ΠΟΙΟΣ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΗΝ 10η ΜΑΪΟΥ 1981; (ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΑΛΛΙΚΗ «ΑΛΛΑΓΗ»)
Μέρος Ι: Η δεκαετία του «Κοινού Προγράμματος»
του Χρήστου Βαλλιάνου


Εισαγωγή


Αν η φετινή 40ή επέτειος της εξέγερσης του Γαλλικού Μάη του 1968 γιορτάστηκε με αυτό τον εντυπωσιακό τρόπο, με τη διοργάνωση δεκάδων εκδηλώσεων, τηλεοπτικών και εκδοτικών αφιερωμάτων στην Ελλάδα αλλά και πολύ περισσότερων σ’ ολόκληρο τον κόσμο, ένας άλλος γαλλικός Μάης, αυτός του 1981, πέρασε για μια ακόμα χρονιά, στην αφάνεια και τη λήθη. Μιλάμε βέβαια για τη 10η Μαΐου 1981, ημέρα της (πρώτης) νίκης του Φ. Μιτεράν στις γαλλικές προεδρικές εκλογές, μιας νίκης που ουσιαστικά εγκαινίασε μια περίοδο διακυβερνήσεων της Γαλλίας με ισχυρή την παρουσία της Αριστεράς, είτε στο επίπεδο της Προεδρίας της Δημοκρατίας, είτε σ’ αυτό της σύνθεσης της κυβέρνησης, είτε και στα δύο ταυτόχρονα, και η οποία καλύπτει μια ολόκληρη εικοσαετία. Από το σύνολο αυτών των αλλεπάλληλων κυβερνητικών σχημάτων και «συγκατοικήσεων» αναμφίβολα το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρώτη τριετία διακυβέρνησης από το σύνολο των δυνάμεων της Αριστεράς (Σοσιαλιστικό Κόμμα, Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας, Ριζοσπάστες της Αριστεράς, κ.ά.), όχι γιατί η περίοδος αυτή είναι η μόνη στην οποία συμμετείχε το ΚΚΓ, νομιμοποιώντας έτσι απόλυτα τον χαρακτηρισμό «διακυβέρνηση της Αριστεράς» (το ΚΚΓ συμμετείχε και στην Κυβέρνηση Jospin, το διάστημα 1997-2002, επί προεδρίας Σιράκ) αλλά κυρίως γιατί η περίοδος αυτή είναι η μοναδική κατά την οποία τέθηκε ευθέως, σε επίπεδο διακηρύξεων αλλά και αρκετών θεσμικών πρωτοβουλιών, θέμα βαθιών κοινωνικών τομών, αναπροσανατολισμού του «αναπτυξιακού μοντέλου», ενίσχυσης της θέσης και του ρόλου των λαϊκών τάξεων, κλπ. Η σοβαρή αποτυχία της κεϋνσιανής πολιτικής της πρώτης αυτής τριετίας (αποτυχία που δεν περίμενε το τέλος της τριετίας, αλλά γινόταν αισθητή από τους πρώτους ήδη μήνες και υποχρέωνε σε διαδοχικές διορθωτικές ενέργειες – υποχωρήσεις από τους αρχικούς στόχους) είναι και ο βασικός λόγος της πλήρους εγκατάλειψής της και της παραίτησης από κάθε διάθεση εορτασμού ή όποιας άλλης αναφοράς στην επέτειο της 10ης Μαΐου. Ειδικά για το ΚΚΓ, ο Μάης του 1981 σηματοδοτεί το σημείο μη-επιστροφής μιας πορείας προς τον οριστικό μαρασμό και την ουσιαστική απόσυρση από τον πολιτικό χάρτη, μιας πορείας που είχε δρομολογηθεί πολύ νωρίτερα. Στο άρθρο αυτό θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε τις γενικότερες πολιτικές συνθήκες που κατά ένα μεγάλο βαθμό καθόρισαν την αποτυχία αυτού του εγχειρήματος.

1. Μια συνεργασία με «παρελθόν»

Είναι γνωστό ότι η συνεργασία Σοσιαλιστικού και Κομμουνιστικού Κόμματος στα πλαίσια της Κυβέρνησης του Πιερ Μορουά (Ιούνιος 1981 - Ιούλιος 1984) δεν βασίστηκε σε κάποιο εκ των προτέρων συμφωνημένο «κοινό πρόγραμμα». Και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς: Το μοναδικό «κοινό πρόγραμμα» που είχε συμφωνηθεί, αυτό του 1972, είχε περίπου μονομερώς καταγγελθεί από το ΚΚΓ ήδη από το 1977. Πιστεύω όμως ότι αξίζει να παρακολουθήσουμε από πιο κοντά το χρονικό της διαμόρφωσης αυτής της στρατηγικής, της εγκατάλειψής της, και της τελικής υιοθέτησης μιας μίνιμουμ εκδοχής της. Ας θυμηθούμε αρχικά ότι ο ίδιος ο Μιτεράν δεν ήταν για πρώτη φορά κοινός υποψήφιος της Αριστεράς το 1981. Για την ακρίβεια το ’81 ήταν η τρίτη του εμφάνιση ως υποψηφίου της Αριστεράς. Η πρώτη ήταν το 1965, όταν ο ίδιος ήταν επικεφαλής μιας μικρής ομάδας πολιτικών στελεχών του σοσιαλιστικού χώρου (CIR – Convention des Institutions Republicaines) και, εκμεταλλευόμενος τις μέχρι θανάτου αντιπαλότητες μεταξύ των δελφίνων της καταρρέουσας Σοσιαλιστικής Ένωσης (SFIO) κατόρθωσε, απέναντι στον Ντε Γκωλ να αποσπάσει την υποστήριξη τόσο του ΚΚΓ, όσο και της σοσιαλιστικής SFIO. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι, παρά το «βεβαρυμμένο» πολιτικό του παρελθόν (συνεργάτης της δωσιλογικής Κυβέρνησης του Βισύ τα πρώτα χρόνια του πολέμου, Υπουργός Δικαιοσύνης της «σοσιαλιστικής» Κυβέρνησης Γκυ Μολέ, που διεξήγαγε τον γνωστό βρώμικο πόλεμο κατά της αλγερινής επανάστασης, τον οποίο δια της παρουσίας του υποστήριξε μέχρι τέλους…), ο Μιτεράν απέσπασε την (έστω χλιαρή) υποστήριξη και άλλων αριστερών οργανώσεων, όπως του PSU, που είχαν οικοδομήσει την ταυτότητά τους γύρω από τις ιδέες της καταδίκης της αποικιοκρατικής πολιτικής της Γαλλίας, της απόρριψης του αυταρχικού σοβιετικού μοντέλου, της αυτοδιαχείρισης, κλπ. Από την άλλη, ο Μιτεράν δέχτηκε ευχαρίστως τη στήριξη και μιας μερίδας στρατηγών της άκρας Δεξιάς, μόνο και μόνο επειδή οι τελευταίοι αυτοί θεωρούσαν τον Ντε Γκωλ ένοχο εθνικής προδοσίας… Οι λόγοι αυτής της φαινομενικά παράδοξης ικανότητας ενός κάθε άλλο παρά ριζοσπάστη αστού πολιτικού να προσελκύει την υποστήριξη της ευρύτερης Αριστεράς πρέπει μάλλον να αναζητηθούν στο ότι, παίζοντας το χαρτί της σταθερής αντιπαράθεσης με τον ιδρυτή της Πέμπτης Δημοκρατίας, έστω και με στρεβλό τρόπο, εξέφραζε (τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή) την κοινωνική πόλωση που ήταν ήδη παρούσα, και που εκδηλώθηκε με το γνωστό τρόπο δυο χρόνια αργότερα. Ο Μιτεράν ήταν από τους ελάχιστους αστούς πολιτικούς που διέβλεψε αυτή την πόλωση και έσπευσε να την αξιοποιήσει πολιτικά: Η ίδια η SFIO είχε συναινέσει στη συνταγματική μεταρρύθμιση του Ντε Γκωλ το 1958, και σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο συνεργαζόταν κατά προτίμηση με τους υποψηφίους της Δεξιάς και του «Κέντρου», ενώ σε επίπεδο ιδεολογικής ταυτότητας, τασσόταν υπέρ της συγκρότησης ενός «τρίτου πόλου», σε αντιπαράθεση με τη δεξιά αλλά και το ΚΚΓ. Ο Μιτεράν, ο άνθρωπος του «όχι» στο δημοψήφισμα του Ντε Γκωλ, συγγραφέας του βιβλίου Le coup dEtat permanent (Το διαρκές πραξικόπημα) συμβολοποιεί τη γραμμή της μετωπικής ρήξης με τον γκωλισμό και σ’ αυτή τη βάση συσπειρώνει το σύνολο της Αριστεράς. Ο ίδιος ο Γ.Γ. του ΚΚΓ, Waldeck Rochet, του προσφέρει μια πολύτιμη (και για τη μετέπειτα καριέρα του) πολιτική στήριξη με τα εξής λόγια: «Όποιες και αν είναι οι παρατηρήσεις που θα μπορούσε να κάνει κανείς σχετικά με την προσωπικότητα του Μιτεράν, είναι αναμφισβήτητα ένας αποφασισμένος αντίπαλος του καθεστώτος της προσωπικής εξουσίας».1 Η αμφισβήτηση της υποστήριξης της υποψηφιότητας Μιτεράν από μια μεγάλη μερίδα της νεολαίας του ΚΚΓ ήταν μια από τις πολλές πολιτικές διαφωνίες που συγκλόνισαν τις οργανώσεις νεολαίας του ΚΚΓ και οδήγησαν σε εκτεταμένες διαγραφές και αποχωρήσεις κυρίως από το χώρο της σπουδάζουσας. Τρία χρόνια αργότερα, τα «πρώην» μέλη της νεολαίας του ΚΚΓ συγκροτούν ίσως την πολυπληθέστερη πολιτική οργάνωση του Γαλλικού Μάη. Η τεράστια κοινωνική δυναμική που ενεργοποίησε η κοινή υποψηφιότητα Μιτεράν και τα απρόσμενα θετικά για την Αριστερά αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών του 1965 (32,3% στον πρώτο γύρο και 45,5% στο δεύτερο γύρο, όταν πολλοί προεξοφλούσαν την επικράτηση του Ντε Γκωλ ακόμα και από τον πρώτο γύρο) σε συνδυασμό με τον καταποντισμό των πολιτικών «άσπονδων φίλων» του στις πρόωρες λόγω του θανάτου του Ντε Γκωλ, προεδρικές εκλογές του 1969, εδραιώνουν τη θέση του ως εν δυνάμει ηγέτη της αντιπολίτευσης αλλά κυρίως ενισχύουν αποφασιστικά τη γραμμή της ενότητας του συνόλου της Αριστεράς, χωρίς αποκλεισμούς και ψυχροπολεμικές αγκυλώσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη γραμμή αυτή της ενότητας της Αριστεράς μέσα στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς προωθούσε παράλληλα και το ΚΚΓ, θεωρώντας ότι αποτελεί τη μοναδική διέξοδο από την πολιτική απομόνωση ενός κόμματος που επηρέαζε σταθερά πάνω από το 20% του εκλογικού σώματος, με σημαντικούς δεσμούς με την οργανωμένη εργατική τάξη, αλλά και τους διανοούμενους. Θυμούμαστε χαρακτηριστικά τον γραμματέα της εργατικής συνομοσπονδίας CGT (και στέλεχος του ΚΚΓ) Σεγκύ να απολογείται για τη στάση του το Μάη του ’68 λέγοντας περίπου ότι το ΚΚΓ δεν μπορούσε στη διάρκεια της εξέγερσης να θέσει θέμα εξουσίας γιατί δεν υπήρχε έτοιμο κάποιο κοινό πρόγραμμα της Αριστεράς.

