Η ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΟΡΦΗΣ1
του Vittorio Morfino
μετάφραση Γιώργος Φουρτούνης

Από τα κείμενα του Αλτουσέρ της δεκαετίας του ’80, το πλέον σημαντικό από θεωρητική άποψη είναι πιθανότατα το Υπόγειο ρεύμα του υλισμού της συνάντησης. Πρόκειται για ένα άκρως συναρπαστικό κείμενο, στο οποίο διαγράφεται αμυδρά η υπόγεια ιστορία ενός υλισμού που θα μπορούσε να αποφύγει την κλασική αντίθεση, εσωτερική στην Ιστορία της δυτικής Μεταφυσικής, μεταξύ ιδεαλισμού και υλισμού: ενός υλισμού της ενδεχομενικότητας και του αστάθμητου, ενός υλισμού που δεν θα κυριαρχείται από την αρχή του Λόγου.

Ωστόσο, στη γοητεία που αυτό το κείμενο ασκεί κρύβεται και ο μεγαλύτερος κίνδυνος: πρόκειται για ένα κείμενο περισσότερο εκθαμβωτικό παρά διαφωτιστικό, με κορυφώσεις έκλαμψης που έρχονται σε ρήξη με κοινούς φιλοσοφικούς τόπους, διοράσεις που θα μπορούσαν να ανοίγουν δρόμους αλλά που ως επί το πλείστον δεν υποστηρίζονται από την υπομονετική εργασία της έννοιας. Ο βασικός κίνδυνος είναι να διαβλέψουμε σε αυτό την έκλειψη του ισχυρού ορθολογισμού της δεκαετίας του ’60 προς όφελος μιας φιλοσοφίας του συμβάντος, της αλλαγής ή –ακόμα χειρότερο– της ελευθερίας. Η πρόκληση, λοιπόν, δεν έγκειται τόσο στο να αρνηθούμε τις αμφισημίες στις οποίες βασίζεται αυτού του τύπου η ερμηνεία, αλλά μάλλον να τις αναγνωρίσουμε και να τις υπογραμμίσουμε, σε μια προσπάθεια υπέρβασής τους με ένα coup de force, τοποθετώντας στο θεωρητικό κέντρο του κειμένου μια αδιατύπωτη θέση: τη θέση περί προτεραιότητας της συνάντησης επί της μορφής.

Το θεμελιώδες ζήτημα που αμέσως εγείρεται είναι ο τρόπος με τον οποίο η θέση αυτή σχετίζεται με τη διακήρυξη της προτεραιότητας της σχέσης επί των στοιχείων, που διαρκώς επανερχόταν κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Υπάρχει αντίφαση εδώ; Μπορεί η πρώτη θέση να μην αναφέρεται σε στοιχεία που προϋπάρχουν της σχέσης τους, δηλαδή ακριβώς αυτό που αρνείται η δεύτερη; Αυτό που διακυβεύεται εδώ είναι η δυνατότητα να σκεφθούμε τον υλισμό του αστάθμητου χωρίς να εγκαταλείψουμε την ορθολογιστική δέσμευση.

1. Η προτεραιότητα της σχέσης επί των στοιχείων Όπως προαναφέραμε, η προτεραιότητα των σχέσεων επί των στοιχείων χαρακτηρίζει το έργο του Αλτουσέρ της πρώτης περιόδου. Είναι πράγματι διάσημη η τοποθέτησή του στην Απάντηση στον Τζον Λιούις, όπου ο Αλτουσέρ ισχυρίζεται ότι πρέπει να βάζουμε την πάλη των τάξεων στην πρώτη γραμμή [il faut mettre la lutte des classes au premier rang] 2 .

Η θέση περί προτεραιότητας της πάλης των τάξεων επί της ύπαρξης των τάξεων μπορεί να μεταφραστεί με αφηρημένους όρους στη θέση περί προτεραιότητας της σχέσης επί των στοιχείων. Μπορούμε να κατανοήσουμε το νόημα της «προτεραιότητας» με την έννοια του πρώτου θεωρήματος της Ηθικής του Σπινόζα: «Μια υπόσταση είναι εκ φύσεως πρότερη των διαθέσεών3 της (Substantia prior est natura suis affectionibus) ».4 Πρόκειται για οντολογική προτεραιότητα, η οποία, στο επιστημολογικό επίπεδο, αντιτίθεται στον αφελή εμπειρισμό που εκλαμβάνει τα πράγματα που εμφανίζονται ενώπιον ενός υποκειμένου ως αυθυπόστατη πραγματικότητα.

Ανοίγοντας τη Διαμάχη για τον θετικισμό [Positivismusstreit ] στη γερμανική κοινωνιολογία, ο Αντόρνο υιοθετεί μια παρόμοια τοποθέτηση από μεθοδολογική σκοπιά, σύμφωνα με την οποία τα γεγονότα δεν είναι τα έσχατα και αδιαπέραστα δεδομένα, όπως πίστευε η κυρίαρχη κοινωνιολογία, αλλά πρέπει να συσχετισθούν με την ολότητα για να γίνουν κατανοητά. Γράφει ο Αντόρνο:

Η ερμηνεία των γεγονότων οδηγεί στην ολότητα […]. Δεν υπάρχει κοινωνικό γεγονός που δεν αποκτά τη θέση και το νόημά του σε τούτη την ολότητα. Αυτή είναι προ-διατεταγμένη σε κάθε μεμονωμένο υποκείμενο, που αναπαριστά την ολότητα κατά τη δική του μοναδολογική συγκρότηση.5

Βεβαίως, μια τέτοια τοποθέτηση δεν πρέπει να γίνει αφελώς αποδεκτή· είναι αναγκαίο να κατανοηθεί στο πλαίσιο της σχέσης που διατηρεί με την παράδοση της εκφραστικής αιτιότητας, από τον Λάιμπνιτς στον Χέγκελ. Ο Αλτουσέρ αφιέρωσε την τελική παράγραφο του κειμένου του «Το αντικείμενο του Κεφαλαίου» ειδικά στη διαφορά ανάμεσα στη μαρξιστική και στη λαϊβνίτεια και εγελιανή αντίληψη.6 Ο Αλτουσέρ υποστηρίζει ότι στο Κεφάλαιο ο Μαρξ δεν χρησιμοποιεί ούτε το μηχανιστικό ούτε το οργανισμικό υπόδειγμα αιτιότητας, αλλά τη σπινοζική έννοια της εμμενούς αιτιότητας. Το θεωρητικό πρόβλημα, ωστόσο, έγκειται εξ ολοκλήρου στη λεπτομερή διαφοροποίηση του σπινοζικού υποδείγματος από το εγελιανό. Στο τέλος αυτής της παραγράφου, ο Αλτουσέρ πολλαπλασιάζει τις διατυπώσεις που θα υπογράμμιζαν αυτή τη διαφορά: «δομική αιτιότητα», «επικαθορισμός», «Darstellung» , «μετωνυμική αιτιότητα», «θέατρο χωρίς συγγραφέα».

