Κυπριακό, προεδρικές εκλογές, εκλογικός νόμος: Προς τη δεύτερη φάση της Αλλαγής
των Γιάννη Μηλιού και Μάκη Σπαθή

1. Οι αναμενόμενες εξελίξεις

Από την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981, ποτέ άλλοτε δεν βρεθήκαμε μπροστά σε τόσο σημαντικές πολιτικές εξελίξεις όπως αυτές που άμεσα αναμένονται: Στο «εσωτερικό μέτωπο», με την κατάρτιση και ψήφιση του νέου εκλογικού νόμου, την εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας, τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές. Στο «εξωτερικό μέτωπο» με την αναμενόμενη λύση στο «εθνικό ζήτημα» της Κύπρου, μετά την προγραμματισμένη συνάντηση Κυπριανού Ντενκτάς.

Αναμφίβολα, οι επερχόμενες πολιτικές εξελίξεις θα επηρεάσουν σημαντικά το πολιτικό σκηνικό της χώρας. Εντούτοις η έκβαση τους είναι ήδη από σήμερα ορατή και αυτό αντανακλάται ήδη στη σημερινή συγκυρία. Μ' άλλα λόγια, οι πολιτικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί, όχι μόνο δεν φαίνονται να μπορούν να ανατραπούν μέσα από τις επερχόμενες εξελίξεις, αλλά ακριβώς προδιαγράφουν το χαρακτήρα και την έκβαση των επερχόμενων εξελίξεων.

Ισχυριζόμαστε λοιπόν ότι δεν βρισκόμαστε απλώς στις παραμονές της δεύτερης τετραετίας διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ, αλλά πως ήδη μπαίνουμε σε μια δεύτερη φάση της «Αλλαγής». Τα χαρακτηριστικά αυτής της δεύτερης φάσης έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται από σήμερα, καθώς τροποποιούνται τα χαρακτηριστικά (και η δυναμική) της πρώτης φάσης της «Αλλαγής».

Πρώτα απ' όλα γίνεται σήμερα λίγο πολύ ορατό ότι:

1. Το Κυπριακό οδηγείται δεκάμισυ χρόνια μετά το ελληνικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, σε μια «μόνιμη λύση».

2. Ο νέος εκλογικός νόμος, το «σύστημα απλής αναλογικής» που θα καταθέσει η κυβέρνηση για ψήφιση στη Βουλή, δεν θα προκύπτει κατά κύριο λόγο από τα άμεσα «εκλογικά συμφέροντα» του κυβερνώντος κόμματος όπως επιμένει

να ισχυρίζεται η αντιπολιτευτική φιλολογία αλλά θα αντικατόπτριζα τους συνολικούς σημερινούς πολιτικούς συσχετισμούς των δυνάμεων ακόμα και μέσα στην κυβερνητική παράταξη. Έτσι δεν θα πρέπει να αναμένονται λύσεις που, με τα δεδομένα της σημερινής φάσης, θα έθεταν τη Δεξιά «στο χρονοντούλαπο της ιστορίας».

3. Ο Κ. Καραμανλής θα επανεκλεγεί πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως υπερκομματικός υποψήφιος, με την υποστήριξη και υπερψήφιση του στη Βουλή από τα δύο μεγάλα κόμματα.

4. Οι βουλευτικές εκλογές θα αναδείξουν και πάλι το ΠΑΣΟΚ πρώτο κόμμα και θα του επιτρέψουν να σχηματίσει Κυβέρνηση.

2. Οι όροι για την επίλυση του Κυπριακού

2.1. Προς μια νέα «Ζυρίχη»

Η προγραμματισμένη συνάντηση Κυπριανού-Ντενκτάς υποδηλώνει, χωρίς πολλά περιθώρια αμφιβολιών, ότι έχουν ήδη δημιουργηθεί οι όροι για την επίλυση του Κυπριακού1.

Όπως προκύπτει από τα δημοσιεύματα του τύπου, κατά τον τελευταίο γύρο των συνομιλιών με τον Γ. Γ. του ΟΗΕ, η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή ηγεσία συνέκλιναν στην αποδοχή ενός καθεστώτος ομόσπονδου κυπριακού κράτους που στα βασικά του σημεία θυμίζει το καθεστώς που προέβλεπαν οι συμφωνίες της Ζυρίχης: Ελληνοκύπριος Πρόεδρος με τουρκοκύπριο Αντιπρόεδρο, δύο νομοθετικά σώματα, το ένα με ελληνοκυπριακή πλειοψηφία το δεύτερο με ισάριθμη εκπροσώπηση των δύο κοινοτήτων, κεντρική κυβέρνηση με ελληνοκυπριακή πλειοψηφία 7 προς 3, τουρκοκυπριακό βέτο στα ζητήματα που άμεσα αφορούν τους τουρκοκύπριους2.

Όπως είναι γνωστό, ορισμένες από τις κρίσιμες ανάλογες ρυθμίσεις που προέβλεπαν οι συμφωνίες της Ζυρίχης (βέτο τουρκοκυπρίων, δυο κοινοτικές συνελεύσεις, ξεχωριστή πλειοψηφία τόσο στην ελληνοκυπριακή όσο και στην τουρκοκυπριακή πτέρυγα της Βουλής για την ψήφιση ορισμένων νόμων, ξεχωριστά ελληνοκυπριακά και τουρκοκυπριακά δικαστήρια, αναλογία συμμετοχής στις δημόσιες υπηρεσίες κλπ.), είχαν καταργηθεί κάτω από το βάρος του ασφυκτικού υπέρ των ελληνοκυπρίων πολιτικού συσχετισμού των δυνάμεων. Τελικά ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός είχε αποκοπεί από την εξουσία και είχε περιορισθεί σε θύλακες που δεν ξεπερνούσαν το 3% του κυπριακού εδάφους3.

Με τη νέα συμφωνία η θέση των τουρκοκυπρίων θα είναι περισσότερο ενισχυμένη σε σχέση ακόμα και με τις ρυθμίσεις που πρόβλεπαν οι συμφωνίες της Ζυρίχης, όχι γιατί η τουρκοκυπριακή εξουσία αποκτά μεγαλύτερες αρμοδιότητες απ' αυτές που της κατοχύρωνε το Σύνταγμα του 1960, αλλά γιατί ο τουρκοκυπριακός τομέας θα αποτελείται πλέον από μια ενιαία εδαφική περιοχή που θα καταλαμβάνει το 29% του κυπριακού εδάφους (ή έστω το 26%, αν ανάμεσα στους δύο τομείς δημιουργηθεί μια κοινή «ενδιάμεση ζώνη» από το 6% του εδάφους).

Ο τύπος ανέφερε τα 4 σημεία που υποχώρησαν οι τουρκοκύπριοι: Εγκατέλειψαν την αξίωση για εκ περιτροπής προεδρία, μείωσαν τις εδαφικές τους αξιώσεις από το 32% στο 29%, δέχθηκαν να παραχωρήσουν τον ελληνοκυπριακό τομέα της Αμμοχώστου, περιόρισαν την αξίωση για βέτο μόνο στα ζητήματα που άμεσα αφορούν την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Από την καθημερινή ειδησεογραφία μπορούμε να συνάγουμε βέβαια ανάλογες υποχωρήσεις και της ελληνοκυπριακής πλευράς. Για παράδειγμα, η ελληνική πλευρά και οι ελληνοκύπριοι δεν θεωρούν* πια την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων σαν απαραίτητο όρο για την υπογραφή της συμφωνίας, αλλά αξιώνουν απλά να συμφωνηθεί ένα χρονοδιάγραμμα για την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, μετά την εγκαθίδρυση της νέας ομοσπονδιακής πολιτικής εξουσίας: «Αν έπειτα από μια ενδεχόμενη συμφωνία Κυπριανού Ντενκτάς, δημιουργηθεί και εγκατασταθεί στη Λευκωσία μια προσωρινή Κυβέρνηση, θα πρέπει να αποσυρθούν αμέσως τα τουρκικά στρατεύματα» (Από δηλώσεις του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών, το Βήμα 151284).

Οι διαφωνίες σ' αυτό το χρονοδιάγραμμα, αλλά και σε άλλα σημεία, φαίνεται ότι δεν έχουν ακόμα ξεπεραστεί, η συνολική διαπραγμάτευση για τη συμφωνία δεν έχει ολοκληρωθεί. Σε κάθε περίπτωση πάντως έχουν ήδη διαμορφωθεί οι όροι για μια «επίλυση του Κυπριακού». Και είναι προφανές ότι προϋπόθεση γι αυτές τις εξελίξεις ήταν η υποχώρηση της τουρκοκυπριακής πλευράς από την πολιτική στρατηγική του «Ανεξάρτητου Βορειοκυπριακού Κράτους» και από την κατοχή του 37% του κυπριακού εδάφους. Εδώ βρίσκεται λοιπόν η κύρια πλευρά των πραγμάτων που πρέπει να ερμηνεύσουμε: Ποιοι παράγοντες υπαγόρευσαν στην πολιτική ηγεσία των τουρκοκυπρίων να εγκαταλείψει την προοπτική της «ανεξαρτησίας» και να αποδεχθεί τη λύση της ενιαίας ομόσπονδης Κυπριακής Δημοκρατίας;

2.2 Η αλλαγή των διεθνών συσχετισμών και η λύση του Κυπριακού

Η τουρκοκυπριακή και τουρκική υποχώρηση προκύπτει από το γεγονός ότι, τόσο οι διεθνείς συσχετισμοί, όσο και οι εσωτερικές διαδικασίες στο βόρειο τμήμα του νησιού, καθιστούσαν εντελώς αδιέξοδη τη στρατηγική του «ανεξάρτητου κράτους». Είναι βέβαια γεγονός ότι η τουρκοκυπριακή κοινωνία και η τουρκοκυπριακή κοινωνική και πολιτική εξουσία, έχουν ήδη συγκροτηθεί με βάση μια κρατική μορφή οργάνωσης στο βόρειο τμήμα του νησιού πολύ πριν γίνει η επίσημη ανακήρυξη του «Βορειοκυπριακού Κράτους». Όμως αυτές τις «κατακτήσεις» των τουρκοκυπρίων (μετά την τουρκική εισβολή) υπονόμευε διαρκώς η συνεχής μεταβολή των διεθνών συσχετισμών υπέρ της Ελλάδας και της Κύπρου, η απομόνωση της Τουρκίας και κυρίως της τουρκοκυπριακής κοινότητας τόσο στη Δύση, όσο και στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, καθ' όλη τη δεκαετία που μεσολάβησε μετά την εισβολή του 1974.