2. Η προλείανση του εδάφους: Το Συνέδριο του Επινέ


Ο δρόμος για το πολυπόθητο κοινό πρόγραμμα θα ανοίξει λίγο αργότερα, με το γνωστό συνέδριο του ΣΚ (μετονομασία της SFIO από το 1969) στο Επινέ (11-13 Ιουνίου 1971). Στο συνέδριο αυτό ανατρέπονται οι εσωκομματικοί συσχετισμοί υπέρ των υποστηρικτών της στρατηγικής συμμαχίας με την κομμουνιστική Αριστερά (πλειοψηφικό ρεύμα την εποχή εκείνη στο σύνολο της Αριστεράς). Μιλώντας από το βήμα του Συνεδρίου, μπροστά σ’ ένα ακροατήριο που διψούσε για «αριστερή στροφή», ο Μιτεράν αντιλαμβανόμενος ότι η μόνιμη πλέον συμμαχία με το ΚΚΓ απαιτεί ένα νέο συνολικά ιδεολογικό προσανατολισμό του νέου κόμματος, έδωσε το στίγμα της νέας πορείας:
«Μεταρρύθμιση ή επανάσταση; Σπεύδω να απαντήσω (…) ναι, επανάσταση. Ωστόσο, η απάντηση αυτή θα μπορούσε να αποτελεί ένα άλλοθι, αν δεν προσέθετα μια δεύτερη φράση: βίαιη ή ειρηνική, η επανάσταση συνιστά πρωτίστως μια ρήξη. Αυτός που δεν αποδέχεται τη ρήξη – η μέθοδος έπεται – αυτός που δεν συμφωνεί με τη ρήξη με την καθεστηκυία πολιτική τάξη πραγμάτων, (…) την καπιταλιστική κοινωνία, δεν μπορεί να είναι μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος».2
Η χωρίς περιστροφές και με επιθετικό τρόπο υποστήριξη του τρίπτυχου «ενότητα των σοσιαλιστών σε μια αριστερή - αντιδεξιά κατεύθυνση, υπέρβαση των όποιων ψυχροπολεμικών επιφυλάξεων σχετικά με τη συνεργασία με την κομμουνιστική Αριστερά, και ενότητα όλης της Αριστεράς, εκλογική συνεργασία και διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας στη βάση ενός κοινού προγράμματος» οδήγησε τον Μιτεράν (με τη στήριξη των ομάδων και των τάσεων που τοποθετούνταν στην αριστερή πτέρυγα του κόμματος) στη θέση του Πρώτου Γραμματέα του ΣΚ, ενώ μια μέρα πριν το συνέδριο δεν ήταν ούτε απλό μέλος του κόμματος. Ως πρώτη του επίσημη επίσκεψη μετά την εκλογή του στη θέση του Πρώτου Γραμματέα του ΣΚ ο Μιτεράν επιλέγει τη Χιλή του Αλλιέντε και της κυβέρνησης Λαϊκής Ενότητας. Στο Σαντιάγκο συναντάται με τον Κάστρο που βρίσκεται επίσης σε επίσκεψη στη Χιλή. Ο χιλιάνικος τύπος τον χαρακτηρίζει «Αλλιέντε της Γαλλίας». Ο ίδιος ο Μιτεράν εξηγεί το νόημα της επίσκεψής του δηλώνοντας :
«Σε μια βιομηχανικά αναπτυγμένη χώρα που επηρεάζεται από τη Δύση, όπως η Γαλλία, είναι απίθανο να αναπτυχθεί μια ανατρεπτική δράση χωρίς να κατασταλεί από τις δυνάμεις της μεγαλοαστικής τάξης. Αντιθέτως, το λαϊκό κίνημα μπορεί βάσιμα να την καταβάλει με το νόμιμο δρόμο: με την καθολική ψηφοφορία και τις πιέσεις των εργαζομένων στους κλάδους που βρίσκονται σε κρίση. Αρκεί να αποδείξουμε στους Γάλλους ότι αυτός ο δρόμος είναι εφικτός. Η απόδειξη; Μας την προσφέρει η Χιλή».3
Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, ο παλιός συνεργάτης της δωσιλογικής κυβέρνησης και πιστός υπουργός της κυβέρνησης Μολέ αναβαπτίζεται σε αυθεντικό οραματιστή της ενότητας της Αριστεράς, μιας Αριστεράς με ισχυρή παράδοση πολιτικών και κοινωνικών αγώνων. Και όλα αυτά, με τη συμβολή του ίδιου του ΚΚΓ, που δεν κρύβει τον ανεπιφύλακτο ενθουσιασμό του για τις εξελίξεις. Η ικανοποίηση μετατρέπεται σε ενθουσιασμό όταν τον Απρίλιο του 1972, στο δημοψήφισμα που οργάνωσε ο Πομπιντού σχετικά με την είσοδο του Ηνωμένου Βασίλειου στην ΕΟΚ, το ΣΚ, προκειμένου να μην καταγραφεί ως αποκλίνον με τον υποψήφιο σύμμαχό του, το ΚΚΓ, που αποφάσισε να καταψηφίσει την διεύρυνση, επιλέγει την αποχή. Η αμφισβήτηση του κοινού προγράμματος πριν καν αυτό υπάρξει αποσοβείται. Το ίδιο το δημοψήφισμα στρέφεται σε βάρος των εμπνευστών του, αφού το «ναι» συγκεντρώνει μόνο το 36% του συνόλου του εκλογικού σώματος.4 Στις συνθήκες της γενικής ευφορίας που δημιουργούσε η προοπτική μιας επί ίσοις όροις σύγκρουσης μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, υπογράφεται στις 27 Ιουνίου 1972 το Κοινό πρόγραμμα διακυβέρνησης μεταξύ ΣΚ και ΚΚΓ. Το κείμενο αυτό προσυπογράφεται με κάποιες διευκρινήσεις λίγο αργότερα, και από το μικρό κόμμα των Ριζοσπαστών της Αριστεράς (PRG). Παρ’ όλον ότι το ίδιο το κείμενο του προγράμματος, όπως θα δείξουμε στη συνέχεια, δεν είχε την ίδια σημασία για τους τρεις ετέρους, είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε. Ας το δούμε συνοπτικά.

3. Το Κοινό Πρόγραμμα: μια σύντομη επισκόπηση


Το ίδιο το κείμενο (Le Programme commun de gouvernement, 19725) – ένα σύνολο 150 σελίδων μικρού σχήματος – απαρτίζεται από τέσσερα μέρη. Στο πρώτο, με το γενικό τίτλο «Να ζήσουμε καλύτερα, να αλλάξουμε τη ζωή» παρουσιάζονται οι βασικές προτάσεις των κομμάτων της Αριστεράς σε σχέση με τους μισθούς, την απασχόληση, την υγεία, την κοινωνική ασφάλιση, την κατοικία, την παιδεία, την έρευνα, τον αθλητισμό, τον πολιτισμό, το γυναικείο ζήτημα, την οικογένεια, τη νεολαία. Όσον αφορά τους μισθούς, το πρόγραμμα υιοθετεί τα αιτήματα των συνδικάτων της Αριστεράς (CGT και CFDT) και δεσμεύεται σε μια σημαντική αύξηση των βασικών μισθών το επίπεδο των 1000 FF το μήνα (σε αγοραστική αξία Ιουνίου 1972), που ισοδυναμεί με μια αύξηση των βασικών μισθών της εποχής κατά 30-35%. Από κει και πέρα, το πρόγραμμα αναφέρεται στην ανάγκη γενναίων αυξήσεων των οικογενειακών επιδομάτων και των συντάξεων (για τις οποίες ορίζεται ότι πολύ γρήγορα θα φτάσουν στο 75 % των αποδοχών της καλύτερης δεκαετίας. Το δικαίωμα της σύνταξης κατεβαίνει για μεν τους άνδρες στα 60 χρόνια, για δε τις γυναίκες στα 55. Το δεύτερο μέρος, υπό το γενικό τίτλο «Εκδημοκρατισμός της οικονομίας, ανάπτυξη του δημόσιου τομέα, σχεδιασμός της προόδου» αναφέρεται κατά σειρά στα θεσμικά ζητήματα των δικαιωμάτων παρέμβασης των εργαζομένων στη λειτουργία της επιχείρησης, στη «δημοκρατική διαχείριση του δημόσιου και εθνικοποιημένου τομέα», στους υπό εθνικοποίηση ομίλους επιχειρήσεων, τη βιομηχανική, την αγροτική, τη δημοσιονομική και φορολογική πολιτική, την προστασία του εθνικού νομίσματος, κλπ. Όσον αφορά τις εθνικοποιήσεις, που αποτέλεσαν από την αρχή το σημείο τριβής μεταξύ των συμβαλλομένων, και οδήγησαν πέντε χρόνια αργότερα στη ρήξη της συνεργασίας, το πρόγραμμα στις τέσσερεις σελίδες που τους αφιερώνει προβλέπει την εθνικοποίηση του συνόλου του τραπεζικού και πιστωτικού τομέα της οικονομίας, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (εξαιρώντας αυτές των ασφαλιστικών ταμείων), όπως και των βιομηχανικών ομίλων που «κατέχουν μια στρατηγική θέση στους κρίσιμους τομείς της οικονομίας», είτε διότι προσφέρουν άμεσα δημόσιες υπηρεσίες, είτε διότι στηρίζονται στις μεγάλες δημόσιες προμήθειες, είτε διότι ελέγχουν κρίσιμους κλάδους για την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας. Το πρόγραμμα μάλιστα φροντίζει στο σημείο αυτό να προσδιορίσει τους στόχους που υπηρετεί η πολιτική των εθνικοποιήσεων:
«Προκειμένου να συντρίψει την κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου, και να εφαρμόσει μια νέα οικονομική και κοινωνική πολιτική, σε ρήξη με αυτή που εφαρμόζεται σήμερα, η [νέα] κυβέρνηση θα μεταφέρει προοδευτικά στη δημόσια ιδιοκτησία τα σημαντικότερα μέσα παραγωγής και τα χρηματοπιστωτικά εργαλεία που βρίσκονται σήμερα στα χέρια των κυρίαρχων καπιταλιστικών ομίλων».6 «Η μετάβαση των κυρίαρχων πόλων της παραγωγής από τον ιδιωτικό στο δημόσιο τομέα και η ίδρυση των δημοκρατικών δομών διαχείρισης που επιτρέπει αυτή η μετάβαση θα καθορίσουν τον ουσιαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και θα ανοίξουν το δρόμο στο σοσιαλισμό».7
Στη συνέχεια το πρόγραμμα απαριθμεί τους υπό εθνικοποίηση κλάδους και επιχειρήσεις (πέραν των τραπεζών και των πιστωτικών ιδρυμάτων). Πρόκειται για τους ομίλους Dassault (η μεγαλύτερη αεροναυπηγική γαλλική εταιρεία), Roussel-Uclaf (φαρμακευτική), Rhone-Poulenc (δραστηριότητες στο σύνολο σχεδόν της χημικής και φαρμακευτικής βιομηχανίας), ITT-France (σύνολο θυγατρικών της αμερικανικής ΙΤΤ με διαφοροποιημένες δραστηριότητες), Thomson-Brandt (η μεγαλύτερη γαλλική εταιρεία παραγωγής ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών), Honeywell-Bull (ηλεκτρονικοί υπολογιστές), Pechiney-Ugine Kuhlmann (παραγωγή αλουμινίου, χαλκού, ανοξείδωτου χάλυβα), Saint-Gobain Pont-a-Mousson (ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, από οικοδομικά υλικά μέχρι παραγωγή πυρηνικής ενέργειας), CGE (παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας). Παράλληλα, η Κυβέρνηση της Αριστεράς δεσμεύεται να προχωρήσει στη συμμετοχή του δημοσίου, που μπορεί να φτάσει μέχρι τον κατά πλειοψηφία έλεγχο του κλάδου της σιδηρουργίας, του πετρελαίου, των αερομεταφορών, της ναυσιπλοΐας, της ύδρευσης, της χρηματοδότησης των τηλεπικοινωνιών, της εκμετάλλευσης των αυτοκινητόδρομων. Οι εθνικοποιήσεις αυτές αντιπροσωπεύουν, όπως μας πληροφορεί καθησυχαστικά ο ΓΓ του ΚΚΓ, Ζ. Μαρσαί στον πρόλογο του Κοινού Προγράμματος, περί το 15% του ΑΕΠ και αφορούν λιγότερους από 500.000 μισθωτούς εργαζόμενους σ’ ένα σύνολο 15 εκατομμυρίων στο σύνολο της οικονομίας: «Θα εξακολουθήσει επομένως να υπάρχει ένας πολύ εκτεταμένος ιδιωτικός τομέας».8 Το τρίτο μέρος του προγράμματος, «Εκδημοκρατισμός των θεσμών, εγγυήσεις και ανάπτυξη των ελευθεριών» αναφέρεται στις ατομικές και συλλογικές ελευθερίες που δεσμεύεται να εγγυηθεί η Κυβέρνηση της Αριστεράς, στον εκδημοκρατισμό των θεσμών της Προεδρίας της Δημοκρατίας, του κοινοβουλίου, των βαθμίδων της τοπικής αυτοδιοίκησης, και της ενημέρωσης. Το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι ότι δεν προτείνονται παρά ελάχιστες μεταρρυθμίσεις του συνταγματικού πλαισίου, παρά τις έντονες (φραστικές πάντα) συγκρούσεις και καταγγελίες που είχαν διατυπωθεί κατά την εποχή της ψήφισής του. Θεωρείται δηλαδή ότι το ίδιο αυτό αυταρχικό συνταγματικό πλαίσιο μπορεί να αποκτήσει ένα δημοκρατικό περιεχόμενο εν πολλοίς με την εγγύηση που προσφέρει η παρουσία των δυνάμεων της Αριστεράς στην κορυφή του κρατικού μηχανισμού. Τέλος, το τέταρτο και σχετικά πιο σύντομο μέρος του Προγράμματος, «Συμβολή στην ειρήνη και ανάπτυξη της διεθνούς συνεργασίας» παρουσιάζει τις θέσεις για τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, τον αφοπλισμό και την εθνική άμυνα, και τις αρχές που θα διέπουν τη σχέση της Γαλλίας με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα ζητήματα της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Η βασική ιδέα εδώ είναι ότι η Γαλλία θα είναι υπέρ της ισότιμης και πολυμερούς συνεργασίας, της μη επέμβασης στα εσωτερικά των άλλων χωρών, και θα διεκδικήσει το σεβασμό αυτών των αρχών από μέρους των εταίρων της, υπονοώντας μ’ αυτή τη διατύπωση ότι υπάρχει θέμα εθνικής ανεξαρτησίας που πρέπει να κατοχυρωθεί. Ωστόσο, στο ζήτημα του αφοπλισμού, το πρόγραμμα παίρνει σαφή θέση υπέρ της άμεσης παύσης του προγράμματος πυρηνικού εξοπλισμού της Γαλλίας και του αναπροσανατολισμού της βιομηχανίας αυτής σε προγράμματα παραγωγής ενέργειας κλπ.

