Γ. Δ. ΖΙΟΥΤΟΣ:

ΤΟ ΕΚΡΗΚΤΙΚΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

ΜΙΑΣ «ΣΙΩΠΗΛΗΣ» ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ1

του Γιάννη Μηλιού2

1. Η σημασία του βιβλίου έξι δεκαετίες μετά τη συγγραφή του


Το κείμενο του Γ. Δ. Ζιούτου (Γιώργου Ζωιτόπουλου, 1903-1967) Το διεθνές εργατικό κίνημα στον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα γράφηκε τον Μάρτιο του 1946 ως Εισήγηση σε σχολή στελεχών του ΚΚΕ. Όπως φαίνεται από τον Πρόλογο, ο οποίος γράφηκε στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 1959, όπου ο Ζιούτος ζούσε αυτοεξόριστος ήδη από το 1947,3 ο συγγραφέας θεωρούσε χρήσιμη τη μεταγενέστερη έκδοση του κειμένου σε βιβλίο, πιστεύοντας προφανώς ότι η σημασία του δεν εξαντλούνταν στο σκοπό για τον οποίο γράφηκε. Μια πρώτη έκδοση του βιβλίου έγινε το 1975 από τις εκδόσεις «Διογένης».

Όσοι συνέβαλαν στην παρούσα έκδοση θεωρούν ότι το σύντομο αυτό βιβλίο περιέχει αξιόλογο υλικό για πληροφόρηση και προβληματισμό όσων ενδιαφέρονται για την ιστορία και τις πολιτικές στρατηγικές της Αριστεράς, καίτοι έχουν περάσει περισσότερα από 60 χρόνια από τη συγγραφή του.

Το βιβλίο του Ζιούτου, παρά τον συνοπτικό του χαρακτήρα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, από τουλάχιστον τρεις πλευρές:

1. Εισάγει για πρώτη φορά στην ελληνική (μαρξιστική) βιβλιογραφία μια προβληματική για το εργατικό κίνημα, η οποία διαφοροποιείται από τις αντίστοιχες που χαρακτηρίζουν τις κυρίαρχες προσεγγίσεις: Αφ’ ενός από την «ιδεοκρατική προκατάληψη»4 ορισμένων σοσιαλιστών ή και μαρξιστών, σύμφωνα με την οποία ο σοσιαλισμός αποτελεί απλώς εξέλιξη της ιδέας της ισότητας και κοινοκτημοσύνης και «ως κήρυγμα και δόγμα, ως θεωρία υπήρχεν από της αρχαιότητος», καίτοι «μέχρι της εμφανίσεως του ιδρυτού του επιστημονικού Σοσιαλισμού, η κίνησις αύτη […] είναι κυρίως ουτοπιστική».5 Αφ’ ετέρου από την επίσημη σοβιετική αντίληψη σχετικά με τα «καθήκοντα» του εργατικού κινήματος την εποχή της «παρακμής του καπιταλισμού» (του ιμπεριαλισμού) και της «οικοδόμησης του σοσιαλισμού».6

2. Στη βάση της προβληματικής αυτής παίρνει θέση στο επίδικο πολιτικό ζήτημα της ιστορικής συγκυρίας εντός της οποίας γράφηκε, το ζήτημα της (κατάληψης της) κρατικής και πολιτικής εξουσίας, και κατ’ επέκταση στο επίκαιρο και σήμερα ζήτημα της επαναστατικής στρατηγικής που εργατικού κινήματος και της Αριστεράς, στη διπλή όψη υπό την οποία αυτό εμφανίζεται: αφ’ ενός ως ζήτημα ενότητας των εργαζομένων, του κινήματος και των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς (επομένως αναζήτησης του ορίου των πολιτικών συμβιβασμών που θα διευκολύνουν αυτή την ενότητα), αφ’ ετέρου ως ζήτημα ριζοσπαστικότητας και ρήξης με τα αστικά κόμματα, την αστική πολιτική, το αστικό κράτος, την κρατική εξουσία.

3. Μέσω των δύο προηγούμενων τοποθετήσεων, το βιβλίο του Ζιούτου μάς αποκαλύπτει αθέατες πλευρές των ιδεολογικών και πολιτικών διαφοροποιήσεων στο εσωτερικό του ΚΚΕ της εποχής. Αυτό γίνεται όχι μόνο μέσω όσων γράφει ο Ζιούτος, αλλά και μέσω εκείνων για τα οποία επιλέγει να σιωπήσει. Οι «σιωπές» του βιβλίου είναι σε ορισμένες περιπτώσεις περισσότερο ηχηρές από τα λεγόμενά του.

Με δυο λόγια, το ανά χείρας βιβλίο του Ζιούτου είναι πολλαπλώς επίκαιρο και χρήσιμο για τον σύγχρονο αναγνώστη και τις σημερινές συζητήσεις και αναζητήσεις στο εσωτερικό της Αριστεράς. Εκκινώντας από αυτή τη διαπίστωση επιχειρούμε στα επόμενα μια λεπτομερή κριτική ανάγνωση, ώστε να καταστεί περισσότερο εμφανής η προβληματική του συγγραφέα αλλά και η σημασία των θέσεών του εντός της συγκυρίας στην οποία γράφτηκε.

2. Σκιαγράφηση της προβληματικής του συγγραφέα

Το βιβλίο αρθρώνεται σε πέντε κεφάλαια, τα οποία δεν ακολουθούν αυστηρή χρονολογική σειρά: στη χονδρικά χρονολογική σειρά των σημαντικών γεγονότων και σταθμών στην ιστορία του εργατικού κινήματος, που απορρέει από τα κεφάλαια 1-3 και 5, παρεμβάλλεται το 4ο κεφάλαιο, το οποίο σκιαγραφεί την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος σε τρεις ευρωπαϊκές χώρες (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία). Με τη μέθοδο αυτή, η οποία μπορεί επίσης να εντοπιστεί και σε κάθε επιμέρους κεφάλαιο, ο συγγραφέας επιδιώκει να καταστήσει φανερούς τους κοινωνικούς (οικονομικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς, διεθνοπολιτικούς) παράγοντες που καθόρισαν ή επηρέασαν την εξέλιξη του εργατικού κινήματος σε κάθε ιδιαίτερη ιστορική συγκυρία ή χώρα. Με τον τρόπο αυτό, επιδιώκει να θεμελιώσει ορισμένα θεωρητικά και πολιτικά συμπεράσματα, τα οποία προκύπτουν από την επιστημονική μελέτη της ιστορίας του εργατικού κινήματος:

«Η γενική ιστορία του εργατικού κινήματος σε κάθε χώρα, η ιστορία των διεθνικών τάσεων και κινήσεων, όπως και η συγκριτική ιστορία του συνδικαλισμού και του σοσιαλισμού, είναι οι κλάδοι επιστημονικών ερευνών και μελετών, που θα μας δώσουν όλα τα αναγκαία στοιχεία για την εμβάθυνση στα σχετικά προβλήματα».

Με άλλη διατύπωση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Ζιούτος αποστασιοποιείται από την «ιδεοκρατική» προβληματική που κυριαρχεί ακόμη και μέσα στο μαρξιστικό κίνημα κατά την περίοδο κυριαρχίας του σταλινισμού, σύμφωνα με την οποία η εξέλιξη του εργατικού και μαρξιστικού κινήματος απορρέει κυρίως από τη σύγκρουση ανάμεσα στις «επαναστατικές απόψεις» από τη μια πλευρά (των γνήσιων μαρξιστών-αλάνθαστων αγίων της επαναστατικής θεωρίας και πολιτικής: Λένιν, Στάλιν κ.ο.κ.) και τις «αντεπαναστατικές-σοσιαλπροδοτικές» απόψεις (των ρεφορμιστών κ.ο.κ.) από την άλλη, και εστιάζει στους αιτιακούς προσδιορισμούς που καθόρισαν τη διαμόρφωση των συγκεκριμένων ρευμάτων στο εσωτερικό του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος. Γράφει ο Ζιούτος:

«Εύκολο είναι να εκφράζουμε, με μια μονοκονδυλιά, την περιφρόνησή μας προς τη δεύτερη Διεθνή. Αλλ’ αυτή η αρνητική, σεχταριστική στάση δεν εξασφαλίζει τη γνώση και κατανόηση της ιστορίας της, ούτε την εξαγωγή των συμπερασμάτων που επιβάλλονται».

Ο Ζιούτος, δηλαδή, εφαρμόζει, με αναγκαστικά άρρητο τρόπο, για να μην καταστήσει σαφή τη διαφοροποίησή του από την επίσημη σοβιετική προβληματική, τη μαρξιστική μέθοδο ανάλυσης των κοινωνικών φαινομένων στην ίδια την ιστορία του εργατικού κινήματος και του μαρξισμού. Με την έννοια αυτή ακολουθεί την προβληματική που εισήγαγε στη μαρξιστική βιβλιογραφία ο Νταβίντ Ριαζάνοφ.7

Η σχέση του ανά χείρας δοκιμίου του Ζιούτου με το έργο του Ριαζάνοφ δεν τεκμαίρεται, όμως, μόνο από τη συγγένεια στη μεθοδολογία προσέγγισης του αντικειμένου και την προβληματική της ανάλυσης που μόλις αναφέραμε. Επιπλέον, μία από τις πηγές από την οποία άντλησε άμεσα υλικό ο Ζιούτος για να συγγράψει το παρόν δοκίμιο υπήρξε το κλασικό (και πάντοτε επίκαιρο) έργο του Ριαζάνοφ Καρλ Μαρξ και Φρίντρηχ Ένγκελς. Εισαγωγή στη ζωή και το έργο τους (ρωσικά 1927, αγγλική μετάφραση Joshua Kunitz, Λονδίνο 1937, ελληνική μετάφραση (χ.χ.έ.) από τη γερμανική έκδοση του 1973, με τίτλο: Ο Μαρξ και ο Ένγκελς όχι μόνο για αρχάριους, Αθήνα: γράμματα). Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αξίζει να αναφερθεί ότι το 3ο κεφάλαιο του παρόντος δοκιμίου («Η πρώτη Διεθνής (1862-1872)») ακολουθεί, σε ό,τι αφορά τόσο τη δομή όσο και τις υποστηριζόμενες θέσεις, τις σελίδες 115-117 (7ο κεφάλαιο) του εν λόγω βιβλίου του Ριαζάνοφ, όπου και παρατίθενται επίσης τα αποσπάσματα, των οποίων κάνει χρήση και ο Ζιούτος, τόσο από τη Διακήρυξη του Νοεμβρίου 1863 («Η αδελφοσύνη των λαών […]»), όσο και από το κείμενο της 28ης Σεπτεμβρίου 1864 («Εμείς οι εργάτες όλων των χωρών […]»).

Πέραν των προαναφερθέντων, ο Ζιούτος υιοθετεί ένα «φιλολογικό σφάλμα» στο οποίο είχε περιπέσει ο Ριαζάνοφ: υποστηρίζει ότι ήταν ο Ένγκελς εκείνος που εισήγαγε τον όρο «βιομηχανική επανάσταση» (βλ. κεφάλαιο 1 του παρόντος, «Οι ρίζες του εργατικού κινήματος. Η βιομηχανική επανάσταση». Αντίστοιχα Ριαζάνοφ χ.χ.έ., όπ.π., σ. 25).8

Εντούτοις, όπως ήδη είπαμε, η κύρια συγγένεια ανάμεσα στον Ζιούτο και τον Ριαζάνοφ δεν έγκειται στο ότι ο πρώτος αντλεί υλικό από τον δεύτερο, αλλά ότι και οι δύο αποστασιοποιούνται από τον κυρίαρχο δογματικό «μαρξισμό» της εποχής τους και εφαρμόζουν τη μέθοδο του Μαρξ στη μελέτη του ίδιου του εργατικού και μαρξιστικού κινήματος.