Για να διαφωτίσουμε αυτό το σημείο, θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τη θέση περί προτεραιότητας των σχέσεων όπως αυτή λειτουργεί στο πλαίσιο της παράδοσης της εκφραστικής αιτιότητας. Ο Λάιμπνιτς υποστηρίζει ότι οι σχέσεις συγκροτούν την πραγματικότητα στο μέτρο που διέπουν τη χωρο-χρονική δομή των φαινομένων. Ωστόσο, παρ’ όλο που αυτές οι σχέσεις δομούν τον κόσμο έτσι όπως αυτός εμφανίζεται, δεν παύουν να προϋποθέτουν δύο θεμέλια: τόσο μια πνευματική υπόσταση, που δεν συγκροτείται από σχέσεις (και ως εκ τούτου είναι επέκεινα κάθε σχέσης), όσο και μια θεϊκή νόηση, χωρίς την οποία, σύμφωνα με τον Λάιμπνιτς, τίποτα δεν θα ήταν αληθές. Ο Χέγκελ, από την πλευρά του, διαλύει κάθε υποστασιακότητα μέσα στην πλέον ριζική σχεσιακότητα. Παρ’ όλα αυτά, όμως, η εν λόγω σχεσιακότητα δεν είναι το καθαρό και απροσδιόριστο παιγνίδι της δράσης και της ανάδρασης. Αντιθέτως, νοείται ως η παρουσία ενός χρόνου που διαπερνά τα πάντα και διέπει τις σχέσεις –αντί να συγκροτείται από αυτές. Αυτή η παρουσία γίνεται κατανοητή ως η συγχρονία μιας αρχής εμμενούς στο παιγνίδι των σχέσεων (η ωραία ατομικότητα, το αφηρημένο νομικό πρόσωπο, και ούτω καθ’ εξής), μιας δύναμης που αποφασίζει εκ προοιμίου ποιες εξελίξεις θα επιφέρει το παιγνίδι των σχέσεων. Η σκοτεινότητα στην καρδιά της αλληλόδρασης [Wechselwirkung ] τείνει αναγκαστικά προς το φως της έννοιας: αυτή η ένταση και τάση εγκλείεται ab initio στο σχήμα της ταυτοχρονίας, τη μεγάλη χρονική μεταφορά του Πνεύματος [Geist ].

Φαίνεται, λοιπόν, ότι τόσο ο Λάιμπνιτς όσο και ο Χέγκελ μπόρεσαν να θέσουν το ερώτημα των σχέσεων με τον πιο ριζικό τρόπο· ωστόσο, και οι δύο μοιάζουν να υποχωρούν απέναντι στις ακραίες συνέπειες που συνεπάγονται αυτές οι τοποθετήσεις. Η θεωρία του Λάιμπνιτς περί προ-εγκατεστημένης αρμονίας, επί παραδείγματι, επιτρέπει στην υπόσταση να υπεισέλθει στο παιγνίδι των σχέσεων μόνον υπό τον όρο να διατηρεί τη μορφή μιας δυνατής ουσίας στη θεϊκή νόηση. Ο Λάιμπνιτς περιστέλλει έτσι τη σχέση στο συνδυαστικό παιγνίδι ενός Θεού, που νοείται ταυτόχρονα ως αρχιτέκτονας και κυρίαρχος, ένα παιγνίδι αείποτε προ-αποφασισμένο από την τάση της θεϊκής βούλησης προς το καλό. Κατά τον ίδιο τρόπο, η θεωρία του Χέγκελ περί πανουργίας του λόγου ως της δραστηριότητας που εξυφαίνει τη μεγάλη ταπισερί της παγκόσμιας ιστορίας, όπου το στιμόνι και το υφάδι είναι η Ιδέα και τα διαπλεκόμενα νήματα είναι τα ατομικά πάθη, του επιτρέπει να ελέγχει την κατεύθυνση του παιγνιδιου των σχέσεων. Τόσο η προ-εγκατεστημένη αρμονία όσο και η πανουργία του λόγου καθιστούν τη σχεσιακότητα υπηρέτρια των σκοπών της τελεολογίας: θα μπορούσαμε να πούμε «προτεραιότητα της τελεολογίας επί της σχεσιακότητας», ώστε να συνηχήσουμε με την αλτουσεριανή διατύπωση με την οποία ξεκινήσαμε. Και στις δύο περιπτώσεις, η σύλληψη του χρόνου είναι το μυστικό αυτής της προτεραιότητας: η θεολογική αιωνιότητα του Λάιμπνιτς και η εγελιανή εκκοσμίκευσή της στη συγχρονικότητα της εποχής.

Στη «Σκιαγράφηση της έννοιας του ιστορικού χρόνου», ο Αλτουσέρ επιχειρεί να οικοδομήσει μια έννοια χρόνου απελευθερωμένη από αυτή τη διπλή υποθήκη: ο χρόνος της ολότητας δεν είναι ούτε αιωνιότητα, ούτε συγχρονικότητα, αλλά η σύνθετη συνάρθρωση διαφορικών χρόνων που δεν εναρμονίζονται σε μια απλή ουσία.7 Εάν λοιπόν, η θέση περί προτεραιότητας των σχέσεων μπορεί να διαβαστεί υπό το πρίσμα της ιδεαλιστικής παράδοσης, όπως παραδέχεται ο Αλτουσέρ, είναι αναγκαίο να βρεθεί μια διατύπωση ικανή να εκφράσει αυτή τη σύλληψη με μια ίση και αντίθετη δύναμη συγκριτικά με την παράδοση της εκφραστικής αιτιότητας. Προτεραιότητα της τυχαιότητας έναντι της σχέσης; Κατά τη γνώμη μου, η σαφέστερη διατύπωση είναι: προτεραιότητα της συνάντησης επί της μορφής. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, αυτή η θέση δεν εμφανίζεται στο Υπόγειο ρεύμα.

2. Οι 7 θέσεις του Υπόγειου ρεύματος, η συνάντηση και το κενό.

Αρχικά, ας θεωρήσουμε το περίγραμμα αυτού του υλισμού. Ο Αλτουσέρ περιγράφει τα χαρακτηριστικά μιας παράδοσης που μοιάζει να έχει διασχίσει τους αιώνες και ωστόσο παραμένει αόρατη στην επιφάνεια επειδή έχει πολεμηθεί άγρια, επειδή έχει παρανοηθεί και απωθηθεί. Αυτήν την παράδοση την ονομάζει ο ίδιος υλισμό της βροχής, της παρέγκλισης , της συνάντησης και του « δεσίματος »: 8 ο Επίκουρος, ο Λουκρήτιος, ο Μακιαβέλι, ο Σπινόζα, ο Χομπς, ο Ρουσώ, ο Μαρξ, το es gibt του Χάιντεγκερ, το fallen του Βίτγκενστάιν. Τι κοινό έχουν αυτοί οι συγγραφείς; Την αντίσταση, τη μη αναγωγιμότητα σε μια ιστορία της Δυτικής σκέψης ως ιστορίας του Λόγου ή της μεταφυσικής, αντίσταση στη μεγάλη εγελιανή και χαϊντεγκεριανή περιοδολόγηση.