Μια καμπή σ' αυτή την πορεία συντελέστηκε αναμφίβολα με την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ. Η αναβάθμιση των ελληνοαραβικών σχέσεων, αλλά και των σχέσεων της Ελλάδας με τις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η «σκληρή» διαπραγματευτική στάση απέναντι στις χώρες της Δύσης, όπως και μέσα στο NATO και την ΕΟΚ, απομόνωσαν ακόμα περισσότερο τις τουρκικές και τουρκοκυπριακές θέσεις. Η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ τον Μάιο του 1983, με την οποία για πρώτη φορά καταδικάστηκε απερίφραστα η τουρκική στάση στο Κυπριακό και απαιτήθηκε η άμεση αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής, υπήρξε ακριβώς, στην περίοδο αυτή, το πιο χαρακτηριστικό αποτέλεσμα από τη μεταβολή των διεθνών συσχετισμών υπέρ της Ελλάδας και των ελληνοκυπριακών θέσεων.

Οι αλλαγές αυτές στους διεθνείς συσχετισμούς συναρθρώνονταν αναγκαστικά με τους εσωτερικούς συσχετισμούς, πρώτα απ' όλα στην Κύπρο. Η «πολιτική εξουσία» του Ντενκτάς τέθηκε για πρώτη φορά σε αμφισβήτηση από τους ίδιους τους τουρκοκύπριους. Τις τάσεις αυτές αποσταθεροποίησης των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών και του πολιτικού σκηνικού μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, παράλληλα με το ξεπέρασμα της διεθνούς απομόνωσης, επιχείρησε να αντιμετωπίσει η τουρκοκυπριακή ηγεσία με την απόφαση για ανακήρυξη του «ανεξάρτητου κράτους». Ταυτόχρονα με την κίνηση αυτή ακύρωνε μια πρωτοβουλία του Γ. Γ. του ΟΗΕ για επίλυση του Κυπριακού, η οποία, ένα χρόνο πριν, ξεκινούσε στο πολιτικό κλίμα της απόφασης της Γ. Σ. του ΟΗΕ, του Μαΐου 1983.

Όμως και η «απάντηση» αυτή της τουρκοκυπριακής ηγεσίας στην εσωτερική κρίση και τη διεθνή απομόνωση4, φάνηκε απ' την αρχή ότι ήταν βραχύβια. Μόλις τον Νοέμβριο του 1983, σχολιάζοντας το πρόσφατο τότε πραξικόπημα του Ντενκτάς γράφαμε: «Το τουρκοκυπριακό πραξικόπημα, αν και ακύρωσε τις πρωτοβουλίες του Γ. Γ. του ΟΗΕ, δεν φαίνεται εντούτοις να αποδίδει κάποια σημαντικά οφέλη, στην τουρκική πλευρά. Η τουρκοκυπριακή εξουσία, σε ό,τι αφορά τη Β. Κύπρο, παραμένει περίπου αυτό που ήταν μέχρι σήμερα και σ' ό,τι αφορά τις διεθνείς σχέσεις, δεν αποτελεί «κράτος» περισσότερο από το παρελθόν, αφού γνωρίζει τη διεθνή απομόνωση και καταδίκη... Ίσως μάλιστα τώρα η Τουρκία να βρίσκεται στη μεγαλύτερη διεθνή απομόνωση της μετά την πρώτη φάση του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Ενδεχόμενα, η διεθνής αυτή συγκυρία διαγράφει για το ελληνικό κράτος κάποιες δυνατότητες να αναλάβει πρωτοβουλίες στην περιοχή προς όφελος του»5.

Πραγματικά, στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από το πραξικόπημα του Ντενκτάς, οι διεθνείς πολιτικοί συσχετισμοί συνέχισαν να μεταβάλλονται, τώρα με ακόμα γρηγορότερους ρυθμούς, υπέρ της Ελλάδας και της Κύπρου. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν απόκτησε κανένα επίσημο διεθνές έρεισμα πέραν της Τουρκίας. Οι τουρκικές θέσεις συνέχισαν να απομονώνονται. Στις αλλεπάλληλες συναντήσεις του Έλληνα πρωθυπουργού με Ευρωπαίους και Άραβες ηγέτες τα κοινά ανακοινωθέντα κατέληγαν πάντα σε θέσεις του τύπου: «Τα δύο μέρη θεωρούν ότι τα ξένα στρατεύματα και οι έποικοι που βρίσκονται παράνομα στη Δημοκρατία της Κύπρου πρέπει να αποχωρήσουν... κατά την επισκόπηση της παρούσας κατάστασης στο Αιγαίο Πέλαγος, οι δύο πλευρές εξέφρασαν την ανησυχία τους για τη συνεχιζόμενη ένταση και τάχθηκαν υπέρ των αναγνωρισμένων δικαιωμάτων από το Δίκαιο της θάλασσας, τις Διεθνείς Συνθήκες, και τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών»6.

Όταν λοιπόν ο Γ. Γ. του ΟΗΕ ξεκίνησε τη νέα πρωτοβουλία του για το Κυπριακό, ήταν πλέον απόλυτα φανερό ότι το «ανεξάρτητο τουρκοκυπριακό κράτος» δεν ήταν μακροπρόθεσμα βιώσιμο. Οι τουρκοκύπριοι υποχώρησαν έτσι προς τη λύση της ενιαίας ομόσπονδης Κυπριακής Δημοκρατίας, έχοντας βέβαια εξασφαλισμένη με βάση το σημερινό στρατιωτικό και εδαφικό συσχετισμό στο νησί μια ευρεία αυτονομία και αυτοδιοίκηση στο βόρειο τμήμα της Κύπρου. Όσο κι αν ένα νέο «σκάλωμα» και μια αναβολή της υπογραφής της συμφωνίας δεν πρέπει να αποκλείεται, φαίνεται εντούτοις ότι με τη συνάντηση Κυπριανού Ντενκτάς φθάνουμε στο σημείο μη επιστροφής για τη λύση του Κυπριακού.

Με την επίλυση του Κυπριακού θα πρέπει να αναμένουμε και μια «νέα ατμόσφαιρα» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Εντούτοις, κατά την πρώτη φάση, η εκτόνωση της σημερινής έντασης θα είναι περιορισμένη, καθόσον εξακολουθούν να υφίστανται οι αντιθέσεις σχετικά με τον επιχειρησιακό έλεγχο στο Αιγαίο, την υφαλοκρηπίδα κλπ. Η «ευχέρεια κινήσεων» εξ' άλλου, που θα αποκτήσει η Τουρκία μετά την επίλυση του Κυπριακού, καθόλου δεν σημαίνει ότι θα της επιτρέψει να μετασχηματίσει υπέρ της τους σημερινούς ελληνοτουρκικούς συσχετισμούς στο διεθνές επίπεδο.

Ήδη κατά τα τρία τελευταία χρόνια η ελληνική διπλωματία έχει φροντίσει να αποσυνδέσει το ζήτημα της Κύπρου («κατοχή τμήματος ενός ανεξαρτήτου κράτους μέλους του ΟΗΕ από την Τουρκία») από το ελληνοτουρκικό ζήτημα («η εξ ανατολών απειλή»). Εκμεταλλευόμενη τον ισχυρότερο πολιτικό (και οικονομικό) ρόλο της χώρας στο διεθνή χώρο, η ελληνική πολιτική εξουσία έχει έτσι να επιδείξει όχι ευκαταφρόνητες επιτυχίες στη διεθνή προώθηση των ελληνικών θέσεων.

Εδώ αξίζει να σημειώσουμε σαν παράδειγμα την «κριτική» υιοθέτηση των ελληνικών θέσεων από την ηγεσία του δυτικογερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος7. Είναι η πρώτη ίσως φορά που η τουρκική εξωτερική πολιτική σε σχέση με την Ελλάδα παύει να έχει την υποστήριξη, ή έστω την ανοχή του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων της Ομοσπονδιακής Γερμανίας.

Όμως η περισσότερο σημαντική ελληνική πρωτοβουλία αφορά αναμφίβολα το θέμα της Λήμνου. Η στρατιωτικοποίηση της Λήμνου και πάνω απ' όλα η κατασκευή του στρατιωτικού αεροδρομίου και η τοποθέτηση 18 μαχητικών αεροπλάνων πάνω στο νησί, αποτέλεσε την «επιθετική απάντηση» του ελληνικού κράτους μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Με την ελληνική αξίωση να ενταχθούν στη νατοϊκή διοίκηση οι στρατιωτικές και αεροπορικές δυνάμεις που βρίσκονται στη Λήμνο, το ζήτημα αποσυνδέθηκε πλήρως από την εξέλιξη του Κυπριακού ενώ παράλληλα δημιουργήθηκαν οι όροι τόσο για να αναγνωριστεί η «νομιμότητα» της στρατιωτικοποίησης του νησιού, όσο και για να επικρατήσουν στο NATO οι ελληνικές απόψεις σχετικά με τον επιχειρησιακό έλεγχο στο Αιγαίο.

2.3 Οι επιπτώσεις στο εσωτερικό

Αν τελικά το Κυπριακό οδηγηθεί σε μια «μόνιμη λύση», τα αποτελέσματα για την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ θα είναι σημαντικά: Η κυβερνητική πολιτική θα κερδίσει σημαντικά σε κύρος και αξιοπιστία. Γιατί πραγματικά, όσο κι αν οι εξελίξεις επικυρωθούν μέσα σ' ένα «πνεύμα ομοψυχίας», όσο κι αν η ικανοποίηση για την υπογραφή της συμφωνίας για την κυπριακή ομοσπονδία είναι «συγκρατημένη» γιατί για πρώτη φορά θα αναγνωρίζεται στους τουρκοκύπριους μια τέτοια θέση ισχύος μέσα στο κυπριακό κράτος όσο κι αν τέλος την «ευθύνη» για τη συμφωνία θα φέρει κατά κύριο λόγο η κυπριακή πολιτική εξουσία, εντούτοις κάνας δεν θα μπορεί να αμφισβητήσει την αποφασιστική συμβολή της κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ για την «ανάσχεση της άμεσης απειλής ενάντια στον ελληνισμό, στην Κύπρο», για την κατοχύρωση της μόνης δυνατής σήμερα «έντιμης λύσης» του Κυπριακού.