Στο πλαίσιο αυτής της προβληματικής, την οποία εισάγει πρώτος ο Ζιούτος στην ελληνική μαρξιστική βιβλιογραφία, αξίζει να επισημάνουμε τη ριζική απομάκρυνσή του από τη σοβιετική θεωρία του «μονοπωλιακού καπιταλισμού» και της «γενικής κρίσης» του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη στρατηγική της Αριστεράς. Στο πρώτο κεφάλαιο του ανά χείρας δοκιμίου («Γέννηση και ανάπτυξη του εργατικού κινήματος») ο Ζιούτος υιοθετεί μεν χονδρικά την περιοδολόγηση του εργατικού κινήματος της επίσημης σοβιετικής προσέγγισης,9 αλλά ταυτόχρονα, με τρόπο λανθάνοντα, θεμελιώνει ένα σχήμα σύμφωνα με το οποίο η κυριαρχία του καπιταλισμού επιτυγχάνεται και γενικεύεται στην Ευρώπη ήδη τον 18ο αιώνα στη μορφή του εμπορικού (προβιομηχανικού) καπιταλισμού, η οποία μετεξελίσσεται κατά τον 19ο αιώνα στη βιομηχανική μορφή της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Γράφει:

«Ο καπιταλισμός περνάει γενικά στο δεύτερο στάδιό του, το βιομηχανικό, που το χαρακτηρίζουν δυο βασικά φαινόμενα […]. Πριν από την αστική επανάστασή της του 17ου αι. (1646-1648), η Αγγλία είταν χώρα δεύτερης σειράς. Στα τέλη του 18ου αι. βρέθηκε η πρώτη στον κόσμο εμπορική και αποικιακή δύναμη. Η ανάπτυξη του εμπορίου, η λεηλασία των αποικιών, η κυριαρχία στις θάλασσες, το εμπόριο των δούλων, φέρανε στη μητρόπολη τεράστια κέρδη. Παράλληλα, στην ίδια την Αγγλία συσσωρεύονται μεγάλα κεφάλαια από την εκμετάλλευση των εργατών και των χωρικών. Ο αναπτυγμένος καπιταλισμός, με τις φάμπρικες και τις μετοχικές εταιρίες, κάνει την εμφάνισή του».

Η κατανόηση της ύπαρξης (και της σημασίας) του προβιομηχανικού (εμπορικού) καπιταλισμού ως κυρίαρχου τρόπου παραγωγής έχει τεράστιες επιπτώσεις στη μαρξιστική θεωρία και ιστοριογραφία, αλλά και στη στρατηγική του αριστερού κινήματος.10

Ο Ζιούτος, όμως, δεν μένει μόνο στη διαπίστωση ότι ο καπιταλισμός ήταν ήδη κυρίαρχος πριν από τη βιομηχανική επανάσταση – που γενίκευσε την τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο (το μισθιακό συμβόλαιο, στη θέση του προβιομηχανικού «φασόν» ως μορφής μισθού με το κομμάτι) και δημιούργησε τις μεγάλες συγκεντρώσεις εργατών στις πόλεις, από τις οποίες ξεπήδησε το οργανωμένο εργατικό κίνημα. Θέτει και προσπαθεί να απαντήσει σε ένα θεμελιακό ερώτημα που απορρέει από την προηγούμενη θέση: Εφόσον κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι η πάλη των τάξεων, εφόσον η «αντίφαση» έχει πάντα την προτεραιότητα ως προς την «ενότητα» (όπως μας υπενθύμισε ο Μάο), πώς εκφραζόταν κατά την εποχή κυριαρχίας του προβιομηχανικού καπιταλισμού, δηλαδή πριν από τη δημιουργία του οργανωμένου εργατικού κινήματος, η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας;

Η απάντηση που δίνει ο Ζιούτος στο ερώτημα αυτό διευρύνει την προβληματική στην οποία αναφερόμαστε και ξεπερνάει τα ερωτήματα που είχαν θέσει αναφορικά με το ζήτημα αυτό οι μαρξιστές της εποχής του, συμπεριλαμβανομένου και του Ριαζάνοφ: Πέρα από τις αυθόρμητες εξεγέρσεις ή τα αγροτικά κινήματα (ας θυμηθούμε ότι στο πλαίσιο αυτής της προβληματικής ο Ριαζάνοφ είχε ασχοληθεί με τον «Πόλεμο των Χωρικών στη Γερμανία» – βλ. Θέσεις, τ. 62, 1998, σ. 25 κ.ε., και www.theseis.com), η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας εκδηλώνεται και με τον ριζοσπαστικό δημοκρατισμό που εξέφραζαν οι μυστικές-συνωμοτικές εταιρείες του 18ου και του 19ου αιώνα. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι εταιρείες αυτές δεν είχαν συνείδηση της πάλης των τάξεων και του χαρακτήρα των κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων, με τη δράση τους αμφισβητούσαν την πολιτική και πολιτειακή μορφή ύπαρξης του καπιταλισμού της εποχής: το απολυταρχικό ή «περιορισμένα συνταγματικό» κράτος, την απόλυτη ή συνταγματική μοναρχία:

«Αλλ’ η εργατική τάξη δεν είναι ακόμα ώριμη για να ιδρύσει, την εποχή αυτή, πολιτική οργάνωση (κόμμα), που θα είναι το όργανο της ιστορικής αυτής μεταβολής. Τα επαναστατικά στοιχεία της εποχής συσπειρώνονται σε μυστικές, συνωμοτικές εταιρίες, που δρουν σύμφωνα με τις οργανωτικές και πολιτικές παραδόσεις του τεκτονισμού, του κομπανιονάζ, των καρμπονάρων, του γιακομπινισμού και των άλλων μυστικών (κλειστών) πολιτικών οργανώσεων που συγκροτούνται στη Γαλλία, στη Γερμανία, στη Βοημία κλπ., ιδιαίτερα κατά το 18ο αι. και τις αρχές του 19ου αι. […] Το πρώτο τέταρτο του 19ου αι. χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από μια πολυσπερμία μυστικών, συνωμοτικών οργανώσεων. Ξέρουμε πως στο πλαίσιο αυτών των οργανώσεων μπαίνει και η δική μας “Φιλική Εταιρία”, οργανώτρια, υποκινήτρια και εκτελέστρια της μεγάλης εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης του 1821».11

Ο ριζοσπαστικός δημοκρατισμός της εποχής του εμπορικού καπιταλισμού οδηγεί σε σύγκλιση, κατά τον Ζιούτο, της δυναμικής που αναπτύσσει μέσα στην πάλη των τάξεων η εργατική τάξη και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων:

«Στη Γαλλία πραγματοποιείται, με την ξένη επέμβαση, η παλινόρθωση των Βουρβόνων, που προσπαθούν να γυρίσουν πίσω στο παλιό καθεστώς. Κάθε προοδευτική κίνηση καταδιώκεται. Οι πολιτικοί αγωνιστές καταφεύγουν σε μυστικές, συνωμοτικές εταιρίες. Όμως, παρά την αντίδραση, εθνικά απελευθερωτικά κινήματα ξεσπούν σε διάφορες χώρες: Ισπανία (1820), Ιταλία, Ελλάδα (1821), Ρωσία (Δεκέμβρης 1825). Οι προοδευτικές δυνάμεις δεν καταπνίγονται και στα 1830 αρχίζει ένα μεγάλο επαναστατικό κίνημα, που αγκαλιάζει πολλές χώρες. Τον Ιούλη του 1830 ξεσπάει στο Παρίσι δημοκρατική εξέγερση, με συμμετοχή όλου του λαού και ενεργό δράση των εργατών. […] Κατά την περίοδο 1810-1816 σημειώνονται σ’ όλα τα βιομηχανικά κέντρα της Αγγλίας, εξεγέρσεις με καταστροφές των μηχανών και των εργοστασίων. […] Για την κατάπνιξή του, η αγγλική κεφαλαιοκρατία ψήφισε στα 1812 ένα νέο νόμο, που επέβαλλε τη θανατική ποινή στους εργάτες που καταστρέφουν τις μηχανές. Με το βάρβαρο αυτό νόμο δικάστηκαν στα 1813 και εκτελέστηκαν δέκα οχτώ εργάτες. Ενάντια στο νόμο αυτό ακούστηκε στη Βουλή των λόρδων η φωνή του Βύρωνα, που υπερασπίστηκε με πάθος τα δίκαια, το δικαίωμα στη ζωή, των εργατών. Και στα 1816 ο Βύρωνας σύνθεσε ένα χαιρετιστήριο τραγούδι προς τους “λουντίτες” (luddites) […]».12

Έτσι, ακόμα και μετά την επικράτηση του βιομηχανικού καπιταλισμού, οι μορφές αγώνα που είχαν εισαχθεί κατά τη φάση του ριζοσπαστικού δημοκρατισμού εξακολουθούν να θέτουν διλήμματα στο εργατικό κίνημα:

«Αλλά τι δρόμο θ’ ακολουθήσει η εργατική τάξη; […] Σπάσιμο μηχανών; Πολιτικά δικαιώματα; Μεταρρυθμίσεις και παραχωρήσεις δοσμένες από την αστική τάξη; Συνωμοτικές ομάδες και πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας; Μυστικές εταιρίες και ουτοπιστικές “κοινότητες” μιας ιδανικής και απραγματοποίητης πολιτείας;»

Η προσέγγιση αυτή έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και ουσιαστικά ανοίγει ένα νέο πεδίο έρευνας, η ενασχόληση με το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια του παρόντος προλογικού σημειώματος. Περιοριζόμαστε, έτσι, απλώς στο να επισημάνουμε τη σημασία της.

Ο Ζιούτος καταδεικνύει, μέσα από την ιστορία του εργατικού κινήματος, ότι ο καπιταλισμός, από την πρώτη κιόλας στιγμή της κυριαρχίας του, υπήρξε ένα εξουσιαστικό και εκμεταλλευτικό κοινωνικό σύστημα ταξικής κυριαρχίας. Αποστασιοποιείται έτσι από τις εξελικτικές θεωρίες της «προόδου», που συχνά εμφανίζονται και με «μαρξιστικό» μανδύα, σύμφωνα με τις οποίες ο καπιταλισμός στα πρώτα του στάδια υπήρξε «προοδευτικός» (διότι ανέπτυσσε τις «παραγωγικές δυνάμεις» κ.ο.κ.), για να καταλήξει «αντιδραστικός» μόνο στο στάδιο του «μονοπωλιακού καπιταλισμού» (οπότε και «σαπίζει», μπαίνει «εμπόδιο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» κ.ο.κ.). Γράφει:

«Έπειτα από σκληρούς αγώνες, οι άγγλοι εργάτες κατορθώνουν να κατακτήσουν, στα 1824, το δικαίωμα της οργάνωσης. Η τραχύτητα και βιαιότητα των αγώνων αυτών, τα πολυάριθμα θύματα, η άγρια καταπίεση που ασκεί η αγγλική κεφαλαιοκρατία, ο εξοντωτικός διωγμός των εργατών, οι βάρβαρες ποινές και οι θανατικές εκτελέσεις […] δείχνουν πόσο μονόπλευρος, ταξικός, συμφεροντολογικός είναι ο λεγόμενος “αγγλικός φιλελευθερισμός” […] Τα χρόνια 1885-1887 είναι πολύ ανήσυχα για την αγγλική αστική τάξη. […] Η περίφημη αγγλική δικαιοσύνη, που είναι δήθεν “υπεράνω τάξεων”, αποδεικνύεται ένα τυφλό όργανο στα χέρια των κεφαλαιοκρατών, ερμηνεύοντας με τον πιο αντιδραστικό τρόπο τους εργατικούς νόμους. Οι εξεγερμένοι εργάτες πρέπει να έχουν πάντα άδικο! […] Γιατί ο αστός, μπορεί να καυχησιολογάει για τα περίφημα “ατομικά δικαιώματα” (τα “δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτου”), αλλά τα ιερά αυτά δικαιώματα τα κρατάει μόνο για τον εαυτό του και για την τάξη του και, χρησιμοποιώντας την κρατική μηχανή και τις ένοπλες δυνάμεις της, πνίγει στο αίμα κάθε απόπειρα της εργατικής τάξης, όταν διεκδικεί κι αυτή τα δικά της δικαιώματα».

