) αλλιώς θα προκύψει μία σημαντική εμπλοκή στην οργάνωση της παραγωγής: «εύστοχοι υπολογισμοί, ή αποτελεσματική λογιστική του κεφαλαίου και του κόστους, θα γίνονταν τότε αδύνατοι» (Hayek 1978: 73). Έτσι, ενώ ο Προυντόν προέκρινε πίστη χωρίς τιμή, ο Χάγιεκ επιχειρούσε εναγωνίως (στο πλαίσιο της εποχής του) να καταλήξει σε έναν κανόνα πολιτικής που θα έδινε στο κεφάλαιο τη δέουσα τιμολόγηση. Για τον δεύτερο μία ακραία λύση ενδεχομένως να ήταν η ελεύθερη έκδοση χρέους από κάθε ιδιωτική εταιρία, ως η μοναδική φόρμουλα να εξασφαλιστεί το περιβάλλον ενός «καλού χρήματος»: δηλαδή, χρήματος με σταθερή αξία έναντι του μεταλλικού νομίσματος. Το επιχείρημα αυτό είναι αντίθετο με την ύπαρξη μιας επεκτατικής νομισματικής πολιτικής από την πλευρά της κεντρικής τράπεζας. Ο Χάγιεκ γινόταν ολοένα και πιο ανήσυχος με τις οικονομικές πολιτικές κεϋνσιανού τύπου, θεωρώντας ότι αυξάνουν τον κίνδυνο υπερβολικής νομισματικής επέκτασης εξαιτίας του μονοπωλίου που διαθέτει η κεντρική τράπεζα (Goodhart 1991: 24). Ωστόσο, όπως επισημαίνεται από τον Goodhart (1991: 24), ο Χάγιεκ όντως έβλεπε την «πρακτική χρήση της κεντρικής τράπεζας στο τραπεζικό σύστημα όπως συνέβαινε στην πραγματικότητα»4. Η βασική του επιφύλαξη προέκυπτε από το γεγονός ότι θεωρούσε πως η ύπαρξη του μονοπωλίου στην έκδοση χρήματος ακόμα και εάν ήταν απαραίτητη σε περιόδους χρηματοοικονομικής στενότητας, στο τέλος θα κατέληγε σε μη ουδέτερες οικονομικές παρεμβάσεις.

Οι δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις για το χρηματοπιστωτικό σύστημα θίγουν εμμέσως ένα ζήτημα εξαιρετικής σημασίας: την τιμολόγηση του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο στην καπιταλιστική κοινωνία υπάρχει υπό τη μορφή ενός χρηματοοικονομικού χρεογράφου. Ο Μαρξ ήταν από τους πρώτους που έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο σημείο αυτό, κάνοντάς το αφετηρία για την ανάλυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.5 Σύμφωνα με την ορολογία του τελευταίου, η καθαρή μορφή εμφάνισης του κεφαλαίου ισοδυναμεί με πλασματικό κεφάλαιο (η αξία του οποίου προκύπτει από «ερμηνεία» και προεξόφληση μελλοντικών γεγονότων). Για τον Προυντόν, το πρόβλημα των οικονομικών ανισοτήτων ξεκινάει από το γεγονός ότι το κεφάλαιο έχει τιμή. Ο Χάγιεκ, από την άλλη μεριά, ανησυχούσε κυρίως διότι η νομισματική πολιτική μπορούσε εύκολα να απομακρύνει την αγορά από τη φυσική τιμή του κεφαλαίου. Πρόκειται για μία διαφορά που η πραγματική της αιτία αφορά στο γεγονός ότι η τιμολόγηση του κεφαλαίου (η ίδια η ύπαρξή του ως sui generis εμπορεύματος) αποτελεί κρίσιμο κόμβο στην οργάνωση της καπιταλιστικής οικονομίας. Με παράδοξο τρόπο, ήταν η παρέμβαση του Χάγιεκ που υπαινίχθηκε το σημείο αυτό. Σε ό,τι ακολουθεί θα αναπτύξουμε αυτήν ακριβώς την πτυχή της παρέμβασης του τελευταίου, επανεξετάζοντας τη γνωστή διαμάχη περί σοσιαλιστικού υπολογισμού (socialist calculation debate). Η ανάγνωσή μας θα αναδείξει μία πρωτότυπη διάσταση των σχετικών αντιπαραθέσεων που είναι σημαντική για την κατανόηση του ρόλου που διαδραματίζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα στον καπιταλισμό.

3. Παρέκβαση: Το υπόβαθρο της διαμάχης για τον σοσιαλιστικό υπολογισμό

Στο παρόν άρθρο θα εστιάσουμε στα δύο κυρίαρχα πρόσωπα της διαμάχης: τον Friedrich Hayek (εκπρόσωπο του φιλελεύθερου στρατοπέδου) και τον Oskar Lange (εκπρόσωπο του σοσιαλιστικού). Η επιλογή των ονομάτων κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Η παρέμβαση του Λάνγκε σηματοδοτεί τη γοητεία, και άρα τη βαθιά επιρροή, που πάντα ασκούσε (και καταφανέστατα εξακολουθεί να ασκεί) στη μαρξιστική σκέψη η κυρίαρχη νεοκλασική προσέγγιση που υποτιμά (αν δεν εξαλείφει ολοσχερώς) τη σημασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην οργάνωση του καπιταλισμού. Από την άλλη, η εμπλοκή του Χάγιεκ στη διαμάχη οδήγησε τη σκέψη του στα άκρα, πράττοντας εκείνο που διέφυγε εντελώς από τον κλασικό μαρξισμό: την ανάδειξη της σημασίας της πίστης στο καπιταλιστικό σύστημα. Πριν ασχοληθούμε με τις αντίπαλες απόψεις, ας κάνουμε κάποιες επισημάνσεις αναφορικά με το υπόβαθρο της διαμάχης.

Οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους υποστηρικτές του σοσιαλισμού και εκείνους του καπιταλισμού, πολύ πριν το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης το 1917, ήταν συνδεδεμένες με ένα άλλο κεντρικό θεωρητικό ζήτημα: τη διαμάχη ανάμεσα στην εργασιακή («αντικειμενική») και τις «υποκειμενικές» θεωρίες της αξίας. Εντούτοις, η σύνδεση αυτή δεν είναι τόσο άμεση όσο φαίνεται εξαρχής. Τούτο διότι οι υποστηρικτές του σοσιαλισμού «πάταγαν σε δύο βάρκες» αντλώντας επιχειρήματα και από τις δύο θεωρητικές εκδοχές για την αξία.

Από τη μία πλευρά, όπως θα διαπιστώσουμε αναλυτικά στη συνέχεια, η ιδέα του σοσιαλισμού (ή του κομμουνισμού) που κυριαρχούσε στις διαμάχες για τον σοσιαλιστικό υπολογισμό (τουλάχιστον από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα) αντιστοιχούσε σε μία κοινωνία με κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.6 Εάν συνεπώς θεωρήσουμε για λόγους απλότητας ότι ο δανεισμός και η αποταμίευση αφορούν μόνο την καπιταλιστική τάξη (δηλαδή ότι οι εργάτες ούτε αποταμιεύουν ούτε δανείζονται − υπόθεση που δεν είναι έξω από τα δεδομένα της εν λόγω ιστορικής περιόδου), τότε η παραπάνω ιδέα του σοσιαλισμού ισοδυναμεί περισσότερο με έναν καπιταλισμό χωρίς αγορά κεφαλαίου, δηλαδή έναν καπιταλισμό χωρίς χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Την ίδια στιγμή, ο παραδοσιακός (ή σοβιετικός) μαρξισμός (αλλά φυσικά όχι ο ίδιος ο Μαρξ) θεωρούσε ότι η εργασιακή θεωρία της αξίας περιγράφει κάθε πιθανό τύπο οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης. Οι σοσιαλιστές της αγοράς υιοθέτησαν την ίδια ακριβώς αντίληψη αναφορικά με τη νεοκλασική θεωρία της αξίας. Και οι δύο αυτές παραδόσεις υποστήριξαν συνεπώς την οντολογική πρωτοκαθεδρία της αξιακής θεωρίας έναντι κάθε θεσμικής εκδοχής κοινωνίας. Έχοντας αυτό κατά νου, το παραπάνω μοντέλο σοσιαλισμού θα μπορούσε, τουλάχιστον υποθετικά, να μιμηθεί τη λειτουργία του καπιταλισμού ακριβώς διότι οι συνθήκες ισορροπίας μπορούσαν να ικανοποιηθούν χωρίς καμία αναφορά στην τιμή του κεφαλαίου. Αυτό ήταν στην πραγματικότητα το βασικό σημείο συνάντησης ανάμεσα στις διαφορετικές σχολές υπεράσπισης του σοσιαλισμού αυτού του τύπου, δίνοντας έμφαση σε δύο διαφορετικές στατικές και εμπειριστικές θεωρήσεις της αξίας. Και οι δύο υποτιμούσαν το ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον καπιταλισμό και εμμέσως αποδέχονταν ότι θα μπορούσαν να προκύψουν θεσμικές συνθήκες που θα επέτρεπαν την αναπαραγωγή της οικονομικής αποτελεσματικότητας του καπιταλισμού χωρίς την ύπαρξη πίστης (δηλαδή χωρίς καμία αναφορά στην τιμολόγηση του κεφαλαίου). Στην πραγματικότητα, το κυρίαρχο σημείο δεν ήταν ο σοσιαλισμός, αλλά ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον καπιταλισμό.

3.1 Σοσιαλισμός και εργασιακή θεωρία της αξίας: Ο von Mises απέναντι στον παραδοσιακό μαρξισμό

Η μαρξιστική παράδοση (μέχρι άλλωστε τις μέρες μας) με πολύ λίγες εξαιρέσεις7 είχε υιοθετήσει την κλασική (ρικαρδιανή) εργασιακή θεωρία της αξίας (αξία ως δαπανώμενη εργασία) ως κεντρικό σημείο αναφοράς. Η θεώρηση αυτή αντιστοιχεί σε μία συγκεκριμένη σύλληψη του σοσιαλισμού και του καπιταλισμού. Χωρίς να μπούμε σε πολλές λεπτομέρειες αναφορικά με τις μαρξιστικές παρεμβάσεις της περιόδου, θα συνοψίσουμε τη βασική ιδέα απομονώνοντας ένα επιχείρημα του Hilferding (1949).8 Ο παραδοσιακός μαρξισμός προσέγγιζε τις κοινωνικές σχέσεις ως εξωτερικές της εργασίας. Κατά συνέπεια, η εργασία διατηρούσε οντολογική προτεραιότητα σε σχέση με κάθε δυνατό τύπο κοινωνικής οργάνωσης. Από την άποψη αυτή, ο παραδοσιακός μαρξισμός δεν στοιχειοθέτησε κάτι περισσότερο από μία ετερόδοξη ανάγνωση της Κλασικής Πολιτικής Οικονομίας (των Smith και Ricardo), εγκαταλείποντας έτσι το θεωρητικό σύστημα του ίδιου του Μαρξ, το οποίο είχε σαν κεντρικό του στόχο την κριτική της Κλασικής Πολιτικής Οικονομίας (εκκινώντας από μία χρηματική θεωρία της αξίας που μικρή σχέση έχει με την κλασική εργασιακή εκδοχή).