Γιατί χωρίς αμφιβολία, όσο δεν τίθεται θέμα ανατροπής των ταξικών συσχετισμών και σχέσεων στην Ελλάδα και την Κύπρο, το μόνο υπαρκτό πλαίσιο για τη λύση του Κυπριακού είναι αυτό που διαγράφεται: της διζωνικής ομοσπονδίας. Αντίθετα διαφαίνεται σήμερα περισσότερο παρά ποτέ ο τυχοδιωκτικός χαρακτήρας των εθνικιστικών «οραματισμών» για στρατιωτικοποίηση της μη κατεχόμενης Κύπρου από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, για «διπλή ένωση» κλπ. Οι προβληματικές αυτές παραγνωρίζουν την κοινωνική ταξική και πολιτική πραγματικότητα της κυπριακής κοινωνίας, την πραγματικότητα δηλαδή της συγκρότησης του (αστικού) κυπριακού κράτους σαν ξεχωριστού κράτους από την Ελλάδα, τη διαμόρφωση ακόμη της τουρκοκυπριακής πολιτικής εξουσίας κύρια μετά το 1974 σαν εξουσίας διαφορετικής από το στρατό κατοχής· «οραματίζονται» λοιπόν να βιάσουν αυτή την ελληνοκυπριακή πρώτα απ' όλα πραγματικότητα στο όνομα του «έθνους». Όμως η πολιτική που υπαινίσσονται οι «οραματισμοί» των εθνικιστών μόνο νέες καταστροφές θα μπορούσαν να επιφυλάσσουν για τους Κύπριους.

Τελειώνοντας την αναφορά μας στο Κυπριακό αξίζει να υπενθυμίσουμε την πλήρη αδυναμία της Αριστεράς να αντιληφθεί τη δυναμική των εξελίξεων στην Κύπρο. Όλα, από το πραξικόπημα του Σαμψών και την τουρκική εισβολή, μέχρι την ανακήρυξη του «ανεξάρτητου κράτους» του Ντενκτάς, δεν ήταν, σύμφωνα με την Αριστερά, τίποτε άλλο παρά το αποτέλεσμα των προσπαθειών του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού να μετατρέψει την Κύπρο σε «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» του NATO. Πώς τώρα συναινεί τόσο εύκολα ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός στη βύθιση του αεροπλανοφόρου που έτσι κι αλλιώς δεν ναυπηγήθηκε ποτέ; Αφήνουμε τη λύση του αινίγματος στους θεωρητικούς της παραδοσιακής Αριστεράς.

3. Η εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας

3.1 Η συζήτηση σχετικά με την επανεκλογή του Κ. Καραμανλή

Αν δεν υπάρχουν πολλοί, που θα διαφωνήσουν με την πρόβλεψη ότι μια πιθανή επίλυση του Κυπριακού θα ενισχύσει το κύρος και τη δημοτικότητα της κυβερνητικής πολιτικής, υπάρχουν εντούτοις πολλοί που πιστεύουν ότι η κυβερνητική παράταξη θα δοκιμαστεί και ίσως ακόμα θα κλυδωνιστεί μέσα από τη διαδικασία επανεκλογής του Κ. Καραμανλή στην προεδρία της Δημοκρατίας.

Κατ' αρχήν βέβαια υπάρχουν εκείνοι και εδώ εντάσσεται η πλειοψηφία του τύπου που (υπό)στηρίζει την «Αλλαγή» που διατείνονται ότι η υπερψήφιση του Καραμανλή από το ΠΑΣΟΚ θα λειτουργήσει σταθεροποιητικά για το ΠΑΣΟΚ: Γιατί ο Καραμανλής πολιτεύτηκε υποδειγματικά σαν πρόεδρος της Δημοκρατίας ο ίδιος ο πρωθυπουργός επανειλημμένα τόνισε ότι κανείς δεν θα μπορούσε να ασκήσει επιτυχέστερα το προεδρικό αξίωμα και επομένως θα ήταν χωρίς αντίκρυσμα και λόγο η φθορά (της Κυβέρνησης) από μια ενδεχόμενη σύγκρουση (με τον Πρόεδρο) σ' αυτή τη φάση. Γιατί επιπλέον ο Καραμανλής θεωρείται σαν ο κατ' εξοχήν εγγυητής της δημοκρατικής ομαλότητας από τη μερίδα τουλάχιστον των κεντρογενών ψηφοφόρων που είναι επιρρεπής σε «μετακινήσεις» από το ΠΑΣΟΚ προς τη Ν.Δ. Μια ενδεχόμενη λοιπόν άρνηση της υποστήριξης προς την υποψηφιότητα του Καραμανλή θα μπορούσε να συρρικνώσει επικίνδυνα την εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ.

Σαν μια παραλλαγή προς τις παραπάνω απόψεις διατυπώνεται μια επιχειρηματολογία που θεωρεί ότι μια ενδεχόμενη ένταση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον πρόεδρο θα λειτουργούσε αποσταθεροποιητικά για το πολίτευμα. Τάσσονται έτσι έμμεσα, πλην όμως ρητά, υπέρ της επανεκλογής του Καραμανλή. Χαρακτηριστικός υποστηρικτής αυτής της εκδοχής είναι ο Λ. Κύρκος, και μια μερίδα της ηγεσίας του ΚΚΕεσ.: «Εκείνοι που άσκεφτα ή και εσκεμμένα εξάπτουν τα πνεύματα και ωθούν σε μιαν ένταση τις σχέσεις των κορυφαίων συνταγματικών παραγόντων, θα έπρεπε να αναλογισθούν ότι ο τόπος πρέπει να αποφύγει το ενδεχόμενο μιας συνταγματικής κρίσης όταν μάλιστα υπάρχει μια εξωτερική απειλή που ελλοχεύει»8.

Από την άλλη όμως υπάρχουν εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο Κ. Καραμανλής συνδέεται άμεσα με την παράταξη της Δεξιάς και την πολιτική της, ή ακόμα αποτελεί τον «πραγματικό αρχηγό» της Δεξιάς και ως εκ τούτου η επανεκλογή του στην προεδρία από το ΠΑΣΟΚ συνιστά ένα σοβαρό συμβιβασμό με το κατεστημένο, που και το μέλλον της Αλλαγής θα υπονομεύσει και το ΠΑΣΟΚ θα απομονώσει από τους αριστερούς ψηφοφόρους του.

Πέρα όμως από αυτή την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, που έτσι ή αλλοιώς παραμένει ιδιαίτερα επιφανειακή, ή έστω ασχολείται με τη δευτερεύουσα πλευρά των πραγμάτων (όταν δεν εγκλωβίζεται στα παρωχημένα ιδεολογήματα της «αποσταθεροποίησης της δημοκρατίας»), υπήρξαν και ορισμένοι που υποστήριξαν ότι η απόφαση του ΠΑΣΟΚ για από κοινού με τη Ν.Δ. υπερψήφιση του Καραμανλή ως υπερκομματικού προέδρου θα μπορούσε να συνδεθεί με σημαντικές ανακατατάξεις στην πολιτική στρατηγική των κομμάτων, με σημαντικές αναδιατάξεις των μετώπων στην πολιτική σκηνή. Με μια συνολική αναδιάρθρωση δηλαδή του πολιτικού σκηνικού.

Με την από κοινού υποστήριξη του Καραμανλή του συμβόλου αυτού του «ανήκομεν εις την Δύσιν» ισχυρίζεται αυτή η άποψη, στην πιο καθαρή της μορφή, θα τεθούν οι βάσεις για να καταργηθεί η παραδοσιακή πόλωση στην πολιτική σκηνή ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά (τις δυνάμεις της «Αλλαγής»), θα οικοδομηθούν «γέφυρες» ανάμεσα στη Δεξιά και το ΠΑΣΟΚ, θα ανοίξα ο δρόμος για μια «χωρίς πάθη» εναλλαγή των δυο μεγάλων κομμάτων στην κυβέρνηση πέρα από σημαντικές ανακατατάξεις και «κλυδωνισμούς», η σημερινή διπολικότητα της πολιτικής σκηνής θα δώσει τη θέση της σε μια «τριπολικότητα», όπου το ΠΑΣΟΚ δεν θα συμπαρατάσσεται με το ΚΚΕ (και το ΚΚΕεσ.) στις «δυνάμεις της Αλλαγής» απέναντι στη Δεξιά, αλλά θα κατέχει μια θέση ευκρινώς «ενδιάμεση» ανάμεσα στη Ν.Δ. και την παραδοσιακή Αριστερά.

Την προοπτική αυτή διέκρινε και «οραματίστηκε» ο Χ. Κ. Μπουσμπουρέλης στο βήμα (2121984): «θα αποτολμούσε ο γράφων και μιαν ερμηνεία... Αν, στην πρώτη θητεία του ο κ. Καραμανλής επέτυχε, όχι μόνο την ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας από έναν κόσμο που είχε φθάσει να την θεωρεί ιδιοκτησία του, σ' έναν άλλο κόσμο, που είχε αποκλειστεί από τα κοινά επί μισόν αιώνα (με ελάχιστα ασήμαντα διαλείμματα), αλλά επέτυχε και αρμονική συνεργασία με τον κ. Ανδρέα Παπανδρέου και την κυβέρνηση της Αλλαγής· στη δεύτερη... θα ασκήσει τα καθήκοντα του και θα χρησιμοποιήσει τις αρμοδιότητες που του αναγνωρίζει το Σύνταγμα, για να επιτύχει τη συναίνεση ανάμεσα στους «δυο κόσμους»... Με 270 ψήφους θα έχει ανακηρυχθεί ο κ. Κ. Καραμανλής Princeps Augustus και φυσικό θα είναι να επιδιώξει μια Pax augusta στα πολιτικά μας πράγματα».