Ολοκληρώνοντας το παρόν τμήμα του προλογικού μας σημειώματος αξίζει να σημειώσουμε ότι το ανά χείρας δοκίμιο του Γ.Δ. Ζιούτου, παρά τη μικρή του έκταση αλλά και τη δομή της διάλεξης που ακόμη διατηρεί, περιέχει πληροφορίες και στοιχεία που προέρχονται από έναν μεγάλο αριθμό πηγών.13 Το υλικό αυτό διαρθρώνεται σε ένα συνεκτικό σχήμα, το οποίο, ας το επαναλάβουμε, αφ’ ενός αποτιμά την ιστορία του εργατικού κινήματος, αφετέρου υιοθετεί συγκεκριμένες θέσεις αναφορικά με τα βασικά επίδικα ζητήματα της πολιτικής στρατηγικής της Αριστεράς. Αποτελεί έτσι μια πολιτική παρέμβαση στη συγκυρία της εποχής του, που διατηρεί ακόμα την επικαιρότητά της.


3. H «πάλη γραμμών» στην ιστορία του εργατικού κινήματος

και η επικαιρότητά της

Όλη η ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος κατά την περίοδο που απασχολεί τον Γ.Δ. Ζιούτο χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό διαφορετικών αριστερών ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων και τη διαπάλη μεταξύ τους, με επίδικο αντικείμενο την ηγεμονία στις αριστερές εργατικές οργανώσεις (κόμματα, συνδικάτα, Διεθνείς) και τους εργατικούς αγώνες, τη διαμόρφωση, αντίστοιχα, της πολιτικής στρατηγικής του εργατικού κινήματος. Οι «μεγάλες διαμάχες» κατά την ιστορική περίοδο που καλύπτει το ανά χείρας δοκίμιο, δηλαδή από την εμφάνιση οργανωμένου εργατικού κινήματος μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, είναι μεταξύ αναρχικών και σοσιαλιστών, μεταξύ λασσαλικών και μαρξιστών στο εσωτερικό των σοσιαλιστών, μεταξύ ρεφορμιστών και επαναστατών στο εσωτερικό των μαρξιστών.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Ζιούτος παρουσιάζει τις διαμάχες αυτές, στο πλαίσιο της προβληματικής που σκιαγραφήσαμε στην προηγούμενη ενότητα του παρόντος σημειώματος, καθιστά σαφές ότι οι πολιτικοϊδεολογικές συγκρούσεις του παρελθόντος δεν είναι άσχετες με τις αντίστοιχες συγκρούσεις ή αντιθέσεις στο (εκάστοτε) παρόν, εφόσον πάντοτε τα επίδικα αντικείμενα, που αποτελούν όψεις του ίδιου νομίσματος, είναι τα ίδια: αφ’ ενός η ενότητα του εργατικού κινήματος και των πολιτικών ρευμάτων της Αριστεράς, αφ’ ετέρου η υπερίσχυση μιας αποτελεσματικής πολιτικής στρατηγικής για την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού.14

Σχολιάζοντας και αποτιμώντας την ιστορία, ο Ζιούτος παίρνει ρητά θέση στο μεγάλο αυτό ζήτημα της αριστερής στρατηγικής: αφ’ ενός, η πάλη των γραμμών στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος είναι αναγκαία και χρήσιμη για την πολιτική ωρίμανση της εργατικής τάξης.15 αφ’ ετέρου, η αναγκαιότητα της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης συσπείρωσης της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος δεν θα πρέπει να λειτουργεί σε βάρος της επαναστατικής στόχευσης της εργατικής πολιτικής, που είναι «το ξεπέρασμα του καπιταλισμού και η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού». Σημειώνει χαρακτηριστικά αναφερόμενος στο 5ο Συνέδριο της Β΄ Διεθνούς (1900):

«Το βασικό χαρακτηριστικό του πέμπτου συνεδρίου είναι ακριβώς το συμβιβαστικό πνεύμα και η προσπάθεια ισορρόπησης των διάφορων τάσεων. Στα επόμενα συνέδρια θα γίνει περισσότερο έκδηλο και έντονο το πνεύμα συμβιβασμού της δεύτερης Διεθνούς, η αποφυγή κάθε ριζικής λύσης, κάθε ξεκαθαρίσματος των ιδεολογικών και πολιτικών διαφορών. Μια τέτοια προσπάθεια, απομάκρυνε τον κίνδυνο άμεσης διάσπασης, δεν εξασφάλιζε όμως την ομοιογένεια και συνοχή στοιχείων, που ήταν βασικά τόσο ανόμοια και τόσο τεχνητά συγκολλημένα. Με την πρώτη ευκαιρία, στην πρώτη δοκιμασία, τα στοιχεία αυτά θα ξεκολλούσαν, το τεχνητό οικοδόμημα θα σωριαζόταν».

Για την υπερίσχυση μη επαναστατικών στρατηγικών στο εργατικό κίνημα, ο Ζιούτος εντοπίζει δύο κύριες αιτίες: την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας και του τρόπου ζωής που απορρέει από αυτήν μέσα στην εργατική τάξη16 και την αποκοπή των ηγεσιών και των κομματικών και συνδικαλιστικών μηχανισμών από την εργατική και λαϊκή τους βάση, την ενσωμάτωσή τους στη λειτουργία του αστικού πολιτικού και κρατικού συστήματος. Αυτό το τελευταίο ζήτημα μοιάζει να τον απασχολεί ιδιαίτερα, καθώς το εντοπίζει τόσο στο αγγλικό όσο και στο γερμανικό εργατικό κίνημα, και του αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα:

«Από την εποχή αυτή [τέλη του 19ου αιώνα, Γ.Μ.] ξεχωρίζει ένα βασικό χαρακτηριστικό του αγγλικού εργατικού κινήματος, που το διατηρεί ακόμα έως σήμερα, σε εντονότατο μάλιστα βαθμό. Ενώ δηλαδή τα συνδικάτα μαζικοποιούνται και οι μάζες αγωνίζονται σθεναρά, οι ηγέτες (leaders) της κοινοβουλευτικής επιτροπής και οι αρχηγοί και αρχηγίσκοι του εργατικού κινήματος μένουν προσκολλημένοι στις πολιτικές και οικονομικές ιδέες της μπουρζουαζίας».

«Η διοίκηση, συνηθισμένη να κρατάει τις μάζες μακριά από την πολιτική, που, κατά τις σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις, είναι έργο των ηγετών (οι μάζες υπάρχουν μόνο για να εκτελούν τις αποφάσεις των ηγετών!), κράτησε για πολλά χρόνια μυστική την κριτική του Μαρξ [στο Πρόγραμμα της Γκότα, Γ.Μ.] και μόνο στα 1891, έπειτα από πολλές και πιεστικές επεμβάσεις του Ένγκελς, τη δημοσίευσε […]».

«Από τα 1876 [στη Γερμανία, Γ.Μ.] αρχίζει ν’ αποχτάει σημαντική επιρροή μέσα στο κόμμα ένα πλήθος από διανοούμενους. Οι περισσότεροι είναι ρεφορμιστές και σπρώχνουν το κόμμα προς οποιουσδήποτε συμβιβασμούς, αρκεί να εξασφαλίζεται η “νόμιμη ύπαρξή του”, η συμμετοχή του στις εκλογές και, φυσικά, η βουλευτοποίηση των ηγετών».

Θεωρώ ότι αυτού του τύπου οι διατυπώσεις του Ζιούτου περί μιας πολιτικής συμβιβασμών της Αριστεράς με αποκλειστικό στόχο τη «νόμιμη ύπαρξη» του κόμματος αποτελεί έμμεση πολιτική παρέμβαση στη συγκυρία στην οποία γράφηκε το κείμενο, όπως θα προσπαθήσω να δείξω στις ενότητες του παρόντος σημειώματος που ακολουθούν.

Προηγουμένως, ολοκληρώνοντας την παρούσα ενότητα, θα ήθελα να αναφερθώ σε μια οφθαλμοφανή, σε όσους έχουν στοιχειώδεις γνώσεις της ιστορίας της Β΄ Διεθνούς, «αλλοίωση» της ιστορίας του γερμανικού σοσιαλιστικού κινήματος και της Β΄ Διεθνούς: το ρόλο του Καρλ Κάουτσκυ.

Ο Ζιούτος κατατάσσει τον Κάουτσκυ στη δεξιά-ρεφορμιστική πτέρυγα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας και της Β΄ Διεθνούς, από κοινού με τον Έντουαρντ Μπερνστάιν:

«Το “Εργατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα” βρίσκεται, κατά την περίοδο αυτή, κάτω από τη θεωρητική επιβολή του Κάουτσκυ και του σιαμαίου αδελφού του Μπερνστάιν. Στο συνέδριο που συνήλθε στα 1891 στην Ερφούρτη, ψηφίστηκε το πρόγραμμα που είναι γνωστό με το όνομα της πόλης αυτής. Το “Πρόγραμμα της Ερφούρτης” είναι έργο του Κάουτσκυ, που αποτύπωσε σ’ αυτό το απάνθισμα του “καουτσκισμού” στο πολιτικό και οικονομικό πεδίο. Το πρόγραμμα παρουσιάζεται κάτω από μαρξιστική φρασεολογία. Στη διατύπωση των αρχών έχει μαρξιστική μορφή, αλλά στο πραχτικό του μέρος είναι ένα ρεφορμιστικό, δημοκρατικό πρόγραμμα. Σ’ αυτό το μίγμα, που δεν είναι ούτε ψάρι ούτε πουλί, αλλά και τα δυο μαζί, ο Κάουτσκυ συνόψισε τη μεγαλύτερη ιδεολογική θολούρα και σύγχυση, που στάθηκε ολέθρια στην κατοπινή εξέλιξη του γερμανικού κινήματος».

Η άποψη αυτή είναι πολλαπλώς ατεκμηρίωτη. Ο Κάουτσκυ, μέχρι την έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, υπήρξε ο θεωρητικός και πολιτικός εκπρόσωπος των λεγόμενων «ορθόδοξων μαρξιστών» του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας, ανέλαβε το κύριο βάρος της διαμάχης με τον Μπερνστάιν και τους «αναθεωρητές» και ενέπνεε πολιτικά και θεωρητικά την κυρίαρχη τάση των Ρώσων μπολσεβίκων.17 Άλλωστε, για το Πρόγραμμα που ψηφίστηκε στο Συνέδριο της Ερφούρτης (1891), το οποίο ο Ζιούτος χαρακτηρίζει ρεφορμιστικό, ο Φρήντριχ Ένγκελς έγραφε σε επιστολή του προς τον Ζόργκε (Friedrich Adolf Sorge):

«Ο Λήμπκνεχτ είχε το δύσκολο ρόλο να προτείνει [αντί του Προγράμματος του Προεδρείου του Συνεδρίου, Γ.Μ.] το σχέδιο Προγράμματος του Κάουτσκυ, που υποστηρίξαμε ο Μπέμπελ κι εγώ, και το οποίο έγινε δεκτό ως βάση του θεωρητικού τμήματος του νέου Προγράμματος. Έχουμε την ικανοποίηση ότι η μαρξική κριτική επικράτησε πλήρως» (Επιστολή του Ένγκελς στον Ζόργκε στο Hoboken, 24.10.1891, σε Marx-Engels-Werke [MEW], τ. 38, σ. 183).

Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Ζιούτος θυσιάζει στο σημείο αυτό τη θεωρητική του ανάλυση στην πολιτική σκοπιμότητα του να μην έρθει σε φανερή ρήξη με την επίσημη σοβιετική ιστοριογραφία της εποχής. Το στοιχείο αυτό αποτελεί ακόμα μία ένδειξη για την πολιτική στοχοθεσία του ανά χείρας δοκιμίου, στη συγκυρία στην οποία γράφηκε: Αναφέροντας το επαναστατικό παρελθόν του Κάουτσκυ, ο Ζιούτος θα μπορούσε να γίνει εύκολος στόχος ως «καουτσκιστής» από μια πολιτική ηγεσία που, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του ίδιου του Ζιούτου, «σπρώχνει το κόμμα προς οποιουσδήποτε συμβιβασμούς, αρκεί να εξασφαλίζεται η “νόμιμη ύπαρξή του”».18

Συμπερασματικά, ο τρόπος με τον οποίο ο Ζιούτος αξιολογεί τον Κάουτσκυ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του ότι, μέσω του ανά χείρας ιστορικού-θεωρητικού δοκιμίου, επιχειρεί και μια πολιτική παρέμβαση στο εσωτερικό της Αριστεράς.