Στον «ορθόδοξο» μαρξισμό της εποχής η εργασία γινόταν αντιληπτή ως υπερ-ιστορική πηγή της αξίας ανεξάρτητα από τη μορφή της κοινωνικής οργάνωσης, συμπεριλαμβανομένου και του σοσιαλισμού. Η μόνη διαφορά ήταν ότι ενώ στον καπιταλισμό η ιδιότητα της εργασίας να δημιουργεί αξία παρέμενε καλά συγκαλυμμένη, στο σοσιαλισμό θα γινόταν ευρέως αντιληπτή. Όπως πολύ σωστά συνοψίζει ο Postone (1993: 60-1): «Η διαφορά ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό, ανεξάρτητα από το εάν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, γίνεται ουσιαστικά κατανοητή ως ζήτημα του κατά πόσο η εργασία αναγνωρίζεται ως εκείνο που συγκροτεί και ρυθμίζει την κοινωνία – και αναγνωρίζεται συνειδητά ως τέτοια – ή αποτελεί κοινωνική ρύθμιση που λαμβάνει χώρα ασυνείδητα». Δεδομένης της υπερ-ιστορικής οντολογίας της (κλασικής) εργασιακής θεωρίας της αξίας, η κατάργηση των αγορών για τα μέσα παραγωγής δεν θέτει κατά βάση κάποιο ανυπέρβλητο εμπόδιο στην οργάνωση της οικονομικής ζωής: το σύστημα των τιμών εξακολουθεί να είναι εφαρμόσιμο χάρη στους υπολογισμούς του εργασιακού χρόνου.

Έχοντας όλα τα παραπάνω υπόψη, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η κριτική του Μίζες (Mises) στα 1920 κινήθηκε ενάντια στους οπαδούς της (κλασικής) εργασιακής θεωρίας της αξίας, ιδιαίτερα στο γερμανόφωνο θεωρητικό χώρο. Το πλαίσιο της εργασιακής θεωρίας νομιμοποιούσε κάθε είδους κρατικό παρεμβατισμό σε βάρος της ελεύθερης λειτουργίας της αγοράς, καθώς η τελευταία δεν εμφανιζόταν και τόσο αναγκαία για την οργάνωση της παραγωγής. Και το πρόβλημα για τον φιλελεύθερο Μίζες δεν ήταν τόσο η μπολσεβίκικη Ρωσία, όσο το γεγονός ότι η ιδέα του κρατικού παρεμβατισμού κέρδιζε έδαφος στην Γερμανία και την Αυστρία (βλ. Hayek 1935a: 122). Έτσι, οι κύριοι θεωρητικοί αντίπαλοι στα γραπτά του Μίζες δεν ήταν μόνο οι Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Τρότσκι, αλλά και οι Κάουτσκυ (Kautsky), Νόιρατ (Neurath) και Μπάουερ (Bauer). Με άλλα λόγια οι «πατέρες» του μαρξισμού, οι ηγέτες των μπολσεβίκων και οι βασικοί θεωρητικοί της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας.

Το επιχείρημα του Μίζες ήταν απλό. Ακολουθώντας την πεπατημένη στις σχετικές συζητήσεις, εξίσωσε το σοσιαλισμό με την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από το κράτος. Αυτή άλλωστε εξακολούθησε να είναι η κυρίαρχη άποψη για το σοσιαλισμό και στις μετέπειτα πολιτικές και θεωρητικές διαμάχες. Βασιζόμενος στην αυστριακή παράδοση του Μπεμ-Μπάβερκ (Böhm-Bawerk), ο Μίζες υποστήριξε ότι κάθε απόπειρα προς σοσιαλιστική κοινωνία θα ήταν καταστροφική διότι η «ορθολογική παραγωγή καθίσταται εντελώς αδύνατη» όταν εγκαταλειφθεί η ελεύθερη διαμόρφωση των χρηματικών τιμών για τα μέσα παραγωγής (Mises 1935: 104). Με άλλα λόγια, «κάθε βήμα που μας απομακρύνει από την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και από τη χρήση του χρήματος, μας απομακρύνει επίσης από τα ορθολογικά οικονομικά. [...] Ο σοσιαλισμός ισοδυναμεί με την ακύρωση της ορθολογικής οικονομίας. [...] Υπάρχει μόνο ψηλάφηση στα τυφλά» (ό. π.). Από αυτή την πλευρά, το χρηματοπιστωτικό σύστημα (που στο αφηρημένο επίπεδο της συζήτησης, αν δεν συμπεριλάβουμε άλλες μορφές πίστης, συμπίπτει με την αγορά κεφαλαίου) αποτελεί αναγκαία συνθήκη χωρίς την οποία ο καπιταλισμός δεν μπορεί να υπάρξει.

Σύμφωνα με τον Μίζες, η ορθή οικονομική οργάνωση και αποτελεσματικότητα συνδέεται αναγκαστικά με την ύπαρξη «τιμής» για το κεφάλαιο. Η τιμή αυτή είναι πολύτιμος οικονομικός δείκτης για την πραγματοποίηση αποτελεσματικών επιλογών μεταξύ εναλλακτικών οικονομικών σχεδίων. Για τον Μίζες οι αγορές δεν είναι τέλειες. Ο χρηματικός υπολογισμός, ιδιαίτερα στην περίπτωση του κεφαλαίου, «έχει τις δυσκολίες του και τα ελαττώματά του, όμως δεν έχουμε τίποτα άλλο να βάλουμε στη θέση του» (ό. π.: 109). Η οικονομία δεν μπορεί να αποχωριστεί την εν λόγω ατέλεια – δεν είναι δυνατό να υπάρξει χωρίς την αγορά κεφαλαίου. Είναι εντελώς ανούσιο να γίνεται λόγος (όπως έκαναν οι σοσιαλιστές της περιόδου) για τιμές εν γένει, όταν δεν υπάρχουν (χρηματικοί) δείκτες της προσδοκώμενης κερδοφορίας. Οι δείκτες αυτοί προϋποθέτουν την αγορά κεφαλαίου και επομένως ένα αναπτυγμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Έτσι, ο κρίσιμος ρόλος του τελευταίου δεν είναι μόνο να συνδέει αποταμιεύσεις με επενδύσεις αλλά πρωτίστως να μετρά με ποσοτικούς όρους την αποτελεσματικότητα του κεφαλαίου όταν το μέλλον είναι άγνωστο.9

3.2 Οι σοσιαλιστές της αγοράς: Η νεοκλασική θεωρία της αξίας στην υπηρεσία του σοσιαλισμού

Όπως θα δούμε αναλυτικά στη συνέχεια, η παρέμβαση του Λάνγκε δεν στηριζόταν στην εργασιακή θεωρία της αξίας αλλά ήταν εμφανώς επηρεασμένη από τη σκέψη των λεγόμενων «σοσιαλιστών της αγοράς». Πριν ασχοληθούμε με το επιχείρημά του στην ενότητα 4, θα αναφερθούμε σύντομα σε δύο γνωστούς σοσιαλιστές της αγοράς: τον Friedrich von Wieser (Βήζερ) και τον Enrico Barone (Μπαρόνε). Και οι δύο δημοσίευαν στα τέλη του 19ου αιώνα. Κανένας από τους δύο δεν υπήρξε σοσιαλιστής, ούτε το ζήτημα του σοσιαλισμού απασχόλησε το θεωρητικό τους έργο. Οι παρεμβάσεις τους στόχευαν κατά κύριο λόγο στην κριτική της (κλασικής) εργασιακής θεωρίας της αξίας και όχι στην ιδέα μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας (βλ. Lavoie 1985: 83). Παρότι ακολουθούσαν διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα. Θεωρούσαν ότι η νεοσυσταθείσα υποκειμενική ή οριακή (subjective) ή οριακή (marginalist) θεωρία της αξίας είχε εγκυρότητα που ήταν ανεξάρτητη από το ισχύον κοινωνικό καθεστώς. Από αυτή την άποψη, υιοθέτησαν την ίδια ακριβώς αναλυτική αφετηρία με τους αντιπάλους τους: θεωρούσαν εξίσου ότι η αξιακή τους ανάλυση διέθετε οντολογική προτεραιότητα έναντι κάθε θεσμικής οργάνωσης ή τύπου κοινωνίας.

Συνεπώς, η νεοκλασική θεωρία της αξίας δεν θα πρέπει να ιδωθεί ως απολογία του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν αποτελεί εχθρό αλλά δυνητικό σύμμαχο της επανάστασης. Με τα λόγια του Βήζερ, η οριακή θεωρία της αξίας τόσο ελάχιστα είναι «όπλο ενάντια στο σοσιαλισμό, που οι σοσιαλιστές δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν καλύτερη επιβεβαίωση προς όφελός του» (παρατίθεται σε Lavoie 1985: 82). Ή για να χρησιμοποιήσουμε τις διατυπώσεις του Μπαρόνε, «είναι φανερό πόσο αλλόκοτες είναι οι θεωρίες οι οποίες υποθέτουν ότι η παραγωγή σε ένα κολεκτιβιστικό καθεστώς θα ρυθμίζεται με τρόπο ουσιωδώς διαφορετικό από εκείνον της “άναρχης” παραγωγής» (Barone 1935: 289). Παρότι και οι δύο συγγραφείς διευκρίνισαν ότι δεν γράφουν ενάντια στο σοσιαλισμό, εξέφρασαν σημαντικές ενστάσεις αναφορικά με τη λειτουργικότητα του σοσιαλιστικού συστήματος (Lavoie 1985: 83). Και οι δύο αποδέχτηκαν την άποψη ότι υπάρχει μία «τυπική ομοιότητα» (ό. π.: 48) στη γενική λογική των νόμων και των επιλογών που αντιστοιχούν στο σοσιαλισμό και την καπιταλισμό.