4. Να ανακάμψει η παραγωγή, για να ανακάμψει η κατανάλωση, και αντιστρόφως

Αυτό που έχει ωστόσο πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το ίδιο το κείμενο του Προγράμματος και που μπορεί σε μεγάλο βαθμό να ερμηνεύσει την άχρωμη παράθεση δεσμεύσεων για τη βελτίωση της θέσης περίπου των πάντων, όπως και των αντίστοιχων θέσεων για εκδημοκρατισμό επίσης των πάντων, είναι η πολιτική ανάλυση για την κοινωνία όπως και η στρατηγική των κομμάτων της Αριστεράς που στηρίζουν το κείμενο. Από αυτή την άποψη είναι και πάλι αποκαλυπτικός του Ζ. Μαρσαί: Στο μονότονα επαναλαμβανόμενο ερώτημα των δημοσιογράφων και των πολιτικών της Δεξιάς «πού θα βρείτε τους πόρους που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση μιας τέτοιας κοινωνικής πολιτικής;» η απάντηση του ΓΓ είναι αφοπλιστική:
«Αυτό που κοστίζει ακριβά σε μια χώρα σαν τη δική μας, αυτό που αποτελεί ένα βάρος που τη συνθλίβει δεν είναι η πολιτική της κοινωνικής προόδου, αλλά το γεγονός ότι τα μονοπώλια συσσωρεύουν και υπερσυσσωρεύουν ένα σημαντικό μέρος της παραγόμενης υπεραξίας σε κοινωνική κλίμακα. Μήπως το συσσωρευόμενο μ’ αυτό τον τρόπο κεφάλαιο χρησιμοποιείται για την πραγματοποίηση επενδύσεων που χρειάζονται για την ανάπτυξη μιας παραγωγής προσανατολισμένης στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών; Όχι, χρησιμοποιείται μόνο για την παραπέρα αύξηση του μονοπωλιακού κέρδους. Το μεγάλο κεφάλαιο, που δεν είναι καθόλου απαραίτητο, ούτε καν χρήσιμο στην ανάπτυξη των πόρων του έθνους, υπεξαιρεί ένα τεράστιο μέρος αυτών των πόρων και “παγώνει” ένα άλλο. Το ήμισυ των συσσωρευόμενων κεφαλαίων δεν χρησιμοποιείται για παραγωγικούς σκοπούς της χώρας, μάζες διαθέσιμων κεφαλαίων κολυμπούν στα θολά νερά της κερδοσκοπίας, κολοσσιαίες παρασιτικές δαπάνες γίνονται αποδεκτές, ενώ μεγάλες ανθρώπινες και υλικές δυνατότητες κυριολεκτικά στειρώνονται. Προκειμένου να τεθεί ένα τέλος σ’ αυτή την τεράστια σπατάλη, να τεθούν στη διάθεση του ίδιου του έθνους οι υπάρχοντες πόροι αλλά και να παραχθούν νέοι, η δράση της δημοκρατικής κυβέρνησης θα στοχεύσει στην απελευθέρωση της χώρας από την επιρροή του μονοπωλιακού κεφαλαίου».9
Η λογική αυτή, παρουσιάζεται λιγότερο γλαφυρά, αλλά πιο ολοκληρωμένα, από τον Pierre Juquin, ένα από τους βασικότερους διαπραγματευτές του Κοινού Προγράμματος (και της εκσυγχρονιστικής γραμμής του ΚΚΓ) σ’ όλη τη δεκαετία του 1970:
«Για την επιτυχία της Αριστεράς στο κοινωνικό πεδίο διαθέτουμε τέσσερα βασικά χαρτιά: Πρώτο χαρτί: Η Αριστερά πρέπει να προκαλέσει ανάκαμψη της παραγωγής. Στη Γαλλία υπάρχουν μεγάλες παραγωγικές δυνατότητες που υποαπασχολούνται, ή ακόμα καταστρέφονται (εργοστάσια ανενεργά, μηχανές που πωλούνται με το κιλό, κλπ.). Σύμφωνα με μελέτες της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, το μέσο ποσοστό απασχόλησης του βιομηχανικού εξοπλισμού φτάνει το 80% της εγκατεστημένης δυναμικότητας. Η παραγωγή θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 20% χωρίς πρόσθετες μηχανές και εργοστάσια, παρά μόνο με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την κατάρτιση των μισθωτών. (…) Δεύτερο χαρτί: Η Αριστερά πρέπει να προκαλέσει ανάκαμψη της κατανάλωσης. Οι γαλλικές επιχειρήσεις, προκειμένου να αυξήσουν την παραγωγή τους και να προσλάβουν εργαζόμενους θα χρειαστούν τη στήριξη της εσωτερικής αγοράς. Με άλλα λόγια, θα χρειαστούν την κατανάλωση των Γάλλων. (…) Η αύξηση της αγοραστικής δύναμης εκατομμυρίων ανθρώπων δεν θα οδηγήσει επομένως σε κατάρρευση της οικονομίας, αλλά σε ανάκαμψη, και θα επιτρέψει να μεγαλώσουμε τη μπουκιά μας. Η αύξηση της αγοραστικής δύναμης αποτελεί κινητήρια δύναμη για την οικονομία. Τα μεγάλα τραστ και η Δεξιά, συμπιέζοντας την αγοραστική δύναμη, καταστρέφουν αυτή την κινητήρια δύναμη. Αυτό ακριβώς κάνει το Σχέδιο της Κυβέρνησης Μπαρ. Η Αριστερά οφείλει να θέσει αυτή την κινητήρια δύναμη εκ νέου σε λειτουργία» (Pierre Juquin, 1977, σ. 91).
Είναι προφανές ότι αν στη ρίζα των ανεπαρκών αμοιβών και του ισχνού κοινωνικού κράτους βρίσκεται η σπατάλη κοινωνικών πόρων και η υποαπασχόληση του παραγωγικού εξοπλισμού, η θεραπεία αυτών των δεινών θα έχει μόνο ωφελημένους. Και οι εργαζόμενοι όλων των βαθμίδων της κοινωνικής ιεραρχίας, που θα κερδίζουν περισσότερα, και οι άνεργοι (500.000 την εποχή της υπογραφής του Κοινού Προγράμματος, πάνω από ενάμισι εκατομμύριο μόλις πέντε χρόνια αργότερα), που επιτέλους θα βρουν δουλειά, και μαζί μ’ αυτούς, το έθνος συνολικά.
«Η πολιτική αυτή ανταποκρίνεται προφανώς στα συμφέροντα της εργατικής τάξης και όλων των μισθωτών. Επειδή στρέφεται κατά της κυριαρχίας του μεγάλου κεφαλαίου, είναι επίσης η προσφορότερη για τα συμφέροντα των μεσαίων στρωμάτων, για τις ανάγκες του συνόλου του λαού. Αντιστοιχεί τελικά κυριολεκτικά στο εθνικό συμφέρον, στο οποίο παραμένουμε σταθερά προσηλωμένοι» (Juquin, 1977, σ. 35).
Το γιατί οι κυβερνήσεις της Δεξιάς αδυνατούν να αντιληφθούν το εθνικό συμφέρον και εν πάση περιπτώσει εφαρμόζουν αντεθνικές πολιτικές είναι κάτι που, με κάποιες λογικές ακροβασίες, ερμηνεύεται από τη γνωστή θεωρία του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού (ΚΜΚ), η οποία την εποχή εκείνη είχε μια αυταπόδεικτη αξία ακόμα και πέραν των ορίων της Αριστεράς που επηρεαζόταν από τον σοβιετικό μαρξισμό: Σύμφωνα λοιπόν με τη θεωρία αυτή, στις παρούσες συνθήκες, αυτές του ΚΜΚ, το κράτος, ως σύνολο θεσμών είναι προσανατολισμένο στην αποκλειστική εξυπηρέτηση των συμφερόντων μιας ισχνής μειοψηφίας μονοπωλίων (ο P. Juquin τα αποκαλεί μαστόδοντες…), ο ρόλος των οποίων αποκαλύφθηκε προηγουμένως, και με τα οποία αποτελεί πλέον ένα ενιαίο σώμα, συμφύεται με αυτά, κατά την ορολογία της θεωρίας.10 Ο λογικός ακροβατισμός έγκειται στο ότι σιωπηρά ταυτίζονται οι κρατικοί θεσμοί με τα πρόσωπα, ή έστω τις πολιτικές δυνάμεις που τους επανδρώνουν, εν προκειμένω τη Δεξιά, και υπονοείται, χωρίς ωστόσο να διατυπώνεται ρητά, ότι η ανάδειξη της Αριστεράς στην Κυβέρνηση θα οδηγήσει σε άρση της σύμφυσης κράτους και μονοπωλίων, και κατά συνέπεια, στο τέλος του ΚΜΚ. Το παράδοξο εδώ δεν είναι ότι η Αριστερά συντάσσεται με μια αμιγώς σοσιαλδημοκρατική στρατηγική διαχείρισης των δυσλειτουργειών του συστήματος (ιστορικά και πολιτικά, η Αριστερά διατηρούσε μια άτυπη συμμαχία με τη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση), αλλά ότι αποκρύπτει την ουσία αυτής της πρότασης (μορφή διαχείρισης των αντιφάσεων και δυσλειτουργιών της καπιταλιστικής οργάνωσης της οικονομίας, στη βάση βεβαίως συγκεκριμένων ταξικών συμβιβασμών) και την παρουσιάζει ως …μορφή μετάβασης στο σοσιαλισμό.
«Με δυο λόγια, η οικονομικά και κοινωνικά προωθημένη δημοκρατία που θα εγκαθιδρύσει και θα αναπτύσσει ακατάπαυστα η επιτυχία του προγράμματος θα συνιστά μια μορφή μετάβασης στο σοσιαλισμό. (…) Το πρόγραμμα ορίζει ακριβώς μια πολιτική, η οποία εφ’ όσον εφαρμοστεί με αποφασιστικότητα, θα εγκαθιδρύσει μια προωθημένη δημοκρατία που θα είναι σε θέση να ανοίξει το δρόμο για το σοσιαλισμό…»11 (οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο).
Το παράδοξο αυτό έχει βεβαίως την ερμηνεία του. Στην πραγματικότητα, το παραπάνω απόσπασμα όταν χαρακτηρίζει την προωθημένη δημοκρατία του κοινού προγράμματος ως μορφή μετάβασης στο σοσιαλισμό, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να ορίσει το περιεχόμενο αυτού που εννοεί ως σοσιαλισμό. Ο εγκλωβισμός στα πρότυπα που αντιλαμβάνονται το σοσιαλισμό ως αποθέωση του κοινωνικού κράτους, της άμβλυνσης των ταξικών αντιθέσεων, με όλες βεβαίως τις αστικές ελευθερίες και δικαιώματα, χωρίς ποτέ να αμφισβητούνται οι βάσεις της αναπαραγωγής αυτών των αντιθέσεων (διευθυντές/εκτελεστές, πνευματικά/χειρονακτικά εργαζόμενοι) είναι και πάλι καθοριστικός. Το Κοινό Πρόγραμμα ήταν βεβαίως προϊόν συμβιβασμού δύο εν μέρει διακριτών εκδοχών της Αριστεράς, ενός συμβιβασμού όμως που έγινε εφικτός στη βάση μιας ηγεμονικής αντίληψης για τη στρατηγική και το σοσιαλισμό: αυτής της σοσιαλδημοκρατίας.

5. 1972-1977: Τα χρόνια του Κοινού Προγράμματος: οι κοινωνικοί αγώνες μπορούν να περιμένουν