Ένα τέτοιο μετασχηματισμό του πολιτικού σκηνικού της χώρας θεώρησαν σαν πιθανό, ή και πρόβλεψαν, ακόμα και ορισμένοι αρθρογράφοι της Αριστεράς. Μάλιστα ο Χ. Φλωράκης, στη συνέντευξη του στα Νέα (9 και 10/12/1984) αν και δεν αναφέρεται λεπτομερειακά στο ζήτημα της επανεκλογής του Κ. Καραμανλή στην προεδρία, αν και επιμένει στην αναγκαιότητα (και επομένως δυνατότητα) μιας συμμαχικής κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ («για την προώθηση μιας πολιτικής πραγματικής αλλαγής»), εντούτοις θεωρεί εξίσου πιθανή μια ριζική ανατροπή του πολιτικού σκηνικού ακόμα και μέσα από το σχηματισμό μιας συμμαχικής κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ «με κάποιο τμήμα της Ν.Δ.». «Το βέβαιο είναι, ότι ορισμένοι κύκλοι του κατεστημένου δουλεύουν προς μια τέτοια κατεύθυνση», θα προσθέσει ο Χ. Φλωράκης. «Η προσπάθεια δημιουργίας κάποιου κεντροδεξιού κόμματος βρίσκεται μέσα στα σχέδια αυτά».19

Όμως μια τέτοια προοπτική αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού είχε αποκλείσει ο ίδιος ο Α. Παπανδρέου, ήδη από την ημέρα εκλογής του νέου αρχηγού της Ν.Δ., με την οξύτατη επίθεση που απεύθυνε στον «εφιάλτη» Κ. Μητσοτάκη. Η όξυνση στη συνέχεια του πολιτικού κλίματος από τη Ν.Δ., με την κινδυνολογία ότι «υπονομεύεται το πολίτευμα», ότι οι εξελίξεις μπορεί και να μην είναι «ομαλές», ότι η τηλεόραση είναι «φασιστική» και το ΠΑΣΟΚ «ολοκληρωτικό», ότι «κομματικοποιείται» ο στρατός, κατέστησαν ανέφικτη, τουλάχιστον στην παρούσα προεκλογική φάση, την οποιαδήποτε απαρχή μιας «συναίνεσης ανάμεσα στους δύο κόσμους».

Το ότι δεν πρόκειται για μια συγκυριακή διατήρηση του πολιτικού σκηνικού, ενόψει μιας μετεκλογικής ανατροπής του παρά την αναμενόμενη νίκη του ΠΑΣΟΚ το ξεκαθάρισε και πάλι ο Α. Παπανδρέου όταν πρόσφατα ανέπτυξε την πολιτική στρατηγική του ΠΑΣΟΚ στα στελέχη του κόμματος (Νέα, 16/12/84).

Στην εισήγηση του ο Α. Παπανδρέου απάντησε συγκεκριμένα, αν και έμμεσα, στις προβληματικές που προβλέπουν ή εύχονται τη ριζική αναδιάρθρωση του πολιτικού σκηνικού. Συγχρόνως, με τον τρόπο αυτό δημιούργησε τους όρους για να απαμβλυνθούν οι όποιες αντιστάσεις ή δυσαρέσκειες στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ από την απόφαση για υπερψήφιση του Κ. Καραμανλή.

Επανεπιβεβαίωσε δηλαδή ο Α. Παπανδρέου την πλήρη αντιπαλότητα του ΠΑΣΟΚ με τη Δεξιά10. Μπόρεσε έτσι να ισχυριστεί πειστικά ότι το κύριο ζήτημα της περιόδου που διανύουμε είναι «αυτή καθεαυτή η κρίσιμη πολιτική αναμέτρηση των ερχόμενων εκλογών», γιατί μέσα απ' αυτήν μπορεί να κατοχυρωθεί η «κλιμάκωση και το βάθαιμα των αλλαγών... που θα διασφαλίζει τις προϋποθέσεις για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό». Αντίθετα, υποστήριξε ότι η εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας, «ενώ είναι συστατικό στοιχείο των εξελίξεων. ..δεν είναι το κυρίαρχο και καθοριστικό γεγονός». Δεν απέκρυψε δηλαδή ότι η επανεκλογή του Κ. Καραμανλή έχει πολιτική σημασία, αλλά επανεπιβεβαιώνοντας την αντιπαλότητα της «Αλλαγής» με τη Δεξιά απέδωσε στην υπερψήφιση του Κ. Καραμανλή το χαρακτήρα ενός τακτικού συμβιβασμού που επιβλήθηκε από το συσχετισμό των δυνάμεων: "Κάθε επιλογή μας παίρνει υπόψη ένα συγκεκριμένο παρόν, ως καρπό συγκεκριμένων συσχετισμών και ισορροπιών... Ο Τύπος της Δεξιάς καθημερινά «προφητεύει» τις «αρνήσεις» και την «αγανάκτηση» του Προέδρου της Δημοκρατίας. Καθημερινά προαναγγέλλει «συγκρούσεις», «αρνήσεις» και «φόβους». Όλα αυτά δείχνουν ότι κάποιοι προσπαθούν να προετοιμάσουν συνθήκες άκαιρων ρήξεων και «τυφλών» αδιεξόδων". Τέλος υποστήριξε ότι ο συμβιβασμός αυτός δεν θα λειτουργήσει ανασχετικά για την «Αλλαγή»; «Πρέπει να γίνει σαφές ότι η όποια προβλεπόμενη «εξουσία» για το θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας συνδέεται άρρηκτα με τους υπαρκτούς και επικυρωμένους λαϊκούς συσχετισμούς και τη δυναμική τους. Αναμφίβολα η πρωτοβουλία των πολιτικών κινήσεων και η επιρροή των κοινωνικών εξελίξεων ανήκει πρωταρχικά στο ΠΑΣΟΚ».

Η επιμονή του Α. Παπανδρέου να ανασκευάσει τις προβληματικές της «συναίνεσης των δύο κόσμων» δεν αποτελεί προεκλογικό πυροτέχνημα ή ιδεολόγημα. Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση μπορεί να υπάρξει μόνο σαν «Αλλαγή», σε ριζική αντιπαράθεση μαζί με την υπόλοιπη Αριστερά προς τη Δεξιά. Η σημασία και οι όροι της επανεκλογής του Κ. Καραμανλή δεν βρίσκεται λοιπόν σ' αυτό που θα μετασχηματιστεί υποτίθεται το ΠΑΣΟΚ, αλλά σ' αυτό που είναι, που ήταν πάντα, η στρατηγική της «Αλλαγής».

3.2 Ο Κ. Καραμανλής άριστος πρόεδρος: Μια «παράδοξη» εκτίμηση

Αν κοιτάξουμε με μια κριτική ματιά τις επιχειρηματολογίες που αναπτύχθηκαν σχετικά με την επανεκλογή του Κ. Καραμανλή στην προεδρία, θα διαπιστώσουμε ένα κατ' αρχήν παράδοξο: Όλοι όσοι από τη σκοπιά της «Αλλαγής» υποστηρίζουν την επανεκλογή του Κ. Καραμανλή ακόμη και οι απόψεις που θεωρούν την επανεκλογή ένα αναγκαίο δευτερεύοντα συμβιβασμό στηρίζονται ή έστω χρησιμοποιούν το επιχείρημα ότι ο Κ. Καραμανλής υπήρξε ένας άριστος, και ως εκ τούτου αποδεκτός, πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Η εκτίμηση ότι ο Καραμανλής υπήρξε άριστος πρόεδρος τεκμηριώνεται με το επιχείρημα ότι ποτέ δεν κατέφυγε στον πραξικοπηματισμό, ότι σεβάστηκε απόλυτα τη συνταγματική τάξη, ότι τήρησε τη νομιμότητα στα πλαίσια της οποίας ανέλαβε τα καθήκοντα του προέδρου.

Αν μείνουμε στην καθαρά φορμαλιστική νομική πλευρά των πραγμάτων το ζήτημα ηχεί ταυτόχρονα παράλογο και παράδοξο: Να θεωρείται δηλαδή κάποιος ως ο άριστος πρόεδρος μόνο και μόνο επειδή δεν παραβίασε τη συνταγματική τάξη την οποία εκλήθει να διαφυλάξει, όπως άλλωστε δεν την παραβίασαν στο παρελθόν ούτε οι δύο προηγούμενοι από αυτόν πρόεδροι της Δημοκρατίας!!11.

Το παράδοξο του πράγματος γίνεται ακριβώς προφανές από το γεγονός ότι η άποψη που επικαλείται την άριστη πολιτεία του Καραμανλή είναι υποχρεωμένη να περιοριστεί μόνο στη θέση για τη νομιμοφροσύνη του προέδρου. Γιατί αν προχωρούσε ελάχιστα πέρα από την τυπική αυτή πλευρά των πραγμάτων, θα διαπίστωνε ότι: Το τελευταίο εξάμηνο ο πρόεδρος της Δημοκρατίας πήρε μόνο δύο πολιτικές πρωτοβουλίες (πέρα από την τυπική άσκηση των καθηκόντων του) που και οι δύο ήταν απόλυτα άστοχες: α) Πριν τις ευρωεκλογές εκτίμησε ότι θα αναδειχθεί και πάλι πρώτη δύναμη η παράταξη της Δεξιάς και έσπευσε να υπαινιχθεί ότι θα υποχρεωθεί να αναλάβει, μετά τις εκλογές, κάποιες πρωτοβουλίες, β) Μετά τις επίσημες επισκέψεις του πρωθυπουργού στη Λιβύη και την Πολωνία έσπευσε να ασκήσει κριτική στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης:. ..«Οι κίνδυνοι που μας απειλούν είναι τόσο σοβαροί, ώστε να μην συγχωρούν ούτε διχασμούς εσωτερικούς ούτε πειραματισμούς στις εξωτερικές μας σχέσεις, που μπορεί να εξασθενίζουν την αμυντική ικανότητα της χώρας»12. Λίγες μέρες μετά, η διεθνής διπλωματική επιτυχία του Α. Παπανδρέου για την ειρήνευση στο Τσαντ, όπου δύο αρχηγοί κρατών συναντήθηκαν στο ελληνικό έδαφος ερήμην του Έλληνα αρχηγού του κράτους, διέψευσε και πάλι τους «φόβους» του προέδρου της Δημοκρατίας.