Στη βάση της προσέγγισης αυτής, ο σοσιαλισμός είναι απλά μία συγκριμένη παραλλαγή του καπιταλισμού, χαρακτηριζόμενος από τους ίδιους «νόμους» της παραγωγής και της αξίας. Η μοναδική διαφορά οφείλεται στη δομή της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου. Φυσικά οι προσεγγίσεις αυτές του σοσιαλισμού και του καπιταλισμού αποτυγχάνουν να κατανοήσουν την πιο βασική πλευρά των καπιταλιστικών κοινωνιών: δηλαδή, την ίδια τη φύση των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας. Προφανώς, κάποιος θα αντιτείνει ότι η «συλλογική» (μέσω του κράτους) ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής αντιστοιχεί από μόνη της σε μία αξιοσημείωτη θεσμική μεταβολή στην οργάνωση της κοινωνίας. Ωστόσο, θέτει αυτή η μεταβολή σε αμφισβήτηση τη φύση των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης και πολιτικής κυριαρχίας; Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική. Η Σοβιετική Ένωση (όπως και κάθε άλλη εκδοχή υπαρκτού σοσιαλισμού) δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί ταξική κοινωνία, η κυρίαρχη τάξη της οποίας αποτελείτο από δύο μερίδες: το στρώμα των ανώτερων κρατικών και κομματικών αξιωματούχων από τη μια μεριά (οι οποίοι στελέχωσαν τόσο τους πολιτικούς μηχανισμούς όσο και τους διοικητικούς μηχανισμούς ελέγχου της «σχεδιασμένης» οικονομίας, που διασφάλιζαν τη συλλογική-κρατικοκαπιταλιστική ιδιοποίηση της υπερεργασίας) και, από την άλλη μεριά, τους διευθυντές των κρατικών επιχειρήσεων. Ηγεμονική μερίδα της κυρίαρχης τάξης ήταν το στρώμα των κρατικών και κομματικών αξιωματούχων, οι οποίοι προσωποποιούσαν το οικονομικό και πολιτικό σύστημα της κρατικοκαπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της μονοκομματικής πολιτικής διακυβέρνησης επί όλων των άλλων τάξεων της σοβιετικής κοινωνίας. Ανάμεσα στις δύο μερίδες της κυρίαρχης τάξης οξύνονταν πολύ συχνά οι αντιθέσεις, κυρίως υπό το βάρος των ασθενών επιδόσεων της σοβιετικής οικονομίας: η ανώτερη κρατική διοίκηση επεδίωκε τον αποτελεσματικότερο έλεγχο των επιχειρήσεων, ενώ οι διευθυντές πάλευαν να αυξήσουν την ανεξαρτησία των επιχειρήσεων από τον κεντρικό έλεγχο του κράτους, ωθώντας συχνά τα πράγματα μέχρι την κατάργηση της κρατικοκαπιταλιστικής ρύθμισης, δηλαδή προς τη «μετάβαση» στον ιδιωτικό καπιταλισμό.10

Το πραγματικό ερώτημα αναφορικά με το σοσιαλισμό δεν αφορά το (νομικό) στάτους της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου αλλά τη φύση του εργατικού ελέγχου επάνω στις κοινωνικές συνθήκες παραγωγής και αναπαραγωγής. Δεν σκοπεύουμε εδώ να επεκταθούμε περισσότερο στο ερώτημα αυτό, αλλά από τη στιγμή που ο χαρακτήρας της καπιταλιστικής εξουσίας έμεινε ουσιαστικά έξω από τις εν λόγω συζητήσεις, η διαμάχη σχετικά με τη μορφή που θα έπρεπε να έχει η ιδιοκτησία του κεφαλαίου (ιδιωτική ή κρατική) δεν αφορούσε την οικοδόμηση του σοσιαλισμού αλλά πρωτίστως το ρόλο των αγορών κεφαλαίου και της πίστης στον καπιταλισμό. Από αυτή την άποψη, η πραγματική συνεισφορά της διαμάχης του σοσιαλιστικού υπολογισμού αφορούσε στη συζήτηση για τη σημασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον καπιταλισμό. Στη συνέχεια του κειμένου θα προσεγγίσουμε τη διαμάχη από αυτήν ακριβώς τη σκοπιά.

Στο φόντο όλων των παραπάνω, η πραγματική συνεισφορά των σοσιαλιστών της αγοράς ήταν η υπεράσπιση της νεοκλασικής θεωρίας της αξίας απέναντι στην (κλασική) εργασιακή θεώρηση, θέτοντας εμμέσως το ερώτημα αναφορικά με το ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Χωρίς να είναι στις προθέσεις τους, επερώτησαν το καθεστώς που διατηρεί η πίστη στο νεοσυσταθέν νεοκλασικό υπόδειγμα. Και η τοποθέτησή τους υποβάθμιζε το ρόλο αυτό καθιστώντας το χρηματοπιστωτικό σύστημα περιττό και ασήμαντο για την οργάνωση της παραγωγής. Δεν ήταν άλλωστε αυτό το βασικό συμπέρασμα από την υπόθεση της «τυπικής ομοιότητας»; Εάν ο νεοκλασικός νόμος της αξίας είναι ανεξάρτητος από τη θεσμική μορφή της κοινωνίας, τότε ο ρυθμιστικός ρόλος της προσφοράς και ζήτησης των αποταμιεύσεων στο σύνολο της οικονομίας μπορεί κάλλιστα να αναληφθεί από τον κεντρικό σχεδιαστή, τουλάχιστον θεωρητικά. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, σε αυτή την αναλυτική κατεύθυνση ο ρόλος της πίστης είναι πλεονάζων και επικουρικός, καθώς οι συνθήκες βελτιστοποίησης μπορούν να ικανοποιηθούν χωρίς καμία αναφορά στην τιμή του κεφαλαίου. Για να χρησιμοποιήσουμε το επιχείρημα του Μπαρόνε, ο κεντρικός σχεδιασμός μπορεί εύκολα να αντικαταστήσει τον βαλρασιανό πλειστηριαστή στο επίπεδο των χρηματαγορών (Barone 1935). Αυτή είναι άλλωστε και η ουσία της παρέμβασης του Λάνγκε.

4. Ο Λάνγκε προκαλεί τους νεοκλασικούς:

το γραφείο κεντρικού σχεδιασμού στη θέση του βαλρασιανού πλειστηριαστή

Ο Λάνγκε μπήκε στη διαμάχη για το σοσιαλιστικό σχεδιασμό το 1936 χωρίς στην πραγματικότητα να κομίσει κάποιο καινούργιο επιχείρημα. Ήταν επηρεασμένος από την ιδέα της «τυπικής ομοιότητας» μεταξύ σοσιαλισμού και καπιταλισμού, ιδωμένη βέβαια από την πλευρά του των σοσιαλιστών της αγοράς, καθώς αποδεχόταν την οντολογική προτεραιότητα της νεοκλασικής αξιακής θεωρίας σε σχέση τόσο με τον καπιταλισμό όσο και με το σοσιαλισμό. Στο πλαίσιο αυτό, η νεοκλασική θεωρία της αξίας μπορεί κάλλιστα να γίνει όπλο στα χέρια των σοσιαλιστών και σύμμαχος στην οικοδόμηση σοσιαλιστικού καθεστώτος. Η άποψη που είχε οδηγήσει τους Βήζερ και Μπαρόνε «να αμφιβάλλουν για τη θέση ότι ο σοσιαλισμός ήταν ανέφικτος, επεκτείνεται από τον Λάνγκε στη θέση περί πρακτικής ομοιότητας, η οποία χρησιμοποιήθηκε για να δείξει ότι ο σοσιαλισμός είναι τόσο εφικτός όσο και ο καπιταλισμός» (Lavoie 1985: 124). Το σημείο αυτό αποτέλεσε για τον Λάνγκε στα μέσα της δεκαετίας του 1930 ένα απλό και ευφυές επιχείρημα ενάντια στην αυστριακή κριτική: ο σοσιαλισμός μπορεί εύκολα να μιμηθεί την αποτελεσματικότητα του καπιταλισμού εάν το συμβούλιο του κεντρικού σχεδιασμού αντικαταστήσει τη βαλρασιανή διαδικασία του πλειστηριασμού (Walrasian tâtonnment process).11

Βέβαια, η εκδοχή του σοσιαλισμού που υπερασπιζόταν ο Λάνγκε αντιστοιχούσε σε μία οικονομία με ανταγωνιστικές αγορές για την εργασία και τα καταναλωτικά αγαθά, χωρίς την ύπαρξη κεφαλαίου: «στο σοσιαλιστικό σύστημα όπως περιγράφεται έχουμε μία γνήσια αγορά (με τη θεσμική σημασία του όρου) για καταναλωτικά αγαθά και για τις υπηρεσίες της εργασίας [...] Όμως δεν υπάρχει αγορά για κεφαλαιουχικά αγαθά και παραγωγικές υπηρεσίες πέραν της εργασίας» (ό. π.: 61). Υπό την υπόθεση που αναπτύχθηκε στην παράγραφο 3, το υποθετικό αυτό σενάριο αντιστοιχεί περισσότερο σε έναν καπιταλισμό χωρίς χρηματοπιστωτικό σύστημα. Στην περίπτωση αυτή, το γραφείο κεντρικού σχεδιασμού θα μπορούσε να υλοποιήσει τη βαλρασιανή διαδικασία δοκιμής-και-ελέγχου πιο αποτελεσματικά από το μηχανισμό της αγοράς. Το γραφείο θα μπορούσε να υποκαταστήσει το ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον καπιταλισμό χωρίς να θυσιάσει τις συνθήκες βελτιστοποίησης που συνοδεύουν τις ανταγωνιστές αγορές:

«Δεν υπάρχει ούτε ο ελάχιστος λόγος γιατί η διαδικασία της δοκιμής και του λάθους, όμοια με την αντίστοιχη σε μία ανταγωνιστική αγορά, δεν θα μπορούσε να δουλέψει σε μία σοσιαλιστική οικονομία ώστε να καθορίζει τις λογιστικές τιμές των κεφαλαιακών αγαθών και των παραγωγικών πόρων σε δημόσια ιδιοκτησία. Πράγματι, φαίνεται ότι θα δούλευε, ή τουλάχιστον ότι θα μπορούσε να δουλέψει, πολύ καλύτερα σε μία σοσιαλιστική οικονομία από ό,τι σε μία οικονομία του ανταγωνισμού. Διότι το Συμβούλιο Κεντρικού Σχεδιασμού διαθέτει πολύ ευρύτερη γνώση του τι συμβαίνει σε ολόκληρο το οικονομικό σύστημα από ό,τι κάθε ιδιωτικός επιχειρηματίας μπορεί ποτέ να αποκτήσει, και συνεπώς, θα μπορούσε ίσως να προσεγγίσει τις κατάλληλες τιμές ισορροπίας με πολύ συντομότερες διαδοχικές σειρές δοκιμών σε σχέση με την ανταγωνιστική αγορά» (Lange 1936: 67; η έμφαση δική μας).

Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε το επιχείρημα του Λάνγκε ως εξής.12 Σε μία οικονομία χωρίς αγορά κεφαλαίου, οι καταναλωτές είναι ελεύθεροι να μεγιστοποιήσουν την απόλαυσή τους στις καλά οργανωμένες αγορές καταναλωτικών ειδών. Εντούτοις, οι καπιταλιστές, ή καλύτερα οι μάνατζερ των κρατικών επιχειρήσεων, δεν μπορούν να βασιστούν για τις αποφάσεις τους στον κανόνα της μεγιστοποίησης του κέρδους εφόσον δεν θα υπάρχει τιμή για το κεφάλαιο (ως δείκτης κερδοφορίας). Δεν θα έχουν καμία βάση να εκτιμήσουν τις προοπτικές κερδοφορίας μεταξύ διαφορετικών επενδύσεων. Σύμφωνα, όμως, με τον Λάνγκε, η συνθήκη μεγιστοποίησης μπορεί εύκολα να αντικατασταθεί από δύο ισοδύναμες. Στο σημείο αυτό αναπαράγει την επιχειρηματολογία που μπορεί κανείς να συναντήσει στα εγχειρίδια της μικροοικονομικής. Από τη μία, η συνθήκη μεγιστοποίησης του κέρδους οδηγεί στο βέλτιστο προϊόν όταν το οριακό κόστος (MC) συμπέσει με την τιμή (p) του προϊόντος (p=MC). Αυτός είναι ο πρώτος κανόνας που θα πρέπει να ικανοποιηθεί από τους μάνατζερ. Σύμφωνα με το νεοκλασικό υπόδειγμα, το οριακό όφελος (p) δεν θα πρέπει να υπερβεί αλλά ούτε και να υστερήσει του οριακού κόστους για να φτάσει το προϊόν στο μέγιστο επίπεδο. Ο κανόνας αυτός μπορεί να ικανοποιηθεί χωρίς τον υπολογισμό της κερδοφορίας. Από την άλλη μεριά, το γραφείο κεντρικού σχεδιασμού πρέπει επίσης να κατευθύνει τους μάνατζερ ώστε να επιλέξουν εκείνη την «αναλογία» συντελεστών παραγωγής που ελαχιστοποιεί το μέσο κόστος της παραγωγής (ATC). Με άλλα λόγια, η συνθήκη αυτή συνεπάγεται ότι δεν θα υπάρχουν περισσότερα ή λιγότερα κέρδη από το κανονικό επίπεδο, και άρα οι παραγωγοί δεν θα έχουν συμφέρον να αυξήσουν ή να μειώσουν το επίπεδο του τελικού προϊόντος (ή αντίστοιχα δεν θα προκαλείται εισροή ή εκροή κεφαλαίου από τον εν λόγω κλάδο της παραγωγής καθώς η αγορά θα είναι πραγματικά σε ισορροπία). Ομοίως, και αυτός ο κανόνας μπορεί να ικανοποιηθεί χωρίς καμία γνώση της κερδοφορίας και με απουσία της αγοράς κεφαλαίου.