Προσδιορίζοντας αυτόν τον υλισμό, ο Αλτουσέρ του αποδίδει τις ακόλουθες θέσεις:

1. Τη «θέση περί προτεραιότητας της θετικότητας επί της αρνητικότητας» (Ντελέζ)·9

2. τη «θέση περί προτεραιότητας της παρέγκλισης επί του κατακόρυφου της ευθείας τροχιάς»·10

3. τη «θέση περί προτεραιότητας της αταξίας επί της τάξης»·11

4. τη «θέση περί προτεραιότητας της “διασποράς” επί του αξιώματος ότι κάθε σημαίνον έχει ένα νόημα (Ντεριντά)»·12

5. τη «θέση περί προτεραιότητας της απουσίας επί της παρουσίας (Ντεριντά)»·13

6. τη «θέση περί προτεραιότητας του “τίποτε” επί κάθε “μορφής”·14

7. τη «θέση περί προτεραιότητας του αστάθμητου υλισμού επί κάθε φορμαλισμού»·15

Οι θεμελιώδεις φιλοσοφικές αναφορές αυτών των θέσεων είναι ο Ντελέζ (θέση 1), ο επικουριανισμός (θέσεις 2 και 6) και ο Ντεριντά (θέσεις 4 και 5). Ωστόσο, ο πολλαπλασιασμός των θεωρητικών αναφορών δεν βοηθά: χωρίς λεπτομερή συζήτηση για την καταλληλότητα κάθε μιας από αυτές (που θα μπορούσε να καταδεικνύει ότι πρόκειται μόνο για ασαφείς επικλήσεις), θα έλεγα ότι δεν έχουμε παρά αναφορές που μπορούν να παραπλανήσουν σχετικά με την εννοιολογία που χρησιμοποιείται για τον ορισμό του υλισμού της συνάντησης. Κατά τη γνώμη μου, ο κίνδυνος αυτής της σειράς θέσεων συνοψίζεται τέλεια σε μια διατύπωση του Αλτουσέρ αναφορικά με τον Χάϊντεγκερ: «υπερβατολογική ενδεχομενικότητα του κόσμου». Η διατύπωση είναι στο όριο άνευ νοήματος, αλλά στο μέτρο που θα επιδεχόταν κατανόησης μοιάζει να θέτει μια αντιπαράθεση μεταξύ υποκειμένου και κόσμου, η συνάντηση των οποίων θα έπαιρνε τον «αναγκαίο» χαρακτήρα της ενδεχομενικότητας.

Ως εκ τούτου, οι θέσεις αυτές πρέπει να τεθούν προσωρινά κατά μέρος, με όλη την αμφισημία τους, έτσι ώστε να μπορέσουμε να θεωρήσουμε αυτήν που εγώ θεωρώ τη θεμελιώδη θέση: τη θέση περί προτεραιότητας της συνάντησης επί της μορφής. Ας δούμε με ποιο τρόπο προσδιορίζει ο Αλτουσέρ τη φιλοσοφία της συνάντησης, σε ένα σύντομο ιντερλούδιο της υπόγειας ιστορίας της:

1. Για να υπάρχει μια οντότητα (ένα σώμα, ένα ζώο, ένας άνθρωπος, ένα κράτος ή ένας Ηγεμόνας), πρέπει να έχει λάβει χώρα (στον παρακείμενο) μια συνάντηση. Για να περιοριστούμε στον Μακιαβέλι, πρέπει να έχει λάβει χώρα μια συνάντηση ανάμεσα σε συγγενεύσιμα [des affinissables ], όπως εκείνο το άτομο και εκείνη η συγκυρία ή Τύχη –όπου η ίδια η συγκυρία είναι σύγκλιση, συν-κλίση, συνάντηση16 που έχει πήξει, έστω και ασταθής, αφού προηγουμένως έχει λάβει χώρα, παραπέμποντας για λογαριασμό της στην απειρία των πρότερων αιτιών της, όπως εξάλλου παραπέμπει στην άπειρη ακολουθία πρότερων αιτιών κάθε συγκεκριμένο άτομο (για παράδειγμα, ο Βοργίας) που συνιστά το αποτέλεσμά τους.

2. Υπάρχει συνάντηση μόνο μεταξύ σειρών όντων, που είναι αποτελέσματα πολλών σειρών αιτιών –τουλάχιστον δύο, αλλά αυτές οι δύο αμέσως πολλαπλασιάζονται δυνάμει του αποτελέσματος του παραλληλισμού, ή της περιρέουσας μετάδοσης (όπως έλεγε ο Μπρετόν, με μια βαθυστόχαστη φράση: «οι ελέφαντες είναι μεταδοτικοί»). Σκέφτεται κανείς εδώ και τον Κουρνό, αυτόν τον μεγάλο παραγνωρισμένο.

3. Κάθε συνάντηση είναι αστάθμητη: όχι μόνο ως προς την προέλευσή της (τίποτε δεν εγγυάται ποτέ μια συνάντηση), αλλά και ως προς τα αποτελέσματά της. Με άλλα λόγια, κάθε συνάντηση θα μπορούσε να μην έχει λάβει χώρα, παρόλο που έλαβε χώρα, ωστόσο η δυνάμει ανυπαρξία της φωτίζει το νόημα του αστάθμητου είναι της. Και κάθε συνάντηση είναι αστάθμητη ως προς τα αποτελέσματά της, καθώς τίποτε στα στοιχεία της συνάντησης δεν προδιαγράφει, πριν από τη συνάντηση ως τέτοια, το περίγραμμα και τους προσδιορισμούς της οντότητας που θα προκύψει από αυτήν.17

Ανακεφαλαιώνοντας:

1. Κάθε οντότητα αποτελεί προϊόν μιας συνάντησης, 2. Κάθε συνάντηση είναι αποτέλεσμα άλλων συναντήσεων ad infinitum, 3. Κάθε συνάντηση θα μπορούσε να μην έχει συμβεί, 4. Τα στοιχεία της συνάντησης δεν προδιαγράφουν την οντότητα που θα προκύψει από αυτήν.

Ποιο ρόλο παίζει το κενό σε αυτή τη φιλοσοφία; Θα ήθελα να υποστηρίξω ότι η έμφαση στις έννοιες του «τίποτε» και του «κενού» έχει ρητορική μόνο λειτουργία: στην πραγματικότητα, είναι η ενδεχομενικότητα, το αστάθμητο, αυτό που προτάσσεται της συνάντησης και όχι το τίποτε/κενό. Εάν αυτή η ρητορική λειτουργία εκληφθεί ως θεωρητική, θα μπορούσε να μετασχηματίσει τη θεωρία της συνάντησης σε μια θεωρία του συμβάντος και της ελευθερίας.

Το κενό είναι απλώς η συνθήκη του μετεωρισμού.18 Είναι αναγκαία έννοια για να σκεφτούμε τον μετεωρισμό των στοιχείων πριν από τη συνάντηση. Πρόκειται για την απουσία κάθε σχεδίου προ της συνάντησης των στοιχείων. Το κενό δεν έχει νόημα αφ’ εαυτού.19 Εκκινώντας από εδώ, μπορούμε να αντιληφθούμε την ανεπάρκεια όλων αυτών των θέσεων, που δεν υπογραμμίζουν το στοιχείο της συνάντησης: όροι όπως «θετικότητα», «παρέγκλιση», «αταξία», «διασπορά», «απουσία» και «τίποτε», κινδυνεύουν σοβαρά να καταστούν αμφίσημοι ή παραπλανητικοί εάν δεν κατανοηθούν διαμέσου της κατηγορίας της συνάντησης.