Επιπλέον, αν ανατρέξει κανείς στη φιλοσοφική θεωρητική πληρότητα του σημερινού προέδρου, θα δυσκολευτεί και πάλι να δικαιολογήσει το επιχείρημα περί του «αρίστου», με δεδομένο μάλιστα ότι προκάτοχος του Κ. Καραμανλή ήταν ο Κ. Τσάτσος. Η θεωρητική συγκρότηση των δηλώσεων και μηνυμάτων του σημερινού προέδρου της Δημοκρατίας εξαντλείται πάντοτε στη στερεότυπη επανάληψη 23 ηθικού τύπου παραινέσεων: Ότι σήμερα μας απειλούν σοβαροί κίνδυνοι, ότι οι λαοί (άρα και εμείς) για να προοδεύσουν πρέπει να εργαστούν σκληρά και να ομονοήσουν, να σφυρηλατήσουν την Εθνική τους ενότητα.

Μοιάζει λοιπόν από κάθε άποψη παράδοξη η θέση των υποστηρικτών της «Αλλαγής» ότι ο Κ, Καραμανλής υπήρξε ο άριστος πρόεδρος. Αν το παράδοξο δεν γίνεται εντούτοις αντιληπτό, αν αίρεται, αυτό συμβαίνει γιατί η θέση περί του «αρίστου» εξυπονοεί ακριβώς, στηρίζεται στην παραδοχή του βασικού επιχειρήματος των επικριτών της επανεκλογής του Καραμανλή: Ότι ο Καραμανλής συνδέεται ακόμα και σήμερα με την παράταξη και την πολιτική της Δεξιάς. Αν τα πράγματα είναι έτσι, αν ο Καραμανλής, παρότι είναι «παράγοντας του κατεστημένου και της Δεξιάς», δεν χρησιμοποίησε τις εξουσίες του για να υπονομεύσει την «Αλλαγή», τότε του αξίζει ο έπαινος του «αρίστου» προέδρου.

Όμως ο Κ. Καραμανλής είναι σήμερα κάτι πολύ περισσότερο από ένας πολιτικός με δεξιές καταβολές. Είναι ο αρχηγός του ελληνικού (αστικού) κράτους, ο εγγυητής της (αστικής) συνταγματικής νομιμότητας. Γι αυτό και η επανεκλογή του σημαίνει κάτι περισσότερο από ένα τακτικό συμβιβασμό της «Αλλαγής»: Υποδεικνύει τα κοινωνικά ταξικά (και πολιτικά) όρια της «Αλλαγής».

3.3 Ο συνταγματικός «δρόμος στο σοσιαλισμό»

Η υπερψήφιση του Κ. Καραμανλή ως υπερκομματικού προέδρου της Δημοκρατίας από το ΠΑΣΟΚ με κανένα τρόπο δεν προοιωνίζει κάποιο επαναπροσανατολισμό της «Αλλαγής» προς μια σύγκλιση με την πολιτική στρατηγική της Δεξιάς. Τα σημερινά υπαρκτά πολιτικά (και ιδεολογικά) μέτωπα στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική, στους επιμέρους κοινωνικούς χώρους, επιβεβαιώνουν αυτή τη διαπίστωση.

Παράλληλα όμως, η επανεκλογή του Καραμανλή κάνει για μια ακόμα φορά φανερό ότι τα όρια των αλλαγών που στοιχειοθετούν την «Αλλαγή» δεν είναι ποτέ δυνατό να υπερβούν το πλαίσιο της συνταγματικής νομιμότητας του αστικού κράτους. Η «Αλλαγή» θρέφεται και εμβαπτίζεται μέσα σ' αυτή την αστική συνταγματική νομιμότητα. Παραιτείται δηλαδή από εκείνη τη λαϊκή νομιμοποίηση, από εκείνους του πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς των δυνάμεων που θα κατέτειναν στο ξεπέρασμα, στην ανατροπή των ορίων αυτής της,. νομιμότητας, στην Αλλαγή δηλαδή των καπιταλιστικών σχέσεων προς το σοσιαλισμό.

Ο «δρόμος προς το σοσιαλισμό» του ΠΑΣΟΚ, όπως και ο «δρόμος» της παραδοσιακής Αριστεράς, δεν συνιστά παρά μια παραλλαγή του «δοκιμασμένου» σε πολλές χώρες της Δύσης «συνταγματικού δρόμου». Η επανεκλογή του Καραμανλή αποτελεί την αδιάψευστη επιβεβαίωση αυτής της πραγματικότητας.

Παράλληλα, η εμμονή στο «συνταγματικό δρόμο» συνδέεται και αλληλοκαλύπτεται με την αποδοχή της «διεθνούς νομιμότητας» από την ελληνική κυβέρνηση: Την παραμονή της γώρας στο NATO και την ΕΟΚ.

Για να επαλανάβουμε λοιπόν μια παλιότερη διατύπωση μας13: Η ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ αποτελεί τομή μέσα στη συνέχεια σε σχέση με το παρελθόν. Τομή ως προ το πολιτικό σκηνικό και τους πολιτικούς συσχετισμούς, τομή που συνδέθηκε με μια τροποποίηση και των κοινωνικών συσχετισμών. Τομή όμως μέσα στη συνέχεια των καπιταλιστικών κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων εξουσίας. Τομή μέσα στην καπιταλιστική συνταγματική νομιμότητα χωρίς ρήξεις με τη νομιμότητα αυτή. Τομή, που εντάσσεται στο εσωτερικό του «κράτους δικαίου» που μετά τη μεταπολίτευση διαδέχθηκε το μεταεμφυλιοπολεμικό «κράτος των εθνικοφρόνων». Αυτή την κυριαρχία του στοιχείου της «συνέχειας» πάνω στην «τομή», επανεπιβεβαιώνει η ανανέωση της θητείας του Καραμανλή.

Από τη σκοπιά λοιπόν του «συνταγματικού δρόμου», η επανεκλογή του Καραμανλή είναι μια δευτερεύουσα υποχώρηση:

Δευτερεούσα, γιατί η διαφύλαξη της συνταγματικής νομιμότητας αποτελεί πρώτιστο μέλημα του ίδιου του ΠΑΣΟΚ: «Η συνταγματική νομιμότητα αποτελεί ιερή υποχρέωση και καθολική απαίτηση»14. Και είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός που κατηγορεί σήμερα τη Δεξιά ότι τείνει να παραβεί τη συνταγματική νομιμότητα. Δευτερεύουσα πλευρά μ' άλλα λόγια γιατί το ΠΑΣΟΚ έχει ήδη αποδεχθεί το αστικό κράτος ως κέντρο άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας. Μια σύγκρουση λοιπόν με τον Καραμανλή, που αποδεδειγμένα τηρεί κι αυτός απ' τη μεριά του τη συνταγματική νομιμότητα, θα αποτελούσε σήμερα «άκαιρη ρήξη» σ' ένα «δευτερεύον ζήτημα» για τη στρατηγική του «συνταγματικού δρόμου».

Είναι όμως (ακόμα και για το «συνταγματικό δρόμο») υποχώρηση η επανεκλογή του Καραμανλή. Γιατί στη στρατηγική της «Αλλαγής» εγγράφεται πάντα η μεταρρύθμιση των θεσμών του αστικού κράτους, η «διεύρυνση» της αστικής συνταγματικής νομιμότητας. Με την παράλληλη διατήρηση βέβαια των δομικών χαρακτηριστικών της. Σε μια (ευνοϊκή) μετεκλογική συγκυρία δηλαδή, το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε άνετα να υιοθετήσει ένα μέρος από τη σημερινή κριτική του ΚΚΕ: «Δεν έγινε τίποτα για τη δημοκρατική αναθεώρηση του Συντάγματος. Αναθεώρηση που θα στοχεύει, πέρα από το να περιοριστούν οι υπερεξουσίες του Προέδρου, και στη διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων του λαού, στην κατάργηση των συνταγματικών προνομίων του ξένου κεφαλαίου κλπ.» (Ν. Καλούδης, Το Βήμα 181184). Η παρουσία του Κ. Καραμανλή στην προεδρία θα μπορούσε να δυσχεράνει ακόμα κι αυτή τη μεταρρυθμιστική προοπτική.

Τελειώνοντας ας το διαπιστώσουμε για μια ακόμα φορά: Η ανανέωση της προεδρικής θητείας του Κ. Καραμανλή από το ΠΑΣΟΚ δεν θα καθορίσει παρά δευτερευόντως τη στρατηγική της «Αλλαγής». Αντίθετα, επειδή ακριβώς η στρατηγική της «Αλλαγής» δεν ξεπερνάει τα όρια του «συνταγματικού δρόμου», η επανεκλογή του Καραμανλή αναγνωρίστηκε από την κυβέρνηση ως το «μικρότερο κακό».

Πάντα βέβαια τίθεται το ερώτημα: Ποια άλλη λύση θα ήταν εφικτή; Σίγουρα η εναντίωση στην επανεκλογή του Καραμανλή ως επιβεβαίωση μιας στρατηγικής που δεν αρκείται στα όρια του «συνταγματικού δρόμου». Τουλάχιστον για την Αριστερά που οραματίζεται το «ριζικό μετασχηματισμό» ή επιμένει στην ανάγκη «αλλαγής των συσχετισμών» μέσα στο λαϊκό κίνημα. Από 'κει και πέρα, μια προβληματική που θα υποστήριζε ότι απουσιάζουν τα «ρεαλιστικά εναλλακτικά σενάρια» για την προεδρική εκλογή του '85, δεν θα ήταν παρά μια ακόμα προσπάθεια να συγκαλυφθεί η κυρίαρχη πλευρά των πραγμάτων.