Το παραπάνω επιχείρημα έχει μία πολύ σημαντική συνέπεια: η σοσιαλιστική οικονομία του Λάνγκε είναι σε θέση να αναπαράγει πλήρως την ισορροπία που υπόσχεται η νεοκλασική θεωρία χωρίς να έχει ανάγκη καμία ένδειξη της τιμής του κεφαλαίου και άρα χωρίς αγορά αποταμιεύσεων και επενδύσεων. Σε αυτό το σχήμα οι αγορές κεφαλαίου και το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι απολύτως περιττά για την οργάνωση της καπιταλιστικής παραγωγής (ακριβώς όπως θα υποστήριζαν και οι οπαδοί της εργασιακής θεωρίας της αξίας). Στο σοσιαλισμό του Λάνγκε υπάρχει μία ισοδύναμη διαδικασία που μεγιστοποιεί την απόλαυση των καταναλωτών και ικανοποιεί εμμέσως τη συνθήκη μεγιστοποίησης του κέρδους μέσω των δύο συμπληρωματικών κανόνων στους οποίους οφείλουν να υπακούν οι μάνατζερ των κρατικοποιημένων (πλέον) επιχειρήσεων. Ο κεντρικός σχεδιαστής θα ανακοινώνει σκιώδεις τιμές στους μάνατζερ, οι οποίοι στη συνέχεια θα εφαρμόζουν τους δύο κανόνες στη διοίκηση της παραγωγής. Θα ζητούν πόρους στη βάση αυτών των υποθετικών τιμών για την επέκταση της παραγωγής. Εάν το αποτέλεσμα δεν είναι βέλτιστο (δηλαδή δεν «καθαρίζει» την αγορά), ο κεντρικός σχεδιαστής θα το λάβει υπόψη του στην ανακοίνωση των νέων τιμών. Για τον Λάνγκε, ο ρόλος των τιμών είναι «παραμετρικός»: «παρότι οι τιμές είναι αποτέλεσμα της συμπεριφοράς όλων των ατόμων στην αγορά, κάθε υποκείμενο ξεχωριστά αντιλαμβάνεται τις τρέχουσες τιμές αγοράς ως δεδομένα στα οποία θα πρέπει να προσαρμοστεί. [...] Οι τιμές στην αγορά είναι επομένως παράμετροι που καθορίζουν τη συμπεριφορά των ατόμων» (Lange 1936: 59).

Αυτή η παραμετρική λειτουργία των τιμών δεν μεταβάλλεται στο σοσιαλισμό: είναι μόνο η μορφή των «εξισώσεων» εκείνη που αλλάζει (μαζί με τη διαδικασία «επίλυσής» τους). Η ουσιώδης διαφορά έχει να κάνει με το ρόλο του βαλρασιανού πλειστηριαστή που τώρα τον αναλαμβάνει το γραφείο σχεδιασμού, η διεκπεραίωση του οποίου αναμένεται από τον Λάνγκε να είναι πιο αποτελεσματική. Οι τιμές ισορροπίας των παραμέτρων αυτών εξακολουθούν να καθορίζονται από τις «αντικειμενικές συνθήκες ισορροπίας». Όπως ο «Walras έδειξε τόσο έξυπνα, αυτό επιτυγχάνεται ύστερα από κάποιες σειρές διαδοχικών δοκιμών (tâtonnements). [...] Έτσι, οι λογιστικές τιμές σε μία σοσιαλιστική οικονομία μπορούν να καθοριστούν από την ίδια διαδικασία δοκιμής και λάθους από την οποία οι τιμές σε μία ανταγωνιστική αγορά καθορίζονται» (ό. π.: 59, 66).

Είναι προφανές ότι η υποστήριξη του σοσιαλισμού από τον Λάνγκε είναι ασθενής και προβληματική, αν θέσουμε το εγχείρημα του σοσιαλισμού στην πραγματική του διάσταση. Το συμπέρασμά του είναι ότι η εκδοχή της οικονομίας που απασχολεί την έρευνά του μπορεί να γίνει δυνητικά τόσο αποτελεσματική όσο ο ίδιος ο καπιταλισμός. Αφού η πίστη δεν έχει κανέναν ιδιαίτερο ρόλο να παίξει στο νεοκλασικό σύμπαν, η λειτουργικότητά της μπορεί να υποκατασταθεί από το συμβούλιο του κεντρικού σχεδιασμού με το ίδιο αποτέλεσμα. Εντούτοις, η τοποθέτηση αυτή δεν αποτελεί και τόσο υπεράσπιση του σοσιαλισμού, αλλά επιτυγχάνει μία έμμεση πρόκληση προς το τυπικό νεοκλασικό επιχείρημα. Αυτή άλλωστε είναι μία άλλη όψη (ίσως η πιο ενδιαφέρουσα) του επιχειρήματος του Λάνγκε: από τη στιγμή που η αγορά κεφαλαίου είναι ασήμαντη στην οργάνωση του καπιταλισμού και τη διαμόρφωση της ανταγωνιστικής ισορροπίας, τότε ο σοσιαλισμός ως καθεστώς κρατικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής μπορεί να αποτελέσει μία ρεαλιστική εναλλακτική. Επομένως, η πραγματική συμβολή της προσέγγισης του σοσιαλισμού της αγοράς δεν ήταν η υπεράσπιση του σοσιαλισμού αλλά μία έξυπνη κριτική της κυρίαρχης σκέψης, η οποία στάθηκε ανίκανη να κατανοήσει τη σημασία της αγοράς κεφαλαίου και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η κριτική αυτή προκάλεσε την αντίδραση των αυστριακών οικονομολόγων. Όπως θα δούμε στην επόμενη ενότητα, η κριτική του Χάγιεκ προς τους σοσιαλιστές έδινε έμφαση στον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει η πίστη στον καπιταλισμό, ο οποίο δεν μπορεί να υποκατασταθεί από κανέναν συγκεντρωτικό θεσμό. Είναι ακριβώς αυτή η άρρητη πλευρά της διαμάχης που έχει περάσει απαρατήρητη στη βιβλιογραφία.

5. Η συμβολή του Χάγιεκ στη διαμάχη:

O καπιταλισμός είναι αδύνατος χωρίς το χρηματοπιστωτικό σύστημα

Η συμμετοχή των αυστριακών στη διαμάχη του σοσιαλιστικού σχεδιασμού κατά τη δεκαετία του 1930 τους έδωσε τη δυνατότητα να βελτιώσουν και να κάνουν ευρύτερα γνωστή την προσέγγισή τους αναφορικά με τη φύση του καπιταλιστικού συστήματος. Όπως επισημαίνει ο Kirzner (1992: 100), η εν λόγω διαμάχη «υπήρξε σημαντική ως καταλύτης στην ανάπτυξη και διατύπωση της μοντέρνας αυστριακής άποψης για την αγορά». Οι αυστριακοί, και ιδιαίτερα ο Χάγιεκ, διαφοροποιήθηκαν κριτικά από τη νεοκλασική ορθοδοξία της εποχής (το αποκαλούμενο υπόδειγμα του τέλειου ανταγωνισμού) χωρίς όμως να απορρίπτουν το σύστημα της αγοράς. Η απάντησή τους προς τους σοσιαλιστές της αγοράς ήταν μία απόπειρα να υπερασπιστούν το πνεύμα του καπιταλισμού στην εποχή του «μεγάλου μετασχηματισμού» (για να χρησιμοποιήσουμε τη γνωστή έκφραση του Polanyi 2001), δηλαδή σε μία εποχή που η παρεμβατικότητα του κράτους στην οικονομία (στις διάφορες εκδοχές της) γινόταν σταδιακά κυρίαρχο υπόδειγμα διακυβέρνησης. Στη συνέχεια θα εστιάσουμε αποκλειστικά στη συμβολή του Χάγιεκ. Παρότι ο τελευταίος συνέχισε να επαναλαμβάνει και να αναπτύσσει την άποψή του με κάθε ευκαιρία καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο, η διαμάχη του σοσιαλιστικού υπολογισμού ανέδειξε μία πλευρά του αυστριακού επιχειρήματος που δεν ήταν ιδιαίτερα ορατή στις μεταγενέστερες αναλύσεις: την κεντρικότητα του ρόλου της πίστης στην οργάνωση του καπιταλισμού.

Ο Χάγιεκ συνέχισε στο πνεύμα του επιχειρήματος του Μίζες. Ωστόσο, το πλαίσιο της συζήτησης είχε αλλάξει: δεν ήταν πλέον η εργασιακή θεωρία της αξίας το επίδικο της διαμάχης αλλά η ίδια η νεοκλασική προσέγγιση. Οι οπαδοί του σοσιαλισμού (στη διαμάχη αυτή) είχαν υιοθετήσει τα «εργαλεία του εχθρού» για το επιχείρημά τους. Ο Χάγιεκ υιοθετεί τον ορισμό του σοσιαλισμού που εισήγαγε ο Λάνγκε ως αφετηρία του συλλογισμού του, παραδεχόμενος ότι «είναι ουσιαστικά σε αυτή τη μορφή που ο μαρξισμός έχει ερμηνευτεί από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην ηπειρωτική Ευρώπη, και είναι η ίδια μορφή στην οποία ο σοσιαλισμός έχει γίνει κατανοητός από το μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων» (Hayek 1935a: 18). Το επιχείρημά του μπορεί να ιδωθεί ως μία γενική κριτική όχι μόνο των διάφορων εκδοχών σοσιαλισμού (ό. π.: 20) αλλά και της νεοκλασικής στατικής αντίληψης της ισορροπίας.

O Χάγιεκ κατανοεί ότι οι σοσιαλιστές της αγοράς βασίζονταν στις αδυναμίες του κυρίαρχου για την εποχή νεοκλασικού υποδείγματος. Στην πραγματικότητα είναι το δεύτερο που αποτελεί το επίκεντρο της κριτικής του. Πιστεύει ότι μία ουσιαστική υπεράσπιση ενός ασταθούς (με ροπή σε κρίσεις) καπιταλιστικού συστήματος δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στη βάση του κανονικού νεοκλασικού μοντέλου του τέλειου ανταγωνισμού και της στατικής ισορροπίας. Το σύστημα της αγοράς δεν είναι αψεγάδιαστο, όμως συνιστά τη μόνη συνταγή για μία ορθή οικονομική οργάνωση. Σε ό,τι ακολουθεί θα αναπαραγάγουμε τα σημεία της ανάλυσής του που θεωρούμε ως σημαντικότερα.