4. Οι «σιωπές» του κειμένου

Όπως ήδη σημειώσαμε στην πρώτη ενότητα του παρόντος εισαγωγικού σημειώματος, το κείμενο του Ζιούτου δεν παρεμβαίνει μόνο μέσα απ’ όσα διατυπώνονται στις γραμμές του, αλλά και μέσα από εκείνα για τα οποία επιλέγει να σιωπήσει.

Η πιο ηχηρή σιωπή του κειμένου είναι η μη αναφορά στο εργατικό, σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό κίνημα της Ρωσίας. Πραγματικά, μου φαίνεται αδιανόητο πώς σε ένα δοκίμιο που έχει ως αντικείμενο το διεθνές εργατικό κίνημα στον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα (ουσιαστικά το εργατικό και αριστερό κίνημα ήδη πριν από τις απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης και μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) επιλέγονται ως χώρες για τη μελέτη του ζητήματος η Αγγλία, η Γαλλία και η Γερμανία ενώ απουσιάζει πλήρως η Ρωσία.

Αυτό όχι μόνο διότι κατά την περίοδο αυτή στη Ρωσία έλαβε χώρα η επανάσταση του 1905 που ανέδειξε τα σοβιέτ ως οργανωτική μορφή της εργατικής εξουσίας ή διότι διαμορφώθηκε το κόμμα που καθοδήγησε την πρώτη νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση στην ιστορία. Ένας επιπλέον λόγος για να θεωρηθεί η Ρωσία ως η σημαντικότερη μαζί με τη Γερμανία χώρα αναφορικά με την ανάπτυξη του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος είναι το γεγονός ότι εκεί, ήδη από τη δεκαετία του 1860, διαμορφώθηκε ένα ιδιόμορφο μεν αλλά ιδιαίτερα ισχυρό ρεύμα μαρξιστών, οι λεγόμενοι «Ναρόντνικοι» (από το όνομα της αντίστοιχης οργάνωσης και εφημερίδας, «Ναρόντναγια Βόλια»), οι ηγέτες του οποίου βρίσκονταν σε άμεσο διάλογο με τους ίδιους τους Μαρξ και Ένγκελς.19 Αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της μαρξιστικής θεωρίας, οι Ναρόντνικοι ήρθαν σε έντονη θεωρητική σύγκρουση με τον Λένιν και άλλους μαρξιστές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Ρωσίας, αλλά και τους λεγόμενους «νόμιμους μαρξιστές» (κυρίως Ρώσους πανεπιστημιακούς καθηγητές) κατά την περίοδο 1893-1900 και καταγράφηκαν από την επίσημη σοβιετική ιστοριογραφία ως «λαϊκιστές».20

Στις δεδομένες συνθήκες της άνοιξης του 1946, λοιπόν, ο Ζιούτος, αποσιωπώντας την εξέλιξη του εργατικού και αριστερού κινήματος στη Ρωσία, αφ’ ενός αρνείται να επαναλάβει την επίσημη σοβιετική εκδοχή για τα γεγονότα και τα πρόσωπα της Επανάστασης (π.χ. ρόλος του Τρότσκι και των άλλων θυμάτων των σταλινικών εκκαθαρίσεων), αφ’ ετέρου αρνείται να αποσιωπήσει την πρώιμη σε σχέση με τις άλλες χώρες αλλά ταυτόχρονα ιδιαίτερα εκτεταμένη ανάπτυξη μιας μαρξιστικής Αριστεράς στη Ρωσία.21

Η δεύτερη διατύπωση θέσης διά της «σιωπής» που επιλέγει ο Ζιούτος αφορά την αποτίμηση της ιστοριογραφίας του (συνδικαλιστικού και πολιτικού) εργατικού κινήματος στην Ελλάδα. Σε μια εποχή στην οποία είχαν ήδη κυκλοφορήσει το θεωρούμενο, μέχρι και σήμερα, «κλασικό» έργο του Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος (1930), αλλά και η μελέτη του Αβραάμ Μπεναρόγια, Ο σοσιαλιστικός οργασμός μιας εικοσαετίας (1930: με μικρές αλλαγές επανεκδόθηκε το 1975 με τίτλο Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου),22 ο Ζιούτος δηλώνει:

«Σε άλλες χώρες, οι επιστημονικές αυτές μελέτες και έρευνες [για το εργατικό κίνημα, Γ.Μ.] έχουν πολύ προχωρήσει. Στην Ελλάδα δεν έχουν ακόμα αρχίσει».

Στο ίδιο ζήτημα επανέρχεται στον Πρόλογο που έγραψε το 1959, όπου σημειώνει:

«Οι γενικές συνθήκες της χώρας μας δεν έχουν επιτρέψει την ανάπτυξη των σπουδών για το κοινωνικό γενικά κίνημα στην Ελλάδα − και ιδιαίτερα για το εργατικό κίνημα (συνδικαλιστικό και πολιτικό). […] Ύστερα από μισόν περίπου αιώνα οργάνωσης, σε εθνική κλίμακα, της εργατικής τάξης, δεν είμαστε σε θέση να σχηματίσουμε μια κάπως σαφή ιδέα για τους αγώνες της και για τις θυσίες της, για τις επιδιώξεις και τις πραγματοποιήσεις στα πενήντα αυτά δραματικά χρόνια της εθνικής μας ιστορίας».

Τέλος, αξίζει να επισημάνουμε τον μάλλον «συγκρατημένο» τρόπο με τον οποίο ο Ζιούτος παρουσιάζει την Κομμούνα του Παρισιού: ενώ αναφέρεται στις θέσεις που πρόβαλε η Διεθνής για τη σημασία της Κομμούνας ως «πρόπλασμα του προλεταριακού κράτους», δεν τονίζει, όπως ίσως θα ανέμενε κανείς, τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο που κατέλαβε στη σκέψη των κλασικών του μαρξισμού. Παραδείγματος χάριν, ο Ένγκελς, στον Πρόλογο που έγραψε το 1890 στον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία του Μαρξ, σημείωνε: «Κοιτάξτε την Κομμούνα του Παρισιού. Αυτό είναι η δικτατορία του προλεταριάτου!»,23 ενώ ο Λένιν, στο Κράτος και Επανάσταση, βάσισε ολόκληρη την ανάλυσή του για την ανάγκη συντριβής του αστικού κράτους και οικοδόμησης μιας ριζικά διαφορετικής μορφής εργατικής εξουσίας, που θα κατατείνει στο «μαρασμό του κράτους», στο παράδειγμα της Κομμούνας:

«Η Κομμούνα είναι η “ανακαλυφθείσα επιτέλους” από την προλεταριακή επανάσταση μορφή, με την οποία μπορεί να συντελεστεί η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας. Η Κομμούνα είναι η πρώτη απόπειρα της προλεταριακής επανάστασης να συντρίψει την αστική κρατική μηχανή και η “ανακαλυφθείσα επιτέλους” πολιτική μορφή, με την οποία μπορεί και πρέπει ν’ αντικατασταθεί αυτό που συντρίφτηκε. Θα δούμε στην παρακάτω έκθεσή μας ότι οι ρωσικές επαναστάσεις του 1905 και 1917, μέσα σε διαφορετική κατάσταση και κάτω από διαφορετικές συνθήκες, συνεχίζουν το έργο της Κομμούνας και επιβεβαιώνουν τη μεγαλοφυή ιστορική ανάλυση του Μαρξ».24

Στο κείμενο του Ζιούτου δεν υπάρχουν ενδείξεις που να μας επιτρέπουν να ερμηνεύσουμε αυτή τη μάλλον «συγκρατημένη» στάση του απέναντι στην Κομμούνα. Θα περιοριστούμε έτσι στο να σημειώσουμε ότι τις περισσότερες φορές που εμφανίζονται επιφυλάξεις απέναντι στην Κομμούνα εκ μέρους μαρξιστών συγγραφέων, αυτές σχετίζονται με το γεγονός ότι οι πολιτικές δυνάμεις που «καθοδήγησαν» την παρισινή εξέγερση του 1871 προέρχονταν από τα μη μαρξιστικά ρεύματα του σοσιαλισμού.25 Δεν υπαινισσόμαστε ότι αυτό ισχύει οπωσδήποτε και στην περίπτωση του Ζιούτου. Με δεδομένο όχι μόνο τον θεωρητικό χαρακτήρα του δοκιμίου του, αλλά και την πολιτική παρέμβαση στη συγκυρία που επιχειρείται με τη δημοσίευσή του, οι λόγοι για τη «συγκρατημένη» στάση απέναντι στην Κομμούνα δεν είναι προφανείς.


5. «Πάλη γραμμών» στο εσωτερικό του ΚΚΕ;

Το ανά χείρας δοκίμιο του Γ.Δ. Ζιούτου γράφηκε σε μια εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή για το αριστερό κίνημα στην Ελλάδα (Μάρτιος 1946). Η εαμική «νικηφόρα επανάσταση», κατά την έκφραση του πρώτου γραμματέα του ΕΑΜ Θανάση Χατζή, έχει παραδώσει τα όπλα μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945), καθώς η ηγεσία του ΚΚΕ έχει επιλέξει τη γραμμή της νόμιμης ύπαρξης, δηλαδή της ενσωμάτωσης στη μετεμφυλιακή αστική κοινοβουλευτική τάξη, χωρίς αμφισβήτηση του κοινωνικού καθεστώτος. Το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΚΕ υποστήριζε, έτσι, στις 1.6.1945:

«Η ανώτατη και πιο επιτακτική ανάγκη της χώρας είναι σήμερα: Ησυχία - Ενότητα - Ομόνοια - Δουλιά - Ανόρθωση. Όποιος διασπά σήμερα την εσωτερική μας ενότητα και δεν αφήνει τον τόπο να ησυχάσει […] είναι ο μοναδικός εχθρός του λαού και της Ελλάδας. Ο εχθρός αυτός είναι η χρηματιστική ολιγαρχία, ο μαυραγοριτισμός, οι λίγοι, οι ελάχιστοι μεγαλοκαρχαρίες του τόπου, που έχουν κάθε συμφέρον να υπονομεύουν τη χώρα και να διασπούν την ενότητά της» (Το ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, τ. 6, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή 1987, σ. 702).