Στο φως των μεταγενέστερων εξελίξεων (και όχι μόνο αυτών της ρήξης του 1977), έχει γίνει καθαρό ότι για την ηγεσία του ΣΚ η υπογραφή του κοινού προγράμματος υπήρξε ευθύς εξ αρχής ένα μέσο για την εξασφάλιση της ενίσχυσης του ίδιου και της αλλαγής των συσχετισμών στο εσωτερικό της Αριστεράς. Όπως σημείωνε η ομάδα Balibar-Bois-Labica-Lefebvre, το 1978: «Το ΣΚ ενδιαφέρεται λιγότερο για το περιεχόμενο του Προγράμματος απ’ ό,τι για την ίδια την ύπαρξή του, μια ύπαρξη που το αποκόβει από ένα βεβαρυμμένο παρελθόν και του προσφέρει μια άλλη παρθενικότητα, τη στιγμή της ανάδειξης της νέας του ηγεσίας. Στο σημείο αυτό δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Και δεν είναι ανάγκη να καταφύγουμε ταυτολογικά στις δηλώσεις του Μιτεράν ενώπιον της Σοσιαλιστικής Διεθνούς σχετικά με τη δυνατότητα ανάκτησης ενός μέρους των ψηφοφόρων του ΚΚ. (…) Για τους σοσιαλιστές ηγέτες όπως ο Mermaz ή ο Estier, (…) προϋπόθεση της όποιας πολιτικής λύσης για τη Γαλλία ήταν πάντα η τροποποίηση του συσχετισμού δυνάμεων της Αριστεράς. (…) Σ’ αυτή τη βάση σύρθηκε ο Γκαστόν Ντεφέρ στις θέσεις Μιτεράν στο συνέδριο του Επινέ. Και σε αυτή ακριβώς τη βάση πολλοί σημαντικοί σοσιαλιστές που αρχικά ήταν επιφυλακτικοί ή ακόμα και εχθρικοί απέναντι στη συμμαχία με τους κομμουνιστές σύρθηκαν προοδευτικά στη γραμμή Επινέ, στο διάστημα 1972-73. Εξ άλλου, οι κοινοβουλευτικές εκλογές του 1973 δεν ήλθαν να επιβεβαιώσουν τις προβλέψεις του Φ. Μιτεράν, φέροντας το ΣΚ μια ανάσα από το εκλογικό ποσοστό του ΚΚ;» (Balibar, Labica, … 1978, σ. 22)
Εξ ίσου αναμφισβήτητο, και εν πολλοίς εξηγήσιμο στη βάση των προηγούμενων παρατηρήσεων, είναι το γεγονός μιας διαρκούς δεξιάς διολίσθησης του ΣΚ, στη διάρκεια όλου του διαστήματος μετά την υπογραφή του Κοινού Προγράμματος. Χαρακτηριστικοί από την άποψη αυτή είναι οι όροι υπό τους οποίους δόθηκε η μάχη των Προεδρικών εκλογών το Μάιο του 1974. Ο κοινός υποψήφιος της Αριστεράς, Φ. Μιτεράν (στο όνομα της συνταγματικής επιταγής που ορίζει την ανεξαρτησία του Προέδρου της Δημοκρατίας από τα πολιτικά κόμματα – απόδειξη του πώς εννοεί τον εκδημοκρατισμό του συνταγματικού πλαισίου που επαγγελλόταν) δεν δέχτηκε να διαπραγματευτεί κάποιο πλαίσιο θέσεων με τις οποίες θα διεξήγαγε την προεκλογική του εκστρατεία με κανένα από τα κόμματα της Αριστεράς! Ο Μιτεράν προβάλλει την υποψηφιότητά του στη βάση ενός προγράμματος πέντε σημείων και σε συνεργασία με ένα επιτελείο συμβούλων της δικής του επιλογής, μεταξύ των οποίων ο Jacques Attali, που δεν αργούν να δώσουν το στίγμα της νέας υποψηφιότητας. Ενώ οι αναφορές του στο Κοινό Πρόγραμμα ήταν σπάνιες, σε κάποιες απ’ αυτές δεν δίστασε να πάρει αποστάσεις από τις γενικές αρχές που περιγράφονταν εκεί, όπως όταν δήλωνε ότι «τα μέτρα κοινωνικής προστασίας θα πρέπει να προσαρμόζονται στις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας. Και δεδομένου ότι ο ρυθμός ανάπτυξης [από το 1972] μειώθηκε κατά δύο μονάδες (4,5% αντί του 6.5%) … αυτό συνεπάγεται για ολόκληρο το πρόγραμμα επώδυνες θυσίες» (Balibar, Labica, … 1978, σ. 23). Το φθινόπωρο του 1974, το συνέδριο του ΣΚ στο Πο επεξεργάζεται ένα ιδιαίτερο πρόγραμμα για το ΣΚ, με έμφαση σε προσφιλή θέματα ενός ιδεολογικού ρεύματος της εποχής, όπως η αυτοδιαχείριση, η «αλλαγή του τρόπου ζωής», κλπ. Στο εξής, το ΣΚ ασχολείται όλο και περισσότερο, αν όχι αποκλειστικά, με την εκλαΐκευση των θεμάτων του προγράμματός του, αφήνοντας το Κοινό Πρόγραμμα στη διακριτική ευχέρεια των εταίρων του. Οι τάσεις αυτές παγιώνονται με τις αλλαγές στην κορυφή της ηγεσίας του κόμματος, όταν λίγο μετά το Συνέδριο του Πο διασπάται η συνεργασία της ομάδας Μιτεράν με την αριστερή (μαρξίζουσα) ομάδα του Π. Σεβενεμάν και στη θέση της δημιουργείται μια νέα συμμαχία μεταξύ του Μιτεράν και του «εκσυγχρονιστή» (και με ισχυρές προσβάσεις στον επιχειρηματικό κόσμο) Μ. Ροκάρ.12 Ωστόσο, οι αναφορές αυτές στη δεξιά διολίσθηση του ΣΚ, στις οποίες θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πολύ περισσότερες, δεν θα πρέπει να σκιάσουν μια λιγότερο θεαματική αλλά ουσιαστικά βαθύτερη αλλαγή του ΚΚΓ, που αφορά τις ιδεολογικές του αναφορές, αλλά (και αυτό μας ενδιαφέρει εδώ) τη σχέση του με τις λαϊκές και εργατικές αντιστάσεις που αναπτύσσονται καθ’ όλη τη δεκαετία του 1970. Αξίζει να σταθούμε στο σημείο αυτό, όχι μόνο επειδή σήμανε μια ουσιώδη μετατόπιση του ιδεολογικοπολιτικού στίγματος του ΚΚΓ, αλλά και γιατί επηρέασε ευρύτερα τις εξελίξεις. Να θυμίσουμε κατ’ αρχήν ότι από το 1973 με την πρώτη «πετρελαϊκή κρίση», έχουμε τα πρώτα συμπτώματα μιας γενικευμένης οικονομικής κρίσης που προοδευτικά αγκαλιάζει το σύνολο της καπιταλιστικά αναπτυγμένης Δύσης και θέτει υπό δοκιμασία το πλαίσιο της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης που είχε διασφαλίσει δύο και πλέον δεκαετίες απρόσκοπτης και ταχύρρυθμης οικονομικής ανάπτυξης. Βεβαίως, η κρίση που αρχίζει να εκδηλώνεται από το 1973, κάθε άλλο παρά καταστρεπτική ήταν ως προς τις εκδηλώσεις της. Οι παρεμβάσεις των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων της εποχής εκείνης (Γερμανία, σκανδιναβικές χώρες, Ηνωμένο Βασίλειο), των δημοκρατικών του Κάρτερ στις ΗΠΑ, αλλά και των πρώτων κυβερνήσεων του Ζισκάρ ντ’ Εστέν στη Γαλλία απέτρεψαν τη μεταφορά ολόκληρης της αύξησης του κόστους παραγωγής στο μερίδιο των μισθών, απέτρεψαν δηλαδή μια γενικευμένη ύφεση λόγω απότομης κάμψης της εσωτερικής ζήτησης, την οποία μάλιστα υποστήριξαν με την επιδότηση της καταναλωτικής πίστης κλπ., χρηματοδότησαν εκτεταμένα αναπτυξιακά προγράμματα για τη μείωση του ενεργειακού κόστους της παραγωγής, και ήδη από το 1975 οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης (και μαζί μ’ αυτούς και η λαϊκή κατανάλωση) ανακάμπτουν. Ωστόσο, η χρυσή εποχή έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι σαφώς μειωμένοι σε σχέση με το παρελθόν, τα περιθώρια της κερδοφορίας είναι συμπιεσμένα, και, επειδή οι πραγματοποιούμενες επενδύσεις δημιουργούν όλο και λιγότερες θέσεις εργασίας, τα ποσοστά της ανεργίας αυξάνονται σε πρωτοφανή επίπεδα. Ωστόσο, ίσως ακόμα σημαντικότερη παράμετρος και από αυτή την ίδια την αύξηση των ποσοστών της ανεργίας είναι η διαδικασία μιας σοβαρής αναδιάρθρωσης της παραγωγικής διαδικασίας (ο όρος restructuration εμφανίζεται από εκείνα τα χρόνια στην επιχειρηματική «αργκό») που αγκαλιάζει όλους τους κλάδους της οικονομίας, με σκοπό την υπέρβαση της κρίσης κερδοφορίας και την επιβεβαίωση του ελέγχου που ασκεί επ’ αυτής το κεφάλαιο. Είναι η εποχή της ανάπτυξης της πληροφορικής, και της μαζικής εφαρμογής του βιομηχανικού αυτοματισμού, με σκοπό την οικονομία στη χρήση του σταθερού κεφαλαίου και τη συνολική βελτίωση των κερδών. Οι αναδιαρθρώσεις της παραγωγής συμβαδίζουν με ένα ευρύ σχέδιο μεταρρυθμίσεων - εκσυγχρονισμού του κράτους, που θέτουν σε εφαρμογή οι κυβερνήσεις του Ζισκάρ ντ’ Εστέν από το 1974, και το οποίο καθώς θίγει παγιωμένες λαϊκές κατακτήσεις προκαλεί την ανάπτυξη των πιο βίαιων αντιδράσεων και απεργιακών αγώνων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της σύγκρουσης με τους αγρότες, το φθινόπωρο του 1974, η βιαιότητα των αντιδράσεων των οποίων (και η εξ ίσου βίαιη καταστολή τους) απέναντι σε ρυθμίσεις που μείωναν δραματικά το εισόδημά τους οδήγησε στη φυλακή κάπου πενήντα συνδικαλιστές εκπροσώπους τους, γκρεμίζοντας παράλληλα το προφίλ του «κεντρώου» Ζισκάρ. Ακολούθησαν η μεγάλη απεργία των ταχυδρομικών, και λίγο αργότερα (άνοιξη του 1976) ένα κύμα κοινωνικών κινητοποιήσεων στα πανεπιστήμια, στους αγρότες, στους εργαζόμενους στους σιδηροδρόμους… Οι παρεμβάσεις του ΚΚΓ σ’ όλους αυτούς τους κοινωνικούς αγώνες της περιόδου ήταν κατά κανόνα κατευναστικές. Για την ηγεσία του κόμματος, προείχε η προβολή της εικόνας ενός (υπεύθυνου) «κυβερνητικού κόμματος σε όλα τα επίπεδα» (Ζ. Μαρσαί, ενώπιον της ΚΕ του κόμματος, Μάρτιος 1974) και η με κάθε τρόπο αποφυγή της ταύτισης με τις (προερχόμενες από το Μάη του ’68) διάφορες ομάδες ακτιβιστών της άκρας Αριστεράς για τις οποίες οι περιφερειακές εργατικές και αγροτικές κινητοποιήσεις αποτελούσαν προνομιακό πεδίο παρέμβασης.13 Η προσκείμενη στο ΚΚΓ εργατική συνομοσπονδία CGT κατηγορεί τη … ρεφορμιστική CFDT (στους κόλπους της οποίας συμμετέχουν και κάποιες τροτσκιστικές ομάδες) ότι σε κάποιες «σκληρές» απεργίες (χαλυβουργία Λορραίνης, Τράπεζες, κ.ά, άνοιξη 1974) υποστηρίζει …μειοψηφικές ενέργειες! Σε κάποιες περιπτώσεις οι κομματική ηγεσία έφτανε μέχρι το σημείο να υποστηρίζει ότι οι συνδικαλιστικοί αγώνες ήταν περίπου περιττοί, αφού «όλα αυτά» θα ρυθμίζονταν οριστικά με την επί θύραις εκλογική νίκη των δυνάμεων του Κοινού Προγράμματος…
«Είναι κατανοητό μετά από μερικές εβδομάδες μουδιασμένης αντίδρασης απέναντι στη χιονοστιβάδα αυξήσεων των τιμών, η δυσαρέσκεια να εκφράζεται με την ανάπτυξη σημαντικών αγώνων. [Ωστόσο,] (…) το πρόβλημα σήμερα δεν είναι να ξεκινήσουμε εδώ και εκεί αυτό που αποκαλείται σκληροί αγώνες» (Απόφαση της ΚΕ, 19-20 Μαρτίου 1974).
Όπως παρατηρούν οι τέσσερεις κομμουνιστές διανοούμενοι που προαναφέρθηκαν:
«Το Κόμμα δείχνει την ίδια στάση δυσπιστίας απέναντι στις απεργίες και τις διαδηλώσεις που ξεσπούν στα λύκεια και τα πανεπιστήμια κατά της μεταρρύθμισης Fontanet. Ο φόβος μιας πλημμυρίδας αριστερίστικων πρακτικών είναι παρών. Η αγωνία του κόμματος να καναλιζάρει τους κοινωνικούς αγώνες υπερκαλύπτει την αντίστοιχη αγωνία να τους αναπτύξει. (…) Μήπως η εφαρμογή του κοινού προγράμματος δεν αποτελεί την πραγματική απάντηση στις κοινωνικές διεκδικήσεις; Πρέπει λοιπόν να αποφύγουμε οτιδήποτε θα μπορούσε να αλλοιώσει τη διακεκριμένη εικόνα του “κυβερνητικού κόμματος”» (Balibar, Labica,…, 1978, σ. 30)
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το κοινό πρόγραμμα λειτουργούσε ως ένας στενός κορσές, τα μέτρα του οποίου προσδιόριζαν ποιες ήταν οι νομιμοποιημένες (για την ηγεσία του κόμματος) κοινωνικές διεκδικήσεις, τις οποίες, και υπό την προϋπόθεση ότι οι μορφές αγώνα ήταν ελεγχόμενες, θα μπορούσε να στηρίξει πολιτικά και συνδικαλιστικά. Είναι χαρακτηριστικές από αυτή την άποψη οι περιπτώσεις του αυτοδιαχειριστικού πειράματος της Lip, και των αγώνων των αγροτών του Larzac: Στο εργοστάσιο ρολογιών της Lip, στη Μπεζανσόν, οι εργαζόμενοι (στην πλειοψηφία τους γυναίκες χωρίς επαγγελματική κατάρτιση) με πρωτοβουλία συνδικαλιστών της CFDT αποφάσισαν να καταλάβουν το εργοστάσιο και να το διαχειριστούν συλλογικά (Ιούνιος 1974), αντιδρώντας στα σχέδια «εξυγίανσης» (μέσω απολύσεων) της εταιρείας, θέμα που απασχόλησε επί εβδομάδες τα παρισινά πρωτοσέλιδα. Ωστόσο, η επίσημη γραμμή της CGT είδε με καχυποψία την όλη κινητοποίηση, όχι μόνο γιατί δεν μπορούσε να την ελέγξει, αφού οι δυνάμεις της στο εργοστάσιο ήταν μειοψηφία, αλλά και γιατί ο εν γένει ριζοσπαστισμός της με την αμφισβήτηση του ιερού δικαιώματος της ιδιοκτησίας, της ιεραρχίας κλπ., ερχόταν σε εμφανή ρήξη με την καθεστωτική λογική του Κοινού Προγράμματος. Για την ιστορία, στη διάρκεια της κινητοποίησης, οι εργάτες συνδικαλιστές της CGT, εκτεθειμένοι από τις παρεμβάσεις της ηγεσίας τους, προτίμησαν να εγκαταλείψουν την παράταξή τους και να προσχωρήσουν μαζικά στη CFDT.14 Για τους ίδιους λόγους, οι δυνάμεις του ΚΚΓ ήταν παντελώς απούσες απ’ όλες τις μάχες που δόθηκαν επί 8 περίπου χρόνια, από το 1973 ως το 1980, στο άγονο οροπέδιο του Larzac, κάπου στο κέντρο της χώρας, για να μην περάσει η αναγκαστική απαλλοτρίωση της γης των αγροτών προκειμένου να επεκταθούν οι εγκαταστάσεις ενός κέντρου στρατιωτικής εκπαίδευσης. Οι αγρότες υπερασπίστηκαν τη γη τους περίπου μόνοι τους, με μόνη την υποστήριξη που τους παρείχαν ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, ομάδες χριστιανών ακτιβιστών, και ένας εικοσάρης αγρότης που εγκατέλειψε τις σπουδές του για να συμμετάσχει στο κίνημα υπεράσπισης της πατρικής γης, ονόματι Ζοζέ Μποβέ. Οι εκδηλώσεις συμπαράστασης στο κίνημα των αγροτών του Larzac (με χαρακτηριστικά που συναντάμε πολλά χρόνια αργότερα στο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα: πολιτική ανυπακοή, αντιμιλιταριστικό πνεύμα, αλληλεγγύη, αυτοπροσδιορισμός, συνεργασία πέρα από ιδεολογικές διαφορές, κλπ.), και η ίδια η αποφασιστικότητά τους οδήγησε τελικά στην εγκατάλειψη των σχεδίων με την αλλαγή του 1981.15 Ενδεικτική του πώς εννοεί η Αριστερά τον εκδημοκρατισμό των θεσμών, αυτή την προμετωπίδα του Κοινού Προγράμματος, είναι η αντίδρασή της στην πρωτοβουλία ομάδας ένστολων κληρωτών στο Μπεζανσόν, με την κάλυψη της CFDT, το καλοκαίρι του 1975, να ανακηρύξουν την ίδρυση σωματείου ια την προώθηση των πιεστικών αιτημάτων τους. Είναι η πρώτη μαζική απόπειρα συνδικαλιστικής οργάνωσης των στρατευμένων Γάλλων. Κι όμως. Η επίσημη Αριστερά, με την εξαίρεση του PSU, τους αποδοκιμάζει.16 Οι εξελίξεις μετά τη ρήξη του 1978 (βλ. στα επόμενα τα σχετικά με την κοινωνική σύρραξη του Plogoff) έμελε να δείξουν ότι η φοβική σχέση του ΚΚΓ με τα αυθόρμητα κινήματα δεν προερχόταν από το γεγονός ότι δεν μπορούσαν να χωρέσουν στην κυβερνητική λογική του Κοινού Προγράμματος αλλά είχε βαθύτερες ρίζες που παραπέμπουν στον ιστορικά διαμορφωμένο κοινωνικό συντηρητισμό της πολιτικής και της ιδεολογικής του ταυτότητας.