Η κεντρική θέση στο επιχείρημα του Χάγιεκ είναι βασισμένη σε μία εμπειριστική αντίληψη της γνώσης. Η γνώση (πληροφορία) μπορεί να συναθροιστεί αλλά κάτι τέτοιο είναι αδύνατο χωρίς την παρουσία του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Επιπλέον, η απαιτούμενη γνώση που αντιστοιχεί στις υπάρχουσες «αντικειμενικές» παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας δεν μπορεί να είναι διαθέσιμη σε κανέναν χωρίς τις ανταγωνιστικές αγορές κεφαλαίου, ακόμα και αν αυτός μπορούσε να συλλέξει και να συναθροίσει όλη την αποκεντρωμένη πληροφορία που είναι διασκορπισμένη στην οικονομία διότι είναι μέσα από το μηχανισμό του ανταγωνισμού που η ίδια η γνώση αναδύεται. Κατά συνέπεια, ό,τι καταργεί τον ανταγωνισμό οδηγεί αναγκαστικά σε χειρότερα αποτελέσματα με όρους αποτελεσματικότητας. Κανένα απολύτως οικονομικό καθεστώς δεν μπορεί να αναπαραγάγει ή να μιμηθεί την επιτυχία του ανταγωνιστικού καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς.13

Για τον Χάγιεκ η «μεγιστοποίηση» και η «αποτελεσματικότητα» είναι οι βασικοί και οι πλέον κατάλληλοι οικονομικοί στόχοι, ωστόσο «το πραγματικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κοινωνία [...] είναι το πρόβλημα της εκμετάλλευσης της γνώσης που δεν είναι δοσμένη σε κανέναν ως σύνολο» (Hayek 1945: 519-520). Το ζήτημα με την έννοια της πληροφορίας ή της γνώσης στο συλλογισμό αυτό είναι διπλό. Κανένα οικονομικό καθεστώς, συμπεριλαμβανομένου και του σοσιαλιστικού, δεν καταλήγει ποτέ σε στατική ισορροπία. Ο χαρακτήρας κάθε οικονομικής οργάνωσης είναι δυναμικός και όχι στατικός. Αποδίδεται συνεπώς από μία γνήσια ανισορροπία: οι μεταβολές είναι συχνές και απρόβλεπτες τόσο στον καπιταλισμό όσο και στο σοσιαλισμό ενώ η ισορροπία ποτέ δεν επιτυγχάνεται. Επομένως:

«Κάθε δράση θα πρέπει να βασίζεται στην πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων και οι προσδοκίες των διαφορετικών επιχειρηματιών φυσιολογικά θα διαφέρουν. Η απόφαση σε ποιον θα εμπιστευτούν μία δεδομένη ποσότητα πόρων θα πρέπει να λάβει χώρα στη βάση ατομικών υποσχέσεων για μελλοντική απόδοση. Ή, μάλλον, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί στη βάση του ισχυρισμού ότι μία προκαθορισμένη απόδοση αναμένεται με εξίσου προκαθορισμένο βαθμό πιθανότητας. Δεν μπορεί να υπάρξει, φυσικά, κάποια αντικειμενική δοκιμή της ποσότητας του κινδύνου. Όμως, ποιος θα πρέπει τότε να αποφασίσει εάν ο κίνδυνος αξίζει να αναληφθεί; Η κεντρική αρχή δεν μπορεί να έχει καμία άλλη βάση για να αποφασίσει πέρα από την παρελθούσα επίδοση του επιχειρηματία. Όμως πώς θα μπορούν να αποφασίσουν εάν οι κίνδυνοι που έχει διατρέξει κατά το παρελθόν ήταν δικαιολογημένοι; Και θα είναι αυτή η διάθεση απέναντι στην ανάληψη κινδύνων η ίδια όπως θα ήταν στην περίπτωση που ο επιχειρηματίας θα ρίσκαρε τη δική του ιδιοκτησία;» (Hayek 1935b: 233-4).

Σύμφωνα με τον Χάγιεκ, αντίθετα με την ουτοπία του νεοκλασικού σύμπαντος, οι αποφάσεις στον πραγματικό κόσμο γίνονται στη βάση προσδοκώμενων (αλλά άγνωστων) μελλοντικών αποτελεσμάτων. Μπορούμε να προσδώσουμε στα τελευταία «ορισμένους βαθμούς πιθανότητας», όμως στο τέλος δεν υπάρχει κάποιο αντικειμενικό μέτρο του κινδύνου. Το γεγονός αυτό θέτει ένα οικονομικό πρόβλημα πολύ πιο σύνθετο από εκείνο που διατυπώνεται συνήθως. Είναι όντως πολύ δύσκολο πρόβλημα η συλλογή της πληροφορίας που υπάρχει στο σύνολο της οικονομίας από τον κεντρικό σχεδιαστή ώστε να κατευθύνει την παραγωγή σύμφωνα με το πλάνο. Εντούτοις, υπάρχει ακόμα και «κάποιο άλλο πρόβλημα μεγαλύτερης σημασίας» (Hayek 1935b: 210: 154) και προφανώς πιο θεμελιώδες. Η αποκεντρωμένη τεχνική γνώση που ο κεντρικός σχεδιαστής υποτίθεται ότι πρέπει να συγκεντρώσει δεν υφίσταται εξαρχής (ό. π.: 210-211). Κατά τον Χάγιεκ είναι παράλογο να υποθέτει κανείς ότι όλη αυτή η γνώση μπορεί να «συγκεντρωθεί στα κεφάλια ενός ή στην καλύτερη περίπτωση πολύ λίγων ανθρώπων οι οποίοι καταστρώνουν τις εξισώσεις που θα πρέπει να λυθούν» (ό. π.). Όμως, ακόμα και εάν υπήρχε ένας μαγικός τρόπος να συγκεντρώσει κανείς όλη αυτή τη γνώση σε ένα και μόνο νου, το θεμελιώδες οικονομικό πρόβλημα θα ήταν κάποιο άλλο: η «περισσότερη από τη γνώση που χρησιμοποιείται στην πράξη δεν υπάρχει σε ετοιμοπαράδοτη μορφή» (ό. π.). Με άλλα λόγια, οι ανταγωνιστικές διαδικασίες της αγοράς δεν διαχέουν μόνο την υπάρχουσα αποκεντρωμένη γνώση (διασπορά ή επικοινωνία της γνώσης) αλλά πολύ περισσότερο συμβάλλουν στην ίδια την παραγωγή της (διαδικασία εκμάθησης ή ανακάλυψης).14 Έτσι, ο ανταγωνισμός δεν βοηθά μόνο στη συλλογή, αλλά στην πραγματικότητα παράγει αρχικά τη γνώση που στη συνέχεια θα διαχυθεί από την αγορά. Συνήθως είναι μόνο το στάδιο στο επιχείρημα του Χάγιεκ που αφορά τη διάχυση της γνώσης εκείνο που τονίζεται στη δευτερεύουσα βιβλιογραφία. Εντούτοις, είναι το πρώτο στάδιο (εκείνο της «ανακάλυψης») που είναι κρίσιμο για την πλήρη κατανόηση του μηνύματος της αυστριακής παράδοσης (βλ. Kirzner 1992: 139-140).

Ποιες είναι οι συνέπειες της παραπάνω επιχειρηματολογίας στην περίπτωση ενός καπιταλισμού χωρίς αγορά συντελεστών της παραγωγής; Όπως διαβάζουμε στο προηγούμενο απόσπασμα, οι μελλοντικές επενδυτικές αποφάσεις σε κάθε τύπο οικονομικής οργάνωσης βασίζονται σε προσδοκίες μελλοντικών γεγονότων. Οι προσδοκίες αυτές συμπεριλαμβάνουν εκτιμήσεις για συγκεκριμένες μελλοντικές αποδόσεις μαζί με το βαθμό εμπιστοσύνης στην επίτευξή τους (στατιστική πιθανότητα). Καμία οικονομική δράση δεν είναι δυνατό να αναληφθεί εάν δεν υφίσταται κάποια εκτίμηση του κινδύνου. Η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να είναι αντικειμενικώς γνωστή, ενώ είναι ανοικτή σε μεταβολές και αναθεωρήσεις. Ωστόσο, η πληροφορία που παρέχεται από την αγορά αποτελεί τη μόνη σημαντική ένδειξη που διαθέτει ο επιχειρηματίας ή οποιοσδήποτε άλλος για να αποφασίσει σχετικά με μελλοντικά οικονομικά γεγονότα και επενδυτικά σχέδια. Οι υποκειμενικές αποφάσεις του επιχειρηματία αναφορικά με την επένδυση και την ανάληψη κινδύνου θα γίνουν στη βάση των υπαρκτών αγοραίων τιμών για το κεφάλαιο και τον κίνδυνο, οι οποίες παρ όλες τις ατέλειές τους εξακολουθούν να αποτελούν την πιο καλή πληροφορία που υπάρχει.

Σε αυτή την κατεύθυνση, οι τιμές αγοράς είναι κατά βάσει τιμές ανισορροπίας, από την άποψη ότι ως σήματα ή φορείς επικοινωνίας απέχουν πολύ από το να είναι βέλτιστοι. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει επίσης και για τις τιμές του κεφαλαίου και του κινδύνου. Στο πλαίσιο της ανάλυσης του Χάγιεκ, οι τιμές δεν πληροφορούν τους οικονομικούς παράγοντες για τη σωστή διαδρομή που θα πρέπει να ακολουθήσουν. Αντίθετα προσφέρουν κίνητρα και αντικίνητρα που τους κινητοποιούν να διερευνήσουν και να ανακαλύψουν για τους ίδιους τις πραγματικές δυνατότητες κερδοφορίας. Για να το θέσουμε απλά, οι τιμές στο πλαίσιο των ανταγωνιστικών αγορών δεν διαχέουν μόνο την πληροφορία που έχει ήδη παραχθεί και είναι δοσμένη, αλλά πολύ περισσότερο κινητοποιούν την ίδια τη διαδικασία παραγωγής της. Εάν οι αγορές καταργηθούν, υπονομεύεται ολόκληρο το υπόλοιπο κύκλωμα. Στην περίπτωση αυτή, θα ήταν μάταιο ακόμα και να βρεθεί ο τρόπος συλλογής και συγκέντρωσης της υπάρχουσας πληροφορίας σε κάθε χρονική στιγμή, καθώς η κατάργηση του ανταγωνισμού θα υπονομεύσει το πραγματικό περιεχόμενο της υπάρχουσας πληροφορίας ή γνώσης.15