3. Οι δύο βροχές του Αλτουσέρ

Ας γυρίσουμε τώρα στην πρώτη σελίδα του Αλτουσέρ: είναι μια πολύ όμορφη σελίδα από λογοτεχνική άποψη:

Βρέχει.

Ας είναι τούτο το βιβλίο, πριν από όλα, ένα βιβλίο για την απλή βροχή.

Ο Μαλεμπράνς αναρωτιόταν «γιατί βρέχει στη θάλασσα, στις δημοσιές και στις αμμουδιές», μιας και το νερό από τον ουρανό, που αλλού θα πότιζε τις σοδειές (και αυτό είναι πολύ καλό), δεν προσφέρει τίποτε στο νερό της θάλασσας ή πάει χαμένο στους δρόμους και στις ακροθαλασσιές.

Εμείς δεν θα ασχοληθούμε με αυτού του είδους τη βροχή, ουρανόπεμπτη ή όχι.

Το αντίθετο: το βιβλίο αυτό είναι για μια άλλου τύπου βροχή, για ένα βαθύ θέμα που διατρέχει όλη την ιστορία της φιλοσοφίας, και που αμφισβητήθηκε και εξοβελίστηκε αμέσως μόλις διατυπώθηκε: τη «βροχή» (Λουκρήτιος) των ατόμων του Επίκουρου, που πέφτουν παράλληλα στο κενό, τη «βροχή» του παραλληλισμού των άπειρων κατηγορημάτων στον Σπινόζα, και πολλούς άλλους: τον Μακιαβέλι, τον Χομπς, τον Ρουσσώ, τον Μαρξ, τον Χάϊντεγκερ επίσης, και τον Ντεριντά.20

Στις επόμενες γραμμές, ο Αλτουσέρ καταλήγει σε έναν ορισμό του υπόγειου ρεύματος ως «υλισμού της βροχής».21 Αλλά το κείμενο του Αλτουσέρ δεν κρατά την υπόσχεση της λαμπρής εισαγωγής. Το βιβλίο του δεν θα είναι καθόλου ένα βιβλίο για τη βροχή. Η μεταφορά της βροχής σπανίως θα επανέλθει, και όχι πάντα εύστοχα: η βροχή των ατόμων του Επίκουρου, τα Ιταλικά κράτη του Μακιαβέλι, τα παράλληλα κατηγορήματα του Σπινόζα, οι άνθρωποι στο δάσος του Ρουσσώ, οι παράλληλες πορείες των εργατών και των φοιτητών στο Γαλλικό Μάη. Κατά τρόπο κατάλληλο ή όχι, όλες αυτές οι βροχές ακολουθούν το μοντέλο των επικούρειων ατόμων. Αλλά έτσι η βροχή δεν αποτελεί μεταφορά της θέσης περί προτεραιότητας της συνάντησης επί της μορφής, αλλά μάλλον μεταφορά της θέσης περί προτεραιότητας της μη-συνάντησης επί της συνάντησης, που μπορεί να θεωρηθεί συμπληρωματική της πρώτης: πριν από τη συνάντηση, από την οποία προκύπτει ο κόσμος, τα άτομα πέφτουν σαν σταγόνες της βροχής, χωρίς να συναντώνται μεταξύ τους, ενώ η ύπαρξή τους είναι καθαρά αφηρημένη.

Η βροχή που ανοίγει το κείμενο, η βροχή που πέφτει στα χωράφια, στον δρόμο, στην έρημο ή στη θάλασσα, παραμένει στο περιθώριο, ως μια όμορφη εικόνα χωρίς αντίκρυσμα. Κατά τη γνώμη μου, ωστόσο, αποτελεί τον θεωρητικό πυρήνα του κειμένου: είναι η βροχή για την οποία μιλά ο Αριστοτέλης, σε μια θεμελιώδη παράγραφο των Φυσικών (§ 8, Βιβλίο ΙΙ). Εκεί ο Αριστοτέλης αναρωτιέται εάν κάθε τελεολογία δεν είναι στην πραγματικότητα φαινομενική, μια επίφαση σκοπιμότητας, με άλλα λόγια εάν κάθε μορφή δεν είναι στην πραγματικότητα αποτέλεσμα τυχαιότητας. Εδώ είναι το εκπληκτικό αριστοτελικό απόσπασμα:

Η απορία είναι η εξής: τι εμποδίζει τη φύση να ενεργεί όχι για κάποιον σκοπό ούτε προς το καλύτερο, αλλά εξ ανάγκης; Γιατί να μη συμβαίνει όπως με τη βροχή: τη βροχή δεν την στέλνει ο Δίας για να μεγαλώσει το σιτάρι· απλώς ό,τι ανέρχεται κατ’ ανάγκην ψύχεται, και αφού ψυχθεί και γίνει νερό κατέρχεται· όταν τώρα γίνει κάτι τέτοιο, συμβαίνει και στο σιτάρι να μεγαλώνει. Παρομοίως, αν το σιτάρι κάποιου χάνεται στο αλώνι, δεν βρέχει για αυτόν τον σκοπό, για να χαθεί δηλαδή το σιτάρι, αλλά απλώς συνέβη να χαθεί. Επομένως τι εμποδίζει να γίνεται το ίδιο και με τα μέρη των ζώων στη φύση; Γιατί λ.χ. να μην έχουν φυτρώσει τα μπροστινά δόντια εξ ανάγκης μυτερά, ικανά να τεμαχίζουν την τροφή, και τα πίσω πλατιά και χρήσιμα στο να αλέθουν την τροφή, και να έγιναν έτσι όχι για αυτόν τον σκοπό, αλλά απλώς να συνέπεσε να γίνουν έτσι; Το ίδιο μπορεί να γίνεται και με όλα τα άλλα μέρη των ζώων, σε όσα νομίζουμε ότι υπάρχει σκοπός. Σε όποια λοιπόν όντα τα πάντα συνέβησαν σαν να γίνονταν για κάποιο σκοπό, αυτά τα όντα διασώθηκαν γιατί βρέθηκαν αυτομάτως με την αρμόζουσα σύσταση. Σε όσα πάλι δεν συνέβη κάτι τέτοιο, αυτά χάθηκαν και συνεχίζουν να χάνονται, όπως ακριβώς λέει ο Εμπεδοκλής για τα βοοειδή με την ανθρώπινη όψη.22

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το κάθε τι θα μπορούσε να έχει συμβεί από αναγκαιότητα και όχι χάριν ενός σκοπού. Βρέχει, είναι ένα γεγονός. Και η βροχή μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα, μπορεί να αυξήσει τις σοδειές, ή μπορεί να καταστρέψει τις σοδειές στο αλώνι. Σε αυτές τις δύο περιπτώσεις, δεν βρέχει χάριν ενός σκοπού, αλλά αναγκαστικά (εξ ανάγκης ). Ο Αριστοτέλης αναρωτιέται εάν κάθε μορφή δεν θα μπορούσε να γίνει κατανοητή κατά το πρότυπο της βροχής και των δυνατών αποτελεσμάτων της στα γεννήματα. Οι μορφές θα μπορούσαν να μην είναι τίποτε περισσότερο από αποτέλσμα ενός επιτυχούς συνδυασμού αναγκαιότητας, μιας καλής οργάνωσης που γι’ αυτό ακριβώς διαρκεί· κατ’ αντιδιαστολή, οι κακές οργανώσεις αφανίζονται και έχουν αφανιστεί όπως τα μοσχάρια με ανθρώπινο πρόσωπο. Οι μορφές, λοιπόν, δεν υπάρχουν επειδή έχουν παραχθεί προς το σκοπό να υπάρξουν, αλλά επειδή έχουν προσαρμοσθεί τυχαία στην ύπαρξη. Η προτεραιότητα της συνάντησης επί της μορφής είναι μια υπόθεση την οποία βέβαια ο Αριστοτέλης απορρίπτει.