6. Ο διάλογος για την επικαιροποίηση και η τριετία της απόλυτης ρήξης, 1978-1981

Αυτό που αναδεικνύεται καθαρά, στην πορεία προς την τελική ρήξη, ανεξάρτητα από τις καμπές στις σχέσεις των δύο βασικών κομμάτων της Αριστεράς, είναι ότι το Κοινό Πρόγραμμα ήταν ευθύς εξ αρχής για τους εμπνευστές του μια συμφωνία κορυφής για την κατάκτηση της προεδρικής και κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας με δευτερεύοντα (ανομολόγητο) στόχο την αναδιάταξη των συσχετισμών στο εσωτερικό της Αριστεράς – ή τη διατήρησή τους για την περίπτωση του ΚΚΓ – και παρέμεινε τέτοια μέχρι το τέλος.
«Η “πολιτική της ενότητας” παραμένει αυτό που ήταν ευθύς εξ αρχής: μια πολιτική ενότητας μεταξύ επιτελείων, που απέκλειε κάθε ενωτική δράση στη βάση. Το κόμμα εννοεί να δίνει το δικό του ανεξάρτητο αγώνα. Και ο Μιτεράν έχει έτσι το δικαίωμα να του προσάψει ότι “μεταφράζει την ενωτική λογική αποκλειστικά στο εκλογικό επίπεδο και δεν την εφαρμόζει στους καθημερινούς αγώνες” (Συνέδριο της Ντιζόν, Μάιος 1976). Από την άποψη αυτή το κόμμα εκδηλώνει ένα διπλό φόβο: η ενότητα στη βάση θα μπορούσε να διευκολύνει τη διείσδυση του ΣΚ στις επιχειρήσεις και από την άλλη, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αριστερίστικα ξεσπάσματα. Μένουμε λοιπόν στη συμφωνία κορυφής, εφ’ όσον το ζήτημα της ενίσχυσης του κόμματος προηγείται όλων των άλλων» (Balibar, Labica, …, 1978, σ. 41)
Η «στροφή» της ηγεσίας του ΚΚΓ που οδήγησε στη ρήξη του Σεπτεμβρίου 1978 καθοδηγήθηκε από την ίδια αυτή εκλογική λογική. Η ηγετική ομάδα διαπιστώνει ότι, μετά από πέντε χρόνια προπαγάνδισης του Κοινού Προγράμματος, αυτό που καταγράφουν οι μερικές εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά και πολύ περισσότερο, οι δημοσκοπήσεις του 1976-77, είναι μια συνεχής «αιμορραγία» του εκλογικού σώματος του ΚΚΓ προς το ΣΚ. Κάποια από τις δημοσκοπήσεις (Φεβρουάριος 1975) καταγράφει την εκλογική επιρροή (πρόθεση ψήφου) των δύο κομμάτων στα επίπεδα του 34% για το ΣΚ και μόλις 18% για το ΚΚΓ. Η «αιμορραγία» αυτή φαίνεται να είναι συνεχής, παρά τα «ανοίγματα» του ΚΚΓ σε θέματα εσωκομματικής δημοκρατίας, τις προσεκτικές αποστάσεις από το σοβιετικό «σοσιαλισμό», τις διακηρύξεις περί «σοσιαλισμού με γαλλικά χρώματα», χωρίς τη δικτατορία του προλεταριάτου, κλπ. (ΧΧΙΙ Συνέδριο, Φεβρουάριος 1976). Ακόμα και οι δημοτικές εκλογές του 1977, όπου και οι δύο συνιστώσες της Αριστεράς πέτυχαν μια σημαντική αύξηση του αριθμού των δημοτικών αρχόντων που υποστήριζαν, δεν ανέκοψαν τις ανησυχίες της ηγετικής ομάδας: Η αύξηση του αριθμού των δήμων που έλεγχε το κόμμα οφειλόταν στην αύξηση των ποσοστών του ΣΚ και την υπέρ αυτού υπόδειξη ψήφου από μέρους του ΣΚ στο β΄ γύρο. (Balibar, Labica,…, 1978, σ. 52). Η δυσμενής εξέλιξη του συσχετισμού δύναμης στο εσωτερικό της Αριστεράς ωθεί την ηγεσία στη σκέψη ότι το όλο εγχείρημα οδηγείται σε σοσιαλδημοκρατική «εκτροπή» υπό την ηγεμονία του ΣΚ. Για να αποτρέψει ένα τέτοιο κίνδυνο, το ΚΚΓ αποφασίζει να ζητήσει από τους εταίρους του «πρόσθετες εγγυήσεις», και συγκεκριμένα, εγγυήσεις για θέσεις εξουσίας (στο εσωτερικό του καθεαυτού κρατικού μηχανισμού όπως και του οικονομικού μηχανισμού) προκειμένου να εξουδετερωθεί η ανισορροπία σε επίπεδο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Εξ ου η απόφαση της ΚΕ να ξεκινήσει μια μαζική καμπάνια για την «επικαιροποίηση» του Κοινού Προγράμματος, να υψωθεί δηλαδή ο πήχης, προκειμένου να διατηρηθεί, στις νέες συνθήκες, ένα περιεχόμενο «εξ ίσου μεταμορφωτικό» με αυτό του 1972. Δεν επρόκειτο για ρήξη, «ωστόσο, ήδη αντιμετώπιζε, ή διακινδύνευε αυτό το ενδεχόμενο» (Balibar, Labica,…, 1978, σ. 52) Οι διαπραγματεύσεις για την επικαιροποίηση του Κοινού Προγράμματος, τις οποίες αποδέχτηκε χωρίς καμιά ιδιαίτερη προθυμία το ΣΚ, σε επίπεδο μιας δεκαπενταμελούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων, και στη συνέχεια σε επίπεδο κορυφής, διάρκεσαν κάπου τέσσερεις μήνες, από τον Ιούνιο μέχρι το Σεπτέμβριο του 1978. Το κύριο θέμα αυτών των διαπραγματεύσεων, ήταν όπως είναι γνωστό, το εάν οι εθνικοποιήσεις περιλαμβάνουν και τις θυγατρικές εταιρείες, όπως υποστήριζε το ΚΚΓ, ή μόνο τις μητρικές εταιρείες και κάποιες από τις στρατηγικής σημασίας θυγατρικές, όπως ήθελαν οι σοσιαλιστές με τους αριστερούς ριζοσπάστες. Τυπικά, η συζήτηση αγκάλιασε ολόκληρο το κείμενο του 1972, και πολύ γρήγορα φάνηκε ότι οδηγούνταν σε αδιέξοδο, καθώς σε κάθε στροφή ανακαλύπτονταν διαφορές προσεγγίσεων. Δεν έχει νόημα εδώ να αναπαραγάγουμε την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, η οποία ταλαιπώρησε επί μήνες τον κόσμο της Αριστεράς που αγωνιούσε και στήριζε τις ελπίδες του σ’ αυτήν, και που τελικά έμεινε με την απογοήτευση και τα αναπάντητα ερωτηματικά. Είναι ωστόσο χαρακτηριστικές για το είδος των απόψεων που τέθηκαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, οι προτάσεις του ΚΚΓ για διχοτόμηση των μεγάλων υπουργείων, ή κάποιες άλλες για τον τρόπο ανάδειξης των διοικητών των υπό εθνικοποίηση επιχειρήσεων μέσα από τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, προτάσεις που δύσκολα μπορούσαν να κρύψουν τις προθέσεις (ευσεβείς πόθοι…) του ΚΚΓ να διασφαλίσει τη φυσική παρουσία των εκπροσώπων του σε θέσεις-κλειδιά της κρατικής μηχανής. Ως προς το περιβόητο ζήτημα των εθνικοποιήσεων, οι δύο πλευρές διαφώνησαν με ένα τέτοιο τρόπο ώστε η κάθε μια να έχει την άνεση να κατηγορεί την άλλη για υποχώρηση από τα συμφωνημένα. Η κομμουνιστική αντιπροσωπεία, που προσήλθε στις διαπραγματεύσεις με τη φιλοδοξία να αποσπάσει τη συναίνεση των εταίρων της σε νέες εθνικοποιήσεις (όμιλος Citroen - Peugeot, κλάδος χαλυβουργίας συνολικά, για τον οποίο το κείμενο του 1972 προέβλεπε κρατική συμμετοχή), πολύ γρήγορα παραιτήθηκε από τέτοιου τύπου φιλοδοξίες και περιορίστηκε στο να ζητήσει την ονομαστική αναφορά στις υπό εθνικοποίηση θυγατρικές (P. Juquin, 1977, σ. 32). Η αντιπροσωπεία του ΣΚ απαντά ότι στο κείμενο του 1972 δεν υπάρχει ούτε μια φορά η λέξη «θυγατρικές», σ’ αυτό οι του ΚΚΓ ανταπαντούν χοντρικά ότι «οι θυγατρικές είναι κρυμμένες στη λέξη όμιλος», κοκ. Ένα λιγότερο γνωστό σημείο τριβής στη διάρκεια των συζητήσεων για την επικαιροποίηση του Κοινού Προγράμματος ήταν η πρόταση του ΚΚΓ (μετά από σχετική εισήγηση επιτροπής εμπειρογνωμόνων του κόμματος σε θέματα εθνικής άμυνας) να αναθεωρηθεί η δέσμευση σχετικά με την άμεση παύση του προγράμματος ανάπτυξης πυρηνικών όπλων, για την οποία θεωρεί ότι υποθηκεύει την εθνική άμυνα και την ανεξαρτησία της χώρας, καθώς εναποθέτει την προάσπιση της εθνικής ακεραιότητας και κυριαρχίας στη βορειοατλαντική συμμαχία, ή αλλού: «θέλουμε μια εθνική άμυνα που δεν μας αναγκάζει να ζητάμε την προστασία των εθνικών εδαφών από τους αμερικανούς ή τους γερμανούς» (Ζ. Μαρσαί, από τα πρακτικά των διαπραγματεύσεων κορυφής του Σεπτεμβρίου 1978, P. Juquin, 1977, σ. 155). Ο Μιτεράν αντιμετώπισε τα θερμά πατριωτικά κηρύγματα του ΓΓ με τη γνωστή παγερή αδιαφορία του… Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία από αυτή τη θλιβερή όσο και ανιαρή ιστορία είναι ότι στη συνείδηση του κόσμου της Αριστεράς το ΚΚΓ καταγράφηκε ως το κόμμα με τις μεγαλύτερες ευθύνες για τη ρήξη. Και το γεγονός αυτό, όχι απλά δεν ανέκοψε την προϊούσα φθορά, αλλά αντιθέτως, την επιτάχυνε. Οι βουλευτικές εκλογές του 1978, στις οποίες είχαν επενδύσει πολιτικά τα κόμματα της Αριστεράς, επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια, μετά τις προεδρικές του 1974 στις οποίες η μάχη κρίθηκε «στο νήμα» (49,2% υπέρ του Μιτεράν, έναντι 50,8% υπέρ του Ζισκάρ), και ένα χρόνο μετά τις δημοτικές του 1977 όπου η Αριστερά φαινόταν να κερδίζει ήδη την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, σημαδεύτηκαν τελικά από μια χωρίς αρχή και τέλος αντιπαράθεση μεταξύ των υποψηφίων των κομμάτων της Αριστεράς, η οποία έγινε το αγαπημένο θέμα των τηλεοπτικών παραθύρων των δελτίων των 8. Στις συνθήκες αυτές της απόλυτης μιζέριας, το 50,2% που συγκέντρωσαν αθροιστικά τα κόμματα της Αριστεράς στον πρώτο γύρο (24,9% για το ΣΚ, 20,6% για το ΚΚΓ, 4,7% για τους συνδυασμούς της εναλλακτικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς), μόνο σαν επιτυχία μπορεί να χαρακτηριστεί. Ωστόσο, όπως ήταν φυσικό, οι εκατέρωθεν εκκλήσεις για υπερψήφιση των συνυποψήφιων της Αριστεράς που πέρασαν στο β΄ γύρο μόνο ως εμπαιγμός του κόσμου της Αριστεράς μπορούσαν να ειδωθούν. Ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της Αριστεράς (ιδίως του ΣΚ) αρνήθηκε να στηρίξει το «αδελφό» αριστερό ψηφοδέλτιο, με τελικό αποτέλεσμα μια άνετη νίκη των ομμάτων της Δεξιάς πλειοψηφίας (291 έδρες, έναντι 200 των κομμάτων της Αριστεράς). Είναι η στιγμή να μιλήσουμε γι’ αυτή τη Δεξιά και την πολιτική της.