Αυτή η πλευρά της επιχειρηματολογίας του Χάγιεκ δεν ήταν τόσο καθαρή και διευκρινισμένη στα γραπτά των δεκαετιών του 1930 και 1940 (για να εξαφανιστεί μετέπειτα εντελώς). Πιθανώς ο ίδιος να μην είχε συνειδητοποιήσει πλήρως όλες τις αναλυτικές πτυχές του στοχασμού του. Ίσως πάλι να δίσταζε για τακτικούς λόγους να επιτεθεί τόσο ανοικτά στη νεοκλασική ορθοδοξία. Εντούτοις, πρόκειται για έναν συλλογισμό που είναι άμεσα αναγνωρίσιμος στα γραπτά του. Η διαδικασία της ανταγωνιστικής αγοράς βασίζεται στα δεδομένα της αγοράς σε κάθε συγκεκριμένη στιγμή με την έννοια ότι:

«προσωρινά αποτελέσματα από τη διαδικασία της αγοράς, αποκλειστικά σε κάθε στάδιο, αποκαλύπτουν στα άτομα τι να αναζητήσουν. Η εκμετάλλευση της γνώσης που βρίσκεται ευρέως διασκορπισμένη σε μία κοινωνία με εκτεταμένο καταμερισμό εργασίας δεν μπορεί να στηρίζεται στην ατομική γνώση όλων των συγκεκριμένων χρήσεων στις οποίες οφείλουν να τοποθετηθούν τα πράγματα στο ατομικό τους περιβάλλον. Οι τιμές κατευθύνουν την προσοχή των ατόμων σε ό,τι αξίζει να ανακαλυφθεί σχετικά με τις προσφορές της αγοράς για τα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες. [...] Ο ανταγωνισμός είναι ουσιαστικά μία διαδικασία διαμόρφωσης γνώμης [...]. Διαμορφώνει τις απόψεις που οι άνθρωποι έχουν σχετικά με το τι είναι καλύτερο και φθηνότερο, και είναι εξαιτίας αυτού που οι άνθρωποι γνωρίζουν τουλάχιστον τις δυνατότητες και ευκαιρίες, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα. [...] Ωστόσο αυτή η γνώση, που υποτίθεται ως δοσμένη αρχικά, είναι ένα από τα κύρια σημεία όπου μόνο μέσα από τη διαδικασία του ανταγωνισμού πρόκειται να ανακαλυφθούν» (Hayek 1948a: 106, 95; Hayek 1978: 181, 185).

Με άλλα λόγια, οι αγορές όχι μόνο διαχέουν και μεταφέρουν την (ατελή έτσι και αλλιώς) πληροφορία αλλά πρωτίστως διαμορφώνουν κίνητρα συμπεριφοράς για τους οικονομικούς παράγοντες σύμφωνα με τη λογική του καπιταλιστικού συστήματος. Όπως παρατηρεί και ο Kirzner (1992: 160): «η σημασία των τιμών για να κατανοήσουμε επιτυχώς το χαγιεκιανό πρόβλημα της γνώσης δεν έγκειται στην ακρίβεια της πληροφορίας που οι τιμές ισορροπίας μεταφέρουν αναφορικά με τις πράξεις των άλλων που ενημερώνονται με τον ίδιο τρόπο. Μάλλον το σημαντικό σημείο βρίσκεται στην ικανότητα των τιμών ανισορροπίας να προσφέρουν γνήσιες ευκαιρίες κερδοφορίας που μπορούν να τραβήξουν την προσοχή των σε ετοιμότητα βρισκόμενων επιχειρηματιών που αναζητούν το κέρδος. Εάν οι συμμετέχοντες στην αγορά αποτυγχάνουν να συντονίσουν τις δραστηριότητές τους εξαιτίας της διασκορπισμένης γνώσης, αυτό εκφράζεται σε έναν πίνακα τιμών ο οποίος προειδοποιεί τους επιχειρηματίες που μπορούν να κερδίσουν καθαρά κέρδη». Πιο απλά, οι παράγοντες του οικονομικού συστήματος ζουν αναμφίβολα σε έναν κόσμο αβεβαιότητας και ανισορροπίας. Το σύστημα της αγοράς είναι το μόνο εργαλείο που έχουν στη διάθεσή τους ώστε να καταστρώνουν υπολογισμούς έναντι ενός άγνωστου μέλλοντος. Αποτελεσματικός οικονομικός υπολογισμός (κάθε είδους) είναι αδύνατος εάν δεν υπάρχουν τιμές ανισορροπίας για το κεφάλαιο και τον κίνδυνο. Για τον Χάγιεκ είναι ακριβώς αυτό το σημείο που παρέβλεψαν οι σοσιαλιστές της αγοράς όταν υιοθέτησαν άκριτα την έννοια της πλήρους ισορροπίας (Hayek 1948b: 188). Η περιστολή των ανταγωνιστικών αγορών (και ιδιαίτερα της αγοράς κεφαλαίου) δημιουργεί εμπόδια στην αναπαραγωγή της λογικής του καπιταλιστικού συστήματος. Από αυτή την άποψη, κάθε κρατική παρέμβαση στην αγορά αποτελεί πραγματική απειλή για την τελευταία.

6. Αντί επιλόγου:

Η πίστη ως «τραύμα» στην κυρίαρχη οικονομική σκέψη

Ας συνοψίσουμε τις βασικές ιδέες της ανάλυσης που προηγήθηκε. Η διαμάχη μεταξύ Λάνγκε και Χάγιεκ είναι υπαινικτική του ρόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον καπιταλισμό. Μπορεί να ιδωθεί ως πρακτικό νεύμα που υποδεικνύει το πραγματικό θεωρητικό πρόβλημα χωρίς ωστόσο να παρέχει τους κατάλληλους αναλυτικούς όρους για την κατανόησή του. Η ανάλυση αυτού του κειμένου έχει περισσότερο το χαρακτήρα εισαγωγής στις δυσκολίες που ενέχει η μελέτη του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον καπιταλισμό.

Ο Λάνγκε βασίστηκε στην κυρίαρχη νεοκλασική παράδοση για να υπερασπιστεί το σοσιαλισμό, ή τουλάχιστον για να υπεραμυνθεί της εκδοχής που θεωρούσε ως κατάλληλη. Το νεοκλασικό σύστημα δίνει έμφαση στο στατικό χαρακτήρα της οικονομικής ισορροπίας. Το επιχείρημα του Λάνγκε ήταν ότι αυτή η στατική μορφή ισορροπίας μπορεί εύκολα να ικανοποιηθεί από τη σοσιαλιστική οικονομία. Η εκδοχή του σοσιαλισμού στην οποία επέλεξε να αναφέρεται ήταν εκείνη ενός καπιταλισμού χωρίς αγορά κεφαλαίου. Με τον τρόπο αυτό, ο Λάνγκε κατόρθωσε να θέσει εμμέσως δύο πολύ βασικά σημεία. Πρώτον, έδειξε ότι η εκδοχή της κυρίαρχης φιλελεύθερης οικονομικής σκέψης που υποτιμά το ρόλο των αγορών κεφαλαίου μπορεί εύκολα να χρησιμοποιηθεί για την υπεράσπιση μιας κάποιας μορφής σοσιαλισμού. Το επιχείρημα αυτό έφερνε σε εξαιρετική αμηχανία τους επικρατούντες οικονομολόγους της περιόδου. Δεύτερον, η κατάργηση της αγοράς κεφαλαίου – και του χρηματοπιστωτικού συστήματος κατ’ επέκταση – όχι μόνο ήταν σε θέση να αναπαράγει την πολυδιαφημιζόμενη οικονομική αποτελεσματικότητα του καπιταλισμού, αλλά και επίσης να βελτιώσει την οικονομική σταθερότητα (την οποία ο καπιταλισμός αποδεδειγμένα δεν ήταν σε θέση να εγγυηθεί). Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η διαμάχη λαμβάνει χώρα στα 1930 όπου οι συνέπειες της μεγάλης ύφεσης αποτελούσαν κεντρική σταθερά στις θεωρητικές και πολιτικές συζητήσεις. Η αντιμετώπιση της χρηματοοικονομικής αστάθειας του καπιταλιστικού συστήματος χωρίς να θυσιαστεί η συνθήκη της οικονομικής αποτελεσματικότητας έμοιαζε ελκυστική εναλλακτική στο σύστημα της αγοράς, σε μία περίοδο που το τελευταίο ταλανιζόταν από ανεπίλυτες οικονομικές αντιφάσεις.16

Ο Χάγιεκ κατανόησε πολύ καλά τον κίνδυνο που βρισκόταν πίσω από την εν λόγω κριτική. Στην πραγματικότητα η πρόκληση ήταν τόσο μεγάλη που αναγκάστηκε να φτάσει το στοχασμό του στα άκρα. Πώς θα μπορούσε ένας φιλελεύθερος οικονομολόγος να απαντήσει στη νεοκλασική υπεράσπιση της κρατικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής; Υπήρχε μόνο μία διέξοδος διαφυγής από την αλλόκοτη αυτή διένεξη: οι οπαδοί του φιλελεύθερου καπιταλισμού όφειλαν να διαφοροποιήσουν το κοινωνικό τους όραμα από τη νεοκλασική ουτοπία ενός σύμπαντος απόλυτης και αδιατάρακτης ισορροπίας. Η διαφοροποίηση αυτή δεν διατυπώθηκε ρητά στα γραπτά των Μίζες και Χάγιεκ (βλ. Kirzner 1992: 111) και δεν έλαβε τη δέουσα έμφαση. Και οι δύο συγγραφείς υπήρξαν μάλλον ανασφαλείς στο να θεματοποιήσουν τις ακραίες απολήξεις του επιχειρήματός τους. Ωστόσο, η ανάλυσή τους αποτελεί την πιο ισχυρή υπεράσπιση του συστήματος της αγοράς που μπορεί κανείς να θεμελιώσει εντός της κυρίαρχης σκέψης. Διότι όταν υπερασπίζονταν το σύστημα της ελεύθερης αγοράς δεν απαντούσαν απλά στους οπαδούς του σοσιαλισμού αλλά και σε όσους υποστήριζαν τη δραστική παρέμβαση του κράτους στην οικονομική ζωή. Δεν ήταν μόνο ο σοσιαλισμός αλλά και κάθε «ενδιάμεση» προσπάθεια περιστολής του αποκεντρωμένου συστήματος της αγοράς. Για να το θέσουμε διαφορετικά, δεν ήταν απλά ο Στάλιν ως κεντρικός σχεδιαστής, αλλά και ο Χίτλερ ως δικτάτορας ή ο Ρούσβελτ ως δημοκρατικός ηγέτης του New Deal που υπήρξαν αντικείμενο της κριτικής αυτής. Δεν ήταν απλά ο Λάνγκε και ο Λέρνερ (Lerner), αλλά και οι Κέυνς και Καλέτσκι (Kalecki) που θα έπρεπε να αντικρουστούν.