4. Η προεκλογική συγκυρία, η Αριστερά και ο νέος εκλογικός νόμος

4.1 Η όξυνση του πολιτικού κλίματος, t

Οι επικείμενες προεδρικές εκλογές έχουν προσελκύσει ελάχιστα την πολιτική των κομμάτων, στη σημερινή προεκλογική συγκυρία. Το γεγονός είναι χαρακτηριστικό. Όλα τα κόμματα μοιάζουν να αποδέχονται την εκτίμηση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ ότι η επανεκλογή του Καραμανλή δν θα αποτελέσει παρά μια δευτερεύουσα εξέλιξη στη σημερινή συγκυρία, μια εξέλιξη που αξίζει να συζητηθεί λιγότερο από την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης ή την κατάσταση των μέσων ενημέρωσης. Όλοι ακόμα συμφωνούν ότι το κυρίαρχο ζήτημα είναι οι επερχόμενες βουλευτικές εκλογές. Γι αυτό και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις και συζητήσεις εστιάζονται κατά κύριο λόγο γύρω από τον εκλογικό νόμο που θα καταθέσει η κυβέρνηση στη Βουλή για ψήφιση. Ακόμα και το ΚΚΕ, που φαίνεται ότι είναι το μόνο κόμμα που θα διαφωνήσει με την επανεκλογή του Καραμανλή, αποφεύγει να οξύνει τη διαφωνία του με την κυβέρνηση σχετικά με την προεδρία, προτιμά μέχρι σήμερα να αποσιωπά το ζήτημα. Δικαιολογημένα μπορεί να εικάσει κανείς ότι το ΚΚΕ θα αποφύγει να αναδείξει την προεδρική εκλογή σε μείζον πολιτικό θέμα και ως εκτούτου δεν θα αντιπροτείνει στην υποψηφιότητα του Καραμανλή κάποιον «δημοκρατικό υποψήφιο».

Η αποδοχή από ολόκληρη την Αριστερά της στρατηγικής του «συνταγματικού δρόμου», αναγορεύει σε «κοινή πεποίθηση» τη θέση του πρωθυπουργού ότι η επανεκλογή του Καραμανλή είναι σήμερα ένα δευτερεύον ζήτημα.

Αντίθετα λοιπόν όλοι αναγνωρίζουν στον εκλογικό νόμο, στο ζήτημα της τηλεόρασης, στην κυβερνητική οικονομική πολιτική και στα θέματα που αφορούν τους θεσμούς τα πρωτεύοντα ζητήματα της συγκυρίας. Το αξιοσημείωτο εδώ δεν είναι ότι γύρω από τα ζητήματα αυτά έχουν οξυνθεί οι σχέσεις όχι μόνο ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. αλλά και ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην παραδοσιακή Αριστερά. Κάτι τέτοιο είναι κατ' αρχή φυσικό να συμβαίνει σε κάθε προεκλογική συγκυρία. Ούτε εκπλήσσει ακόμα το γεγονός ότι τα δύο ΚΚΕ επικεντρώνουν την κριτική τους στην κυβέρνηση στα ίδια ακριβώς ζητήματα, έχουν ταυτόσημα αιτήματα («Άδολη» απλή αναλογική, πλουραλισμό στην τηλεόραση, εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού θεσμικού πλαισίου). Η εκτίμηση που είχαν και τα δύο κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς για το χαρακτήρα της κυβερνητικής εξουσίας και πολιτικής ήταν πάντοτε σχεδόν ταυτόσημη.

Εκείνο που πραγματικά εκπλήσσει από μια πρώτη ματιά είναι ότι τα μέτωπα που άνοιξε στην κυβέρνηση η παραδοσιακή Αριστερά, έσπευσε αμέσως να τα υιοθετήσει η Δεξιά, δίνοντας τους βέβαια ένα δικό της περιεχόμενο. Η κριτική της Δεξιάς αφορά επίσης τον εκλογικό νόμο, τη «φασιστική», τηλεόραση την κυβερνητική οικονομική πολιτική που «οδηγεί τη χώρα στη χρεωκοπία», τον «ολοκληρωτισμό» της κυβέρνησης.

Είναι η πρώτη ίσως φορά μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ και με εξαίρεση το «άρθρο 4» που η κυβέρνηση επικρίνεται από όλα τα μη κυβερνητικά κόμματα πάνω στα ίδια ακριβώς ζητήματα. Καθώς μάλιστα η περίοδος είναι προεκλογική και η Δεξιά είναι το μοναδικό «αντίπαλο δέος» της κυβέρνησης στις επερχόμενες εκλογές, η κατάσταση αυτή έχει δύο αποτελέσματα: α) Περιθωριοποιεί την κριτική της παραδοσιακής Αριστεράς σχετικά με την κυβερνητική οικονομική πολιτική, τον εκδημοκρατισμό και την τηλεόραση, καθώς η Αριστερά υποχρεώνεται να αντιμετωπίσει και αυτή πρώτα απ' όλα την επίθεση της Δεξιάς ενάντια στην «Αλλαγή» και αναγνωρίζει έτσι ότι σήμερα «είναι καλύτερα σε σχέση με το παρελθόν», β) Αναγορεύει το ζήτημα του εκλογικού νόμου σαν το «θέμα των θεμάτων» για την Αριστερά. Η παραδοσιακή Αριστερά θα υποστηρίξει έτσι ότι από την απόφαση της κυβέρνησης σχετικά με τον εκλογικό νόμο (από το αν δηλαδή καθιερωθεί η «άδολη» απλή αναλογική) θα κριθεί το κατά πόσο το ΠΑΣΟΚ μπορεί να προωθήσει την «Αλλαγή» και το σοσιαλισμό. Η καθιέρωση της «άδολης» αναλογικής είναι, σύμφωνα μ' αυτή την επιχειρηματολογία, ο όρος για την (κυβερνητική) συμπαράταξη των προοδευτικών δυνάμεων, άρα για την ανάκαμψη της «Αλλαγής» και το σοσιαλισμό.

4.2 Η διαμάχη για την «άδολη» απλή αναλογική

Τόσο η θέση της παραδοσιακής Αριστεράς υπέρ της «άδολης» απλής αναλογικής, όσο και η θέση της κυβέρνησης ότι το εκλογικό σύστημα πρέπει να επιτρέπει σ' όλες τις υπαρκτές πολιτικές τάσεις να εκφράζονται κοινοβουλευτικά και ταυτόχρονα να εξασφαλίζει το σχηματισμό ισχυρών βιώσιμων κυβερνήσεων, βασίζονται σε μια κοινή παραδοχή για το χαρακτήρα του σημερινού πολιτικού σκηνικού: Ότι το ΠΑΣΟΚ και τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς διαφοροποιούνται μεν, αλλά στα πλαίσια πάντα της κοινής στρατηγικής, της «Αλλαγής».

Ο κοινός τόπος είναι να μην επανέλθει η Δεξιά στην εξουσία, να προχωρήσει η «Αλλαγή». Προς χάριν αυτού του κοινού στόχου το ΠΑΣΟΚ υιοθετεί τη λύση της «βιώσιμης κυβέρνησης», τονίζοντας ότι η «Αλλαγή» δεν πρέπει να διακινδυνεύσει από τις όποιες (δευτερεύουσες) διαφοροποιήσεις και συγκρούσεις στο εσωτερικό της15. Με δεδομένο τον κοινό στόχο, την κοινή προοπτική, την «Αλλαγή», τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς απαντούν ότι η κυβέρνηση της «ευρείας δημοκρατικής συμπαράταξης» θα είναι έτσι κι αλλοιώς βιώσιμη. Η προβληματική του ΠΑΣΟΚ δίνει βάρος δηλαδή και τονίζει τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις του «μπλοκ της Αλλαγής». Αντίθετα η παραδοσιακή Αριστερά υποστηρίζει ότι οι αντιθέσεις αυτές μπορούν να διευθετηθούν πάρα πολύ εύκολα: Απλώς με την ψήφιση ενός εκλογικού νόμου. Μέσα απ' αυτό το σχήμα η παραδοσιακή Αριστερά υπάγεται και ηγεμονεύεται ολοκληρωτικά από την πολιτική στρατηγική του ΠΑΣΟΚ. Κι αυτό σε μια συγκυρία που οξύνεται η πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στους εταίρους της «Αλλαγής». Αξίζει λοιπόν να παρακολουθήσουμε από πιο κοντά την επιχειρηματολογία για την «άδολη» αναλογική.

Κατ' αρχήν η επιχειρηματολογία της παραδοσιακής Αριστεράς για την απλή αναλογική ξεκινάει από την κριτική της κυβερνητικής πολιτικής, μέσα από την οποία διατυπώνεται η θέση ότι η κυβέρνηση έχει απομακρυνθεί από τη στρατηγική της «Αλλαγής»: «Η κυβέρνηση μετατοπίζει όλο και πιο δεξιά τον άξονα της πολιτικής της» διακηρύσσει ο Χ. Φλωράκης (Νέα, 10 12 84) και ο Μπ. Δρακόπουλος, υποστηρίζοντας την ίδια ακριβώς θέση, θα αναζητήσει τις αιτίες γι' αυτή την εξέλιξη στην «ίδια τη φύση και τον αντιφατικό, ταξικό ιδεολογικοπολιτικό καθώς και τον αρχηγικό χαρακτήρα» του ΠΑΣΟΚ. Μέσα απ' αυτή την εξέλιξη, υποστηρίζουν στην ουσία ανοίγει και πάλι ο δρόμος για τη Ν.Δ. Οι διαφορές λοιπόν και οι αντιφάσεις στο χώρο της «Αλλαγής» αναγνωρίζονται κατ' αρχήν (και μάλιστα με έντονο τρόπο) από τα κόμματα της Αριστεράς. Μάλιστα ορισμένοι αρθρογράφοι το διατυπώνουν ρητά: «θα πρέπει να γίνει από τώρα γνωστό, απτό στον κάθε αριστερό, δημοκράτη πολίτη ότι η στήριξη τέτοιας κυβέρνησης (της Αλλαγής, Γ.Μ., Μ.Σ.)... θα γίνει από δυνάμεις που σαφέστατα έχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους»16.

Έτσι η παραδοσιακή Αριστερά τοποθετείται η ίδια μπροστά στο πρόβλημα που με το δικό του τρόπο θέτει το ΠΑΣΟΚ: Πώς παρά τις διαφορές θα εξασφαλιστούν αν καθιερωθεί η «άδολη» αναλογική βιώσιμες συμμαχικές κυβερνήσεις; Η απάντηση που δίνεται μοιάζει λίγο με ταυτολογία, με επανάληψη της ερώτησης χωρίς το ερωτηματικό: θα εξασφαλισθούν με τη συμπαράταξη όλων των δημοκρατικών δυνάμεων γιατί τότε και μόνο τότε θα γίνει δυνατό να διαμορφωθεί μια κυβερνητική πολιτική «πραγματικής Αλλαγής» (Φλωράκης), μια πολιτική «που θά'ναι στραμμένη προς το σοσιαλισμό» (Δρακόπουλος).