4. Το Υπόγειο ρεύμα και ο Δαρβίνος Θα ήθελα να υποστηρίξω ότι αυτή η θέση είναι ο θεωρητικός πυρήνας του Υπόγειου ρεύματος : η προτεραιότητα της συνάντησης επί της μορφής. Η θέση αυτή φωτίζεται με εντελώς νέο φως εάν συγκρίνουμε το αλτουσεριανό κείμενο με έναν συγγραφέα που αναφέρεται μόνο μια φορά σε αυτό: τον Κάρολο Δαρβίνο. Ιδού το απόσπασμα που αναφέρεται στον Δαρβίνο:

Εάν πρέπει λοιπόν να πούμε ότι δεν υπάρχει αποτέλεσμα χωρίς το γίγνεσθαί του (Χέγκελ), πρέπει επίσης να δεχθούμε ότι δεν υπάρχει τίποτε που να έχει γίνει παρά μόνον ως προσδιορισμένο από το αποτέλεσμα αυτού του γίγνεσθαι – αυτή η ίδια η ανάδραση (Κανγκιλέμ). Δηλαδή, αντί να σκεφτόμαστε την ενδεχομενικότητα ως ένα τροπισμό της αναγκαιότητας, ή μια εξαίρεσή της, πρέπει να σκεφτούμε την αναγκαιότητα ως το γίγνεσθαι-αναγκαίο της συνάντησης των ενδεχομενικοτήτων. Έτσι, βλέπουμε όχι μόνο τον κόσμο της ζωής (οι βιολόγοι απέκτησαν πρόσφατα επίγνωση αυτού του γεγονότος, αυτοί που θα έπρεπε να έχουν μάθει από τον Δαρβίνο), αλλά και τον κόσμο της ιστορίας επίσης να παγώνει σε ορισμένες ευτυχείς στιγμές μέσα στο δέσιμο στοιχείων, που συγκλίνουν σε μια συνάντηση κατάλληλη να χαράξει μια τέτοια φιγούρα: ένα τέτοιο είδος, άτομο, λαό.23

Ο ρόλος που ο Αλτουσέρ αποδίδει στον Δαρβίνο είναι άκρως σημαντικός: Ο Δαρβίνος χρησιμοποιείται εναντίον του Χέγκελ και το διακύβευμα είναι προφανώς ο Μαρξ –συγκεκριμένα η δυνατότητα να διακρίνουμε ανάμεσα σε μια τελεολογική θεωρία του τρόπου παραγωγής και σε μια αστάθμητη. Πρόκειται για θεμελιώδη ρόλο επειδή παρέχει στον Αλτουσέρ ένα πρότυπο εφαρμογής της θέσης περί προτεραιότητας της συνάντησης επί της μορφής κατά την πραγμάτευση του φυσικού κόσμου. Δεν έχουμε εδώ καμία υπερβατολογική ενδεχομενικότητα του κόσμου, απλώς την ανάδυση κάθε φυσικής μορφής από μια σύνθετη συνάντηση ενός εξαιρετικά μεγάλου αριθμού στοιχείων.

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, στην παράγραφο 8 των Φυσικών ο Αριστοτέλης αντιμετώπισε τη δυνατότητα μιας τέτοιας θεωρίας προτού την ανασκευάσει. Στην πρώτη σελίδα του Ιστορικού σχεδιάσματος για την πρόοδο της αντίληψης περί της καταγωγής των ειδών, ο Δαρβίνος παραθέτει το ίδιο απόσπασμα του Αριστοτέλη που διαβάσαμε, προσθέτοντας:

Βλέπουμε εδώ να προδιαγράφεται η αρχή της Φυσικής Επιλογής, αλλά το πόσο λίγο ο Αριστοτέλης είχε κατανοήσει πλήρως αυτήν την αρχή καταδεικνύεται στις παρατηρήσεις του για τη διαμόρφωση των δοντιών.24

Αλλά το ότι η δαρβινική θεωρία αντιτίθεται στην αριστοτελική συνιστά περίπου κοινό τόπο. Αυτό που είναι λιγότερο προφανές είναι το ότι η δαρβινική θεωρία αντιτίθεται στην εγελιανή φιλοσοφία, η οποία έχει ευρέως ερμηνευθεί ως η θεωρία της προόδου, της εξέλιξης των μορφών, όπου εδώ οι έννοιες είναι συμβατές με το συντακτικό της εγελιανής λογικής.

Ας επιχειρήσουμε τώρα να διαβάσουμε την Προέλευση των ειδών υπό αυτήν την προοπτική. Ένα πρώτο θεωρητικό στοιχείο θεμελιώδους σημασίας είναι η διάβρωση της έννοιας της μορφής, που προκύπτει από την παρατήρηση των παραλλαγών των ειδών στη φυσική κατάστασή τους. Ο Δαρβίνος παρατηρεί ότι «κανένας ορισμός [του όρου είδος] δεν έχει ικανοποιήσει όλους τους φυσιοδίφες»25 και ότι «ο όρος “ποικιλία” είναι σχεδόν εξίσου δύσκολο να ορισθεί»·26 οι τερατομορφισμοί συγχέονται σταδιακά προς τις ποικιλίες και συνιστούν «δομική παρέκκλιση, κατά κανόνα επιβλαβή ή άχρηστη για το είδος».27 Είδος, ποικιλία και τερατομορφισμός αποτελούν λοιπόν βαθμούς ατομικής διαφοροποίησης που δεν διαχωρίζονται από ισχυρές οντολογικές συντεταγμένες, πράγμα που επιφέρει αβεβαιότητα και αυθεραισία στις φυσιοδιφικές ταξινομήσεις. Σύμφωνα με τον Δαρβίνο, έχουμε κάτι σαν προοδευτική κλίμακα που πηγαίνει από τις ατομικές διαφορές σε μια περισσότερο διαφοροποιημένη και ανθεκτική ποικιλία, από εκεί στο υποείδος και τέλος στο είδος:

Το πέρασμα από τον έναν βαθμό διαφοράς στον άλλο μπορεί, σε πολλές περιπτώσεις, να είναι το απλό αποτέλεσμα της φύσης του οργανισμού και των διαφορετικών φυσικών συνθηκών στις οποίες έχει επί μακρόν εκτεθεί· αλλά όσον αφορά τα περισσότερο σημαντικά και προσαρμοστικά χαρακτηριστικά, το πέρασμα από τον έναν βαθμό διαφοράς στον άλλο μπορεί με ασφάλεια να αποδοθεί στη σωρευτική δράση της Φυσικής Επιλογής […]. Μια ευδιάκριτη ποικιλία μπορεί λοιπόν να ονομασθεί αναδυόμενο είδος.28