Προκειμένου να υπερασπιστεί το σύστημα της αγοράς, ο Χάγιεκ συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να αναθεωρήσει μερικώς το κυρίαρχο νεοκλασικό υπόδειγμα. Ομολογουμένως, η διαμάχη για το σοσιαλιστικό υπολογισμό υποκίνησε σε σημαντικό βαθμό την επεξεργασία και διευκρίνηση των θέσεων που είναι γνωστές σήμερα ως Αυστριακή Οικονομική Σκέψη (βλ. Kirzner ό. π.). Αντιμέτωπος με την πρόκληση των σοσιαλιστών της αγοράς, ο Χάγιεκ στην πραγματικότητα υπογράμμισε τη σημασία του ανταγωνιστικού καπιταλιστικού συστήματος πρωτίστως ως καθεστώτος διαρκούς ανισορροπίας. Όμως από τη στιγμή που ο σοσιαλισμός γινόταν αντιληπτός ως μερική περίπτωση του καπιταλισμού χωρίς την ύπαρξη αγοράς κεφαλαίου, η ουσία της διαμάχης αφορούσε κατά βάση το ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Ήταν ακριβώς ο ρόλος της πίστης ως διαδικασίας τιμολόγησης του κινδύνου που είχε πλήρως συγκαλυφθεί από το νεοκλασικό υπόδειγμα της τέλειας ισορροπίας. Από αυτή την άποψη, το επιχείρημα του Χάγιεκ μπορεί κάλλιστα να ιδωθεί ως υπεράσπιση της θέσης ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να υπάρξει απόντος του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δηλαδή χωρίς αναπτυγμένη αγορά τιμολόγησης του κινδύνου. Τούτο συμβαίνει διότι το σύστημα της ελεύθερης αγοράς παρέχει τα κίνητρα στους οικονομικούς παράγοντες για να ανακαλύψουν και άρα να συμβάλλουν οι ίδιοι στην παραγωγή της γνώσης («ανακάλυψη και ετοιμότητα έναντι της άγνωστης ακόμα πληροφορίας» Kirzner 1992: 104) που πρόκειται την ίδια στιγμή να διαχυθεί και να κοινωνικοποιηθεί στα άλλα μέρη της οικονομίας.

Από αυτή την άποψη, η πραγματική εναλλακτική στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς δεν μπορεί να είναι ένας γιγαντιαίος μηχανισμός που συγκεντρώνει την πληροφορία και εκδίδει οικονομικές εντολές, διότι ακόμα και εάν ένα τέτοιο ενδεχόμενο ήταν πρακτικά πιθανό, θα αφαιρούσε από τους οικονομικούς παράγοντες τα κατάλληλα κίνητρα για την αναπαραγωγή του συστήματος (εξουσίας): δεν θα παρακινούσε στην ανακάλυψη και στην οικονομική δράση σύμφωνα με τους όρους του καπιταλιστικού συστήματος.

Οι αγορές διαχέουν την ατελή πληροφορία αλλά πάνω από όλα κινητοποιούν την «ανακάλυψη» και την «εκμάθηση», με άλλα λόγια παράγουν την πληροφορία που στη συνέχεια θα μεταδοθεί. Υπό αυτή την έννοια, και παρόλο που οι αυστριακοί συγγραφείς δεν το έθεσαν ποτέ με αυτόν τον τρόπο, το επιχείρημά τους στην ουσία αναφέρεται σε μία διαδικασία συγκρότησης οικονομικής συμπεριφοράς στο πνεύμα του καπιταλιστικού συστήματος. Διότι η ανακάλυψη και η εκμάθηση μπορούν να ιδωθούν και ως αποτελέσματα της συμμετοχής σε αντίστοιχες κοινωνικές πρακτικές που επιβάλλονται από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το σύστημα της αγοράς υποκινεί και οργανώνει συγκεκριμένους τρόπους δράσης και είναι μόνο ως αποτέλεσμα των πρακτικών αυτών που η γνώση ανακαλύπτεται σε αποκεντρωμένο επίπεδο. Υπό αυτό το πρίσμα, το πραγματικό μήνυμα της απάντησης του Χάγιεκ στους σοσιαλιστές της αγοράς ήταν ότι ο καπιταλισμός προϋποθέτει την αγορά κεφαλαίου (χρηματοπιστωτικό σύστημα) ώστε να θέσει σε κίνηση τις πρακτικές που είναι απαραίτητες για την αναπαραγωγή του. Αντίθετα, με την εγκαθίδρυση του κεντρικού σχεδιασμού θα εκλείψει η διαδικασία «ανακάλυψης» από την πλευρά των μάνατζερ και κατά συνέπεια κάθε αποτελεσματική οργάνωση οικονομικών δράσεων σύμφωνα με τη λογική του καπιταλισμού. Τελικά, κάθε δραστικός περιορισμός των αγορών κεφαλαίου θέτει σε κίνδυνο την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού πνεύματος.

Η έξυπνη πρόκληση του Λάνγκε (αλλά μηδαμινής σημασίας για μία μαρξιστική συζήτηση περί σοσιαλισμού) οδήγησε τους αυστριακούς να θίξουν, χωρίς να το συνειδητοποιούν, το ουσιώδες ζήτημα σχετικά με το χρηματοπιστωτικό σύστημα: Η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν προσφέρει απλά νέες μορφές χρηματοδότησης αλλά θέτει σε κίνηση ένα μηχανισμό οργάνωσης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αναμφίβολα ο Χάγιεκ ψηλάφισε τη διάσταση αυτή χωρίς ωστόσο να διαθέτει τους αναλυτικούς όρους να την περιγράψει, διότι η έννοια του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης ήταν άγνωστη στο θεωρητικό του σύστημα.

Το αποτέλεσμα αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με μία αναπάντεχη ανατροπή. Ενώ ο Λάνγκε υποβάθμισε το σοσιαλισμό σε μία sui generis εκδοχή του καπιταλισμού, ο Χάγιεκ αναγνώρισε τον κίνδυνο να υπονομευτεί η καπιταλιστική συμπεριφορά και να αμφισβητηθεί έτσι η ίδια η φύση των καπιταλιστικών σχέσεων. Εάν δούμε την οικονομική πρακτική στον καπιταλισμό ως αποτέλεσμα των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας, τότε η προσέγγιση του Χάγιεκ καθιστά την αγορά κεφαλαίου κεντρική στην οργάνωση του καπιταλισμού ως συστήματος ταξικής εκμετάλλευσης. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στην πειθάρχηση της οικονομικής συμπεριφοράς εντός του πλαισίου που ορίζουν οι κοινωνικές σχέσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Την ίδια στιγμή, o Χάγιεκ αντιλαμβάνεται κάθε κίνηση προς κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής ως πραγματική απειλή της ίδιας της αναπαραγωγής του καπιταλισμού. Από αυτή την άποψη, καταλήγει να παρέχει μία απρόσμενη υποστήριξη στο σοσιαλισμό αναγνωρίζοντάς τον ως σύστημα βαθιά ανταγωνιστικό προς τον καπιταλισμό, γεγονός που αποτελεί πιο ουσιαστική και εκλεπτυσμένη υπεράσπιση από την αντίστοιχη επιφανειακή θέση του Λάνγκε. Κάθε δραστική κρατική παρέμβαση στην ελεύθερη λειτουργία των αγορών, και ιδιαίτερα της αγοράς κεφαλαίου, θέτει εν αμφιβόλω την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας.

Η τελευταία αυτή διαπίστωση μας δίνει τη δυνατότητα να επαναπροσεγγίσουμε το αποτέλεσμα της διαμάχης για το σοσιαλιστικό υπολογισμό από μία άλλη σκοπιά που δεν έχει συζητηθεί μέχρι σήμερα: η εν λόγω διαμάχη αναδεικνύει με εύγλωττο τρόπο το γεγονός ότι η πίστη αποτελεί τραύμα στις κυρίαρχες οικονομικές συστηματοποιήσεις. Θα καταφύγουμε στις έννοιες της λακανικής ψυχανάλυσης ώστε να διευκρινίσουμε το επιχείρημά μας.17

Από μία μαρξιστική σκοπιά, η κυρίαρχη οικονομική σκέψη μαζί με όλες της τις εκδοχές και τα θεωρητικά παρακλάδια αποτελεί θεωρητική ιδεολογία (σύμφωνα πάντα με την αλτουσεριανή σημασία του όρου, βλ. Althusser κ.ά. 2003). Οι κυρίαρχες έννοιες και ιδέες παρερμηνεύουν την καπιταλιστική πραγματικότητα, αλλά όχι με έναν αυθαίρετο τρόπο. Πρόκειται για οργανικές προσλήψεις που είναι πάντοτε συνυφασμένες με συγκεκριμένες στρατηγικές εκμετάλλευσης και πηγάζουν από την ίδια την πραγματικότητα του καπιταλισμού. Η κυρίαρχη (νεοκλασική) προσέγγιση συστηματοποιεί σε θεωρητικό σύστημα τις (αστικές) ιδέες και προσλήψεις οι οποίες προκύπτουν και συνέχονται από τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας, χωρίς να μετασχηματίζει το ιδεολογικό τους περιεχόμενο. Ωστόσο, υπάρχει ένα ακόμη σημαντικό ζήτημα εδώ. Η κυρίαρχη οικονομική ανάλυση πάντα είχε τη δυσκολία να κατανοήσει, έστω και υπό το πρίσμα της ιδεολογίας, το χρηματοπιστωτικό σύστημα και να το εντάξει κατάλληλα στο θεωρητικό της σύστημα, δεδομένης της αστάθειας και των επαναλαμβανόμενων κρίσεων. Φαίνεται ότι η χρηματοοικονομική διάσταση του καπιταλισμού εκτός από μυστήριο πάντα υπήρξε τραύμα για την κυρίαρχη οικονομική σκέψη.

Η κυρίαρχη σκέψη προσφέρει μία ερμηνεία του καπιταλιστικού συστήματος συμβολοποιώντας την καπιταλιστική πραγματικότητα με συγκεκριμένη τρόπο. Θέτει σε κίνηση και αναπαράγει πρακτικές που περιέχουν σύμβολα, ιδέες, έννοιες, προβληματικές και οράματα που από κοινού συνιστούν εκείνο που μπορούμε να αποκαλέσουμε ως συμβολική παραγνώριση της πραγματικότητας. Ωστόσο, υπάρχει ένα στοιχείο που αντιστέκεται πεισματικά σε αυτή τη συμβολοποίηση, και αυτό δεν είναι άλλο από την πίστη. Δεν εννοούμε με αυτό ότι η κυρίαρχη σκέψη δεν έχει θεωρίες για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά ότι οι εν λόγω θεωρήσεις είναι εντελώς ανίκανες να ενσωματώσουν θεμελιώδη γεγονότα που συνδέονται με τη λειτουργία του: τη χρηματοοικονομική αστάθεια και τον κεντρικό ρόλο της χρηματοπιστωτικής σφαίρας στην οργάνωση της καπιταλιστικής παραγωγής. Η πρόσφατη χρηματοοικονομική κατάρρευση αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η εμπιστοσύνη στη σταθερότητα του συστήματος κατά την περίοδο πριν την κρίση συνοδεύτηκε από την αδυναμία να απαντηθούν εγκαίρως τα βασικά προβλήματα στο επίπεδο της οικονομικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, η πίστη αποτελεί το πραγματικό του καπιταλισμού, τον τόπο που δεν μπορεί να συμβολοποιηθεί ομαλώς, τον παράγοντα που δεν θα μπορέσει ποτέ να απορροφηθεί πλήρως από την κυρίαρχη ιδεολογική αφήγηση.