Η απάντηση μοιάζει με ταυτολογία αλλά δεν είναι. Γιατί υπαινίσσεται μια συγκεκριμένη αντίληψη για τον κοινωνικό ταξικό χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας και το περιεχόμενο της κυβερνητικής πολιτικής: Υπαινίσσεται δηλαδή ότι η κυβέρνηση είναι κάτι σαν ένα εκκρεμές που «ταλαντεύεται» ανάμεσα στην αστική κυριαρχία και πολιτική απ' τη μια και στη δημοκρατική ή (και) σοσιαλιστική προοπτική απ' την άλλη17. Αν η κυβέρνηση συμπαραταχθεί λοιπόν με την παραδοσιακή Αριστερά μέσω της «άδολης» απλής αναλογικής το εκκρεμές θα σταθεροποιηθεί στην «προοδευτική θέση».

Η αντίληψη αυτή της παραδοσιακής Αριστεράς χάνει απ' τα μάτια της τις υπαρκτές κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις εξουσίας. Αδυνατεί να αντιληφθεί το κράτος μέσα στο οποίο διαμορφώνεται και η κυβερνητική πολιτική σαν τη σχέση που συμπυκνώνει πολιτικά την καπιταλιστική ταξική κυριαρχία και έτσι υποκλίνεται στα σχήματα της αστικής ιδεολογίας που θέλουν το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα σαν το «χωνευτήρι» της λαϊκής κυριαρχίας. Από την παναριστερή κοινοβουλευτική συμπαράταξη, στην παναριστερή κυβέρνηση για να γύρει το εκκρεμές αριστερά και τότε η πορεία θα είναι προς το σοσιαλισμό. Χωρίς κανείς να αμφισβητεί τα δομικά χαρακτηριστικά και τη συνταγματική τάξη του αστικού κράτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι κανένα από τα κόμματα της Αριστεράς δεν υπερασπίστηκε την απλή αναλογική με το επιχείρημα ότι το σύστημα αυτό αυξάνει δυνητικά τις αντιστάσεις στη φαλκίδευση των λαϊκών πολιτικών συμφερόντων, φαλκίδευση που έτσι κι αλλιώς συντελείται στα πλαίσια του αστικού κοινοβουλευτισμού. Όλα τα επιχειρήματα επικεντρώνονται στη «συμμαχική δημοκρατική κυβέρνηση». Γι αυτό και η εμβέλεια των επιχειρημάτων αυτών παραμένει μικρή: Για τον πολύ κόσμο, απλώς κάποια μικρά κόμματα διεκδικούν πρόσβαση στην κυβερνητική εξουσία.

Όμως επιπλέον, η επιχειρηματολογία αυτή της παραδοσιακής Αριστεράς αναπαράγει την ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ σ' ολόκληρο το χώρο της «Αλλαγής». Γιατί η θεωρία του «εκκρεμούς» βασίζεται στη «δεξιά διολίσθηση» της κυβέρνησης, στην αθέτηση των υποσχέσεων της και των προγραμματικών της εξαγγελιών. Δεν απορρίπτει δηλαδή την πολιτική στρατηγική του ΠΑΣΟΚ. Επικρίνει την απομάκρυνση της κυβέρνησης απ' αυτή τη στρατηγική και ζητάει την έμπρακτη επαναυιοθέτησή της. Χαρακτηριστικά ο Β. Γεωργίου θα γράψει στο Ριζοσπάστη (26 10 84): «Δεν είναι, νομίζουμε, ηθικό, χρήσιμο και δε βοηθάει στην παγίωση δημοκρατικών θεσμών, ένας προοδευτικός πολιτικός (εννοεί τον Α. Παπανδρέου, Γ.Μ.Μ.Σ.) να εγκαταλείπει τις σωστές δημοκρατικές γνώμες του και να προσχωρεί στις απόψεις της Δεξιάς».

Ως πρόβλημα δεν τίθεται λοιπόν αν οι εξαγγελίες του ΠΑΣΟΚ οδηγούν ή όχι στην Αλλαγή. Ως πρόβλημα τίθεται μόνο αν το ΠΑΣΟΚ υλοποιεί ή όχι τις εξαγγελίες του. Όμως έτσι η μάχη δίνεται στο τεραίν του ΠΑΣΟΚ: Γιατί το ΠΑΣΟΚ θα μπορεί πάντα να ισχυρίζεται πειστικά, ότι είναι το μόνο αρμόδιο να υλοποιήσει το πρόγραμμα του.

Η μάχη που δίνουν τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς για την «άδολη» απλή αναλογική φαίνεται λοιπόν ότι μόνο λίγο μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις. Τα εκλογικά συστήματα παγιώνουν και εγγράφονται στο εσωτερικό των συγκεκριμένων κάθε φορά πολιτικών συσχετισμών δύναμης. Στα τρία χρόνια της «Αλλαγής» η παραδοσιακή Αριστερά δεν κατάφερε ούτε να μετασχηματίσει τους πολιτικούς συσχετισμούς υπέρ της, αλλά ούτε να αποτρέψει την (μικρή έστω) πολιτική άνοδο της Δεξιάς.

4.3 Το νέο εκλογικό σύστημα

Το εκλογικό σύστημα λοιπόν που θα διαμορφώσει τελικά η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη μορφή και τις λεπτομέρειες του θα εγγράφεται σε δύο βασικούς άξονες: α) Στη στρατηγική του «συνταγματικού δρόμου», β) Στη δυναμική των σημερινών πολιτικών συσχετισμών δύναμης.

Σ' αυτά τα πλαίσια θε πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι το νέο εκλογικό σύστημα θα αποφεύγει την όξυνση των πολιτικών ανταγωνισμών πέρα από ένα επίπεδο που να μπορεί να ελεγχθεί, θα αποφεύγει να πάρει τέτοιες πρωτοβουλίες που οι συνέπειες τους θα μπορούσαν να διαταράξουν την ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού. Με την έννοια αυτή το νέο εκλογικό σύστημα δεν θα θέτει τη Δεξιά «στο χρονοντούλαπο της ιστορίας», παρότι αυτό φαίνεται να αποτελεί σήμερα θέληση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.

Εδώ δεν αναφερόμαστε βέβαια μόνο στη θέσπιση της «άδολης» απλής αναλογικής. Ακόμα και στα πλαίσια των εκλογικών συστημάτων που εξασφαλίζουν «σταθερές (μονοκομματικές) κυβερνήσεις», θα ήταν δυνατό να εκφραστεί ταυτόχρονα και η ομόφωνη άποψη των ψηφοφόρων όλων των κομμάτων της «Αλλαγής» για αποκλεισμό της Δεξιάς από την κυβέρνηση. Όπως έγραφε ο Β. Κωνσταντίδης στην Αυγή (4 11 84) σχετικά με το εκλογικό σύστημα 200 100 (όπου οι 200 έδρες κατανέμονται σ' όλα τα κόμματα με απλή αναλογική και οι 100 μοιράζονται μόνο στα δύο πρώτα κόμματα με μια σχέση π.χ. 70 προς 30): «Σύμφωνα με μια τελευταία εκδοχή, οι 100 έδρες δεν θα μοιραστούν σαν «πριμ» ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα κατ' αναλογία 70:30. .. αλλά θα αποτελέσουν το αντικείμενο (δεύτερης, Γ.Μ.Μ.Σ.) ψηφοφορίας, έτσι που να μπορούν στο μεγαλύτερο μέρος τους, να «κατακτηθούν» από το ΠΑΣΟΚ». Ένα τέτοιο εκλογικό σύστημα θα εξασφάλιζε τη διακυβέρνηση της χώρας από το ΠΑΣΟΚ, όσο η Δεξιά δεν θα μπορούσε να αποσπάσει την απόλυτη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Παράλληλα, στην περίπτωση που η Δεξιά εξασφάλιζε τη σχετική έστω πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, θα άνοιγε ο δρόμος για το σχηματισμό συμμαχικών κυβερνήσεων. Γιατί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ θα χρειαζόταν πλέον την επίσημη νομιμοποίηση των κομμάτων της παραδοσιακής Αριστεράς για να σταθεί.

Το ΠΑΣΟΚ λοιπόν με τον εκλογικό νόμο που θα φέρει στη Βουλή δεν θα επιλέξει μόνο την προοπτική των «σταθερών κυβερνήσεων», θα σεβαστεί απόλυτα και τη λογική του «ήπιου κλίματος», τη λογική της απρόσκοπτης λειτουργίας της αστικής κοινοβουλευτικής τάξης. Κι αυτός ακριβώς ο στόχος θα διασφαλιστεί μόνο αν ο νέος εκλογικός νόμος νομιμοποιηθεί (παρά τις όποιες αντιδράσεις) από όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα. Όπως το διατυπώνει ένας ακραιφνής υποστηριχτής της «Αλλαγής», ο Σπ. Λιναρδάτος: «Οπωσδήποτε για να επιβιώσει ένα οποιοδήποτε εκλογικό σύστημα επιλέξει η κυβέρνηση χρειάζεται συναίνεση ή, έστω, ανοχή των βασικών τουλάχιστον πολιτικών δυνάμεων της χώρας». (Βήμα, 25 11 84).

Επομένως, ο νέος εκλογικός νόμος δεν θα καταργεί τη βασική αρχή του σημερινού πλειοψηφικού, το να μπορεί δηλαδή να σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση το κόμμα με τη σχετική εκλογική πλειοψηφία. Δεν πρόκειται όμως απλά και μόνο για ένα «συμβιβασμό» με τη Δεξιά, όπως ισχυρίζονται τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς. Πρόκειται κυρίως για το σεβασμό της συνταγματικής «συνέχειας και ομαλότητας» και του ήπιου κλίματος. Στο εσωτερικό αυτής της «ομαλότητας» ο νέος νόμος θα επιτρέπει βέβαια ταυτόχρονα την «δικαιότερη» καταγραφή του σημερινού, υπέρ των δυνάμεων της «Αλλαγής», πολιτικού συσχετισμού. Παράλληλα βέβαια θα αναπαράγεται και η σημερινή «ιεραρχία» ανάμεσα στις δυνάμεις της «Αλλαγής»: Άρα και η συνέχιση του εκβιασμού της «χαμένης ψήφου».