Ένα δεύτερο θεωρητικό στοιχείο, εξίσου θεμελιώδες, έγκειται στην υπογράμμιση του αγώνα για ζωή ως επιλεκτικό μηχανισμό των μορφών. Ο Δαρβίνος αναρωτιέται «με ποιο τρόπο έχουν τελειοποιηθεί όλες αυτές οι εκπληκτικές προσαρμογές, από το ένα μέρος του οργανισμού στο άλλο, και από τις συνθήκες ζωής στις σχέσεις του ενός ζωντανού όντος με τα άλλα».29 Και «πώς γίνεται οι ποικιλίες που έχω ονομάσει αναδυόμενα είδη να μετατρέπονται σε καλοσχηματισμένα και ευδιάκριτα είδη, που τις περισσότερες φορές διαφέρουν ολοφάνερα μεταξύ τους πολύ περισσότερο απ’ όσο διαφέρουν οι ποικιλίες του ίδιου είδους;»30 Η πολύ γνωστή απάντηση είναι ότι οι χρήσιμες παραλλαγές διατηρούνται κατά τον αγώνα για ζωή. Αλλά η έκφραση «αγώνας για ζωή» πρέπει να κατανοηθεί υπό ένα ευρύ και μεταφορικό νόημα: η έννοια που την υποβαστάζει είναι η αμοιβαία εξάρτηση όλων των ατόμων· πρόκειται για αγώνα επιβίωσης ανάμεσα σε άτομα του ίδιου είδους, σε άτομα διαφορετικών ειδών και εντέλει όλων των ατόμων με τις συνθήκες ζωής τους. Με άλλα λόγια, ο αγώνας για ζωή δεν δρα ποτέ ως απλή βαθμίδα, αλλά ως πλέγμα απείρως σύνθετων σχέσεων μεταξύ φυτών, ζώων και κλιματικών συνθηκών μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής. Ας πάρουμε το παράδειγμα που δίνει ο Δαρβίνος:

Στο Σταφορντσάιντ, σε ένα οικογενειακό κτήμα, όπου είχα άφθονα μέσα για έρευνα, υπήρχε ένα μεγάλο και εξαιρετικά χέρσο λειβάδι, που δεν είχε ποτέ πειραχτεί από ανθρώπινο χέρι· ωστόσο, αρκετές εκατοντάδες εκτάρια ίδιας ακριβώς φύσης είχαν περιφραχτεί εικοσιπέντε χρόνια προτύτερα και είχαν φυτευτεί με σκωτσέζικο έλατο. Η αλλαγή στη γηγενή χλωρίδα του φυτευμένου μέρους της περιοχής ήταν περισσότερο φανερή από όσο παρατηρείται συνήθως όταν περνά κανείς από ένα έδαφος σε ένα άλλο τελείως διαφορετικό· όχι μόνο η αναλογία του αριθμού των φυτών του λειβαδιού είχε αλλάξει πλήρως, αλλά δώδεκα είδη φυτών που δεν υπήρχαν στο λειβάδι (χωρίς να υπολογίζουμε τα χορτάρια και τους κάρηκες) είχαν φυτρώσει στη φυτεία. Το αποτέλεσμα στα έντομα πρέπει να ήταν ακόμα μεγαλύτερο, μιας και έξι εντομοφάγα πουλιά έβριθαν στη φυτεία, ενώ δεν υπήρχαν προηγουμένως στο λειβάδι, όπου σύχναζαν όχι περισσότερα από δύο ή τρία εντομοφάγα πουλιά. Βλέπουμε εδώ πόσο ισχυρό υπήρξε το αποτέλεσμα της εισαγωγής ενός μόνο δένδρου, χωρίς να αλλάξει τίποτε άλλο, εκτός από την περίφραξη της γης που εμπόδιζε την είσοδο των κοπαδιών. Αλλά το πόσο σοβαρό στοιχείο είναι η περίφραξη το είδα καθαρά στο Σάρει, κοντά στο Φάρναμ: εκεί υπάρχουν εκτεταμμένα λειδάδια, με λίγες συστάδες γέρικων σκωτσέζικων ελάτων στις κορυφές των απόμακρων λόφων: τα τελευταία δέκα χρόνια, μεγάλες περιοχές περιφράχτηκαν και αυτοφυή έλατα ξεφυτρώνουν πλέον κατά πλήθη, τόσο κοντά το ένα με το άλλο που δεν μπορούν να ζήσουν. Όταν βεβαιώθηκα ότι αυτά τα νεαρά δέντρα δεν είχαν σπαρθεί ή φυτευτεί, η έκπληξη που μου προξένησαν οι αριθμοί τους με ώθησε να πάω σε διάφορα σημεία με θέα απ’ όπου μπορούσα να παρατηρήσω εκατοντάδες εκτάρια απερίφρακτου λειβαδιού, και δεν μπόρεσα να δω κυριολεκτικά ούτε ένα σκωτσέζικο έλατο εκτός από τις παλιές φυτευμένες συστάδες. Αλλά κοιτώντας προσεκτικά ανάμεσα στους μίσχους του λειβαδιού, ανακάλυψα μια πλειάδα από φυτάδια και δεντρύλια, στα οποία προηγουμένως βοσκούσαν αδιάκοπα τα κοπάδια. Σε μια μόνο τετραγωνική γιάρδα, σε απόσταση εκατοντάδων γιαρδών από τις παλιές συστάδες, μέτρησα τριάντα δύο μικρά δέντρα, ένα από τα οποία, με ειδοσιέξι δακτύλιους ανάπτυξης, προσπαθούσε αποτυχημένα επί χρόνια να σηκώσει κεφάλι πάνω από τη βλάστηση του λειβαδιού. Καμία έκπληξη, λοιπόν, που αμέσως μόλις περιφράχθηκε η περιοχή καλύφθηκε πυκνά με σφριγηλά και αναπτυσσόμενα νεαρά έλατα. Το λειβάδι όμως ήταν τόσο χέρσο και τόσο μεγάλο που κανείς δεν θα φανταζόταν ποτέ ότι τα κοπάδια θα το είχαν σαρώσει τόσο αποτελεσματικά και εξαντλητικά για τροφή. Βλέπουμε έτσι ότι τα κοπάδια καθορίζουν απολύτως την ύπαρξη του σκωτσέζικου έλατου· αλλά σε πολλά μέρη του κόσμου τα έντομα καθορίζουν την ύπαρξη των κοπαδιών. Η Παραγουάη προσφέρει ίσως την πιο περίεργη περίπτωση, καθώς εκεί ούτε κοπάδια, ούτε άλογα, ούτε σκύλοι δεν έχουν αγριέψει εκ νέου, παρά το γεγονός ότι βρίθουν νοτιότερα και βοριότερα σε άγρια κατάσταση. Οι Ατζάρα και Ρένγκιρ έδειξαν ότι αυτό οφείλεται σε μια συγκεκριμένη μύγα, που βρίσκεται σε πολύ μεγαλύτερους αριθμούς στην Παραγουάη και η οποία αφήνει τα αυγά της στους αφαλούς αυτών των ζώων όταν είναι νεογέννητα. Η αύξηση αυτών των μυγών, πολυάριθμων έτσι κι αλλιώς, πρέπει να ελέγχεται συνήθως με ορισμένα μέσα, πιθανώς από άλλα παρασιτικά έντομα. Έτσι, εάν ο αριθμός κάποιων εντομοφάγων πουλιών μειωθεί στην Παραγουάη, τα παρασιτικά έντομα πιθανότατα θα αυξηθούν· και αυτό θα μείωνε τον αριθμό των μυγών που προσβάλλουν τους αφαλούς. Τότε, βοειδή και άλογα θα επέστρεφαν στην άγρια κατάσταση και αυτό οπωσδήποτε θα τροποποιούσε τη βλάστηση (όπως πράγματι έχω παρατηρήσει σε περιοχές της Νότιας Αμερικής)· αυτό με τη σειρά του θα επηρέαζε σοβαρά τα έντομα· και αυτό, όπως μόλις είδαμε στο Σταφορντσάιρ, θα επηρέαζε τα εντομοφάγα πουλιά, και ούτω καθ’ εξής, σε ολοένα και μεγαλύτερους κύκλους πολυπλοκότητας.31