7. Η διαχείριση της κρίσης από τη Δεξιά του Ζισκάρ και η στροφή Μπαρ

Τα δεξιά πολιτικά κόμματα που αναφέρονταν άμεσα ή έμμεσα στον «γκωλισμό» κυριάρχησαν – με μικρά διαλείμματα – στην πολιτική ζωή της Γαλλίας σ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι το 1980. Ο ίδιος ο γκωλισμός – που δεν είναι δυνατόν να αναλυθεί εδώ – ήταν μια στρατηγική αναζήτησης μιας νέας θέσης στο διεθνή ανταγωνισμό από την πλευρά του γαλλικού καπιταλισμού, με βασική παράμετρο την απόσπαση της συναίνεσης μιας αριθμητικά ισχυρής αγροτικής τάξης και μιας επίσης πολυάριθμης παραδοσιακής μικροαστικής τάξης (επαγγελματιών, μικροεμπόρων, κλπ.), μέσω κυρίως μιας πολιτικής φοροαπαλλαγών, και την ενσωμάτωση στο μπλοκ εξουσίας του λιγότερο παραγωγικού, του «μη μονοπωλιακού» κεφαλαίου. Η ενσωμάτωση αυτή μπορεί να προωθείται με πολιτικές επιδοτήσεων, αλλά και μέσω μιας εισοδηματικής πολιτικής συγκράτησης των εργατικών αμοιβών, που «ανακουφίζει» ιδιαίτερα τις επιχειρήσεις μειωμένης παραγωγικότητας, όπως και μέσω μιας γενικότερης πολιτικής προστατευτισμού που εκθέτει σε μικρότερο βαθμό τις επιχειρήσεις αυτές στις πιέσεις του διεθνούς ανταγωνισμού. Τα πρώτα ρήγματα αυτής της στρατηγικής πρότασης (και της συντηρητικής ιδεολογικοπολιτικής δομής με την οποία αποτελούσε ένα σώμα) εμφανίστηκαν με τις κυβερνήσεις Ζισκάρ - Σιράκ, που έθεσαν σε σκληρή δοκιμασία τις αντοχές της γαλλικής αγροτιάς. Ωστόσο, η τομή με τον γκωλισμό πρέπει να τοποθετηθεί στα 1978, με το σχηματισμό της τρίτης και αμιγώς φιλελεύθερης κυβέρνησης Μπαρ.17 Ακρογωνιαίοι λίθοι της νέας κυβέρνησης είναι η εγκατάλειψη της ήπιας, «κοινωνικής» πολιτικής διαχείρισης της κρίσης, της περιόδου 1973-78 (υπό το βάρος του νέου πετρελαϊκού σοκ, που πείθει όλες τις δυτικές κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε πολιτικές λιτότητας με σκοπό την ανάκαμψη των «ανεκτών» επιπέδων κερδοφορίας), και από την άλλη, η ενσωμάτωση του γαλλικού φράγκου στο ευρωπαϊκό σύστημα ισοτιμιών, γεγονός που πρακτικά σήμαινε μια πολιτική ισχυρού εθνικού νομίσματος, αφού υπό άλλες συνθήκες το φράγκο θα όφειλε να διολισθαίνει σε σχέση με το μάρκο προκειμένου να αντισταθμίζει τις διαφορές ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας μεταξύ των δυο ανταγωνιστικών οικονομιών. Πρόκειται πράγματι για αλλαγή στρατηγικής: με την άρση του προστατευτισμού που εξασφάλιζε το «φτηνό» φράγκο, οι γαλλικές επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες, επί ποινή συρρίκνωσης του μεριδίου τους στις ξένες αγορές, να προχωρήσουν σε επενδύσεις εκσυγχρονισμού και ενίσχυσης της παραγωγικότητάς τους. Παράλληλα, με την πολιτική αυτή ενεργοποιούνται οι εκκαθαριστικές διαδικασίες μεταξύ του πλεονάζοντος (μη επικυρώσιμου κοινωνικά) κεφαλαίου, που αδυνατεί να καταβάλει το κόστος του εκσυγχρονισμού και να αποκριθεί στις απαιτήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού. Οι πολιτικές αυτές δεν απέδωσαν σχεδόν τίποτα από τα αναμενόμενα: Πολλές γαλλικές επιχειρήσεις, προκειμένου να κρατήσουν τις θέσεις τους στη διεθνή αγορά, υποχρεώθηκαν να προσφέρουν τα προϊόντα τους σε τιμές πολύ κοντά στο κόστος παραγωγής, αντισταθμίζοντας τις απώλειες αυτές με υψηλότερες τιμές στην εγχώρια αγορά, τροφοδοτώντας έτσι ένα αναπάντεχα υψηλό πληθωρισμό (12% το 1979, 14% το 1980). Παράλληλα, το κλείσιμο επιχειρήσεων με τις διαδικασίες εκκαθάρισης αλλά και οι κινήσεις εξαγοράς και μετεγκατάστασης μονάδων εκτός εθνικού χώρου, που ευνοούσε το ισχυρό εθνικό νόμισμα, έδωσε διόγκωσε τους καταλόγους των ανέργων, που μέσα στη «μαύρη» τριετία 1978-1981 γνώρισαν μια αύξηση των καταγεγραμμένων ανέργων κατά 400.000. Αλλά, πέραν αυτού, και σε επίπεδο μακροοικονομικών δεικτών, η οικονομική «πολιτική των επάλξεων» (politique des creneaux) όπως την αποκάλεσε ο ίδιος ο Zισκάρ, αποδείχτηκε καταστροφική: το έλλειμμα του ισοζυγίου εμπορικών ανταλλαγών εκτινάσσεται στα ύψη (όχι μόνο λόγω της αύξησης της τιμής των καυσίμων), ενώ η σχέση «εισαγωγές / εσωτερική αγορά» στη διάρκεια της επταετίας 1973-1980 συρρικνώνεται από το 0,285 στο 0,216 (Lipietz, 1984, σ. 58). Η πολιτική της κυβέρνησης Ζισκάρ - Μπαρ καταγράφηκε ως μια από τις ελάχιστα δημοφιλείς σ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο, κυρίως γιατί για πρώτη φορά έγινε ευρέως αισθητό ότι η τύχη των επιχειρήσεων ενδέχεται να μην συμβαδίζει με τα μεγέθη που απεικονίζουν τη λαϊκή ευημερία (εισόδημα, απασχόληση, κλπ.) αφού τα κέρδη μπορούν να επενδύονται χωρίς να δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, ή στο εξωτερικό, ή σε «κερδοσκοπικές» δραστηριότητες, κλπ.