Η συνέχιση, όμως, της κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας εναντίον του εαμικού πολιτικού χώρου και ιδιαίτερα των κομμουνιστών, κυρίως στην επαρχία, οδήγησε την ηγεσία του ΚΚΕ στην απόφαση να μη συμμετάσχει στις εκλογές του Μαρτίου του 1946, χωρίς παράλληλα να εγκαταλείψει τη γραμμή της νόμιμης ύπαρξης (και της αποδοχής της αστικής-κοινοβουλευτικής τάξης πραγμάτων).26

Η γραμμή της ενσωμάτωσης στην αστική-κοινοβουλευτική τάξη αποτυπώθηκε με ιδιαίτερα γλαφυρό όσο και απόλυτο τρόπο στα κείμενα και τις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου του ΚΚΕ τον Οκτώβριο του 1945. Στην Πολιτική Απόφαση του 7ου Συνεδρίου του ΚΚΕ ως στρατηγικός στόχος τίθεται βέβαια η μετάβαση από τη λαϊκή δημοκρατία στο σοσιαλισμό.27 Εντούτοις, ο «στόχος» αυτός απωθείται σε ένα χρονικά απροσδιόριστο απώτατο μέλλον, καθώς η «λαϊκή δημοκρατία» ταυτίζεται με το ίδιο το αστικό καθεστώς, μέσα από μια κενόλογη απολογητική φλυαρία περί «αστικοτσιφλικάδικης» και «εξαρτημένης» Ελλάδας, στην οποία «εκκρεμεί», υποτίθεται, ο αστικοδημοκρατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας. Στην ομιλία του γραμματέα του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη στο 7ο Συνέδριο, στις 5.10.1945, σχετικά με το πρόγραμμα του Κόμματος, διαβάζουμε:

«Η 6η Ολομέλεια (Γενάρης 1934) καθόρισε τον αστικοδημοκρατικό, στο πρώτο, αρχικό στάδιο, χαρακτήρα της μεταβολής αυτής. Η λαϊκή δημοκρατία στις σημερινές συνθήκες εκφράζει ακριβώς αυτή τη μεταβολή, […] πραγματοποιεί τον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό σαν απαραίτητο πρώτο στάδιο για το πέρασμα στη σοσιαλιστική μεταβολή. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει, κατ’ αρχήν, βασική διαφορά ανάμεσα στον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό […] και στη λαϊκή δημοκρατία […] που η αστική τάξη δεν τον έκανε διότι πρόδωσε την αποστολή της, βρίσκοντας καλύτερο συμφέρο στη συνεργασία και συμμαχία με τους τσιφλικάδες και το ξένο κεφάλαιο» (Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, τεύχος Ε, Αθήνα 1945, Εκδόσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, «Ντοκουμέντα του Ελληνικού Προοδευτικού Κινήματος» 4, σ. 18, οι υπογρ. δικές μου, Γ.Μ.).

Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι ακόμα και την εποχή αυτή, δηλαδή μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, οι σοσιαλιστικές κινήσεις και τα κόμματα που είχαν λάβει μέρος στο ΕΑΜ εξακολουθούσαν να υποστηρίζουν την προοπτική σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Στις 5 Απριλίου 1945 υπογράφτηκε Πρακτικό Ενοποίησης της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας και του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος και σχηματίσθηκε Προσωρινή Κεντρική Επιτροπή από τους Αλέξανδρο Σβώλο,28 Ηλία Τσιριμώκο, Δημήτρη Στρατή, Νίκο Ασκούτση, Ιωάννη Πασαλίδη και Σ. Δημόπουλο. Στη Διακήρυξη που δόθηκε στη δημοσιότητα αναφέρεται:

«Η ηγετική αποστολή της αστικής τάξης κατέπεσε και η καθεστωτική κρίση της κεφαλαιοκρατίας μαστίζει τον κόσμο δεκαετίες τώρα […] Η ηγετική αποστολή στη νέα […] κοινωνία ανήκει στο σοσιαλισμό […] Το Κόμμα μας, έχοντας για βασικό σκοπό την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας, θεωρεί σαν πρώτο, αναγκαίο σταθμό τη Λαϊκή Δημοκρατία» (ΕΛΔ-Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ελλάδας, Διακήρυξη, Αθήνα, Απρίλιος 1945, σσ. 1-2).

Αναφορικά με το περιεχόμενο της Λαϊκής Δημοκρατίας, στη Διακήρυξη διευκρινίζεται:

«Η Λαϊκή Δημοκρατία θα ανεβάσει στην εξουσία αυτές τις λαϊκές δυνάμεις της εργασίας και της δημιουργίας και θα πραγματοποιήσει μια πρώτη μορφή, ένα πρώτο στάδιο σοσιαλιστικής εφαρμογής […] Πολιτική έκφραση της αντικαπιταλιστικής ενότητας του εργαζόμενου λαού […] αποτελεί το Κόμμα μας […] Στη Λαϊκή Δημοκρατία θα συνυπάρξουν και θα αλληλοβοηθούν δύο τομείς της οικονομίας. Ένας τομέας σοσιαλιστικής οικονομίας που θα σχηματισθεί με την κοινωνικοποίηση των μεγάλων μοχλών κι μέσων παραγωγής και ένας άλλος της μικρής ατομικής ιδιοκτησίας και των μικρών επιχειρήσεων […] Έτσι η Λαϊκή Δημοκρατία δεν αποτελεί μεταρρύθμιση μες στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας, αλλά τον πρώτο σταθμό για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας» (ΕΛΔ-Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ελλάδας, Διακήρυξη, Αθήνα, Απρίλιος 1945, σσ. 3, 5, οι υπογρ. δικές μου, Γ.Μ.).29

Η διαφορά με τις απολογητικές διακηρύξεις της ηγεσίας του ΚΚΕ κατά την ίδια περίοδο είναι εξόφθαλμη.

Το ερώτημα που τίθεται στο σημείο αυτό είναι βέβαια το ακόλουθο: Σε ποιο βαθμό έπειθε, στη δεδομένη συγκυρία, η απολογητική γραμμή της ηγεσίας του ΚΚΕ τα μέλη και τα στελέχη του κόμματος; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ξεπερνάει προφανώς τα όρια του παρόντος προλογικού σημειώματος. Έχω εντούτοις την πεποίθηση ότι αντιδράσεις στην επίσημη κομματική γραμμή και υπήρξαν, και εκδηλώθηκαν, όπως θα δείξω στη συνέχεια. Στο πλαίσιο αυτό, το ανά χείρας δοκίμιο, με τον τρόπο που οικοδομεί τις θέσεις του, αποτελεί μια έμμεση, πλην όμως σαφή κριτική σε αυτή την πολιτική στρατηγική της ηγεσίας του ΚΚΕ, δηλαδή στην απομάκρυνσή της από το στόχο κατάληψης της εξουσίας ή έστω αμφισβήτησης της καπιταλιστικής κοινωνικής και πολιτικής κυριαρχίας.30

Πέρα απ’ όσα εκτέθηκαν στις προηγούμενες ενότητες του παρόντος σημειώματος, είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ζωιτόπουλος αποφασίζει στο τελευταίο κεφάλαιο του δοκιμίου του να παρουσιάσει τις αποφάσεις του 9ου Συνεδρίου της Β΄ Διεθνούς (1912), που αναφέρονται στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και απέχουν παρασάγγας από τις απολογητικές φλυαρίες του ΚΚΕ περί «αστικοτσιφλικάδικης» Ελλάδας και εκκρεμούντος «αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού». Ο Ζιούτος παραθέτει αρχικά ένα απόσπασμα από τις αποφάσεις του Συνεδρίου:

«Το συνέδριο συνιστά σ’ αυτούς [στους σοσιαλιστές των Βαλκανίων, Γ.Μ.] να επιμείνουν στην αξιοθαύμαστη στάση τους. Πιστεύει πως η σοσιαλιστική δημοκρατία των Βαλκανίων θα χρησιμοποιήσει, μετά τον πόλεμο, το παν για να αποτρέψει ώστε τ’ αποτελέσματα, που επιτεύχθηκαν με τόσο τρομακτικές θυσίες, να τα σφετεριστούν οι δυναστείες, ο μιλιταρισμός και η άπληστη για εξάπλωση βαλκανική κεφαλαιοκρατία. Το συνέδριο ζητεί ιδιαίτερα από τους σοσιαλιστές των Βαλκανίων ν’ αντιταχθούν εντονότατα όχι μόνο ενάντια στο ξαναζωντάνεμα της εχθρότητας μεταξύ Σερβίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας και Ελλάδας, αλλά και ενάντια σε κάθε καταπίεση των βαλκανικών λαών, που βρίσκονται τη στιγμή αυτή στο άλλο στρατόπεδο, δηλ. των τούρκων και των αλβανών».

Κατόπιν συμπυκνώνει ο ίδιος επιδοκιμαστικά τις υπόλοιπες αποφάσεις του Συνεδρίου:

«Η απόφαση τονίζει κατόπιν το αίτημα της αυτονομίας της Αλβανίας και της Σερβίας, όπως και όλων των υποτελών λαών. Στρέφεται κατά του τσαρισμού, απευθύνεται στους εργάτες της Γαλλίας, της Αγγλίας και Γερμανίας, υποδεικνύοντας πως σ’ αυτούς πέφτουν τα βαρύτερα καθήκοντα και καταλήγει υπενθυμίζοντας την ιστορική αποστολή του προλεταριάτου, που είναι ν’ αντικαταστήσει τον καπιταλιστικό κόσμο της εκμετάλλευσης και του σφαγιασμού των μαζών, με τον προλεταριακό κόσμο της ειρήνης και της ένωσης όλων των λαών».

Οι θέσεις που υποστηρίζει ο Ζιούτος, ως συμπεράσματα από την ιστορία της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, βρίσκονται στον αντίποδα της γραμμής του συμβιβασμού με τον αστισμό, που ακολούθησε η ηγεσία του ΚΚΕ, τουλάχιστον από το Συνέδριο του Λιβάνου (Μάιος 1944) και μετά. Με την έννοια αυτή, μέσω της θεωρίας, ο Ζιούτος συντάσσεται με όσους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αντιστάθηκαν, μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, στην επίσημη κομματική γραμμή.

Μια ιδιαίτερα ισχυρή ένδειξη για την ύπαρξη αντιστάσεων ή έστω δυσφορίας μεταξύ των στελεχών του ΚΚΕ, αναφορικά με την ακολουθούμενη από την ηγετική ομάδα του ΚΚΕ στρατηγική ενσωμάτωσης στην αστική πολιτική τάξη πραγμάτων, αλλά και για τη δυσκολία που υφίστατο να εκφραστούν ανοιχτά οι διαφωνίες προς τη γραμμή του κόμματος, αποτελεί άλλωστε η «υπόθεση Κώστα Καραγιώργη (Γυφτοδήμου)». Ο Καραγιώργης, ηγετική φυσιογνωμία του ΚΚΕ, του ΕΑΜ, της ΠΕΕΑ και του Δημοκρατικού Στρατού, υποβάλλει μετά τον εμφύλιο πόλεμο, στις 6.6.1950, «Υπόμνημα» προς την ΚΕ του ΚΚΕ, στο οποίο επισημαίνει ότι το Κόμμα βρισκόταν «από το 1941 και δω» σε μια «πολύ έκδηλη ιδεολογικο-πολιτική αποτελμάτωση», ζητά να ανοίξει συζήτηση στην οποία να συμμετάσχουν οι «χιλιάδες κομμουνιστές έστω και ασύνδετοι τώρα κομματικά» που ζουν στην Ελλάδα, όπως και οι «δεκάδες χιλιάδες κομμουνιστές στις φυλακές και την εξορία», με επίδικο αντικείμενο να αποτιμήσουν «την κομματική γραμμή της δεκαετίας».31 Η παρέμβαση αυτή του στοίχησε όχι μόνο την κομματική ιδιότητα αλλά και τη ζωή του.32

Την ύπαρξη αντιστάσεων φανερώνουν επίσης και οι αντιδράσεις προς τη Συμφωνία του Λιβάνου (Μάιος 1944). Χαρακτηριστική είναι η διακήρυξη της «Λαοκρατίας» (Θεσσαλονίκη, Ιούλιος 1944) με τίτλο «Η σκευωρία του Λιβάνου. Γλύξμπουργκ-Παπανδρέου αντιμέτωποι του έθνους», Ντοκουμέντα του Ελληνικού Προοδευτικού Κινήματος 12. Εκεί διαβάζουμε:

«Το έθνος ακυρώνει το Συμβόλαιο του Λιβάνου […] Το έθνος δεν έβαλε κάτω από αυτό την υπογραφή του. Το αν το υπέγραψαν οι αντιπρόσωποί μας το έκαναν παραβιάζοντας την εντολή που είχαν. Η ΠΕΕΑ, το ΕΑΜ, το ΚΚΕ δεν τους έχουν δώσει ΚΑΜΙΑ ΠΛΗΡΕΞΙΟΥΣΙΟΤΗΤΑ να υπογράψουν οιαδήποτε συμφωνία προτού την υποβάλουν υπό τη θεώρηση και την έγκριση της ΠΕΕΑ. Συνεπώς το Συμβόλαιο είναι ΑΚΥΡΟ. […] Κάτω το “Συμβόλαιο” του Λιβάνου – Συμβόλαιο διάλυσης του ΕΛΑΣ, διάλυσης των Εθνικών δυνάμεων κι’ εγκαθίδρυσης νέας Γλυξμπουργικής Τυραννίας. Ζήτω το Ψήφισμα του Εθνικού Συμβουλίου της 27/5/44, ο Χάρτης των ελευθεριών και δικαιωμάτων όλου του ελληνικού λαού» (σ. 19, 20).