Ο Δαρβίνος, ωστόσο, προσθέτει ότι οι σχέσεις δεν είναι πάντοτε τόσο απλές: «η μάχη μέσα στη μάχη είναι αδιάκοπη, με ποικίλη επιτυχία».32 Ως εκ τούτου, η επιλογή δεν είναι καθόλου συνειδητή επιλογή της φύσης (στην πραγματικότητα η φύση δεν εμφανίζεται ως όλο, αλλά μόνον ως «δίκτυο σύνθετων σχέσεων»),33 ούτε παράγει η ίδια τις παραλλαγές. Δρα μόνο στο μέτρο που εξυφαίνει τις σύνθετες σχέσεις των ατομικών παραλλαγών:

Μπορεί να ειπωθεί μεταφορικά ότι η Φυσική Επιλογή ερευνά εξονυχιστικά, μέρα με τη μέρα και ώρα με την ώρα, τις παραμικρές παραλλαγές σε όλο τον κόσμο, απορρίπτοντας τις κακές και συσσωρεύοντας τις καλές, δουλεύοντας σιωπηρά και ανεπαίσθητα, όταν και όπου παρέχεται η ευκαιρία, προς τη βελτίωση κάθε έμβιου όντος σε σχέση με τις οργανικές και ανόργανες συνθήκες ζωής.34

Ένα τρίτο θεμελιώδες θεωρητικό στοιχείο είναι η δαρβινική αντίληψη της τάξης και του χρόνου. Τάξη δεν είναι παρά η προσωρινή ισορροπία δυνάμεων σε αυτό το πλέγμα σύνθετων σχέσεων. Η δράση των ατόμων δεν διέπεται από κάποιου είδους υπερβατολογική ή εμμενή φύση, αλλά από το ίδιο το σύνθετο δίκτυο ατομικών δράσεων, η ισορροπία των οποίων μπορεί πάντοτε να αλλάξει: […] μακροπρόθεσμα, οι δυνάμεις αυτές είναι τόσο τέλεια ισορροπημένες, ώστε η όψη της φύσης παραμένει για μεγάλες χρονικές περιόδους αναλλοίωτη, παρόλο που αναμφίβολα και η παραμικρή λεπτομέρεια θα μπορούσε να δώσει τη νίκη σε ένα έμβιο ον επί του άλλου. Αλλά τόσο βαθιά είναι η άγνοιά μας και τόσο υψηλή η έπαρσή μας, ώστε εκπλησσόμαστε όταν ακούμε για την εξαφάνιση ενός οργανισμού και, καθώς δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την αιτία, επικαλούμαστε κατακλυσμούς που ερημώνουν τον κόσμο ή επινοούμε νόμους για τη διάρκεια των μορφών ζωής!35

Ο χρόνος, λοιπόν, δεν έχει καμία επίδραση στη φυσική επιλογή, και δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι «κάθε μορφή ζωής υφίσταται αναγκαστικά αλλαγές δυνάμει κάποιου εγγενούς νόμου».36

Τα διαστήματα χρόνου είναι σημαντικά μόνο στο μέτρο (και σε αυτό το μέτρο η σημασία τους είναι μεγάλη) που δίνουν περισσότερες ευκαιρίες στις ευεργετικές παραλλαγές να αναδυθούν, καθώς και να επιλεγούν, συσσωρευθούν και παγιωθούν. Κατά τον ίδιο τρόπο, τείνουν να αυξήσουν την άμεση δράση των φυσικών συνθηκών ζωής σε σχέση με τη συγκρότηση κάθε οργανισμού.37

Η τάξη και ο χρόνος, λοιπόν, δεν μπορούν να αρθρωθούν βάσει ενός θεωρητικού συντακτικού που θα μετασχημάτιζε τη θεωρία της φυσικής επιλογής, δηλαδή τη θεωρία των σύνθετων σχέσεων μεταξύ των φυσικών όντων, σε μια φιλοσοφία της τελεολογικής εξέλιξης των μορφών.

5. Συμπεράσματα Κάθε άλλο παρά συγκυριακή αναφορά του Υπόγειου ρεύματος, η θεωρία του Δαρβίνου μοιάζει αντιθέτως να αποτελεί το αόρατο κέντρο του. Ο βασικός πυρήνας της δεν είναι η θέση περί εξέλιξης των μορφών (εναντίον της θέσης περί πάγιων μορφών), αλλά ακριβώς η προτεραιότητα της συνάντησης επί της μορφής, δηλαδή η ενδεχομενικότητα όχι τόσο του κόσμου (έκφραση που δεν θα είχε νόημα για τον Δαρβίνο), αλλά κάθε μορφής στο μέτρο που συνιστά αποτέλεσμα ενός σύνθετου πλέγματος συναντήσεων. Υπό αυτή την έννοια, τα στοιχεία που «δένουν» μεταξύ τους δεν βρίσκονται εκεί χάριν της μορφής, αλλά το κάθε ένα έχει τη δική του ιστορία, η οποία με τη σειρά της είναι αποτέλεσμα ενός πλέγματος συναντήσεων που έλαβαν χώρα στο παρελθόν, αλλά που προφανώς θα μπορούσαν να μην έχουν συμβεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπό τον όρο ότι το τέλος και το σχέδιο έχουν απορριφθεί (μαζί και η συναφής έννοια της φύσης ως τάξης), η θέση περί προτεραιότητας της συνάντησης επί της μορφής καθίσταται απολύτως συμβατή με εκείνη περί προτεραιότητας των σχέσεων επί των στοιχείων: το σύνθετο δίκτυο των σχέσεων που συγκροτούν τη σταθερή όψη της φύσης, σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, δεν είναι τάξη και εγγύηση σταθερότητας, αλλά ένα σύνθετο δίκτυο συναντήσεων, η αποτυχία ή η πραγματοποίηση μιας εκ των οποίων μπορεί να σχεδιάσει εκ νέου το δίκτυο –και αυτό μπορεί να γίνεται, όπως γράφει ο Δαρβίνος, «σε ολοένα και μεγαλύτερους κύκλους πολυπλοκότητας» .

1Αναπτυγμένη μορφή της εισήγησης στο Συνέδριο για τα 100 τεύχη των Θέσεων με τίτλο: Ο Μαρξ σήμερα, 150 χρόνια μετά τα Grundrisse, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, 21-23 Σεπτεμβρίου 2007.