8. «Να παράγουμε γαλλικά»: οι απαρχές μιας εκφυλιστικής κρίσης

Απέναντι σε μια τόσο απροκάλυπτα αντιλαϊκή πολιτική, τα κόμματα της Αριστεράς είχαν να αντιτάξουν κατ’ αρχήν την άγονη αντιπαράθεσή τους για τις ευθύνες της διάσπασης και της οδυνηρής ήττας του 1978. Ειδικά για το ΚΚΓ, η αντιπαράθεση εκτείνεται με ιδιαίτερα επιθετικό τρόπο απέναντι και σε όσα από τα μέλη του επιλέγουν να εκφράσουν ανοιχτά τις επιφυλάξεις ή τις διαφωνίες τους με τη γραμμή της ηγεσίας. Πράγματι, τα άρθρα του Αλτουσσέρ, στη Monde τον Απρίλιο του 1978 (Αλτουσσέρ, 1980) δεν επηρέασαν βέβαια τις επιλογές της ηγεσίας και τις αποφάσεις του ΧΧΙΙΙ Συνεδρίου που απάλλασσε το κόμμα από κάθε ευθύνη για την ήττα του Μαρτίου, έδωσε όμως το έναυσμα της ανοιχτής εκδήλωσης μιας λανθάνουσας επί χρόνια κρίσης, με τη δημόσια έκφραση διαφωνιών και την αμφισβήτηση των κρίσιμων επιλογών της δεκαετίας και βεβαίως της ίδιας της ηγεσίας που ταυτίστηκε με αυτές. Η συνέχεια είναι γνωστή. Η ηγεσία απάντησε με τη σκληρή γραμμή της διαγραφής των πιο επώνυμων στελεχών (Ε. Μπαλιμπάρ, Κ. Κλεμάν, κ.ά.) που επέμεναν να «δυσφημούν το κόμμα με τις δηλώσεις και τη δράση τους» και του εξαναγκασμού των περισσότερων σε παραίτηση. Μέχρι τις εκλογές του 1981, το κόμμα είχε καθαρθεί από το σύνολο της αριστερής αντιπολίτευσης, αλλά και της όποιας κριτικής σκέψης. Όσον αφορά την αντιπαράθεση του ΚΚΓ με την πολιτική Ζισκάρ - Μπαρ, νομίζω ότι μπορεί να συνοψιστεί στο σύνθημα μιας καμπάνιας που βρέθηκε όλη αυτή την περίοδο (και όχι μόνο αυτή) στην πρώτη γραμμή των μετώπων του: «Να παράγουμε γαλλικά»! Σύμφωνα με τους εμπνευστές αυτής της καμπάνιας, η «πολιτική των ευκαιριών», που προωθεί η κυβέρνηση, είναι μια πολιτική αποβιομηχανοποίησης και παρακμής της χώρας. Μάλιστα κατά τον P. Juquin,18 η παρακμιακή πορεία που διαπιστώνει σε μια σειρά κλάδους της εθνικής οικονομίας (χαλυβουργία, κλωστοϋφαντουργία, φάρμακο, ηλεκτρονικά) δεν μπορεί να ερμηνευτεί επαρκώς ως αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης πολιτικής, γι’ αυτό και επιστρατεύονται ερμηνείες που ανατρέχουν στην ψυχοσύνθεση των γάλλων εργοδοτών:
«Oι εργοδότες της χαλυβουργίας βαρύνονται με την ιστορική ευθύνη των σημερινών προβλημάτων (…) Συγκεντρωτικοί, αυταρχικοί, έχοντας το νου τους το 1939 στο γαλλο-γαλλικό πόλεμο εναντίον των κομμουνιστών της CGT αντί του εθνικού αγώνα κατά του Χίτλερ. Αλλά, μικρού αναστήματος. Λύκοι, αρπακτικοί και αδηφάγοι. Και κατά βάθος, αρκετά δειλοί. (…) Η γερμανική χαλυβουργία είχε τους στρατηγούς της. Η δική μας, αλίμονο, είχε τους υπασπιστές της γειτονιάς. (…) Αυτός που θέτει σε κίνδυνο την οικονομία μας είναι η γαλλική εργοδοσία. Έχουμε να κάνουμε με μια σοβαρή κοινωνιολογική νωθρότητα. Μια συλλογική, αντιβιομηχανική συμπεριφορά της καπιταλιστικής κάστας (…) Κατά βάθος, οι γάλλοι αστοί είναι μια κάστα μικρού διαμετρήματος. Πού είναι οι σκαπανείς, οι κατακτητές, οι εφευρέτες, αυτοί που τραβάνε μπροστά; Κυνηγοί επιδοτήσεων, ενδιαφέρονται μόνο για ένα πράγμα: το υψηλότερο ποσοστό κέρδους σε σχέση με την ελάχιστη δέσμευση κεφαλαίου (…) Η μετριότητα αυτή εξηγεί γιατί ένα μεγάλο μέρος της γαλλικής εργοδοσίας απαρνείται την εσωτερική μας αγορά. Η ταπεινή εμμονή της εισοδηματικής απόδοσης τους οδηγεί στο να αποδίδουν προτεραιότητα στο εξωτερικό μόλις αναφανεί ένα μεγαλύτερο κέρδος. Είναι οι εξαγωγές με κάθε κόστος» (P. Juquin, 1984, σσ. 47, 97-98, 102).
Δεν χρειάζεται βέβαια να πούμε πολλά προκειμένου να στηρίξουμε την άποψη ότι το σύνθημα «να παράγουμε γαλλικά / να αγοράζουμε γαλλικά» όχι μόνο δεν προέρχεται από την Αριστερά (η συγγένειά του με την άκρα Δεξιά και κάθε εθνικιστική ιδεολογία είναι ολοφάνερη) αλλά και είναι παντελώς ασύμβατο με τα ιστορικά προτάγματα της Αριστεράς. Πράγματι, για την Αριστερά, το κρίσιμο ζήτημα δεν ήταν ποτέ το «να παράγουμε» (ως έθνος), αλλά, κατ’ αρχήν οι συνθήκες εκμετάλλευσης υπό τις οποίες οι δυνάμεις της εργασίας συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία. Το θέμα δεν είναι θεωρητικό: Όταν ως στόχος της Αριστεράς τίθεται η προώθηση της εγχώριας παραγωγής, είναι φυσικό επακόλουθο σε μια συγκυρία όξυνσης των ταξικών αγώνων στους χώρους εργασίας, να υποστέλλονται οι εργατικές διεκδικήσεις εν ονόματι της διάσωσης της επιχείρησης και του εθνικού παραγωγικού δυναμικού. Πολύ περισσότερο, όταν οι διεκδικήσεις προέρχονται από ανειδίκευτους εργάτες μετανάστες, η λογική αυτή ολισθαίνει στην ιδέα ότι πρόκειται περί «σαμποτάζ της προσπάθειας ανάκαμψης της εθνικής οικονομίας» από πεμπτοφαλαγγίτες αγιατολάδες… Πράγματα που ακούστηκαν από τα πιο επίσημα χείλη στην τριετία της αριστερής διακυβέρνησης, σε περιπτώσεις σκληρών απεργιών όπως αυτή της Citroen στο Poissy, το 1984. Έτσι ή αλλιώς, ο σωβινισμός και η ξενοφοβία της καμπάνιας του «να παράγουμε γαλλικά» δύσκολα μπορούν να καμουφλαριστούν. Το ΚΚΓ δεν έχει ιδιαίτερο λόγο να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των μεταναστών εργατών (ιδίως όταν αυτοί στρέφουν το βλέμμα προς τη Μέκκα και όχι τη Μόσχα…) και προοδευτικά παρασύρεται από τα αισθήματα ξενοφοβίας και ρατσισμού που η ίδια η κρίση καλλιεργεί μεταξύ των πιο καθυστερημένων κοινωνικών ομάδων, μερικές από τις οποίες συνιστούν εν δυνάμει κομματικό του ακροατήριο. Οι ξενοφοβικές αντιλήψεις του ΚΚΓ θυμίζουν την περίπτωση του παγιδευμένου σε κινούμενη άμμο, αφού κάθε νέο επιχείρημα που επικαλείται προκειμένου να αποσείσει τις κατηγορίες του ξενοφόβου απλά δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο τη θέση του. Το επεισόδιο της κατεδάφισης ενός υπό ανέγερση ασύλου υποδοχής μεταναστών από τον «κόκκινο» δήμαρχο ενός υποβαθμισμένου προαστίου του Παρισιού (Vitry) το Δεκέμβριο του 1980 θα μπορούσε να θεωρηθεί μεμονωμένη ατυχής έμπνευση ενός γραφειοκράτη, αν δεν συναντούσε από την επόμενη κιόλας ημέρα, την πλήρη στήριξη του ίδιου του Μαρσαί,19 και την εκδήλωση μιας επιθετικής καμπάνιας του κόμματος υπέρ του ορισμού ενός ανώτατου ποσοστού μεταναστών σε κάθε δήμο, η υπέρβαση του οποίου δημιουργεί πρόβλημα αφομοίωσης του ξένου στοιχείου και οδηγεί στην ανάπτυξη αισθημάτων ανασφάλειας και ξενοφοβίας στους ντόπιους. Μα, τα ίδια ακριβώς λέει και ο Λεπέν… Ένα άλλο, επεισόδιο της ίδιας περιόδου που έκανε επίσης αίσθηση ήταν αυτό της δολοφονίας του Αμπτελκαντέρ, ενός 15χρονου Άραβα, από φύλακα πολυκατοικίας. Η καταδίκη του δολοφόνου με ποινή 5ετούς φυλάκισης με αναστολή προκάλεσε το ξέσπασμα βίαιων διαδηλώσεων διαμαρτυρίας από τη μεριά των μεταναστών μπροστά στο δικαστήριο, στην ίδια την πόλη της Λυών, που κατέληξαν σε κατάληψη των τοπικών γραφείων του ΚΚΓ.20 Η δεύτερη ιδεολογική συνιστώσα του συνθήματος «να παράγουμε γαλλικά» είναι ο προντουκτιβισμός, η λατρεία της παραγωγής και της υψηλής τεχνολογίας. Το στοιχείο αυτό ενυπάρχει στο σοβιετικό μαρξισμό ήδη από τη δεκαετία του 1930, ωστόσο εδώ εμφανίζεται με μια φρασεολογία που ξεκόβει από την παράδοση της Αριστεράς. Χαρακτηριστική είναι η χωρίς ενδοιασμούς υπεράσπιση της πυρηνικής ενέργειας, ως λύση απέναντι στην υπονόμευση της εθνικής ανεξαρτησίας από τις αμερικανικές πολυεθνικές, υπό τη μόνη προϋπόθεση της χειραφέτησής της από τα «μονοπώλια». Και όταν λέμε υπεράσπιση της πυρηνικής τεχνολογίας από το ΚΚΓ εννοούμε καταδίκη όλων αυτών που διατυπώνουν ενστάσεις ή επιφυλάξεις ως οπισθοδρομικών και θυμάτων ενός μικροαστικού ανορθολογισμού… Στις συνθήκες αυτές, η σχέση μεταξύ του ΚΚΓ και των όποιων αυθόρμητων, μη νομιμοποιημένων λαϊκών αντιστάσεων παίρνει πλέον το χαρακτήρα μιας ανοιχτής και αμοιβαίας ρήξης: Από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστικά τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν κατά την εξέγερση των αγροτών του Πλογγόφ, το Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1980, για την αποτροπή της εγκατάστασης στην ιδιαίτερου φυσικού κάλλους περιοχή αυτή της Βρετάνης μονάδας επεξεργασίας ραδιενεργών αποβλήτων των εργοστασίων παραγωγής πυρηνικής ενέργειας. Στην περιοχή αυτή είχαν δοθεί με επιτυχία μαζικοί αγώνες για την αποτροπή άλλων σχεδίων εγκατάστασης ενός κολοσσιαίου εργοστασίου παραγωγής πυρηνικής ενέργειας ήδη από το 1976, και είχαν οδηγήσει στη ριζοσπαστικοποίηση μιας σημαντικής μερίδας των κατά τα άλλα συντηρητικών Βρετόνων. Οι πρωτοφανούς αγριότητας συγκρούσεις και οδομαχίες των εξεγερμένων αγροτών από την ευρύτερη περιοχή με τις δυνάμεις της τάξης, στις οποίες έλαβαν μέρος ακόμα και ελικόπτερα του στρατού, και που κράτησαν περισσότερο από ενάμιση μήνα, ανάγκασαν την κυβέρνηση να επιβάλει στην περιοχή Πλογγόφ - Κεμπέρ καθεστώς στρατιωτικού νόμου. Η ριζοσπαστικοποίηση των εξεγερμένων ήταν τέτοια ώστε στη διάρκεια των κινητοποιήσεων ακούστηκαν τραγούδια της παρισινής κομμούνας και εμφανίστηκαν στους τοίχους αφίσες με την αισθητική και το ελευθεριακό πνεύμα του Μάη του ’68. Στο κλίμα αυτό γίνεται απόλυτα κατανοητό ότι μεταξύ των συνθημάτων που δόνησαν την ατμόσφαιρα της εξέγερσης ήταν το «Πλογγόφ - Καμπούλ, κοινός αγώνας!».21 Θυμίζουμε ότι δύο μήνες πριν, είχε εκδηλωθεί η σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν, για την οποία το ΚΚΓ είχε εκφράσει την υποστήριξή του…. Για την ιστορία: Η αντίδραση του ΚΚΓ στην αυθάδεια των μαζών, λίγες μέρες μετά την κορύφωση των συγκρούσεων, ήταν η έκδοση ενός τεύχους του μηνιαίου Revolution με γενικό αφιέρωμα στην …πυρηνική ενέργεια, όπου χοντρικά οι αντιδράσεις κατά της πυρηνικής ενέργειας του 1980 παραλληλίζονται με τη δαιμονοποίηση των τραίνων και το σπάσιμο των μηχανών στα τέλη του 19ου αιώνα. Το ευτύχημα για τους αγρότες του Πλογγόφ ήταν ότι μερικούς μήνες μετά εκλέχθηκε Πρόεδρος δημοκρατίας ένας υποψήφιος που είχε δεσμευτεί ότι θα εγκατέλειπε το «επενδυτικό» σχέδιο για την περιοχή τους: ο Φρανσουά Μιτεράν. 