Αν, πράγματι, στόχος του Γ.Δ. Ζιούτου ήταν να ενισχύσει όσους αντιστέκονταν στη στρατηγική ενσωμάτωσης του ΚΚΕ στην αστική πολιτική τάξη πραγμάτων, εντούτοις είναι επίσης σαφές ότι με το ανά χείρας δοκίμιο δεν κάνει μόνο πολιτική. Όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε στα προηγούμενα, καταθέτει ταυτόχρονα ένα σημαντικό δοκίμιο μαρξιστικής θεωρίας, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία για περαιτέρω θεωρητική έρευνα. Με την έννοια αυτή, ανήκει σε εκείνη την ολιγάριθμη καίτοι ιδιαίτερα σημαντική ομάδα μαρξιστών της γενιάς του (ενδεικτικά: Σεραφείμ Μάξιμος [1899-1962], Παντελής Πουλιόπουλος [1900-1943], Παναγής Λεκατσάς [1911-1970] …) που δεν συμβιβάστηκαν με την κυριαρχία του μηχανιστικού-οικονομιστικού σοβιετικού «μαρξισμού», αλλά έδωσαν τη μάχη και για τη μαρξιστική θεωρία.

«Οι κομμουνιστές, όταν είναι μαρξιστές, κι οι μαρξιστές όταν είναι κομμουνιστές δεν βοούν εν τη ερήμω. Ωστόσο, μπορεί να είναι σχετικά μόνοι τους», έγραφε ο Λουί Αλτουσέρ.33 Η διατύπωση αυτή μου φαίνεται ότι ταιριάζει απόλυτα (και) στην περίπτωση του Γιώργου Ζωιτόπουλου (Ζιούτου).


1 Το παρόν κείμενο αποτελεί την Εισαγωγή στο βιβλίο του Γ. Δ. Ζιούτου Το διεθνές εργατικό κίνημα στον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, το οποίο θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Στοχαστής. Ευχαριστούμε τις εκδόσεις Στοχαστής για την άδεια της παρούσας προδημοσίευσης.

2 Ευχαριστώ τους Δημήτρη Δημούλη, Κατερίνα Ζωιτοπούλου-Μαυροκεφαλίδου, Γιάννα Κατσιαμπούρα, Σπύρο Λαπατσιώρα και Δήμητρα Μαραγκουδάκη για τις παρατηρήσεις τους στην πρώτη εκδοχή αυτού του κειμένου.

3 Βιογραφικά στοιχεία του Γ. Ζωιτόπουλου, όπως και αναλύσεις για πλευρές του πολύπλευρου έργου του, αλλά και κείμενα του ίδιου περιέχονται στο Ζωιτοπούλου-Μαυροκεφαλίδου Κ. (επιμ.), 2000, Γιώργος Ζιούτος (1903-1967), Αθήνα: Παρασκήνιο και Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου. Βλ. επίσης Νούτσος Π., 1994, Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, τ. Δ, σ.523-25, Αθήνα: Γνώση, Νούτσος, Π., 2000, «Ο “λιποτάχτης βιβλιοπόντικας”», To Βήμα, 29.10., Καλφόπουλος Κ.Θ., «Η παρισινή εξορία του Γιώργου Ζιούτου», http://homepages.pathfinder.gr/epohi/kalfopoulos1.htm

4 Ο Ζιούτος, ασκώντας κριτική, από τις στήλες του Ρίζου της Δευτέρας, 27.2.1947, στο βιβλίο Ιστορία των σοσιαλιστικών θεωριών του Φορλαίντερ (εκδοτ. οίκος «Αστήρ», Αθήναι 1946), παρατηρεί ότι αντίθετα με την «ιδεοκρατική» προσέγγιση, ως ιστορία του σοσιαλισμού πρέπει να εννοείται «η ιστορία της πάλης των εργαζομένων τάξεων, με επί κεφαλής το προλεταριάτο, για τη μετατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας σε σοσιαλιστική, όπως και η ιστορία της ιδεολογίας που διαποτίζει και καθοδηγεί την πάλη αυτή».

5 Πουρνάρας Δ., 1945, Ιστορία του Διεθνούς Σοσιαλισμού, Αθήναι: «Κοινωνική Έρευνα», Επιθεώρησις του Σοσιαλισμού, τ. 1, σ. 10-11. Στο άρθρο του στον Ρίζο της Δευτέρας, που αναφέραμε στην προηγούμενη υποσημείωση, ο Ζιούτος επισημαίνει ότι το εν λόγω δίτομο έργο του Πουρνάρα αποτελεί «συμπίλημα» που «έχει κατασκευασθεί [με τη] μέθοδο της χοντρικής κλεψιτυπίας» από το βιβλίο Το Διεθνές Σοσιαλιστικό ΚίνημαEncyclopédie socialiste, syndicale, et coopérative de l'internationale ouvrière. Vol. VI. Le mouvement socialiste international του Jean Longuet (1876-1938), εγγονού του Μαρξ και γιου του Charles Longuet (1839-1903), στον οποίο αναφέρεται ο Ζιούτος στο κεφάλαιο 3 του παρόντος. Ο Charles Longuet υπήρξε αρχικά προυντονικός σοσιαλιστής, ηγετικό στέλεχος της Α΄ Διεθνούς και της Κομμούνας του Παρισιού το 1871. Μετά τη συντριβή της Κομμούνας κατέφυγε στο Λονδίνο, όπου το 1872 νυμφεύτηκε την κόρη του Μαρξ, Τζένη. Το 1874 εκλέχθηκε καθηγητής στην Οξφόρδη, αλλά όταν το 1880 δόθηκε αμνηστία στους ηγέτες της Κομμούνας επέστρεψε στο Παρίσι, όπου εντάχθηκε στους «ποσιμπιλιστές». Ο Jean Longuet υπήρξε ηγετικό στέλεχος αρχικά του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και αργότερα, από την ίδρυσή της το 1921, της «2,5 Διεθνούς» ή «Διεθνούς της Βιέννης»). (Παρίσι 1913) του Λονγκέ. (Πρόκειται προφανώς για το έργο

6 Η αντίληψη αυτή θεωρούσε ότι η δυναμική του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού πήγαζε κυρίως από την ενίσχυση του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», την οποία λίγο-πολύ παρουσίαζε ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας, ανάγοντας έτσι την πάλη των τάξεων σε «πάλη των δύο στρατοπέδων». Στη λογική αυτής της προβληματικής, από τη στιγμή που ο καπιταλισμός εισέρχεται στη «φάση της παρακμής» του, δηλαδή γίνεται ιμπεριαλισμός, αναδύεται ως βασικό χαρακτηριστικό των κυρίαρχων τάξεων ο «αντεθνικός» τους χαρακτήρας. Χαρακτηριστικά, σε μια «επίσημη» ανατολικογερμανική ιστορία της Γερμανίας για την περίοδο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διαβάζουμε: «Ενάντια στην αντεθνική πολιτική του γερμανικού ιμπεριαλισμού αναδύθηκε ως αποφασιστική κοινωνική δύναμη η γερμανική εργατική τάξη», Klein F., 1961, Deutschland 1897/98-1917, Berlin: Deutscher Verlag der Wissenschaften.

7 Ο Ριαζάνοφ (ψευδώνυμο του Νταβίντ Γκόλνενταχ, 1870-1938) υπήρξε ο οργανωτής και από την ίδρυσή του, το 1922, διευθυντής του Ινστιτούτου Μαρξ-Ένγκελς στη Μόσχα, το οποίο ανέλαβε την «ιστορική-κριτική Συνολική Έκδοση του έργου των Μαρξ και Ένγκελς» (Marx-Engels-Gesamtausgabe – MEGA). Έπεσε θύμα των σταλινικών εκκαθαρίσεων από το 1930 και τελικώς εκτελέστηκε το 1938. (Αναλυτικότερα βλ. Μηλιός Γ., 1998, «Τα έργα των Μαρξ και Ένγκελς και ο Νταβίντ Ριαζάνοφ», Θέσεις, τ. 62, Ιανουάριος-Μάρτιος, σ. 11-23, και www.theseis.com). O Ριαζάνοφ, εφαρμόζοντας τη μαρξιστική μέθοδο ανάλυσης στη μελέτη της ιστορίας του σοσιαλιστικού κινήματος και της εξέλιξης της θεωρίας του Μαρξ, ήταν ο πρώτος που εντόπισε τη θεωρητική τομή στο έργο του Μαρξ, την οποία αργότερα ο Λουί Αλτουσέρ όρισε ως επιστημολογική τομή: «Φτάνει να συγκρίνετε τα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς, που τα ’γραψαν μέχρι το 1845, με τα έργα του Χέρτσεν, του Μπιελίνσκι, του Ντομπρολιούμπωφ και του Τσερνιτσέφσκι, κι αμέσως θα διαπιστώσετε την ομοιότητα των ιδεών και των απόψεων, που είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο οι ρώσοι συγγραφείς μας πέρασαν από την ίδια εξέλιξη απ’ τον Χέγκελ στον Φόυερμπαχ. Και γνωρίζετε, ότι ούτε ο Τσερνιτσέφσκι, ούτε ο Ντομπρολιούμπωφ, κι ακόμα λιγότερο ο Χέρτσεν ήταν μαρξιστές ή κομμουνιστές, μόλο που ήταν σοσιαλιστές» (Ριαζάνωφ Ντ., χ.χ.έ. [1927], Ο Μαρξ και ο Ένγκελς όχι μόνο για αρχάριους, Αθήνα: γράμματα, σ. 55). Επίσης: «Επαναλαμβάνω ότι ο Μαρξ είχε διατυπώσει για πρώτη φορά τις βασικές του αντιλήψεις το 1845, με λιγότερο σαφή μορφή. Χρειάστηκαν δυο χρόνια σκληρής δουλειάς για να μπορέσει ο Μαρξ να γράψει την Αθλιότητα της Φιλοσοφίας» (όπ.π., σ. 76). Πολλές από τις μελέτες του Ριαζάνοφ, συμπεριλαμβανομένης και αυτής από την οποία προέρχονται τα προηγούμενα παραθέματα, μεταφράστηκαν και δημοσιεύθηκαν στα αγγλικά στο διάστημα 1927-1937 είτε ως αυτοτελείς μονογραφίες είτε ως άρθρα στο περιοδικό Labour Monthly.

8 Ο όρος βιομηχανική επανάσταση (révolution industrielle) χρησιμοποιήθηκε στην πραγματικότητα για πρώτη φορά το 1837 από τον Louis-Auguste Blanqui (βλ. 9ème Colloque Académique De Blois Histoire Thème General «Histoire Economie Société», Mercredi 4 avril 2001: «L’industrialisation en Europe aux XIXèmeème siècle» ou «La révolution industrielle en Europe», Conférence de M Alain Plessis, professeur émérite en histoire contemporaine de l’université de Nanterre, σε http://www.ac-orleans-tours.fr/hist-geo/conferences/blois-avril01/revolution-industrielle.htm). Ο Ένγκελς υιοθέτησε τον όρο το 1844 στην Κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, αλλά στη συνέχεια τον εγκατέλειψε για πολύ μεγάλο διάστημα (π.χ., ο όρος δεν αναφέρεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο των Μαρξ και Ένγκελς, που γράφηκε το 1848). Τον όρο εγκαθίδρυσε στη διεθνή βιβλιογραφία το έργο του Arnold Toynbee (1852-1883), το οποίο εκδόθηκε μετά το θάνατό του με τίτλο: Lectures on The Industrial Revolution of the Eighteenth Century in England, 1884, London: Longmans, Green and Co (πρόσφατη ανατύπωση: Whitefish, Montana: Kessinger Publishing, 2004). XX

9 «Η ιστορία της νεώτερης εποχής είναι ιστορία της ακμής και παρακμής του καπιταλισμού και ιστορία των αγώνων των λαϊκών μαζών, κάτω από την ηγεσία της εργατικής τάξης, για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Οι ιστορικοί παίρνουν για αφετηρία της εποχής αυτής τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και τη χωρίζουν σε τρεις περίοδες: η πρώτη αρχίζει με την Επανάσταση και φτάνει στο γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870, η δεύτερη εγκαινιάζεται με την Κομμούνα του Παρισιού (1871) και η Τρίτη αρχίζει με το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα».