2L. Althusser, Reponse a John Lewis, Paris, Maspero, 1973, σ. 30 [Απάντηση στον Τζων Λιούις, μτφρ. Κ. Μητσοτάκη, Αθήνα, Θεμέλιο 1977, σ. 66].

3.ΣτΜ: Υιοθετείται εδώ η επιλογή των Φ. Σιάτιστα και Α. Στυλιανού για την απόδοση του σπινοζικού affectio, την οποία χρησιμοποίησαν στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του Ζιλ Ντελέζ, Ο Σπινόζα και το πρόβλημα της έκφρασης (Αθήνα, Κριτική, 2002).

4.B. Spinoza, Ethica, στο Opera, Bd. II, hrsg. von C. Gebhardt, Heidelberg, Winter, 1925, σ. 47.

5.Th.W. Adorno, Einleitung, στο H.Maus - F. Furstenberg (Hrsg.), Der Positivismusstreit in der deutschen Soziologie, Neuwiend - Berlin, Herman Luchterhand Verlag, 1969. Σχετικά με αυτό, ο Μασερέ γράφει: «[…] η ολότητα για την οποία μιλά ο Αντόρνο δεν είναι παντελώς άσχετη με την υπόσταση, όπως την προσδιορίζει ο Σπινόζα, υπόσταση που διέπει όλους τους τροπικούς καθορισμούς, στο μέτρο που η ίδια δεν μπορεί να κατανοηθεί τροπικά» (Σ. Macherey, “L’actualite philosophique de Spinoza (Heidegger, Adorno, Foucault)”, στο Avec Spinoza, Παρίσι, PUF, 1992, σσ. 222-236).

6.L. Althusser, “L’objet du Capital ”, στο Althusser κ.ά., Lire Le Capital, Παρίσι, PUF, 1996, σσ. 402-403. [«Το αντικείμενο του Κεφαλαίου» , στο Althusser κ.ά., Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, σσ. 437-438].

7.“Les defauts de l’ economie classique. Esquisse de concept de temps historique”, στο L. Althusser κ.ά., Lire le Capital, ό.π., σ. 272-309 [«Τα μειονεκτήματα της κλασικής οικονομίας. Σκιαγράφηση της έννοιας του ιστορικού χρόνου», στο L. Althusser κ.ά., Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, ό.π., σ. 302-342].

8.ΣτΜ: Πρόκειται για την λέξη prise που χρησιμοπιεί ο Αλτουσέρ (και presa ο συγγραφέας στα Ιταλικά) για να δηλώσει την παγίωση ή την πήξη μιας αστάθμητης συνάντησης ετερόκλητων στοιχείων σε μια σχετικά σταθερή οντότητα. Προσωπικά, για την ελληνική απόδοση, προτιμώ τη λέξη «δέσιμο» και τις παράγωγες εκφράσεις (π.χ., η συνάντηση «δένει» κλπ.), καθώς αποδίδει και την κοινή χρήση της, στην οποία αναφέρεται και ο Αλτουσέρ (θα χρησιμοποιήσει, π.χ., τη μεταφορά της … μαγιονέζας). Ο Τάσος Μπέτζελος, στη δική του μετάφραση μέρους του εν λόγου κειμένου (Θέσεις 88, 2004, σσ. 86-93), χρησιμοποιεί τη λέξη «εμπέδωση».

9.L. Althusser, “Le courant souterrain du materialisme de la rencontre”, Ecrits philosophiques et politiques, tome I, cit., σ. 562, tr. in. in Philosophy of the encounter, ed. by G. Goshgarian, London – New York, Verso, 2006, σ. 189.

10.Ibid. , tr. in. quot., ibid.

11.Ibid. , tr. in. quot., ibid.

12.Ibid. , tr. in. quot., ibid.

13.Ibid., σ. 563, tr. in. quot., σ. 191. Ο Ματερόν αναφέρει ότι «η φράση αυτή είναι μια χειρόγραφη προσθήκη».

14.Ibid. , σ. 564, tr. in. quot., σ. 192.

15.Ibid., tr. in. quot., ibid. . “cette phrase est un rajout manuscrit” (Ecrits, tome I, quot., σ. 579).

16.ΣτΜ: ο Αλτουσέρ, παίζοντας με τις λέξεις και αναδεικνύοντας την ετυμολογία τους, θα γράψει «la conjoncture (= συγκυρία) etant elle-meme jonction (=ένωση, σύγκλιση), con-jonction, …». Στα ελληνικά, η συγγένεια της συγκυρίας με την συνάντηση και τον αστάθμητο χαρακτήρα της είναι ίσως ακόμα πιο εντυπωσιακή: η λέξη προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα συγκυρώ (-έω) , εκ του συν + κυρώ (-έω) = «συναντώ τυχαία» (Λεξικό Μπαμπινιώτη).

17.Ibid., σσ. 565-566, tr. in. quot., σσ. 192-193.

18.ΣτΜ: Ο Αλτουσέρ χρησιμοποιεί εν προκειμένω την οικογένεια των λέξεων flotter, flottement, που αναφέρονται κυριολεκτικά στην πλεύση και μεταφορικά στην αναποφασιστικότητα, στη διακύμανση κλπ., για να δηλώσει την χωρίς τελεολογική κατεύθυνση κίνηση των στοιχείων και των ιστοριών τους, που δεν οδηγούνται στη συνάντηση δυνάμει κάποιας αναγκαιότητας αλλά κατά τρόπο αστάθμητο. Ο Τάσος Μπέτζελος (ό.π.) αποδίδει πολύ εύστοχα το ρήμα με το ελληνικό «αμφιρρέπω». Για το ουσιαστικό προτείνω διστακτικά εδώ τη λέξη «μετεωρισμός».

19.Οφείλω να αναφερθώ εδώ στο V. Morfino – L. Pinzolo, «Le primat de la rencontre sur la forme. Le dernier Althusser entre nature et histoire», Multitude s 21 (2005), σ. 151-152. Αλλά επίσης και στο V. Morfino, «An Althusserian Lexicon», στο Borderlands e-journal, 4/ 2 (2005).

20.L. Althusser, “Le courant souterrain du materialisme de la rencontre”, 539, tr. in. quot., σ. 167.

21.Ibid., σ. 540, tr. in. quot., ibid.

22.Αριστοτέλης, Περί Φύσεως, Δεύτερο βιβλίο, 8, 198b 16-32/ μτφρ. Βασίλης Κάλφας, Πόλις 1997.

.

23.L. Althusser, “Le courant souterrain du materialisme de la rencontre”, ό.π., σσ. 566-567.

24.Ch. Darwin, The origin of species by means of natural selection, in The Works of Charles Darwin, vol. 16, London, William Pickering, 1988, σ. xiii.

25.Ibid., σ. 34.

26.Ibidem.

27.Ibidem.

28.Ibid., σ. 43.

29.Ibid., σ. 50.

30.Ibid., σσ. 50-51.

31.Ibid., σσ. 58-59.

32.Ibid., σ. 59.

33.Ibid., σ. 59.

34.Ibid., σσ. 68-69.

35.Ibid., σ. 59.

36.Ibid., σ. 86.

37.Ibid..