Για να μιλήσουμε μεταφορικά, η παραπάνω επιχειρηματολογία υπαινίσσεται ότι η πίστη αποτελεί τραύμα για την κυρίαρχη σκέψη. Η διαμάχη του σοσιαλιστικού σχεδιασμού εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο το σημείο αυτό. Η απάντηση του Λάνγκε αποτελούσε σημαντική πρόκληση, διότι παρότι θεωρητικά ρηχή υπήρξε εξαιρετικά εύστοχη. Επεσήμανε στους κυρίαρχους οικονομολόγους της εποχής ότι η υποτίμηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον καπιταλισμό ως δραστική και ενεργή βαθμίδα για την αναπαραγωγή της εξουσίας μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε επιχείρημα που στρέφεται ενάντια στο σύστημα της αγοράς. Η αντίδραση των αυστριακών προέκυψε ως αποτέλεσμα της ύπαρξης του «τραύματος», όταν αυτό πήγε να ανασυρθεί στη «συνειδητή μνήμη». Όμως καθώς το μη-συμβολοποιημένο πραγματικό δεν μπορεί να παρεισδύσει στην πραγματικότητα χωρίς την αποδόμηση της απολογίας του καπιταλιστικού συστήματος, το επιχείρημα των αυστριακών έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο της φαντασίας για τον κυρίαρχο αστικό λόγο. Αποτέλεσε την τελευταία γραμμή υπεράσπισης ώστε να αποφευχθεί η τραυματική συνάντηση με το πραγματικό, δηλαδή με το χαρακτήρα της πίστης ως έκφρασης του εκμεταλλευτικού και βαθιά αντιφατικού πλαισίου του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτή είναι τελικά και η πραγματική συνεισφορά της αυστριακής παράδοσης στο πεδίο της κυρίαρχης θεωρίας: Η παράδοση αυτή πάντα θα χρησιμοποιείται ως το έσχατο επιχείρημα υπεράσπισης του συστήματος της αγοράς ιδιαίτερα όταν το τελευταίο ταλανίζεται από συστημικές κρίσεις, θα λειτουργεί σαν ένα φαντασιακό πεδίο απολογίας του καπιταλισμού. Θα είναι πάντα το αναλυτικό όριο που δεν θα μπορεί να υπερπηδηθεί χωρίς κρίσιμες συνέπειες για τη φύση του οικονομικού στοχασμού που αποσκοπεί στην υπεράσπιση του συστήματος.

Βιβλιογραφία

Althusser, L., E. Balibar, R. Establet, P. Machrerey, J. Ranciere (2003), Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Barone, E. ([1908] 1935), “The Ministry of Production in the Collectivist State”, in F. A. Hayek (ed.) Collectivist Economic Planning: Critical Studies on the Possibilities of Socialism, London: Routledge and Kegan Paul Ltd.

Block, W., W. Barnett II, and S. Wood (2002), “Austrian Economics, Neoclassical Economics, and Finance”, The Quarterly Journal of Austrian Economics, 5(2): 51-66.

Goodhart, C. (1991), The Evolution of Central Banks, Cambridge (MA) and London: The MIT Press.

Hayek, F. A. (1931), Price and Production, London: Routledge.

Hayek, F. A. (1935a), “The Nature and the History of the Problem”, in F. A. Hayek (ed.) Collectivist Economic Planning: Critical Studies on the Possibilities of Socialism, London: Routledge and Kegan Paul Ltd.

Hayek, F. A. (1935b), “The Present State of the Debate”, in F. A. Hayek (ed.) Collectivist Economic Planning: Critical Studies on the Possibilities of Socialism, London: Routledge and Kegan Paul Ltd.

Hayek, F. A. (1945), “The Use of Knowledge in Society”, American Economic review, 35(4): 519-530.

Hayek, F. A. ([1946] 1948a), “The Meaning of Competition”, in F. A. Hayek (ed.) Individualism and Economic Order, Chicago: The University of Chicago Press.

Hayek, F. ([1940] 1948b), “Socialist Calculation III: The Competitive Solution”, in F. A. Hayek (ed.) Individualism and Economic Order, Chicago: The University of Chicago Press.

Hayek, F. A. ([1968] 1978), “Competition as a Discovery Procedure”, in F. A. Hayek, New Studies in Philosophy, Politics, Economics and the History of ideas, London: Routledge.

Hilferding, R. ([1904] 1949), “Böhm-Bawerk’s Criticism of Marx”, in P.M. Sweezy (ed.), Karl Marx and the Close of His System by Eugen Böhm-Bawerk and “Böhm-Bawerk’s Criticism of Marx” by Rudolf Hilferding, New York: Kelley.

Kirzner, I. M. (1992), The Meaning of Market Process: Essays in the Development of Modern Austrian Economics, London and New York: Routledge.

Lange, O. (1936), “On the Economic Theory of Socialism: Part One”, The Review of Economic Studies, 4(1): 53-71.

Lavoie, D. (1985), Rivalry and Central Planning: The Socialist Calculation Debate Reconsider, New York: Cambridge University Press.

Μηλιός, Γ., Σωτηρόπουλος, Δ. (2011), Ιμπεριαλισμός, Χρηματοπιστωτικές αγορές, Κρίση, Αθήνα: Εκδόσεις Νήσος.

Milios, J., Dimoulis, D. and Economakis, G. (2002), Karl Marx and the Classics. An Essay on Value, Crises and the Capitalist Mode of Production, England: Ashgate Publishing Limited.

Mises, L. ([1920] 1935), “Economic Calculation in the Socialist Commonwealth”, in F. A. Hayek (ed.) Collectivist Economic Planning: Critical Studies on the Possibilities of Socialism, London: Routledge and Kegan Paul Ltd.

Polanyi, K. (2001), The Great Transformation: The Political and Economic Origins of Our Time, Boston: Beacon Press Books.

Postone, M. (1993), Time, Labour, and Social Domination, New York: Cambridge University Press.

Schapiro, J. S. (1945), “Pierre Joseph Proudhon, Harbinger of Fascism”, The American Historical Review, 50(4): 714-737.

Sean, H. (2005), Jacques Lacan, London and New York: Routledge.

White, L. H. (1999), “Hayek’s Monetary Theory and Policy: A Critical Reconstruction”, Journal of Money, Credit, and Banking, 31(1): 109-120.

Žižek, S. (2006), Lacan, London: Granta Books.


1 Το παρόν άρθρο αποτελεί περαιτέρω επεξεργασία του Κεφαλαίου 5 του υπό έκδοση βιβλίου A Political Economy of Contemporary Capitalism. Demystifying Finance, των τριών πρώτων συγγραφέων, που θα κυκλοφορήσει την επόμενη χρονιά από τον οίκο Routledge.

2 Βλ. Hayek (1978).

3 Για μία συστηματική ανάπτυξη του εν λόγω επιχειρήματος βλ. White (1999).

4 «Δεν θα πρέπει να αρνηθούμε ότι στον υπάρχοντα επιμερισμό των ευθυνών μεταξύ της έκδοσης της νομισματικής βάσης και της παρασιτικής κυκλοφορίας που βασίζεται πάνω σε αυτή, οι κεντρικές τράπεζες οφείλουν, προκειμένου να διατηρήσουν τον έλεγχο των καταστάσεων, να προσπαθούν συνειδητά να παρεμποδίσουν τα γεγονότα που μόνο αυτές είναι σε θέση να επηρεάσουν αλλά όχι έμμεσα να ελέγξουν. Όμως το σύστημα των κεντρικών τραπεζών, το οποίο μόλις 50 χρόνια πριν θεωρείτο η κορωνίδα της χρηματοοικονομικής σοφίας, έχει σε σημαντικό βαθμό υπονομεύσει τον εαυτό του» (Hayek 1978: 100).

5 Βλ. σχετικά Μηλιός και Σωτηρόπουλος (2011: κεφ. 13).

6 Αυτή υπήρξε η κυρίαρχη πλευρά στις σχετικές συζητήσεις, αλλά όχι και η μοναδική. Ο διάλογος στο εσωτερικό της επαναστατικής μαρξιστικής σκέψης κατά την ίδια περίοδο ήταν πολύ πιο πλούσιος θεωρητικά. Το βασικό ζήτημα δεν ήταν η αντιγραφή της υποτιθέμενης αποτελεσματικότητας του καπιταλισμού, αλλά το ξεπέρασμα της καπιταλιστικής οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας. Σε αυτή την κατεύθυνση, το κεντρικό πρόβλημα αναφορικά με το σοσιαλισμό δεν είναι ο ρόλος του γραφείου που θα αναλάβει τον κεντρικό σχεδιασμό αλλά η δομή των «σοβιέτ» ως μορφών εργατικού ελέγχου πάνω στην εξουσία του κεφαλαίου. Η ανάλυση αυτή είναι έξω από τη θεματική αυτού του άρθρου.

7 Σίγουρα ο Rubin και η ανάλυση της αξιακής μορφής την οποία και υπερασπίστηκε ήταν μία τέτοια εξαίρεση στην περίοδο που αναφερόμαστε (βλ. Μηλιός κ. ά. 2002).

8 Στο σημείο αυτό ακολουθούμε την ανάλυση του Postone (βλ. Postone 2003; Κεφ. 2). Το βασικό έργο του Χίλφερντινγκ που ως γνωστό κυκλοφόρησε στα 1909 με τον τίτλο Χρηματιστικό Κεφάλαιο έγινε κυρίαρχη θεωρητική παρέμβαση στις αρχές του 20ού αιώνα, ενώ ακόμα θεωρείται ως σημείο αναφοράς στις συζητήσεις της πολιτικής οικονομίας και της ετερόδοξης χρηματοοικονομικής ανάλυσης. Εδώ, βέβαια, αναφερόμαστε στη διαμάχη με τον Μπεμ-Μπάβερκ (Böhm-Bawerk) αναφορικά με την εργασιακή θεωρία της αξίας (βλ. Hilferding 1949).

9 Για μία σύνοψη του επιχειρήματος του Μίζες βλέπε Lavoie (1985).

10 Για περισσότερα βλ. Μηλιός και Σωτηρόπουλος (2011: Κεφ. 10).

11 Από αυτή την άποψη, ο Lange απλά επανέλαβε το επιχείρημα του Taylor (see Lange 1936: 56, 66; Lavoie 1985: 118-9). Στα 1929 ο Taylor υποστήριξε ένα μοντέλο σχεδιασμού στο οποίο το σοσιαλιστικό κεντρικό γραφείο θα μπορούσε να επιτύχει μία πρακτική λύση ισορροπίας χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της δοκιμής και του λάθους (μιμούμενο την βαλρασιανή μέθοδο του πλειστηριασμού).

12 Βλ. Lange (1936: 60-71), Lavoie (1985), Block κ. ά. (2002: 53-4).

13 Στο υπόλοιπο της παραγράφου το επιχείρημά μας θα βασιστεί στα ακόλουθα κείμενα: Hayek (1935a; 1935b; 1945; 1948a; 1948b; 1978).

14 Για τα ζητήματα αυτά βλ. Kirzner (1992, Κεφ. 6 και 8).

15 Βλ. Hayek (1948a, 1978). Βλέπε επίσης Kirzner (1992, Κεφ. 8), Lavoie (1985).

16 Π.χ. ο Χάγιεκ και ο Μίζες (βλ. Hayek 1935) επιτέθηκαν στις απόψεις του Otto Bauer ο οποίος υποστήριζε ότι η αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής ήταν υπεύθυνη για τις οικονομικές υφέσεις και ζητούσε σχεδιασμό της παραγωγής και του τραπεζικού συστήματος.

17 Π.χ. βλ. Žižek (2006), Sean (2005).