10 Ο ίδιος ο Ζιούτος μοιάζει να συμμερίζεται τη θέση που μόλις διατύπωσα, όπως άμεσα φαίνεται από το δοκίμιό του Άνθιμος Γαζής (α΄ έκδοση «Νέα Βιβλία» 1946, β΄ έκδοση Ελληνικά Γράμματα 2000), αλλά και από το ότι ασχολήθηκε συστηματικά (ως μεταφραστής και αρθρογράφος) με τη σκέψη δύο θεωρητικών που αποτυπώνουν στο έργο τους την κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής κατά τον 18ο αιώνα, πριν από τη βιομηχανική επανάσταση: του Κεναί και του Μοντεσκιέ. Βλ. François Quesnay, Ιδρυτού του Φυσιοκρατικού Συστήματος, Οικονομικά Έργα, μετάφρασις και σημειώσεις Γ. Ζωιτοπούλου, εκδ. Παπαζήσης, Αθήναι 1940, Γ.Δ. Ζιούτου, «Ο “Οικονομικός Πίνακας” του Quesnay και η γέννηση της Πολιτικής Οικονομίας», Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, τ. 39, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1959, σ. 313-361, Μοντεσκιέ,, μετάφραση-επιλογή Γ. Δ. Ζιούτος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1993. Για τη σημασία της θεωρίας του προβιομηχανικού καπιταλισμού και τις σχετικές απόψεις του Λένιν, βλ. επίσης Γ. Μηλιός, «Ο Λένιν αντιμέτωπος με το ζήτημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης (1893-1899): Μια επίκαιρη μαρξιστική ανάλυση», Θέσεις, τ. 38, Ιανουάριος-Μάρτιος 1992, σ. 93-126, και www.theseis.com, όπως και «Για μια μαρξιστική θεωρία του προβιομηχανικού καπιταλισμού. Η συμβολή του Λένιν», σε Γ. Μηλιός, 1997, Τρόποι παραγωγής και μαρξιστική ανάλυση, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ. 209-253. Επιλογή από το έργο του

11 Το πόσο διαφορετική είναι η προβληματική του Γ.Δ. Ζιούτου για το εργατικό κίνημα από την κυρίαρχη αριστερή, θεωρούμενη μαρξιστική, ανάλυση της εποχής του γίνεται φανερό από το ακόλουθο απόσπασμα: «Όταν άρχισε η βιομηχανική ανάπτυξη, η αστική τάξη, έχοντας υπόψη το τι γινόταν στην Ευρώπη, από φόβο μη τυχόν και στην Ελλάδα αρχίσει η πάλη των τάξεων με τις εκδηλώσεις του ευρωπαϊκού προλεταριάτου, σκέφτηκε να πάρει τα μέτρα της, νουθετώντας τους έλληνες εργάτες να μείνουν πιστοί στα “πάτρια” και να μην αρχίσουν να διεκδικούν τα δικαιώματά τους», Γιάνη Κορδάτου (1972 [1930]), Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, Αθήνα: εκδ. Μπουκουμάνη (οι υπογρ. δικές μου, Γ.Μ.).

12 Το ποίημα, το οποίο περιέχεται σε μια επιστολή που έστειλε ο Λόρδος Βύρων στον Thomas Moore με ημερ. 14.12.1816, βρίσκεται στον διαδικτυακό τόπο: http://orion.it.luc.edu/~sjones1/byr1.htm

13 Με αυτό ως δεδομένο, μπορούμε να συγχωρήσουμε ότι στο τέλος του κεφαλαίου 1, αναφερόμενος στο έργο του Γκαίτε, Τα χρόνια της μαθητείας του Wilhelm Meister, μνημονεύει λανθασμένα το όνομα της ηρωίδας ως «Frau Suzanna» αντί του ορθού «Frau Susanne». Ας μας επιτραπεί, όμως, στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι ο Ζιούτος δίνει εδώ μια μάλλον μονομερή ερμηνεία στο συγκεκριμένο τμήμα του βιβλίου του Γκαίτε. Το απόσπασμα στο οποίο αναφέρεται είναι το ακόλουθο: «Was mich aber drückt ist doch eine Handelssorge, leider nicht für den Augenblick, nein! für alle Zukunft. Das überhandnehmende Maschinenwesen quält und ängstigt mich, es wälzt sich heran wie ein Gewitter, langsam, langsam; aber es hat seine Richtung genommen, es wird kommen und treffen» («Αλλά αυτό που με στεναχωρεί είναι πράγματι μια δυσκολία του εμπορίου, δυστυχώς όχι του παρόντος, όχι! αλλά του μέλλοντος. Ο κόσμος των μηχανών που κερδίζει έδαφος με βασανίζει και με φοβίζει, πλησιάζει σιγά σιγά σαν μια θύελλα· αλλά έχει πάρει την κατεύθυνσή του, θα έρθει και θα πετύχει το στόχο του») (Goethe, Johann Wolfgang: Wilhelm Meisters Wanderjahre oder die Entsagenden, επιμ. v. Erhard Bahr, Stuttgart: Reclam, 1982 [1795], σ. 463-64. Σχετικά με τη σημασία του τμήματος αυτού του βιβλίου του Γκαίτε και τις διαφορετικές ερμηνείες που του αποδόθηκαν, βλ. Christoph Kepplinger, «Zur Modernität in Wilhelm Meisters Wanderjahre», http://www.bewegungsbild.com/goethe.htm#Anmerkungen). Το βιβλίο του Γκαίτε, έχοντας κυκλοφορήσει το 1795, και παρά την αναμφισβήτητη διορατικότητά του αναφορικά με την επερχόμενη βιομηχανική επανάσταση, έθετε περισσότερο κάποια ζητήματα φιλοσοφικής και ηθικής υφής για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και τις μηχανές, παρά περιέγραφε την επισφάλεια και οικονομική εξαθλίωση που θα προκαλούσε στους εργάτες η πρώτη περίοδος της βιομηχανικής επανάστασης. Μιλώντας για τη βιομηχανική επανάσταση, ο E. J. Hobsbawm παρατηρεί ορθώς: «Εκ πρώτης όψεως η αφετηρία είναι ανεξιχνίαστη, διότι ο αντίκτυπος αυτής της επανάστασης δεν έγινε αισθητός με τρόπο εμφανή και αλάθητο […] πριν από το 1830, και πιθανόν όχι πριν από το 1840», και προσθέτει: «Μόνο η βρετανική οικονομία ήταν πραγματικά εκβιομηχανισμένη ως το 1848» (E.J. Hobsbawm, Η εποχή των επαναστάσεων 1789-1848, Αθήνα: ΜΙΕΤ 1992, σ. 46, 240).

14 Π.χ., όπως μαθαίνουμε από το ανά χείρας δοκίμιο, το 4ο Συνέδριο της Α΄ Διεθνούς (1896) αφ’ ενός «κάνει έκκληση στους εργαζόμενους όλων των χωρών και τους προσκαλεί να συνενωθούν σ’ ένα κόμμα ξεχωριστό από όλα τα αστικά κόμματα», αφ’ ετέρου «διαδηλώνει πως η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας είναι το κατ’ εξοχήν μέσο, που μ’ αυτό μπορούν οι εργαζόμενοι να επιτύχουν την απελευθέρωσή τους» (οι υπογρ. δικές μου, Γ.Μ.).

15 «Οι δύο αυτές τάσεις, η λασσαλική και η μαρξιστική, αποτέλεσαν την πρώτη ιδεολογική διαμάχη που έκανε τους γερμανούς εργάτες ν’ αυξήσουν το βαθμό της πολιτικής ωριμότητάς τους».

16 Γράφει χαρακτηριστικά ο Ζιούτος για δύο διαφορετικές ιστορικές εποχές: «Η εργατική τάξη βρίσκεται ακόμα [στις αρχές του 19ου αιώνα, Γ.Μ.] κάτω από την αστική ιδεολογική και πολιτική επιρροή. […] Είναι η εποχή του ουτοπιστικού σοσιαλισμού. Στο στερέωμα λάμπουν αστέρες πρώτου μεγέθους, όπως ο Όουεν, ο Σαιν-Σιμόν, ο Φουριέ, ο αναρχικός Προυντόν, ο αιώνιος συνωμότης Μπλανκί κλπ.». «Ύψιστο ιδανικό του θα είναι η μικροαστική αποκατάσταση του εργάτη, που κερδίζει αρκετά για να ζει με σχετική άνεση. Τίποτε πιο πέρα, τίποτε παραπάνω. Ο ρεφορμισμός, στην πιο φιλισταία, στην πιο χθαμαλή μορφή, εύρισκε στην Αγγλία της εποχής αυτής [στο τέλος του 19ου αιώνα, Γ.Μ.] το καλύτερο έδαφος για ν’ αναπτυχθεί και να καρποφορήσει».

17 Όταν το 1899 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Καρλ Κάουτσκυ Το αγροτικό ζήτημα (Die Agrarfrage, Dietz Verlag, Stuttgart 1899), ο Λένιν θα το ονομάσει «το πιο σημαντικό γεγονός στη νεότερη οικονομική φιλολογία − ύστερα από τον 3ο τόμο του Κεφαλαίου» (Λένιν Β. Ι., Άπαντα, τ. 4, σ. 89). Ο Στάλιν σε άρθρο του στο περιοδικό Achali Zchowreba (Νέα Ζωή), τεύχος 19, 13 Ιουλίου 1906, έγραφε: «Από παλιά, οι Γερμανοί οπορτουνιστές Μπερνστάιν και Φόλμαρ (Vollmar) ονομάζουν μπλανκιστές τους Κάουτσκυ και Μπέμπελ. Οι Γάλλοι οπορτουνιστές Μιλεράν (Millerand) και Ζωρές (Jaures) κατηγορούν για μπλανκισμό τον Γκεντ (Guesde) και τον Λαφάργκ (Lafargue). Εντούτοις, όλος ο κόσμος γνωρίζει ότι οι Μπερνστάιν, Μιλεράν, Ζωρές και άλλοι είναι οπορτουνιστές, ότι πρόδωσαν τον μαρξισμό, ενώ οι Κάουτσκυ, Μπέμπελ, Γκεντ, Λαφάργκ και άλλοι είναι επαναστάτες μαρξιστές», J.W. Stalin, «Marx und Engels über den Aufstand»: http://www.marxistische-bibliothek.de/stalinmarxundengels.html. Και ο Τρότσκι σημείωνε με αφορμή το θάνατο του Κάουτσκυ το 1938: «Εντούτοις υπήρχε μια εποχή όπου ο Κάουτσκυ ήταν, με την πραγματική έννοια της λέξης, ο δάσκαλος που καθοδηγούσε τη διεθνή προλεταριακή πρωτοπορία […] Οι προσπάθειες της σημερινής ιστοριογραφίας της Κομιντέρν να παρουσιάσει ότι ο Λένιν, σχεδόν από τη νεότητά του, θεωρούσε τον Κάουτσκυ οπορτουνιστή και του είχε κηρύξει τον πόλεμο είναι ριζικά εσφαλμένη. Σχεδόν μέχρι τον παγκόσμιο πόλεμο, ο Λένιν θεωρούσε τον Κάουτσκυ τον αυθεντικό συνεχιστή του σκοπού των Μαρξ και Ένγκελς» Leon Trotsky, Karl Kautsky, November 1938: http://www.marxists.org/archive/trotsky/1938/11/kautsky.htm

18 Αποκλείουμε την περίπτωση να πλανιόταν ο Ζιούτος αναφορικά με τον Κάουτσκυ. Όχι μόνον διότι ο ίδιος είχε ενταχθεί στο κομμουνιστικό κίνημα στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν ακόμα ήταν νωπές οι μνήμες της «αποστασίας» του Κάουτσκυ: Σύμφωνα με τη μαρτυρία της κόρης του, Κατερίνας Ζωιτοπούλου-Μαυροκεφαλίδου, ο Ζιούτος συνέγραψε ή επιμελήθηκε τα λήμματα Α-Δίκαιον στο Κοινωνιολογικόν και Πολιτικόν Λεξικόν, τόμος 1ος, που από το 1933 εξέδιδε σε τεύχη στην Αθήνα η εφημερίδα Ανεξάρτητος του Δ. Πουρνάρα, όπου και διαβάζουμε, στο λήμμα «Γερμανικόν εργατικόν κίνημα»: «Αι θεωρίαι του Μπερνστάιν συνεκλόνισαν πράγματι την Γερμανικήν Σοσιαλδημοκρατίαν και προεκάλεσαν ζωηράν αντεπίθεσιν των ορθοδόξων Μαρξιστών ηγουμένου του Καρλ Κάουτσκυ, ο οποίος και αντέκρουσεν επιτυχώς τας αιρετικάς απόψεις του θεωρητικού εκπροσώπου της δεξιάς» (σ. 750).