9. Οι εκλογές της αλλαγής

Η ανάλυση των προηγούμενων σελίδων νομίζω ότι μπορεί να στοιχειοθετήσει την ακόλουθη θέση: Οι προεδρικές εκλογές του Μαΐου του 1981 διεξάγονται σ’ ένα κλίμα που το χαρακτηρίζει μια διπλή κρίση και διάσπαση: Κρίση ιδεολογική και πολιτική, και διάσπαση της Αριστεράς, αλλά και του κυβερνητικού συνασπισμού της Δεξιάς. Η διεθνής συγκυρία σημαδεύεται σαφώς από την άνοδο των δυνάμεων του νεοφιλελευθερισμού (Μ. Θάτσερ στη Βρετανία, Ρ. Ρέηγκαν στις ΗΠΑ, αντίστοιχη στροφή των σοσιαλδημοκρατών του Σμιτ στην Ο. Δ. Γερμανίας, κλπ.). Ενώ λοιπόν η γενικότερη συντηρητική στροφή των αρχών της δεκαετίας του 1980 σε διεθνές επίπεδο προϊδεάζει για μια νέα επικράτηση της Δεξιάς και στη Γαλλία, τα κόμματα της Δεξιάς δεν φαίνονται ικανά να αποσπάσουν τη λαϊκή συναίνεση σε μια πρόταση διεξόδου από τις συμπληγάδες του «στασιμοπληθωρισμού». Από την άλλη, από τη μεριά του ΣΚ, ή εν πάση περιπτώσει, του «αδέσμευτου» υποψηφίου του, δεν γίνεται καμιά αναφορά στα ιδιαίτερα στοιχεία της εντεινόμενης κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κείμενο των «110 προτάσεων» πάνω στο οποίο βασίστηκε η προεκλογική καμπάνια του Μιτεράν, ασχολείται ελάχιστα με ζητήματα οικονομικής πολιτικής: ως προς το σημείο αυτό, απλά επιβεβαιώνει τη δέσμευση για εθνικοποίηση των επτά βιομηχανικών ομίλων του Κοινού Προγράμματος, του συνόλου του τραπεζικού και του ασφαλιστικού κλάδου, και επιπλέον, των δύο «προβληματικών» ομίλων του κλάδου της χαλυβουργίας, που παρά την κρατική μετοχοποίηση των χρεών τους βρίσκονται σε κατακόρυφη πτώση, και της κρατικά χρηματοδοτούμενης αεροναυπηγικής και αμυντικής βιομηχανίας, και επαναλαμβάνει τη βασική ιδέα της απογείωσης της οικονομίας με μοχλό τις δημόσιες επενδύσεις, την τόνωση της λαϊκής κατανάλωσης, και την επεξεργασία εθνικών πολιτικών για τους επί μέρους κλάδους. Αντίθετα, οι «110 προτάσεις»22 του Μιτεράν αποπνέουν έναν αέρα «πνευματικότητας», καθώς αναφέρονται ρητά και εκτενώς στην τόνωση της διδασκαλίας της ιστορίας και της φιλοσοφίας, την προώθηση της επιστημονικής έρευνας, όλων των μορφών της τέχνης, του θεάτρου, του κινηματογράφου, της λογοτεχνίας, τη διευκόλυνση της λαϊκής επαφής με όλα τα μεγάλα έργα του πολιτισμού, και βεβαίως, την προβολή της γαλλικής κουλτούρας εκτός συνόρων. Διαβάζοντας τις «110 προτάσεις» και τις συνεντεύξεις του Μιτεράν, έχει κανείς την εντύπωση ότι ο σοσιαλιστής υποψήφιος έρχεται να συνεχίσει την παράδοση του γαλλικού διαφωτισμού και ότι ο πολιτικός αγώνας γίνεται για την κατίσχυση των ιδεωδών του ουμανισμού και της γαλλικής επανάστασης. Αξίζει τέλος να σημειωθεί η εύστοχη οριοθέτηση του στίγματος της υποψηφιότητας Μιτεράν μέσα από τις τρεις μόλις πρώτες προτάσεις: 1. Απαίτηση απόσυρσης των σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, 2. Καταδίκη της βοήθειας των ΗΠΑ στις δικτατορίες της λατινικής Αμερικής, 3. Επιβεβαίωση του δικαιώματος των πολωνών εργατών στην ελεύθερη συνδικαλιστική έκφραση. Συνολικά, έχουμε κάποιες προεκλογικές θέσεις - συνθήματα που στοχεύουν (και κολακεύουν) το πατριωτικό και αδέσμευτο πνεύμα των Γάλλων, την παραδοσιακή πρόσδεση στις δημοκρατικές ελευθερίες και την οικουμενικότητα των αξιών της γαλλικής κουλτούρας. Στις συνθήκες αυτές, και σε συνδυασμό με τον αυτοεγκλωβισμό του ΚΚΓ στα ιδεολογικά σχήματα που περιγράψαμε πιο πάνω και τα οποία, τελικά, ακυρώνουν την αριστερή του ταυτότητα, και την πολιτική περιθωριοποίηση και εκφυλισμό της άκρας Αριστεράς, η όποια ριζοσπαστική και ανατρεπτική στάση ενός μέρους τω πολιτών εκφράστηκε κυρίως στην ταύτιση με τη σάτιρα του Coluche που χρησιμοποιώντας κάποια από τα συνθήματα και τα σκίτσα του Μάη, γελοιοποίησε τη σοβαροφάνεια μιας πολιτικής αντιπαράθεσης που σε τελευταία ανάλυση περιφρονεί τους ίδιους τους πολίτες. Στη ριζοσπαστική αυτή απόρριψη της συγκεκριμένης πολιτικής αντιπαράθεσης μπορούμε να αποδώσουμε ένα σημαντικό μέρος του 19% της αποχής από τον πρώτο γύρο. Τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου επιβεβαίωσαν την πλήρη ανατροπή των συσχετισμών μεταξύ των συνιστωσών της Αριστεράς: 25,85% για τον Μιτεράν, μόλις 15,35% για τον Μαρσαί, που σημαίνει απώλεια 5 μονάδων ή ενός εκατομμυρίου ψήφων μέσα σε τρία μόλις χρόνια. Παράλληλα, σε επίπεδο συνασπισμών Δεξιάς - Αριστεράς, η Δεξιά διατηρεί ένα προβάδισμα κάπου 2,5 μονάδων: 28% για τον Ζισκάρ, 18,0% για τον Σιράκ, 4,0% για τους άλλους δεξιούς υποψήφιους, έναντι 46,8% για το σύνολο των υποψηφίων της Αριστεράς (δεν εντάσσουμε σε κάποιο από τους τδύο πόλους του άξονα Δεξιάς - Αριστεράς το 3,9% του απολιτικού οικολόγου Lalonde). Τι μεσολάβησε μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου ώστε τα ποσοστά της Αριστεράς να αυξηθούν κατά πέντε μονάδες; Επειδή είναι μάλλον απίθανο το 1,75 εκ. των επιπλέον πολιτών που προσήλθαν στις κάλπες στο β΄ γύρο και το 1,1 εκ. των ψηφοφόρων του Lalonde να ψήφισαν συντριπτικά υπέρ του Μιτεράν, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ένα μέρος των ψηφοφόρων του Σιράκ (περί το 10%) αρνήθηκε να στηρίξει τον «ομόσταυλο» Ζισκάρ και προτίμησε να δώσει ψήφο διαμαρτυρίας υπέρ του αντιπάλου του. Εξ άλλου, ο ίδιος ο Σιράκ είχε αρνηθεί να κάνει την οποιαδήποτε δήλωση στήριξης του Ζισκάρ μετά τα αποτελέσματα του α΄ γύρου. Το ενδεχόμενο αυτό δεν μειώνει βέβαια την αξία της νίκης του Μιτεράν, μας υποχρεώνει όμως να σκεφτούμε ότι ακόμα και αν χρεώσουμε το σύνολο του ΚΚΓ στον αξιακό κόσμο της Αριστεράς, πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο (το ίδιο βέβαια θα μπορούσαμε να πούμε, από μια άλλη άποψη, και για το ΣΚ), πολιτικά, η Αριστερά ίσως να μην ήταν πλειοψηφία, ούτε τη 10η Μαΐου 1981, όταν η κάλπη αποφάσισε: Μιτεράν 51,76%, Ζισκάρ 48,24%. Όσον αφορά τη δήλωση στήριξης του Μιτεράν από το ΚΚΓ, νομίζω ότι δεν κρύβει κάποιο αίνιγμα, αλλά ούτε και κάποια κρυφή συναλλαγή: Η πολιτική κουλτούρα της πόλωσης μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς είναι τέτοια εκείνη την εποχή στη Γαλλία που υποχρέωσε ακόμα και τον Αλαίν Κριβίν να κάνει δήλωση στήριξης του αριστερού υποψήφιου. Ο Ζορζ Μαρσαί δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό… Η συνέχεια είναι γνωστή: Ο νέος Πρόεδρος, μετά από μια αυτοκρατορική τελετή ορκωμοσίας αλλά και μέσα σε μια ατμόσφαιρα γενικής ευφορίας και λαϊκής γιορτής στην οποία συμμετείχε όλος ο κόσμος της Αριστεράς, διαλύει τη Βουλή και προκηρύσσει βουλευτικές εκλογές. Ταυτόχρονα ορίζει προσωρινή Κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Π. Μωρουά και κορμό το ΣΚ, στην οποία συμμετέχουν και 2 εκπρόσωποι των Ριζοσπαστών της Αριστεράς. Στις βουλευτικές εκλογές της 21ης Ιουνίου ολοκληρώνεται η ανατροπή με την απόλυτη κυριαρχία του ΣΚ στην πολιτική σκηνή: 36% (στον πρώτο γύρο) και απόλυτη πλειοψηφία 266 εδρών (μετά και το δεύτερο), έναντι 42,9% και 158 εδρών αντίστοιχα για τα κόμματα της Δεξιάς, και 16,1% και 44 εδρών για το ΚΚΓ. Στη δεύτερη κυβέρνηση Μωρουά που σχηματίζεται την επομένη των βουλευτικών εκλογών συμμετέχουν, μετά από σχετική πρόταση, τέσσερεις υπουργοί εκπρόσωποι του ΚΚΓ (C. Fiterman, Συγκοινωνιών, Α. Le Pors, Διοικητικής Μεταρρύθμισης, J. Ralite, Υγείας, και Μ. Rigout, Επαγγελματικής Κατάρτισης), διευρύνοντας έτσι πολιτικά και αριθμητικά την κυβερνητική πλειοψηφία, αφού τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση εμφανίζονται να εκπροσωπούν το 54,3% του λαού, ενώ και η διαχωριστική γραμμή της πολιτικής αντιπαράθεσης μετατοπίζεται στο σημείο της «πρωτεύουσας» αντίθεσης μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Βεβαίως, το πρόγραμμα που καλούνται να εφαρμόσουν οι υπουργοί του ΚΚΓ είναι αυτό του ΣΚ, το οποίο, ως δια μαγείας, ανακαλύπτουν ότι μπορούν να υπηρετήσουν χωρίς σοβαρές υποχωρήσεις από τις βασικές τους θέσεις. Το περίφημο «ελάχιστο επίπεδο εθνικοποιήσεων που θα πρέπει να υλοποιηθούν από τους πρώτους μήνες, για την επίτευξη των κοινωνικών στόχων» πέραν των οποίων, «η Αριστερά δεν θα είχε τα μέσα να κρατήσει τις δεσμεύσεις της» (P. Juquin, 1978, σ. 100), πέραν των οποίων, θα είχαμε «τη συνέχεια της ίδιας πολιτικής, που απλά θα καμουφλάρεται από άλλες ετικέτες, ή θα υλοποιείται από άλλους ανθρώπους» (Ch. Fiterman, στο P. Juquin, 1978, σ. 11), γίνεται μια ιστορία που κανείς πλέον δεν θέλει να θυμάται. Το ΚΚΓ καλείται να αναλάβει τις ευθύνες του απέναντι στο έθνος και την ιστορία και αποδέχεται την πρόκληση χωρίς δεύτερη σκέψη.

1 L’Union de la gauche et le programme commun dans les annees 1970, www.prs12.com/article.php3?id_article=318
 
2 L’union de la gauche…, όπ. παρ.
 
3 L’ union de la gauche…, όπ. παρ.
 
4 L’ union de la gauche…, όπ. παρ.
 
5 Η βιβλιογραφία θα περιληφθεί στο δεύτερο μέρος του άρθρου.
 
6 Le programme commun… σ. 113
 
7 Le Programme commun… σ. 112
 
8 Le Programme commun…, σ. 33
 
9 Le Programme commun…, σ. 29
 
10 Ο Ν. Πουλαντζάς (2001) κατέδειξε το ασύμβατο μεταξύ της θεωρίας του ΚΜΚ και του πυρήνα της μαρξιστικής θεωρίας για το κράτος, επιμένοντας ιδιαίτερα στο γεγονός ότι οι κρατικοί θεσμοί δεν μπορούν να αποκτήσουν δική τους εξουσία αλλά είναι «καταδικασμένοι» να λειτουργούν με ορίζοντα τους δεδομένους πολιτικούς συσχετισμούς μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχχούμενων, όπως και μεταξύ των συνιστωσών του άρχοντος συγκροτήματος.
 
11 G. Marchais, Introduction, στο Programme Commun…, όπ. παρ., σ. 39
 
12 Το να παρακολουθεί κανείς τις συνεχείς μεταβολές στη σύνθεση της ηγετικής ομάδας του ΣΚ, όπως και την αέναη μετατόπιση των στελεχών του από το ένα ιδεολογικό ρεύμα του ευρύτερου σοσιαλιστικού χώρου στο ακριβώς αντίθετό του (κάτι που συνεχίζεται ως τις μέρες μας…) είναι μια άχαρη και αδιέξοδη δουλειά. Ο Μ. Ροκάρ, για παράδειγμα, υπήρξε γραμματέας του «εναλλακτικού» και «αυτοδιαχειριστικού» PSU και ως συνδικαλιστής ένας από τους εμψυχωτές του αυτοδιαχειριστικού πειράματος της Lip (βλ. στη συνέχεια).
 
13 Είναι οι etablis, αγωνιστές της Προλεταριακής Αριστεράς, που μετά την ήττα του ’68, κινούμενοι από μια δογματική ανάγνωση του έργου του Αλτουσσέρ (αλλά και του ίδιου του Μάο), έσπευσαν να εργαστούν ως απλοί εργάτες στα μεγάλα γαλλικά εργοστάσια, προκειμένου να διδαχτούν από το προλεταριάτο και παράλληλα να προωθήσουν την ιδέα της οργάνωσης του επαναστατικού κόμματος, σε ρήξη με το ΚΚ. Βλ. την εμπειρία του R. Linhart, Letabli (ελληνικά Αυτός που ήρθε απ’ έξω, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα, 1982), όπως και την παρουσίασή του στις Θέσεις, τ. 2, από τον Σ. Δρόσο (www.theseis.com/1-75/theseis/t02/t02f/robertlinhart.htm)
 
14 Βλ. Les lips, l’ imagination au pouvoir, www.pierregrise.com/distribution/IMG/pdf/DP_LIP_DEF.pdf
 
15 Βλ. Larzac, terre de resistance, www.larzac.org/resister/index.php
 
16 Βλ. Informations pour les droits du soldat. Archives. www.iisg.nl/archives/en/files/i/10820098full.php
 
17 Ο άγνωστος μέχρι τότε R. Barr ήταν Πρωθυπουργός από τον Αύγουστο του 1976, όταν ο Σιράκ περίπου εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, και παρουσιάστηκε από τον Ζισκάρ ως «ο καλύτερος οικονομολόγος της Γαλλίας».
 
18 O P. Juquin, εκπροσωπεί μια γενιά στελεχών του ΚΚΓ που ευθύνεται για τη μετατόπιση του κόμματος από ένα ιστορικά χρεωκοπημένο εργατισμό (τη μεταφυσική δηλαδή αναφορά στην εργατική τάξη ως κριτήριο και θεματοφύλακα του προλεταριακού του χαρακτήρα, χωρίς αναφορά όμως στο εργατικό κίνημα ως εν δυνάμει φορέα μιας στρατηγικής υπέρβασης του αστισμού) προς ένα τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας όπου κυριαρχεί ο τεχνοκρατικός λόγος των ειδικών, των υπεύθυνων επιτροπών, κ.ο.κ. Οι Roche και Vargas παρουσιάζουν την ιστορική πορεία αυτής της μετατόπισης (που δεν ολοκληρώνεται ποτέ, αφού ο εργατισμός παραμένει παρών στο πρόσωπο του πρώην συνδικαλιστή γραμματέα) στο P. Roche, Y. Vargas (1978). Περιττό να υπογραμμίσουμε ότι ο εργατισμός και ο τεχνοκρατισμός εγγυώνται εξ ίσου την αντιδημοκρατική λειτουργία του κόμματος, αφού και οι δυο καταλήγουν στην περιφρόνηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων των μελών του.
 
19 Βλ. Vitry-sur-Seine, fr.wikipedia.org/wiki/Vitry-sur-Seine
 
20 Στο ίδιο.
21 Βλ. Chronique d’ une victoire contre le nucleaire, www.seaus.free.fr/spip.php?article131