Ας το επαναλάβουμε άλλη μια φορά: Στα τρία χρόνια της «Αλλαγής», η παραδοσιακή Αριστερά δεν μπόρεσε να καθοδηγήσει τα λαϊκά κινήματα και να μετασχηματίσει τους πολιτικούς συσχετισμούς ώστε και το «συμβιβασμό» με τη Δεξιά να αποτρέψει, και τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση να επιβάλει. Πολύ περισσότερο, δεν κατάφερε καν να κάνει προφανές ότι η συμμετοχή της στην κυβέρνηση θα σήμαινε ένα ριζικά διαφορετικό μέλλον για την «Αλλαγή». 5. Μπροστά στη δεύτερη φάση της «Αλλαγής»

Μετά τη λύση του Κυπριακού, την ψήφιση του νέου εκλογικού νόμου, την επανεκλογή του Κ. Καραμανλή στην προεδρία της Δημοκρατίας, θα πρέπει να αναμένουμε και μια νέα νίκη του ΠΑΣΟΚ στις επερχόμενες εκλογές. Συνέχεια της «Αλλαγής» λοιπόν. Όμως η «Αλλαγή» θα έχει ήδη μπει, μπαίνει από σήμερα, σε μια δεύτερη φάση της. Όχι γιατί γινόμαστε ή θα γίνουμε μάρτυρες μιας προσέγγισης του ΠΑΣΟΚ με τη Δεξιά. Η στρατηγική του «συνταγματικού δρόμου» που πολώνει απ' τη μια τις δυνάμεις της «Αλλαγής» και απ' την άλλη τη Δεξιά, θα παραμείνει κυρίαρχη. Αλλά γιατί μια σειρά μετασχηματισμοί, που γίνονται ήδη σήμερα ορατοί, θα χαρακτηρίζουν τη δεύτερη περίοδο διακυβέρνηση? της χώρας από το ΠΑΣΟΚ:

Η όξυνση κατ' αρχή των σχέσεων ανάμεσα στους εταίρους της «Αλλαγής», φαίνεται ότι θα αποτελεί πλέον ένα μόνιμο ή έστω διαρκώς επανερχόμενο χαρακτηριστικό της νέας φάσης. Το μόνο βέβαια που δεν θα τίθεται υπό αίρεση θα είναι η στρατηγική του «συνταγματικού δρόμου».

Η προφανής πλέον εσωτερική κρίση της Δεξιάς, που θα οξυνθεί μετά τις εκλογές του 1985, θα παγιώσει μια μόνιμη τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα αστάθεια και αντιφατικότητα στην πολιτική της Ν.Δ.. αντιφατικότητα που μέχρι την εκλογή του Κ. Μητσοτάκη σαν αρχηγού του κόμματος ήταν δυνατό να συγκαλύπτεται.

Το κύριο χαρακτηριστικό της νέας φάσης της «Αλλαγής» φαίνεται να είναι πάντως, τουλάχιστον για τους αριστερούς και την Αριστερά, η αποσύνδεση της «Αλλαγής» από τα σοσιαλιστικά οράματα. Η «Αλλαγή» αλλά και ο ορίζοντας της, ακόμα δηλαδή και η «αποβαλτωμένη» ή «πραγματική Αλλαγή» έχει αποκτήσει, λιγότερο ή περισσότερο στα χρόνια που πέρασαν, συγκεκριμένη υπόσταση. Η υπόσταση αυτή όμως δεν πείθει ότι αποτελεί τον «προθάλαμο» του σοσιαλισμού. Οι συγκεκριμένες αλλαγές που συνιστούν την «Αλλαγή», ή έστω θα έπρεπε να περιέχονται σ' αυτήν, δεν μετασχημάτισαν ούτε μετασχηματίζουν τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας και αυτό είναι πια προφανές. Διαψεύδεται δηλαδή η βασική επαγγελία του «συνταγματικού δρόμου» ότι η μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση, ο αντι330, η πολιτική «ορθολογικής και αυτοδύναμης» οικονομικής ανάπτυξης, το ΕΣΥ, η «συμμετοχή», οι «κοινωνικοποιήσεις» αλλά και ο «έλεγχος των μονοπωλίων» και η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, θα έκαναν ορατή την πραγματικότητα της σοσιαλιστικής Ελλάδας. Ο σοσιαλισμός μετατρέπεται έτσι στο απλησίαστο υπερπέραν του λαϊκού κινήματος, και η ίδια η «Αλλαγή» γίνεται στρατηγική.

Αυτός ο πολιτικοϊδεολογικός μετασχηματισμός της «Αλλαγής» θα κυριαρχήσει αναμφίβολα στη νέα φάση που θα παγιώσουν οι εξελίξεις του 1985.

Στο νέο κλίμα που δημιουργείται, γίνεται περισσότερο επίκαιρη παρά ποτέ η αναγκαιότητα για την πολιτική συγκρότηση των δυνάμεων που αναγνωρίζουν τα σημερινά αδιέξοδα της «Αλλαγής» και της Αριστεράς. Αναμφίβολα μια τέτοια διαδικασία δεν θα μπορεί παρά να είναι «πολυσυλλεκτική» και αντιφατική. Γιατί, στη σημερινή φάση, είναι αντιφατικές οι κοινωνικές διεργασίες και αντιστάσεις που θα τροφοδοτούσαν μια τέτοια πολιτική προοπτική. Ορος βέβαια για την αποτελεσματικότητα και βιωσιμότητα αυτής της προοπτικής δεν είναι ένα πρόγραμμα «καλύτερης», από το ΠΑΣΟΚ, διαχείρισης της εξουσίας, αλλά μια πολιτική αντιπαλότητας προς την (καπιταλιστική) εξουσία.

30 12 84

1. Βλ. Το Βήμα 9/12/84.

2.. Για το καθεστώς που προβλέπουν οι συμφωνίες της Ζυρίχης βλ. Γ. Ν. Κρανιδιώτη, «Το Κυπριακό Πρόβλημα, 1960-1974», σελ. 36, 37.

3. Βλ. το άρθρο του θ. Τσεκούρα σ' αυτό το τεύχος των θέσεων.

4.. Χαρακτηριστικά ο Ατακόλ, υπαρχηγός του Ντενκτάς, δήλωνε: «Δεν μπορούμε να διαπραγματευτούμε κάτω από τη σκιά του ψηφίσματος της Γ.Σ. του ΟΗΕ του περασμένου Μαίου» Ελευθεροτυπία 30 11 83.

5. Γ. Μαστραντώνη, Γ. Μηλιού, «Κύπρος: Ο αναμενόμενος αιφνιδιασμός», Σχολιαστής τ. 9.

6.. Από το Κοινό Ανακοινωθέν, μετά την επίσκεψη του Α. Παπανδρέου στη Συρία. Το Βήμα 11 11 84. Χαρακτηριστική είναι εξάλλου η αδυναμία να εκδοθεί κοινό σοβιετοτουρκικό ανακοινωθέν μετά την πρόσφατη επίσκεψη του σοβιετικού πρωθυπουργού στην Άγκυρα.

7. Ο Έγκον Μπαρ, από τους ειδικούς του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος για τις εξωτερικές υποθέσεις, δήλωνε στην Αθήνα λίγες μέρες μετά τη συνάντηση της Ελούντας, ότι αναγνωρίζει το δικαίωμα της Ελλάδας να μην «αισθάνεται ότι απειλείται» από ένα νατοϊκό σύμμαχο.

8. Συνέντευξη του Λ. Κύρκου στο Βήμα (18/11/84).

9.. Προς μια τέτοια κατεύθυνση προσανατολίζεται σήμερα και η κριτική του ΚΚΕεσ. προς το ΠΑΣΟΚ. Υποστηρίζεται δηλαδή ότι «τα βρήκαν» Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ. Βλ. π.χ. την Αυγή 30 11 84.

10. «Η Δεξιά δεν είναι συνώνυμη μόνο με την πολιτική της έκφραση. Είναι ταυτόχρονα μια κατάσταση... (που)... αντιστοιχεί σε ένα πλέγμα οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συμφερόντων και προνομίων τόσο της ντόπιας ολιγαρχίας όσο και του συστήματος εξάρτησης... Η ανάδειξη του Κ. Μητσοτάκη σε αρχηγό της Ν.Δ. ήταν και τώρα είναι ολοφάνερο πια μια επιλογή της άρχουσας τάξης με στρατηγική ποιοτική διαφορά». Από την εισήγηση του Α. Παπανδρέου, Τα Νέα 16 12 84.

11. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ίδιοι αρθρογράφοι που δικαιολογούν, με βάση το σεβασμό στη νομιμότητα, την άριστη πολιτεία του Κ. Καραμανλή, παραδέχονται πολύ συχνά και σωστά ότι η διατήρηση της νομιμότητας δεν είναι θέμα προσώπων αλλά εξαρτάται από το συνολικό πολιτικό κλίμα και τους πολιτικούς συσχετισμούς.

12. Μήνυμα του προέδρου της Δημοκρατίας για την 28η Οκτωβρίου 1984. (Βήμα 28 10 84)

13.. Βλ. το πρώτο τεύχος των θέσεων. Για το ζήτημα της «νομιμότητας» και της «νομιμοποίησης» σε αναφορά με τη στρατηγική του λαϊκού κινήματος βλ. το άρθρο του Μπ. Ανθόπουλου σ' αυτό το τεύχος των θέσεων.

14. Α. Τσοχατζόπουλος, Το Βήμα 18 11 84.

15. Βλ. και το άρθρο του Σπ. Λιναρδάτου στο Βήμα, 25 11 84: «Εμπειρίες και επιφύλαξης για την «άδολη» αναλογική».

16. Δ. Χατζησωκράτης, Αυγή 4 11 84.

17.. Ο Χ. Φλωράκης θα πει χαρακτηριστικά: «Δεν ξέρω τι θα κάνει το ΠΑΣΟΚ. Εκείνο που ξέρω είναι, ότι είναι αναγκασμένο να διαλέξει: ή θα στραφεί σε σχήματα προς τα κεντροδεξιά, ή θα συνεργαστεί με τις δυνάμεις της αλλαγής» Τα Νέα 10 12 84.

Για την κριτική των απόψεων του «εκκρεμούς» βλ. θέσεις τ. 1 και Δ. Ψαρρά, «Τι είναι αυτό που το λένε ΠΑΣΟΚ» Σχολιαστής τ. 14.