19 Για το ζήτημα αυτό βλ. Γ. Μηλιός, «Ο Λένιν αντιμέτωπος με το ζήτημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης (1893-1899): Μια επίκαιρη μαρξιστική ανάλυση»: «Παράρτημα: Οι Μαρξ-Ένγκελς και οι ναρόντνικοι», Θέσεις, τ. 38, Ιανουάριος-Μάρτιος 1992, σ. 122-124, και www.theseis.com

20 Αντίθετα, η Ρόζα Λούξεμπουργκ παρατηρούσε το 1912 σχετικά με τον χαρακτήρα της θεωρητικής διαμάχης ανάμεσα στους Ναρόντνικους από τη μια και τους Ρώσους σοσιαλδημοκράτες και «νόμιμους μαρξιστές» από την άλλη: «Τη φορά αυτή δεν πρόκειται πλέον για μια διαμάχη μεταξύ των μαντσεστεριανών [οπαδών του οικονομικού φιλελευθερισμού, Γ.Μ.] και του σοσιαλρεφορμισμού, αλλά μεταξύ δύο εκδοχών του σοσιαλισμού» (R. Luxemburg, Die Akkumulation des Kapitals, Frankfurt/M. 1970, σ. 206). Είναι χαρακτηριστικό ότι η έκδοση του 3ου τόμου του Κεφαλαίου στα ρωσικά, σε μετάφραση του ηγέτη των Ναρόντνικων Ν. Ντάνιελσον (Νικολάι-ον ή Ν-ον), έγινε το 1896, μόλις δύο χρόνια μετά την πρώτη γερμανική έκδοση του 1894.

21 Ο Ριαζάνοφ, ο οποίος επέλεξε να μην σιωπήσει, γράφει αναφορικά με το ζήτημα που εξετάζουμε εδώ: «Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς παρακολουθούσαν πολύ προσεκτικά το ρωσικό επαναστατικό κίνημα. Είχαν μάθει κι οι δυο τα ρωσικά […] Ο ίδιος ο Μαρξ, και μαζί μ’ αυτόν ο Ένγκελς, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1870, εκτιμούσαν το κίνημα της “Λαϊκής Ελευθερίας” (“Ναρόντναγια Βόλια”) […] Η “Λαϊκή Ελευθερία” με τη σειρά της εκτιμούσε τον Μαρξ σαν έναν από τους μεγαλύτερους δασκάλους του σοσιαλισμού και το διαδήλωνε δημόσια, απευθύνοντας ειδικά σ’ αυτόν μια έκκληση που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον» (Ριαζάνωφ Ντ., χ.χ.έ. [1927], Ο Μαρξ και ο Ένγκελς όχι μόνο για αρχάριους, Αθήνα: γράμματα, σ. 163).

22 Υπήρχε επίσης η εκτεταμένη ανάλυση για την ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος στο Πουρνάρας, Δ. 1945, Ιστορία του Διεθνούς Σοσιαλισμού, Αθήναι: «Κοινωνική Έρευνα», Επιθεώρησις του Σοσιαλισμού, τ. 2, σ. 215-279.

23 Frederick Engels, Introduction to The Civil War in France, σ. 19, καθώς και MEW, τ. 22, σ. 199.

24 http://www.marxists.org/ellinika/archive/lenin/works/1917/staterev/ch03.htm

25 Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη εκτίμηση του Τρότσκι: «Αν τον Σεπτέμβριο του 1870 είχε ιδρυθεί ένα συγκεντρωτικό κόμμα προλεταριακής δράσης στην ηγεσία του γαλλικού προλεταριάτου, ολόκληρη η ιστορία της Γαλλίας και μαζί της ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας θα είχε πάρει διαφορετική κατεύθυνση», Leon Trotsky, «Lessons of the Paris Commune», σε Leon Trotsky on the Paris Commune (New York: Pathfinder, 1987), σ. 53. Ενδεχομένως ο Ζιούτος να συμμεριζόταν παρόμοιες επιφυλάξεις απέναντι στην Κομμούνα, λόγω της μη ύπαρξης ενός «επαναστατικού εργατικού κόμματος». Δεν αποκλείεται, εντούτοις, απλώς να «προφύλασσε τα νώτα του» από μια ενδεχόμενη παρόμοια επίκριση.

26 Για το πώς η αντιφατική αυτή γραμμή και κυρίως η «πίεση από τα κάτω» λόγω της εντεινόμενης κρατικής τρομοκρατίας οδήγησε τελικά στην εμπλοκή του ΚΚΕ στον εμφύλιο πόλεμο, βλ. Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-1949, τ. 1, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2000, σ. 127 κ.ε.

27 «Από τα μέτρα, που ανοίγουν το δρόμο για το πέρασμα από τη λαϊκή Δημοκρατία στη σοσιαλιστική, είναι η εθνικοποίηση της πίστης, των μεγάλων μεταφορών, των βασικών βιομηχανιών που έχουν πρωταρχική εθνική σημασία» (ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, τ. 6, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή 1987, σ. 82).

28 Στη διάρκεια της Κατοχής ο Γ.Δ. Ζιούτος ήταν γραμματέας του προέδρου της ΠΕΕΑ Αλέξανδρου Σβώλου και μαζί συνέταξαν το Διάγγελμα της ΠΕΕΑ προς τον ελληνικό λαό (19.04.1944). Βλ. Ζωιτοπούλου-Μαυροκεφαλίδου Κ. (επ.), 2000, Γιώργος Ζιούτος (1903-1967), Αθήνα: Παρασκήνιο και Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου.

29 Ένα χρόνο πριν, το 1944, είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο του σοσιαλιστή καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Άγγελου Θ. Αγγελόπουλου, Ο Σοσιαλισμός, με υπότιτλο: Το τέλος του Κεφαλαιοκρατισμού. Τι είναι ο Σοσιαλισμός. Πώς λειτουργεί. Πώς θα πάμε. Εκεί διαβάζουμε: «Για να φτιάξουμε συνεπώς μια καινούργια κοινωνία που βγαίνει από τα “σπλάχνα του καπιταλισμού” πρέπει να προχωρήσουμε προσεκτικά […] Εκείνο που προέχει προ παντός είναι να φτιάξουμε στελέχη. Ο Στάλιν σ’ έναν από τους τελευταίους του λόγους […] ετόνιζε πως το νέο σύνθημα στη Ρωσία πρέπει να είναι ότι “τα στελέχη κρίνουν το παν” […] Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να περιμένουμε να φτιάξουμε τα στελέχη και κατόπι να προχωρήσουμε στην κοινωνικοποίηση. Η κοινωνικοποίηση […] θα είναι άμεση και ολοκληρωτική στις μεγάλες επιχειρήσεις, που έχουν ένα ντε φάκτο μονοπωλιακό χαρακτήρα. Στις άλλες, τις μεσαίες, εκεί πρέπει να προχωρήσουμε με περίσκεψη, με προσοχή» (σ. 222).

30 Τον Νοέμβριο του 1943 περιέγραφε στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση ως στρατηγική της εαμικής Αριστεράς «τη λαοκρατία με αντικειμενικό σκοπό το σοσιαλισμό και τη δημιουργία της αταξικής κοινωνίας» (σε Ζωιτοπούλου-Μαυροκεφαλίδου Κ. (επιμ.), 2000, Γιώργος Ζιούτος (1903-1967), Αθήνα: Παρασκήνιο και Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου, σ. 159). Τον Ιανουάριο του 1946, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, και λίγο πριν από τη συγγραφή του ανά χείρας κειμένου, ο Ζιούτος περιγράφει, από τις στήλες και πάλι της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης, ως στρατηγικό στόχο του λαϊκού αγώνα «την απολύτρωση, τη λευτεριά, τη δικαιοσύνη» (σε Ζωιτοπούλου-Μαυροκεφαλίδου Κ. (επιμ.), 2000, Γιώργος Ζιούτος (1903-1967), Αθήνα: Παρασκήνιο και Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου, σ. 164).

31 Όλα τα αποσπάσματα, καθώς και στοιχεία για τη ζωή και τη δράση του Κώστα Καραγιώργη (Γυφτοδήμου) αντλήθηκαν από το βιβλίο: Κώστας Καραγιώργης, 2002, Από τη Βάρκιζα στον Εμφύλιο, Αθήνα: εκδ. Προσκήνιο, σ. 45.

32 Ο Καραγιώργης διαγράφτηκε από το ΚΚΕ με απόφαση της ΚΕ στις 9.6.1950. Λίγες μέρες μετά συνελήφθη και «ακολούθησαν οι μακρές και βασανιστικές ανακρίσεις […] στα μπουντρούμια της ρουμανικής Σεκουριτάτε από Έλληνες κομματικούς ανακριτές» (Λευτέρης Μαυροειδής, σε Κώστας Καραγιώργης, 2002, Από τη Βάρκιζα στον Εμφύλιο, Αθήνα: εκδ. Προσκήνιο, σ. 346). Τελικώς δολοφονήθηκε τον Οκτώβριο του 1954. Μετά την καθαίρεση του Ζαχαριάδη, η νέα ηγεσία του ΚΚΕ υπό τον Κ. Κολιγιάννη εξακολούθησε να αποσιωπά τις συνθήκες κράτησης και θανάτου του Καραγιώργη. Στις 15.5.1958 συντάχθηκε «Πόρισμα για την υπόθεση Κώστα Καραγιώργη (Γυφτοδήμου)» από τους Μ. Βατουσιανό και Μ. Κωτούζα, με το οποίο προτεινόταν «να ακυρωθεί η απόφαση της Κ.Ε. του ΚΚΕ της 9.6.50 για την καθαίρεσή του από μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ και τη διαγραφή του» (όπ.π., σ. 80). Η σύζυγός του, Μαρία Καραγιώργη, έγραφε το 1977: «Από το 1962 μάταια αναζητώ στοιχεία για τη ζωή του Καραγιώργη στην εμιγκράτσια και για το θάνατό του. Η στερεότυπη απάντηση από τον τότε γραμματέα της Κ.Ε. του κόμματος, Κώστα Κολιγιάννη, ήταν πως δεν περισώθηκε τίποτα» (όπ.π., σ. 82). Τα στοιχεία και οι λεπτομέρειες της «υπόθεσης Καραγιώργη» έγιναν γνωστά όταν κατέρρευσαν τα ανατολικοευρωπαϊκά καθεστώτα και δόθηκαν στη δημοσιότητα τα σχετικά αρχεία.

33 Αλτουσέρ Λ., 1977, Απάντηση στον Τζων Λιούις, Θεμέλιο, Αθήνα, σ. 52.